ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ
 
Αγιορείτης Μοναχός
 
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΙΣ ΑΡΧΑΡΙΟΝ ΡΑΣΟΦΟΡΟΥΝΤΑ
Ή ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΝ Ο ΕΧΩΝ ΥΠΟΣΤΗ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΝ
ΕΙΣ ΑΡΧΑΡΙΟΝ ΡΑΣΟΦΟΡΟΥΝΤΑ
ΜΕΤΕΧΕΙ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΟΣ

Όπως όλες οι ακολουθίες και τα τυπικά δεν αποτελούν δημιουργήματα μιας συγκεκριμένης στιγμής αλλά καταστάλαγμα και κατάληξη πολλών και ποικίλων διεργασιών εντός της μακραιώνος Εκκλησιαστικής ζωής και Παραδόσεως, επιστατούσης της Θείας Χάριτος, έτσι και η «Ακολουθία εις Αρχάριον Ρασοφορούντα» αποτελεί κατάληξιν μακράς εξελίξεως αρχομένης από τον 8ο αιώνα και εξής[1].

Κατά τον 12ον αιώνα εγένετο, ως φαίνεται εκ της επιστολής του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αντιοχείας Θεοδώρου Βαλσαμώνος[2], ευρεία συζήτησις περί της αξίας της εν τω ρασοφώρω υπαρχούσης Μοναχικής ιδιότητος[3]. Ο Βαλσαμών αφού εκθέσει τας διαφόρους περί του θέματος απόψεις δέχεται τας κανονικάς συνεπείας της Μοναχικής ιδιότητος διά τον ρασοφόρον, όστις «ου δυνήσεται μετασχηματισθήναι και εις γάμον ελθείν»[4].

Σαφεστέραν και πλέον απηρτισμένην αναφοράν-διδασκαλίαν περί του θέματος περιλαμβάνει ο Άγιος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης εις το έργον του Επίσκεψις Βίου Μοναχικού, PG 135, 729Α-909Α, όπου αναφέρει ότι η μοναχική πολιτεία διακρίνεται εις τρεις τάξεις, εις την των μεγαλοσχήμων, την των μέσων μανδυωτών και την των εισαγωγικών[5]. Θα αναφέρωμεν εκ του πλουσίου υλικού το οποίον μας παρέχει ο Άγιος δύο χωρία ενδεικτικά και καίρια περί της θέσεως του ρασοφόρου Μοναχού: «ουκ οίδας, ω εισαγωγικέ μοναχέ, ότι και συ μετά την επίσημον μεν, λεπτήν δε και απεριλάλητον κουράν αυτίκα τω Θεώ καθωσιώθης;»[6] και «μέγα και το σον αξίωμα, ω εισαγωγικέ. Ήδη γαρ εις βασιλικήν ενεγράφης υποταγήν»[7].

Ο καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης αναλύων την εν προκειμένω διδασκαλίαν του Αγίου Ευσταθίου Θεσσαλονίκης αναφέρει: «Ο Ευστάθιος δεν πληροφορεί περί του εάν ερασοφόρουν ή όχι οι δόκιμοι της εποχής του. Διακρίνει όμως σαφέστατα τον εισαγωγικόν μοναχόν του δοκίμου. Απευθυνόμενος εις τον εισαγωγικόν παρατηρεί ότι υπό των κανόνων έχει ορισθη χρόνος δοκιμασίας, κατά την διάρκειαν του οποίου ώφειλε να εξετάση, εάν ηδύνατο να ζήση ως μοναχός· "Εις τούτο γαρ και χρόνος κεκανόνισταί σοι σκέψεως, ίνα ή θαρρών παραμείνης ή μη πεποιθώς απέλθης". Μετά την πάροδον αυτού του χρόνου ωδηγήθη ενώπιον του ιερού βήματος, ηυλογήθη ιερώς και ενεδύθη την αποστολικήν στολήν. Οφείλει επομένως εις το εξής να ζη ως ευαγγελικός και αποστολικός μοναχός. Υπενθυμίζει εις αυτόν εν συνεχεία ότι υπέστη και αυτός κουράν επίσημον, η οποία μολονότι είναι "λεπτή και απεριλάλητος", εν τούτοις καθοσιώνει τον μοναχόν εις δούλον Θεού. Εσταυρώθη εις το μέτωπον διάτ ου σταυρού, τα εισαγωγικά δε αυτά μυστήρια γίνονται ενώπιον Θεού, αγγέλων και ανθρώπων. Διά της μικράς αυτής κουράς αφιερούται εις τον Θεόν ο μοναχός και εγκαταλείπει οριστικώς τον κόσμον. Αυτό φαίνεται και εκ του ότι δεν ημπορεί πλέον να αποβάλη το ράσον και να επιστρέψη εις τον κόσμον, διότι το απαγορεύει ο κανών[8], και "ούτως, ενώ οι της μικροτέρας τάξεως μοναχοί θα ημπορούσαν να ονομάζωνται μόνον ρασοφόροι, όπως αποκαλεί αυτούς το Ευχολόγιον, ονομάζονται και εισαγωγικοί ή αρχάριοι"»[9].

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο έχων υποστή την «ακολουθίαν εις αρχάριον ρασοφορούντα» μετέχει της μοναχικής ιδιότητος ήδη προ του 12ου αιώνος. Η συνείδησις αύτη και πράξις της Εκκλησίας φαίνεται συνεχιζομένη κατά τας αρχάς του 19ου αιώνος εξ όσων αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης εις το Πηδάλιον: «Ο δε Ιώβ, ο καλούμενος αμαρτωλός, εν τω περί Μυστηρίων (παρά τω Συνταγματίω του Χρυσάνθου Ιεροσολύμ.) και τρίτον σχήμα προσθέτει λέγων ούτω. Το μοναχικόν σχήμα από του ελάττονος επί το τελειότερον προχωρεί, από μικροσχήμου και ρασοφόρου καλουμένου, εις το της Κουράς άγιον σχήμα, και από τούτου πάλιν εις το αγγελικόν μέγα καλούμενον· παρομοίως δε και το Ευχολόγιον εις τρία διαιρεί τας ακολουθίας του σχήματος, εις ακολουθίαν ρασοφόρου, μικροσχήμου και μεγαλοσχήμου. Και μικρόσχημον μεν δεν ονομάζει τον ρασοφόρον, ως τον ονομάζει ο Ιώβ, αλλά κοινώς παρ’ ημών λεγόμενον σταυροφόρον, το οποίον Κουράς σχήμα ωνόμασεν ο Ιώβ ανωτέρω. Τούτων ούτως ειρημένων, όσοι μεν φθάσουν να γένουν ρασοφόροι, δεν δύνανται πλέον να ρίψουν τα ράσα και να υπανδρευθούν, άπαγε, πως γαρ τούτο θέλουν τολμήσουν, εις καιρόν οπού και τας τρίχας της κεφαλής των εκούρευσαν, το οποίον δηλοί πώς απέρριψαν από την κεφαλήν των κάθε φρόνημα κοσμικόν, και αφιέρωσαν την ζωήν των εις τον Θεόν; Πώς, οπού και ράσον μοναχικόν δι’ ευλογίας εφόρεσαν, και καλυμαύχιον, και το όνομά των άλλαξαν, και δύο ευχαί παρά του ιερέως ανεγνώσθησαν εις αυτούς, εις τας οποίας ο ιερεύς ευχαριστεί τον Θεόν, διατί τους ελύτρωσεν από την ματαίαν και κοσμικήν ζωήν, και τους εκάλεσεν εις το σεμνόν επάγγελμα των Μοναχών, και παρακαλεί αυτόν να τους δεχθή εις τον σωτήριόν του ζυγόν;[10]»

Εκ των συγχρόνων ο έχων την πλέον εμπεριστατωμένην αναφοράν επί του θέματος με πλήρη γνώσιν των πηγών και της βιβλιογραφίας αλλά και με πλήρη συνείδησιν της σοβαρότητος του θέματος και γνώσιν της ζώσης εμπειρίας του συγχρόνου Μοναχισμού, είναι ο καθηγητής Παναγιώτης Ι. Παναγιωτάκος όστις εις το αναφερθέν (υποσημ. 3) σύγγραμμά του διαλαμβάνει τα εξής περιεκτικά: «Τούτο, διότι και ώδε πρόκειται περί προσκτήσεως της Μοναχικής Ιδιότητος κανονικώς και τελείως, δοθέντος ότι ο ρασοφόρος ή αρχάριος Μοναχός κατά την λαμβάνουσαν χώραν, κατά τον χρόνον της χειροθεσίας αυτού, εκκλησιαστικήν τελετήν, εις ην προσέρχεται μετά πλήρη και κανονικήν δοκιμασίαν υπό τα Μοναχικά καθεστώτα, σιωπηρώς παρέχει την συγκατάθεσιν αυτού εις το περιεχόμενον της Μοναχικής Ομολογίας, περί της οποίας, ει και συνοπτικώςμ διαλαμβάνει η αναγινωσκομένη χάριν αυτού ευχή (τρισάγιον, ευλογία, ρασοευχή), και υφίσταται, ως και οι των ετέρων δύο τύπων Μοναχοί, ήτοι ο Μεγαλόσχημος και ο Μικρόσχημος, κανονικήν Μοναχικήν Κουράν. Η κατά καιρούς διατυπωθείσα αντίθετος γνώμη, άγουσα μέχρι του απαραδέκτου συμπεράσματος, ότι ο ρασοφόρος δικαιούται οποτεδήποτε να εγκαταλείψη την άσκησιν και να επανέλθη εις τον κόσμον, ακωλύτως συνάπτων και γάμον, ως μη παρέχων την υπόσχεσιν περί της τηρήσεως της ιεράς επαγγελίας της παρθενίας, είναι ου μη μόνον έωλος και εσφαλμένη, αλλ’ αυτόχρημα νομικώς και κανονικώς αστήρικτος, καιρίως τραυματίζουσα την κανονικήν τάξιν της Εκκλησίας και θίγουσα εκ θεμελίων την επί του θέματος ακρίβειαν, την οποίαν άλλωστε η μακραίων επί τούτου εφαρμοσθείσα παράδοσις εν τω Μοναχικώ Πολιτεύματι σταθερώς ηδραίωσε και εφήρμοσε, ως και εφαρμόζει αμεταβλήτως, μέχρι σήμερον».
Και βεβαίως είναι αρκετά ταύτα προς διαφώτισιν και κατανόησιν. Πλην όμως επειδή εν τη Εκκλησία της Ελλάδος έχουν εκφρασθή και εν πολλοίς έχουν επικρατήσει απόψεις αντίθετοι, θεωρούμε σκόπιμον όπως επιμείνωμεν επί του θέματος προς διευκόλυνσιν των ειλικρινώς ζητούντων την αλήθειαν.

Η ακολουθία εις αρχάριον ρασοφορούντα (τρισάγιον, ευχαί, τριχοκουρία) τελείται εις πρόσωπα τα οποία έχουν τουλάχιστον ενιαύσιον κανονικήν δοκιμασίαν και πλήρη συνείδησιν ότι μεταπηδούν, όπως αναφέρουν και αι αναγινωσκόμεναι ευχαί, εκ της ιδιότητος των λαϊκών εις την τάξιν των Μοναχών. Την αυτήν συνείδησιν έχουν και αι Μοναστηριακαί αρχαί καθώς και ολόκληρος η Μοναχική αδελφότης. Αυτή είναι και η πραγματικότης και σήμερον εν Αγίω Όρει. Συνέπεια δε αυτής είναι η εγγραφή του αρχαρίου Μοναχού εις το Μοναχολόγιον της Ι. Μονής και η ένταξις αυτού εις την αδελφότητα της Ι. Μονής με πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις. Υπάρχουν Μοναχοί οίτινες, αν και έχουν υποστή την ακολουθίαν εις αρχάριον ρασοφορούντα μόνον, έχουν εκλεγή και συμμετέχουν εις τα ηγουμενοσυμβούλια (Γεροντία) των Ι. Μονών, έτσι δε και εκπροσωπούν Αυτάς εις την Ι. Κοινότητα του Αγίου Όρους, χωρίς να έχη προκύψει ουδέν πρόβλημα, καθόσον τούτο θεωρείται απολύτως φυσιολογικόν και σύμφωνον προς την κανονικήν τάξιν και παράδοσιν. Οι εξ αυτών δε μη υπηρετύησαντες την στρατιωτικήν των θητείαν απαλλάσσονται εξ αυτής διά της κουράς ταύτης της ρασοευχής. Η άγνοια υπό των πολλών αυτής της πραγματικότητος καθώς και η σύγχυσις η οποία έχει επέλθει εκ της χρησιμοποιήσεως του όρου «ρασοφόρος» εις άτομα τα οποία διανύουν το στάδιον της δοκιμασίας άνευ των ευχών, αποτελεί την αιτίαν εις την διατύπωσιν εκ διαμέτρου αντιθέτων απόψεων. Όμως ενταύθα οφείλομε να σημειώσωμε ότι κατά την παράδοσιν, εις την περίοδον της δοκιμασίας του ο υποψήφιος Μοναχός ώφειλε να φορή λαϊκά ενδύματα[11]. Επίσης ότι η ένδυσις του ράσου, ήτοι της μοναχικής ενδυμασίας υπό του δοκίμου, έστω και άνευ ευχής τινός, δημιουργεί υποχρέωσιν εις αυτόν και «μεγάλας υφέξει δίκας, ει αποδύσασθαι τούτο βουληθείη, ως παίζων άντικρυς εν ου παικτοίς και άκων γαρ τούτο περιβεβλήσθαι αναγκασθήσεται»[12].

Με τας ανωτέρω προϋποθέσεις η εις αρχάριον ρασοφορούντα ακολουθία σημαίνει την ένταξιν του υφισταμένου τας ευχάς εις αρχάριον ρασοφορούντα και ενδυομένου πλέον το μοναχικόν ένδυμα επισήμως, εις την τάξιν των μοναχών και άρα την απόκτησιν της Μοναχικής ιδιότητος. Μόνον αυτήν την ένοιαν δύνανται να έχουν και αι αναγινωσκόμεναι ευχαί: «Ευχαριστούμεν σοι, Κύριε ο Θεός ημών, ο κατά το πολύ έλεός σου ρυσάμενος τον δούλον σου (δείνα) εκ της ματαίας του κόσμου ζωής και καλέσας αυτόν εις το σεμνόν τούτο επάγγελμα…» και: «Εις τον ζυγόν σου, Δέσποτα, τον σωτήριον, πρόσδεξαι τον δούλον σου (δείνα) και καταξίωσον αυτόν εν τη ποίμνη συνταγήναι των εκλεκτών σου…» (Μέγα Ευχολόγιον, εκδ. «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1986 σελ. 188). Πρόκειται περί σαφούς και καθαρωτάτης διατυπώσεως της συνειδήσεως της Εκκλησίας ότι  ο προσερχόμενος εις την ακολουθίαν ταύτην (εφ’ όσον συντρέχουν φυσικά αι κανονικαί προϋποθέσεις της δοκιμής, της ηλικίας και της ελευθερίας) μετατίθεται εκ της κοσμικής ζωής εις την Μοναχικήν τοιαύτην και αναλαμβάνει όλας τας μοναχικάς υποχρεώσεις αλλά και δωρεάς, όπως περιληπτικώς και επιγραμματικώς αναφέρονται εις τας αναωτέρω ευχάς: «ένδυσον αυτόν αγιασμού στολήν· σωφροσύνη περίζωσον την οσφύν αυτού· πάσης αυτόν εγκρατείας ανάδειξον αγωνιστήν» και «των πνευματικών σου χαρισμάτων τελείαν δωρεάν εναπομένειν αξίωσον».

Δεν είναι δυνατόν δε να κρίνη κανείς την αξίαν των ανωτέρω ευχών εκ του μεγέθους αυτών, και να παραβλέπη το περιεχόμενον και την σημασίαν την οποίαν κέκτηνται αύται, μεθ’ όλης της τελετής, διά τον προσερχόμενον αλλά και διά την συνείδησιν της μοναχικής αδελφότητος.

Η άποψις λοιπόν ότι οι έχοντες «μόνον την ευχήν της ρασοφορίας» δεν πρέπει να εγγράφωνται εις τα Μοναχολόγια των Ι. Μονών, όπως διατυπώνεται εις την υπ’ αριθμ. 96/71/8-2-1945 εγκύκλιον της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν δύνανται να γίνη κατανοητή, διότι ουδεμίαν υποστήριξιν της θέσεως ταύτης παρέχει, καθώς και ουδεμίαν βοήθειαν εις το να εννοήσωμεν τους λόγους οι οποίοι ωδήγησαν την Ι. Σύνοδον εις μίαν τοιαύτην σοβαράν αντίθεσιν προς την ευχήν της ρασοευχής, χαρακτηρίζοντας αυτήν «άτοπον» και τα αποτελέσματα αυτής «ήκιστα συντελεστικά του σεβασμού και εκτιμήσεως προς τα θέσμια της μοναχικής πολιτείας»[13].

Μίαν εξ ίσου εσφαλμένην και παράξενον επεξεργασίαν του θέματος, τουλάχιστον από λογικής σκοπιάς, ευρίσκομεν εις το έργον του κανονολόγου Νικοδήμου Μίλας Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, το οποίον και έχει επηρεάσει αρνητικά αρκετούς συγχρόνους. Αναφέρει λοιπόν ότι ο ρασοφόρος «υπόκειται ηθικώς εις τα εκ της ιεράς υποσχέσεως καθήκοντα» και «απαγορεύεται δ’ ωσαύτως να αποβάλη το μοναχικόν σχήμα», πλην όμως επειδή ταύτα έχουν ηθικήν μόνον αξίαν ο επιμένων δύναται «να επιστρέψη εις τα του κόσμου» και «δύναται να συνάψη γάμον»[14].

Εις ταύτα παρατηρούμεν ότι η μοναχική ζωή έχει κυρίως ή καλλίτερον αποκλειστικώς ηθικόν χαρακτήρα και περιεχόμενον, άτινα και καθορίζουν την βιοτήν του Μοναχού. Οποιαδήποτε νομική ιδιότης, δικαίωμα και υποχρέωσις απορρέουν και προσδιορίζονται εκ του ηθικού περιεχομένου της Μοναχικής ιδιότητος. Όθεν η αποδοχή υπό του Ν. Μίλας ότι «Η απαγόρευσις (επανόδου εις την κοσμικήν ζωήν του ρασοφορούντος) όμως έχει ηθικόν μάλλον χαρακτήρα» σημαίνει ότι η ηθική υποχρέωσις του μοναχού ενώπιον του εαυτού του, του Θεού και της Εκκλησίας είναι η υψίστη και δεν δύναται ουδεμία άλλη νομική αιτίασις ή ετέρα τις δικαιολογία να υπερισχύση αυτής. Όθεν τα παρ’  αυτού αντιθέτως λεγόμενα παραμένουν παντελώς μετέωρα και αυτοαναιρούνται.

Επίσης ο ισχυρισμός ότι, εφ’ όσον δεν υφίσταται υπόσχεσις, δεν υπάρχει και υποχρέωσις, δεν ευσταθεί και εκ του ότι ο προσερχόμενος έρχεται εν μέσω επισήμου τελευτής, ενσυνειδήτως, μετά τουλάχιστον ενιαύσιον δοκιμασίαν, ίνα μεταβή εκ της τάξεως των λαϊκών εις την τάξιν των Μοναχών, και εκ του ότι οι παρομοίως προσερχόμενοι εις τα Ιερά Μυστήρια της τε Ιερωσύνης και του Γάμου αναλαμβάνουν τεραστίας ευθύνας εφ’ όρου ζωής χωρίς ουδεμίαν να δίδουν υπόσχεσιν παρά μόνον αυτήν την διά της παρουσίας των σημαινομένην.

Είναι τουλάχιστον λυπηρόν ότι ο αγαπητός πρωτοπρεσβύτερος π. Ευάγγελος Μαντζουνέας εις το πόνημά του, Η ιδιότης του ρασοφόρου Μοναχού, Αθήνα 1979, ασπάζεται και δέχεται ως ορθάς τα αντιτιθεμένας προς εαυτάς γνώμας του Ν. Μίλας και απορρίπτει ως απαραδέκτους τας εμπεριστατωμένας και εφ’ όλης της πνευματικής ημών παραδόσεως ερειδομένας, μετά πλήθους παραπομπών, ορθάς απόψεις του καθηγητού Παναγιωτάκου. Τα όσα άλλα αναφέρει ανασκευάζονται εκ των όσων ήδη έχουν λεχθή.

Η εν Ελλάδι πλήρης σχεδόν καταστροφή του μοναχικού βίου υπό των Βαυαρών και η εκ τούτου έλλειψις έστω και στοιχειώδους πείρας της ζώσης και μακραίωνος μοναστικής παραδόσεως, επέφερον ενίοτε και πλήρη σύγχυσιν εις την σημασίαν της εις αρχάριον ρασοφορούντα ευχής[15].
Πολλά θα ηδυνάμεθα να συζητήσωμεν εισέτι περί της προελεύσεως της ρασοευχής, των ιστορικών και πνευματικών αιτίων αυτής, αλλά και περί των διαφόρων διακυμάνσεων του θεσμού εις την μακραίωνα ιστορικήν του διαδρομήν. Όμως ενταύθα περιοριζόμεθα εις την προβολήν της συνειδήσεως την οποίαν κέκτηται η Εκκλησία περί της ρασοευχής και της θέσεως την οποίαν έχει εν τη σημερινή πράξει της Αγιορειτικής ζωής.

Περαίνοντες θεωρούμεν παράλειψιν να μην αναφέρωμεν τα κατωτέρω Πατερικά χωρία:
Αγ. Ευσταθίου Θεσσαλονίκης: «Τριών γαρ πεφασμένων σχημάτων τοις αποδεικνύειν προτιθεμένοις φιλοσόφως τα λογικά, και του εν αυτοίς τεθεωρημένου πρώτου σεμνομένου επί τοις μετ’ αυτό τα τε άλλα, και ότι δι’ αυτού εκείνα τελειούνται, το δεύτερον δηλαδή και το τρίτον, ως και αυτό αποδεικνύουσιν οι σοφοί, ταχ’ αν εκείθεν και ο μεγαλοσχήμων είη λαχών τούνομα. Πρωτεύει γουν και αυτός εν τοις μετ’ αυτόν. Οι δέ εισιν· ο (ως ειπείν) δευτεροσχήμων μανδυώτης, και ο υστερών εκείνου εισαγωγικός»[16].
«Τριχώς προβαίνειν, ότι από του ελάττονος επί το τελεώτερον προχωρεί, από Μικροσχήμου και Ρασοφόρου καλουμένου, εις το της κουράς Άγιον Σχήμα, και από τούτου πάλιν εις το Αγγελικόν μέγα καλούμενον Σχήμα, το τελειώτερον»[17].
Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφερόμενος εις όσους χωρίζουν το Μοναχικόν σχήμα λέγει: «αλλ’ ουδ’ αυτοί διείλον ως αληθώς. Τας αυτάς γαρ αποταγάς τε και συνταγάς ευρήσεις επ’ αμφοτέρων σκοπήσας»[18].
Και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αναφέρει: «Ου δοίης όπερ λέγουσι μικρόν σχήμα έπειτα ως μέγα· εν γαρ το σχήμα, ώσπερ και το Βάπτισμα, καθώς οι Άγιοι Πατέρες εχρήσαντο»[19].

Υφίσταται λοιπόν ένα σχήμα και αι υπό των Αγίων Πατέρων αναφερόμεναι διακρίσεις αποτελούν πνευματικάς μεθηλικιώσεις εντός αυτού, εικονίζουσαι τας τρεις τάξεις της πνευματικής ζωής, την των ατελών, των μέσων και των τελείων[20]. Η από του ρασοφόρου εις τον μικρόσχημον και τον μεγαλόσχημον μετάβασις αποτελεί επαύξησιν, πρόοδον και τελείωσιν εντός του ενός και του αυτού Μοναχικού Σχήματος.

Επόμενοι ούτω τοις Αγίοις Πατράσι ομολογούμεν ότι η εις «αρχάριον ρασοφορούντα ευχή» ως έχει εν τω Ιερώ Μεγάλω Ευχολογίω της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας, ήτοι η ρασοευχή (τρισάγιον-ευχαί-τριχοκουρία) αποτελεί πλήρη εισαγωγήν και ένταξιν εν τη Μοναχική ιδιότητι δηλαδή κανονικήν κουράν, ήτις συνεπάγεται όλας τας νομοκανονικάς υποχρεώσεις και δικαιώματα του νέου πλέον Μοναχού.

Θεοδρομία: Ἰούλιος - Σεπτέμβριος 2008


[1]  Orientalia Christiana Analecta. 180. MICHAEL WAWRYK, Initiatio Monastica in Litourgia Byzantina, Roma 1968, Caput 1, Art 1.
[2]  Του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αντιοχείας Θεοδώρου του Βαλσαμών, Επιστολή προς τον μοναχόν κυρόν Θεοδόσιον χάριν των ρασοφόρων, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων, ΡΑΛΛΗ και ΠΟΤΛΗ, Αθήνησι 1854 τόμ. Δ’ σελ. 497.
[3]  Π. Ι. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ, Σύστημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, τόμ. Δ’. Το Δίκαιον των Μοναχών, εν Αθήναις 1957, σελ. 100, υπος. 3.
[4]  Ένθ’ ανωτ. και σελ. 97 κ.εξ.
[5]  Γ. Π. ΘΕΟΔΩΡΟΥΔΗ, Ο Μοναχισμός κατά τον Ευστάθιον Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 43.
[6]  Επίσκεψις 170, P.G. 135, 869D. Γ. ΘΕΟΔΩΡΟΥΔΗ,  ό.π., σελ. 51.
[7]  Επίσκεψις 171, P.G. 135, 872B. Γ. ΘΕΟΔΩΡΟΥΔΗ, ό.π., σελ. 52.
[8]  ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, «Αι μοναχικαί τάξεις και αι βαθμίδες της τελειώσεως κατά τον Ευστάθιον Θεσσαλονίκης», Κληρονομία τόμ. 7, τεύχος Α’ Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 78
[9]  Ένθ. ανωτ., σελ. 85.
[10]   ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον εκδ. Αστήρ 1970, σελ.  259, υποσ. 1.
[11]  ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΒΑΛΣΑΜΩΝΟΣ, Περί ρασοφόρων, ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τόμ. Δ’. σελ. 497 κ.ε.
[12]  Ματθαίου Βλάσταρη, εν ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τόμ. ΣΤ’. σελ. 383, ΘΕΟΔ. ΒΑΛΣΑΜΩΝΟΣ, ένθ’ ανωτ. σελ. 506.
[13]  Εγκύκλιοι Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ. Β’ σελ. 377 (αριθμ. 405α).
[14]  ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΙΛΑΣ, επισκόπου Ζάρας, Το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1906, σελ. 935.
[15]  Παράδειγμα τα αναφερόμενα εις την Θρησκευτικήν και Ηθικήν Εγκυκλοπαιδείαν εις τα θέματα «Ρασοφορία-Ρασοφόρος», σελ. 774, 775.
[16]  ΑΓΙΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, P.G. 135, 737 Α.Β.
[17]  ΙΩΒ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ, Περί των επτά Μυστηρίων, εις ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Συνταγμάτιον, σ. 144, Ενετίησι 1778.
[18]  ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ: Επιστολή προς Παύλον Ασάνην, 4, Συγγράμματα τ. Ε΄. σελ. 248.
[19]  ΑΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Διαθήκη P.G. 99 1820 C, ιβ’ και 1816C και βιβλίον 1ον, Επιστολή 10η, PG 99, 941C.
[20]  Επίσκεψις 195 P.G. 135, 900D. Ο Άγιος Ευστάθιος καλύπτει θεολογικώς πλήρως το θέμα. Παρουσίασιν και ανάλυσιν του έργου του Αγίου βλέπε εις αναφερθέντα έργα των καθηγητών π. ΘΕΟΔ. ΖΗΣΗ και Γ. Π. ΘΕΟΔΩΡΟΥΔΗ.

Θεοδρομία: Ἰούλιος - Σεπτέμβριος 2008



Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης