Τὸ δρᾶμα τῆς 9ης Ἰουλίου 1821

Σὰν σήμερα, 9 Ἰουλίου 1821, λίγους μῆνες μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, οἱ Τοῦρκοι ἀπαγχόνισαν στὴν Κύπρο τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κυπριανὸ καὶ ἔσφαξαν τοὺς τρεῖς Μητροπολίτες καὶ ἄλλους προκρίτους τοῦ νησιοῦ, θεωρώντας τους ὑποκινητὲς ἐξεγέρσεως.

Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ Κυβερνήτης ἦταν ὁ σκληρὸς καὶ αἱμοσταγὴς Κιουτσοὺκ Μεχμέτ. Θέλοντας νὰ ἀναπτερώσει τὸ ἠθικὸ τῶν Τούρκων, ποὺ ὑφίσταντο τότε ἀλλεπάλληλες ἧττες στὴν Πελοπόννησο, παίρνει ἔγκριση ἀπὸ τὸ σουλτᾶνο καὶ διενεργεῖ τὸ πιὸ στυγερὸ καὶ ἀποτρόπαιο ἔγκλημα ποὺ συνέβη εἰς βάρος τοῦ Κυπριακοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἂς ἀφήσουμε τὸν ἱστορικὸ Κηπιάδη νὰ μᾶς τὸ περιγράψει.

«Τὴν 9ην Ἰουλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους (1821), ἡμέραν Σάββατον, διέταξεν ὁ Ἡγεμὼν καὶ ἔκλεισαν τὰς πύλας τῆς πόλεως Λευκωσίας, καὶ ἐν τῇ πλατείᾳ τοῦ πάλαι ποτὲ διασήμου ἀνακτόρου τῶν Λουζινιανῶν Βασιλέων, παρέστη τὸ φρικωδέστερον τῶν θεαμάτων, ἀφ᾿ ὅσα ἡ πολυτλήμων Κύπρος εἶδεν ἀπὸ τῆς ὑπὸ τῶν Τούρκων ἁλώσεώς της.

Πρῶτος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ὃν προηγουμένως ὁ Ἡγεμὼν μεθ᾿ ὅρκου διεβεβαίωσεν ὅτι δὲν ἤθελεν ἀποκεφαλίσει καὶ ὅν τινες εἰς μάτην παρεκίνησαν νὰ δραπετεύσῃ καὶ νὰ σώσῃ οὕτως ἑαυτόν, ἀπάγεται καὶ ἀπαγχονίζεται ἐπὶ τῆς ἔναντι τῆς πύλης τοῦ Σεραγίου μέχρι πρό τινος ὑφισταμένης συκαμινέας… Εἶτα ἐκαρατόμησαν (=ἀπεκεφάλισαν) τοὺς τρεῖς Μητροπολίτας Χρύσανθον Πάφου, Μελέτιον Κιτίου καὶ Λαυρέντιον Κυρηνείας, τὸν δὲ Ἀρχιδιάκονον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μελέτιον ἀπηγχόνησαν, ἐξαρτήσαντες αὐτὸν εἰς τὴν ἔναντι τῆς συκαμίνου πλάτανον…».

Τὸν ἀπαγχνισμὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τὴ σφαγὴ τῶν ἄλλων Μητροπολιτῶν ἀκολούθησαν γενικώτερες σφαγὲς πολλῶν ἄλλων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, προκρίτων τοῦ τόπου. Συνολικὰ τὰ θύματα τῆς θηριωδίας αὐτῆς, ποὺ κράτησε 6 μέρες, ἔφτασαν τὰ 470.

Τὸ δρᾶμα τῆς 9ης Ἰουλίου 1821 ἀποθανάτισε μὲ πολλὴ ζωηρότητα σ᾿ ἕνα μεγαλειῶδες ποίημά του ὁ ἐθνικὸς ποιητὴς τῆς Κύπρου Βασίλης Μιχαηλίδης. Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ διάλογος τοῦ Κιουτσοὺκ Μεχμὲτ μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κυπριανό.

Κιουτσούκ:

" Ἔχω στὸ νοῦν μου πίσκοπε νὰ σφάξω, νὰ κρεμάσω
τζ᾿ ἂν ἠμπορῶ ’ποὺ τοὺς ρωμηοὺς τὴν Τζύπρον νὰ παστρέψω,
τζ᾿ ἀκόμα ἂν ἠμπόρηα τὸν κόσμον νὰ γυρίσω,
ἔθεν νὰ σφάξω τοὺς ρωμηούς, ψυσιὴν νὰ μὲν ἀφήσω».

Καὶ ὁ Κυπριανὸς ἀπαντᾶ:

«Ἡ Ρωμιοσύνη ἒν ᾿φυλὴ συνόντζαιρη τοῦ κόσμου.
Κανένας δὲν ἐβρέθητζεν γιὰ νὰ τὴν ἠξηλείψη.
Κανένας, γιατὶ σιέπει την ᾿ποὺ τ᾿ ἄψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμιοσύνη ἒν νὰ χαθῆ, ὄντας ὁ κόσμος λείψη!
Σφάξε μας οὕλλους τζ᾿ ἂς γενεῖ τὸ γαῖμαν μας αὐλάτζιν,
κάμε τὸν κόσμον ματζιελλιὸν τζιαὶ τοὺς Ρωμηοὺς τραούλια
ἀμμὰ ᾿ξερε πὼς ὕλαντρον ὄντας κοπεῖ καβάτζιν,
τριγύρω του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Τὸ ᾿νίν, ἀντὰν νὰ τρώ ᾿την γῆν, τρώει τὴν γῆν θαρκέται,
μὰ πάντα τζεῖνον τρώεται τζαὶ τζεῖνον καταλιέται».

Ἡ θυσία τοῦ ἐθνομάρτυρος Κυπριανοῦ καὶ τῶν ἄλλων Μητροπολιτῶν ἀποτελεῖ μιὰ ἀκόμη προσφορὰ τοῦ κλήρου στοὺς ἀγῶνες τοῦ ἔθνους. Ὅσο κι ἂν θέλουν οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως νὰ συσκοτίσουν τὴν ἀλήθεια, ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ, πὼς ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἀνέκαθεν ἡ Κιβωτὸς τοῦ ἔθνους, τὸ κατα-φύγιο τοῦ λαοῦ στὶς δύσκολες στιγμές, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐμπροσθοφυλακὴ στοὺς ἀγῶνες του γιὰ τὴν ἐλευθερία.

«Χάρις στὴν Ἐκκλησία», γράφει ὁ νεώτερος Κύπριος ἱστορικὸς Κλεάνθης Γεωργιάδης, «ὁ ἑλληνισμὸς κράτησε ἀμείωτη τὴν ἐθνική του συνείδηση καὶ ὑψωμένο τὸ θρησκευτικό του συναίσθημα, δύο ὅπλα μὲ τὰ ὁποῖα ὄχι μόνο ἐπέζησε ἀλλὰ καὶ ἐπιβλήθηκε στοὺς κατακτητές» (Κλ. Γεωργιάδη, «Ἱστορία τῆς Κύπρου», Λευκωσία 1978, σελ. 248).


Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω:


Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης