ΝΕΟΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΕΣ ΠΛΑΝΕΣ 

Κριτική στο άρθρο του κ. Ιωάννου Χαραλαμποπούλου «Η Γέννηση του Ηλίου-Χριστού, ιχνηλατημένη σε μια πανάρχαια παράδοση…».
 

Εν Πειραιεί   5-2-2013 

πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς

                                                        
Περιεχόμενα

  • Εισαγωγή
  • Α) Νεοειδωλολατρικές περιπλανήσεις
    α) Τα μυστήρια της Εκκλησίας
    β) Η ταύτιση των Χριστουγέννων με την ημέρα του Ανικήτου Ηλίου και τον εορτασμό του Χειμερινού Ηλιοστασίου
  • 1) Πώς καθιερώθηκε η εορτή των Χριστουγέννων;
  • Τι ακριβώς εόρταζαν οι ειδωλολάτρες την 25η Δεκεμβρίου;
  • 3) Τί συνέβαινε στις εορτές αυτών των ειδωλολατρών;
    i)  Τα  βρουμάλια
    ii) Τα Σατουρνάλια
    iii) Οι Καλένδες
    γ) Ο Ιησούς Χριστός
    δ) Το σπήλαιο και η φάτνη
    ε) Η θεώρησις του χρόνου
    στ) Η παρθενική γέννησις του Χριστού
    ζ) Τα Άγια Επιφάνεια, Θεοφάνεια και το Πανάγιον Πνεύμα
    η) Ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός
    θ) Οι αρχαίοι φιλόσοφοι˙ οι προ Χριστού προφήτες
    ι) Το (παγκόσμιο) Χριστουγεννιάτικο δένδρο
  • Β) Η μεταμόρφωσις του αρχαίου Ελληνισμού από τον Χριστιανισμό
  • Επίλογος
  • Εισαγωγή

Στην εφημερίδα ‘Ελεύθερη Ώρα’ της 28-12-2012 στη σελίδα 12, φιλοξενείται άρθρο του κ. Ιωάννου Χαραλαμποπούλου (εις το εξής κ. Ι. Χ.), εκδότου του Ελληνοκεντρικού περιοδικού ‘Απολλώνειο Φως’, με τίτλο «Η Γέννηση του Ηλίου-Χριστού, ιχνηλατημένη σε μια πανάρχαια παράδοση…». Επειδή ο συγγραφεύς αναμασά γνωστές νεοπαγανιστικές θέσεις κυρίως για το Πανάγιο και Πανάσπιλο Θεανδρικό Πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, προχωρούμε στην αναίρεση και ανασκευή των απαραδέκτων αυτών θέσεων. 

Tα τελευταία χρόνια, δυστυχώς, έχει κάνει ισχυρή την παρουσία της η νεοειδωλολατρεία ή νεοπαγανισμός. «Πρόκειται για ένα πολυποίκιλο θρησκευτικό μόρφωμα, το οποίο ανάγει την καταγωγή του σε αρχαίες πρωτόγονες πολυθεϊστικές θρησκείες και παραδόσεις του απώτερου παρελθόντος. Εκδηλώνεται ως προσπάθεια αναβιώσεως πανάρχαιων ειδωλολατρικών θρησκειών και δρωμένων. Έχει έντονο φυσιοκρατικό και πανθεϊστικό χαρακτήρα. Διακατέχεται από ένα περίεργο θρησκευτικό εθνικισμό, αγγίζοντας σε πολλές περιπτώσεις επικίνδυνες εθνοφυλετικές θεωρίες και πρακτικές. Εδώ και δύο περίπου δεκαετίες προσπαθεί να κυριαρχήσει στην κοινωνία. Θεωρεί ότι ο μονοθεϊσμός, και κυρίως ο Χριστιανισμός, ευθύνεται για τον «πνευματικό μεσαίωνα», στον οποίο δήθεν οδήγησε την ανθρωπότητα, αφότου επεκράτησε και της στέρησε την «λαμπρή πολιτισμική πορεία» των εθνικών ειδωλολατρικών θρησκειών! Άμεσος στόχος των φανατικών νεοπαγανιστών είναι να «αποτινάξουν το μονοθεϊστικό ζυγό», όπως ισχυρίζονται, να αναβιώσουν τίς «πατρώες εθνικές θρησκείες», επαναφέροντας τον κόσμο σε «τροχιά προόδου»!

Το φαινόμενο της νεοειδωλολατρείας στη χώρα μας έχει μια ιδιάζουσα μορφή. Οι Έλληνες νεοπαγανιστές ή δωδεκαθεϊστές ή «εθνικοί» ή «αρχαιολάτρες», όπως αυτοαποκαλούνται, αγωνίζονται να συνδυάσουν εντέχνως τα ποικίλα θρησκευτικά τους μορφώματα με το αρχαιοελληνικό κλέος και πολιτισμό. Φθάνουν στο σημείο να μονοπωλούν και να οικειοποιούνται τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και να επιχειρούν να αποξενώσουν από αυτόν το σύνολο του Ελληνικού λαού, που δεν ασπάζεται τα θρησκευτικά τους «πιστεύω». Ακόμη και την ιδιότητα του Έλληνα θέλουν να αποστερήσουν από τους μη παγανιστές! Σύμφωνα με επίσημες ανακοινώσεις τους «γνήσιοι Έλληνες είναι μόνον όσοι ασπάζονται την πατρώα θρησκεία», δηλαδή την αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία»[1]!
 
Α) Νεοειδωλολατρικές περιπλανήσεις

α) Τα μυστήρια της Εκκλησίας

Οι Νεοειδωλολάτρες ισχυρίζονται ότι τάχα ο Χριστιανισμὸς μιμήθηκε τις θεωρίες, τους μύθους και τις τελετὲς των αρχαίων ειδωλολατρών, χωρὶς να έχη σχεδὸν τίποτε αυθεντικὰ δικό του.

Την ίδια θέση εκφράζει και ο κ. Ι. Χ., όταν λέει ότι «η περίοδος του Δωδεκαημέρου… αποτελεί μια περίοδο έμφορτη συμβολισμών τόσο στην χριστιανική παράδοση, όσο κυρίως στην αρχαία περίοδο, από την οποία ήντλησαν οι μεταγενέστεροι ουκ ολίγους συμβολισμούς, ιεροτελεστίες… », ότι «… υφίσταται διαιώνιση των ιδίων μυσταγωγικών παραδόσεων και των πανάρχαιων δοξασιών των Ελλήνων, υπό τη μορφή εννηλαγμένων προσώπων» και ότι «η νέα θρησκεία κινήθηκε επάνω στους ήδη χαραγμένους άξονες των Ελλήνων».

Χρειάζεται άραγε προσπάθεια ανασκευής αυτής της κατηγορίας; Τι κοινὸ υπάρχει μεταξὺ Χριστού και ειδώλων; Ποιος μπορεί να μας υποδείξει κάτι ανάλογο της Θείας Λειτουργίας των Χριστιανών, όπου «τα φοβερὰ τελεσιουργείται»; Ή κάτι ανάλογο με το «Πιστεύω» και τα ιερὰ δόγματα της αμώμου Πίστεώς μας; Τι σχέσι έχουν οι μύθοι των ειδωλολατρών με την ιστορικὴ πραγματικότητα της Εκκλησίας; Πώς μπορούν να συγκριθούν οι αναισχυντίες και εμπάθειες των ψευδοθεών του Ολύμπου με το μοναδικό, ιστορικό, πανάγιο πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, ο Οποίος «αμαρτίαν ουκ εποίησεν ουδὲ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού»[2], και για την αγάπη και την σωτηρία μας έγινε άνθρωπος και υπέμεινε σταυρὸ εκουσίως;

Γράφει εύστοχα και αποδεικτικὰ ο Ιερομόναχος π. Λουκάς Γρηγοριάτης για το εν λόγω θέμα:
«Παρατηρούμε ότι οι αρχέγονες πανανθρώπινες μνήμες κατεγράφησαν από τους λαούς αναλόγως προς την παιδεία και τους στόχους τους. Έτσι π.χ. θεωρώ ότι οι περί θεογονίας απόψεις του Πλάτωνος είναι «αθηνοκεντρικές», προβάλλουν μία αθηναϊκή υπεροχή (βλ. π.χ. περί Ατλαντίδος), την οποία δεν συμμερίζονται ούτε άλλοι μεταγενέστεροι Άλληνες αρχαίοι συγγραφείς (Διόδωρος ο Σικελιώτης). Επίσης είναι φυσιοκεντρικές, καθόσον προσωποποιούν (και θεοποιούν) στοιχεία της φύσεως, και επιπλέον δεν ανάγουν στην γνώσι του Δημιουργού του κόσμου. Ο κόσμος γι᾿ αυτές είναι αυθύπαρκτος και αιώνιος και οι θεοί και οι άνθρωποι είναι μέρη αυτού του  κόσμου.

Οι αρχαϊκές πανανθρώπινες προσδοκίες περιγράφηκαν από τους λαούς ανάλογα και με τα πάθη των ανθρώπων. Είναι τυχαίο ότι η ελληνική μυθολογία είναι γεμάτη με θεούς και θεές, που προσωποποιούσαν τα πάθη των ανθρώπων (Αφροδίτη, Άρης), τις προσδοκίες τους (Δήμητρα, Περσεφόνη), τις ιδιότητές τους (Αθηνά, Ερμής) ή ότι οι Έλληνες μυθολόγοι αποδίδουν τα πάθη των ανθρώπων στους θεούς (πολέμους μεταξύ των θεών, ασέλγειες, κλπ.);

Είναι πολὺ πετυχημένη η άποψις του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, στον κατά Ιουλιανού του Παραβάτου λόγο του, ότι ο προφήτης Μωυσής, έχοντας τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, περιέγραψε τις πανανθρώπινες αρχαίες μνήμες με τρόπο αγιοπνευματικό, Χριστοκεντρικό. Στις εξωπαλαιοδιαθηκικές θεογονίες ο διάβολος και οι δαίμονές του σφετερίζονται την θεία εξουσία και παρουσιάζονται να χειρίζονται τις τύχες του κόσμου με τις μορφές του Δία ή του Όσιρι κλπ. Η γνώμη του αγίου Κυρίλλου δεν είναι απλώς η χριστιανικὴ άποψις του θέματος, αλλά έχει επιστημονική βαρύτητα. Εξ όσων έχω μελετήσει από διάφορες πλευρές, υποστηρίζω την άποψη των Πατέρων της Εκκλησίας ότι πρώτος έγραψε για τα θέματα αυτά ο προφήτης Μωυσής (τον 15ο π.Χ. αιώνα), οι δε Έλληνες έγραψαν πολύ μεταγενέστερα (ο Όμηρος τον 8ο π.Χ. αιώνα)»[3]. 

Επίσης, «... Δεν είναι σωστό να πιστεύει κανεὶς αβασάνιστα την άποψη του καθενός, διότι υπάρχουν μεγάλα συμφέροντα. Η Νέα Εποχή σήμερα έχει ως βασικό γνώρισμά της τον συγκρητισμό (την εξίσωση όλων των θρησκειών) και για να επιβληθεί έχει επιστρατεύσει όσες γνώμες τής φαίνονται χρήσιμες. Οι άγιοι Πατέρες από τα πρώτα χριστιανικὰ χρόνια εγνώριζαν το πρόβλημα. Η αντίθεσή τους πρός όλες τις άλλες μυστηριακές τελετουργίες (μιθραϊκές, ελευσίνιες, αιγυπτιακές, κλπ.) δεν στηριζόταν σε μελέτες σαν τις δικές μας, βάσει χειρογράφων ή ευρημάτων από ανασκαφές, αλλά από την ζωντανή συναναστροφή με τους ανθρώπους, που τις τελούσαν. Είχαν γι᾿ αυτό τον λόγο αυθεντική άποψι. Πώς μπορούσαν άλλωστε να δεχθούν επηρεασμούς από ειδωλολατρικές τελετουργίες, όταν με τόση αποστροφή απέρριπταν την ειδωλολατρεία και εκατομμύρια Χριστιανοί έχυσαν το αίμα τους για τον λόγο αυτό; 

... Η Εκκλησία γνωρίζει ότι τα χριστιανικὰ μυστήρια και οι χριστιανικές τελετές είναι η εν Χριστώ τελείωση (ολοκλήρωση) όσων ο προφήτης Μωυσής και οι Προφήται σκιωδώς είχαν ορίσει να γίνονται στην ιουδαϊκή συναγωγή. Π.χ. αντί του ναού του Σολομώντος ο Χριστιανικός ναός, αντί του ιουδαϊκού πάσχα η Θεία Ευχαριστία[4]. 

Τα χριστιανικά μυστήρια δεν είναι ειδωλολατρικά δάνεια! Πώς θα το εδέχοντο αυτό οι πρώτοι εξ Ιουδαίων Χριστιανοί, οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος και οι άμεσοι διάδοχοί τους, όταν η απόσταση, που τους χώριζε από τους ειδωλολάτρες, ήταν χαώδης; Είναι να απορεί κανείς πώς αβασάνιστα (ίσως σκοπίμως) γράφονται βιβλία, τα οποία βρίσκουν «αρχαίες ειδωλολατρικές επιβιώσεις»! στα χριστιανικά μυστήρια, π.χ. ναός, ιερατείο, άμφια, τελετές, νηστεία, θυσία, λιβάνι, εορτές, αργίες, κλπ. Δεν βλέπουν ότι όλα αυτά είναι θεσμοθετημένα από τον προφήτη Μωυσή[5] πολύ πριν υπάρξουν γραπτά ελληνικά μνημεία (πολλώ μάλλον τελετές); Δεν βλέπουν ότι όλα αυτά στην Εκκλησία λειτουργούν προς δόξαν του Θεού και σωτηρία του ανθρώπου, ενώ στις ειδωλολατρικές τελετές τάσσονται στην υπηρεσία των δαιμόνων; 

... Στην ιουδαϊκή λατρεία ο προφήτης Μωυσής είχε δώσει βαθύτερο πνευματικό (χριστοκεντρικό-σωτηριολογικό) νόημα, το οποίο συχνά ξεχνούσαν οι Εβραίοι και χρειαζόταν η παρέμβαση του Θεού διά των Προφητών προς διόρθωση. Βλέπει κανείς θυσίες, αναφορές και θυμιάματα, οργανικά στοιχεία της Μωσαϊκής λατρείας, να προκαλούν την αποστροφή του Θεού, επειδή δεν έχουν σωτηριολογική προοπτική (ταπείνωση, ειρήνη αισθήσεων και λογισμών, υπακοή και ελευθερία από την εγωιστική αυτονομία από τον Θεό)[6]. 

Εάν κάποιοι υποστηρίζουν ότι στον Χριστιανισμό υπάρχουν στοιχεία αρχαιοελληνικών τελετών και εθίμων, κάνουν λάθος... Και μόνο οι αποφάσεις Οικουμενικών και άλλων Συνόδων κατά των ελληνικών επιδράσεων στην Εκκλησία είναι αρκετές προς απόδειξη. 

... Οι αιρετικοί και οι εθνικοί έβλεπαν τις υπερφυσικές δυνάμεις των Αποστόλων και των Αγίων και θέλησαν να απομιμηθούν τα εξωτερικά στοιχεία των ενεργειών τους. Όπως μέχρι σήμερα οι μάγοι και μέντιουμ χρησιμοποιούν σταυρούς και εικόνες, για να κάνου τα ξόρκια τους, γινόμενοι όργανα των δαιμόνων παρά τους σταυρούς και τις εικόνες»[7]. 

Λέγει δε και ο άγιος Ιουστίνος ο Απολογητής, σ᾿ αυτούς που δεν γνωρίζουν το βάθος των πραγμάτων: 

«...τὸν Ἰησοῦν λαβόντα ἄρτον καὶ εὐχαριστήσαντα εἰπεῖν: Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἀνάμνησίν μου, τοῦτ᾿ ἐστι τὸ σῶμά μου· καὶ τὸ ποτήριον ὁμοίως λαβόντα καὶ εὐχαριστήσαντα εἰπεῖν: Τοῦτο ἐστι τὸ αἷμά μου: καὶ μόνοις αὐτοῖς μεταδοῦναι. Ὅπερ καὶ ἐν τοῖς τοῦ Μίθρα μυστηρίοις παρέδωκαν γίγνεσθαι μιμησάμενοι οἱ πονηροὶ δαίμονες· ὅτι γὰρ ἄρτος καὶ ποτήριον ὕδατος τίθεται ἐν ταῖς τοῦ μυουμένου τελεταῖς... ἢ ἐπίστασθε ἢ μαθεῖν δύνασθε»[8].
 

Δηλαδή:
«Αυτό που είπε ο Κύριος να κάνουμε «εἰς τὴν ἀνάμνησιν Αὐτοῦ», δηλ. στην θεία Λειτουργία, προσφέροντας άρτο και οίνο, αυτό και στα μυστήρια του ψευδοθεου Μίθρα κατά μίμηση των Χριστιανών εδίδαξαν να γίνεται οι πονηροί δαίμονες· κι αυτό, το ότι δηλ. παρατίθεται άρτος και ποτήριο ύδατος... στις τελετές τους για την μύησι κάποιου νέου μέλους, ήδη το γνωρίζετε ή μπορείτε να το μάθετε»[9].

β) Η ταύτιση των Χριστουγέννων με την ημέρα του Ανικήτου Ηλίου και τον εορτασμό του Χειμερινού Ηλιοστασίου. Ο κ. Ι. Χ. θεωρεί ότι «καθόλου τυχαία η μεγάλη εορτή της Χριστιανοσύνης, η γέννηση του Ιησού, ταυτίσθηκε με την ημέρα του Ανικήτου Ηλίου και τον εορτασμό του Χειμερινού Ηλιοστασίου».   

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. 

1)  Πώς καθιερώθηκε η εορτή των Χριστουγέννων; 

Είναι πολύ σημαντικό να ξεκαθαριστεί το θέμα αυτό, για να κατανοηθεί τι επικρατούσε την εποχή εκείνη, τι καταργήθηκε με την καθιέρωση της εορτής και πού ακριβώς έχουν τη ρίζα τους πολλά (παγανιστικά) στοιχεία, που αναβιώνουν σήμερα. 

Σύμφωνα με τον συγγραφέα κ. Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλο[10], είναι αλήθεια, πως δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε την ακριβή ημέρα της Γέννησης του Χριστού, αφού δεν γίνεται σχετι­κή αναφορά στα Ευαγγέλια. Οι Χριστιανοί φέρεται να εόρταζαν τα Χριστούγεννα σε διάφορες ημερομηνίες, ενδεχομένως και ως κινη­τή εορτή, όχι όμως στις 25 Δεκεμβρίου. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι αυτά εορτάζονταν ως και τα μέσα του 4ου αιώνα στις 6 Ιανουαρίου, μαζί με τα Θεοφάνεια. 

Ο άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος σε ομιλία του για την 6η Ιανουαρίου τονίζει ότι οι Χριστιανοί εορτάζουν τα Θεοφάνεια, διότι ο Θεός εφάνη ως άνθρωπος, αλλά και τα Χριστούγεννα, διότι ο Χριστός γεννήθηκε ως άνθρωπος. Ο Απ. Παύλος παραβάλει τον Ιησού προς τον Αδάμ. Κι επειδή ο πρώτος άνθρωπος, ο χοϊκός, πλά­στηκε την 6η ημέρα της δημιουργίας, οι Χριστιανοί καθόρισαν την εορτή των Χριστου­γέννων την 6η Ιανουαρίου, δηλαδή την 6η ημέρα από την πρωτοχρονιά, προς ανάμνηση της επί γης παρουσίας του Σωτήρα.

Η μεγάλη, όμως, εξάπλωση του Χριστια­νισμού στη Δυτική Ευρώπη έφερνε μεγάλα προβλήματα στην κατήχηση των πιστών, γιατί εκεί λατρευόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα και πλήθος από παγανιστικές τελετές λίγο μετά τη χειμερινή ισημερία, και συγκεκριμένα στις 25 Δεκεμβρίου, ο «θεός ήλιος», όπως πιο κάτω θα αναφέρουμε!

Τότε, η Εκκλησία της Ρώμης θέτει την ανάγκη ορισμού ειδικής εορτής για την Γέννηση του Χριστού. Το δε έτος 350 μ.Χ. ο Επίσκοπος της Ρώμης Ιούλιος Α', επέλεξε την 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτής των Χριστουγέννων, που συνέπιπτε με προαναφερ­θείσες παγανιστικές τελετές, προκειμένου να αντικατασταθούν αυτές με τα Χριστούγεννα και να αρθούν τα εμπόδια διάδοσης της Χριστιανικής Πίστης.

Κύριος εκφραστής για την εφαρμογή της νέας εορτής στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης ήταν ο άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, φαίνεται δε να εορτάσθηκαν εκεί για πρώτη φορά το 379 ή 380 μ.Χ. Ο  Μ. Βασίλειος την εισήγαγε το 379 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, το δε 386 μ.Χ. ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσό­στομος συγγράφει για την εορτή αυτή, η οποία, όπως επισημαίνει, ήταν γνωστή επί δεκαετίες στην Αντιόχεια και με πολλά επιχειρήματα αναφέρει ότι ο Χριστός γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί το εξής πολύ σημαντικό γεγονός. Για την καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων την 25η Δε­κεμβρίου, πέραν από την Εκκλησία της Ρώμης (Δύση) και στην Εκκλησία της Κωνσταντινού­πολης (Ανατολή), συνετέλεσε κατά πολύ (ίσως και καταλυτικά) ο Ιουλιανός ο Παραβάτης και τα σχέδιά του!

Αυτός, αφού είχε επαναφέρει την ειδωλολα­τρία ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατο­ρίας, καθόρισε με διάταγμά του να εορτάζε­ται την 25η Δεκεμβρίου ο «θεός ήλιος», όπως ακριβώς συνέβαινε την ειδωλολατρική εποχή!!!

Πέραν της εορτής αυτής, με άλλο διάταγμά του, έδωσε εντολή να εορτάζεται προς... τιμή του ήλιου πάλι (!) και η 1η Ιανουαρίου, καθ’ όσον αυτή ήταν η 1η ημέρα του έτους της αυτοκρατορίας!

Τότε η Εκκλησία διαπίστωσε ότι αυτές οι κρατικές εορτές, που γίνονταν κατά διαταγή του Ιουλιανού με κάθε μεγαλοπρέπεια και ήταν μάλιστα και αργίες, παρέσυραν τους Χριστια­νούς να τις παρακολουθούν, με αποτέλεσμα να παρασύρονται τελικά και σε ειδωλολατρικές λατρευτικές εκδηλώσεις! Έτσι, η Εκκλησία αποφάσισε να μεταφέρει την εορτή των Χριστουγέννων και της Γεννήσεως του νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης από την 6η Ιανουαρίου στην 25η Δεκεμβρίου και να εορτάζεται μαζί με την ειδωλολατρική εορτή του φυσικού ηλίου των ειδωλολατρών!!! Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλη­σίας (όπως ο άγ. Αυγουστίνος) αναφέρουν ότι την ημέρα αυτή δεν γιορτάζουμε τον ήλιο, όπως οι ειδωλολάτρες, αλλά Εκείνον, ο οποίος δημιούργησε εκ του μηδενός τον ήλιο!

Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι Χριστιανοί να πηγαίνουν στους ναούς και να εορτάζουν μεγαλοπρεπώς την Γέννηση του Χριστού και να μην παρασύρονται πλέον στην παρακολούθηση των ειδωλολατρικών εορτών.
Επιπλέον, αφού η Γέννηση μετατέθηκε για την 25η Δεκεμβρίου, για την 1η Ιανουαρίου καθιερώθηκε η εορτή της Περιτομής του Χριστού, τότε που οι ειδωλολάτρες γιόρταζαν για δεύτερη φορά τον ... ήλιο!

Αργότερα (τον 6ο αιώνα μ.Χ.) ο Ιουστινια­νός, επιδιώκοντας την ενοποίηση της αυτοκρα­τορίας μέσω μιας ενιαίας θρησκείας, όχι μόνο καθιέρωσε την 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτής των Χριστουγέννων, αλλά προσδιόρισε αυτή να είναι και αργία, επιπλέον δε, εξέδωσε και διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο η 25η Δεκεμβρίου του έτους 754 της Ρωμαϊκής επο­χής θα θεωρούνταν το έτος 1 μιας νέας περιόδου κι ενός νέου τρόπου χρονολόγησης, που θα χρησιμοποιούνταν σε όλη την επικράτεια. Έκτο­τε έχουμε τη χρονολόγηση της προ Χριστού και μετά Χριστόν εποχής.

Ωστόσο, είτε ο Χριστός γεννήθηκε πράγμα­τι την 25η Δεκεμβρίου, είτε η ημέρα αυτή επιλέχθηκε για την αντιμετώπιση ή και την κα­τάργηση των παγανιστικών τελετών, που γίνονταν την ημέρα αυτή, το βέβαιο είναι ότι ο Χριστός ήρθε να καταργήσει τα είδωλα και τον διάβολο, που τα δημιούργησε και τα εμπνέει, γι’ αυτό και ως εορτή έχει ιδιαίτερη σημασία για όλους μας. Δεν είναι δε καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι πολύ γρήγορα τα Χριστούγεννα κατέκτησαν τις ψυχές όλων.
 

2)  Τι ακριβώς εόρταζαν οι ειδωλολάτρες την 25η Δεκεμβρίου;

Όλες σχεδόν οι ειδωλολατρικές θρησκείες του κόσμου, εόρταζαν με πολύ έντονο τρόπο τον μήνα Δεκέμβριο διάφορες εορτές, που ουσιαστικά είχαν να κάνουν με το χειμερινό ηλιοστάσιο στις 21 ή 22 Δεκεμβρίου!

Κατά το θερινό ηλιοστάσιο η ημέρα είναι η μεγαλύτερη του έτους (21 ή 22 Ιουνίου) και σηματοδοτεί την αρχή του καλοκαιριού. Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο δε, η ημέρα είναι η μικρότερη του έτους και σηματοδοτεί την έναρξη του χειμώνα.

Τότε ο πρωτόγονος άνθρωπος φοβόταν ότι ο ευεργετικός και ζωοδότης ήλιος, που κάθε σούρουπο χανόταν όλο και πιο νωρίς στο καταχείμωνο αυξάνοντας απειλητικά τη νύχτα, θα «σβηστεί» για πάντα, οπότε και ο ίδιος θα βυθιζόταν σ' ένα αιώνιο σκοτάδι και μάλιστα με αφόρητο κρύο! Μετά δε το χειμερινό ηλιοστά­σιο, εόρταζαν την αναμενόμενη επαναφορά του ηλίου, πολλές δε αντιλήψεις για τη ζωή και τον θάνατο ή την αναγέννηση, είχαν συνδεθεί με αυτό! Όργανα δεν είχαν για να προσδιορί­σουν ακριβώς πότε γινόταν αυτό, υπολόγιζαν όμως ότι ο ήλιος άρχιζε να παίρνει τη θέση του στον ουρανό λίγες μέρες μετά, πιθανόν στις 25 Δεκεμβρίου.

Ακριβώς στο σημείο αυτό, πλάστηκαν μύθοι, θρύλοι και παραδόσεις, δημιουργήθηκε πλήθος από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, όλα τους με μεγάλη θρησκευτική (δηλ. ειδωλολατρική) ση­μασία!

Και αυτό γιατί ο πρωτόγονος άνθρωπος αισθανόταν ότι έπρεπε να βοηθήσει τον κύκλο αυτό, να βοηθήσει ακόμη και τον ήλιο για να ξαναρχίσει να ανεβαίνει και μ' αυτόν ολάκερη τη φύση, που νεκρή και παγωμένη περιμένει μία δύναμη για να ξαναγεννηθεί, να γονιμοποιηθεί και να καρποφορήσει! Γιατί πίστευε πως, αν οι θεότητες του κακού υπερίσχυαν στην αιώνια πάλη τους με το καλό, τότε ήταν πολύ πιθανόν ο ήλιος και η γη να μην ξαναγεννηθούν και μαζί τους να χαθούν για πάντα όλες οι σοδειές, που εξασφάλιζαν τη ζωή σε ανθρώπους και ζώα!!

Αυτός ήταν και ο λόγος που κατέφευγε σε διάφορες μαγικές ή μυστικιστικές πράξεις και τελετές, ηλιολατρικού περιεχομένου, προκει­μένου να αποτρέψει το χάος και τις δαιμονικές δυνάμεις, που πίστευε ότι ξεχύνονταν απ' αυτό! Γιατί κατά την παχυλή του αντίληψη, μόνο με εορτασμούς κι εκδηλώσεις λατρείας μπορούσε να αποτρέψει το κακό!!

Τις τελετουργίες αυτές τις τελούσαν ντυμέ­νοι με δέρματα και κεφάλια ζώων, άναβαν φωτιές όλη τη νύχτα, για να απομακρύνουν το σκοτάδι, χόρευαν και τραγουδούσαν γύρω από τις φωτιές, στόλιζαν τα σπίτια τους με τα λιγο­στά φυτά, πού επιβίωναν τον χειμώνα όπως γκι, ου, κισσό και κλαδιά δέντρων, ψιθύριζαν ξόρκια, ζωγράφιζαν μαγικά σύμβολα με αίμα ζώων στις πόρτες και τά ρούχα τους, τέτοια...

Έτσι, η περίοδος του χειμερινού ηλιοστασί­ου (που αργότερα έγινε Δωδεκαήμερο) είχε ιδιαίτερη συμβολική-μαγική σημασία κι έπαιζε σημαντικό ρόλο, τόσο στις ειδωλολατρικές τελετουργίες της γονιμότητας, όσο και του εξορκισμού των δαιμόνων και «η γέννηση του φωτός» συνδέθηκε πια με «την γέννηση του θεού», που την συμβολίζει.

Και μόνον αυτά αρκούν για να δείξουν από τι φοβερό σκοτάδι μας απάλλαξε το Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ! Και είναι το ίδιο σκοτάδι, στο οποίο η εωσφορική «Νέα Εποχή» θέλει να μας οδηγή­σει πάλι.

Ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη λογική οι αρχαίοι ειδωλολάτρες, εκεί στις 25 Δεκεμβρίου, γιόρταζαν:
Την γέννηση πολλών ηλιακών θεοτήτων, όπως των: Όσιρη, Βάαλ, Διονύσου, Άδωνι, Άττι, του Περσικού Μίθρα, που εκείνη την εποχή είχε μεγάλη απήχηση στη Ρώμη και στις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, του σκανδιναβού Μπάλντουρ κ.λπ. και ένεκα αυτού,

Είχαν καθιερώσει διάφορες σχετικές εορτές. Για παράδειγμα οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τα Κρόνια, τα Διονύσια και τα Επιφάνεια του ηλιακού θεού Φοίβου-Απόλλωνα. Οι Ρωμαίοι γιόρταζαν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία τους τα Βρουμάλια (από 24 Νοεμβρίου μέχρι 17 Δεκεμβρίου) και ακολουθούσαν τα Σατουρνάλια (από 18 έως 24 Δεκεμβρίου). Την 1η Ιανουαρίου γιόρταζαν τις Καλένδες, στις 3 Ιανουαρίου τα Βότα (δηλαδή οι ευχές - vota) και στις 4 τα Ααρεντάλια, ενώ στις 7 Ιανουαρίου τελείωνε η περίοδος των εορτών αυτών! Οι Αιγύπτιοι, εκτός από τον Όσιρη και τον Σάραπη, είχαν και την ηλιακή εορτή των Φαραώ Οπέτ, που ήταν μία σύν­θετη και ιδιαίτερα διαδεδομένη εορτή της αναγέννησης του ηλίου (Άμμων-Ρα) και στην εποχή των Πτολεμαίων ονομαζόταν «Επιφάνεια». Για τους Κέλτες ο χειμώνας ξεκινούσε την 1η Νοεμβρίου με την εορτή Samain, όπως και για τους Νορβηγούς με την εορτή Yule κ.λπ.

Ας σημειωθεί ότι ο αυτοκράτορας Αυριλιανός (270 ή 275 μ.Χ.) συνένωσε μία σειρά τέτοι­ων παγανιστικών εορτασμών του χειμερινού ηλιοστασίου, που είχαν σχέση με τον θεό ήλιο σε μία, σε ένα είδος «φεστιβάλ» θα λέγαμε σήμερα, που το ονόμασε «Γενέθλια του Αηττήτου Ηλίου» (με την έννοια ότι ο ήλιος δεν νικιέται από τίποτα, ούτε και από το σκοτά­δι) με ημέρα εορτασμού την 25η Δεκεμβρίου!

Έκτοτε η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως ημέρα γέννησης του ηλίου κι επομένως ως ημέρα εορτασμού όλων των παγανιστικών θρη­σκειών!!!

3)   Τί συνέβαινε στις εορτές αυτών των ειδωλολατρών;

Ας πούμε δυο λόγια και για τις εορτές αυτές, τις οποίες αναγκάστηκε να απαγορεύσει η Εκκλησία με Τοπικές ακόμη δε και Οικουμε­νικές Συνόδους!
i) Τα  βρουμάλια
Τα βρουμάλια προέρχονταν από τους Ρωμαίους και σήμαιναν γενικά εορτή και πανη­γύρι. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό bruma, που σημαίνει την μικρότερη ημέρα του έτους και συμπίπτει έτσι με το χειμερινό ηλιοστάσιο. Ήταν μία πολυήμερη εορταστική περίοδος, αφού άρχιζε στις  24 Νοεμβρίου και τελείωνε στις 17 Δεκεμβρίου. Η εορτή αυτή σχετιζόταν με τα Κρόνια (Σατουρνάλια), στα οποία αναφερόμαστε πιο κάτω και είχε επιδράσεις και από άλλες ειδωλολατρικές εορτές, όπως της Δήμητρας και του Διονύσου και γινόταν η χοιροσφαγία, που διασώζεται μέχρι σήμερα, κατά την οποία οι χοίροι θυσιάζονταν στον θεό Κρόνο! Κατά την εορτή γινόντουσαν οργιαστικοί χοροί, πολυτελή συμπόσια, διανεμόντουσαν δώρα κ.λπ. Τα βρουμάλια πέρασαν και στο Βυζάντιο, ο δε λαογράφος Ν. Πολίτης αναφέρει ότι τα συναντά κανείς μέχρι και τον 12ο μ.Χ. αιώνα! Απαγορεύτηκαν από την Εκκλησία στο τέλος του 7ου αιώνα, με τον 62ο κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου και του 9ου της εν Ρώμη Συνόδου.
ii) Τα Σατουρνάλια
Πρόκειται για γιορτή των Ρωμαίων προς τιμή του θεού Κρόνου (Saturnus), που ήταν και ο επώνυμος θεός της εορτής και φαίνεται ότι ταυτιζόταν με αυτόν της Ελληνικής μυθολο­γίας. Υπήρχε, μάλιστα, και σχετικός ναός μπρο­στά στο Καπιτώλιο της Ρώμης, εντός του οποίου βρισκόταν και το θησαυροφυλάκιο του κράτους! Τότε με πολλές θυσίες (η πρώτη μάλιστα γινόταν δημοσία δαπάνη μπροστά στο ναό του Κρόνου), τελετουργίες κ.λπ. κατά το πρότυπο των εορτών του καρναβαλιού, επιδίωκαν την αναγέννηση του κόσμου, τον οποίο ήθελαν να ξαναγεννηθεί με την αποκατάσταση της τάξης! Κατά την εορτή ανέστελλαν την απαγόρευ­ση των τυχερών παιχνιδιών, γινόντουσαν μεγά­λα συμπόσια σε καθένα δε απ' αυτά εκλεγόταν κι ένας βασιλιάς στις διαταγές του οποίου ώφειλαν όλοι να υπακούουν και γίνονταν φοβε­ρά πράγματα. Τον οργιαστικό της χαρακτήρα, παρόμοιο με αυτό των Διονυσίων, αναφέρει και ο Πλούταρχος, λέγοντας πως δεν μπορούσε κανείς να υπομείνει «τον ολολυγμόν και τον θόρυβον»!
iii) Οι Καλένδες
Κατά την 1η Ιανουαρίου γινόταν η εορτή των Καλένδων, η οποία είχε αντικαταστήσει άλλες παλαιότερες, από πολλούς δε θεωρείται και η σπουδαιότερη. Υποστηρίζεται επίσης ότι διαρκούσε από τις 25 Δεκεμβρίου μέχρι τις 7 Ιανουαρίου. Κατά την εορτή αυτή προς τιμή της Ήρας και του Ιανού, κυριαρχούσαν τα συμπόσια, οι στολισμοί των σπιτιών, οι χοροί και τα τραγού­δια, τα τυχερά παιχνίδια, οι ανταλλαγές δώρων, οι μεταμφιέσεις και οι μασκοφορίες κατά τη νύχτα, οπότε και σημειώνονταν πολλά παρα­τράγουδα και οργιαστικά πράγματα και γενικά επικρατούσε το Διονυσιακό πνεύμα στη χειρό­τερη μορφή του! Γι' αυτό και η εορτή των Καλένδων αποκαλείται «οργιαστική Διονυσιακή περίοδος»!!! Οι Πατέρες της Εκκλησίας την χαρακτήρι­ζαν ως έργο του πονηρού και των σκοτεινών δυνάμεων και προέτρεπαν τους Χριστιανούς να απέχουν απ' αυτήν κι όλες τις άλλες. Γράφει ο Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος : «Τίποτε δεν είναι εχθρι­κότερο προς το πνεύμα του Χριστιανισμού, όσο τα συμβαίνοντα κατά τις νύχτες εκείνες». Τις Καλένδες απαγόρευσε για τους Χριστια­νούς η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος με τον 62ο κανόνα της, ως μη αρμόζουσες στο Χριστιανικό ήθος.
 
γ) Ο Ιησούς Χριστός
Ο κ. Ι. Χ. πρεσβεύει ότι το όνομα Ιησούς Χριστός προέρχεται εκ του ίημι = ο Κεχρισμένος θεραπευτής των ψυχών.
Σύμφωνα, όμως, με τον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη[11], ο Ιησούς Χριστός κατά τήν περιτομή Του έλαβε το γλυκύ όνομα Ιησούς, «και ότε φησίν επλήσθησαν ημέραι οκτώ του περιτεμείν το παιδίον και εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς»[12], το οποίο προείπε μεν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, πριν συλληφθεί στην κοιλία της Παρθένου, τόσο στον μνήστορα Ιωσήφ, όπως λέει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος «τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν»[13], όσο και στην Παρθένο, όπως λέει ο Ευαγγελιστής Λουκάς[14]. Ιησούς είναι το κύριο όνομα του Μεσσία, κατά τον ιερό Αυγουστίνο[15], το οποίο συνέχει όλη την ένσαρκο οικονομία, την σοφία, την δύναμη, την αγαθότητα και την άκρα αγάπη Του προς εμάς. Ιησούς είναι όνομα που, κατά μερικούς, υπερέχει και αυτό το τετραγράμματο όνομα του Θεού, επειδή αυτό μεν, το όνομα Ιησούς, δηλώνει συνεπτυγμένως το όνομα και του Κτίστου και του Κυρίου, εκείνο δε, το όνομα Θεός, δηλώνει μόνο ή το όνομα του Κτίστου ή του Κυρίου. Ιησούς είναι όνομα, το οποίο, κατά την εβραϊκή διάλεκτο, σημαίνει Σωτήρ, και το οποίο παράγεται από το ρήμα Ιαχά, που σημαίνει σώζω, κατά τον Γεώργιο Κορέσσιο, τον ειδήμονα των εβραϊκών. Και, εν συντομία, Ιησούς είναι το όνομα το γεμάτο από κάθε παρηγοριά και σωτηρία και είναι όχι μόνο μία σύνοψη όλων των τελειοτήτων, που αρμόζουν στον Σωτήρα μας, ως Θεό, και όλων των αρετών, που Του αρμόζουν ως άνθρωπο, αλλά είναι και μία σύνοψη όλων εκείνων, που έκανε για την σωτηρία μας, και ένας αρραβώνας όλων εκείνων, που έχει σκοπό να κάνει στο μέλλον και να μας φέρει εμπράκτως στον τελικό σκοπό μας, που είναι ο Παράδεισος. Αυτό το άγιο όνομα, το υπέρ παν όνομα του Ιησού, το δοξάζουν και το προσκυνούν όλοι οι Άγγελοι στον ουρανό και όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί στη γη, και θα το προσκυνήσουν ακόμη και αυτοί οι υποχθόνιοι δαίμονες και οι άπιστοι άνθρωποι και οι νεοειδωλολάτρες, καθώς έχει γραφεί ˙ «εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων καί επιγείων καί καταχθονίων»[16].

Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, μετά την ενανθρώπηση ή μάλλον κατά την στιγμή της συλλήψεως του Λόγου στην κοιλία της Παναγίας, οπότε έγινε η ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση στη υπόσταση του Λόγου, λέγεται Χριστός. Το όνομα Χριστός είναι όνομα της υποστάσεως και δεν λέγεται για μία μόνο φύση, αλλά είναι σημαντικό των δύο φύσεων στον ενανθρωπήσαντα Θεό. Επειδή η ανθρώπινη φύση χρίσθηκε από τον Θεό, γι’αυτό ο Λόγος ονομάσθηκε Χριστός. Το όνομα Χριστός δηλώνει τον χρίσαντα Πατέρα, τον χρισθέντα Υιό και το χρίσμα Άγιον Πνεύμα. Όμως, επειδή η ανθρώπινη φύση χρίσθηκε από όλον τον Τριαδικό Θεό, γι’αυτό στη χρίση αυτή συμμετέσχε και ο Λόγος του Θεού. Αυτός ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού έχρισε τον εαυτό Του, δίνοντας ως Θεός χρίσμα στο σώμα, με την θεότητά Του, και ταυτοχρόνως ήταν χριόμενος ως άνθρωπος. Επομένως, το όνομα Χριστός δηλώνει το συναμφότερο, δηλ. τον Θεό και τον άνθρωπο, τον Θεάνθρωπο Χριστό. Κατ’άκρα συγκατάβαση μπορεί να χρησιμοποιείται άλλοτε για την ανθρωπότητα του Χριστού και άλλοτε για την Θεότητα. Γιατί, μετά την καθ’υσπόστασιν ένωση των δύο φύσεων, ο Λόγος ονομάζεται Χριστός. Έτσι, Αυτός που ήταν Υιός και Λόγος του Θεού πριν την ενανθρώπηση, ενώ παραμένει πάντοτε Υιός και Λόγος του Θεού, μετά την ενανθρώπηση ονομάζεται Χριστός, πράγμα το οποίο δηλώνει την ένωση των δύο φύσεων[17].

δ) Το σπήλαιο και η φάτνη
Ο κ. Ι. Χ. υποστηρίζει, επίσης, ότι το σπήλαιο, στο οποίο γεννήθηκε ο Χριστός, «υποδηλώνει την μήτρα του κόσμου, διότι επικοινωνεί με τα έγκατα της γης, συμβολίζοντας τα σπλάγχνα της γυναίκας, αλλά και της μητέρας γης, όπου συντελείται το φαινόμενο της κυοφορίας και κατ’επέκταση της ένζωης δημιουργίας».

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι στην εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού η φάτνη εικονίζεται μέσα σε σκοτεινό σπήλαιο, διότι το μαύρο σπήλαιο συμβολίζει τον κόσμο, που ήταν σκοτισμένος από την αμαρτία. Επίσης, συμβολίζει τον Άδη. Η φάτνη βρίσκεται στο κέντρο της εικόνας μέσα σε ένα μαύρο τριγωνικό σπήλαιο, που φανερώνει τη σκοτεινιά του προχριστιανικού κόσμου, μέσα στην οποία λάμπει το Θείο Βρέφος. Πίσω από τη Φάτνη βρίσκονται δύο ζώα ένα βόδι και ένα γαϊδουράκι. Τα ζώα του στάβλου, που με τα χνώτα τους ζεσταίνουν τον Χριστό, συμβολίζουν του Ιουδαίους και τους Eθνικούς (ειδωλολάτρες), που δεν είχαν γνωρίσει ακόμη τον Λόγο του Θεού. Το σκοτάδι της σπηλιάς συμβολίζει αυτήν την άγνοια. Έτσι, για να πλησιάσει την άβυσσο ο Χριστός τοποθετεί μυστικά τη γέννησή Του στο βάθος του χάσματος, όπου το κακό ζει στην τελευταία του πυκνότητα. Η φάτνη, το σπήλαιο, τα σπάργανα είναι όλα δείγματα της κενώσεως της θεότητος και της άκρας ταπεινώσεως[18]. 

ε) Η θεώρησις του χρόνου
Σε άλλο σημείο γράφει ο κ. Ι. Χ. : «Η παρθενική γέννηση θεόσταλτων μορφών, όπως και το τελετουργικό δράμα του θνήσκοντος και αναστάντος Θεού, αποτελεί ένα αρχέγονο μυσταγωγικό δρώμενο, που αλληγορεί τον αένναο κύκλο της γεννήσεως-αναπτύξεως-θανάτου και επαναγεννήσεως, που κατείχε κυρίαρχη διάσταση στον Ελληνικό κόσμο. Ο Ιησούς έρχεται ως θεάνθρωπος σε βιολογική εκδήλωση, για να αφυπνίσει κοιμισμένες συνειδήσεις και να διεγείρει πνευματικά ευρισκόμενες σε λήθαργο και ηθικό εκπεσμό κοινωνίες, ως θεϊκός απεσταλμένος».

Είναι γεγονός πως τόσο στον αρχαίο ελληνικό όσο και στον εξωβιβλικό κόσμο επικρατούσε η κυκλική θεώρηση του χρόνου. Κατά τον ομότιμο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Γεώργιο Μαντζαρίδη[19], «η θεώρηση αυτή συνδέεται άμεσα με την κοσμολογία και ειδικότερα με την παραδοχή της αιωνιότητος της ύλης. Σύμφωνα μ΄αυτήν ο κόσμος δεν ξεκινάει από κάποια αρχή ούτε κατευθύνεται προς κάποιο τέλος. Γι’αυτό και δεν υπάρχει σε τελική ανάλυση καμμιά πραγματική πρωτολογία ούτε εσχατολογία. Η αρχή συμπίπτει με το τέλος και το τέλος είναι μια καινούργια αρχή. Ο χρόνος είναι ένας κύκλος. Και ως κύκλος περιορίζεται στον εαυτό του. Όλα τα πράγματα επανέρχονται ή ανακυκλώνονται. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η μόνη διαφοροποίηση, που επισημαίνεται εδώ, είναι ότι άλλοι δέχονταν ότι κατά την ανακύκληση επανέρχονται τα ίδια ακριβώς πράγματα (Πυθαγόρειοι), και άλλοι ότι καταστρέφονται τα παλιά και ξαναγίνονται καινούργια στη θέση τους (Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής κ.ά.).

Σύμφωνα, όμως, με την βιβλική θεώρηση του χρόνου, ο χρόνος ταυτίζεται με το περιεχόμενό του. Εδώ δεν υπάρχει η έννοια κάποιου απολύτου χρόνου, όπου να καταγράφονται τα γεγονότα της ιστορίας, αλλά τα ίδια τα γεγονότα συνθέτουν με τη ροή τους τον χρόνο. Εξ άλλου η πίστη στη δημιουργία του κόσμου εκ του μη όντος, που είναι άγνωστη στην αρχαία ελληνική σκέψη, όπως και η προσδοκίατης εκπληρώσεως των επαγγελιών του Θεού προς τον εκλεκτό του λαό μέσα στην ιστορία, υπαγορεύουν την ευθύγραμμη θεώρηση του χρόνου. Ο κόσμος έχει κάποια αρχή και κατευθύνεται προς κάποιο τέλος. Ο Θεός, που είναι Δημιουργός και Κύριος του κόσμου, είναι και Κύριος του χρόνου και της ιστορίας. Εκλέγει το λαό Του, συμπορεύεται μαζί του, φανερώνεται στην ιστορία, τον βοηθεί, τον καθοδηγεί και τον κατευθύνει στην εκπλήρωση των επαγγελιών Του.

Με την έλευση του Χριστού και την παρουσία Του μέσα στον κόσμο εισάγεται μια καινούργια προοπτική στο χρόνο. Το έσχατο προσφέρεται μέσα στο παρόν. Και κάθε στιγμή της ιστορίας προσλαμβάνει εσχατολογικό χαρακτήρα. Ενώ στον Ισραήλ το κέντρο του ενδιαφέροντος έπεφτε στις σωτηριώδεις φανερώσεις μέσα στο χρόνο και την ιστορία, στην Εκκλησία ο χρόνος και η ιστορία προσανατολίζονται στην αιωνιότητα. Ο Χριστός είναι το πλήρωμα του Νόμου και των Προφητών. Στο πρόσωπό Του εκπληρώνονται οι επαγγελίες του Θεού προς τον εκλεκτό λαό Του. Και η εκπλήρωση αυτή θεμελιώνει την τελική επαγγελία της αιωνίου ζωής. Ο Χριστός με τη ζωή και τη διδασκαλία Του, με τον θάνατο και την Ανάστασή Του, έδωσε στον άνθρωπο την προοπτική της αιωνιότητος. Η νέα αυτή προοπτική χαρακτηρίζει την Καινή Διαθήκη και την εκκλησιαστική παράδοση».

στ) Η παρθενική γέννησις του Χριστού
Πέραν των ανωτέρω, ένα από τα πολλά παραδοξολογήματα των Νεοειδωλολατρών και του κ. Ι. Χ. είναι η συσχέτιση της εορτής των Χριστουγέννων με τη γέννηση του «ημίθεου» Ηρακλή, του Περσέως, του Πλάτωνος, του Πρωτέως, του Απολλωνείου Τυανέως, του Διός, του Ερμή, του Διονύσου, της Αθηνάς της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.

Κατά τον μακαριστό Π. Τρεμπέλα, «η Ηλιολατρεία είναι μία μορφή θρησκευτικής πίστης των ύστερων χρόνων της αρχαιότητας, στην οποία συνενώθηκαν οι λατρείες επί μέρους «ηλιακών θεοτήτων» με κυριότερες τις λατρείες του Ηρακλή και του Μίθρα. Η λατρεία του ηλιακού δίσκου αναπτύχτηκε στους λεγόμενους αυτοκρατορικούς χρόνους της Ρωμαιοκρατίας, ως μια μορφή μονοθεϊστικής πίστης, που ήταν απαιτητικό αίτημα των χρόνων εκείνων»[20].
Όμως, καμμιά συσχέτιση της παγανιστικής ηλιολατρείας δε μπορεί να γίνει με το ιστορικό γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού. Οι «ηλιακές θεότητες» δεν έχουν καμιά σχέση με το υπέροχο θείο πρόσωπο του Σαρκωμένου Θεού μας. Αυτά τα παράδοξα «θεϊκά» φανταστικά πλάσματα είναι απόλυτα ξένα από τη φύση του Θεού Λόγου. Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε σύντομη παράθεση της μυθολογικής εξιστόρησης τους, για να καταλάβουν οι αναγνώστες μας τη διαφορά του γλυκυτάτου Ιησού με τον Ηρακλή και τον Απολλώνειο Τυανέα, που επιχειρούν οι παγανιστές να μας πείσουν ότι η Γέννησή Του είναι «κακέκτυπο δάνειο» της γέννησης του Ηρακλή, του Απολλωνείου και των υπολοίπων ψευδοθεών.

Ο Ηρακλής υπήρξε καρπός αισχρής μοιχείας του «Θεού» Δία με τη θνητή όμορφη Αλκμήνη, σύζυγο του βασιλιά των Θηβών Αμφιτρύωνα. Ο ερωτομανής ψευτόθεος έβαλε στο μάτι την θελκτική βασίλισσα και ζητούσε ευκαιρία να την κατακτήσει ερωτικά. Όταν κάποτε ο σύζυγός της βρισκόταν σε κάποια εκστρατεία, μεταμορφώθηκε, πήρε τη μορφή του συζύγου της και μπήκε στην κρεβατοκάμαρά τους, ως κοινός απατεώνας. Ήταν τέτοιο το ερωτικό του πάθος, που επιμήκυνε ο άθλιος τη νύχτα σε τριπλό χρόνο (τριέσπερο). Από αύτη την εμετική μίξη γεννήθηκε ο Ηρακλής. Όταν γύρισε από την εκστρατεία ο Αμφιτρύων και πληροφορήθηκε την εγκυμοσύνη της Αλκμήνης θέλησε να τη σκοτώσει. Τότε συνέβη το απροσδόκητο : Ο ερωτομανής και απατεώνας «θεός» κατακεραύνωσε τον ατυχή απατημένο σύζυγο. Μετά τη μοιχεία ακολούθησε άδικος φόνος! Αυτή την ανόητη και ανήθικη μυθολογική πίστη βρήκαν οι νεοπαγανιστές να τη συσχετίσουν με τη Γέννηση του Χριστού!
Σύμφωνα με τον αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Κυριακό Τσουρό[21], Δρ. Θεολογίας και Γραμματέως της Συνοδικής Επιτροπής επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της Εκκλησίας της Ελλάδος, μεταξύ των «αρχαιολατρικών» ρευμάτων, που ασχολούνται με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού είναι και εκείνα που παρα­βάλλουν, εξομοιώνουν ή και ταυτίζουν τον Ιησούν Χριστόν με το αμφιλεγόμενο και παράξενο πρόσωπο του Απολλώνιου του Τυανέα.


Ο Απολλώνιος ο Τυανέας υπήρξε μια θρυλική μορφή, θεω­ρείται νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος, μάγος, μύστης και σοφός, αποτελεί δε το σύμβολο των «εθνικών» στους ύστατους αγώ­νες τους κατά του Χριστιανισμού. Στις πηγές αναφέρεται ως «θείος ανήρ». Γεννήθηκε, κατά την επικρατούσα άποψη, την πρώτη δεκαετία του 1υυ μ. Χ. αιώνα, στα Τύανα της Καππαδοκί­ας. Οι πληροφορίες γι’ αυτόν προέρχονται κυρίως από το έρ­γο του λήμνιου ρήτορα Φιλόστρατου, «Βίος Απολλώνιου Τυανέως» ή «Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον», το οποίο συνέγραψε κατά προτροπή της αυτοκράτειρας Δόμνας, συζύγου του Σεπτιμίου Σεβήρου, περί το έτος 220 μ.Χ.
Φαίνεται πάντως να υπε­ρισχύει η άποψη ότι ο Απολλώνιος είναι μια μορφή, που επιλέ­χθηκε, κατά την κρίσιμη εποχή της επικράτησης του Χριστιανι­σμού, «για να αναλάβει τον ρόλο του προσώπου που θα ανταγω­νιζόταν τον Ιησού στα θαύματα και γενικά στην υπέρβαση της Φύσης». Εν τούτοις, «παρά την επίμονη ενασχόληση των ελ­ληνιστών διανοητών με το πρόσωπό του, ο Απολλώνιος δεν εί­ναι ένα ξεκάθαρο ιστορικό πρόσωπο».


Εκείνο πάντως. που προβάλλει μέσα από τις διηγήσεις για τον Τυανέα, είναι η προσπάθεια για μια κακέκτυπη αντιγραφή του ιστορικού προσώπου του Ιησού Χριστού, της διδασκαλί­ας του και της δραστηριότητάς του.
Βεβαίως, όλη αυτή η προσπάθεια των «αρχαιολατρών» να εξομοιώσουν ή και να ταυτίσουν τον Απολλώνιο τον Τυανέα με τον Ιησούν Χριστόν αποβαίνει τελικά μάταιη, καθώς η υπόθε­ση αυτή στερείται λογικών και ιστορικών ερεισμάτων. Η προ­βληματική μορφή του πολυθεϊστή Απολλώνιου του Τυανέα, και αν ακόμη θεωρηθεί ως ιστορικό πρόσωπο, ουδεμία σχέση μπορεί να έχει με τον αληθινό Ιησούν Χριστόν. Πιθανώς, μό­νον ως ένας από τους συμβολικούς εκπροσώπους του αρχαιο­ελληνικού φιλοσοφικού κόσμου μπορεί να εκληφθεί, επιλεγμέ­νος να υπηρετήσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μια σπασμωδική και απέλπιδα αντίδραση της φθίνουσας αρχαιοελληνικής πολυθεϊστικής θρησκείας κατά του οσημέραι ανδρουμένου Χριστιανισμού.


Η κακοποίηση της ιστορικής επιστήμης είναι το κοινό γνώρισμα όλων των εχθρών του Χριστιανισμού, με προεξάρχοντες στις μέρες μας τους νεοπαγανιστές. Η πανούργα διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας είναι το ισχυρότερο όπλο τους. Εκμεταλλεύονται την ιστορική άγνοια της πλατιάς μάζας των ανθρώπων ρίχνουν τα συνθήματά τους και πλανούν τους αδαείς.


Οι κοπιαστικές προσπάθειες των εχθρών του Χριστού να συκοφαντήσουν το θείο πρόσωπό Του και την αγία Εκκλησία Του έχουν μηδαμινά αποτελέσματα, διότι το ψέμα και η απάτη έχουν περιορισμένη δύναμη. Εν προκειμένω η απόπειρα των νεοπαγανιστών να μας πείσουν ότι η μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων είναι κλεμμένο δάνειο από τις αρχαίες ελληνικές και Ιρανικές μυθολογικές παραδόσεις πέφτει στο κενό. Δεν πείθει ούτε τους ίδιους, που διαδίδουν αυτές τις ανοησίες. Οι φυσιολατρικές εορτές του χειμερινού ηλιοστασίου, τις οποίες ανάμειξαν με τις αρχαίες παγανιστικές εορτές των «ηλιακών θεοτήτων» Ηρακλή και Μίθρα, δεν είναι τίποτε περισσότερο από πανάρχαιες μαγικές τελετουργίες, των αρχαίων με σκοπό τη διάσωση του ήλιου από την καθοδική του πορεία! Το γεγονός αυτό αποτρέπει την προσέλκυση οπαδών στις ανόητες τελετουργίες τους. Οι τηλεοπτικές κάμερες είναι ο αψευδής μάρτυρας αυτής της σκληρής για τους παγανιστές πραγματικότητας.


Ο Ιησούς Χριστός δε μπορεί να έχει την παραμικρή σχέση με κανέναν από τους παγανιστικούς «θεούς». Πρώτιστα ο Χριστός είναι υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο και εκείνοι ανύπαρκτα όντα, τερατώδεις νοητικές συλλήψεις ευφάνταστων και εν πολλοίς διεστραμμένων πνευματικά ανθρώπων. Η ποιοτική επίσης διαφορά μεταξύ του Χριστού και όλων των παγανιστικών «θεοτήτων» είναι κυριολεκτικά χαώδης. Ουδεμία σχέση υπάρχει μεταξύ του απόλυτα αγαθού, αναμάρτητου και απαθούς Ιησού Χριστού και των άθλιων, παθιασμένων, ανήθικων και γελοίων «θεοτήτων» της ποικίλης ειδωλολατρίας.


Η υπερφυής Γέννηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είναι μοναδική. Μόνο ο Χριστός γεννήθηκε ασπίλως, διέκοψε την διά της φυσικής γεννήσεως διαδοχική μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος, διότι η δική Του σύλληψη δεν ήταν φυσική, αλλά υπερφυσική, δεν συνελήφθη εκ θελήματος ανδρός και γυναικός, αλλά ασπόρως «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Η μόνη άσπιλος και υπερφυής σύλληψη είναι η εκ Πνεύματος Αγίου και άνευ σποράς σύλληψη και γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού εκ της Παρθένου Μαρίας. Είναι ο μόνος αναμάρτητος καθ’όλα, ο τελείως και απολύτως αναμάρτητος. 

       
Ο Σαρκωμένος Λόγος, ο αληθινός Θεός μας «εκ νυκτός έργων εσκοτισμένης πλάνης ιλασμόν ημίν (εποίησεν)», κατά τον υμνογράφο των Χριστουγέννων. Φώτισε τις ανήλιες και ζοφώδεις, εξ’ αιτίας της αμαρτίας, καρδιές μας, διώχνοντας την πλάνη και τη σκοτοδίνη. Γι’ αυτό και εμείς οι χριστιανοί είμαστε όντως «Ηλιολάτρες», μόνο που ο Ήλιος, που λατρεύουμε, δεν είναι ο υλικός και αναίσθητος ηλιακός δίσκος του ουράνιου στερεώματος, αλλά ο ζωντανός Ήλιος της Δικαιοσύνης, ο Υιός και Λόγος του Θεού του ζώντος, ο Οποίος, για χάρη της σωτηρίας μας, «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν»[22]. Αυτό το μέγα ιστορικό γεγονός εορτάζουμε λαμπρά την αγία αύτη ημέρα, πλημμυρισμένοι από άρρητη αγαλλίαση, όπως αρμόζει στην υποδοχή του Θείου Λυτρωτή μας[23]!

 

ζ) Τα Άγια Επιφάνεια, Θεοφάνεια και το Πανάγιον Πνεύμα
Ο κ. Ι. Χ. θεωρεί ότι η λέξη Θεοφάνεια προέρχεται «εκ του Θεού + φαίνω = εκδηλώνω». Όμως, η λέξη Θεοφάνεια προέρχεται από το αποστολικό χωρίο της Α΄ Τιμ. 3, 16 : «Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» και έχει περισσότερο σχέση με την Γέννηση του Χριστού. Επίσης, η λέξη Επιφάνεια προέρχεται από το αποστολικό χωρίο της Τίτ. 2, 11 «επεφάνη η Χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις» και αναφέρεται περισσότερο στη Βάπτιση του Χριστού, γιατί τότε οι άνθρωποι γνώρισαν την Χάριν της Θεότητος.


Τα Θεοφάνεια και ο αγιασμός των υδάτων δεν έχουν καμμία απολύτως σχέση με την «αρχαιοελληνική τελετή των Πλυντηρίων, όπου οι ένθεοι μύστες έριπταν το ξόανο της θεάς Αθηνάς στη θάλασσα του Φαλήρου, εξ ου και η ονομασία τους «πλυντήρια» », όπως διατείνεται ο κ. Ι. Χ. Σύμφωνα, όμως, με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ο Χριστός βαπτίσθηκε όχι επειδή είχε ανάγκη καθάρσεως, αλλά «την εμήν οικειούμενος κάθαρσιν», δηλ. οικειοποιείται τη δική μας κάθαρση. Ο Χριστός βαπτίσθηκε, α) για να συντρίψει τις κεφαλές των δρακόντων στο νερό, επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι οι δαίμονες κατοικούν μέσα στο νερό, β) για να πλύνει την αμαρτία και να θάψει ολόκληρο τον παλαιό Αδάμ μέσα στο νερό, γ) για να αγιάσει τον Βαπτιστή, αφού δεν αγίασε ο Πρόδρομος τον Χριστό, αλλά ο Χριστός τον Πρόδρομο, όταν ο τελευταίος έβαλε το χέρι του πάνω στο κεφάλι του Χριστού, δ) για να τηρήσει το νόμο, αφού Αυτός ο Ίδιος τον έδωσε και δεν έπρεπε να φανεί παραβάτης του, ε) για να αποκαλύψει το μυστήριον της Αγίας Τριάδος και στ) για να γίνει τύπος και υπογραμμός του δικού μας βαπτίσματος, που είναι τέλειο βάπτισμα, γίνεται με ύδωρ και Πνεύμα Άγιον και μάς απαλλάττει από το προπατορικό αμάρτημα.


Πέρα απ’αυτά, ο Χριστός με την βάπτισή Του στον Ιορδάνη ποταμό αγίασε και τα νερά. Γι’αυτό και την ημέρα των Θεοφανείων τελούμε την ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού των υδάτων και κατά τη διάρκεια της τελετής παρακαλούμε το Άγιον Πνεύμα να αγιάσει τα ύδατα. Έτσι, μετά τον αγιασμό παύει να είναι νερό της πτώσεως και γίνεται ύδωρ ανακαινίσεως, αφού ενώνεται με την άκτιστη Χάρη του Θεού. 


Παραλλήλως, ο κ. Ι. Χ. υποστηρίζει ότι «το σύμβολο του Αγίου Πνεύματος, το περιστέρι, ήταν, κατά την αρχαιότητα, θεϊκό πτηνό, επιφορτισμένο με χρέη αγγελιοφόρου, ένα ουράνιο πτηνό της θεάς Αφροδίτης, που μετέφερε την αμβροσία στα ολύμπια ουράνια δώματα».


Κατά την Ορθόδοξη θεώρηση, όμως, στην φανέρωση του Αγίου Τριαδικού Θεού στον Ιορδάνη ποταμό συμμετέχει και το Άγιον Πνεύμα, που είναι το τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, όχι κατώτερο από τα άλλα δύο, αφού και αυτό είναι ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό. Ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής «είδε το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν και ερχόμενον επ’αυτόν»[24]. Το  «επ’αυτόν» αναφέρεται στον Χριστό. Οπότε την ώρα που κατήλθε το Άγιον Πνεύμα σαν περιστέρι και κάθησε επάνω στον Χριστό, ακούστηκε και η μαρτυρία του Πατρός.
Το Άγιον Πνεύμα εμφανίζεται «ωσεί περιστεράν». Δεν ήταν περιστέρι, αλλά φαινόταν, είχε το σχήμα, τη μορφή του περιστεριού. Δεν προσέλαβε την φύση την ουσία του περιστεριού. Δεν εμπεριστερώθηκε. Κι αυτό συνδέεται με το ότι το Άγιον Πνεύμα δεν είναι κτιστό, αλλά άκτιστο, όπως όλα τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.


Η εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος «ωσεί περιστεράν», μας υπενθυμίζει τον κατακλυσμό του Νώε. Τότε η περιστερά, που έστειλε ο Νώε έξω από την Κιβωτό, επέστρεψε, έχοντας στο ράμφος της κλαδί ελιάς και ανήγγειλε το τέλος του κατακλυσμού. Την στιγμή της Βαπτίσεως του Χριστού το Άγιον Πνεύμα «ωσεί περιστεράν» δηλώνει την λύση του κατακλυσμού της αμαρτίας. Δεν είχε στο ράμφος του κλάδο ελαίας, αλλά υποδείκνυε το έλεος του Θεού, που είναι ο Χριστός, ο αγαπητός Υιός του Πατρός.


Εκτός αυτού, η εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος «ωσεί περιστεράν» δηλώνει το άκακο και πράο. Επίσης, υπενθυμίζει ότι, όπως η περιστερά είναι καθαροτάτη και δεν παραμένει εκεί, που υπάρχει δυσωδία, έτσι και το Άγιον Πνεύμα είναι καθαρότατο και δεν παραμένει εκεί, που υπάρχει η δυσωδία της αμαρτίας[25].
 
 η) Ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός
Ο κ. Ι. Χ. αναφερόμενος στο σύμβολο του Σταυρού, υποστηρίζει παραδόξως ότι αυτό «υπήρξε ανέκαθεν για τους Έλληνες ένα ιερό σύμβολο, υποδηλώνοντας την πίστη στην αθανασία της ψυχής».


Όμως, λέγει ο Απ. Παύλος : «Ο λόγος γαρ ο του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί»[26]. Το κήρυγμα του Σταυρού, του Εσταυρωμένου Χριστού είναι μωρία, αγνωσία, ανοησία στους απίστους, τους βλασφήμους και όσους βαδίζουν στην απώλεια. «Ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν»[27]. Εμείς, όμως, οι Απόστολοι κηρύττουμε στους Ιουδαίους και τους Έλληνες (ειδωλολάτρες) Χριστό εσταυρωμένο, ο Οποίος είναι σκάνδαλο, σκόνταμμα, εμπόδιο στους μεν Ιουδαίους, διότι λένε «Πώς μπορεί να είναι Θεός εκείνος που έτρωγε και έπινε με τους τελώνες και τις πόρνες και που σταυρώθηκε με τους ληστές»; Οι Έλληνες δε περιγελούν το μυστήριο και την πίστη του Εσταυρωμένου ως μωρία και αγνωσία, γιατί το να σταυρωθεί ο Θεός δεν γίνεται κατανοήτό με συλλογισμούς και λογικές αποδείξεις από τις οποίες οι Έλληνες κρεμιούνται, αλλά με μόνη την απλή και απερίεργη πίστη, και γιατί ο Χριστιανισμός δεν είναι στολισμένος με ευγλωττία και ρητορική καλλιέπεια, στην οποία καυχώνται αυτοί[28]. Τον χλευασμό, την δυσπιστία και την κοροϊδία του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού, την διαπιστώνουμε και στην αντίδραση των Αθηναίων στον λόγο του Απ. Παύλου στον Άρειο Πάγο. «Ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον˙ ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου»[29].


Στη συνέχεια ο κ. Ι. Χ. ταυτίζει τον Εσταυρωμένο Χριστό με τον Εσταυρωμένο Ορφέα. Σύμφωνα, όμως, με τον αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Κυριακό Τσουρό[30], «είναι βεβαίως γνωστό ότι ο σταυρός ήταν ήδη σε χρήση, με διαφόρους συμβολισμούς, σε πολλούς λαούς, πολύ πριν συνδεθεί άρρηκτα με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ωστόσο η χρήση του Σταυρού στον Χριστιανισμό δεν έχει συμβολικό χαρακτήρα, αλλά στηρίζεται στο ιστορικό γεγονός της Σταυρώσεως του Χριστού. Εξ άλλου η χρήση στην χριστιανική τέχνη απεικονίσεων του Ορφέα, όπως του αοιδού ή του καθημένου εν μέσω θηρίων ή υπό την μορφή του Καλού Ποιμένος, για τον συμβολισμό του Χριστού, ουδόλως σημαίνει συσχετισμό του Χριστού με τον Ορφέα. «Η προτίμησις αύτη οφείλεται όχι εις εξάρτησιν ιδίαν του χριστιανισμού εκ των ορφικών μυστηρίων, αλλά εις τον συμβολισμόν, όστις υπαγορεύεται από την θείαν και ακατανίκητον αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας του Χριστού, ικανού να ελκύσει όλους τους ανθρώπους προς εαυτόν»[31]. Όλοι αυτοί οι συμβολισμοί νοηματοδοτήθηκαν ασφαλώς με χριστιανικό περιεχόμενο».


Υπογραμμίζουμε ότι κάθε προσπάθεια να συμβιβαστούν τα απολύτως αντίθετα, ο μύθος με την ιστορία, φανερώνει την πλήρη σύγχυση, που επικρατεί στον χώρο αυτό και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του έντονου συγκρητισμού, που αναπτύσσεται μέσα στα ρεύματα της «Νέας Εποχής».
 
θ) Οι αρχαίοι φιλόσοφοι˙ οι προ Χριστού προφήτες
Σχετικά με το θέμα των «αγιογραφημένων ενθέων φιλοσόφων (Αριστοτέλης, Πλάτων, Σωκράτης κ.ά) σε τοιχογραφίες πρωτοχριστιανικών Εκκλησιών και Ναών», που θίγει ο κ. Ι. Χ., επιθυμούμε να καταθέσουμε ότι καυχώμαστε με μια ταπεινή καύχηση εν Κυρίω εμείς οι σύγχρονοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί Έλληνες, που, στα πρόσωπα των μεγάλων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, αναγνωρίζουμε τρόπον τινα Έλληνες προ Χριστού Προφήτες και τους εικονίζουμε στους εξωνάρθηκες των Εκκλησιών μας.


Κατά τον Καθηγητή Ν. Ζία : «Η μεγαλωσύνη της Ορθοδοξίας έγκειται στη δυνατότητα πρόσληψης και μεταμόρφωσης. Στη θετική στάση αποδοχής. Η αρνητική στάση -όταν υπάρχη- δεν είναι εχθρότητα ή βδέλυγμα, αλλά περιχαράκωση και περιφρούρηση αγάπης για τυχόν αστοχία στον τελικό τελικὸ στόχο «ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι...» Η Νίκη της Ορθοδοξίας και ο θρίαμβός της είναι η κατάφαση της εικόνας. Η κατάφαση της ζωής και του ανθρώπου». Μέσα στο διακριτικό αυτό πνεύμα της Ορθοδοξίας κατανοείται και «η ιστόρηση των Αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων στους Ορθοδόξους ναούς και κυρίως στους Νάρθηκες και τις Τράπεζες Μοναστηριών. Πέραν του ότι όλες οι σωζόμενες παραστάσεις απαντούν κυρίως σε Μοναστήρια, ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι  βρίσκονται ιστορημένες μορφές των Ελλήνων σοφών σε Μοναστήρια του Αγίου Όρους, εκεί που διασώζεται αυθεντικά η Ορθόδοξη παράδοση και βιώνεται η Ορθόδοξη πνευματικότητα μέσα στην εικοσιτετράωρη λειτουργική ζωή»[32].


Χαίρονται, πιστεύουμε, κι αυτοί οι αγαθοί αρχαίοι Έλληνες, που βέβαια θα επίστευσαν στο κήρυγμα του τριημερεύσαντος στον τάφο Ιησού, και θα καυχώνται χωρίς αμφιβολία για την καλή εξέλιξη και τον εγκεντρισμό του Ελληνισμού στην καλλιέλαιο της Εκκλησίας του Χριστού[33].


Χαίρονται, διότι ο Ελληνισμὸς δεν εδίστασε, στα πρόσωπα των σοφών, Χριστιανών πλέον Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, να εγερθεί απο τον ύπνο της αγνωσίας και των σκιών, και να παραλάβει το Φως απο τους αγνώμονες Ιουδαίους και να οικειοποιηθεί την θεία κληρονομία τους, ακούγοντας το εγερτήριο κάλεσμα της Εκκλησίας:  «έγειρε ο  καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών και επιφαύσει σοι ο Χριστός»[34].


Και όντως ηγέρθη ο Ελληνισμός:
Από τα αινίγματα και τους μύθους, πέρασε στην εξ ουρανού αποκάλυψη. Από την ασχημάτιστη και αόριστη ελπίδα, πέρασε στην Προσδοκία των Εθνών.  Από τον βωμό του αγνώστου Θεού, πέρασε στο ιερό βήμα της Εκκλησίας και την εμπειρία ότι ο Θεός μεθ' ημών εστι, ο Εμμανουήλ[35].
 
ι) Το (παγκόσμιο) Χριστουγεννιάτικο δένδρο
Ισχυρίζεται ο κ. Ι. Χ. ότι «το δένδρο συμβολίζει τον αένναο κύκλο της γεννήσεως-ακμής-φθοράς-θανάτου και επαναγεννήσεως» και ότι «οι χριστιανικοί λαοί σήμερα στολίζουν το δένδρο ως σύμβολο γονιμότητος και ελπίδας».


Όμως, σύμφωνα με τον συγγραφέα κ. Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλο[36], το Χριστουγενιάτικο δένδρο, το οποίο δυστυχώς λατρεύεται ως αυθύπαρκτη θρησκευτική οντότητα, κατέληξε να είναι το παγκόσμιο σύμβολο των Χριστουγέννων και ταυτόχρονα να βρίσκε­ται στο επίκεντρο της εορτής, μετατοπίζοντας την προσοχή μας απ’ το νεογέννητο Βρέφος της Βηθλεέμ σ’ αυτό το ίδιο το δένδρο αποκλει­στικά!


Πρόκειται για ξενόφερτο έθιμο, που δεν έχει καμμιά απολύτως σχέση με τις Ελλη­νορθόδοξες παραδόσεις μας. Πριν από δύο αιώνες ήταν τελείως άγνωστο σε όλες τις χώ­ρες του κόσμου πλην της Γερμανίας κι έχει τις ρίζες του κυριολεκτικά στον παγανισμό και την ειδωλολατρεία, γι’ αυτό και υιοθετήθηκε από τη Νέα Εποχή και την παγκο­σμιοποίηση.


Το Χριστουγεννιάτικο δένδρο προήλθε και διαδόθηκε από την Γερμανία, το υιοθέτησαν αρχικά οι βασιλικές οικογένειες και οι ανώτατοι άρχοντες(!), διαδό­θηκε ως στοιχείο των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων και κοινωνικής καταξίωσης (!) και στη συνέχεια εμπορευματοποιήθηκε, λόγοι που εί­ναι αρκετοί για να καθιερωθεί σ’ ολόκληρο τον πλανήτη!


Γράφει ο ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης : «Από όλες τις πληροφορίες των πηγών, της βιβλιογραφίας και της ζωντανής εμπειρίας και παραδόσεως δεν απομένει ίχνος αμφιβολίας περί του ότι το Χριστουγεννιάτικο δένδρο είναι ξενόφερτο έθιμο. Αποτελεί αυτό κατασταλαγ­μένη και αμάχητη γνώση»[37]. Σε αντίθεση με την κατασταλαγμένη αυτή γνώση, ο κ. Ι. Χ. πρεσβεύει ότι το δένδρο «εσφαλμένα θεωρείται ένα έθιμο ξενόφερτο». Το θεωρεί ως ελληνικό έθιμο!  


Και στη Χώρα μας το Χριστουγεννιάτικο δένδρο ήρθε επίσης από τους Γερμανούς, εγκαταστάθηκε στα παλάτια των βασιλέων και τα σπίτια της αριστοκρατίας και διαδόθηκε στο λαό με τα (καλλιεργηθέντα) μειονεκτικά αισθήματα των Ελλήνων έναντι των Ευρωπαίων!


Όλη αυτή η ξαφνική αγάπη, προβολή και παγκόσμια κυριαρχία του Χριστουγεννιάτικου δένδρου, που κατέληξε να είναι το σύμβολο της μαγείας των Χριστουγέννων και ως εκ τούτου ένα από τα παγκόσμια σύμβολα της «Νέας Εποχής», δεν γίνε­ται χωρίς λόγο. Είναι τουλάχιστον ύποπτη! Κι αυτό θα κατανοηθεί καλύτερα αν ανατρέξουμε, πέραν από την Ιστορία του, και στην καταγωγή του, τις ρίζες του δηλαδή.


Τότε θα παρατηρήσουμε πως αυτές βρίσκο­νται στην δενδρολατρεία της αρχαίας εποχής, τους Κέλτες και τους Δρυϊδες και με δυό λόγια την πρωτόγονη ειδωλολατρεία (ανιμισμό[38] παγανισμό[39]), αλλά και την μετέπειτα εξελιγμέ­νη ειδωλολατρεία, αν μπορούσαμε να την πούμε έτσι!


Δεν είναι τυχαίο ότι παγανιστικά και αρχαιολατρικά περιοδικά, που κυκλοφορούν σήμερα στα περίπτερα, και πολλά κείμενα, που γράφο­νται από τους ίδιους στο διαδίκτυο (internet) αποσκοπώντας στην ανασύσταση της αρχαίας πλάνης, γράφουν πολλά υπέρ του Χριστου­γεννιάτικου δένδρου, αποκαλώντας το ιερό !!! Αυτό και μόνο αρκεί, για να μας προβληματίσει όλους, και μάλιστα εμάς τους Χριστιανούς, που το υιοθετούμε και το υπερασπιζόμαστε ασφα­λώς από άγνοια.


Τόσο στην αρχαία Ελλάδα, όσο και στη Ρώμη, το έλατο ήταν το ιερό δένδρο της Κυβέλης (= μητέρα των πάντων, θεά της γονιμότητας) οι δε καρποί του (τα κουκουνά­ρια) ήταν τα εμβλήματά της και γι’ αυτό έφερναν τύχη κι ευημερία!!! Αυτό ακριβώς εκφράζει με τις θέσεις του ο κ. Ι. Χ.


Είπαμε προηγουμένως πως το Χριστου­γεννιάτικο δένδρο, είναι το παγκόσμιο σύμβολο των Χριστουγέννων! Ωστόσο οι οπαδοί της «Νέας Εποχής» επιθυμούν να το αναδείξουν και να το προβάλουν, και για ένα ακόμη λόγο. Να ανα­βιώσει μαζί του κι ένας πανάρχαιος ειδωλολα­τρικός συμβολισμός! Να είναι «μαγικό αρχέτυ­πο και σύμβολο», όπως χαρακτηριστικά λένε!


Στα πλαίσια αυτά, το Χριστουγεννιάτικο δένδρο, θέλουν να συμβολίζει το λεγόμενο «Υπέροχο Δένδρο της Ζωής», δηλαδή την Μεγάλη Μητέρα, τη θηλυκή αρχή και να βρί­σκεται πάντοτε κάτω από τον «Αήττητο Ήλιο», που του αυξάνει την ιερότητα, το φωτίζει και το ζωογονεί, την χειμερινή τροπή και αναγέννηση του οποίου εορτάζουμε !!!
Ως γνωστόν, «Δένδρο της ζωής» ήταν το δένδρο, «του γινώσκειν καλόν και πονηρόν», που βρισκόταν στο μέσον του Παραδείσου, τον καρπό του οποίου ζήτησε ο Θεός από τον Αδάμ και την Εύα να μην γευθούν ποτέ, ως ένδειξη υπακοής στο θέλημά Του. Αντί αυτού έχουμε πλέον το δένδρο (ξύλο) του Σταυρού. Μάλιστα οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας βλέπουν στο «δέν­δρο της ζωής» την «εικόνα του Σταυρού», επί του οποίου ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, μάς έδωσε εκ νέου την αιώνια ζωή. Με δυό λόγια, το «δένδρο της ζωής», αντικαταστάθηκε και δεν είναι άλλο πλέον από τον Σταυρό.


Γράφει πολύ εύστοχα ο Καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης :
«Μπορούμε να τοποθετήσουμε το (Χριστου­γεννιάτικο) δένδρο στις Εκκλησίες, όπου κυρι­αρχεί ο Σταυρός, το ξύλον της ζωής; Χρεια­ζόμαστε και άλλο ξύλο, εκτός από το ξύλο του Σταυρού, ο οποίος παραλληλίζεται από την Εκκλησία με το ξύλο του Παραδείσου;... Ο Σταυρός είναι το ζωηφόρο ξύλο και φυτό, το δέν­δρο υπό την σκιά του οποίου αναπαύονται οι Χριστιανοί και παίρνουν δύναμη για ν συνεχίσουν τον δύσβατο δρόμο της πνευματικής τελειώσεως, κατά το συναξάρι της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως. Είναι το «τρισμακάριστον ξύλον εν ω ετάθη Χριστός ο Βασιλεύς και Κύριος, δι’ ου πέπτωκεν ο ξύλω απατήσας». Υπάρχει τόσο πλούσια νοηματοδότηση στο ξύλο του Σταυρού, ώστε η υιοθέτηση κάθε άλλου ξύλου, ως συμβό­λου ζωής και αθανασίας, να αποτελεί ασέβεια και ύβρη προς τον Σταυρόν του Χριστού»[40].


Αλλ’ ο π. Θεόδωρος Ζήσης τονίζει και μία άλλη διάσταση του θέματος, που είναι θεολογική, πολύ σημαντική, με την παγκόσμια εξάπλωση του Χριστουγεννιάτικου δένδρου, επομένως και σε όλους τους Χριστιανούς, αιρετικούς και μή, όλων των αποχρώσεων και δογμάτων. Το αποκαλεί «σύμβο­λο του συγκρητισμού[41] της Νέας Εποχής». Γράφει:
«Στο χώρο της Εκκλησίας και της Θεολογίας υφίσταται η ξένη «ισοπεδωτική οικουμενιστική θεολογία, η οποία, με την περίφημη «θεωρία των κλάδων», διδάσκει ότι όλες οι χριστιανικές ομολογίες, Ορθόδοξοι, Παπικοί, Προ­τεστάντες, Μονοφυσίτες αποτελούν κλάδους του ιδίου χριστιανικού δένδρου, και καμμία απ’ αυτές δεν πρέπει να διεκδικεί ότι μόνη της είναι το δένδρο. Όλες είναι ίσες και ισότιμες ως προς την κατοχή της αληθείας, κατέχουν μέρος της αληθείας, όπως μέρη του δένδρου είναι και τα κλαδιά του. Ασφαλώς θα τρίβουν τα χέρια τους οι σκαπανείς και οι αρχιτέκτονες της Οικουμενιστικής κινήσεως του προτεστα­ντικού Παγκοσμίου Συμβουλίου των λεγομένων Εκκλη­σιών, όταν βλέπουν ότι το, προτεσταντικής κατά πολλούς προελεύσεως, δένδρο γίνεται σύμβολο μιας πανχριστιανικής ενότητας, παρά τις διαφορές των Χριστιανών, και πραγματο­ποιεί τη θεωρία των κλάδων. Το Χριστουγεννιά­τικο δένδρο, σύμβολο του χριστιανικού δέν­δρου, με τους διάφορους κλάδους του. Η σύμπτωση είναι πολύ χαρακτηριστική. Στα σπί­τια όλων των Χριστιανών δεν υπάρχουν στοι­χεία, που να τους διαφοροποιούν, εικόνες, αγάλματα κ.ά., υπάρχει το δένδρο, που τούς ενώνει»[42]!!!


Το Χριστουγεννιάτικο δένδρο, ως παγκόσμιο σύμβολο της «Νέας Εποχής», βουτηγμένο κυριολεκτικά στις δαιμονι­κές αντιλήψεις και δοξασίες της «αρχαίας πλά­νης», έρχεται να υποκαταστήσει το Ξύλο της Ζωής, τον Σταυρό του Χριστού, και να καταργή­σει την μόνη αλήθεια της Ορθοδοξίας Του!


Τό χριστουγεννιάτικο δένδρο ανατέλλει άλλο φως, το φως της πλάνης, της πλαστής και εφήμερης διασκέδασης, της παραποίησης και της παραπληροφόρησης, και οδηγεί τους ανθρώπους να εορτάζουν τα Χριστούγεννα όχι θεϊκώς και υπερκοσμίως, αλλά πανηγυρικώς και κοσμικώς, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο[43].
 
 
Β) Η μεταμόρφωσις του αρχαίου Ελληνισμού από τον Χριστιανισμό
Σύμφωνα με τον ιερομόναχο π. Φιλόθεο Γρηγοριάτη[44], μας κάνει εντύπωση ότι πολλοί από τους σημερινούς Έλληνες Νεο-παγανιστές δεν μπορούν να δουν την συνέχεια και την ωραία αυτή εξέλιξι του αρχαίου ελληνικού κόσμου, και πέφτουν σε σοβαρά και αντι-επιστημονικά σφάλματα.


Ο εν αγίοις πατήρ ημών Νεκτάριος επίσκοπος Πενταπόλεως ο θαυματουργός, αναφερόμενος σε ό,τι καλό υπάρχει στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, δηλ. τον «σπερματικό λόγο», γράφει:
«Η Ελληνική φιλοσοφία έγινε για την Ελληνική φυλή παιδαγωγός για την κατανόηση της αλήθειας που αποκαλύφθηκε. Ο έρωτας προς τη φιλοσοφία έγινε έρωτας προς τον Χριστιανισμό και η φιλοσοφία έγινε πίστη στο Χριστό... Ο Έλληνας, αφού γνώρισε τι είναι και ποιος οφείλει να γίνει, έβαλε σκοπό του την τελειοποίησή του. Έγινε εραστής του πνεύματος κι εδημιούργησε κόσμο πνευματικό, στον οποίο ήθελε να ζει... Τέτοιος πλάσθηκε να είναι ο Έλληνας, κι έτσι διαμορφώθηκε ο ηθικός του χαρακτήρας. Δεν μπορούσε παρά να ενθουσιασθεί απ' τις αρχές του Χριστιανισμού. Ο Χριστιανισμός ήταν αγάπη, υποσχόταν να διδάξει στους ανθρώπους την αλήθεια στην πιο τέλεια και πλήρη μορφή της, να ενισχύσει και ν᾿ ανυψώσει την φιλοσοφία στην πιο υψηλή της περιωπή. Να αποκαλύψει στην φιλοσοφία τα μυστήρια που είχαν μείνει καλυμμένα, να δώσει λύση στα αιώνια προβλήματα, να σηκώσει την ομίχλη που σκέπαζε τα μάτια της διάνοιας του ανθρώπου, να τον σηκώσει από τον ύπνο του, να τον απαλλάξει απ᾿ την δεισιδαιμονία, να συνδέσει την ανθρωπότητα με το δεσμό της αδελφικής αγάπης, να τον οδηγήσει προς τον Θεό και να σώσει τον άνθρωπο απ᾿ την καταπίεση του αντιπάλου του, χαρίζοντάς του στη μεν παρούσα ζωή την αληθινή ευτυχία, και στην μέλλουσα ζωή την αιώνια μακαριότητα. Ο Έλληνας, αφού βρήκε στον Χριστιανισμό τις αληθινές αρχές και την εικόνα του τέλειου καί ιδανικού του... τον υιοθέτησε και τον έκανε κτήμα του. Ο Χριστιανισμός, σαν πρώτο δώρο του δώρισε μια νέα ζωή. Κι ο Έλληνας τον υποστήριξε με τους αγώνες του και το αίμα του.

Η Ελληνική φιλοσοφία καθοδηγούσε το Ελληνικό έθνος στον Χριστιανισμό... το μαρτυρεί κι ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας που λέγει ότι η φιλοσοφία «ἦήταν μεν πριν από την παρουσία του Κυρίου αναγκαία για τους Έλληνες, για να τους οδηγεί στη δικαιοσύνη. Μετα δε απ᾿ αυτήν γίνεται χρήσιμη για την θεοσέβεια, όντας ένα είδος προπαίδειας για όσους αντιλαμβάνονται την πίστη με αποδείξεις... «Και παιδαγωγούσε (η φιλοσοφία) κι αυτό το Ελληνικό έθνος, όπως ο νόμος παιδαγωγούσε τους Εβραίους εις Χριστόν»[45].


Θα απορούν τα πνεύματα των αγαθών αρχαίων Ελλήνων, που θα επίστευσαν στο κήρυγμα του Κυρίου Ιησοόυ στον Άδη, του σταυρωθέντος και αναστάντος, και θα οικτείρουν τους συγχρόνους νεοέλληνες Παγανιστές, οι οποίοι επιμένουν παρά πάσαν προσδοκίαν να παραμένουν στο σκότος της αγνωσίας της προ Χριστού εποχής και να αδικούν τον εαυτό τους στερώντας τον απο το άκτιστο φως της θεότητός Του.


Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός αναφέρει σεσχετική ομιλία του για κάποιο Γερμανὸ θελόγο, που είπε ότι, αν ο Πλάτων ζούσε στην εποχή του Χριστού και Τον έβλεπε (τον Κύριο), θα έπεφτε στα πόδια Του και θα αναφωνούσε σαν τον απόστολο Θωμά : «ο Κύριός μου και ο Θεός μου»!
Λέγει δε σε άλλη μελέτη του:
«Κάθε δίλημμα σήμερα του τύπου «Ορθοδοξία ή Έλληνισμός» είναι όχι μόνο πλαστό, αλλά και εθνοκτόνο. Γιατί σημαίνει τάση επιστροφής στην ατέλειά μας, στην παλαιά αγωνιώδη αναζήτησή μας. Ενώ για τον Ελληνισμό, που διασώζει την αυτοσυνειδησία του, το ζητούμενο ευρέθη. Είναι η Ορθοδοξία. «Είδομεν το φως το αληθινόν... εύρομεν πίστιν αληθή!» «Εύρομεν την αλήθειαν!» Κάθε αποδέσμευση του Ελληνισμού από την Ορθοδοξία δεν συνιστά μόνο τραγικό διαμελισμό της υπάρξεώς μας, αλλά και καθαρό παραλογισμό, αφού η τυχόν επιστροφή στον αυθεντικό Ελληνισμό, θα καταλήξει οπωσδήποτε στην γνήσια εκείνη αναζήτηση, που οδήγησε στην ένωσή του με την Ορθοδοξία. Έξω απο την ζήτηση αυτή έμεινε...ο παγανισμός και ο διονυσιακός αισθησιασμός του Γραικύλου. Γι᾿ αυτό, όπου χάνεται η Ορθοδοξία χάνεται και ο Ελληνισμός»[46]!


Εξ άλλου όπως έγραφε ο αείμνηστος ορθόδοξος θεολόγος Παναγιώτης Νέλλας :
«... την πραγματική συνέχεια της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας είναι προτιμότερο να την αναζητήσουμε στους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Δεν πρόκειται βέβαια ακριβώς για συνέχεια, όπως θα την έβλεπε η ιστορία της φιλοσοφίας, αλλὰ μάλλον για γονιμοποίηση. Η αρχαία σκέψη γονιμοποιήθηκε από την πίστη και γέννησε την πατερικὴ θεολογία. Βρισκόμαστε όχι μπροστά σε κατασκευές αλλά σε καρπούς, σε τέκνα. Έτσι προχωρεί ό,τι είναι γνήσιο και ζωντανό μέσα στη ζωή... είναι ο δρόμος της ζωής. Δρόμος ανοιχτός και για μας τους σημερινούς Έλληνες»[47].


αναφέρει δε και ο καθηγούμενος της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, πανοσιολογιώτατος αρχιμ. π. Γεώργιος Καψάνης, σχετικά:
«Οι τρεις Ιεράρχαι έθεσαν τα θεμέλια της Ελληνορθοδοξίας. Έγιναν οι πρωτεργάται της ιστορικής πορείας του Ελληνορθοδόξου πολιτισμού μας.
Αυτός ο πολιτισμός δοκιμάσθηκε έκτοτε μέσα στους αιώνας και άντεξε. Και είναι ζωντανὸς και δημιουργικός μέχρι σήμερα.
Παρ᾿ όλα αυτά υπάρχουν και αυτοί που τον επιβουλεύονται και θέλουν να χωρίσουν τον Ελληνισμό από την Ορθοδοξία, γιατί θέλουν να διώξουν τον Χριστό απο την Πατρίδα μας και από άλλα ορθόδοξα έθνη. Και το ακόμη χειρότερο, να επαναφέρουν την αθεΐα ή την αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία με τους ψευδείς Ολυμπίους θεούς, τις θυσίες και τις τελετές της.
Θέλουν δηλ. να επαναφέρουν αυτά, από τα οποία ο Χριστός μάς ελύτρωσε και αυτά που με αγώνες πολλούς οι Τρεις Ιεράρχαι και το μέγα νέφος των Χριστιανών Μαρτύρων με το αίμα τους εκαθάρισε.
Η Εκκλησίας προσέλαβε τον Έλληνα άνθρωπο, τον εβάπτισε, τον εκαθάρισε, τον εφώτισε και τον έκανε Χριστιανό Έλληνα. Τώρα θέλουν τον φωτισμένο Έλληνα να τον ξεβαπτίσουν και να τον υποτάξουν και πάλι στο σκοτάδι της ειδωλολατρείας και της αθεΐας.
Απορεί κανείς για το τόλμημα.


Ο σοφός Blaise Pascal γράφει κάπου ότι ο άνθρωπος (προφανώς ο άπιστος) είναι πρόθυμος να πιστεύση την οιανδήποτε ανοησία εκτός από την προφανή αλήθεια του Ευαγγελίου...[48].


Επίλογος
Ως επίλογο επιλέξαμε να παραθέσουμε την παρακάτω συγκλονιστική μαρτυρία[49], ενός εξοργι­στικού και κατάπτυστου κειμένου της μηνιαίας έκδοσης «ΕΛΛΗΝΙ­ΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ», εντύπου των οπαδών των συγχρόνων θιασωτών και επιδόξων αναβιωτών της λα­τρείας του Δωδεκαθέου, που καταδεικνύει το αιώνιο μίσος των νεοειδωλολατρών προς τον Ιησού Χριστό και τους Χριστιανούς. Πρόκειται για πραγματικό Λίβελλο, που προσβάλλει κατά τρό­πο χυδαιότατο και αήθη αυτό τού­το το ΘΕΙΟ πρόσωπο του Ιησού Χριστού, τον οποίο αποκαλεί επί λέξει μεταξύ των άλλων - ακούστε καί φρίξτε - ΚΤΗΝΟΣ, τους δε πι­στούς Χριστεπωνύμους Έλληνες, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ!!


Ιδού μερικά αποσπάσματα του πρωτοσέλιδου άρθρου της εφημε­ρίδας «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ» με τίτλο «ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ», όπου γίνεται λόγος για την προε­τοιμασία μιας φοβερής μάχης, που οραματίζονται να δώσουν οι «ΓΝΗΣΙΟΙ» αυτοί ΕΛΛΗΝΕΣ, με σκοπό τον σφαγιασμό - στην κυριολεξία - των Χριστιανών και τον πλήρη αφανισμό της θρησκείας του ΝΑΖΩΡΑΙΟΥ.


Γράφει, λοιπόν, μεταξύ των άλλων :    
«Πηχτό σκοτάδι λίγο πριν τα    μεσάνυχτα. Οι άπιστοι (δηλαδή οι Χριστιανοί) στέκονται προ των πυλών. Μας έχουν περικυκλώσει. Έχουν χαραγμένο στο μέτωπό τους το σημάδι του ΚΤΗΝΟΥΣ. Θέλουν να κάψουν τους Φιλοσόφους. Θέλουν να γκρεμίσουν τους  Ναούς. Θέλουν να σφάξουν τους Ιερείς (των Ολυμπίων). Θέλουν να καταστρέψουν τους βωμούς των Θεών. Θέλουν να μας υποδουλώσουν στο ΚΤΗΝΟΣ (τον Χριστό).
Δεν ξέρουν τί τους περιμένει.


Οι πολεμιστές ακονίζουν τα ξίφη τους. Θα γδάρουν τις σάρκες των βεβήλων. Σαλπίζει ο παιάν του πολέμου. Δεν περιμένουμε. Με μίσος επιτιθέμεθα στους απίστους. Τα μαύρα σύννεφα προμηνύουν την ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ. Οι Ιερείς βρίσκονται από νωρίς στις επάλξεις του Φρουρίου.        Εμψυχώνουν τους Έλληνες μαχητές. Οι Ελληνικές ψυχές φυλάσσονται με ζήλο από την Φρουρά των Αθανάτων θεών.


Ω, ξίφη των Θεών! Για πόσο καιρό θα παραμένετε σιωπηρά; Ελάτε έξω να τα βουτήξετε στο ΑΙΜΑ των ΑΠΙΣΤΩΝ (των Χρι­στιανών).


ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ είναι αυτός, που κράτα το ξίφος του μακριά από το αίμα των απίστων.


Ω Θεοί! Κάψτε τα είδωλα του ΚΤΗΝΟΥΣ, που μολύνουν τις ψυ­χές μας. Τυφλώστε τους. Έρχεται η ώρα, που θα μιλήσει το μαστί­γιο της Πίστεως, η Φωτιά της Αλή­θειας, το Ξίφος του Λόγου και ο Πέλεκυς της Δικαιοσύνης. Οι Θε­οί εμφανίζονται μέσα σε πύρινο άρμα. Τράβηξαν τα ξίφη τους. ΟΛΑ ΤΑ ΕΘΝΗ συμμάχησαν με τους Έλληνες, για να πολεμήσουν το ΚΤΗΝΟΣ».


«Η νύχτα σχίζεται από την τρο­μερή φωνή του ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΔΙΟΣ. ΧΩΡΙΣ ΕΛΕΟΣ. Χωρίς οίκτο η στρατιά των θεών θα εξο­λοθρεύσει τους απίστους και τους αποστάτες, θα πεθάνουν κατά ΧΙΛΙΑΔΕΣ, θα πνιγούν μέσα στο Αίμα τους, θα φάνε τις σάρκες τους. ΑΣ ΓΙΝΕΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥΣ ΠΟΤΑΜΙ, για να ταξιδέψουν τα πλοία των Ελλήνων. Θα φτιά­ξουμε Πύρινη Ρομφαία από το γέ­νος των Ελλήνων και θα ξεσκί­σουμε τις σάρκες των απίστων».


«Βλέπω τις αστραπές να σκί­ζουν το σκοτάδι. Βλέπω την Πύρι­νη Ρομφαία να διαπερνά τις καρδι­ές των απίστων. Βλέπω τα ποτάμια να πλημμυρίζουν από το Αίμα των βεβήλων. Βλέπω τα ΠΟΡΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΠΙΣΤΩΝ (οι χριστιανικοί Να­οί) να γκρεμίζονται από την αγά­πη των θεών. Βλέπω τους απίστους να γονατίζουν και να δοξά­ζουν τους ΘΕΟΥΣ. Το ΚΤΗΝΟΣ παραπαίει. Οι Ιερείς του καταφέρνουν το θανατηφόρο κτύπημα. Η πόλις των απίστων κατεστράφη. Τα λόγια και τα έργα τους ήταν εναντίον των Θεών. ΚΑΤΑΡΑ στους απίστους. ΚΑΤΑΡΑ στους ασεβείς. Η οργή των Θεών ξέσπασε πάνω τους. Η ημέρα της εκδικήσεως ήταν πάντα στο νου των Θεών. Καταπάτησαν τους ασεβείς. Τους τσάκισαν με τη θεϊκή οργή τους. Ξεδίψασαν τη γη με το αίμα των απίστων».


Σε άλλα σημεία της εφημερί­δας αναφέρονται και τα παρακά­τω :
«Δεν θα δειλιάσουμε μπροστά στο ιερό καθήκον, που μας θέτουν οι Θεοί και ο ΛΑΟΣ. (Ποιός λα­ός;). Την κατάληψη της εξουσίας και το γκρέμισμα της τυραννίας των ΝΑΖΩΡΑΙΩΝ. Οι αξίες της αιρέσεως των ΝΑΖΩΡΑΙΩΝ εκπέμ­πουν τον επιθανάτιο ρόγχο τους».


Ζητούν ακόμη : «Να απελευθε­ρωθεί η Ελλάδα από την δικτατο­ρία της αιρέσεως των Ναζωραίων. Ονομασία των Ελλήνων με αρχαία ελληνικά ονόματα. Δι­δασκαλία στα σχολεία της Ελληνι­κής Θρησκείας (του Δωδεκαθέ­ου). Αναστήλωση και ΕΠΑΝΑ­ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ολων των ιερών ΝΑ­ΩΝ. Παγκόσμια κυριαρχία του Ελληνικού Πνεύματος».


Οι διαφορές τους από τον Χρι­στιανισμό :
«Είμαστε θρησκεία, είναι μιά απάτη (ο χριστιανισμός). Πιστεύ­ουμε σε Θεούς, που συνυπάρχουν με τη Φύση, πιστεύει σ' ένα εξωκοσμικό θεό, που μισεί τη Φύση. Προσ­τατεύουμε τον Ελληνισμό, καταστρέφει τον Ελληνισμό. Σφυρηλα­τούμε την εθνική συνείδηση τώων Ελλήνων, εξιουδαΐζει τους Έλλη­νες (ο χριστιανισμός). Φέρνουμε την αγάπη, την ειρήνη και τη Σο­φία, έφερε το μίσος, τις σφαγές και το σκότος».


Αυτά είναι μερικά ενδεικτικά απανθί­σματα από τα κείμενα της εφημε­ρίδας των νεοειδωλολατρών - κι­νούνται όλα στο ίδιο ύφος - τα ο­ποία παραθέσαμε, για να πληρο­φορήσουμε τον κόσμο από ποιά «ευγενικά ιδεώδη» εμφορείται και τί επιδιώκει η θρησκεία των Δωδεκαθεϊστών.


Εμείς σήμερα οι νεοέλληνες έχουμε χρέος να μην αφήσουμε τους νεοπαγανιστές να μας περάσουν τα σχέδιά τους, τα οποία εξυπηρετούν το αντίχριστο κίνημα της «Νέας Εποχής» και της παγκοσμιοποιήσεως και που τελικά γι’αυτό δεν είναι μόνο αντιχριστιανικά, αλλά και ανθελληνικά[50].


[1] ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Η προσπάθεια αναβιώσεως της ειδωλολατρείας, εκδ. Ειδική επιτροπή αρχαιολατρείας-νεοειδωλολατρείας.
[2] Α´  Πέτρ.  2,  22.
[3] ΙΕΡΟΜΟΝ. ΛΟΥΚΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ,  Ἀνέκδοτη ἐπιστολὴ γιὰ σχετικὰ θέματα.
[4] ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΜΑΡΤΥΣ,  Διάλογος πρὸς Τρύφωνα.
[5] Σχ. βλ.  Λευιτικὸ καὶ Δευτερονόμιο.
[6] πρβλ. «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου; ὁ δὲ ἄνομος ὁ θύων μοι μόσχον ὡς ὁ ἀποκτέννων κύνα, ὁ δὲ ἀναφέρων σεμίδαλιν ὡς αἷμα ὕειον, ὁ διδοὺς λίβανον εἰς μνημόσυνον ὡς βλάσφημος», Ἡσ. 66, 2-3.
[7] ΙΕΡΟΜΟΝ. ΛΟΥΚΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ,  αὐτόθι.
[8] ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΜΑΡΤΥΣ,  Ἀπολογία  66, 3,  ΕΠΕ., Θεσ/νίκη 1985,  σ. 192.  Βλ.  καὶ  Ἀπολογία Α´,  κεφ. 54.
[9] ΙΕΡΟΜΟΝ. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, Νέο-ειδωλολατρικές περιπλανήσεις και η αληθής εμπειρία της Εκκλησίας μας, εκδ.  Ι.  Μ.  Οσίου  Γρηγορίου, Άγιον  Όρος  2002, σσ. 62-67.
[10] Κ. Γ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Όχι στα Χριστούγεννα της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Εποχής, εκδ. Φωτοδότες, σσ. 42-54.
[11] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πνευματικά Γυμνάσματα, εκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2004, σσ.162-166.
[12] Λκ. 2, 21.
[13] Μτθ. 1, 21.
[14] Λκ. 1, 31.
[15] Ερμηνεία της α΄ καί γ΄ επιστολής Ιωάννου.
[16] Φιλιπ. 2, 10.
[17] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Οι Δεσποτικές εορτές˙ εισαγωγή στο Δωδεκάορτο και την Ορθόδοξη Χριστολογία, εκδ. Ι. Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) 1995, σσ. 46-47.
[18] http://www.schools.ac.cy/klimakio/Themata/Epikaira/xristougenna/eikona_gennisis/eikona1.html και http://www.saint.gr/23/texts.aspx
[19] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Χρόνος και άνθρωπος, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσ/κη 1992, σσ. 13-14, 17-19.
[20] Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Μυστηριακαί θρησκείαι και Χριστιανισμός, Αθήναι 1932, σ. 23.
[21] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ, Ο Νεοπαγανισμός της «Νέας Εποχής», Αθήνα 2008, σσ. 429-437.
[22] Ιω. 1, 14.
[23] http://egolpio.wordpress.com/2008/12/30/xristougenna_mi8rougenna/#more-1329
[24] Μτθ. 3, 16.
[25] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Οι Δεσποτικές εορτές˙ εισαγωγή στο Δωδεκάορτο και την Ορθόδοξη Χριστολογία, εκδ. Ι. Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) 1995, σσ. 105, 106, 109, 110, 117.
[26] Α΄ Κορ. 1, 18.
[27] Α΄ Κορ. 1, 23.
[28] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ερμηνεία εις τα ΙΔ΄ επιστολάς του Απ. Παύλου, τ. Α΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1989, σσ. 377, 381.
[29] Πράξ. 17, 32.
[30] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ, Ο Νεοπαγανισμός της «Νέας Εποχής», Αθήνα 2008, σ. 428.
[31] «Ορφικά μυστήρια» ΘΗΕ 9, 981.
[32] Ν. ΖΙΑΣ, «Ἕλληνες Φιλόσοφοι Ἱστορημένοι σὲ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ Μονές», Τόλμη 13 (Νοέμβριος 2001) 40-41.
[33] Ρωμ. 11, 24.
[34] Ἐφεσ. 5, 14.
[35] ΙΕΡΟΜΟΝ. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, Νέο-ειδωλολατρικές περιπλανήσεις και η αληθής εμπειρία της Εκκλησίας μας, εκδ.  Ι.  Μ.  Οσίου  Γρηγορίου, Άγιον  Όρος  2002, σσ. 40-41.
[36] Κ. Γ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Όχι στα Χριστούγεννα της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Εποχής, εκδ. Φωτοδότες, σσ. 59-87.
[37] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Το χριστουγεννιάτικο δένδρο. Ξενόφερτο και αντιχριστιανικό, εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 2000, Σειρά ‘Καιρός’ Θέματα Εκκλησιαστικής Επικαιρότητος 15, σ. 14. 
[38] Πρόκειται για την πίστη πρωτογόνων λαών, κατά την οποία απέδιδαν ψυχή ή πνεύμα όχι μόνο στον άνθρωπο, αλλά και στα ζώα και τα φυτά, ακόμη δε και σ’ αυτά τα άψυχα πράγματα (πέτρες, ποτάμια, πηγές, βουνά, φεγ­γάρι, ήλιο, άνεμους, θύελλες...)!!! Όλα αυτά τα λάτρευ­αν και ζητούσαν την βοήθειά τους, ενώ ταυτόχρονα φοβόταν την οργή τους! Μάλιστα για τα φαινόμενα εκείνα, που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το μηχανι­σμό, πίστευαν ότι διέπονται από τη θέληση σκοτεινών και απόκρυφων δυνάμεων! Οι πρωτόγονες αυτές αντι­λήψεις κατέληξαν στη μαγεία, τη μαγγανεία, τις δεισι­δαιμονίες, τα ταμπού, την πολυθεΐα κ.λπ.
[39] Πρόκειται για την αρχαϊκή, εκτεταμένη, ακόμη δε και άγριας μορφής ειδωλολατρεία και πολυθεΐα.
[40] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Το χριστουγεννιάτικο δένδρο. Ξενόφερτο και αντιχριστιανικό, εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 2000, Σειρά ‘Καιρός’ Θέματα Εκκλησιαστικής Επικαιρότητος 15, σσ. 28-29.
[41] Συγκρητισμός σημαίνει ανάμειξη, συγκερασμό και συγχώνευση των διαφόρων θρησκειών, δογμάτων κ.λπ. 'Έτσι αμφισβητείται καθαρά αυτός, που κατέχει την αλήθεια, εκείνο δε, που θα προκύψει (κάτι σαν ...χυλός στο μίξερ!), ασφαλώς δεν θα είναι η αλήθεια!
[42] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Το χριστουγεννιάτικο δένδρο. Ξενόφερτο και αντιχριστιανικό, εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 2000, Σειρά ‘Καιρός’ Θέματα Εκκλησιαστικής Επικαιρότητος 15, σσ. 8-9.
[43] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ομιλία «εις τά Θεοφάνια, είτουν Γενέθλια του Σωτήρος». ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Το χριστουγεννιάτικο δένδρο. Ξενόφερτο και αντιχριστιανικό, εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 2000, Σειρά ‘Καιρός’ Θέματα Εκκλησιαστικής Επικαιρότητος 15, σ. 15.
[44] ΙΕΡΟΜΟΝ. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, Νέο-ειδωλολατρικές περιπλανήσεις και η αληθής εμπειρία της Εκκλησίας μας, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου,  Άγιον Όρος 2002, σσ. 70-81.
[45] ΑΓΙΟΣ  ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, Μελέτη περὶ τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας ὡς Προπαιδείας εὶς τὸν Χριστιανισμό,  Πειραιεύς 1990,  σσ.  1, 7-8.
[46] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, « Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνικὴ Αὐτοσυνειδησία», ἐν Ἑλληνισμὸς καὶ  Ὀρθοδοξία,  σ.  54.
[47] ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΛΛΑΣ, « Ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ Χριστιανικὴ θεολογία»,  Περ.  Σύναξη  12,  σ.  70.
[48] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ἡ Ἑλληνικὴ καὶ ἡ κατὰ Χριστὸν Μόρφωσις κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας  (Ὁμιλία).
[49] ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΤΕΡΝΟΠΟΥΛΟΥ-ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, «Αποκαλούν «κτήνος» τον Ιησού Χριστό οι οπαδοί της Νεοειδωλολατρείας. Το παραλήρημα του αίσχους»! Θεοδρομία Ε3 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2003) 420-424.
[50] Εκτός από την προαναφερθείσα βιβλιογραφία του κειμένου, μπορεί κανείς να ανατρέξει και στα εξής βιβλία περί της νεοειδωλολατρείας : Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών, Φαινόμενα Νεοειδωλολατρίας˙ Δωδεκαθεϊσμός˙ Υποτίμηση Παλαιάς Διαθήκης˙ Ολυμπιακοί Αγώνες, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου, Αίθουσα τελετών ΑΠΘ, 25-27 Μαΐου 2003, εκδ. Θεοδρομία, Θεσ/κη 2004 και Νεοπαγανισμός˙ η απειλή από το παρελθόν, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος 2007.



Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης