ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΜΕΡΟΣ Ε'

ΟΙ ΒΟΓΟΜΙΛΟΙ

5.3.5 Διδασκαλία

α. Δυαρχία.

 Ο Βογομιλισμός είναι ένα σαφώς δυαρχικό σύστημα. Ακολουθεί την διδασκαλία, η οποία ξεκίνησε από τον Μανιχαϊσμό, αποδεχόμενο δύο αρχές, του καλού και του κακού, όπως αυτή αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε από τις μεσαιωνικές εκδοχές του Μεσσαλιανισμού και του Παυλικιανισμού, γι’  αυτό και υπάρχουν ενσωματομένα στοιχεία και από τις δύο αιρέσεις. Τα στοιχεία αυτά εντοπίζονται και αποδίδονται ήδη από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Ι’  και ΙΑ’ αι. Ακολούθησε οργανωτική διάσπαση η οποία συνοδεύτηκε από αντίστοιχη δογματική, όπως ήδη παρακολουθήσαμε ανωτέρω.

Αρχικά οι Βογομίλοι δέχονταν μια μετριοπαθή δυαρχία. Και οι δύο αρχές είναι δημιουργοί, η μεν του ουρανίου, η δε του υλικού κόσμου. Ουσιαστικά η μια συμπληρώνει την άλλη και η εξάρτηση μετατρέπεται σε σχέση συγγένειας. Ήδη από το πρώτο και δεύτερο ανάθεμα στην επιστολή του πατριάρχη Θεοφύλακτου καταγράφεται ότι:

«Ὁ δύο ἀρχάς λέγων καί πιστεύων εἶναι, ἀγαθήν τε καί κακήν, καί ἄλλον φωτός ποιητήν καί ἄλλον νυκτός,  μία τῶν ἀνθρώπων καί ἑτέρα τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἄλλων ζώντων, ἀνάθεμα.

Τοῖς τόν πονηρόν διάβολον ποιητήν ὑπάρχειν καί ἄρχοντα τῆς ὕλης καί τοῦ ὁρωμένου τούτου κόσμου παντός καί τῶν σωμάτων ἡμῶν κενολογοῦσιν, ἀνάθεμα[i]».

Κατά την σχέση συγγένειας, ο διάβολος γίνεται πρεσβύτερος γιος του Θεού κατά την πρώιμη αναφορά του Ιωάννη Έξαρχου[ii]. Η ίδια διδασκαλία αποδίδεται στους Βογομίλους και από τον πρεσβύτερο Κοσμά:

«Δεν βλασημούν μόνο την γη, αλλά υψώσαν τις βλασφημίες τους στον ουρανό, λέγοντας ότι είναι από τον διάβολο που όλα υπάρχουν˙ ο ουρανός, ο ήλιος, τα άστρα, ο αέρας, η ανθρωπότητα, οι εκκλησίες, ο σταυρός˙ όλα όσα ανήκουν στον Θεό, αυτοί τα αποδίδουν στον διάβολο˙ κοντολογίς, ο,τιδήποτε κινείται στην γη, είτε έχει ψυχή είτε όχι, το αποδίδουν στον διάβολο. 

 Όταν ακούν τον Κύριο στο Ευαγγέλιο να λέει την παραβολή των δύο υιών (σ.σ. εννοεί την του ασώτου), κάνουν τον Χριστό πρεσβύτερο υιό, και τον νεώτερο, ο οποίος εξαπάτησε τον πατέρα, τόν διάβολο[iii]».

Η διαφορά του πατρός Κοσμά με τον Ιωάννη Έξαρχο είναι ότι ο δεύτερος αναφέρει ότι οι Βογομίλοι θεωρούν τον διάβολο ως πρεσβύτερο, άποψη η οποία διασταυρώνεται και από το έργο του Ψελλού και του Ζιγαβηνού. Ο Puech προσπάθησε να ερμηνεύσει-συμβιβάσει την διαφωνία του Κοσμά με τους υπόλοιπους συγγραφείς στο συγκεκριμένο σημείο. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι στην παραβολή του Ασώτου ο διάβολος είναι ο νεώτερος υιός, ο οποίος εγκατέλειψε τον πατέρα, οπότε λογικά ο Χριστός είναι ο μεγαλύτερος αδελφός, πάντα κατά την άποψη των Βογομίλων. Αποδίδει την αντίστροφη απόδοση των ρόλων από τον Κοοσμά, στην επανάσταση και πτώση του διαβόλου, με αποτέλεσμα να γίνει ο Χριστός ο μεγαλύτερος και ο διάβολος ο νεώτερος υιός[iv].

Ο πατήρ Κοσμάς ακολουθεί την ορθόδοξη άποψη για την προέλευση των αιρέσεων:

«Ο εχθρός μας ο διάβολος το γνωρίζει, και ποτέ δεν σταμάτησε να οδηγεί τους ανθρώπους στην αποστασία˙ στην αρχή με τον Αδάμ, τον πρωτόπλαστο, μέχρι σήμερα, δεν έπαψε να προσπαθεί να παρασύρει τους ανθρώπους μακριά από την πίστη, ώστε μεγάλο πλήθος ανθρώπων να βασανιστούν μαζί του˙ οι απάτες του οδήγησαν πολλούς να λατρεύουν τα είδωλα, άλλους να φονεύουν τους αδελφούς τους, άλλους να διαπράττουν μοιχίες και άλλες αμαρτίες. Αλλά από τότε που κατάλαβε ότι καμιά αμαρτία δεν μπορεί να συγκριθεί με την αίρεση, παρουσίασε πρώτα τον Άρειο, ο οποίος βλασφήμησε τον Υιό του Θεού, ισχυριζόμενος ότι δεν είναι ίσος με τον Θεό, αλλά ένας άγγελος, υποτελής του Θεού, λησμονώντας τό λόγο του Χριστού “Εγώ καί ο πατήρ έν εσμέν”˙ επίσης παρουσίασε τον Σαβέλιο, ο οποίος ανέλαβε να ενώσει τις θείες υποστάσεις σε μία, λέγοντας ότι αυτό που υπέφερε εν σώματι στον σταυρό ήταν ταυτόχρονα ο Χριστός και η θεότητα της Αγίας Τριάδος˙ ενώ ο Μακεδόνιος βλασφημούσε το Άγιο Πνεύμα, ισχυριζόμενος ότι είναι κατώτερο του Πατρός και του Υιού, όχι ίσο της θεότητος. Οι διδασκαλίες τους αναθεματίστηκαν από τους θεοφόρους Πατέρες της Συνόδου της Νίκαιας˙ τις ξερίζωσαν από τον Χριστιανισμό, όπως τα ζιζάνια από το χωράφι, με την βοήθεια του Θεού και του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Αργότερα υπήρξαν διάφορες αιρέσεις σε διάφορα μέρη, που δεν ήταν σχετικές με την Αγία Τριάδα, αλλά με την δημιουργία˙ μερικές μηχανεύονταν την μια πλάνη και μερικές την άλλη, αλλά οι διδασκαλίες των αγίων Αποστόλων και Πατέρων τις εκδίωξαν από παντού[v]».

Αυτή είναι η θεολογική άποψη για την αιτία των αιρέσεων. Τον Κοσμά δεν τον ενδιέφερε στην συγκεκριμένη επεξεργασία να είναι ιστορικά ακριβής, γι’ αυτό αναφέρει ότι ο Σαβέλιος και ο Μακεδόνιος καταδικάστηκαν από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο.

Οι νεώτεροι ιστορικοί προσπάθησαν να διελευκάνουν την καινοτομία του Βογομιλισμού, όταν παραδέχεται τον διάβολο ως γιο του Θεού. Ενδέχεται αυτή η πεποίθηση να προέκυψε εξ επιδράσεως αρχαίων βουλγαρικών παγανιστικών προλήψεων[vi]. Συγκεκριμένα, κάτι αντίστοιχο απαντάται στον Ζουρβανισμό, μια μορφή του Ζωροαστρισμού, κατά τον οποίο ο Ζουρβάν είναι πατέρας των Αχούρα Μάζντα, του θεού του φωτός, και του Άριμαν, του θεού του σκότους. Ο Μανιχαϊσμός, ως γνωστόν, επηρεάστηκε άμεσα από τον Ζωροαστρισμό, ωστόσο για την συγκεκριμένη επίδραση δεν υπάρχουν στοιχεία ότι συνέβη. Αν ναι, τότε προκύπτει άλλο ερώτημα για το πώς η πεποίθηση του Ζουρβανισμού έφτασε μέχρι τους Βογομίλους. Μια πιθανή απάντηση εντοπίζει την επαφή του βουλγαρικού παγανισμού με τον Ζουρβανισμό, την εποχή που οι Βούλγαροι ζούσαν ακόμη στι ρωσικές στέππες. Η παραπάνω θεωρία δεν είναι τίποτα παραπάνω από λογική υπόθεση και δεν υπάρχουν αναφορές σε πηγές ούτε ευρήματα ικανά να την στηρίξουν. Μέχρι να προκύψουν νεώτερα στοιχεία θα παραμένει άγνωστο πως προέκυψε το ιδιαίτερο αυτό γνώρισμα των Βογομίλων.  

Με την αποδοχή του διαβόλου ως υιού του Θεού, οι Βογομίλοι ξέφυγαν από την απόλυτη δυαρχία των Παυλικιανών. Δίνεται η εντύπωση ότι ξέφυγαν γενικά από την δυαρχία, διότι θεωρείται ότι ο Θεός είναι η ανώτερη αρχή, και ο διάβολος κατώτερος και εξαρτώμενος[vii], αλλά δεν είναι έτσι. Ο διάβολος κατά την ορθή άποψη είναι κτίσμα και ως πεπτωκώς άγγελος δεν μπορεί να θεοποιηθεί. Με την θεοποίηση του διαβόλου από τους Βογομίλους – εξ ού και ο σατανισμός τους – αυτόματα αναγνωρίζεται ως αρχή του κακού και του αποδίδεται η δημιουργία του υλικού κόσμου, κατά τα γνωστικά παλαιότερα πρότυπα. Η έμμεση αναγνώριση της δεύτερης αρχής ενισχύεται με την απορέουσσα διάσταση του Θεού από την δημιουργία. Οπότε εξακολουθεί να υπάρχει δυαρχία. Με όποια οπτική και αν το βλέπει κάποιος υπάρχει καθολική συμφωνία στο ότι πρόκειται για μετριοπαθή δυαρχία.

Κάποιοι Σλάβοι ιστορικοί (B. Petranovic, Rački, M. S. Drinov) εξέφρασαν την άποψη ότι ο παπα-Βογομίλος δίδασκε την απόλυτη δυαρχία και ότι η μετριοπαθής είναι μεταγενέστερη. Σύμφωνα μ’ αυτούς, ίχνη της αρχικής εκδοχής του παπα-Βογομίλου υπάρχουν στην έκθεση του Βογομιλισμού από τον παπα-Κοσμά, όταν γράφει ότι «Αποκαλούν τον διάβολο δημιουργό του ανθρώπου και όλων των πλασμάτων του Θεού». Δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν αυτήν την άποψη. Χρειάζεται πολύ προσπάθεια εκ μέρους του αναγνώστη για να παρανοήσει αυτά που γράφει ο πρεσβύτερος Κοσμάς. Έπειτα, ακόμη δεν έχει τελειώσει το θέμα με την αποδοχή της χρονικής ένταξης του έργου του. Αν έγραψε σε μεταγενέστερο χρόνο, όπως έχει ειπωθεί παραπάνω, σε χρόνο μεταγενέστερο της εισαγωγής της απόλυτης δυαρχίας και του σχίσματος με την δημιουργία της ordo Drugonthia, θα μπορούσε να είναι γνώστης της κατάστασης και τη ύπαρξης δύο διαφορετικών πεποιθήσεων στους κόλπους του Βογομιλισμού.

Θα ήταν προτιμότερο οι συγκεκριμένοι Σλάβοι ιστορικοί να στηριχθούν στην μαρτυρία του Κοσμά για τις εσωτερικές διενέξεις των Βογομίλων, η οποία αναφέρθηκε παραπάνω[viii]. Με αυτό τον τρόπο, βέβαια, θα προέβαλαν μόνο μια υπόθεση καθώς η μαρτυρία αυτή δεν είναι ξεκάθαρο αν αφορά το δόγμα και την μορφή της δυαρχίας. Δεύτερον, θα έπρεπε να παραδεχθούν ότι συνηγορεί στην μεταγενέστερη χρονολόγηση του έργου, κάτι που γενικά η Σλάβοι το αποφεύγουν και εμμένουν να το βλέπουν ως προϊόν του Ι’ αι.

Στην ομιλία του Κοσμά βρίσκουμε την γενεσιουργό αιτία της δυαρχίας στο ερώτημα «Γιατί επιτρέπει ο Θεός στον διάβολο να εργάζεται εναντίον των ανθρώπων;». Η απάντηση στο Βογομιλισμό βρίσκεται στον παραλογισμό της ισοθεΐας του διαβόλου. Δεν επικεντρώνει στο κακό, το οποίο ετοιμάζει ο διάβολος για τον άνθρωπο, αλλά καταβάλει προσπάθεια να ρίξει το φταίξιμο στον Θεό. Και βέβαια, όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι συνθήκες διαβίωσης της εποχής δημιουργούσαν πρόσφορο έδαφος για την διατύπωση του ερωτήματος ωστόσο η Οθοδοξία παρέχει ικανοοποιητικές απαντήσεις, ώστε ν’ απομένει ανοικτό το θέμα της προτίμησης της λύσης του Βογομιλισμού. Στο κενό της ερμηνείας του συγκεκριμένου θέματος στηρίζονται οι Σλάβοι ιστορικοί για να στηρίξουν την θεωρία περί εθνικιστικών τάσεων. Αυτή η θεωρία θα είχε ίσως κάποια αξιοπιστία αν η διάδοση των δυαρχικών συστημάτων περιορίζονταν στην Βουλγαρία. Συμβαίνει όμως το αντίθετο. Ο Βογομιλισμός έγινε δεκτός και εξαπλώθηκε σε ολόκληρα τα Βαλκάνια, στην Ρωμανία, κι έφτασε μέχρι της ακτές του Ατλαντικού. Ποια εθνικιστική ανάγκη επέβαλε στους δυτικοευρωπαίους την αποδοχή του;

Αν πάλι θεωρήσουμε την αποδοχή της δυαρχίας ως έκφραση των συναισθημάτων κάποιων καταπιεσμένων τάξεων, πως μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός της αποδοχής του και από ανώτερες κοινωνικά τάξεις; Πως μπορεί να εξηγηθεί η περίπτωση της Βοσνίας, στην οποία ο Βογομιλισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους; Πως μπορεί να εξηγηθεί  προστασία την οποία παρείχαν φεουδάρχες επικυρίαρχοι στους Καθαρούς υποτελείς τους, κατά την διάρκεια του Αλβιγηνικού πολέμου; Δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι ο ελιτισμός της αίρεσης (τάξη τελείων) δεν συνάδει με τον προτεινόμενο μαζικό χαρακτήρα.

Τα ίδια ερωτήματα που τίθενται για την γέννηση και την εξάπλωση του Βογομιλισμού, αφορούν τις αιρέσεις εν γένει. Δεν υπάρχει λόγος οι απαντήσεις να προπαγανδίζουν εθνικά ή ταξικά ιδεολογήματα, ακόμη και αν ικανοποιούν εμμονές. Ότι συνέβη με όλες τις αιρέσεις συνέβη και με τους Βογομίλους και ιστορικά ή θρησκειολογικά το θέμα των αιρέσεων σηκώνει ακόμη πολλή συζήτηση. Μόνο με βάση την ορθόδοξη απάντηση περί δαιμονικής διδασκαλίας εξηγήται αναντίρρητα, αλλά η εξήγηση της Εκκλησίας απαιτεί και τον απαραίτητο βαθμό πίστης.

Πέραν τούτου ο εμφανιζόμενος στις γνωστικές αιρέσεις αντικληρικαλισμός θα πρέπει να ερευνηθεί αν είναι πρωτογενής ή υστερογενής. Στην πρώτη περίπτωση, η έρευνα θα πρέπει να συνοδεύεται και από την ανάλογη ψυχολογική αξιολόγηση σε προσωπικό επίπεδο των αιρετικών,  για να μπορεί να δώσει πειστικά συμπεράσματα, ενώ στην δεύτερη, μια κοινωνιολογική προσέγγιση (απεγκλωβισμένη από τις θεωρίες του ιστορικού υλισμού) του φαινομένου θα ήταν απαραίτητη, ώστε να μελετηθούν σε βάθος οι συνέπειες της δράσης των καταστροφικών λατρειών στην συνοχή μιας κοινωνίας.

Δεν μπορούν να παραβλεφθούν οι ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής και της περιοχής, στην οποία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο Βογομιλισμός. Τον Ι. αι. η Βουλγαρία ήταν το πεδίο δράσης των Παυλικιανών και των Μεσσαλιανών. Αν και η ύπαρξη των δευτέρων αμφισβητείται από μερίδα νεώτερων ιστορικών, μαρτυρείται από το σύνολο των εκκλησιαστικών συγγραφέων της εποχής. Δεδομένης της συγγενούς φύσης των τριών δυαρχικών συστημάτων είναι επιβεβλημένη η συναίνεση στον ρόλο που διαδραμάτησαν οι δύο προηγούμενες δυαρχικές αιρέσεις στην γέννηση της τρίτης[ix]. Ο ρόλος τους μάλιστα είναι αλληλοσυμπληρούμενος. Για παράδειγμα, μόνος του ο Παυλικιανισμός δεν αρκεί να εξηγήσει την αποδοχή του ασκητικού ιδεώδους από τους Βογομίλους. Το θέμα όμως θα συζητηθεί εκτενέστερα παρακάτω.

Είναι επόμενο να υπάρχουν διαφορές στα τρία συστήματα, ειδάλλως θα ταυτίζονταν. Δεν είναι παράξενο. Όλη η ιστορία της γέννησης και εξέλιξης των γνωστικών συστημάτων παρουσιάζει μια κλαδική εξέλιξη, όπου οι διαφορές και όχι οι ομοιότητες ταυτοποιούν το κάθε σύστημα ξεχωριστά, χωρίς να καταργούν, αντίθετα προωθώντας έτσι την εξελικτική πορεία.


β. Τριαδολογία.

Οι Βογομίλοι ανέπτυξαν ιδιαίτερη τριαδολογία. Δεν υπάρχουν στοιχεία γι’ αυτήν στην ομιλία του Κοσμά ή την επιστολή του Θεοφύλακτου. Πληροφορίες λαμβάνονται από τα έργα του Ευθύμιου Ζιγαβηνού και Ευθύμιου της Μονής Περιβλέπτου. Ο πρώτος αναφέρει:

«Πρόσχημα μέν ἀπάτης τῶν ἀπλουστέρων τό πιστεύειν εἰς Πατέρα, καί Υἱόν, καί ἅγιον Πνεῦμα προβάλλονται, τάς τρεῖς δέ ταῦτα κλήσεις τῷ Πατρί προσάπτουσι, καί ἀνθρωποπρόσωπον τοῦτον ὑπολαμβάνουσι παρ’ ἑκατέραν μήνιγγα ἀκτίνα ἐκλάμποντα, τήν μέν Υἱοῦ, τήν δέ Πνεύματος. καί οὕτω καταστρέφει τούτοις ἡ πίστις εἰς σωματοειδή τινά καί τερατόμορφον Θεόν, καί ὅντως ἀνύπαρκτον[x]».

Ενώ δηλαδή προς τούς έξω έδιναν την εντύπωση ότι αποδέχονταν το τρισυπόστατον της θεότητος, στην πραγματικότητα περιέγραφαν τον Θεό με ανθρωπολογικούς όρους κι έδιναν μια εξάρτηση των τριών προσώπων εντελώς απαράδεκτη. Ουσιαστικά η ενοποίηση των τριών υποστάσεων σε μία κατά την περιγραφή και αποδοχή του Ζιγαβηνού ήταν παρόμοια με την του Σαβελίου, ως προσπάθεια καί όχι ως αποτέλεσμα.

Στην συνέχεια παραδέχονταν μίαν εκ νέου ανάλυση της Αγίας Τριάδος σε Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα, όχι άναρχη αλλά ενχρονη:

«Λέγουσι τόν Υἱόν καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἰς τόν Πατέρα πάλιν, ἀφ’ οὗ προῆλθον ἀναλυθῆναι, καί τριπρόσωπον αὐτόν ἀπό τοῦ πεντάκισχιλιοστοῦ ἔτους ἄχρι τριάκοντα καί τριῶν ἐτῶν χρηματίσαντα πάλιν γενέσθαι μονοπρόσωπον, ἀσώματον μέν, ἀνθρωπόμορφον δέ[xi]»

Σχετικά με το Άγιο Πνεύμα έλεγαν τα εξής:

«Λέγουσι, ὅτι ὁ μέν Πατήρ ἐγέννησε τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τοῦτο δέ ἐγέννησε πνευματικῶς τόν προδότην Ἰούδαν, καί τούς ἔνδεκα ἀποστόλους. Καί προφέρουσι ρῆσιν εὐαγγελικήν, Ἀβραάμ, φησίν, ἐγέννησε τόν Ἰσαάκ, Ἰσαάκ δέ ἐγένησε τόν Ἰακώβ, Ἰακώβ δέ ἐγέννησε τόν Ἰούδαν καί τούς ἀδελφούς αὐτοῦ, περί τῆς ἁγίας Τριάδος ταῦτα γέγραφθαι διατεινόμενοι[xii]».

Ο Ευθύμιος της Μονής περιβλέπτου δίνει μία εντελώς διαφορετική Τριαδολογία:

«Μή ἀπλῶς δέ διακεῖσθαι, ἀδελφοί, πρός τούς τοιούτους ἀσεβεῖς, πιστεύοντες αὐτούς λέγοντας Πατέρα, Υἱόν, καί ἅγιον Πνεῦμα πιστεύειν˙ πᾶσαι γάρ αἱ αἱρέσεις τό αὐτό λέγουσι, καί Παυλικιανοί, καί οἱ λοιποί˙»

Μέχρι αυτό το σημείο συμφωνεί με τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό ότι η πίστη τους εις Αγία Τριάδα δεν ήταν γνήσια, ούτε ορθόδοξη και η προβολή αυτής προς τα έξω γινόταν με σκοπιμότητα. Συνεχίζει αμέσως:

«ὅμως οὗτοι οἱ ἀσεβεῖς, καί ἄθεοι ἔχουσιν ἰδίαν Τριάδαν εἰς ἥν πιστεύουσι. Πατέρα γάρ καλοῦσι τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους, τόν διάβολον τόν ἐκ τῶν οὐρανῶν πεσόντα, ὡς καί αὐτοί ὡμολόγησαν, καθώς καί ὁ Χριστός φησιν, ὅτι Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός ἡμῶν τοῦ διαβόλου ἐστέ. Υἱόν δέ τόν υἱόν τῆς ἀπωλείας, καί Πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς πονηρίας[xiii]».


γ. Σατανολατρία – Ύπαρξη εσωτερικής διδασκαλίας.

Στην περίπτωση αυτή έχουμε μια πιο σατανολατρική εκδοχή, την εκδοχή της ανίερης τριάδος. Η διαφορετικές διδασκαλίες, οι οποίες καταγράφηκαν από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, δημιουργούν ερωτηματικά. Η εύκολη λύση των αποδομητών συνηθίζει να προβάλει αναξιοπιστία λόγω της πολεμικής τους. Αυτό είναι απίθανο. Κανένας εκκλησιαστικός ή άλλως αγώνας δεν κερδήθηκε ποτέ με έλλειψη ακριβούς πληροφόρησης. Οι εκκλησιαστικοί και αντιαιρετικοί συγγραφείς δεν έγραφαν για να τέρψουν τα πλήθη αλλά για λόγους ποιμαντικούς, δηλαδή να προφυλάξουν τους πιστούς. Συνεπώς η λύση του προβλήματος πρέπει ν’ αναζητηθεί αλλού ώστε τα συμπεράσματα να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Φαίνεται ότι υπήρχε ένα είδος εσωτερικής διδασκαλίας, ανάλογη με τους βαθμούς μύησης. Είναι γνωστή ήδη από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε ο μανιχαϊσμός, η διαίρεση των πιστών σε «κατηχούμενους» και «τελείους». Γενικά υπάρχει η εντύπωση ότι ο διαχωρισμός αυτός είχε μόνο πρακτικούς σκοπούς, αλλά όπως φαίνεται είχε αντίκρυσμα και στην μύηση στη γνώσης κατά τα γνωστικά πρότυπα. Όσο προχωρά ο «κατηχούμενος» και γίνεται «τέλειος», δένεται με φρικτούς όρκους και λαμβάνει την εσωτερική διδασκαλία και την πραγματική πίστη της ομάδας.

Η εξέταση των πηγών τους εξηγεί τις διαφορές στις πληροφορίες τους. Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός εξέτασε τον Βασίλειο, Βογομίλος κατηχητή. Άσχετα με τό τι γνώριζε και αποδέχονταν, ο Βασίλειος ήταν κατηχητής. Σκοπός του ήταν να παρασύρει τον απλό λαό στους κόλπους της σέκτας. Φυσικό, λοιπόν, ήταν να μην παρουσιάζει την διδασκαλία των τελείων, ίσως ούτε αυτή των κατηχουμένων, αλλά μια ελαφριάς μορφής, εύπεπτη από τους αφελείς, οι οποίοι θα πιάνονταν στα δίκτυα του. Η καταγραφή του Ζιγαβηνού έγινε από την κατήχηση του αυτοκράτορα Αλεξίου.

Από την άλλη, ο Ευθύμιος της Μονής Περιβλέπτου, γνώρισε τον Βογομιλισμό από τους τέσσερεις μοναχούς, οι οποίοι είχαν εισβάλει στο μοναστήρι του. Το ότι ήταν μοναχοί σημαίνει ότι ήταν τέλειοι. Δεν φανέρωσαν αμέσως την εσωτερική διδασκαλία τους. Χρειάστηκε να τους απιελήσει για να το πράξουν. Όσα αποκάλυψαν ήταν όσα γνώριζαν και εφάρμοζαν οι μυημένοι στο εσωτερικό κύκλο. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την τελετή μύησης που περιγράφεται στο έργο του Ευθυμίου, όπως και από τον τρόπο της σταδιακής εισαγωγής στην εσωτερική διδασκαλία. Αυτά, θα εκτεθούν στις πρακτικές τους. Επίσης όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι στιγμής αφορούσαν την ordo Bulgaria. Για την ordo Drugunthia δεν υπάρχουν ξεχωριστές εκθεσεις διδασκαλίας στις πηγές που εξετάστηκαν στο παρόν κεφάλαιο. Τονίζεται, βέβαια, η ειδοποιός διαφορά της αποδοχής της απόλυτης δυαρχίας από τα μέλη της, ωστόσο προσπάθεια ανίχνευσης της διδασκαλίας τους θα γίνει στο κεφάλαιο για τους Καθαρούς, εφόσον αυτοί είχαν άμεση εξάρτηση.


δ. Χριστολιγία.

Κατά την βογομιλική χριστολογία, ο Υιός καί Λόγος του Θεού γεννήθηκε εν χρόνω:

«καί ἐν τῷ πεντάκισχιλιοστῷ ἔτει ἐξερεύσασθαι τῆς ἑαυτοῦ καρδίας Λόγον, τοῦτον δή τόν Υἱόν καί Θεόν. Ἐξηρεύξατο γάρ, φησίν, ἡ καρδία μου Λόγον ἀγαθόν[xiv]»

καί ενώ ομολογούν τον Λόγον ως Υιόν του Θεού, τον ταυτίζουν με τον αρχάγγελο Μιχαήλ κατά τα γνωστικά πρότυπα:

«Τοῦτον δέ τόν Λόγον καί Υἱόν ἱσχυρίζονται εἶναι τόν ἀρχάγγελον Μιχαήλ. Καλεῖται γάρ, φησίν, τό ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος. Αρχάγγελον μέν καλούμενον ὡς θειότερων ὄλων τῶν ἀγγέλων, Ἰησοῦν δέ, ὡς πᾶσαν μαλακίαν καί πᾶσαν νόσον ἰώμενον, Χριστόν δέ, ὡς χρισθέντα ἐν σαρκί»

Η εν χρόνω δημιουργία δημιουργεί την ανάγκη για την εύρεση του σκοπού αυτής. Για άλλη μια φορά οι Βογομίλοι ανατρέχουν στην διδασκαλία των γνωστικών για την λύση του θέματος. Ο Υιός γεννήθηκε γιατί η ψυχή του αναθρώπου καταδυναστευομένη από το σώμα, έπασχε αθλίως ώστε μόλις πολύ λίγοι από τους ανθρώπους κατάφεραν να ανέβουν στην αγγελική τάξη. Αυτοί ήταν όσοι αναφέονταν στις γενεαλογίες των ευαγγελιστών Ματθαίου και Λουκά.

Ως προς την ενσάρκωση του Χριστού ήταν Δοκήτες. Ο δοκητισμός τους ήταν αποτέλεσμα της δυαρχίας τους. Ο Χριστός δεν ήταν γι’ αυτούς το ενσαρκωμένο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, αλλά ο εκφερόμενος λόγος του Θεού, εκπεφρασμένος στην προφορική διδασκαλία του Χριστού. Ο Ζιγαβηνός τους κατηγορεί ότι δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την διαφορά του “ἐνυποστάτου καί ζῶντος Λόγου”   και του “ἀπλῶς προφορικοῦ λόγου[xv]”.

Για την Γέννηση του Χριστού υποστήριζαν:

«Κατελθεῖν δέ ἄνωθεν, καί εἰσρυῆναι διά τοῦ δεξιοῦ ὠτός τῆς Παρθένου καί περιθέσθαι σάρκα τῷ φαινομένῳ μέν ὑλικήν καί ὁμοίαν ἀνθρώπου σώματος, τῇ δέ ἀληθείᾳ ἄϋλον καί θεοπρεπῆ, καί ἐξελθεῖν αὖθις ὅθεν εἰσῆλθε, τῆς Παρθένου μήτε τήν εἴσοδον αὐτοῦ γνούσης, μήτε τήν ἔξοδον, ἀλλ’ ἀπλῶς εὑρούσης αὐτόν ἐν τῷ σπηλαίῳ κείμενον ἐσπαργανωμένον, καί τελέσαι τήν ἔνσαρκον οἰκονομίαν, καί ποιῆσαι καί διδάξαι τά ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις ἀναταττόμενα, πλήν ἐν φαντασίᾳ τοῖς ἀνθρωπρεπέσιν ὑποκείμενον πάθεσι. Σταυρωθέντα δέ καί ἀποθανεῖν[xvi]».

Η μυθολογική πίστη των Βογομίλων στον παραπάνω τρόπο της ενσάρκωσης επιβεβαιώνεται και από το διασωθέν βιβλίο τους «Ο Μυστικός Δείπνος». Στο έργο αυτό θα αναφερθούμε παρακάτω, όταν θα μιλήσουμε για την γραμματεία, την εν χρήσει από τους Βογομίλους. Εδώ αρκεί να ειπωθεί ότι είναι έργο σε διαλογική μορφή, μεταξύ του Χριστού και του Ιωάννη, κατά την διάρκεια του Μυστικού Δείπνου. Ο Ιωάννης κάνει ερωτήσεις και ο Χριστός απαντά κατά την βογομιλική διδασκαλία. Τα αναφορικά με την Γέννηση έχουν ως εξής:

«Όταν ο Πατέρας μου σκέφτηκε να με στείλει σε τούτη την γη, έστειλε πριν από μένα τον άγγελό Του, αυτήν που καλείται Μαρία, την μητέρα μου, ώστε να με συλλάβει εκ Πνεύματος Αγίου. Και όταν κατήλθα, εισήλθα και διαπέρασα μέσα από το αυτί της[xvii]».

Έργο του Χριστού στην γη ήταν να καταργήσει την δύναμη του Σατανά:

«Καί ἀναστῆναι δόξαντα λῦσαι τήν σκηνήν, καί γυμνῶσαι τό δράμα, καί ἀποθέμενον τό προσωπεῖον συσχεῖν τόν ἀποστάτην, καί παχεῖ καί βαρεῖ κλοιῷ καταδῆσαι, καί ἐγκλεῖσαι τῷ ταρτάρῳ, περιελόντα καί ἐκ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τό, ἥλ, ὡς ἀγγελικόν. Σαταναἠλ γάρ καλοῦμενον, Σατανᾶν ἀφῆκεν ὀνομάζεσθαι[xviii]»


ε. Ο μύθος της δημιουργίας.

Στην Πνευματική Πανοπλία του Ευθύμιου Ζιγαβηνού και τον βογομιλικό Μυστικό Δείπνο[xix] υπάρχει ο μυθος της δημιουργίας. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Σατανάς διατήρησε την δημιουργική δύναμη μετά την πτώση:

«ἐπείπερ ἔτι καί τήν θείαν περιέκειτο μορφήν καί στολήν, καί τήν δημιοργικήν ἐκέκτητο δύναμιν, συγκαλέσαι τάς συγκαταπεσούσας αὐτῷ δυνάμεις, καί θάρσος αὐταῖς ἐμβαλεῖν, καί εἰπεῖν, ὡς Ἐπεί τόν οὐρανόν καί τήν γῆν ὁ Θεός ἐποίησεν˙ Ἐν ἀρχῇ γάρ, φησίν, ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν˙ ποιήσω κἀγώ δεύτερον οὐρανόν, ὡς δεύτερος Θεός, καί τά ἐξῆς[xx]».

Έτσι δημιούργησε πάντα τα ορατά. Στην συνέχεια κατασκεύασε τον Αδάμ από λάσπη. Καώς τον έστησε όρθιο διέρευσε από το μεγάλο δάκτυλο του δεξιού ποδιού του, υγρασία σε σχήμα όφεως. Συγκέντρωσε δε ο Σατανάς τον ανάσα του και φύσηξε στο πλάσμα, αλλά η ανάσα δια την χαυνότητα διέρευσε και εμπότισε την προηγούμενη υγρασία, η οποία ζωοποιήθηκε και έγινε όφις.

«ὅπερ ἰδῶν ὁ καινός οὗτος δημιουργός καί γνούς, ὅτι μάτην πονεῖ, διεπρεσβεύσατο πρός τόν ἀγαθόν Πατέρα, καί παρεκάλεσε πεμφθῆναι παρ’ αὐτοῦ πνοήν, ἐπαγγειλάμενος κοινόν εἶναι τόν ἄνθρωπον, εἰ ζωοποιηθῇ, καί ἀπό τοῦ γένους αὐτοῦ πληροῦσθαι τούς ἐν οὐρανῷ τόπους τῶν ἀποῤῥιφθέντων ἀγγέλων[xxi]».

Ο Θεός συμφώνησε λόγω αγαθότητας κι έστειλε πνεύμα ζωής, το οποίο έγινε ψυχή ζώσα και ζωοποίησε τον Αδάμ. Ομοίως δημιουργήθηκε και η Εύα. Ο Σαταναήλ φθόνησε την λαμπρότητα των πλασμάτων και εισήλθε στον όφη, παραπλάνησε την Εύα και συνευρέθη μαζί της, ώστε το γένος του να κυριαρχήσει του γένους του Αδάμ.

«Τήν δέ ταχέως ὠδινήσασαν ἀπογεννῆσαι τόν Κάιν ἐ τῆς συνουσίας τοῦ Σαταναήλ, καί ἀδελφήν δίδυμον ὁμοιότροπον, ὄνομα αὐτῇ Καλωμενά, ζηλοτυπήσαντα δέ τόν Ἀδάμ συνελθεῖν καί αὐτόν τῇ Εὔᾳ, καί γεννῆσαι τόν Ἄβελ, ὅν ἀνελών εὐθύς ὁ Κάιν, τόν φόνον εἰς τόν βίον εἰσήγαγεν[xxii]».

Ο Θεός αφαίρεσε την δημιουργική δύναμη και την στολή του Σαταναήλ και τον έκαμε σκοτεινό, αφήνοντάς του την κοσμοκρατορία των όσων δημιούργησε. Ο μύθος, όμως έχει και συνέχεια:

«Λέγουσι τούς ἀποπεσόντας ἀγγέλους, ἀκούσαντας ὅτι ὁ Σαταναήλ ὑπέσχετο τῷ Πατρί πληροῦσθαι τούς ἐν οὐρανῷ τόπους αὐτῶν ἀπό τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, ἰδεῖν ἀσελγῶς τάς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, καί λαβεῖν αὐτάς εἰς γυναῖκας, ἵνα τά σπέρματα αὐτῶν εἰς τόν οὐρανόν ἀνἐλθωσιν εἰς τούς τόπους τῶν πατέρων αὐτῶν. Ἰδόντες γάρ, φησίν, οἱ υἱοί τοῦ Θεοῦ τάς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, ὅτι καλαί εἰσιν, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας˙ … ἐκ δέ τῆς συνουσίας αὐτῶν ἀπογεννηθῆναι τούς γίγαντας, οὕς ἀντιστῆναι τῷ Σαταναήλ, καί θριαμβεῦσαι τοῖς ἀνθρώποις τήν ἀποστασίαν αὐτοῦ[xxiii]»

Το πρώτο μέρος του μύθου αντιγράφει και προσαρμόζει στην βογομιλική δυαρχία, τον μύθο του Βαλεντίνου. Το δεύτερο μέρος είναι ιδιαίτερα προσφιλές σε όλους τους γνωστικούς και ακολουθεί την διαδεδομένη στους κύκλους αυτούς Ενωχική γραμματεία.

Η μόνη σημαντική διαφορά στην διήγηση του μύθου της δημιουργίας στο βογομιλικό Μυστικό Δείπνο είναι ότι ο Σαταναήλ ανάγκασε έναν άγγελο του πρώτου ουρανού να εισέλθει στο πλάσμα για να το ζωοποιήση. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και στι δύο περιπτώσεις. Είτε ως άγγελος του πρώτου ουρανού, είτε ως πνοή Θεού, η ψυχή αποζητά να ξεφύγει από το σώμα και να επιστρέψει στον ουρανό. Στην διήγηση του βογομιλικού Μυστικού Δείπνου υπάρχει απλώς απεξάρτηση από την δράση του Θεού στην ζωοποίηση του ανθρώπου. Αυτή η διαφορά μπορεί να ερμηνευθεί. Το έργο ήταν σε χρήση των Καθαρών στην Δύση. Σώζεται σε λατινική μετάφραση. Οι Καθαροί υπάγονταν στην ordo Drugunthia και ασπάζονταν την απόλυτη δυαρχία. Φυσικό λοιπόν, ήταν να θέλουν την απεξάρτηση του θεού τους από την σχέση της μετριοπαθούς δυαρχίας και να εξαλείφουν κάθε τέτοιου είδους επιρροή από τα κείμενά και τους μύθους τους.

Η σχέση εξάρτησης υπάρχει και στις καταγραφές του Ευθυμίου της Μονής Περιβλέπτου. Σύμφωνα με τα όσα είχε μάθει, δύο πράγματα πίστευαν οι Βογομίλοι ότι υπάρχουν στον υλικό κόσμο, τα οποία δεν δημιούργησε ο Σατανήλ. Ο ήλιος και η ψυχή του ανθρώπου[xxiv], την οποία έκλεψε όταν εξορίστηκε από τον ουρανό. Και σε αυτή την εκδοχή ο Σαταναήλ μόλυνε την ανθρώπινη ψυχή. Προσπαθώντας να ζωοποιήσει το σώμα με την κλεμμένη ψυχή, πράγμα αδύνατο διότι η ψυχή έφευγε από το σώμα και προσπαθούσε να επιστρέψει στον ουρανό, ως λύση βρήκε την εξής. Ο Σαταναήλ έφαγε από τις σάρκες όλων των ακάθαρτων ζώων, έκλεισε την ψυχή στο σώμα και εξέμεσε μέσα την αχώνευτη τροφή που είχε καταβροχθήσει. Μολυσμένη η ψυχή αναγκάστηκε να μείνει στο σώμα του Αδάμ και να τον φέρει στη ζωή[xxv]. Με την διήγηση αυτή οι Βογομίλοι απέδιδαν δυισμό στην ανθρώπινη φύση.


στ’. Δαιμονολογία.

Σημαντική πληροφόρηση παρέχει ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός για την δαιμονολογία των Βογομίλων:

«Λέγουσιν ἀπ’ αὐτῶν μέν μόνων, ἥτοι τῶν Βογομίλων, φεύγειν αεί τούς δαίμονας ὡσεί τόξου βολήν, ἑκάστῳ δέ τῶν ἄλλων ἁπάντων ἐνοικεῖν δαίμονα, καί διδάσκειν αὐτῷ τά πονηρά καί ἄγειν ἐπί τάς ἀνοσιουργίας, καί ἀποθνήσκοντος ἐνοικεῖν αὖθις τοῖς λειψάνοις αὐτοῦ, καί παραμένειν τῷ τάφῳ, καί ἀναμένειν τήν ἀνάστασιν, ἵνα σύν αὐτῷ κολασθείη, καί μηδ’ ἐν τῇ κολάσει τούτου διαχρίζοιτο[xxvi]».

Η επίδραση της διδασκαλίας των Μασσαλιανών είναι εμφανής. Οι δαίμονες του Σαταναήλ ενεδρεύουν στο υγρό στοιχείο[xxvii]. Πηγές, ποταμούς, θάλασσες και τα υπόγεια ύδατα. Ίσως αυτός να ήταν και ένας λόγος που οι Βογομίλοι απέρριπταν τό Βάπτισμα.

Επρόκειτο μάλλον για εισαγωγική διδασκαλία. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο ο ανακρινόμενος Βασίλειος αποκάλυψε με μια απολογητική τάση, ότι οι Βογομίλοι τιμούσαν τους δαίμονες, για να μην τους βλάπτουν:

«Ἔλεγεν ὁ τῆς αἱρέσεως αὐτῶν ἔξαρχος ἐγγέγραφθαι τοῖς Εὐαγγελίοις αὐτῶν φωνήν τοῦ Κυρίου λέγουσαν, Τιμᾶτε τά δαιμόνια, οὐχ ἵνα ὠφεληθῆτε παρ’ αὐτῶν, ἀλλά ἵνα μή βλάψωσιν ὑμᾶς. Καί ἐρμηνεύων τήν τοιαύτην φωνήν προσετίθει, ὅτι χρη τιμᾷν τά ἐνοικοῦντα ἐν χειροποιήτοις ναοῖς δαιμόνια, προσκυνοῦντες αὐτά, ἵνα μή ὀργισθέντα διαφθείρωσι τούς μή τοῦτο ποιούντας[xxviii]».

Άμεσα ομολογούσαν ότι δεν πίστευαν στην δύναμη του Χριστού, να εκδιώξει τα δαιμόνια, εξαιτίας της απόφασης του πατρός να επιτρέψει την κοσμοκρατορία του Σαταναήλ. Έμμεσα ομολογούσαν σατανολατρία, σε απ’ ευθείας σύγκρουση με την πεποίθηση που αναφέρθηκε παραπάνω ότι το αποτέλεσμα της ενσάρκωσης του Χριστού ήταν να δέσει τον Σατανά. Οπωσδήποτε και σ’ αυτό το σημείο βλέπουμε την διγλωσσία τους. Με διαφορετικές θέσεις κατηχούσαν τα νέα μέλη και διαφορετικά πίστευαν και δίδασκαν οι πιο προχωρημένοι στην ασέβεια.

Δεν μπορεί ν’ αποφευχθεί η σύγκριση με τα όσα γράφονται στο Περί Δαιμόνων του Ψελλού:

«Οἱ δέ θατέρῳ τῷ νεωτέρῳ λατρεύουσιν (σσ. δηλ τον Χριστό), ὡς τῆς κρείττονος καί ὑπερκειμένης μερίδος κατάρχοντι, τόν πρεσβύτερον (σσ. δηλ. τόν Σαταναήλ) οὐκ ἀτιμάζοντες μέν, φυλαττόμενοι δέ αὐτόν ὡς κακοποιῆσαι δυνάμενον[xxix]»

Αυτή ήταν η δεύτερη από τις τρεις παρατάξεις, οι οποίες αναφέρονται στο έργο. Στην τρίτη:

«οἱ δέ χείρους αὐτῶν τήν ἀσέβειαν τοῦ μέν οὐρανίου διϊστῶσιν ἑαυτούς ἐπί πᾶν, αὐτόν δέ μόνον τόν ἐπίγειον Σαταναήλ ἐνστερνίζονται,… Ἀποθεραπεύειν δ’ αὐτόν καί μᾶλλον ἔτι βουλόμενοι, φεῦ, ὁπόσα παροινοῦσιν εἰς τόν οὐράνιον, φθονερόν τε λέγοντες εἶναι τἀδελφῷ παραλόγως διαφθονούμενον εὖ διακοσμοῦντι τά ἐπί τῆς γῆς καί φθόνῳ τυφόμενον σεισμούς καί χαλάζας καί λοιμούς ἐπάγειν[xxx]».

Προχωρώντας ακόμη περισσότερο ισχυρίζονταν ότι οι δαίμονες κατοικούν στους ναούς των Χριστιανών:

«Λέγουσιν ἐν πᾶσι τοῖς ἱεροῖς ναοῖς κατοικεῖν τούς δαίμονας διαλαχόντας αὐτούς ἀναλόγως τῆς ἑκάστου τάξεως και δυνάμεως. Τόν μέντοι Σατανᾶν πάλαι μέν ἀποκληρῶσαι αὐτῷ τόν πολυθρύλητον ναόν ἐν Ἰεροσολύμοις, μετά δέ τήν ἐκείνου τήν καταστροφήν ἐξιδιώσασθαι τόν ἐν τῇ βασιλίδι ταύτη τῶν πόλεων ὑπερφερῆ καί περιώνυμον τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας οἶκον[xxxi]».


ζ. Το δόγμα της αθανασίας.

Ταυτόχρονα υποστήριζαν ότι το Άγιο Πνεύμα κατοικεί μόνο σ’ αυτούς και ότι αυτοί μόνο είναι Χριστιανοί, όπως και οι Μεσσαλιανοί:

«Λέγουσι τούς τῆς πίστεως αὐτῶν, ὅσοις ἐνοικήσει τό παρ’ αὐτοῖς ἅγιον Πνεῦμα, πάντας θεοτόκους καί εἶναι καί ὀνομάζεσθαι, βαστάσαντας καί αὐτούς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, καί γεννήσαντας αὐτόν διά τοῦ διδάσκειν ἑτέρους, καί μηδέν πλέον αὐτῶν έχειν τήν πρώτην Θεοτόκον[xxxii]»

Έκφραση του ελιτισμού τους, εκτός από την διάρθρωση της κοινωνίας τους και τον διαχωρισμό των ομάδων σε τελείους και κατηχουμένους, διαφαίνεται και μέσα από την διδασκαλία τους. Αφού δηλαδή, δίδασκαν ότι μόνο αυτοί είναι πραγματικοί Χριστιανοί, και μόνο σ’ αυτούς ενυπάρχει το Άγιο Πνεύμα, στην συνέχεια διατείνονται ότι δεν επρόκειτο να πεθάνουν σωματικό θάνατο, αλλά να μετατεθούν:

«Λέγουσι τούς τοιούτους μή αποθνήσκειν, ἀλλά μεθίστασθαι, καθάπερ ἐν ὕπνῳ, τό πήλινον τουτί καί σάρκινον περιβόλαιον ἀπόνως ἐκδυομένους, καί τήν ἄφθαρτον καί θείαν στολήν ἐνδυομένους, καί γινομένους συσσώμους καί συμμόρφους αὐτοῦ, μεθισταμένους διά προπομπῆς ἀγγέλων, καί ἀποστόλων στην βασιλείαν τοῦ Πατρός, τό δέ ἀποδυθέν σῶμα τούτων εἰς τέφραν καί κόνιν διαλύεσθαι, μηκέτι μηδαμῶς ἀνιστάμενον[xxxiii]».


η. Απόρριψη των μυστηρίων.

Εφόσον κήρυτταν την ενοίκηση των δαιμόνων στους ναούς, ήταν φυσικό να απορρίπτουν τα μυστήρια.

«Τό μέν παρ’ ἡμῖν βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου λέγουσιν, ὡς δι’ ὕδατος ἐπιτελούμενον, τό δέ παρ’ αὐτοῖς τοῦ Χριστοῦ διἀ Πνεύματος, ὡς δοκεῖ αὐτοῖς τελούμενον[xxxiv]».

«Ἀτιμάζουσι τήν μυστικήν και φρικτήν ἱερουργίαν, καί τήν τοῦ δεσποτικοῦ σώματος καί αἵματος ἁγίαν μετάληψιν, θυσίαν τῶν ἐνοικούντων τοῖς ναοῖς δαιμόνων ταύτην ἀποκαλοῦντες[xxxv]».

- Απόρριψη του γάμου.

Απέρριπταν τον γάμο, όχι μόνο ως μυστήριο αλλά και ως τρόπο ζωής. Η πεποίθηση αυτή έχει το ανάλογό της στην διδασκαλία και στον τρόπο ζωής των πρώτων Μανιχαίων. Όπως εκείνοι έτσι και οι Βογομίλοι ανάγκαζαν τους κατηχουμενους να χωρίζουν τις συζύγους τους για να εισέλθουν στην τάξη των τελείων[xxxvi].

- Απόρριψη της εξομολόγησης.

Απέρριπταν την εξομολόγηση: «Οι αιρετικοί εξομολογούνται ο ένας στον άλλο και λύνουν τις αμαρτίες τους, όταν πιαστούν στα πλοκάμια του διαβόλου. Και δεν το πράττουν αυτό μόνο οι άντρες αλλά και οι γυναίκες, κάτι που είναι άξιο καταδίκης. Διότι λέει ο απόστολος: γυναικί δέ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδέ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ’ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ. (Α’ Τιμ. 2.12)[xxxvii]»

-Απόρριψη της ιερωσύνης.

Απέρριπταν την ιερωσύνη:

«Προσβάλεται τους ιερείς και όλη την εκκλησιαστική ιεραρχία με το να ονομάζεται τους ιερείς που είναι αληθινοί πιστοί, τυφλούς Φαρισαίους, γαυγίζοντας εναντίον τους όπως τα σκυλιά κάποιον που ιππέυει˙ τα πνευματικά σας μάτια είναι τυφλά˙ διαβάζοντας τις επιστολές του αποστόλου Παύλου, είστε ανίκανοι να κατανοήσετε ποιος εγκατέστησε τους ιερείς, τους επισκόπους και τους υπόλοιπους της ιεραρχίας των κληρικών σε όλο τον κόσμο, αλλά όπως λέει ο απόστολος Παύλος, καί τήν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ του Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν[xxxviii]»


- Απόρριψη των αγίων.

Δεν αναγνώριζαν τους αγίους της Εκκλησίας, εκτός από όσους θεωρούσαν οι ίδιοι:

«Λέγουσιν ἁγίους Μόνους εἶναι τούς τε παρά τῷ Ματθαίῳ καί τῷ Λουκᾷ γενεαλογηθέντας, ὡς προείρηται, καί τούς ἐξκαίδεκα προφήτας, καί τους ἀποστόλους καί τούς μάρτυρας, όσοι διά τό μη προσκυνῆσαι τά εἰδωλα κατεσφάγησαν[xxxix]»

Είχαν δικό τους αγιολόγιο, για το οποίο μας ενημερώνει ο Ευθύμιος της Μονής Περιβλέπτου:

«Ας μιλήσω επίσης για τους ψευδο-αποστόλους, τους οποίους τιμούν αυτοί οι άθεοι, ειδικά για τον Πέτρο και τον Παύλο, των οποίων τα ονόματα προβάλουν πάντα, με σκοπό να τους κρύψουν πίσω από τα ονόματα των κορυφαίων αποστόλων. Ας μιλήσω γι’ αυτούς που είναι οι απόστολοι του διαβόλου, του οποίους τιμούν και σέβονται οι Φουνδαγιαγίτες. Αποδέχονται ως δικό τους πρώτο και μεγάλο απόστολο, τον Σίμωνα τον Μάγο – ξέρω ότι όλοι γνωρίζεται για τον Μάγο από τα έργα του Κλήμεντος – και μετά από αυτόν τόν Μοντάνο, και τον Πέτρο, τον γνωστό Πέτρο τον Ανάξιο για τον οποίο μιλήσαμε πρίν και θα μιλήσουμε ξανά, αποκαλύπτοντας την παγαπόντικη ζωή του, τον Παύλο τον Σαμοσατέα, τον αρχηγό των Παυλικιανών, από τον οποίο πήραν το όνομά τους, σαν να επρόκειτο για τον ίδιο τον Παύλο, τον Τυχικό και τον Σκυθιανό, καί τον Τερέβινθο, που ήταν γνωστός ως Βούδδας, και τον Κούρβικο, τόν γνωστό Μάνη, τον δάσκαλο των Μανιχαίων, τον Φούνδα, τον Ερμά, τους ακόλουθους του Μάνη και όλους τους άλλους αιρεσιάρχες, όπως τό Άρειο και τον Σαβέλλιο, αυτούς οι άθεοι Φουνδαγιαγίτες τιμούς και καλούν αποστόλους. Όλους όσοι είναι πραγματικά άγιοι, και απόστολοι και διδάσκαλοι καί όσιοι και μάρτυρες, τους οποίους οι Χριστιανοί τιμάμε και σεβόμαστε, αυτοί τους αποστρέφονται και τους ατιμάζουν[xl]».

Οι αποδοχή των συγκεκριμένων γνωστικών αιρεσιαρχών από τους Βογομίλους είναι ενδεικτική της συνέχισης του γνωστικισμού από αυτούς. Τελευταίους στην σειρά τιμούσαν τους εικονομάχους, σαφώς επηρεασμένοι από τους Παυλικιανούς, οι οποίοι τους είχαν δεχθεί στους κόλπους τους:

«Καί τούς μέν εὐσεβεῖς ἅπαντας βασιλεῖς ἀλλοτριοῦσι τοῦ κλήρου τῶν Χριστιανῶν, μόνους δέ καλοῦσι ὀρθοδόξους καί πιστούς τούς εἰκονομάχους, καί μάλιστα τόν Κοπρώνυμον[xli]».

 

θ. Εικονομαχική κληρονομιά.

Συνεπώς απέρριπταν και αυτοί την προσκύνηση των εικόνων,

«Ἀτιμάζουσι γάρ καί τάς σεβασμίους εἰκόνας, Τά εἴδωλα, λέγοντες, τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καί χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, ἀγνοοῦντες, ὅτι ἄλλο εἴδωλον, καί ἄλλο εἰκών[xlii]»

του σταυρού,

«Ἀτιμάζουσι τόν θεῖον σταυρόν, ὡς ἀναιρέτην τοῦ Σωτήρος, ὅν ἔδει μᾶλλον τιμᾷν, ὡς καθαιρέτην τοῦ διαβόλου. Μέχρι γάρ τότε θανατηφόρον ὄργανον χρηματίζων, ἔκτοτε ζωηφόρον ὄπλον ἐγένετο, βασιλικώτατόν τε καί φοβερώτατον τοῖς ἐχθροῖς, ἄτε τῷ Δεσποτικῷ αἵματι καί ὕδατι κατάῤῥαντισθείς[xliii]».

καί των λειψάνων,

«Ἐρωτηθείς παρ’ ἡμῶν ὁ τῆς αἱρέσεως αὐτῶν ἔξαρχος, Πῶς ἀποδοκιμάζετε τούς ἐν ἁγίοις ἱεράρχας καί τούς μακαρίους Πατέρας, ὧν τά λείψανα θαυματουργούσι; διάρας τά βέβηλα χείλη ἐξηρεύξατο λόγον πονηρόν. Εἶπε γάρ ὅτι συγκεκλήρωνται τούτοις δαίμονες, οἵ διδάξαντες αὐτούς ἔτι ζῶντας, οἵ τοῖς τάφοις αὐτῶν παραμένοντες τερατουργοῦσιν εἰς πρόσωπον αὐτῶν ἵνα τούς ἀνοήτους ἐξαπατήσωσι, καί πείσωσι τιμᾷν τούς ἀνάγνους ὡς ἁγίους[xliv]»

 


[i] D. Obolensky, The Bogomils, p. 113

[ii] D. Obolensky, The Bogomils, p. 95.

[iii] B. Hamilton, Christian Dualist heresies, pp. 127-8.

[iv] H. C. Puech-A. Vailant, Le Traité contre Bogomiles de Cosmas le Prêtre, p. 207.

[v] B. Hamilton, Christian Dualist heresies, p. 115.

[vi] D. Obolensky, The Bogomils, p. 95

[vii] D. Obolensky, The Bogomils, p. 124.

[viii] Βλ. σημ. 27

[ix] Ο Milan Loos επιχειρηματολογεί ισχυρά υπέρ της άποψης, Dualist Heresy in the middle ages, pp. 60-62, δίνοντας το ιστορικο-γεωγραφικό πλαίσιο των ζυμώσεων.

[x] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 2 (PG 130.1292D)

[xi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 3 (PG 130.1293A)

[xii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 5 (PG 130.1293C)

[xiii] Ευθύμιος της Περιβλέπτου, Συγγραφή στηλιτευτική (PG 131.56D-57A).

[xiv] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 8 (PG 130.1301C)

[xv] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 22 (PG 130.1317)

[xvi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 8 (PG 130.1301C-D).

[xvii] Wakefield- Evans, Heresies of the High Middle Ages, p.462.

[xviii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 8 (PG 130.1301D-1304Α)

[xix] Wakefield- Evans, Heresies of the High Middle Ages, p.460-2

[xx] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 7 (PG 130. 1296D)

[xxi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 7 (PG 130. 1297Β)

[xxii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 7 (PG 130. 1297C)

[xxiii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 9 (PG 130. 1305Β)

[xxiv] G. Ficker, Die Phundagiagiten, p.33-4

[xxv] G. Ficker, Die Phundagiagiten, p.35-7

[xxvi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 13 (PG 130.1309C)

[xxvii] Wakefield- Evans, Heresies of the High Middle Ages, p. 459-460

[xxviii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 20 (PG 130.1326Β)

[xxix] Μ. Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 135

[xxx] Μ. Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 135-137.

[xxxi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 18 (PG 130.1313Β)

[xxxii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 22 (PG 130.1317Β)

[xxxiii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 22 (PG 130.1317C).

[xxxiv] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 16 (PG 130.1312B) & B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.129, για την αντίστοιχη καταγραφή στην Ομιλία του Κοσμά: «Βλέπεται αδελφοί μου τα θανατηφόρα χτυπήματα του διαβόλου; επίσης απορρίπτουν το άγιο Βάπτισμα και αποστρέφονται τα παιδιά που έχουν μόλις βαπτιστεί. Αν τύχει και δουν κάποιο νεαρό παιδί, απομακρύνονται από αυτό, ωσάν από κάποια άσχημη μυρωδιά˙ φτύνουν και καλύπτουν τα πρόσωπά τους, την στιγμή που οι ίδιοι είναι μιαροί στους ανθρώπους και τους αγγέλους».

[xxxv] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 17 (PG 130.1313Α) & B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.119: «Πράγματι, τι λένε για την Θεία Κοινωνία; “ Η Θεία Κοινωνία δεν ιδρύθηκε από θεϊκή εντολή˙ Η Ευχαριστίαν δεν είναι όπως ισχυρίζεσθε, σώμα Χριστού, αλλά απλή τροφή, όπως και οι άλλες. Διότι δεν ίδρυσε οο Χριστός την Θεία Λειτουργία, και γι’ αυτό δεν τιμάμε την Θεία Κοινωνία”. Ω της τυφλότητός τους! Ω της σκληροκαρδίας τους! Πείτε μου άθεοι αιρετικοί, για τι πράγμα μιλούσε ο Κύριος όταν έδωσε άρτο στους αποστόλους καί είπε: “Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών” ; Και πάλι όταν κράτησε το ποτήριο με τα άχραντα χέρια του και το έδωσε στους ακολούθους του, λέγοντας: “Πίετε εξ αυτού πάντες˙ τούτο εστι το αίμα μου, το της Καινής Διαθήκης υπέρ πολλών εκχυνόμενον” (Ματθ. 26.26-8). Για τι πράγμα μιλούσε ο απόστολος Παύλος στην επιστολή τους στους Κορίνθιους; (Α’ Κορ 11.2-9)

[xxxvi] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.159, όπου χωρίο από την Στηλιτευτική Συγγραφή του Ευθυμίου της Μονής Περιβλέπτου, το οποίο δεν υπάρχει στην PG. Το αντίστοιχο στον Ευθύμιο Ζιγαβηνό, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 39 (PG 1325D).

[xxxvii] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.133.

[xxxviii] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.121, για την Ομιλία του Κοσμά, και στο ίδιο σελ. 161 για την Συγγραφή του Ευθυμίου της Περιβλέπτου.

[xxxix] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 11 (PG 130.1308C)

[xl] Ευθύμιος της Μονής Περιβλέπτου στο B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.154

[xli] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 11 (PG 130.1308C)

[xlii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 11 (PG 130.1308C).  B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.124, για το αντίστοιχο χωρίο του Κοσμά: «Τιμή που αποδίδεται στην εικόνα μεταβαίνει στο πρωτότυπο, είπε ο Μέγας Βασίλειος. Οι αιρετικοί άκουσαν τον απόστολο Παύλο να λέει για τα είδωλα: “γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἤ ἀργύρῳ ἤ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καί ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τό θεῖον εἶναι ὅμοιον” (Πραξ. 17.29), κι επειδή αυτοί οι δυστυχισμένοι νομίζουν ότι αυτά τα λόγια αφορούν τις εικόνες, τα εξέλαβαν ως πρόσχημα για να μην προσκυνούν τις εικόνες όταν είναι μόνοι τους. Επισκέπτονται τις εκκλησίες και φιλούν τον σταυρό και τις εικόνες από τον φόβο των ανθρώπων, όπως μας είπαν μερικοί από αυτούς που μετανόησαν και επέστρεψαν στην αληθινή πίστη: “Τα κάνουμε αυτά για χάρη των ανθρώπων, και όχι με την καρδιά μας. Κρατάμε την πίστη μας μυστική”». Όπως εξηγεί παρακάτω δεν είναι ο φόβος αλλά ο προσυλητισμός, αιτία της υποκρισίας. Επίσης του ιδίου σελ. 162 για την καταγραφή του Ευθύμιου της Περιβλέπτου.

[xliii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 14 (PG 130.1311D-12A).  B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.118 (Κοσμάς): «Σχετικά με τον σταυρό του Κυρίου, ιδού ποιες βλασφημίες λένε: “Πως μπορούμε να τον λατρεύουμε;Πάνω σε αυτόν οι Ιουδαίοι σταύρωσαν τον Υιό του Θεού, και ο σταυρός είναι ακόμη περισσότερο ο εχθρός του Θεού”. Έτσι διδάσκουν τους οπαδούς τους ν’ απεχθάνονται παρά να τον προσκυνούν, μιλώντας με αυτόν τον τρόπο: “Αν κάποιος σκότωνε τον γιο του βασιλιά με ξύλινο σταυρό, ο σταυρός θα ήταν προσφιλής στον βασιλιά;Το ίδιο είναι και ο σταυρός για τον Θεό”. Ω, το μίσος του διαβόλου για την ανθρωπότητα. Όπως και πριν από αυτούς οι Ιουδαίοι, διαβάζουν τις προφητείες και δεν καταλαβαίνουν ότι αφορούν το πάθος του Κυρίου, και ήταν αυτοί που διάβαζαν νυχθημερόν τις προφητείες οι δολοφόνοι του Χριστού, νομίζοντας ότι μπορούν να θανατώσουν τον Αθάνατο, έτσι και οι αιρετικοί που διαβάζουν τα λόγια του Κυρίου και των αποστόλων συνεχώς, δεν καταλαβαίνουν τι έχει ειπωθεί» & B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.161 (Ευθύμιος).

[xliv] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 12 (PG 130.1309Α).






Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης