ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ΠΕΡΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ Α ‘  ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΔΕΣΜΕΙΝ ΚΑΙ ΛΥΕΙΝ

Διέταξες στην ταπεινότητα μας, Πατέρα και αδελφέ, ρωτώντας να σου πούμε, εάν άραγε επιτρέπεται σε μερικούς μοναχούς να εξομολογούν αμαρτίες, αν και δεν έχουν ιερωσύνη, προσθέτοντας και το εξής «Επειδή ακούμε ότι η εξουσία να λύνουν και να δένουν δόθηκε μόνο στους ιερείς». Και αυτά βέβαια είναι τα λόγια της ευσεβούς ψυχής σου και του φλογερού φόβου σου. Εμείς δε δεχτήκαμε την πρόθεσή σου για τα καλά, ότι δηλαδή ζητάς να μάθεις για πράγματα θεία και ιερά όμως δεν είμαστε σε θέση να εκφέρουμε γνώμη και να γράψουμε γι’ αυτά, και γι’ αυτό θέλαμε να σιωπήσουμε διότι η ερμηνεία των πνευματικών πραγμάτων με τρόπο πνευματικό, είναι έργο των χωρίς πάθη και αγίων ανδρών, από τους οποίους εμείς απέχουμε πάρα πολύ και στη ζωή και στα λόγια και στις αρετές.

Επειδή όμως, όπως έχει γραφεί, «ο Κύριος είναι κοντά σε εκείνους που τον επικαλούνται ειλικρινά», σου στέλνω λόγια όχι δικά μου, αλλά παίρνοντάς τα από τη θεόπνευστη Γραφή, όχι για να σε διδάξω, αλλά σου προσκομίζω από αυτήν τις μαρτυρίες για τα θέματα που με ερωτάς, ώστε, με τη χάρη του Θεού να προφυλάξω τον εαυτό μου και αυτούς που με ακούν και από τους δύο κρη­μνούς και από εκείνον που έκρυψε το τάλαντο, και από εκείνον που κατά τρόπο ανάξιο και ματαιόδοξο, και μάλλον συσκοτισμένα εκθέτει τα δόγματα.

Από που λοιπόν να αρχίσουμε το λόγο, αν όχι από την χωρίς αρχή αρχή των όλων; Διότι αυτό είναι καλύτερο, για να είναι αναμφισβήτητα και αυτά που λέγονται. Διότι δεν δημιουργηθήκαμε από αγγέλους, ούτε τα μάθαμε από ανθρώπους, αλλά από την ου­ράνια σοφία, δηλαδή από τη χάρη του Πνεύματος, διδαχθήκαμε κατά τρόπο μυστικόν, και εξακολουθούμε και τώρα να διδασκόμα­στε. Και τώρα, αφού την επικαλεστήκαμε, θα αναφέρουμε εδώ πρώτα τον τρόπο της εξομολόγησης και θα εκθέσουμε τη δύναμή της.

Η εξομολόγηση λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ομολο­γία χρεών, δηλαδή αναγνώριση των σφαλμάτων και της αφροσύ­νης, δηλαδή αποδοκιμασία της φτώχειας. Σύμφωνα με όσα είπε στα Ευαγγέλια παραβολικά ο Κύριος, σε κάποιο δανειστή «υπήρ­χαν δύο οφειλέτες, από τους οποίους ο ένας του χρεωστούσε πεντα­κόσια δηνάρια και ο άλλος πενήντα. Επειδή όμως δεν είχαν να του τα επιστρέφουν, τα χάρισε και στους δύο». Λοιπόν κάθε πιστός βαρύνεται με χρέη προς τον Κύριο και Θεό του, και αυτά που πήρε από αυτόν, πρόκειται να του ζητηθούν μπροστά στο φοβερό και φρικτό δικαστήριό του, όπου θα εμφανισθούμε όλοι, βασιλείς και φτωχοί, γυμνοί και τετραχηλισμένοι. Μερικά λοιπόν από τα πολλά που θα του ζητηθούν και τα οποία κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να απαριθμήσει, μόνο τα ανώτερα και τελειότερα είναι η απελευθέρωση από την καταδίκη, ο αγιασμός από τη βεβήλωση, η είσοδος από το σκοτάδι στο απερίγραπτο φως του, το ότι με το θείο βάπτισμα γίναμε υιοί και κληρονόμοι του, το ότι ενδυθήκαμε τον ίδιο τον Θεό, το ότι γίναμε μέλη του σώματός του και ελάβαμε το άγιο Πνεύμα που κατοικεί μέσα μας, το οποίο είναι βασιλική σφραγίδα, με την οποία ο Κύριος σφραγίζει τα πρόβατά του. Αλλά γιατί αναφέρω τόσα πολλά; Το ότι μας έκανε όμοιούς του. Αυτά όλα και αλλά περισσότερα από αυτά δίνονται σ’ εκείνους που βαπτίζονται αμέσως από το άγιο Πνεύμα, τα οποία ονομάζονται και θεϊκή κλη­ρονομιά και πλούτος.

Οι δε εντολές του Δεσπότη δόθηκαν σαν φύλακες αυτών των απερίγραπτων χαρισμάτων και δωρεών, οι οποίες κατά κάποιο τρόπο περικυκλώνουν τον πιστό και διατηρούν ασύλητο τον θησαυρό που βρίσκεται μέσα στην ψυχή του, και τον κάνουν απροσμάχητο από όλους τους εχθρούς και κλέφτες. Εμείς βέβαια νομί­ζουμε ότι από μας φυλάγονται οι εντολές του φιλάνθρωπου Θεού, και στενοχωριόμαστε γι’ αυτό, αγνοώντας ότι μάλλον εμείς φυλαγό­μαστε από εκείνες. Διότι εκείνος που τηρεί τις εντολές του Θεού δεν τηρεί και φυλάει εκείνες, αλλά τον εαυτό του από τους ορατούς και αοράτους εχθρούς, οι οποίοι είναι αναρίθμητοι και φοβεροί, και για τους οποίους ο Παύλος δηλώνει «Δεν παλεύουμε με σάρκα και αίμα» και τα εξής, δηλαδή αυτούς που παρατάσσονται στον αέρα εναντίον μας χωρίς να φαίνονται.

Αυτός λοιπόν που φυλάει τις εντολές, φυλάγεται από αυτές, και δεν χάνει τον πλούτο που του εμπιστεύθηκε ο Θεός. Ενώ αυτός που περιφρονεί εκείνες βρίσκεται γυμνός και καταβάλλεται εύκολα από τους εχθρούς, και αφού χά­σει όλο τον πλούτο, γίνεται χρεώστης στο βασιλιά και Δεσπότη για όλα εκείνα που είπαμε, για τα οποία δεν είναι στον άνθρωπο δυνατό να ανταποδώσει κάτι, ή να βρει τα ίδια διότι είναι ουράνια και ήρθαν από τον ουρανό, και έρχεται ο Δεσπότης κάθε μέρα φέροντας και διανέμοντάς τα στους πιστούς.

Που λοιπόν θα μπορέ­σουν αυτοί που τα πήραν και τα έχασαν να τα ξαναβρούν; Πραγ­ματικά πουθενά όπως ούτε ο Αδάμ ή κάποιος από τους γιούς εκεί­νου μπόρεσε να κάνει ανάκληση του εαυτού του ή των συγγενών του, παρά μόνο ο πάνω από τη φύση Θεός, αφού έγινε σαρκικά υιός του, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ήρθε και ανέστησε και εκείνον και εμάς από την πτώση με θεϊκή δύναμη. Αυτός όμως που δεν τηρεί όλες τις εντολές, αλλά άλλες από αυτές τις φυλάει και άλλες τις προδίνει, ας γνωρίζει ότι, έστω και μια αν παραμελήσει, και πάλι θα χάσει όλον τον πλούτο.

Υπόθεσε ότι οι εντολές είναι δώδεκα ένοπλοι άνδρες που στέκονται γύρω σου και καθώς βρίσκε­ται στη μέση γυμνός σε φυλάγουν. Σκέψου άλλους τέτοιους πάλι να σε περιστοιχίζουν από παντού και να είναι τοποθετημένοι αντίπαλοι παλαιστές που ζητούν να σε συλλάβουν και να σε σφάξουν αμέσως· εάν λοιπόν ένας από τους δώδεκα πέσει κάτω με τη θέληση του και αφήσει τη θέση του στον αντίπαλο σαν πόρτα ανοιχτή, ποιο θα είναι το όφελος από τους άλλους ένδεκα άνδρες, αφού ο ένας μπήκε μέσα σ’ αυτούς και σε κατακρεούργησε, ενώ εκείνοι δεν μπο­ρούσαν να γυρίσουν για να σε βοηθήσουν; Διότι, εάν θελήσουν να γυρίσουν, θα θανατωθούν κι εκείνοι από τους αντιπάλους.

Δεν θα γίνει όμως οπωσδήποτε έτσι, εάν και συ φυλάγεις τις εντολές. Διότι, εάν συ χτυπηθείς από έναν εχθρό και πέσεις κάτω, όλες οι εντολές σιγά σιγά φεύγουν πετώντας και χάνουν τη δύναμή τους. Όπως δηλαδή ένα αγγείο γεμάτο κρασί ή λάδι, έστω και αν δεν τρυπηθεί από παντού, εάν γίνει από ένα μόνο μέρος μια τρύπα, χάνει σιγά – σιγά όλο το περιεχόμενό του, έτσι κι εκείνος που αθετεί μια εντολή, ξεπέφτει και από όλες τις άλλες, όπως λέει ο Χριστός «σ’ εκείνον που έχει θα δοθούν και αλλά και θα τα κάνει περισσότερα, ενώ από εκείνον που δεν έχει, θα παρθεί και αυτό που νομίζει ότι έχει». Και πάλι «εκείνος που θα παραβεί μια από τις εντολές μου αυτές τις πολύ μικρές και τη διδάξει έτσι, δηλαδή με την παράβαση, στους ανθρώπους, θα ονομαστεί ελάχιστος στη βασιλεία των ουρανών». Και ο Παύλος «Από εκείνο που κάποιος νικιέται, απ΄ αυτό και υπο­δουλώνεται». Και πάλι «κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία». Και δεν είπε αυτή ή εκείνη η αμαρτία, αλλά όποια κι αν είναι η αμαρτία, αυτή είναι «κεντρί του θανάτου». Την ονομάζει «κεντρί του θανάτου», επειδή όσοι πληγώνονται πεθαίνουν. Επομένως κάθε αμαρτία είναι θανατηφόρα. Διότι αυτός που αμάρτησε μια φορά, όπως λέει ο Παύλος, έχει ήδη πεθάνει, επειδή έγινε ένοχος χρέους και βρίσκεται ξαπλωμένος δεμένος από την αμαρτία σαν να είναι ληστές.

Εκείνος που πέθανε τι άλλο ποθεί διαρκώς, παρά το να αναστηθεί; Και εκείνος που οφείλει και δεν έχει για να επιστρέψει το χρέος του, τι άλλο ποθεί, παρά ν’ απαλλαγεί από το χρέος και να μη μπει στη φυλακή, μέχρι να επιστρέφει αυτό που οφείλει, και το οποίο εάν δεν το έχει, δεν θα βγει ποτέ από το σκοτάδι; Έτσι κι αυτός που έχει πληγωθεί από τους νοητούς ληστές, οπωσδήποτε αναζητεί γιατρό συμπαθητικό και σπλαγχνικό για να πάει σ’ αυτόν. Διότι δεν έχει ζωντανό τον φόβο του Θεού μέσα του, για να πάει μάλλον σ’ εκείνο τον γιατρό. Αλλά επειδή από την περιφρόνη­ση έχει χάσει τη δύναμη της ψυχής βρίσκεται ξαπλωμένος κάτω, παρουσιάζοντας θέαμα φρικτό και ελεεινό σ’ εκείνους που βλέπουν καλά, ή καλύτερα πνευματικά τα ψυχικά πτώματα. Αυτός λοιπόν που με την αμαρτία έγινε δούλος του διαβόλου. Διότι λέει, «δεν γνωρίζετε, ότι είσαστε δούλοι αυτού στον οποίο υπακούτε, είτε δούλοι της δικαιοσύνης που οδηγεί στη δικαίωση, είτε δούλοι της ανομίας που οδηγεί στην ανομία;». Και αφού αυτός έγινε περίγελως του Πατρός και Θεού, και τσαλαπάτημα για τους εχθρούς που αποστάτησαν από τον Θεό, και απογυμνώθηκε από τη βασιλική αλουργίδα, και εγκαταλείφθηκε μελανιασμένος, και από παιδί του Θεού έγινε παιδί του διαβόλου, τι μπορεί να κάνει για να αποκτή­σει και πάλι αυτά από τα οποία εξέπεσε;

Οπωσδήποτε θα αναζητήσει μεσίτη και φίλον του Θεού, που να είναι σε θέση να τον αποκαταστήσει στην κατάσταση που βρισκόταν προηγουμένως και να τον συμφιλιώσει με τον Θεό και Πατέρα. Διότι αυτός που προσκολλήθηκε με τη Χάρη στον Χριστό και έγινε μέλος του, και υιοθετή­θηκε από αυτόν, εάν έπειτα εγκαταλείποντάς τον επιστρέφει σαν σκύλος στο ξέρασμά του και συναφθεί ή με γυναίκα πόρνη, παλλα­κίδα, ή άλλο σώμα, επειδή ατίμασε και εξύβρισε τον Χριστό, κατα­δικάζεται μαζί με τους άπιστους, διότι σύμφωνα με τον θείον Από­στολον, «είμαστε σώμα Χριστού και ο καθένας είναι μέλος του σώ­ματος. Αυτός λοιπόν που έρχεται σε επαφή με την πόρνη, μεταβάλ­λει τα μέλη του Χριστού σε μέλη πόρνης». Και αυτός που έχει διαπράξει αυτά και εξόργισε με τον τρόπο αυτό τον Κύριο και Θεό, δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με τη μεσι­τεία κάποιου άγιου άνδρα και φίλου και δούλου του Χριστού, και με την αποφυγή του κακού.

Γι’ αυτό πρώτα ας αποφύγουμε την αμαρτία. Διότι, εάν τραυματισθούμε με το βέλος της, αλλά δεν μείνουμε πολύν χρόνο με το δηλητήριο της, και γλυκαινόμενοι με μέλι, ούτε σαν αρκούδα που τραυματίστηκε, κάνουμε με την ίδια πράξη μας το τραύμα μεγαλύτερο, αλλά τρέξουμε αμέσως στον πνευματικό γιατρό και αποβάλουμε με την εξομολόγηση το δηλητήριο της αμαρτίας, και αφού φτύσουμε το δηλητήριό της, δεχθούμε πρόθυμα ως αντιφάρμακο τα επιτίμια της μετάνοιας που μας δίνονται από αυτόν, ας αγωνισθούμε να τα εκτελούμε διαρκώς με θερμή πίστη και με φόβο Θεού. Διότι όλοι όσοι σπατάλησαν όλον τον πλούτο που τους είχε εμπιστευθεί και ξόδεψαν μαζί με πόρνες και τελώνες την πατρική τους περιουσία, και από την μεγάλη ντροπή έχουν τη συνείδησή τους σκυμμένη προς τα κάτω και να μη μπορεί να σηκωθεί όρθια, επειδή δεν έχουν πια θάρρος, αναζητούν εύλογα έναν άνθρωπο του Θεού για να γίνει ανάδοχος του χρέους τους, πράγμα που νομίζω ότι είναι αδύνατο να γίνει χωρίς ειλικρινή και κοπιαστική μετάνοια εκείνου που πρόκειται, ή που θέλει να συμφιλιωθεί με τον Θεό.

Ούτε βέβαια ακούστηκε ποτέ, ούτε γράφτηκε στις θεόπνευστες Γραφές, ότι κάποιος ανέλαβε τις αμαρτίες άλλου και απολογήθηκε εκείνος γι’ αυτούς που δεν είναι άξιοι της μετάνοιας του αμαρτωλού πρώτα, και δέχτηκε και κατέβαλε τους ανάλογους κόπους και παρήγαγε τους καρπούς της μετάνοιας. Διότι η φωνή του Προ­δρόμου λέει «κάνετε καρπούς άξιους μετάνοιας και να μη λέτε μέσα σας, έχουμε πατέρα τον Αβραάμ», διότι και ο ίδιος ο Κύ­ριός μας, γι’ αυτούς που φέρονται τόσο ανόητα, είπε «ακόμα και αν παραστούν ο Δανιήλ ή ο Νώε, δεν θα μπορέσουν να γλυτώσουν τους υιούς και τις θυγατέρες τους». Τι θα κάνουμε λοιπόν, ή ποιόν τρόπο να επινοήσουμε για τη διαγραφή του χρέους και ανάκληση της πτώσεως όσοι θέλουμε να μετανοήσουμε; Με τη βοήθεια του Θεού ακούστε, για να πω στον καθένα από σάς.

Εάν θέλεις, αναζήτησε έναν καλό μεσίτη και γιατρό και σύμβουλο, για να υποδείξει κατάλληλους τρόπους μετάνοιας στην αγαθή ψυχήσαν αγαθός σύμβουλος, και να σου δώσει κατάλληλο φάρμακο για το τραύμα σου, σαν γιατρός, και σαν μεσίτης με την προσευχή και την προσωπική παράσταση την οποία θα κάνει πρό­σωπο με πρόσωπο, θα εξευμενίσει για λογαριασμό σου τον Θεό.

Μη προσπαθήσεις λοιπόν να βρεις σύμβουλο κόλακα ή κοιλιόδου­λο, μήπως, συμμορφούμενος με το δικό σου θέλημα, σε διδάξει όχι εκείνα που αγαπά ο Θεός, αλλά αυτά που εσύ παραδέχεσαι, και μείνεις πάλι εχθρός ασυμφιλίωτος ούτε γιατρό άπειρον να βρεις, μήπως με την μεγάλη βιαιότητα και τις ακατάλληλες τομές και καυ­τηριάσεις σε οδηγήσει σε βυθό απογνώσεως, ή αντίθετα από υπερ­βολική συμπάθεια όντας άρρωστος σε θεραπεύσει και νομίζοντας ότι είσαι υγιής σε παραδώσει, χωρίς να το περιμένεις, στην αιώνια κόλαση, πράγμα που είναι χειρότερο. Διότι αυτό μας προξενεί η εδώ ασθένεια της ψυχής, όταν πεθαίνει μαζί με μας. Μεσίτης λοι­πόν μεταξύ Θεού και ανθρώπων δεν νομίζω ότι βρίσκεται τόσο εύ­κολα «Διότι δεν βλέπουν όλοι οι Ισραηλίτες τον Θεό, αλλά μόνο ε­κείνοι που γνωρίζουν πραγματικά σύμφωνα με το όνομα και τη δύ­ναμη του ονόματος, και επειδή είναι άνθρωποι βαθύνοες». Ούτε όλοι όσοι φέρουν το όνομα του Χριστού είναι πραγματικοί Χριστι­ανοί διότι λέγει ο Χριστός «δεν θα μπει στη βασιλεία των ουρα­νών ο καθένας που με αποκαλεί Κύριε Κύριε, αλλά εκείνος που κάνει το θέλημα του Πατρός μου». Όπως επίσης και πάλι λέει «πολλοί θα μου πουν εκείνη την ημέρα Κύριε, δεν βγάλαμε στο ό­νομά σου δαιμόνια; Και θα τους πω Δεν σάς γνωρίζω. Φύγετε από μέσα σεις οι εργάτες της παρανομίας».

Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει όλοι να προσέχετε αδελφοί, και αυτούς που μεσιτεύουν, και αυτούς που έχουν αμαρτήσει, και αυ­τούς που θέλουν να συμφιλιωθούν με τον Θεό, ώστε ούτε αυτοί που μεσιτεύουν να επισύρουν επάνω τους οργή αντί αμοιβής, ούτε αυτοί που συγκρούστηκαν και θέλουν να συμφιλιωθούν να πέσουν, αντί για μεσίτη, σε εχθρό και φονιά και κακόν σύμβουλο διότι αυτοί θα ακούσουν με φρικτή απειλή «ποιος σάς διόρισε αρχηγούς και δικαστές του λαού μου;». Και πάλι «υποκριτή, βγάλε το δοκά­ρι από το μάτι σου, και τότε κοίταξε να βγάλεις το καρφί που υπάρ­χει στο μάτι του αδελφού σου». Και δοκάρι είναι κάποιο πάθος ή κάποια επιθυμία που συσκοτίζει τα μάτια της ψυχής. Και πάλι «γιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου». Και πάλι «στον αμαρτωλό ο Θεός είπε Γιατί εσύ διδάσκεις τον νόμο μου και παίρνεις στο στόμα σου τη διαθήκη μου; Διότι συ μισείς κάθε παιδαγωγία και στρέφεις τα νώτα σου στα λόγια μου». Και από τον Παύλο· «ποιος είσαι συ που κρίνεις ξένον υπηρέτη; Το αν θα σταθεί ή θα πέσει αφορά τον κύριό του. Και ο Θεός έχει τη δύναμη, μέσω του πιστού δούλου του, να τον στηρίξει».

Γι’ αυτό λοιπόν, αδελφοί και πατέρες μου, φοβάμαι και τρέ­μω τον καθένα, και σάς παρακαλώ όλους σας, διασφαλίζοντας και τον εαυτό μου με την παράκληση μου, να μη φερόμαστε περιφρονη­τικά απέναντι σ’ αυτά τα θεία και φοβερά σε όλους μυστήρια, ούτε εναντίον της ψυχής μας, εξαιτίας ματαιοδοξίας ή φιλοδοξίας ή εμπορικής διαθέσεως ή αναισθησίας. Διότι συμβαίνει, επειδή ονο­μαζόμαστε δάσκαλοι και πατέρες, να δεχόμαστε τους λογισμούς των άλλων. Παρακαλώ, να μη αρπάζουμε τόσο πολύ αδιάντροπα το αξίωμα των αποστόλων, διδασκόμενοι από αυτό που συμβαίνει εδώ στη γη. Διότι, εάν κανείς τολμήσει να εξομοιωθεί με τον εκπρό­σωπο του επίγειου βασιλιά από αυθάδεια, και επιχειρήσει να κρα­τήσει και να κάνει κρυφά αυτά που έχουν ανατεθεί σ’ εκείνον, ή και φανερά διαβεβαιώνει ότι τα ασκεί, αυτός και οι μυημένοι μαζί του υπήκοοι, υποβάλλονται στις πιο βαρειές τιμωρίες, για να φοβηθούν οι άλλοι, και περιπαίζεται από όλους σαν τρελλός και αναίσθητος, τι θα πάθουν στο μέλλον εκείνοι που αρπάζουν το αξίωμα των απο­στόλων όντας ανάξιοι;

Αλλά να μη θελήσετε ούτε και μεσίτες των άλλων να γίνετε πριν γεμίσετε από άγιο Πνεύμα και πριν γνωρίσετε και συμφιλι­ωθείτε με συνοχή καρδίας με τον Βασιλιά των όλων διότι ούτε όλοι, όσοι γνωρίζουν τον βασιλιά, μπορούν να μεσιτεύουν για τους άλ­λους σ’ αυτόν. Διότι για πολύ λίγο μπορούν να το κάνουν αυτό εκείνοι που με αρετή και ιδρώτα, ήτοι με τις υπηρεσίες τους, απέκτησαν το θάρρος προς αυτόν, και δεν έχουν αυτοί ανάγκη μεσίτη, αλλά συνομιλούν μαζί του πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν θα τηρήσου­με λοιπόν και στον Θεό την τάξη αυτή, πατέρες και αδελφοί; Δεν θα τιμήσουμε την επουράνια βασιλεία περισσότερο από την επί­γεια, αλλά αρπάζοντας εκ των προτέρων την καθέδρα που βρίσκε­ται στα δεξιά και στα αριστερά του για τον εαυτό μας, και πριν να την ζητήσουμε και να την πάρουμε, θα την χαρίσουμε; Πόσο μεγά­λο τόλμημα! Πόσο μεγάλη ντροπή θα μας καταλάβει; Διότι, κι αν δεν κατηγορηθούμε για τίποτε άλλο, και μόνο γι’ αυτό, ως περιφρονητές της προεδρίας, θα παρθούμε και θα ριχτούμε στη φωτιά που δε σβήνει. Αλλά αυτά είναι αρκετά για νουθεσία εκείνων που θέλουν να προσέχουν τους εαυτούς τους, για τους οποίους άλλωστε επεκτείναμε τον λόγο και πέρα από το υπό συζήτηση θέμα. Τώρα όμως θα πούμε και αυτό για το οποίο ζήτησες να μάθεις.

Ότι βέβαια επιτρέπεται σε μοναχόν που έχει ιερωσύνη να μας εξομολογεί, αφότου δωρήθηκε σε αυτούς από τον Θεό το ένδυ­μα και το σχήμα της μετάνοιας στην τάξη αυτών και ονομάστηκαν μοναχοί, θα το βρεις αυτό να γίνεται παντού, όπως είναι γραμμένο στις θεόπνευστες Γραφές των Πατέρων, στις οποίες αν σκύψεις με προσοχή θα βρεις ότι αυτά που λέω είναι αληθινά. Πριν από αυ­τούς όμως μόνον οι αρχιερείς ελάμβαναν το δικαίωμα να δένουν και να λύνουν, ως διάδοχοι των θείων αποστόλων. Καθώς όμως περνούσε ο χρόνος και οι αρχιερείς διαφθείρονταν, το φοβερό αυτό λειτούργημα μεταβιβάστηκε και σε ιερείς οι οποίοι είχαν ζωή άμε­μπτη και είχαν τιμηθεί με την θεία χάρη. Έπειτα, επειδή και αυτοί ανακατεύτηκαν, καθώς οι ιερείς και οι αρχιερείς εξομοιώνονταν με τον υπόλοιπο λαό, σε σημείο που πολλοί να εμπλέκονται με πνεύμα­τα πλάνης και μάταιες καινοφωνίες και να χάνονται, μεταβιβάστη­κε, όπως είπαμε, στον εκλεκτό λαό του Θεού, εννοώ φυσικά τους μοναχούς, χωρίς να αφαιρεθεί από τους ιερείς ή αρχιερείς, αλλά αφού οι ίδιοι αποξένωσαν τους εαυτούς τους από το λειτούργημα αυτό. Διότι, όπως λέει ο Παύλος, «εφόσον ο ιερέας γίνεται μεσίτης Θεού και ανθρώπων, για να υπηρετεί τον Θεό, οφείλει, όπως προσ­φέρει τις θυσίες για τον λαό, έτσι να τις προσφέρει και για τον εαυτό του».

Αλλά ας αρχίσουμε τον λόγο από πιο πάνω, και ας δούμε πώς και πότε και σε ποιους δόθηκε από την αρχή το δικαίωμα να Ιερουργούν και να δένουν και να λύνουν, οπότε με τη σειρά τους θα γίνουν πιο σαφή αυτά που ρώτησες, όχι μόνο σε σένα, αλλά και σε όλους τους ανθρώπους. Όταν ο Κύριος και Θεός και Σωτήρας είπε σ’ εκείνον που είχε παράλυτο το χέρι, «συγχωρούνται οι αμαρτίες σου», οι Ιουδαίοι ακούοντας το έλεγαν «αυτός λέει βλασφημία ποιος άλλος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, παρά μόνο ένας, ο Θε­ός;». Και το είπαν αυτό επειδή ποτέ δεν δινόταν άφεση αμαρτιών με τον τρόπο αυτόν, ούτε από τους προφήτες, ούτε από τους ιερείς, ούτε από κανένα από τους τότε πατριάρχες. Γι’ αυτό, επειδή αυτό ακουγόταν σαν καινούργια και παράξενη διδασκαλία οι Γραμματείς δυσανασχετούσαν. Και ο Κύριος δεν του κατηγόρησε ακριβώς γι’ αυτό, αλλά τους δίδαξε αυτό που αγνοούσαν, δείχνοντάς τους ως Θεός την εξουσία του, και δωρίζοντας την άφεση των αμαρτιών, όχι ως άνθρωπος, άλλ’ ως Θεός. Γι’ αυτό και τους λέει «Για να δείτε ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί πάνω στη γη αμαρτίες, λέει σ’ αυτόν που είχε παράλυτο το χέρι «Άπλωσε το χέρι σου» και το άπλωσε, και αποκαταστάθηκε η υγεία του χεριού του, όπως του άλλου έτσι, με το ορατό θαύμα βεβαίωσε το μεγαλύτε­ρο και αόρατο. Αυτό έκανε και με τον Ζακχαίο και την πόρνη, και με τον Ματθαίο από το τελωνείο, και με τον Πέτρο που τον αρνήθηκε τρεις φορές, έτσι και με τον παραλυτικό τον οποίο θερά­πευσε και όταν αργότερα τον βρήκε του είπε «όπως βλέπεις, έγινες καλά στο εξής να μη αμαρτήσεις, για να μη πάθεις τίποτε χειρό­τερο», και λέγοντας αυτό, έδειξε ότι εξαιτίας των αμαρτιών του προσβλήθηκε εκείνος από την αρρώστια, και αφού απαλλάχθηκε από αυτήν έλαβε και συγχώρηση των αμαρτιών του. Από αυτούς κανένας δε χρειάστηκε ούτε χρόνια πολλά, ούτε νηστεία, ούτε να κοιμάται κατά γης, παρά μόνο επιστροφή και αταλάντευτη πίστη, αποκοπή από το κακό και αληθινή μετάνοια και πολλά δάκρυα, όπως η πόρνη και ο Πέτρος που έκλαψε πικρά. Από αυτά προέρχε­ται η αρχή του μεγάλου δώρου, που ανήκει μόνο στον Θεό, το οποίο μόνο αυτός είχε και έπειτα το άφησε στους μαθητές του, όταν εκείνος επρόκειτο να φύγει στους ουρανούς.

Ας δούμε όμως πως έδωσε αυτό το αξίωμα και την εξουσία, και σε ποιους και πόσους και πότε εξέλεξε τους ένδεκα μαθητές, ενώ οι πόρτες ήταν κλεισμέ­νες και ήταν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί μέσα. Τότε λοιπόν μπαίνο­ντας μέσα, στάθηκε ανάμεσά τους, τους φύσηξε και είπε «λάβετε άγιο Πνεύμα· εάν συγχωρείτε τις αμαρτίες κάποιων, θα είναι συγχωρημένες, και εάν κάποιων δεν τις συγχωρείτε, θα μένουν ασυγχώρητες». Ας δούμε ακόμα, ότι δεν τους έδωσε καμμιά εντολή να τους βάζουν επιτίμια, διότι επρόκειτο να τα διδαχθούν αυτά από το άγιο Πνεύμα.

Όπως ειπώθηκε λοιπόν, οι άγιοι απόστολοι διαδοχικά μεταβίβασαν την εξουσία αυτή στους επισκόπους, και μάλιστα μόνο σ’ εκείνους οι οποίοι κατείχαν τους θρόνους τους, επειδή οι υπόλοιποι δεν τολμούσαν ούτε να το κατανοήσουν αυτό. Διότι με τόσο μεγάλη ακρίβεια τηρούσαν την εξουσία αυτή οι μαθητές του Κυρίου. Όπως είπαμε όμως, με το πέρασμα του χρόνου αναμίχθηκαν και ζυμώθηκαν οι άξιοι με τους ανάξιους και συγκαλύπτονταν από το πλήθος, επειδή ανταγωνιζόταν ο ένας και διακριθεί από τον άλλο, και να αναλάβει την προεδρία υποκρινόμενος τον ενάρετονΑφότου λοιπόν αυτοί που κατείχαν τους θρόνους των αποστόλων αποδείχθηκαν σαρκικοί και φιλήδονοι και φιλόδοξοι και εξώκειλαν σε αιρέσεις, τους εγκατέλειψε η θεία χάρη και αφηρέθηκε από αυτούς η εξουσία αυτή, και όλα τα αλλά που οφείλουν να έχουν όσοι ιερουργούν. Το να είναι αυτός ορθόδοξος δεν αρκούσε, νομί­ζω, ούτε αυτό. Γιατί ορθόδοξος δεν είναι εκείνος που δεν εισάγει στην Εκκλησία του Θεού κάποια καινούργια διδασκαλία, αλλά εκείνος που έχει ζωή η οποία είναι σύμφωνη με τον ορθό λόγο. Επειδή όμως οι κατά καιρούς πατριάρχες και μητροπολίτες αναζητώντας δεν εύρισκαν τέτοιον άνθρωπο, ή τιμούσαν με το αξίωμα αυτό αντί γι’ αυτόν βρίσκοντας έναν ανάξιο, απαιτώντας από αυ­τόν μόνο αυτό, να εκθέσει εγγράφως το σύμβολο της πίστεως, και δέχονταν μόνο αυτό, και όχι αν είναι ζηλωτής του αγαθού, ούτε αν μάχεται με κάποιον εξαιτίας του κακού, φροντίζοντας έτσι για την ειρήνη της Εκκλησίας, πράγμα που είναι χειρότερο από κάθε έχθρα και πρόξενο μεγάλης ανωμαλίας.

Από τότε λοιπόν οι Ιερείς εξαχρειώθηκαν και έγιναν σαν τον λαό. Διότι, επειδή μερικοί από αυτούς δεν ήταν αλάτι, όπως είπε ο Κύριος, ώστε αυτοί με τους ελέγχους τους να περιορίζουν και να ανακόπτουν έστω και λίγο τη ζωή που γινόταν έκφυλη, αλλά συγ­χωρούσαν και συγκάλυπταν τα πάθη ο ένας του άλλου, έγιναν χει­ρότεροι και από τον λαό, ο δε λαός χειρότερος από αυτούς. Μερικοί όμως από τον λαό φάνηκαν ανώτεροι από τους ιερείς, φέγγοντας σαν αναμμένα κάρβουνα μέσα στο βαθύ σκοτάδι εκείνων. Διότι, εάν εκείνοι, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, έλαμπαν με τη ζωή τους όπως ο ήλιος, αυτοί δεν θα έφεγγαν ούτε σαν κάρβουνα, αλλά από το μεγαλύτερο φως, θα εμφανίζονταν κατάμαυροι.

Όταν όμως στους ανθρώπους απέμεινε μόνο το σχήμα και το ένδυμα της ιερωσύνης, ενώ η δωρεά του Πνεύματος μεταβιβάστηκε στους μοναχούς, που αναγνωριζόταν από τα σημάδια, επειδή με τις πράξεις τους εφάρμοζαν τη ζωή των αποστόλων, ο διάβολος και εκεί προκάλεσε τις γνώριμες μεθοδεύσεις του. Έτσι, βλέποντας ότι αυτοί εμφανίζονταν πάλι στον κόσμο ως νέοι μαθητές του Χριστού και έλαμπαν με τη ζωή και τα θαύματά τους, αφού έβαλε ανάμεσά τους τους ψευδαδέλφσυς και τα δικά του όργανα και τα ανακάτεψε με αυτούς, και αφού με τον καιρό αυξήθηκαν, όπως βλέπεις εξαχρειώ­θηκαν και έγιναν χειρότεροι από εκείνους που είναι μόνο ως προς το σχήμα μοναχοί, και από τους χειροτονημένους που έχουν συγκαταλεχθεί στην τάξη των Ιερωμένων, και από εκείνους που έχουν τιμηθεί με τα αξιώματα της αρχιερωσύνης, δηλαδή τους πατριάρ­χες, τους μητροπολίτες και τους επισκόπους.

Όμως η εξουσία να συγχωρούν αμαρτίες δε δόθηκε από τον Θεό έτσι γενικά στους χειροτονημένους και στην τάξη αυτών· όχι, αλλά παραχωρείται μόνο στους Ιερουργούς. Νομίζω μάλιστα πως αυτό δε δίνεται ούτε σε όλους αυτούς, γιατί σαν χορτάρι που είναι θα καούν, αλλά δίνεται μόνο σ’ εκείνους από τους ιερείς, αρχιερείς και μοναχούς, οι οποίοι συγκαταλέγονται στη χορεία των μαθητών του Χριστού.

Από που όμως θα το καταλάβουν αυτό εκείνοι που συγκα­ταλέγονται στη χορεία των μαθητών, και από που θα τους αναγνωρίσουν αυτοί που τους αναζητούν; Γι’ αυτό ο Κύριος δίδαξε και είπε «Σ’ εκείνους που θα πιστέψουν θα τους ακολουθούν τα εξής σημεία στο όνομά μου θα βγάζουν δαιμόνια, θα μιλούν γλώσσες καινούργιες, θα σηκώνουν φίδια, και αν τυχόν πιούν κάτι θανατη­φόρο, δε θα τους βλάψει». Και πάλι «Τα πρόβατά μου ακούνε τη φωνή μου», και «θα τους αναγνωρίσετε από τους καρπούς». Από ποιους καρπούς; Αυτούς που απαριθμεί ο Παύλος λέγοντας «αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, εγκράτεια», και μαζί μ’ αυτούς ευσπλαχνία, φιλαδελφία, ελεημοσύνη, και τα επακόλουθα αυτών. Επίσης «λόγος γνώσεως, χαρίσματα θεραπειών» και πολλά αλλά «Όλα αυτά τα ενεργά το ένα και το άγιο Πνεύμα, το οποίο τα διανέμει στον καθένα όπως θέλει». Διότι όσοι είναι μέτοχοι αυτών των χαρισμάτων, στο σύνολό τους, ή σε μερικά από αυτά ανάλογα με το συμφέρον τους, συγκαταλέγονται στη χορεία των αποστόλων. Γι’ αυτό και αποτελούν φως του κόσμου, όπως λέει ο ίδιος ο Χρι­στός «Κανένας δεν ανάβει λυχνάρι και το βάζει κάτω από το μόδι, ή κάτω από το κρεββάτι, αλλά στον λυχνοστάτη, για να φέγγει σ’ όλους που βρίσκονται μέσα στο σπίτι».

Δε γνωρίζονται όμως μόνο από αυτά εκείνοι που συγκαταλέγονται στη χορεία των μαθητών του Χριστού, αλλά και από τον τρόπο της ζωής τους έτσι τους αναγνωρίζουν πιο καλά και εκείνα που τους αναζητούν, αλλά και οι ίδιοι τους εαυτούς τους εάν, παραδείγματος χάριν, μιμούμενοι τον Κύριό μας Ιησού Χριστό ζουν κατά τρόπο που να μη ντρέπονται, ή καλύτερα εάν θεωρούν ως πολύ μεγάλη δόξα την απλότητα και την ταπείνωση, και εάν, όπως εκείνος, δείχνουν χωρίς υποκρισία υπακοή στους πατέρες και τους καθοδηγητές τους, καθώς και σ’ εκεί­νους που τους δίνουν πνευματικά εντολές, και επιθυμούν με την ψυχή τους να τους βρίζουν, να τους περιπαίζουν και να τους κακο­λογούν, και δέχονται αυτούς που τους τα κάνουν αυτά σαν προξέ­νους μεγάλων αγαθών και προσεύχονται με δάκρυα μέσα από την ψυχή τους γι’ αυτούς, αυτοί είναι που περιφρόνησαν όλη τη δόξα του κόσμου και θεώρησαν ως ανάξιες λόγου όλες τις ευχαριστήσεις τους.

Αλλά γιατί να λέω πολλά και αυτονόητα μακραίνοντας τον λόγο; Eάν ο καθένας, ακούοντας όλες τις αρετές να διαβάζονται στις άγιες Γραφές, βρίσκει τον εαυτό του να έχει εφαρμόσει όσα λέγονται, και να έχει επίσης έμπρακτα εφαρμόσει κάθε καλή πρά­ξη, και εάν αναγνωρίζει σε κάθε μια από αυτές τη μεταβολή και τη βελτίωση, και ότι ανεβαίνει προς το ύψος της θεϊκής δόξας, τότε ας γνωρίζει ο καθένας και τον εαυτό του, ότι έχει γίνει μέτοχος του Θεού και των δωρεών του, θα αναγνωρισθεί όμως και από εκείνους που βλέπουν καλά, ή ακόμα και από αυτούς που έχουν ασθενή όραση. Και έτσι αυτοί θα μπορούν να πουν σε όλους με παρρησία «Ήμαστε πρεσβευτές του Χριστού και, σαν να σάς παρακαλεί ο Θε­ός με τα δικά μας λόγια, σάς λέμε ‘Συμφιλιωθείτε με τον Θεό’».

Διότι όλοι αυτοί τήρησαν τις εντολές του Θεού μέχρι το θάνατό τους έχασαν τα υπάρχοντά τους και τα μοίρασαν στους φτωχούς ακολούθησαν τον Χριστό δείχνοντας υπομονή στις δοκιμασίες έχασαν τις ψυχές τους στον κόσμο εξαιτίας της αγάπης του Θεού, και τις βρήκαν στην αιώνια ζωή. Βρίσκοντας τις ψυχές τους τις βρήκαν μέσα στο νοητό φως, και έτσι μέσα από αυτό το φως είδαν το φως το απλησίαστο, τον ίδιο τον Θεό, σύμφωνα με αυτό που εί­ναι γραμμένο «με το φως σου θα δούμε φως». Πρόσεχε λοιπόν πως είναι δυνατό να βρει κανείς την ψυχή που έχει η ψυχή του καθενός είναι η δραχμή, την οποία έχασε, όχι ο Θεός, αλλά ο καθέ­νας από μας, βυθίζοντας το εαυτό του μέσα στο σκοτάδι της αμαρ­τίας, και ο Χριστός, το αληθινό φως, με τον ερχομό του συναντώντας αυτούς που τον αναζητούν, τους χαρίζει την ικανότητα να γνωρίσουν τον εαυτό τους, με τρόπο που μόνο αυτός γνωρίζει. Αυτό σημαίνει να βρει την ψυχή του, να δει τον Θεό και μέσα στο φως εκείνου να γίνει ανώτερος όλης της ορατής κτίσεως, και να έχει τον Θεό ποιμένα και δάσκαλο, από τον οποίο θα γνωρίσει, εάν θέλει, και το να δένει και να λύνει, και αφού τον γνωρίσει καλά θα προσκυνήσει αυτόν που του έδωσε το χάρισμα, και θα το μεταδίδει σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη.

Έτσι γνώρισα κι εγώ, παιδί μου, ότι δίνεται σ’ αυτούς η εξουσία να δένουν και να λύνουν από τον Θεό Πατέρα και τον Κύ­ριο Ιησού Χριστό μέσω του αγίου Πνεύματος, σ’ αυτούς οι οποίοι είναι υιοθετημένοι υιοί και άγιοι υπηρέτες του. Κι εγώ ό ίδιος μα- θήτευσα σε τέτοιον πατέρα, ο οποίος δεν είχε χειροτονία από τους ανθρώπους, αλλά με το χέρι του Θεού, δηλαδή με το Πνεύμα, με δέχθηκε ως μαθητή του, και μου υπέδειξε καλώς να δεχθώ και τη χειροτονία από τους ανθρώπους, ακολουθώντας τον τύπο, επειδή από παλιά με παρακινούσε σ’ αυτό το άγιο Πνεύμα με πολύ δυνατή επιθυμία.

Γι’ αυτό ας προσευχηθούμε πρώτα να γίνουμε τέτοιοι, αδελφοί και πατέρες, και τότε να μιλήσουμε στους άλλους για την απαλλαγή τους από τα πάθη και έλεγχο των λογισμών τους, και να αναζητήσουμε τέτοιου είδους πνευματικούς. Ή καλύτερα να αναζητήσουμε άνδρες τέτοιους που αντέχουν στους κόπους και είναι μαθητές του Χριστού, και με πόνο της καρδιάς και πολλά δάκρυα ας παρακαλέσουμε τον Θεό για ορισμένες μέρες ν’ ανοίξει τα μάτια της καρδιάς μας, ώστε να αναγνωρίσουμε, αν συμβεί να βρεθεί τέτοιος άνθρωπος σ’ αυτή την πονηρή γενεά, και αφού τον βρούμε, να πάρουμε μέσω αυτού άφεση των αμαρτιών μας, υπακούοντας στις διαταγές και εντολές του με όλη την ψυχή μας, όπως εκείνος, ακούοντας τις εντολές του Χριστού, έγινε μέτοχος της χάριτος και των δωρεών του, και πήρε από αυτόν τον εξουσία να δένει και να λύνει τις αμαρτίες, πυρπολημένος από το άγιο Πνεύμα, στο οποίο αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Πατέρα και τον μονογενή του Υιό στους αιώνες. Αμήν.

Αναδημοσίευση από:
https://www.entaksis.gr/



Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης