Περιτομή του Χριστού και εορτή του Μεγάλου Βασιλείου


Βίος και Πολιτεία του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου  
 
Ο Άγιος Βασίλειος, γεννημένος το 330μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου από γονείς ευγενείς με δυνατό χριστιανικό φρόνημα, έμελλε να γίνει Μέγας πνευματικός διδάσκαλος και κορυφαίος θεολόγος και Πατέρας της Εκκλησίας, αφού η χριστιανική του ανατροφή και η πνευματική του πορεία τον οδήγησαν στην Θεία θεωρεία του Αγίου Ευαγγελίου, και στην αυστηρή ασκητική ζωή, παράλληλα με το ποιμαντικό, παιδαγωγικό και φιλανθρωπικό του έργο.
 
Ο πατέρας του Βασίλειος ήταν καθηγητής ρητορικής στη Νεοκαισάρεια και η μητέρα του Εμμέλεια απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων. Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Όσιος Ναυκράτιος ασκητής και θαυματουργός, η Οσία Μακρίνα και ο Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Σεβαστείας. 
 
Τα πρώτα γράμματα, τού τα δίδαξε ο πατέρας του. Συνέχισε τις σπουδές του στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Εκεί σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, φιλοσοφία, ιατρική, ρητορική και γραμματική. Οι σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια. Η ασκητική του ζωή ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια όπου φοιτούσε στην Αθήνα. Ο σοφός δάσκαλος του Εύβουλος εντυπωσιασμένος από την αυστηρή νηστεία, του Άγίου, και μετά την παραίνεση του, λέγεται ότι έγινε Χριστιανός.
 
Συμφοιτητές του ήταν και δύο νέοι που έμελλε να διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία. Ο ένας, φωτεινό ο Άγιος και Μέγας Πατέρας της Εκκλησίας ο Θεολόγος Γρηγόριος και ο άλλος μελανό στον αντίποδα, προδότης του Ιησού, ειδωλολάτρης και διώκτης των Χριστιανών, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Κατά την διάρκεια αυτών των ετών, ο Άγιος Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ανέπτυξαν μεγάλη και ισχυρή φιλία. Ταυτόχρονα με τις σπουδές τους, είχαν  ιεραποστολική δράση. Διοργάνωναν  χριστιανικές συγκεντρώσεις, στις οποίες ανέλυαν θρησκευτικά ζητήματα. Ίδρυσαν επίσης και τον πρώτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο.
 
Επέστρεψε στην Καισαρεία το καλοκαίρι του 356μ.Χ. και συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358 μ.Χ. επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου, καθώς και με την παρότρυνση της αδερφής του Μακρίνας, βαπτίζεται Χριστιανός, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Αποσύρθηκε λοιπόν σε ένα κτήμα της οικογενείας του στον Πόντο. Χαρακτηριστικό της μεγαλοψυχίας του είναι, ότι μετά την βάπτιση του δώρισε στους φτωχούς και στην εκκλησία το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία, επιθυμώντας να συναντήσει πολλούς ασκητές και μοναχούς για να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τους.  Όταν γύρισε στο Πόντο από το ταξίδι αυτό, μοίρασε και την υπόλοιπη περιουσία του και αποσύρθηκε στο κτήμα του επιθυμώντας να ζήσει πλέον ως μοναχός. Εκεί έγραψε τους: «Κανονισμούς δια τον Μοναχικόν βίον», κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή στα μοναστήρια μέχρι τις μέρες μας. Με την υψηλή του κατάρτιση στην Ορθόδοξη Πίστη και τον ασκητικό, θαυμαστό του βίο, η φήμη του Αγίου Βασιλείου εξαπλώθηκε με τον καιρό σε όλη την Καππαδοκία. Έτσι και ο Μητροπολίτης της Καισαρείας Ευσέβιος πραγματοποιώντας την Θεία Βούληση αλλά και αυτή των χριστιανών της περιοχής, χειροτόνησε το 364 μ.Χ. τον Άγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Το 370 μ.Χ., μετά τον θάνατο του Ευσεβίου και σε ηλικία 41 ετών, τον διαδέχθηκε ο Άγιος Βασίλειος στην επισκοπική έδρα, με τη συνδρομή τού Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού. Επίσκοπος πλέον, ο Άγιος Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), επικοινωνώντας μέσω επιστολών με τον Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στον τόπο του ,στην περιφέρεια της δικής του ποιμαντικής ευθύνης είχε να αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων κακοδοξιών. Από τις επιστολές του  φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, καθώς και για την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από όλους τους πιστούς και φανερώνεται επίσης η ποιμαντική φροντίδα στα αποκομμένα και περιθωριοποιημένα μέλη της Εκκλησίας.
 
Στην οικουμενική Εκκλησία ο Μέγας Βασίλειος ουσιαστικά αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος γηραιός πλέον, αποσύρεται από την ενεργό δράση. Εργάζεται συνεχώς για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται με σθένος το δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας.
 
Ο Άγιος Βασίλειος, βοηθούσε πάντοτε τους αδικημένους και κουρασμένους, τους πεινασμένους και τους αρρώστους, ανεξάρτητα από το γένος, τη φυλή και το θρήσκευμα. Έτσι το όραμά του το έκανε πραγματικότητα ιδρύοντας ένα πρότυπο και για τις μέρες μας κοινωνικό και φιλανθρωπικό σύστημα, τη «Βασιλειάδα». Ένα ίδρυμα που λειτουργούσε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο και ξενώνας για την φροντίδα και ιατρική περίθαλψη των φτωχών αρρώστων και ξένων. Τις υπηρεσίες του τις πρόσφερε το ίδρυμα δωρεάν σε όποιον τις είχε ανάγκη. Το προσωπικό του ιδρύματος αυτού ήταν εθελοντές που προσφέρανε την εργασία για το καλό του κοινωνικού συνόλου. Ήταν ένα πρότυπο και σε άλλες επισκοπές  και στους πλουσίους ένα μάθημα να διαθέτουν τον πλούτο τους με ένα αληθινά χριστιανικό τρόπο. Πραγματικά είναι άξιο θαυμασμού η έμπνευση που είχε ο Άγιος Βασίλειος ,τον 4ο αιώνα μ.Χ. να ιδρύσει και να λειτουργήσει ένα τέτοιο ίδρυμα - πρότυπο.
 
Καταπονημένος από την μεγάλη δράση που ανέπτυξε σε τόσους πολλούς τομείς ,εναντίον των διαφόρων κακοδοξιών και ειδικά της αιρέσεως του Αρειανισμού, μη διστάζοντας πολλές φορές να αντιταχθεί με την εκάστοτε πολιτική εξουσία, με όπλα του την πίστη και την προσευχή, με τα κηρύγματα και τους λόγους του, με τα πολλά ασκητικά και παιδαγωγικά συγγράμματα, καθώς και την ασκητική ζωή του ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας παραδίδει το πνεύμα στο Θεό την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. σε ηλικία 49 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχει και ένα πλήθος ανομοιογενές από άποψη θρησκευτικής και εθνικής διαφοροποιήσεως. Το υψηλής σημασίας θεολογικό και δογματικό του έργο καθώς και η λειτουργική και πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση, είναι η μεγάλη παρακαταθήκη που μας άφησε. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία την 1ην Ιανουαρίου.  Από το 1081μ.Χ. ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης Ιωάννης Μαυρόπους (ο από Ευχαΐτων) θέσπισε έναν κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 30 Ιανουαρίου, ως προστατών των γραμμάτων και της παιδείας.
 
Με σοφία, στο απολυτίκιο του αναφέρεται η φράση «... τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας...». Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στον Επιτάφιο για τον καλό και Μέγα φίλο του Άγιο Βασίλειο, αποδίδει σ' αυτόν, με την ποιητική και βαθιά στοχαστική ματιά του, το χαρακτηρισμό «παιδαγωγός της νεότητος»
 
Ο Μ. Βασίλειος, εκτός των άλλων θαυμάσιων και Θείας εμπνεύσεως έργων του, έγραψε και την εκτενή  και κατανυκτική Θεία Λειτουργία, που, μετά την επικράτηση της συντομότερης Θείας Λειτουργίας  του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τελείται 10 φορές το χρόνο:

την 1η Ιανουαρίου (όπου γιορτάζεται και η μνήμη του),
τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής,
τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων,
την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.

Λίγα θαυμαστά γεγονότα από τον βίο του Αγίου

Ιουλιανός ο Παραβάτης

Όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης,  ο ασεβής και διώκτης των Χριστιανών, θέλησε να πάει στην Περσία να πολεμήσει πέρασε κοντά από την Καισαρεία. Ο Άγιος Βασίλειος γνωρίζοντας τον από την Αθήνα όπου ήταν συμφοιτητές πήγε μαζί με τον λαό να τον τιμήσει. Ο Ιουλιανός απαίτησε να του δωρίσει, αφού ο Άγιος δεν είχε τίποτε άλλο, τρεις από τους κριθαρένιους άρτους του. Ο Άγιος το έκανε και ο Ιουλιανός διέταξε τους υπηρέτες να ανταμείψουν τη δωρεά και να δώσουν χόρτο από το λειβάδι. Ο Άγιος Βασίλειος βλέποντας την καταφρόνηση του βασιλιά του είπε «εμείς, βασιλιά ότι μας ζήτησες από κείνο που τρώμε σου το προσφέραμε κι εσύ μας αντάμειψες από κείνο που τρως». Τότε ο Ιουλιανός θύμωσε πάρα πολύ και απείλησε, ότι όταν θα επιστρέψει από την Περσία νικητής, θα κάψει την πόλη και τον λαό θα τους πάρει δούλους. Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Βασίλειο θα τον ανταμείψει όπως πρέπει.

Ο Άγιος Βασίλειος όταν πήγε στην πόλη ζήτησε από το λαό να μαζέψουν ότι πολύτιμο είχαν και να το αποθηκεύσουν κάπου έως ότου επιστρέψει ο φιλοχρήματος Ιουλιανός για να του το προσφέρουν. Ίσως κι έτσι κατευνάσουν την οργή του.

Όταν έμαθε ότι επιστρέφει ο άφρων βασιλιάς, ο Άγιος Βασίλειος ζήτησε από τους πολίτες  να προσευχηθούν και να νηστεύσουν τρεις μέρες. Μετά όλοι μαζί ανέβηκαν στο δίδυμον όρος της Καισαρείας όπου στη μια από τις δύο κορυφές ήταν ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εκεί προσευχόμενος ο Άγιος είδε σε οπτασία, μια μεγάλη ουράνια στρατιά, να κυκλώνει το όρος και στη μέση να κάθεται σε θρόνο μια γυναίκα (η Παναγία) και να δοξάζεται, η οποία γυναίκα είπε στους αγγέλους να της φέρουν τον Μερκούριο για να φονεύσει τον Ιουλιανό, τον εχθρό του υιού της. Έπειτα είδε τον Μάρτυρα Μερκούριο να φθάνει οπλισμένος μπροστά στην βασίλισσα των Αγγέλων κι όταν εκείνη τον πρόσταξε αυτός να φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και του έδωσε ένα βιβλίο που ήταν γραμμένη όλη η δημιουργία της κτίσεως κι έπειτα του ανθρώπου. Στην αρχή του βιβλίου ήταν η επιγραφή «Είπε» και στο τέλος του βιβλίου εκεί που έγραφε για την πλάση του ανθρώπου ήταν η επιγραφή «Τέλος». Μόλις είδε την οπτασία αυτή ο Άγιος ξύπνησε.

Το νόημα της οπτασίας του βιβλίου, ήταν ότι ο Άγιος Βασίλειος έγραψε, όντως, ερμηνεία στην Εξαήμερον του Μωϋσέως στην οποία διηγείται, πως ο Θεός εποίησε τον ουρανό, την γη, τον ήλιο, την σελήνη, τη θάλασσα, τα ζώα και όλα τα αισθητά κτίσματα. Όταν όμως, έμελλε να γράψει και για την έβδομη ημέρα κατά την οποία ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύα, τότε ο Μέγας αυτός Άγιος άφησε την τελευταία του πνοή στη γη και πήγε στους ουρανούς να συναντήσει τον Κύριον του που με δύναμη  αγάπησε και που γι' Αυτόν μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα που έζησε έπραξε τόσα πολλά και τόσο μεγάλα. Το έργο του συμπλήρωσε κατόπιν ο αδελφός του ο Άγιος Γρηγόριος ο Αρχιεπίσκοπος Νύσσης, που έγραψε για την έβδομη ημέρα της πλάσεως του ανθρώπου.

Όταν ο Άγιος είδε την οπτασία, πήγε στην πόλη με μερικούς κληρικούς, στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, όπου μη βρίσκοντας το λείψανο του Αγίου και τα όπλα του που φυλάσσονταν στον Ναό έναν αιώνα αφότου μαρτύρησε επί της βασιλείας του Βαλεριανού και Βαλερίου, κατάλαβε τι είχε συμβεί κι έτρεξε αμέσως στο λαό να τους ειδοποιήσει ότι ο άφρων Ιουλιανός φονεύθηκε.

Βλέποντας το θαύμα οι Χριστιανοί και την παρρησία του Αγίου Βασιλείου δεν θέλησαν να πάρουν πίσω την περιουσία που είχαν αποθηκεύσει για τον τύραννο Ιουλιανό. Ο Άγιος όμως αφού τους επαίνεσε για την πράξη τους, το ένα τρίτο του ποσού τους το έδωσε και τα υπόλοιπο ποσό το διέθεσε για να κτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γηροτροφεία και ορφανοτροφεία.

Ουάλης

Μετά τον Ιουλιανό τον παραβάτη, βασίλευσε ο θεοσεβής Ιοβιανός μόνο για ένα χρόνο και κατόπιν τη βασιλεία παρέλαβαν ο Ουαλεντιανός και ο αδελφός του Ουάλης που ήταν αιρετικός, οπαδός του Αρειανισμού και διώκτης των Ορθοδόξων Χριστιανών. Ο Ουάλης αφού πήρε με το μέρος του όλους τους επισκόπους, θέλησε να κάμψει και τον Μέγα Βασίλειο που έμαθε ότι ήταν ανένδοτος. Έστειλε δύο δικούς του ανθρώπους, οι οποίοι με απειλές προσπάθησαν να αποδεχθεί ο Άγιος τις αιρετικές και βλάσφημες δοξασίες του Αρείου. Ο ένας, μάλιστα ο άρχοντας Μόδεστος αφού γύρισε άπραγος στον βασιλιά του είπε ότι, ευκολότερο είναι να μαλακώσει κανείς το σίδηρο παρά την γνώμη του Βασιλείου. Ακούγοντας αυτά ο βασιλιάς Ουάλης θέλησε να πάει ο ίδιος στον Μέγα Βασίλειο. Αυτό και έκανε. Ήταν η μεγάλη εορτή των Θεοφανείων, όταν έφθασε ο βασιλιάς στον Ναό. Εκεί είδε την τάξη και την ησυχία των Χριστιανών που παρακολουθούσαν, τον Άγιο Βασίλειο να τους διδάσκει, σεμνός, απέριττος, με λόγο δυνατό, γεμάτο σοφία και χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο βασιλιάς έδειξε να μετανιώνει κι αφού μίλησε με τον Άγιο, έφυγε.

Οι Αρειανοί Αρχιερείς, όμως και πάλι μετέβαλαν τη γνώμη του βασιλιά και τον έπεισαν να εξορίσει τον Άγιο. Όρισε τότε ο βασιλιάς να συντάξουν ένα κείμενο με την απόφαση της εξορίας του Αγίου. ‘Ομως, βλέποντας ότι το χέρι εκείνου που θα έγραφε την απόφαση της εξορίας, ξεράθηκε και το ίδιο του το παιδί αρρώστησε βαριά, κάλεσε τον Άγιο να προσευχηθεί. Και κείνος μόνο που είδε το παιδί το ίασε. Και τον Μόδεστο, ακόμη γιάτρευσε που και κείνος κινδύνευε  να πεθάνει. Αυτά είδε ο βασιλιάς και γύρισε στο θρόνο του.

Ο βασιλιάς Ουάλης αργότερα, θέλησε να χωρίσει την επαρχία της Καππαδοκίας σε δύο επαρχίες, με έδρα την Καισάρεια στη μία και τα Τύανα στην άλλη. Οι επίσκοποι αιρετικοί όπως ήταν βρήκαν ευκαιρία, γιατί συνέχεια φιλονικούσαν με τον Άγιο Βασίλειο να χωρίσουν και τις Μητροπόλεις σε δύο, ορίζοντας δικό τους Μητροπολίτη στα Τύανα. Τότε ο Άγιος με ταπείνωση τους είπε ότι η Εκκλησία δεν έχει υποχρέωση να ακολουθεί την βασιλεία, αλλά η βασιλεία την Εκκλησία, ούτε είναι πρέπον να χωρίζουν οι Μητροπολίτες, οι μιμητές του Χριστού επειδή χώρισαν οι έπαρχοι. Δεν τον άκουσαν όμως οι επίσκοποι και όρισαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Άνθιμον. Κι όχι μόνο αυτό αλλά έκλεψαν και κάποια κτήματα του Ναού του Αγίου Ορέστου που ήταν στη δικαιοδοσία του Αγίου Βασιλείου. Ο Άγιος ως μιμητής Χριστού, ειρήνευσε και αρκέσθηκε στην επαρχία της Καισαρείας. Βλέποντας ο Θεός την υπομονή του, σύντομα τιμώρησε τον Μητροπολίτη Τυάνων  Άνθιμον και ενώθηκαν και πάλι οι επαρχίες. Τότε είναι καθώς λένε ότι χειροτόνησε ο Άγιος Βασίλειος τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο Επίσκοπο στα Σάσιμα.

Αργότερα πάλι, με περίσσιο θράσος οι Αρειανοί επίσκοποι και με την άδεια του βασιλιά Ουάλη εκδίωξαν τον Ορθόδοξο Αρχιερέα της Νίκαιας και τους Χριστιανούς της πόλης και κατέλαβαν τον Μητροπολιτικό Ναό. Τότε έδρασε γι' άλλη μια φορά ο Μέγας αυτός Άγιος της Εκκλησίας μας και αφού πήρε την άδεια του βασιλιά να διευθετήσει όπως αυτός ήθελε με τον τρόπο του, αρκεί να είναι δίκαιος και για τα δύο μέρη, έφθασε στη Νίκαια και είπε να σφραγίσουν τον Ναό και οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί και αφού προσευχηθούν πρώτα οι οπαδοί του Αρείου, εάν ανοίξουν οι πύλες να πάρουν αυτοί τον Ναό, εάν όμως όχι να προσευχηθούν οι Ορθόδοξοι και εάν ανοίξουν οι πύλες να τους δοθεί και πάλι ο Ναός εάν όχι να πάει στους Αρειανούς. Συμφώνησαν όλοι και περισσότερο οι Αρειανοί αφού πλεονεκτούσαν στη περίπτωση που δεν άνοιγαν οι πύλες. Έτσι κι έγινε. Προσευχήθηκαν πρώτα οι Αρειανοί, για τρεις ημέρες. Πώς να τους ακούσει ο Υιός του Θεού, όταν αυτοί τον υβρίζουν; Οι πύλες και βέβαια έμειναν κλειστές. Μετά προσευχήθηκαν οι Ορθόδοξοι με τον Άγιο Βασίλειο στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Διομήδους, που ήταν κοντά στον Μητροπολιτικό Ναό. Κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος με όλο το πλήθος των Ορθοδόξων Χριστιανών πήγαν στο Μητροπολιτικό Ναό και όταν ακούσθηκε  ο Μέγας Βασίλειος να λέει «Ευλογητός ο Θεός των Χριστιανών εις τους αιώνας των αιώνων», έσπασαν οι μοχλοί και οι κλειδαριές και οι πύλες άνοιξαν. Μετά από αυτό το θαύμα ο Ναός επανήλθε στους Ορθοδόξους και πολλοί από τους πιστούς του Αρείου έγιναν Ορθόδοξοι.

Οσιος Εφραίμ ο Σύρος

Μαθαίνοντας ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, τα θαύματα του Αγίου Βασιλείου, παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει ποιος είναι ο Άγιος. Είδε τότε στήλη πυρός που έφθανε μέχρι τον ουρανό και άκουσε μια φωνή να λέει «Εφραίμ, Εφραίμ, καθώς την πυρίνην ταύτην στήλην, τοιούτος είναι ο Μέγας Βασίλειος». Τότε γρήγορα έφυγε από την έρημο παίρνοντας μαζί του ένα διερμηνέα που να μιλάει την Ελληνική και Συριακή γλώσσα και πήγε να βρει τον Άγιο Βασίλειο. Έφθασε την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων, όταν την ώρα εκείνη λειτουργούσε ο Μέγας Βασίλειος και βλέποντας ο Όσιος Εφραίμ τα λαμπρά και πολύτιμα άμφια τα οποία φορούσε ο Άγιος Βασίλειος, θέλησε να φύγει γιατί νόμιζε ότι μάταια πήγε. Τότε έστειλε, ο Άγιος Βασίλειος ένα διάκονο να βρει στη δυτική πύλη τον Όσιο Εφραίμ και να τον φέρει στο ιερό. Ο Όσιος δεν θέλησε να πάει λέγοντας στον διάκονο, ότι μάλλον πλανήθηκε ο Αρχιερέας, γιατί αυτοί είναι ξένοι. Έστειλε πάλι τον διάκονο ο Άγιος Βασίλειος λέγοντας του να του πει «Κύριε Εφραίμ, ελθέ εις το Άγιον Βήμα, διότι σε καλεί ο Αρχιεπίσκοπος». Κατάλαβε έτσι ο Όσιος ότι στήλη πυρός ήταν ο Μέγας Βασίλειος και πήγε στο Άγιο Βήμα και αφού τον ασπάσθηκε συνομίλησε μαζί του για πνευματικά θέματα και θεία νοήματα.

Μια χάρη σου ζητώ, Άγιε Δέσποτα του είπε μέσω του διερμηνέα του ο Όσιος εφραίμ, να προσευχηθείς στον Κύριο μας να μου χαρίσει το Πανάγιο Πνεύμα την δύναμη να μιλήσω Ελληνικά. Προσευχήθηκε ο Άγιος Βασίλειος μαζί με τον Όσιο Εφραίμ και να το θαύμα. Ο Όσιος πραγματικά μίλησε Ελληνικά. Κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος εχειροτόνησε τον Όσιο Εφραίμ Ιερέα και τον διερμηνέα του Διάκονο.

 

Μιμητής Χριστού

Όταν κάποτε παρατήρησε τον τοπικό άρχοντα για μία αδικία που έκανε σε μια χήρα γυναίκα, κι αφού ο άρχοντας δεν συμμορφώθηκε, αναγκάσθηκε ο Άγιος να του πει, ότι όπως έμενε ασυγκίνητος στις εκκλήσεις αυτής της αδικημένης γυναίκας έτσι κάποιοι θα μένουν ασυγκίνητοι όταν αυτός ο ίδιος θα έχει την ανάγκη τους. Έτσι έγινε όταν ο βασιλιάς του έδειξε την οργή του, οδηγώντας τον σιδηροδέσμιο οι στρατιώτες του στις πόλεις για να πληρώσει τις αδικίες που είχε κάνει. Τότε κατάλαβε την πρόρρηση του αγίου και παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και  τον Θεό να τον λυπηθεί. Ο αμνησίκακος Άγιος προσευχόμενος στον Θεό και μόνο με την ευχή του ηρέμησε το βασιλιά και μετά από έξι μέρες αφ' ότου ο δυστυχής άρχοντας παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο έφθασε γράμμα από το βασιλιά όπου τον ελευθέρωνε. Μ' αυτό τον τρόπο συνετίσθηκε ο άρχοντας κι αναγνώρισε την καλωσύνη του Αγίου τον οποίο κι ευχαρίσθησε. Και στη γυναίκα που είχε αδικήσει έδωσε διπλάσιο το ποσό.

Προς το τέλος της επίγειας πορείας του, καθώς μετέβαινε στην Εκκλησία, μία αμαρτωλή γυναίκα έπεσε στα πόδια του ρίχνοντας ένα γράμμα στο οποίο έγραψε τις αμαρτίες της, γιατί ντρεπόταν η ίδια να τις ξεστομίσει και κλαίγοντας παρακαλούσε τον Άγιο να το διαβάσει και να συγχωρήσει τις αμαρτίες της. Ο Άγιος την παρηγόρησε, και είπε ότι μόνο ο Κύριος συγχωρεί τις αμαρτίες μας. Φιλεύσπλαχνος, όπως ήταν, κρατούσε το γράμμα σ' όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Στο τέλος κάλεσε τη γυναίκα και της επέστρεψε το γράμμα. Εκείνη μόλις το άνοιξε δεν βρήκε τίποτε γραμμένο, παρά μόνο ένα σημείο όπου αναφέρει ένα θανάσιμο αμάρτημά της. Κλαίγοντας πάλι τον παρακαλούσε να την λυπηθεί και να προσευχηθεί και πάλι στο Θεό να τη συγχωρήσει. Ο Άγιος Βασίλειος τότε της είπε να πάει αμέσως στην έρημο να βρει τον Όσιο Εφραίμ και να δεηθεί αυτός, στον Θεό για το αμάρτημα της. Η γυναίκα χωρίς να χρονοτριβήσει με την ευχή του Αγίου πήγε αμέσως στην έρημο. Εκεί βρήκε τον Όσιο Εφραίμ κι αφού του διηγήθηκε την ιστορία της, τον παρακάλεσε θερμά.

Ο Όσιος όμως της αρνήθηκε, λέγοντας της να πάει στον Άγιο Βασίλειο όπου οι δικές του δεήσεις έσβησαν τις αμαρτίες της έτσι αυτός πάλι μπορεί να δεηθεί στον Κύριο και για τη μία αμαρτία που έμεινε. Να το κάνει σύντομα όμως γιατί ο Άγιος σε λίγο πεθαίνει. Εκείνη μόλις το άκουσε έφυγε τρέχοντας να προλάβει ζωντανό τον Άγιο. Όταν έφθασε, όμως η δύστυχη βρήκε το φέρετρο του και πλήθος κόσμου πάνω του. Έκλαιγε και φώναζε, ρίχνοντας το γράμμα στα πόδια του Αγίου είπε σε όλους την ιστορία. Κλαίγοντας έλεγε ότι ο Άγιος μπορούσε να δεηθεί και γι' αυτή την αμαρτία αλλά την έστειλε σε άλλον. Ένας Ιερέας τότε θέλησε να δει στο γράμμα για ποια αμαρτία μιλούσε η γυναίκα. Και τότε να το θαύμα. Δεν υπήρχε στο γράμμα τίποτε γραμμένο.

Κατά την τελευταία μέρα πάλι της ζωής του ο Άγιος και Μέγας Βασίλειος έκανε Χριστιανό τον Εβραίο γιατρό και φίλο του Ιωσήφ καθώς και όλη του την οικογένεια  με θαυμαστό τρόπο. Αφού ο γιατρός τον επισκέφθηκε, ρώτησε ο Άγιος να του πει πόσες ώρες του μένουν. Αυτός πιάνοντας τον σφυγμό του, του είπε ότι μένουν λίγες ώρες, κι ότι στη δύση του ηλίου θα πεθάνει. Ο Άγιος τότε του είπε ότι αν ζήσει μέχρι την επόμενη ημέρα τι θα κάνει. Ο Ιωσήφ του είπε ότι αν συμβεί κάτι τέτοιο να πεθάνει ο ίδιος. Καλά το λες του είπε ο Άγιος να πεθάνεις την αμαρτία και να ζήσεις εν Χριστώ. Δέχθηκε ο Ιωσήφ γιατί ήταν αδύνατο με τους φυσικούς νόμους να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όταν έφυγε ο Εβραίος, προσευχήθηκε ο Άγιος Βασίλειος στον Θεό να του παρατείνει τη ζωή και για να δώσει την πραγματική ζωή στο φίλο του Ιωσήφ και στην οικογένεια του και για να προλάβει να έρθει εκείνη η δυστυχισμένη γυναίκα, που έστειλε στην έρημο στον Όσιο Εφραίμ. Ο Θεός άκουσε τη δέηση του αγαπημένου δούλου του. Την επόμενη ημέρα το πρωΐ ζήτησε να του φέρουν τον Εβραίο γιατρό. Εκείνος αμέσως πήγε στο σπίτι του Αγίου νομίζοντας ότι θα τον βρει νεκρό. Βλέποντας όμως ότι ο Άγιος Βασίλειος ήταν ζωντανός χωρίς καν σφυγμό και ζωή στις φλέβες του έπεσε στα πόδια του κι αναγνώρισε τον αληθινό Θεό και Σωτήρα Ιησού Χριστό. Σε λίγο ο ίδιος ο Άγιος βάπτισε τον Ιωσήφ με το όνομα Ιωάννη και όλη του την οικογένεια.

Γύρω στις δέκα ρώτησε πάλι ο Άγιος τον φίλο του «Κύριε Ιωάννη πότε θα πεθάνω;» κι εκείνος του απάντησε «όταν ορίσεις εσύ Δέσποτα»


Η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου

Κατανοώντας ο Άγιος Βασίλειος τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί και στον κλήρο και στο λαό, να παρακολουθήσουν την μακρά Θεία Λειτουργία και τις ευχές προς τον Θεό, στην όλη ακολουθία του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου, παρακάλεσε τον Κύριο με νηστεία και προσευχή να του φανερώσει τον τρόπο να βοηθήσει τους πιστούς. Ο τρόπος, θαυμαστός, όπως μόνο σε έναν Μεγάλο διδάσκαλο, Πατέρα και Άγιο της Εκκλησίας θα ταίριαζε. Σε οπτασία, λοιπόν, είδε ο Άγιος, ο σοφότατος  Βασίλειος, τον Κύριο με τους Αποστόλους, να τελεί την Θεία Μυσταγωγία, λέγοντας τις ευχές όχι όπως ακριβώς είναι γραμμένες στη Θεία λειτουργία του αδελφοθέου Ιακώβου, αλλά συντετμημένες με τέτοιο τρόπο, όπως τις συνέθεσε κατόπιν ο Άγιος στη Θεία Λειτουργία του.


Απολυτίκιο. Ήχος α'.
Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου,
ως δεξαμένην τον λόγον σου
δι' ου θεοπρεπώς εδογμάτισας,
την φύσιν των όντων ετράνωσας,
τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας,
Βασίλειον ιεράτευμα, Πάτερ όσιε,
Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,
δωρήσθαι ημίν το μέγα έλεος.



Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

Απομαγνητοφωνημένο Κήρυγμα του π. Θεοδώρου Ζήση

ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ - ΕΟΡΤΗ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

Τριπλή εορτή σήμερα!  Οι δύο από τις εορτές έχουν εκκλησιαστικό χαρακτήρα: η εορτή της περιτομής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όπως και η εορτή και η μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας, Ουρανοφάντορος.  Και κοντά σ’ αυτές τις δύο γιορτές υπάρχει θα λέγαμε και η πολιτική εορτή της ενάρξεως του νέου πολιτικού έτους, η πρωτοχρονιά και η πρωτομηνιά, η οποία όμως κι αυτή προσλαμβάνει, μέσα στην Εκκλησία για όλους μας, πνευματικό χαρακτήρα και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται απλώς ως μία κοσμική εορτή και να κάνουμε κι εμείς τα του κόσμου.  Τα αγιογραφικά αναγνώσματα της σημερινής ημέρας, το μεν Ευαγγέλιο του Όρθρου, από το κατά Ιωάννην Άγιο Ευαγγέλιο, ορίστηκε εξ αιτίας της εορτής του Μεγάλου Βασιλείου·  και εκεί, όσοι ήσαν το πρωί στον Όρθρο, άκουσαν ότι ο Χριστός μάς ομίλησε για τον καλό ποιμένα, ποιος είναι ο καλός ποιμήν· κι ότι τα πρόβατα ακούν τη φωνή του καλού ποιμένος, ενώ του κακού ποιμένος την φωνήν ως ξένου, ως αλλοτρίου, δεν την ακούν.  Αλλοτρίω δε, ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν . (Ιωάν., 10, 5).  Και ορίστηκε αυτή η περικοπή, διότι καλός ποιμήν, κατ’ εξοχήν, καθ’ υπερβολήν μέγας ποιμήν της Εκκλησίας είναι ο εορταζόμενος σήμερα άγιος, ο Μέγας Βασίλειος.

Τα αγιογραφικά αναγνώσματα της Κυριακής έχουν σχέση με την εορτή της Περιτομής του Κυρίου μας, η οποία βέβαια δεν αναπτύσσεται εκτενώς μέσα στο Ευαγγέλιο·  όπως ακούσαμε ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας είπε ότι συμπληρώθηκαν οι οχτώ ημέρες του περιτεμείν το παιδίον (Λουκ., 2, 21) και ότι οδήγησαν στο ναό τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό μετά από οκτώ ημέρες και εκεί έγινε η περιτομή, όπως προέβλεπε ο Μωσαϊκός νόμος και συγχρόνως του έδωσαν και το όνομα Ιησούς, κατά την περιτομήν, το οποίο ήδη είχε αναγγείλει ο Άγγελος.

Η Αποστολική περικοπή, από την προς Κολασσαείς επιστολή, έχει κι αυτή σχέση με την περιτομή, κάνει λόγο για την περιτομή την χειροποίητο, αυτήν την οποίαν υπέστη και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, την Ιουδαϊκή περιτομή, η οποία όμως εγκαταλείφθηκε από μας τους χριστιανούς.  Γνωρίζετε όλοι ότι κατά τους πρώτους χρόνους της ζωής της Εκκλησίας μας έγινε πολύ μεγάλο ζήτημα, ανάμεσα στους ιουδαΐζοντας χριστιανούς και στους μη ιουδαΐζοντας, αν θα έπρεπε και οι χριστιανοί, και εμείς, να περιτεμνόμαστε·  κάποιο διάστημα μάλιστα και ο Απόστολος Πέτρος παρασύρθηκε και υποστήριζε και αυτός ότι πρέπει όλοι μας να περιτεμνόμαστε, όπως οι Ιουδαίοι, και τον ήλεγξε αυστηρώς ο Απόστολος Παύλος και τελικώς η Α’ Αποστολική Σύνοδος, η οποία συνεκλήθη στα Ιεροσόλυμα το 49-50 μ.Χ., αποφάσισε ότι δεν πρέπει οι χριστιανοί να τηρούν τη διάταξη αυτή του Μωσαϊκού νόμου και να περιτεμνόμαστε.  Αυτά όμως είναι εισαγωγικά.

Αυτό το οποίο σήμερα εδώ επέλεξα να σας αναπτύξω εν ολίγοις, είναι κάτι που έχει σχέση με την αποστολική περικοπή, η οποία είναι από την προς Κολασσαείς επιστολή του Αποστόλου Παύλου, αλλά έχει σχέση επίσης και με μία νοοτροπία, η οποία έχει καλλιεργηθεί στις ημέρες μας, νοοτροπία και συνήθειες, οι οποίες μοιάζουν πολύ με αυτά που ζούσαν οι χριστιανοί στις Κολοσσές  και τις οποίες συνήθειες επικρίνει ο Απόστολος Παύλος.  Και οι συνήθειες αυτές τις οποίες επικρίνει ο Απόστολος Παύλος είναι ότι, ενώ είχαν γίνει πολλοί χριστιανοί, εξακολουθούσαν να τηρούν διατάξεις παλαιές, να παρασύρονται από την κοσμική νοοτροπία κι από τον κοσμικό τρόπο διαβιώσεως και ζωής, κι έτσι ουσιαστικώς να μην τηρούν όσα προβλέπει το Ευαγγέλιο, όσα προβλέπουν οι εντολές του Κυρίου.

Ακούσατε λοιπόν πριν από λίγο, ότι μας είπε ο Απόστολος Παύλος Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν. (Προς Κολασ., 2, 8).   Να προσέχετε, λέγει, να μην υπάρξει κάποιος ο οποίος θα σας ξεγελάσει, θα σας παρασύρει  με την  φιλοσοφία αλλά και με την ψεύτικη απάτη, όπως επίσης και κατά τα στοιχεία του ανθρώπου, του κόσμου, κατά τις συνήθειες του κόσμου και ου κατά Χριστόν.  Διότι στον Χριστό κατοικεί όλο το πλήρωμα σωματικώς κι εμείς είμαστε γεμάτοι από το Χριστό, και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι, κι όποιος είναι γεμάτος από το Χριστό δεν έχει ανάγκη να γεμίζει και από τις κοσμικές συνήθειες και από τις κοσμικές εορτές.  Και στη συνέχεια μας κάνει λόγο για την περιτομή την αχειροποίητο εν ω περιετμήθητε περιτομή αχειροποιήτω· έχουμε υποστεί κι εμείς οι χριστιανοί μία περιτομή, σε μας όμως δεν απέκοψαν τμήμα του δέρματός μας, όπως στη σωματική περιτομή τη χειροποίητο, αλλά  σε μας περιέκοψαν τα αμαρτήματα, το σώμα της αμαρτίας εν τη απεκδύσει του σώματος των αμαρτιών της σαρκός, εν τη περιτομή του Χριστού  αυτή είναι η δική μας αχειροποίητος περιτομή, ότι με το βάπτισμά μας απεκδυόμεθα τα αμαρτήματά μας, κόπτονται τα αμαρτήματά μας·  και περισσότερο ότι αυτή την περιτομή εμείς την κάνουμε πράξη στη ζωή μας, περικόπτοντας όχι σωματικό μέρος, αλλά περικόπτοντας τις αμαρτίες μας.  Αυτή λοιπόν εδώ η περικοπή του Αποστόλου Παύλου, συνειρμικά, μ’ έκανε να σκεφτώ ότι όντως έχει κυριαρχήσει μία νοοτροπία, η οποία εξακολουθεί και η οποία επιδεινώνεται τις ημέρες αυτές των εορτών και κατά την ημέρα της σημερινής εορτής.  Δεν ξέρω αν και σε άλλες χρονιές ήταν και σε μας το εκκλησίασμα τόσο αραιωμένο, πάντοτε ήταν αραιωμένο διότι οι περισσότεροι ξενυχτούν, πολλοί από το εκκλησίασμα το δικό μας έχουν φύγει και βρίσκονται αλλού, αλλά παρατηρώ κάθε χρόνο ερχόμενος το πρωί στην εκκλησία ότι η Πρωτοχρονιά είναι η μόνη μέρα που η Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη αυτοκίνητα, σαν  να είναι καθημερινή.  Τις Κυριακές που έρχομαι υπάρχει ησυχία, ξεκουράζονται όλοι, κοιμούνται τις Κυριακές, δεν παν στην εκκλησία·  τώρα κυκλοφορούν, κυκλοφορούν, κυκλοφορούν και γιατί κυκλοφορούν;  Διότι τη νύχτα ξενυχτούν, διότι υπάρχει αυτή η εσφαλμένη αντίληψις ότι πρέπει να είμαστε χαρούμενοι αυτή την ημέρα· τα στοιχεία του κόσμου, κατά την παράδοση των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Θεόν·  κι ότι πρέπει να γλεντήσουμε τη βραδιά αυτή της Πρωτοχρονιάς, να ξεδώσουμε, να χαρούμε, εις τρόπον ώστε αν αυτή η μέρα μας πάει καλά, όλες οι άλλες ημέρες θα πάνε καλά.  Πολλές φορές αναφέρθηκα σ’ αυτή την κακή πρόληψη, την κακή δεισιδαιμονία και είπα ότι ο χρόνος μας και η ζωή μας αγιάζεται όχι παρατηρώντας μήνας και καιρούς και ενιαυτούς, όχι βλέποντας αν την 1η του μηνός θα πάμε καλά ή αν την 1η της χρονιάς, του έτους, θα πάμε καλά, αλλά αγιάζοντας τη ζωή μας με την αρετή.

Υπάρχει επίσης και μια άλλη συνήθεια και νοοτροπία κοσμική, η οποία και αυτή κυριαρχεί αυτές τις ημέρες, η ευχή –πολλές φορές το έχω πει κι αυτό, ας το επαναλάβω- η ευχή «Χρόνια πολλά».  Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, αφού και όλοι μας, κι εγώ από συνήθεια, όπου βρεθώ λέω «Χρόνια πολλά», τι να πω;  Και για να μειώσω λίγο αυτή την ευχή, που δεν είναι χριστιανική ευχή το «Χρόνια πολλά», προσθέτω «Χρόνια πολλά και ευλογημένα»·  τουλάχιστον να είναι ευλογημένα, να μην είναι απλώς «χρόνια πολλά», αλλά να είναι ευλογημένα, να είναι κατά Χριστόν τα «χρόνια πολλά».  Και η άλλη ευχή «πάνω απ’ όλα υγεία»·  όπου βρεθείς «πάνω απ’ όλα υγεία», υγεία, υγεία, υγεία, υγεία να έχετε, πάνω απ’  όλα υγεία.  Κι όλοι εύχονται για μακροημέρευση, εις έτη πολλά, για χρόνια πολλά, να είσαι γερός, να ζήσεις, να χαρείς, να είσαι υγιής…  Όλα αυτά, αγαπητοί μου, είναι στοιχεία του κόσμου, είναι παραδόσεις ανθρώπων, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, και δεν είναι χριστιανική νοοτροπία, δεν είναι χριστιανική διδαχή, δεν προκύπτουν όλα αυτά από το Ευαγγέλιο, δεν προκύπτουν από τη ζωή των Αγίων, δεν είναι παράδοση της Εκκλησίας μας, δεν είναι παράδοση των Αγίων Πατέρων.

Σχετικώς λοιπόν με αυτά σήμερα, ήθελα να σας παρουσιάσω μερικές σκέψεις, λέγοντας γενικώς τα εξής: κατά την Πίστη, της Εκκλησίας μας στο σχέδιο του Θεού ο άνθρωπος έπρεπε να είναι ένα ον, το οποίο θα ζούσε αιωνίως, όχι απλώς χρόνια πολλά, θα ζούσε αιωνίως ο άνθρωπος· δεν θα υπήρχε ούτε το γήρας, ούτε η φθορά, ούτε ο θάνατος, αλλά θα είχαμε μία αιώνια ζωή.  Και το Ευαγγέλιο μας λέει ότι αυτή την αιώνιο ζωή πρέπει πάντοτε να έχουμε στο νου μας, διότι αυτή η αιώνιος ζωή μπορεί ξανά να κερδηθεί.  Την χάσαμε αυτή τη ζωή στον Παράδεισο εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά αυτή η αιώνιος ζωή είναι μπροστά μας·  γιατί λοιπόν να κοιτάζουμε και να ενδιαφερόμαστε εδώ για τα «χρόνια πολλά», πόσο θα ζήσουμε και να μην ενδιαφερόμαστε για την αιώνια ζωή, την ατελεύτητη ζωή και να ευχόμαστε, όπως πολλές φορές έχω πει, «Καλό Παράδεισο»!  Πού να ευχηθείς «Καλό Παράδεισο»;  Θα θεωρηθεί αυτό ότι αυτό είναι μία ευχή, που λες να πεθάνει:  «Καλό Παράδεισο», άντε να πεθάνεις τώρα.  Αλλά υπάρχει καλύτερη ευχή;  Σαν να του λες να κληρονομήσεις την αιώνια ζωή, να κληρονομήσεις τον Παράδεισο.  Δεν υπήρχε λοιπόν στο σχέδιο του Θεού η φθορά και ο θάνατος και το γήρας.  Ο Αδάμ και η Εύα δεν γεννήθηκαν βρέφη, για να μεγαλώσουν, να γεράσουν και να πεθάνουν·  πλάστηκαν και δημιουργήθηκαν από το Θεό στην κατάσταση της νεότητος, για να μείνουν αιώνια νέοι και αθάνατοι και να φτάσουν στην αγήρω μακαριότητα, στην αγήραστη ευφροσύνη της αιωνίου ζωής.  Η εμφάνιση όμως του κακού, της αμαρτίας, η ανυπακοή και ο εγωισμός του ανθρώπου απέναντι του Θεού ανέτρεψαν αυτόν τον αρχικό σχεδιασμό και οδήγησαν το Θεό σε προσαρμογή του σχεδίου, στις νέες πλέον συνθήκες της αμαρτίας, τις οποίες συνθήκες δημιούργησε ο άνθρωπος.  Αν ο άνθρωπος εξακολουθούσε να είναι αθάνατος, μετά από την αμαρτία, θα διαιώνιζε το κακό στην ύπαρξή του και θα έδινε στο κακό αιώνια υπόσταση.  Για να μη γίνει, λοιπόν, το κακό αθάνατο, ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται ,πολύ ωραία φράση από τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Θεός δρώντας ευεργετικά και θεραπευτικά, επιτρέπει την εκδήλωση της φθοράς, του γήρατος, και του θανάτου με τη διαδικασία αυτή της φθοράς των κυττάρων του οργανισμού, για να διακοπεί η συνέχιση του κακού της αμαρτίας.  Δεν υπάρχει ούτε μία ημέρα στη ζωή μας χωρίς αμαρτία.  Γιατί ουδείς καθαρός από ρύπου, κι αν μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης.  Γι’ αυτό η παράταση της ζωής, η μακροβιότητα, τα πολλά χρόνια, τα οποία ευχόμαστε όλοι μας και τα οποία οραματίζονται να επιτύχουν οι ιατροί με έρευνα κτλ, αν δεν συνοδεύονται όλα αυτά, η μακροβιότητα, τα χρόνια πολλά, αν δεν συνοδεύονται και από προσπάθεια τελειοποιήσεως στην αρετή και στην αγιότητα, αν είναι απλώς χρόνια πολλά κι όχι χρόνια άγια, χρόνια ενάρετα είναι επιζήμια, γιατί παρατείνουν τη διάπραξη της αμαρτίας και του κακού και οδηγούν σε συσσώρευση αμαρτιών.  Όσο πιο πολύ ζούμε, όσο πιο πολλά χρόνια ζούμε, τόσο πιο πολλές αμαρτίες συγκεντρώνουμε και συσσωρεύουμε.

Αυτή η νέα, λοιπόν, θεώρηση του χρόνου της ζωής, σε σχέση με την αρετή και με την αγιότητα, άλλαξε ριζικά την αξιολόγηση όλων αυτών, της μακροβιότητος, της ευχής «χρόνια πολλά» και στην Αγία Γραφή και στην εκκλησιαστική Παράδοση.  Από την Αγία Γραφή να σας σημειώσω εδώ, μόνον, αυτό που κι άλλη φορά και στο Αρχονταρίκι κάτω είπαμε, ότι εκεί ο Απόστολος Ιάκωβος στην επιστολή του, τι λέει για την ζωή μας;  Ελάτε, λέει, εσείς που προγραμματίζετε για αύριο και μεθάυριο, όπως προγραμματίζουμε όλοι μας: το χρόνο αυτό θα κάνουμε εκείνο, θα κάνουμε εκείνο, ας πάμε εδώ και ας πάμε εκεί, ας κάνουμε το χρόνο αυτό εκείνο και το άλλο.  Ποία γαρ η ζωή υμών;  Πώς σχεδιάζετε, λέει, εσείς για όλα αυτά, το χρόνο αυτό θα κάνουμε αυτό, το χρόνο αυτό θα κάνουμε εκείνο, να ζήσουμε χρόνια πολλά. Ποία γαρ η ζωή υμών;  ατμίς γαρ έσται η προς ολίγον φαινομένη, έπειτα δε και αφανιζομένη.  Τι είναι η ζωή μας;  Η ζωή μας είναι ένας ατμός, μία ατμίς, η οποία ξαφνικά εμφανίζεται όπως ο ατμός και σε λίγο εξαφανίζεται, αυτός ο ατμός.  Μας λέει λοιπόν, κι άλλη φορά το είπαμε, αντί να λέμε θα κάνουμε αυτό κι αυτό κι αυτό τα χρόνια που θα ζήσουμε, να λέμε εάν ο Κύριος θελήσει και ζήσομεν και ποιήσομεν και ζήσομεν ετούτο και εκείνο.

Και σε πολλά άλλα χωρία η Αγία Γραφή μας ομιλεί για το πόσο η ζωή μας είναι σύντομη, ο καιρός συνεσταλμένος εστί  (Α’ Κορινθ., 7, 29).  Πέρα όμως από αυτό, υπάρχει στην Πατερική Παράδοση κι επειδή σήμερα γιορτάζει ο Μέγας Βασίλειος, ιδιαίτερα από τη διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου, θέλω να παρουσιάσω μερικές σκέψεις γύρω από το θέμα αυτό, σχετικά με το θέμα αυτό της μακροβιότητος και του γήρατος και του θανάτου.  Λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι υπάρχουν γέροντες -όλοι ευχόμαστε να φθάσουμε στη γεροντική ηλικία και ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά μας, φτάνει αυτό; - υπάρχουν γέροντες λέει, οι οποίοι με την αμαρτωλή ζωή τους καταισχύνουν, ντροπιάζουν το γήρας και αποδεικνύονται αφρονέστεροι και των νηπίων ακόμη·  ενώ αντιθέτως υπάρχουν νέοι, οι οποίοι χωρίς να έχουν λευκές τρίχες, άσπρα μαλλιά, συμπεριφέρονται σαν να ήσαν γέροντες και αξίζουν γι’ αυτό σεβασμού και τιμής αυτοί οι νέοι που συμπεριφέρονται ως γέροντες.  Ενθυμείστε ότι ο Άγιος Σάββας, τον οποίον εδώ ιδιαιτέρως τιμούμε και τον εικονογραφήσαμε στις αγιογραφίες μας, τόσο συνετός ήταν από νεαράς ηλικίας είκοσι ετών, ώστε ο Μεγάλος Ευθύμιος τον ονόμαζε παιδαριογέροντα·  παιδάκι, που είχε τη σύνεση γέροντος, παιδαριογέρων, παιδαριογέροντας.  Λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Πλείον γαρ τω όντι εις πρεσβυτέρου σύστασιν της εν θριξίν λευκότητας το εν φρονήσει πρεσβυτικόν» (Εις τον προφήτην Ησαΐαν 2, 101, PG 30, 284.). Περισσότερο λέγει, για να θεωρηθεί κανένας πρεσβύτερος, δεν είναι οι λευκές τρίχες, η λευκότητα στις τρίχες, αλλά είναι το εν φρονήσει πρεσβυτικόν,  να είναι κανείς πρεσβύτης στη φρόνηση, στην αρετή και στην αγιότητα.

Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με τον χειμαρρώδη λόγο του, λέγει σχετικά απευθυνόμενος σε γέροντες, που αξίωναν σεβασμό, απλώς λόγω μόνον του γήρατος: «Η πολιά τότε αιδέσιμος, όταν τα της πολιάς πράττη. όταν δε νεωτερίζη, των νέων καταγελαστότερος έσται…» (Εις την προς Εβραίους, Ομιλ. 7,3, PG 63, 64-65).  Οι γέροντες, λέει, τότε είναι σεβαστοί, όταν συμπεριφέρονται σαν γέροντες, όταν όμως νεωτερίζουν –και σκεφτείτε τώρα, που έχουν καταντήσει οι γέροντες της εποχής μας·  οι γέροντες της εποχής μας έχουν εκτραπεί οι περισσότεροι τελείως, μ’ αυτήν τη συνήθεια των Κ.ΑΠ.Η. και τους γάμους των γερόντων σε μεγάλη ηλικία-  τι να σεβαστούν σ’ αυτούς τους γέροντες;  Οι οποίοι φτάνουν σε ηλικία 65 κι 70 και 80 ετών και σκέφτονται γάμους, είτε όντες εν χηρεία, είτε ακόμη από διαζύγια·  αυτοί νεωτερίζουν, τι να σεβαστείς σ’ αυτούς τους γέροντες;  Και γαρ την πολιάν τιμώμεν, ουκ επειδή το λευκόν χρώμα του μέλανος προτιμώμεν,  τιμούμε, λέει, την πολιάν, τ’  άσπρα μαλλιά, όχι γιατί προτιμούμε το λευκό χρώμα από το μαύρο, αλλ’ ότι τεκμήριόν εστι της εναρέτου ζωής, το να είναι κανένας γέροντας σημαίνει πως είναι ενάρετος, και ορώντες από τούτου στοχαζόμεθα την έν­δον πολιάν, κι όπως βλέπουμε να είναι κανένας άσπρος απ’ έξω, τι ωραία εικόνα, σκεφτόμαστε και πως μέσα είναι κάτασπρος, είναι λευκός και στην ψυχή, και από τούτου στοχαζόμεθα την έν­δον πολιάν· τώρα πολλοί βάφουν τα μαλλιά τους, οι γέροντες, ακόμα και οι γυναίκες βάφουν τα μαλλιά τους, ενώ δέστε τι συμβολισμός είναι αυτός· τα άσπρα μαλλιά είναι σύμβολο της εσωτερικής καθαρότητος.   Και από τούτου ορώντες στοχαζόμεθα την έν­δον πολιάν, την εσωτερική λευκότητα.  Μη αξίου τοίνυν διά την πολιάν τιμάσθαι, όταν αυτήν αυτός αδικής (Εις την προς Εβραίους, Ομιλ. 7,3, PG 63, 64-65), μην αξιώνεις λοιπόν να τιμάσαι για τα λευκά μαλλιά, όταν εσύ τα αδικείς.  Αυτή, λοιπόν, η αντιμετώπιση αποσυνδέει τον άνθρωπο από τα σωματικά γνωρίσματα και τον αξιολογεί με βάση τα πνευματικά γνωρίσματα.  Κι έτσι η Αγία Γραφή μας λέει πως μπορεί κανένας να είναι διαρκώς νέος, να υπάρχει διαρκής νεότης·  μη σκέφτεστε τα χρόνια πολλά, τα χρονολογικά, τα αστρονομικά έτη, τα πολιτικά έτη, μη σας νοιάζει αυτό, μπορεί να υπάρξει διαρκής νεότης, λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.  Υπάρχει πολιά σφριγώσα και γήρας ακμάζον· κεχάλαστο ο τόνος της σαρκός, νενεύρωτο ο τόνος της πίστεως, ακόμη, λέει, κι αν γεράσει κανένας μπορεί να είναι νέος· κεχάλαστο ο τόνος της σαρκός;  Ατόνησε η σάρκα;  Μπορεί να νευρωθεί ο τόνος της Πίστεως.  Και επικαλείται γι’ αυτό, το παράδειγμα του πατριάρχου Αβραάμ, ο οποίος ενώ στη νεότητά του δεν είχε πνευματικές επιτυχίες - αυτό είναι για όλους μας που βρισκόμαστε σε μεγάλη ηλικία, μπορούμε και σε μεγάλη ηλικία να έχουμε πνευματικές επιτυχίες.  Ο πατριάρχης Αβραάμ ξέρετε σε τι ηλικία εκλήθη από τον Θεόν; Σε ηλικία 75 ετών.  Μεγαλύτερος από μένα--  από την ηλικία των 75 ετών ο πατριάρχης Αβραάμ έκανε αυτά που έκανε και διέπρεψε ως άγιος και ως πατριάρχης.  Και λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αναφερόμενος στον Αβραάμ, ο οποίος σε τόσο μεγάλη ηλικία κατόρθωσε τόσο πολλά, τοιαύτα γαρ της Εκκλησίας τα κατορθώματα, ότι η ατονία του σώματος ουδέν λυμαίνεται την προθυμίαν της πίστεως·  το σώμα αν είναι άτονο, αυτό δε σημαίνει πως και η πίστις μπορεί να ατονήσει.  Κόσμος γαρ Εκκλη­σίας πολιά κατεσταλμένη, και πίστις επτερωμένη και εν τούτω χαίρει η Εκκλησία μάλλον, η Εκκλησία χαίρεται πιο πολύ αν κάποιος στην Πίστη, στην ψυχή του είναι επτερωμένος, όχι αν το σώμα του είναι υγιές και ζωντανό.  Επί μεν γαρ των έξω πραγμάτων ο γέρων άχρηστος, έξω στον κόσμο λέει ότι ο γέροντας είναι άχρηστος.  Αλλ’ ου τα της Εκκλησίας τοιαύτα, στην Εκκλησία δεν ισχύει αυτό, αλλ’ όταν γηράσωσιν οι εν αρετή διάγοντες, τότε μάλλον χρήσιμοι καθίστανται· ου γαρ σαρκών ευτονία, αλλά πίστεως επίτασις ζητείται  όταν λοιπόν γεράσουν οι άνθρωποι και διάγουν εν αρετή, τότε είναι περισσότερο χρήσιμοι.  (Λόγος εις τον μακάριον Αβραάμ 1, PG 50, 737-738).

Γι’ αυτό και η Αγία Γραφή άλλωστε, πολλές φορές το ακούμε στα αναγνώσματα, ιδιαίτερα στους εσπερινούς, μας λέγει γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον·  γιατί εύχεστε να ζήσετε πολλά χρόνια;  Γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται·  ούτε τα γηρατειά μετρώνται με το πόσων ετών είναι κανένας,  καυχόμαστε μερικοί, εγώ είμαι 80, 85 ετών, ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται. Πολιά δε εστί φρόνησις ανθρώποις, και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος. (Σοφία Σολομώντος, 4, 8)  Από την Αγία Γραφή, από την Παλαιά Διαθήκη είναι αυτό, η πολιά λέει, το γήρας είναι η φρόνησις και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος και τα γεράματα φαίνονται από τον ακηλίδωτο βίο.

Υπάρχουν νέοι, οι οποίοι κατορθώνουν σε λίγα χρόνια την αρετή και την τελειότητα κι είναι έτοιμοι γι’ αυτό να εισέλθουν στην αιωνιότητα.  Τελειωθείς εν ολίγω, επλήρωσε χρόνους μακρούς, (Σοφ. Σολ. 4, 13), υπάρχουν νέα παιδιά, τα οποία φεύγουν σε ηλικία 20-25 ετών κι ήταν ήδη άγια, τα παιδιά αυτά·  δεν ισχύει γι’ αυτούς το «χρόνια πολλά», πολύ καλύτερα όμως που έφυγαν σ’ αυτή τη νεαρή ηλικία·  οι άγιοι δεν επιθυμούν να έχουν πολυχρόνια ζωή στον παρόντα βίο, χρόνια πολλά και χρόνια πολλά, οι άγιοι βιάζονται να φύγουν, να παν στην αιώνια ζωή, εκεί είναι ο κλήρος μας·  και επείγονται και βιάζονται να αποθάνουν, για να είναι μαζί με τον Χριστό, αισθάνονται εδώ ως πάροικοι και ως παρεπίδημοι, ως μετανάστες και ζητούν να τελειώσει ο χρόνος αυτός της παροικίας, για να κατοικήσουν στον μόνιμο και κατάλληλο χώρο.

Ο Μέγας Βασίλειος έχει ένα δύο καταπληκτικά κείμενα γύρω από το θέμα, κι άλλη φορά σας έχω μνημονεύσει, ας τα υπενθυμίσω απλώς τώρα.  Απευθυνόμενος προς τους νέους ο Μέγας Βασίλειος τους λέγει τα εξής: ότι εμείς, λέγει, παιδιά μου –άντε να τα πεις τώρα αυτά στα νέα παιδιά· ελάχιστοι νέοι είναι που ακούν αυτόν τον λόγο, τα παιδιά μας απόψε βρισκόταν τα περισσότερα στις καφετέριες και στα μπαρ κι εδώ κι εκεί-   εμείς, λέει, παιδιά μου, τον ανθρώπινον τούτον βίον ουδέν είναι χρήμα παντάπασιν υπολαμβάνουμεν, θεωρούμε ότι αυτή η ζωή, την οποίαν εμείς ευχόμαστε να ζήσουμε, να ζήσουμε, να ζήσουμε πολλά, ν’ απολαύσουμε αυτή τη ζωή, ο Μέγας Βασίλειος λέει ότι εμείς αυτή τη ζωή δεν την εκτιμούμε καθόλου. Οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασι τὸν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾿ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾿ ὀνομάζομεν, ὃ τὴν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. (Πρὸς τοὺς νέους 2, ΕΠΕ 7, 318).  Τίποτα από τα θεωρούμενα αγαθά αυτής της ζωής δεν έχει αξία, γιατί έχει χρονικό τέλος.  Κι ονομάζει μερικά: οὔκουν προγόνων περιφάνειαν, όχι η καταγωγή μας, δεν είναι μεγάλο πράγμα, οὐκ ἰσχὺν σώματος, όχι να έχουμε δυνατό σώμα, οὐ κάλλος, όχι ομορφιά,  οὐ μέγεθος, οὐ τὰς παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτήν, οὐχ ὅ,τι ἄν τις εἴποι τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾿ οὐδὲ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, όλα αυτά δεν τα κρίνουμε ούτε άξια ευχής.  Εμείς  όμως αντίθετα ευχόμαστε «Χρόνια πολλά», να καλοπεράσουμε, να ζήσουμε, να είμαστε υγιείς, τα σώματά μας να είναι ισχυρά, ουδέ ευχής άξιον κρίνομεν· ἢ τοὺς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ή βλέπουμε σ’ αυτούς οι οποίοι τα έχουν και τους ζηλεύουμε·  αλλά τι κάνουμε εμείς; Να τι κάνουμε, που έλεγα η αιώνιος ζωή· ἀλλ᾿ ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν. Εμείς, η δική μας η προοπτική, των χριστιανών, δεν είναι μικρή και στενή, δεν περιορίζεται εδώ σ’ αυτή τη ζωή αλλ’ επί μακρότερον πρόιμεν ταις ελπίσι, πηγαίνουμε πολύ μακριά με τις ελπίδες μας και τα κάνουμε όλα για την αιώνια ζωή.  Αυτό από τον «Λόγο προς τους νέους».

Υπάρχει επίσης κι ένα άλλο κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου, από ένα θαυμάσιο λόγο «Εις το πρόσεχε σεαυτώ», το οποίο επέλεξα ακριβώς γιατί κάνει λόγο γι’ αυτά που συζητούμε την ημέρα αυτή, για την μακροημέρευση, να ζήσουμε πολλά χρόνια, να μακροημερεύσουμε.  Λέει λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος, εξηγώντας της Παλαιάς Διαθήκης το «Πρόσεχε σεαυτώ», να προσέχεις τον εαυτό σου.  Τι σημαίνει, λέει, αυτό το «πρόσεχε τον εαυτό σου»; Μή τη σαρκί πρόσεχε, μη νομίζεις όταν λέει η Αγία Γραφή πρόσεχε σεαυτώ, ότι λέει να προσέχουμε την υγεία μας, τη σάρκα μας.  Μή τη σαρκί πρόσεχε, μηδέ το ταύτης αγαθόν εκ παντός τρόπου δίωκε· και ποιο είναι το αγαθό της σαρκός; Εμείς πάνω απ’ όλα η υγεία· μην προσέχετε την υγεία, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Υγείαν και κάλλος και ηδονών απολαύσεις, και μακροβίωσιν· μηδέ χρήματα και δόξαν, και δυναστείαν θαύμαζε, (Εἰς τὸ «Πρόσεχε σεαυτῷ», ΕΠΕ, 6) μη τα θαυμάζετε αυτά, ούτε την υγεία, ούτε την μακροημέρευση, ούτε τίποτα, μην τα θαυμάζετε όλα αυτά· τι να κάνομε όμως;   Υπερόρα σαρκός, παρέρχεται γαρ· επιμελού ψυχής, πράγματος αθανάτου.  Τα σαρκικά αφήστε τα, γιατί είναι προσωρινά, να φροντίζεται για την ψυχή σας που είναι αθάνατη.

 Και υπάρχει επίσης ένα πολύ ωραία χωρίο του Μεγάλου Βασιλείου, αφού σήμερα γιορτάζει, εδώ να το υπενθυμίσουμε.  Ο Μέγας Βασίλειος, στο «Λόγο προς τους νέους» λέγει γι’ αυτή τη μακροημέρευση και για το να φτάσουμε σε πολύ γεροντική ηλικία –χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, χρόνια πολλά-  λέει:  Εγώ δε καν το Τιθωνού τις γήρας, καν το Αργανθωνίου λέγη, καν το του μακροβιωτάτου παρ’ ημίν Μαθουσάλα, εγώ λέει, ακόμα κι αν με παρουσιάσει κανένας τα γηρατειά του Τιθωνού, από την αρχαία ελληνική γραμματεία είναι αυτό, ή του Αργανθωνίου, κι αυτός σε πολύ μεγάλη ηλικία, αν μου φέρει κανείς σαν παράδειγμα ακόμη και τον Μαθουσάλα - μαθουσάλεια χρόνια - ος χίλια έτη, τριάκοντα δεόντων, βιώναι λέγεται,  ο οποίος λέγεται ότι έζησε 970 χρόνια, χίλια χρόνια μείον τριάκοντα,  καν σύμπαντα τον αφ’ ου γεγόνασιν άνθρωποι χρόνον αναμετρή, κι αν μετρήσει όλο το χρόνο αφ’ ότου έγιναν οι άνθρωποι, ως επί παίδων διανοίας γελάσομαι, εγώ για όποιον σκέφτεται έτσι, να φτάσει να ζήσει, να ζήσει, να ζήσει χρόνια πολλά, εγώ θα τον περιπαίξω σαν να είναι παιδί, εις τον μακρόν αποσκοπών και αγήρω αιώνα, γιατί εγώ βλέπω στον μακρόν αιώνα, τον ατελεύτητο, ακόμα και χίλια χρόνια να ζήσει κανένας δεν είναι τίποτε μπροστά στον αιώνα τον αγήρω και αιώνιο, ου πέρας ουδέν έστι τη επινοία λαβείν, ου μάλλον γε η τελευτήν υποθέσθαι της αθανάτου ψυχής, ο οποίος δεν έχει τελειωμό. (Προς τους νέους 8, PG 31, 588.).

Σήμερα, λοιπόν, αγαπητοί μου, που γιορτάζουμε τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος κάνει αυτές τις θαυμάσιες σκέψεις και που όλοι μας παρασυρμένοι από τη νοοτροπία αυτή την κοσμική, ευχόμαστε «Χρόνια πολλά» και «πάνω απ’ όλα υγεία», ας ξανασκεφτούμε ότι όλα αυτά είναι κοσμική νοοτροπία, ανθρώπινες παραδόσεις, δεν είναι κατά Χριστόν.  Ο Θεός θέλει η ζωή μας να είναι γεμάτη αρετή και αγιότητα, είτε σύντομη, είτε μακρά·  η μακρινή ζωή δεν μας προσφέρει τίποτε περισσότερο, εκτός αν, η μακρινή ζωή από τον Θεόν δίδεται για να βοηθήσουμε τους άλλους ανθρώπους.  Και η μόνη μας επιδίωξη πρέπει να είναι, όχι εδώ τα χρόνια πολλά, αλλά η αιώνιος ζωή, την οποία μακάρι κι εμείς να κληρονομήσουμε μαζί με τους αγίους.  Αμήν.

Απομαγνητοφώνηση: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου




Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 29/3/2024 8:16:16 πμ