ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (1430)
Του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού  

Από την έκδοση του βιβλίου Εάλω Θεσσαλονίκη, θρήνος για την άλωση του 1430, του εκδοτικού οίκου ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Αθήναι 1997, μεταφέρουμε αποσπάσματα από την μετάφραση του φιλόλογου Δημητρίου Βαμβακά για ψυχική ωφέλειά μας   και δια να μη ξεχνούμε ότι ο Θεός δεν είναι μόνον Αγάπη αλλά και Δικαιοσύνη, και ότι την αμαρτία, την αποστασία, την απανθρωπία και αμετανοησία την τιμωρεί.

...Και ήταν τόσο λίγοι αριθμητικά, ώστε δεν επαρκούσαν να στέκωνται ένας σε κάθε έπαλξη (του τείχους). Τόσο υπερβολικά λίγοι ήταν και για τόσο μεγάλο νέφος πολέμου εντελώς αναξιόμαχοι. Επειδή οι περισσότεροι από τους Λατίνους πήγαν στα πλοία φοβούμενοι το αβέβαιο μέλλον και έτοιμοι κινούσαν στον αέρα αυτά πού τους χρειάζονταν για την φυγή. Τέτοιους λοιπόν υπερασπιστές έτυχε να έχει η θαυμαστή πόλη. Ποιος ο λόγος να πούμε περισσότερα; Επειδή δεν ήταν άτρωτοι και απρόσβλητοι από τα βέλη ούτε τα σώματά τους ήταν από χαλκό και σίδερο. Οι περισσότεροι δέχτηκαν τοξεύματα με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πολεμήσουν εξαιτίας των τραυμάτων, ενώ άλλους τους άρπαξε ο θάνατος. Έτσι ενέδωσαν στους βαρβάρους που ανέβηκαν με κλίμακες στα τείχη και εισέβαλαν μέρα μεσημέρι από πολλά μέρη (στην πόλη). Στην συνέχεια έρρευσαν ποταμοί από αίματα που έκαναν θόρυβο (στο διάβα τους). Ας τρέξουν τώρα και πηγές από δάκρυα και ο κάλαμος (της γραφής) ας βαφή και στα δύο (στα αίματα και τα δάκρυα) κι' έτσι ας χαράξη τις τεράστιες συμφορές...

Όταν (οι βάρβαροι) μπήκαν μέσα (στην πόλη), άλλοι από τους πολίτες αντιστάθηκαν, και αυτοί δεν ήταν λίγοι. Γι' αυτούς ο θάνατος θεωρήθηκε θείο δώρο εξαιτίας της γενναιότητάς τους. Επίσης από τους Κρητικούς συμμάχους μερικοί σφάχτηκαν από αυτούς (τους βαρβάρους) παίρνοντας μαζί τους ως καλό εντάφιο (κόσμημα) την ανδρεία. Γιατί δεν χάθηκαν χωρίς να πολεμήσουν ένδοξα και απέφυγαν τις συμφορές που ακολούθησαν. Αυτοί όμως που ήταν κύριοι της καταστάσεως έφευγαν ατιμωτικά με τα πλοία, ενώ θα έπρεπε και εκείνοι (να ακολουθήσουν) προηγουμένως την οδό που οδηγεί στον Άδη. Από το υπόλοιπο πλήθος άλλοι πήγαιναν στους ναούς και άλλοι εξαιτίας της αμηχανίας τους (στέκονταν) όπου έτυχε να βρίσκωνται. Άλλοι έσπευδαν προς την θάλασσα και τα πλοία, όμως εμποδίζονταν από τους φονείς που τα κατείχαν. Οι πολλοί μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά συσπειρώθηκαν και κάθονταν στα σπίτια τους, για να υποδουλωθούν η να πεθάνουν μαζί. Ω εκείνο το πένθος που κατέλαβε ολόκληρη την πόλη υπερβολικά! Σηκώθηκε βοή γερόντων που βρίσκονται σε απορία, ανδρών θρήνος, γυναικών κοπετός, νηπίων ελεεινός κλαυθμός. Αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο, φιλούσαν τους αγαπημένους για τελευταία φορά. Δεν μπορούσαν να εμπιστεύωνται την ζωή τους σε τίποτε άλλο, παρά μόνο στην άπληστη αγάπη για τον πλούτο (που διέκρινε) τους βαρβάρους.

Το αιμοχαρές λοιπόν και ακόλαστο έθνος, που συνέρρευσε από παντού, έκανε τα δικά του και λεηλατούσε την πόλη, αφού εξασφάλισε προηγουμένως την έγκριση του αρχηγού, και έπρεπε να προσκυνή μόνον την τύχη αυτός που συνέβαινε να πέση επάνω σε περισσότερα και πλουσιώτερα λάφυρα. Ακάθαρτος βάρβαρος χόρευε πάνω σε άγια ιερά, λυσσασμένο και βέβηλο στόμα κραύγαζε δυνατά στα θυσιαστήρια που ο άνθρωπος φοβάται να αγγίση. Ο ίδιος ο αρχηγός τους ήρθε στον ναό του μεγαλομάρτυρος (Δημητρίου) και επευφήμησε με μεγάλη φωνή για τη νίκη τον θεό του Μωάμεθ. Πως, Χριστέ μου, να μη θαυμάσω την άπειρη μακροθυμία σου; Έρριχναν κατά γης άγιες εικόνες και τις πατούσαν αφαιρώντας με γέλια τον διάκοσμό τους. Ο καθένας έβγαζε και άρπαζε ιερά σκεύη που ήταν μυστικά και αθέατα στους πολλούς, όσα ήταν κοσμημένα με χρυσό, άργυρο, πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια και όσα περιβάλλονταν από πέπλα όχι λιγότερο πολύτιμα, ιερά βιβλία και όσα άλλα, για τα οποία η ευσέβειά μας σεμνύνεται. Άλλα από αυτά προωρίζονταν για κοινή χρήση και άλλα για φτηνή αγορά. Ακόμη και τους βάρβαρους εξέπληξε ο στολισμός των ιερών. Ο πλούτος των λαφύρων χόρτασε την αχόρταγη γνώμη τους. Επειδή η πόλη ήταν πλούσια από τα παλιά χρόνια και η πιο θερμή στην ευσέβεια από όλες τις άλλες τις υφηλίου. Για τον πλούτο των ιδιωτών τι να πη κανείς, πόσο πολύς ήταν που πέρασε σ' αυτούς (τους βαρβάρους);

Από το ταλαίπωρο πλήθος άλλοι εσφάγησαν από την ακρατή δεξιά των βαρβάρων και άλλοι, αφού δέθηκαν, ωδηγήθηκαν έξω από την πατρίδα τους δούλοι, αλίμονο, οι προ ολίγου σπουδαίοι και υιοί Σιών και ισάξιοι με χρυσάφι, για να χρησιμοποιήσω έκφραση του προφήτου, άποροι και γυμνοί και με ελεεινό τρόπο υποδουλωμένοι. Γιατί δεν έφτασε στους ασεβείς και θηριώδεις στην φύση παρά ανθρώπους η τόσο μεγάλη πόλη που κατέλαβαν και ο τόσο πολύς πλούτος που απέκτησαν. Έπρεπε και ο άθλιος λαός να εξανδραποδισθή, για να γυμνώσουν μαζί, με τον τρόπο αυτό, τους ομοφύλους με αυτούς που βρίσκονταν σ' όλη εκείνη την περιοχή. Φοβερά λοιπόν αυτά και ακόμη περισσότερο από φοβερά. Αυτά που τολμήθηκαν σ' αυτή την πόλη και σ' αυτό τον καιρό ποιος μπορεί να τα διεκτραγωδήση επαξίως; Ποια γλώσσα θα αναλάβη (να πη) τις μεγαλύτερες συμφορές; Ποια ακοή θα δεχθή αυτά που λέγονται; Σεμνές παρθένοι αποσπούνται από τα μοναστήρια τους και γίνονταν παίγνιο στους ακόλαστους βαρβάρους που τις εξευτέλιζαν με παρόμοιο τρόπο όπως τις γυναίκες των χαμαιτυπείων, αυτές τις παρθένους που ούτε στην αγορά δεν πήγαιναν ποτέ. Νήπια, στην αγκαλιά της μητέρας τους, σφάζονταν από τους βαρβάρους που τους κινούσε άλλοτε η οργή και άλλοτε η ζωώδης ασέλγεια. Από τα δύο αυτά οι βάρβαροι ήταν κυριευμένοι, χωρίς να έχουν αναστολές. Τους άνδρες τους βασάνιζαν και τους μαστίγωναν, αν κάποιος είχε προφθάσει να κρύψη κάτι από τα υπάρχοντά του, για να τα φανερώσουν με τη βία. Που να λυπηθούν οι βάρβαροι τους γέροντες; Τους αγίους και θεοφιλείς μοναχούς, αυτούς που και να τους κοιτάζη κανείς ντρεπόταν, ειδικά αυτούς τους διαπόμπευαν περισσότερο από τον καθένα, επειδή είχαν γίνει αίτιοι της καταπονήσεώς τους στην μάχη. Οι γυναίκες, λέγω, οι ευγενείς και αυτές που κατάγονταν από ευγενείς, δεν έσερναν πλέον τους (μακρούς) χιτώνες τους ούτε είχαν πολλούς ακολούθους. Αντιθέτως, ακολουθούσαν άλλους κυρίους και ωδηγούνταν με ελεεινό τρόπο, αφού είδαν προηγουμένως τις θυγατέρες τους να έπωνται άλλων η να είναι οικτρές δούλες η ακόμη και να ατιμάζωνται με αισχρό τρόπο.

Πως υπέφεραν αυτά εκείνοι που τα έπαθαν; Πως εμείς που τα ακούμε; Πως εκείνοι δεν πέθαναν αμέσως; Πως εμείς έχουμε πέσει και βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο όπως και προηγουμένως; Γλίτωσε από τις συμφορές ο (αρχ)ιερεύς της πόλεως, επειδή είχε εγκαταλείψει τον βίο πριν από λίγο καιρό. Στ' αλήθεια θα τον έκοβαν σε μικρά κομμάτια με τα δόντια τους οι αγριάνθρωποι, επειδή πιστευόταν ότι ήταν ο κύριος αίτιος που δόθηκε η πόλη στους Λατίνους. Το νεκρό σώμα του το έβγαλαν από τον τάφο με παράλογη μανία, το ντρόπιασαν όσο μπορούσαν και το πέταξαν. Γιατί αυτό τους υποβάλλει να κάνουν ο πατέρας τους ο διάβολος, να σκάβουν τους τάφους, τάχα επειδή είναι γεμάτοι με χρήματα, με αποτέλεσμα ούτε αυτοί που πέθαναν παλαιότερα να μείνουν χωρίς να πάθουν συμφορές. Και πράγματι έως σήμερα και το υπόλοιπο έδαφος της πόλεως το σκάβουν σαν τα αγριογούρουνα και ως επί το πλείστον ερευνούν για να βρουν χρήματα. Έπρεπε, όπως λέγει και η παλαιά κατάρα, να οργώσουν με άροτρο την πόλη, ώστε να μη λείψη καμιά από τις απ' αιώνος συμφορές....

Μετά τον Σωτήρα (Χριστόν) είσαι σωτήρ και μετά το αίμα (του Χριστού) που καθάρισε τον κόσμο είναι το δικό σου αίμα (αναφέρεται στον Μεγαλομάρτυρα Άγιον Δημήτριο). Για πιο λόγο συνέβησαν αυτά και από πού προέρχονται; Είναι φανερό ότι τους εγκατέλειψες εδώ και πολύ καιρό και βρέθηκες στην μακαρία ζωή σου, την οποία διάγεις, ξεχνώντας όλα τα ανθρώπινα. Επειδή δεν υπέφερες να τους βλέπης να αναμειγνύουν το καλό με τα κακά, ενώ μπορούσαν να απολαύουν αμέσως το ακήρατο καλό και να εντρυφούν αιωνίως στην θεία δόξα. Έτσι, όταν έχασαν την προστασία σου, συνέβη να πάθουν αυτά που έπαθαν. Έχω την αίσθηση ότι κάνω πολλούς να αηδιάζουν, επειδή αυτά που ούτε εύχονταν να δουν ούτε να πάθουν τα ξαναφέρνω στην μνήμη και τα θέτω προ οφθαλμών με τον λόγο και τα γράφω σε στήλη, για να τα θυμούνται οι μεταγενέστεροι. Αλλά γιατί να λυπηθούμε τα λόγια γι' αυτά που γνωρίσαμε με έργα; Γιατί να κρύψουμε τους λόγους, όταν βλέπουμε τα ίδια τα πράγματα; Θα κάνουμε ψυχρή χάρη στην ωραιοτάτη πόλη, αν από ντροπή σιωπήσουμε αυτά που είναι ολοφάνερα σ' όλη την οικουμένη. Περιφέρεται ένας σεμνός γέροντας, ένας μοναχός, αλλού ένας ιερεύς, δεμένοι μαζί μ' όποιον τύχη με βαριά αλυσίδα και χειροπέδες, και αυτούς τους περιφέρει ένας κατάπτυστος και ηλίθιος Ισμαηλίτης που δεν έχει αξία ούτε δύο οβολούς, ζητώντας να τους πουλήση έναντι τεραστίου ποσού... Πολλούς τους περιέπαιξαν, μόνο και μόνο για να μας ντροπιάσουν, και μετά τους πήραν και έφυγαν. Τα ίδια πάσχουν και οι γυναίκες, ιδιαίτερα οι ευγενείς, από τον οποιοδήποτε τυχαίο ταπεινής καταγωγής άνθρωπο και «τρεις φορές δούλο» βάρβαρο. Αλίμονο για το μέγεθος των συμφορών, σε ποιο τέλος κατάντησαν οι χριστιανοί! Τα φονικά θηρία δεν θέλουν να κρατούν για τους εαυτούς τους (αιχμαλώτους), αλλά σκέπτονται να εξαφανίσουν όλο το γένος (των χριστιανών) και να γίνουν κύριοι όλων των επί της γης. Ίσως μπορέσουν και το επιτύχουν αυτό. Διότι εάν εμείς και οι υποθέσεις μας έχουν καλώς, δεν θα έχη δύναμη ο αντίχριστος ούτε θα μπορέση να μας υποδουλώση, καθώς ήδη θα τον αναμένουμε. Αυτά θα τα επιτύχη, όταν εμείς «είμαστε χωρίς νεύρα» και σε κατάσταση δουλείας, για να εξουσιάση από πολύ προηγουμένως τους άρχοντές μας με την βούλησή τους.....

...Κι όσον αφορά τους ανθρώπους της (αναφέρεται στα προτερήματα της Θεσ/νίκης και τους αξιόλογους πιστούς της) και την γέννηση αρίστων και καλυτέρων απ' όλους, υπερείχε από τις άλλες πόλεις. Που θα μπορούσε να βρή κανείς πιο ευσεβείς από τους ανθρώπους της και πιο θερμούς στα θεία; Που θα μπορούσε να βρή κανείς πιο συνετούς και τόσο ικανούς στην ομιλία, ώστε να θεωρούνται άφωνοι αυτοί που θα τους συναγωνίζονταν; Που πιο επιμελείς στην αρετή και στην φροντίδα του ελέους; Ω χώρα των λόγων, πρυτανείο των αγαθών, πατρίδα αγίων, πηγή θαυμάτων, αγγείο μύρων, κοινό φρούριο των χριστιανών! Πέρασαν όλα αυτά, διαλύθηκαν, αμαυρώθηκαν εντελώς και σαν όνειρο έφυγαν «και σαν φάντασμα πέταξαν». Σαν σκιά διαλύθηκαν και, σαν να μην υπήρξαν, χάθηκαν. Ω ναοί εκείνοι που συληθήκατε, ονομαστοί για το μέγεθος και το κάλλος! Ω θυσιαστήρια που καταστραφήκατε! Ω μονές ιερές και σεμνεία που ερημώσατε! Ω φοβερή ερημιά που κατέλαβες την πόλη! Ερημιά από κάθε αγαθό και πλούσια παρουσία όλων των αντιθέτων. Όλα εκείνα κραυγή και βαρβαρική ακαθαρσία και «σπήλαιο ληστών» και «φωλιά δρακόντων» και κατοικητήριο πονηρών δαιμόνων. Ας μη νομίζουμε, αδελφοί, ότι βλέπουμε πλέον με τα δύο μάτια, αλλά ότι έχει καταστραφή το ένα. Μήτε ότι βαδίζουμε με τα δύο πόδια, αλλά ότι το ένα είναι ανάπηρο. Όλα έγιναν μονά, και στο εξής πρέπει να κλαίμε όλο τον χρόνο την συμφορά για τον τόσο φοβερό ακρωτηριασμό. Αυτό ήταν η Θεσσαλονίκη, συνεζευγμένη με την μεγάλη πόλη (την Κωνσταντινούπολη),και όταν χωρίστηκε, αυτό την έβλαψε. Λοιπόν, ως εδώ θα σταματήσουμε τον λόγο και, αφού θρηνήσουμε αρκετά, θα φύγουμε, για να μη φανούμε ότι υπερβαίνουμε τον νόμο που υπάρχει για τα πράγματα αυτά; Αυτό όμως ούτε στο δικό μας σχήμα αρμόζει ούτε σε σας είναι άξιο ίσης αποδοχής.

Ας αναζητήσουμε λοιπόν, εκτός από εκείνα που είπαμε, από πού προήλθε αυτό το μεγάλο κακό και ποια υπήρξε η αιτία της τόσο μεγάλης εγκαταλείψεως, Η ραθυμία, «θα έλεγα συνοπτικά», και η αμέλεια των καθηκόντων, και προσέχετε πως (αυτό συμβαίνει) όχι χωρίς λόγο. Επειδή αυτή συνηθίζει να κατασκευάζη μέσα στις ψυχές τις αμαρτίες, στα σώματα τις αρρώστιες, στα έθνη τους πολέμους, στις πολιτείες τις επαναστάσεις, στις πόλεις τις αλώσεις και τους εξανδραποδισμούς. Αυτή είναι και της αβουλίας αιτία περισσότερο από κάθε άλλο και της κακής σκέψεως, όπως επίσης και της καλής που δεν γίνεται έργο από αυτόν που την σκέφτηκε. Αυτή γνωρίζει να καταστρέφη τα έργα που προήλθαν από την σκέψη και να τα κολοβώνη είτε μη επιτρέποντας να ολοκληρωθούν είτε εκμηδενίζοντας αυτά που επερατώθησαν. Αυτού του είδους ήταν και το πάθημα της πόλεως εκείνης που δημιούργησαν οι πολλές αμαρτίες και η κακή βούληση και η αμέλεια που προηγήθηκαν. Των ανωτέρω πρόξενος υπήρξε η ραθυμία. Αυτή την ωδήγησε (την πόλη) έτσι στον βυθό. Το να αποδίδουμε ευθύνη στα γεγονότα και να ερευνούμε προσεκτικά τους λόγους των θείων κριμάτων, γιατί ο Θεός δεν έσωσε τα δικά του άγια και ιερά και παρέδωσε στην δουλεία ένα τόσο μεγάλο πλήθος ευσεβών, και μάλιστα σε ανθρώπους ασεβείς κα χειρότερους από όλους, όλα αυτά ας τα αφήσουμε, εάν σκεπτώμαστε σωστά. Γιατί ούτε οι προφήτες, που ήταν παρόντες όταν οι Ιουδαίοι πάθαιναν όμοιες συμφορές, τολμούσαν να ρίξουν την ευθύνη στον Θεό, αν και προφήτες.

Και αυτά που είναι κατάλληλα προς παρηγοριά μας για τα γεγονότα και, αν θέλουμε, για την δική μας προφύλαξη, αυτά ας συζητούμε μεταξύ μας και ας τα εκτελούμε. Και όπως οι γιατροί αποσπούν το κακό από την ρίζα του και την αφορμή του η, εφόσον δημιουργηθή το νόσημα, το θεραπεύουν τελείως, εάν δεν πήραν τα κατάλληλα μέτρα ως τώρα, με το ίδιο τρόπο ας πάμε να συναντήσουμε τον αρχηγό των κακών ραθυμία και, καθώς είμαστε διπλοί, ας επιδείξουμε διπλή την θεραπεία: σε ότι αφορά την ψυχή, να φροντίσουμε για να ζήση βίο όσο το δυνατόν αρμόζοντα στον άνθρωπο και στον Θεό αγαπητό, αφού καθαριστή από τις παλιές κηλίδες. Ενώ σε ό,τι αφορά τα πολιτικά πράγματα ας φροντίσουμε ώστε να είναι όσο το δυνατό πιο ακίνδυνα και ασφαλή. Το πιο μεγάλο μέρος από αυτά, ή μάλλον το πάν, νομίζω ότι εξαρτάται από τα τείχη της πόλεως. Διότι εναντίον της δυνάμεως του εχθρού, που έγινε τόσον ακαταμάχητη, κανένας μας δεν θα μπορέση να ανταγωνιστή, όταν έρθη ο καιρός, παρά μόνον με την οχυρωματική δύναμη (των τειχών) μαζί με την πίστη στον Θεό. Αυτό βέβαια όλοι το βλέπουν, αλλ' όμως δεν συντελούν καθόλου ( στην πραγματοποίησή του). Είμαστε τόσον ανόητοι και αδύναμοι ν' αντιληφθούμε αυτά που είναι γνωστά σε όλους, ώστε να νομίζουμε ότι ο καθένας πρέπει να ασχολήται με τις υποθέσεις του μάλλον, σε καιρούς τόσο δύσκολους, παρά να προνοή για το κοινό συμφέρον. Και άλλος από εμάς είναι προσκολλημένος στο εμπόριο και αυξάνει τον πλούτο του με κάθε σπουδή, άλλος ασχολείται με μάταια πράγματα η με οικοδομές επιδεικνύοντας φιλοτιμία, χωρίς Όμως να είναι αυτές αναγκαίες, άλλος υπηρετεί γυναικείες επιθυμίες και τις προσφέρει πολυτελεί κοσμήματα. Για ποιους θα κάνουμε οικοδομές, πες μου, η θα μαζέψουμε θησαυρούς, όταν τα τείχη της πόλεως σε πολλά σημεία έχουν καταρρεύσει; Έως πότε θα μένουμε αργοί; Έως ότου το κακό έρθη στο κεφάλι μας; «Ας ολολύξη το πεύκο, επειδή έπεσε το κέδρο», διδασκόμαστε από τις συμφορές των άλλων.

Λέγουν ότι κάποτε οι γυναίκες για πολλά έργα ιερά και δημόσια πρόσφεραν με τόση μεγαλοψυχία και φιλοτιμία όλα τα κοσμήματά τους, ώστε μόνον από αυτά ωλοκληρώθηκε το έργο κι' αυτές Απέκτησαν μέγα όνομα. Ποιο έργο είναι καλύτερο από αυτό για σας, γυναίκες, έργο ιερό όπως και το δημόσιο; Αυτό δεν εμπεριέχει όλα τα ιερά και όλους τους οίκους, ιδιωτικούς και δημοσίους; Γιατί δεν μιμείσθε εκείνες, αφού έχετε καιρό, η περιμένετε να πάθετε αυτά που έπαθαν οι γυναίκες των Θεσσαλών και να μάθετε από την πείρα πόσο φοβερό είναι η στερνή γνώση και να μη σωφρονίζεσθε από τα διδακτικά παραδείγματα; Νομίζετε ότι κάνετε σπουδαίο πράγμα τινάξετε την σκόνη από τους χιτώνες σας, όπως ορισμένες γυναίκες Ιουδαίων, καθώς λέγεται ότι έκαναν. «Αυτά λέγει ο Κύριος, αναφέρει ο μέγας (προφήτης) Ησαΐας, για τις αρχοντοπούλες θυγατέρες της Σιών, επειδή περπάτησαν υψώνοντας τον τράχηλο και κάνοντας νεύματα με τα μάτια, σέρνοντας τον χιτώνα τους και παίζοντας παράλληλα με τα πόδια», θα ντροπιάσω την δόξα τους και καθεξής. Να λέγη κανείς αυτά είναι στενάχωρο, όμως από την πείρα πολλές γυναίκες έχουν σήμερα μάθει.

Εσείς πάλι που δεν έχετε τίποτε η θεωρείστε ότι δεν έχετε τίποτε, «εννοώ τους ναζιραίους μας» (μοναχούς), και όσοι βγάζετε τον βίο σας με τα χέρια σας και είναι ελλιπής η χορηγία των αναγκαίων πραγμάτων; Έχετε και σεις χέρια και γόνατα και δύναμη στα στιβαρά σας μέλη. Αυτά αν τα χρησιμοποιήσετε για το καλό, θα φανήτε πολύ άξιοι και για την πατρίδα και για τον Θεό και για τον εαυτό σας. Ελάτε λοιπόν όλοι με μια ψυχή, μια γνώμη, ν' ασχοληθούμε με αυτό που έχουμε μπροστά μας. Όλοι ας καλέσουμε τους εαυτούς μας και ας τους δώσουμε διαταγή να αναλάβουμε την εργασία. Έτσι δεν θα είμαστε λιγώτερο ευσεβείς και θα ωφελήσουμε τους εαυτούς μας, όπως εκείνοι που στα χρόνια του Μωυσή εργάστηκαν για να κατασκευαστή «η παλαιά εκείνη σκηνή». Γνωρίζετε με πόση προθυμία εργάζονται οι βασιλείς μας για να σας εξασφαλίσουν. Ας μην ενδώσουμε, αφού αρχίσουμε, εξαιτίας της μαλθακότητας και της ελπίδας των (υλικών) αγαθών. «Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός» είπαν και είναι αληθινός ο λόγος. Όμως αρχή που βλέπει προς το τέλος και πιάνεται από αυτά που ακολουθούν. Αλλ' αυτός που κάνει την αρχή και μετά τα εγκαταλείπει είναι χειρότερο απ' ό,τι εάν δεν είχε αρχίσει. Αυτά πρόσθεσα σαν λόγια παρακλητικά σε σας που γνωρίζετε τα πράγματα, έχετε την βούληση και ήδη αναλάβατε το έργο. Και αυτά επειδή δεν είχα να προσφέρω τίποτε άλλο στην πατρίδα, όπως και στην Θεσσαλονίκη, που εστερείτο θρήνου, και εγώ τον είπα αν και όχι επαξίως, αλλά με όση δύναμη διέθετα. Γιατί να μιλήση κανείς επαξίως για εκείνη ούτε όταν ήταν ζωντανή μπόρεσε να επαινέση, ούτε όταν πέθανε να θρηνήση. Σεις λοιπόν και εκείνη δώστε τα χέρια καθηκόντως και να φανήτε χρήσιμοι σε εκείνους που αναχωρούν αιχμάλωτοι από εκεί και αυτήν(την Κωνσταντινούπολη) που στέκετε στα πόδια της να την φυλάξετε όπως έχει με κάθε τρόπο.             

Τα σχόλια, αγαπητοί, είναι περιττά. Το να προσκρούσουμε στον Θεό, με τις αμαρτίες μας αποτελεί παγκόσμια συμφορά. Το μόνον σωτήριο μέσον είναι η ειλικρινής μετάνοια και εξομολόγησί μας. Ας την προσφέρουμε προς σωτηρία μας.  

Η αιτία της δυστυχίας στον κόσμο είναι η αμαρτία, ως και της ευτυχίας αιτία είναι η μετάνοια και η αρετή του Χριστού.  Πολύ ορθά έγραψε σε ομιλία του καλός εργάτης της Εκκλησίας του Χριστού, ο Ν. Γ.

Αγαπητοί μου, Ο πιο σωτήριο παράγγελμα που έχουμε μέχρι σήμερα ακούσει είναι τούτο: μετανοείτε. Η μεγαλύτερη πηγή χαράς και ευτυχίας του ανθρώπου είναι η πραγματοποίησις του: μετανοείτε. Η πλέον συμφέρουσα επένδυσις για το μέλλον καθενός είναι το: μετανοείτε. Το αποτελεσματικώτερο φάρμακο για την αγάπη των μελών μιας οικογενείας είναι το: μετανοείτε. Η πιο βασική προϋπόθεσις για να αποδώσουν τα παιδιά μας στα μαθήματα είναι η εφαρμογή στην ψυχή τους του: μετανοείτε. Ερχόμαστε στην Εκκλησία, κάνουμε προσευχές, διαβάζουμε Αγία Γραφή. Άραγε μίλησε στην ψυχή μας το: μετανοείτε; Μετανοείτε, μας λέγει ο Κύριος! Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, θρησκευόμενοι και αδιάφοροι, μικροί και μεγάλοι αμαρτωλοί: Μετανοείτε!  Το κήρυγμα της σωτηρίας, το πρώτο κήρυγμα του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού ήταν το : Μετανοείτε!
 

Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία Τεύχος 75 Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»



Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης