8.17 JAN HUS – ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΟΙ ΕΠΑΦΕΣ ΤΩΝ ΟΥΣΣΙΤΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Ο Jan Hus αναφέρει σε έργο του, το Výklad viery, desatera a pátere (Έκθεση πίστεως, Δεκάλογος και Πάτερ ημών) ότι είχε μιλήσει με τους Έλληνες για τη δογματική διαφορά του filioque. Επίσης είχε ζητήσει να τού μάθουν πως προφέρεται η λέξη “Ευαγγέλιο”, όπως και την ερμηνεία κάποιον λατινικών θεολογικών όρων στα ελληνικά. Ωστόσο, δεν είχε γνώσεις της ελληνικής γλώσσας1 οπότε δεν μπορούσε να έχει πλήρη κατανόηση αυτών.

Αναφέρεται μία πρώτη επαφή των Ουσσιτών με την Κωνσταντινούπολη το 1426 μ.Χ. και μία σύνοδος που συγκάλεσε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος για να συζητηθούν οι θέσεις των Ουσσιτών. Η πληροφορία βρίσκεται στον Βίο του οσίου Μακαρίου του Μακρή, ηγουμένου της Μονής Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι η απεσταλμένοι των Ουσσιτών πείστηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε ήθελαν να γίνουν μέλη της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Ὅτε δὴ παρῆσαν ἐκ τοῦ ῥηγάτου Βοεμίας ἐνταῦθα ζητήσεων εἵνεκα πρέσβεις τῶν ἁγίων εἰκόνων πέρι καὶ τινων ἄλλων ἥκιστα δυναμένων παραφθῆναι – ἦλθον καὶ γὰρ οἱ πρόκριτοι μάλιστα ἐν σοφίᾳ τῶν ἐκεῖσε ὄντων – καὶ κεφάλαια γράψαντες ἒν ἐπιτομῇ καὶ συνόδου γενομένης κελεύσει τοῦ κρατοῦντος ἐνταῦθα τοπικῆς ἐν τῇ μεγίστῃ τῶν πόλεων – οὐ γὰρ ὁ καιρὸς ἐδίδου τοὺς πάντας συνέρχεσθαι διὰ τε τὸ σπουδαῖον ἐκείνων καὶ τὴν ταχίστην ἐπάνοδον -, τίς μᾶλλον ἐκράτει τῶν ἄλλων ἐν τοῖς λόγοις, ὤστε παραδεικνύναι τὰς τῶν έναντίων προτάσεις καὶ συλλογισμοὺς ἀτεχνῶς ἀράχνης ὑφάσματα;

Καὶ οὐδὲν ἦν ὅ προὐτίθετο ἐκείνων μὴ ταχέως καὶ ἐπιστημονικῶς παρ’ αὐτοῦ διελύετο. Οὐ μᾶλλον γεωμετρικαῖς ἀνάγκαις καὶ σοφιστικαῖς ἀποδείξεσιν ἢ τῇ τοῦ Πνεύματος δυνάμει ἀναντιρρήτως τὸ προτεθὲν πρόβλημα ἐκ τῶν θείων Γραφῶν ὑπεδείκνυ, οὐκ ἐν πειθοῖς άνθρωπίνης σοφίας ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος Ἁγίου.

Ὥστε μικροῦ δεῖν τοὺς ἐναντίους πεῖσαι εἰς ταὐτὸ γ’ ἡμῖν συνελθεῖν καὶ μέρος τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας γενέσθαι. Ὅθεν μᾶλλον ἐθαυμαστώθη τῷ τε βασιλεῖ καὶ τοῖς προκρίτοις τῶν ἐν τέλει, ἐν οἷς οὐκ ἦν φθόνος τὸ τῆς ψυχῆς πάθος.

Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τοῖς ἁπάντων στόμασιν ᾔδετο καὶ θυμηδίας τὸ πᾶν ἐνεπίμπλα, ὡς τῶν ἡμετέρον τὸ κράτος ἀνῃρημένων. Οἵ τε μὴν ἀπεσταλμένοι μεταβαλλόντες οὓς ἕφερον πρότερον λογισμοὺς, ἡνίκ’ ἐπεδήμησαν, καὶ πολὺν κατασχέαντες σφῶν αὐτῶν γέλωτα καὶ τῶν οὕτως αὐτοὺς διδαξάντων φρονεῖν, ἀπιόντες ᾤχοντο, καὶ παθόντες μᾶλλον ἢ δράσαντες πολλὴν εὐήθειαν καταγνόντες αὐτῶνμ οἱ πρόσθεν τολμηρῶς ἀπαυθαδιάζοντες καθ’ ἡμῶν.

Ὅμως εἰ καὶ τοῖς λόγοις μηδαμῶς εἴξαντες προφανῶς, ἀλλ’ οὖν τὰς τῶν ὀρθῶν δογματων ἄρκυς οὐκ ἐξέφυγον, καὶ ἐν τῇ οἰκείᾳ παραγενόμενοι ταὐτὰ τοῖς ἄλλοις φρονεῖν παρεσκεύασαν2”.

 (Πηγή: Βιος και πολιτεία του οσίου πατρός ημων Μακαρίου του το επικλην Μακρή, ηγουμένου χρηματίσαντος εν τηι σεβασμιωτατηι μονηι του Παντοκρατορος, (εκδ) Α. Αργυρίου, εν Αγίου Μακαρίου Μακρή Άπαντα, εισαγωγή-κριτική έκδοση κειμένου Αστέριος Αργυρίου, τομ. Α΄, Άγιο Όρος: Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου 2021, σσ. 226 & 228)

 (Ο χωρισμός παραγράφων του κειμένου και όσων ακολουθούν είναι αυθαίρετος, χάριν διευκόλυνσης της ανάγνωσης στην ιστοσελίδα)

Επόμενη καταγεγραμμένη επαφή μεταξύ των Ουσσιτών και των Ελλήνων έγινε στα τέλη του 1451 και αρχές του 1452 μ.Χ. Τότε έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ένας απεσταλμένος των Ουσσιτών, ονόματι Κωνσταντίνος Αγγλικός. Για την ταυτότητά του έχουν διατυπωθεί κάποιες υποθέσεις, όπως ότι ήταν ο Peter Payne, και ως καταγόμενος από την Αγγλία, έφερε το προσωνύμιο Αγγλικός3. Ο F. M. Bartoš διατύπωσε την υπόθεση, ότι πρόκειται για τον Ματθαίο της Hnátnice4, ο οποίος σπούδασε στην Αγγλία, οπότε ονομάστηκε Αγγλικός, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται ως τέτοιος στις τσέχικες πηγές.

Ο γράφων θεωρεί ότι δεν πρόκειται για κανέναν από τους δύο, λόγω προχωρημένης ηλικίας, αλλά επειδή το παράρτημα είναι αφιερωμένο στην παρουσίαση των κειμένων, δεν αναλύουμε το γεγονός και κανένα από τα ζητήματα που προκύπτουν.

Επειδή την εποχή της επίσκεψης ο πατριαρχικός θρόνος ήταν κενός5, ο Κωνσταντίνος εστάλη στον Γεννάδιο Σχολάριο για να τον εξετάσει. Η εξέταση αυτή παρήγαγε δύο κείμενα. Το ένα είναι η ομολογία πίστεως του Κωνσταντίνου Αγγλικού, με τίτλο Λίβελλος Πίστεως, και το δεύτερο, η Ἔκθεσις, είναι μία σύνοψη της ορθοδόξου πίστεως προς ενημέρωση του ίδιου Κωνσταντίνου και των συντρόφων του στην Βοημία.

Η ομολογία του Κωνσταντίνου διαβάστηκε ενώπιον συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, του ιδίου παρισταμένου, και στην συνέχεια του δόθηκε μία επιστολή της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, στα ελληνικά και στα λατινικά, με παραλήπτη το εκκλησιαστικό συμβούλιο της Πράγας. Στην επιστολή αυτή προτείνουν ένωση των Βοημών με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και την αποστολή ιερέων και ιεραρχών για την κατήχηση και την εκπλήρωση του ποιμαντικού έργου.

Το εκκλησιαστικό συμβούλιο της Πράγας έστειλε με την σειρά του μία επιστολή προς την εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, η οποία σώζεται σε δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή έχει ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου 1452 και η δεύτερη 14 Νοεμβρίου του ίδιου έτους και φαίνεται ότι είναι γραμμένη από τον ίδιο τον Rokycana.

Σε καμία από τις δύο επιστολές δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση των Ουσσιτών. Η γλώσσα είναι διπλωματική και το ύφος ενθουσιώδες αγαπητικό. Ωστόσο, την απάντηση θα ελάμβανε η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης διά στόματος του ίδιου του Κωνσταντίνου. Όσοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα συμφωνούν ότι η απάντηση ήταν αρνητική, αλλά ακόμη και αν αυτή ήταν θετική, ένωση δεν θα μπορούσε να γίνει, διότι πριν φτάσει η απάντηση, η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε από τους Οθωμανούς.

Ο γράφων θεωρεί ότι η απάντηση ήταν αρνητική λόγω των σημαντικών διαφορών της ουσσιτικής και της ορθόδοξης θεολογίας. Από την άλλη, οι ουσσίτες δεν ενδιαφέρονταν για ένωση με κάποια εκκλησία, αλλά για αναγνώριση από κάποια εκκλησία.

Δεδομένων των διαφορών της θεολογίας των Ουσσιτών από την θεολογία των Ορθοδόξων, το ερώτημα που μάς βασάνισε για μεγάλο διάστημα ήταν το πώς έλαβε ο Κωνσταντίνος αποδοχή της πίστεώς του από έναν οξυδερκή και μαχητικό ορθόδοξο ιερέα, όπως ο Γεννάδιος Σχολάριος.

Την απάντηση μάς έδωσε το χωρίο από τον βίο του οσίου Μακαρίου Μακρή, το οποίο, είναι αλήθεια, αργήσαμε να ανακαλύψουμε. Μέσω αυτού αποκαλυπτόταν επαφή των Ουσσιτών με την Κωνσταντινούπολη σε εποχή προγενέστερη της επίσκεψης του Κωνσταντίνου. Αυτό σημαίνει ότι ο Κωνσταντίνος γνώριζε την ορθόδοξη θεολογία. Προφανώς ήταν κάποιος από τους συμμετέχοντες στην αποστολή του 1426 μ.Χ. Και φαίνεται ότι είχε αγαθή προαίρεση και ανήκε σε αυτούς που πείστηκαν από τον όσιο Μακάριο και μετέβαλαν την γνώμη τους.

Για τον πρόσθετο αυτό λόγο δεν πιστεύουμε ότι ο Κωνσταντίνος ταυτίζεται με τον Peter Payne, ούτε με τον Ματθαίο της Hnátnice. Ο πρώτος ήταν ένθερμος Λολλάρδος, δεν εντάχθηκε ούτε στους Ουσσίτες. Όσο για τον δεύτερο δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι έκανε ορθόδοξη ομολογία πίστεως και μάλιστα χειροτονήθηκε διά της βίας, για να λάβει το όνομα Κωνσταντίνος, όπως ισχυρίζεται ο F. M. Bartoš. Η παρακάτω ομολογία πίστεως έγινε με ελεύθερη βούληση και σίγουρα ο εξομολογούμενος πιστεύει όσα και ομολογεί. Η ομολογία είναι ειλικρινής, όχι προϊόν εξαναγκασμού, όπως ισχυρίζεται ο F. M. Bartoš.

Τα δύο αυτά κείμενα, ο λίβελλος και η Έκθεσις υπάρχουν στο Τόμος Ἀγάπης κατά λατίνων συλλεγεὶς καὶ τυπωθεὶς παρὰ Δοσιθέου πατριάρχου Ἱεροσολύμων, ἐν Γιασίῳ 1698, σσ. 320-332. Από εκεί τα εξήγαγε ο Ιβάν Σάβιτς Παλμώφ (Иван Саввич Пальмов) και τα εξέδωσε στο К вопросу о сношении чехов-гуситов с Восточной Церковью в половине XV века (K voprosu o snoshenii chehov gysitov c vostochoi serkov v polovine 15 veka, Περί του θέματος της σχέσεως των Τσέχων-Ουσσιτών με την Ανατολική Εκκλησία στα μέσα του ΙΕ΄ αι.), Санкт-Петербургская (Αγία Πετρούπολη) 1888.

Το επόμενο κείμενο είναι η επιστολή της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης προς το εκκλησιαστικό συμβούλιο των Ουσσιτών, στα ελληνικά και με λατινική μετάφραση. Το πρωτότυπο σώζεται στο Εθνικό μουσείο της Πράγας. Πρώτη έκδοση έγινε από τον Matthias Flacius Illiricus (κροατικό όνομα Matija Vlačić Ilirik) στη συλλογή Catologus testium veritatis, qui ante nostram aetatem reclamarunt Papae, Βασιλεια: τύποις Ioannem Oporinum 1556, 495-498. Ακολούθησε η έκδοση του Marquard Freher, Rerum Bohemicarum scripotres aliquot antiqui, Hanoviae (Hanau): τύποις Claudium Marnium & Ioannis Aubrii 1602. Ακολούθησε η έκδοση του F. Palacký, Dějiny národu Českého v Čechácha v Moravě, Praha 1848, IV, I, 259. Εδώ το κείμενο προέρχεται από την έκδοση του Kaspar von Nydburg, Βιτεμβεργη 1564, όπου ελληνικό και λατινικό κείμενο εκδίδονται σε ένα τεύχος.

Για την απάντηση των Ουσσιτών, όσον αφορά στην επιστολή με ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου 1452 μ.Χ., εκδόθηκε στο F. Palacký, Urkundliche Beiträge zur Geschichte Böhmens und seiner Nachbarländer: im Zeitalter Georgs von Podiebrad (1450-1471), στη σειρά Fontes Rerum Austriacarum Abt 2 Diplomataria et Acta Band 20, Wien: Keiserlich-Königlichen Hof- und Staatsdruckerei 1860, ss. 51-53.

Για την επιστολή με ημερομηνία 14 Νοεμβρίου 1452 μ.Χ. χρησιμοποιήθηκε η έκδοση του Antonín Salač, Odpověd pražských utrakvistů na list cařihradské církve, datovaný 18. I. 1452, Listy filologické / Folia philological Roč. 77, Čís. 2 (1954), pp. 219-236, η επιστολή στη σελίδα 222.

Ἀπὸ τοῦ λιβέλλου τῆς πίστεως·

Ὅν ἔδωκεν ὁ Κωνσταντῖνος ἱερεύς ὑπὸ Ἀγγλίας καὶ μποέμων ἐλθὼν εἰς Κωνσταντινούπολιν κατά ͵ϛϡξ΄ ἔτος.

Ἐν ἐνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀμήν.

Ἐγὼ Κωνσταντῖνος Πλάτρις καὶ ἀλλοίως Τζέσης Ἀγγλικός, ταπεινὸς καὶ ἀχρεῖος τοῦ Χριστοῦ ἱερεύς, τῇ Κωνσταντινουπολιτίδι καθέδρᾳ πατριαρχικῇ ἀξιωτάτῃ, τῇ κεφαλῇ τῆς ἱεροαγίας τε ὀρθοδόξου καὶ καθολικῆς ἐκκλησίας, σεβαστέας καὶ κηρυκτέας, τῇ ἐκ Θεοῦ προτιμήσει, τῆς κατὰ τὴν ἀλήθειαν εὐσταθείας διηνεκοῦς ὑπακοῆς ἑκουσίου, τοῦτο μὲν ὀφειλομένης, τοῦτο δὲ καὶ ἐτοίμου, καὶ ὁμολογίας εὐλαβεστάτην προθυμίαν.

Γέγραπται, καὶ τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας τῷ ἐῤῥωμενεστάτῳ ἀξιώματι ἐβεβαιώθη, ὅτι ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται, ἥτις δὴ πίστις καρδίᾳ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, καὶ στόματι ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν· λόγου βραχυτάτου ἐν τῷ συμβόλῳ πεπεμμένως τεθεῖσα, κατὰ τῆς τῶν ἀφετιζόντων ἐνέδρας· διʼ ἃ καὶ ἀναγκαῖον ἑκάστῳ τῶν τῷ αἵματι τοῦ ἀμνοῦ πεπορφυρωμένων ταύτην ἀντὶ βεβαίου προϋποτίθεσθαι θεμελίου τῆς σωτηρίας διαγινώσκεται, τοῖς κατʼ ἀρετὴν τῶν πιστῶν ἔργοις ἐνδιαπρέψουσαν, ὡς ἃν εἰς πίστιν ἐκ πίστεως προϊόντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τῇ ἱερωτάτῃ τοῦ βαπτίσματος πηγῇ, ζῶεν ἀναγεννώμενοι καὶ τῷ Χριστῷ καθάπαξ ἀρέσκοιεν, διότι χωρὶς πίστεως ἀρέσκειν ἀδύνατόν ἐστι τῷ Θεῷ.

Ἀλλʼ ἔνιοι φεῦ μετασχηματίζοντες ἑαυτοὺς εἰς ἀγγέλους φωτὸς τοὺς ὅρους τοῦδε τοῦ θεμελίου, οὓς οἱ πατέρες αὐτῶν ἔθεντο, ἀπεναντίως τῆς θείας ἐντολῆς, μεταποιοῦσι καὶ μεταπλάττουσιν· ἐπεὶ κατʼ αὐτὴν θεμέλιον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸ κείμενον. Ἀλλὰ καὶ εἰ ἄγγελος καταβαίνων ἐξ οὐρανοῦ, ἄλλό τι εὐαγγελίζοιτο, φησί, ἀνάθεμα ἔστω.

Πιστεύω γὰρ ἀληθῶς, ὡς ἐν τῇ συνόδῳ ἐκείνη τῇ μὴ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ συνημμένη, ὡς ἐκ τῶν πραγμάτων γέγονε δῆλον, εἴπερ ὁ εὖσπλαχνος ἡμῶν παρῆν Ἰησοῦς, εἶπεν ἄν ἐκείνῳ τῷ ἄλλως εὐαγγελιζομένῳ ἣ παρελάβομεν, κἄν ὁπωσοῦν ἀξιώματι διαλάμπων ἦν, καὶ τόπου ἱεροῦ προκαθήμενος, ὅν τρόπον εἱστήκει τότε ἐν τῷ τῶν μαθητῶν χορῷ ὁ Ἰσκαριώτης, περὶ οὗ εἴρηται, ὅτι εἷς ὑμῶν καὶ τὰ ἐξῆς.

Καὶ τίς ἐστὶν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος; ἡ πηγὴ τῶν σκανδάλων‧ ὁ πιστεύων δύνασθαι μόνον ἑαυτὸν μεταβάλειν νόμους καὶ χρόνους‧ ὁ τὰ φυλακτήρια πλατύνων ταῖς ψευδέσι προσθήκαις ἐν τῇ τῆς πίστεως ἀπλότητι, οὐκ ἔργων προσθήκαις τοῦ πτωχοῦ νομοθέτου τὴν πίστιν στηρίζων.

Τοῦτο σαφές ἐστι τοῖς ἐκ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ τὰ θαύματα κατανοοῦσι μετὰ τοῦ προφήτου καλῶς ὀφθαλμοῖς ἀνακεκαλυμμένοις, ἀλλὰ τῷ ὅντι παῤῥησιάσομαι, ὡς ὅσον ἂν ἑαυτὸν κεφαλὴν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας καὶ ποιμένα προσαγορεύει, τοὺς ποιμένας μᾶλλον ταπεινῶν ἐστιν, ᾗ φησι Δανιὴλ μετὰ τοῦ Σαούλ, ὃς διὰ τὰς τοσαύτας τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ παραβάσεις, μᾶλλον δἐ διαιρετικὰς ἐνεργείας, οὐκ ἐν καθέδρα μεγαλειότητος ἱδρυμένος, ἀλλ’ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν‧ οὐκ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ οἱ τοῖς αὐτοῖς ἤθεσι προσέχοντες εὐσεβεῖς, αλλ’ ἐν τῇ τῶν πονηρευομένων συναγωγῇ, ὅλην τὴν γῆν καταμιαίνων, τῇ προδόσει τῆς ἀληθείας.

Ἀλλ’ οὐαὶ μὲν τῷ κόσμῷ ἀπὸ τῶν σκανδάλων, ἀνάγκη μέντοι ἐστὶν ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα, ἃ, φεῦ, ἐκ μακρῶν ἤδη χρόνων τῆς γῆς κατεκράτησεν, ὡς οἱ ἐκλεκτοί προειρήκεσαν ἐκ Θεοῦ· ἐκ τῶν τῆς ἀποστασίας δηλονότι καιρῶν, ἣν ὁ ἀπόστολος προέγνω σαφέστατα, καὶ φυλάττεσθαι τοῖς πιστοῖς παρεγγύησε‧ δι’ ἃ ἐπὶ τῷ Κυρίῳ πεποιθώς, οὐ φηβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος.

Τὸν τοιοῦτον τῆς ἐκκλησίας λύκον, καὶ τῶν νόμων τῶν τοῦ Χριστοῦ παραβάτην, ἐκ πολῶν (sic) φεύγειν χρόνων ἐνεστησάμην καὶ κατ’ αὐτοῦ βοᾶν, καὶ τὰ τοῦ Χριστοῦ πρόβατα, ἃ διασπείρων οὐ ποιμαίνων, ἀπὸ τῆς ἀληθοῦς ἀφίστησι νομῆς, ἀπὸ τῶν ἐκείνου σιαγώνων ἐλευθεροῦν τῇ χάριτι, καὶ μάλιστα ἐν τῷ κόλπῳ τῆς μητρὸς καταστάς, τοσοῦτον ἐλευθερώτερον ὅσον τὸ εἰς διωγμοὺς αὐτοῦ φεύγων, ἐκ μιᾶς πόλεως κατὰ τὸ γεγραμμένον εἰς ἑτέραν, εἰς τὴν βασιλίδα ταύτην δηλονότι καὶ τῆς ἀληθοῦς ἱερωσύνης καὶ ἁγίας ἐκλεκτῆς τῶν ὀρθοδόξων πίστεως κεκοσμημένων τῷ ἀξιώματι καταπέφευγα.

Τίς γὰρ ἐλέγχειν τὰ τοσαῦτα δεινὰ τὴν οἰκουμένην σκανδαλίζοντα δειλιάσει, εἴπερ ὁ ταῦτα ποιῶν ἐλεγκτέος ἐστίν; Εἰ γὰρ ἐβούλετο ποιμὴν εἶναι ὡς ἀληῶς, ἐχρῆν αὐτὸν καὶ ἀπόστολον ἀνεπίληπτον εἶναι‧ καὶ μάλιστα ὅσῳ καὶ τῆς ἐκκλησίας κεφαλὴν προσηγόρευσε, καὶ οὐχ ὥσπερ ἅλας μεμωρασμένον (sic), ὅπερ οὐδὲ ῥιφθῆναί ἐστιν ἄξιον.

Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγξει με, φησί, περί ἁμαρτίας; Ἀλλὰ διότι ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, κατηγορηθῆναι οὐκ ἠδύνατο. Ἣτις δὴ κεφαλὴ Ἰησοῦς τὴν ἐκκλησίαν αὑτῆς (sic) μετὰ τὴν δόξαν τῆς ἰδίας ἀνόδου οὐκ ἀφεῖκεν ἀκέφαλον, ἀλλὰ τοσοῦτον ὕψωσεν ἐνδοξὸτερον, ὃσῳ μείζονι μεγαλειότητι, καὶ ὑπὲρ πάντας τοῦς ἀγγέλους αστράπτουσαν, τῇ τοῦ Θεοῦ δεξιᾷ παρακαθημένῃ τήν ἐκκλησίαν ταύτην ἀπόνως ἰθύνει, αἴσθησίν τε καὶ κίνησιν αὐτῇ δίδωσιν, ἅτε νύμφῃ ἠγαπημένῃ διηνεκεῖ ἀγάπῃ καὶ πνευματικῷ δεσμῷ τῆς ἀγάπης ἀχωρίστως συνημμένῃ τῇ ἑαυτῆς κεφαλῇ.

Τίς καὶ νῦν ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἐκκλησίᾳ παρέχει ταπεινότερους ποιμένας διὰ τῆς ταπεινῆς θύρας εἰσερχομένους εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ μάνδραν, ἢ οὗτος ὁ Ἰησοῦς; Πλείους γὰρ μεθ’ ἡμῶν εἰσιν, ἢ μετ’ ἐκείνου τοῦ πάπα, εἰ μόνον τοὺς ὀφθαλμούς μετὰ τοῦ παιδὸς τοῦ Ἐλισσαίου κεκαλυμμένους οὐκ ἔχομεν. Εἰ ὁ Κύριος ἀεὶ ἐν μέσῳ τοῦ μικροῦ ποιμνίου μεθ’ ἡμῶν ἐστι συνιστάμενος, τίς καθ’ ἡμῶν;

Ἀποκηρύξωμεν τὰς πονηρίας καὶ τὴν βίαν, τοῦ θεμελίου τούτου τῆς πίστεως,καὶ τοῦ Πνεύματος ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου λέγοντος, ὑπὲρ δικαιοσύνης ἀγωνίζεσθε μέχρι θανάτου. Εἰ σὺ ἰουδαῖος ὢν, ἐθνικῶς ζῆς καὶ οὐκ ἰουδαϊκῶς, πῶς ἀναγκάζεις ἰουδαΐζειν τὰ ἔθνη; ὡς ἂν ἐν ταῖς ματαιότησιν αὐτῶν ἐπαισχύνοιντο, τὰ πλείω νῦν σιωπῶ.

Εἰ δέ τις οὐκ κατ’ ἐπίγνωσιν ἴσως ἐρεῖ, ὡς ἐξ ἄλλης τινὸς αἰτίας γέγραφα τοῦτο, καὶ διά τινα πονηρίαν ἰδίαν ἐκείνῃ ἀπήχθημαι, πρινὴ καὶ ἕτοιμον ἐμαυτὸν ἀποδίδωμι ἐν τῷ τοῦ δικαίου τόπῳ, καὶ μέχρι θανάτου δίκην ὑφέξοντα‧ εἰ καὶ σαφέστατα ἐπὶ τῷ Ἰησοῦ Χριστῷ πεποιθὼς λέγω, ὃτι στησόμεθά ποτε πρὸ τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ. Ὃς μάρτυς καὶ κριτήςς ἐστι τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων καὶ δικάσεων.

Ἔγγραφος ἐζητήθη μοι ὁμολογία, διὸ καὶ λέγω‧

Καὶ πρῶτον περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος, τῆς ἐνιαίας οὐσίας τῆς θεότητος, καὶ τῶν τριῶν ἰδιοτήτων, ἥτις δὴ ἁγιωτάτη καὶ ἀπλουστάτη Τριὰς τῆς μακαριότητός ἐστιν εὐγενέστατον ἀντικείμενον, ἅτε καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος παντὸς ἀγαθοῦ, καὶ ἀρχικωτάτη τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἀπονίπτρια.

Ὅτι περ ἡ ἁγία ἐκλησία καὶ οἱ θεολόγοι πεφρονήκασι, φρονῶ καὶ αὐτός ἀπολυπραγμόνως, διὰ τὸ καθάπερ παῖς ἐν τῇ θεωρία τῆς ἀμέτρου μεγαλειότητος εἶναι. Οὗτος γάρ ἐστιν ὁ χειμάῤῥους τῆς ἀνεξαντλήτου ἡδονῆς τῆς Ἱερουσαλήμ, ὃν ὁ προφήτης διαπερᾶν οὐ δεδύνηται‧ καὶ τὸ φρέαρ τὸ ὑψηλὸν καὶ βαθύ, οὗπερ οὐ δύναμαι ἀπαντλεῖν.

Διὰ τοῦτο ἐν τῇ τοῦ ἀνθρώπου καρδίᾳ μὴ δυνάμενον ἀναβῆναι, πῶς τῇ γλώττῃ προενεχθήσεται; διὸ σιωπηρῶς ἐμαυτὸν ὑποτάττω τῇ ἐκκλησίᾳ. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐπείθετό μου τί φρονῶ περὶ τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκπορεύσεως, εἶπον, ὅτι τῷ κατόπτρῳ τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας ἐνατενίσας, ἐθαυμαζόμην πῶς ὁ πάπας ἐτόλμησε προσθεῖναι.

Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ μέγιστος διδάσκλαλος Σχολάριος, ὁ στέφανος τῆς ὀρθοδόξου τῶν Χριστιανῶν ἐκκλησίας, τὸ πολλῶν ἐπαρχιῶν θάμβος ἐξέθηκέ μοι τὸ(ν) εἱρμὸν τοῦ πράγματος, δηλονότι τὸν τῆς κατακρίτου προσθήκης χρόνον, καὶ ὅσα ἐντεῦθεν ἀνεφύη κακά, κατενόησα Θεοῦ χάριτι, ὅτι ὁ πάπας διὰ τὸ ὑψοῦν ἑαυτὸν ὣς τὸ καὶ Θεὸν ὀνομάζειν, ὅτι ἂν τύχοι πεποιηκώς, εἰς τὸν τῆς πλάνης βόθρον ἐμπέπτωκεν.

Ἔτι πλείοσιν ἐπιχειρήμασιν οὐ σοφιστικῶς, ἀλλὰ τἀληθέστατα συμπεραίνεται ἀποδεικτικῶς‧ καὶ λόγῳ καὶ ῥητῷ ἁγίων ἀνδρῶν καὶ φωτὸς μὲν ἀπέδειξεν ἐναργέστερον, ὅτι ἐκείνου τοῦ Πατρός‧ ἔτι καὶ τὰς τῶν ἐναντίων ἀντιθέσεις χιμαιρώδεις τε καὶ γελοίας ἀποδεικνύς‧ ὅθεν ἀληθῶς πιστεύω πάσης ἀμφιβολίας ἀνῃρημένης κατὰ τὴν μαρτυρίαν τούτου τοῦ πράγματος, τὸ ἀνθρωπίνοις ἀνεξερεύνητον λογισμοῖς τὸ ῥητὸν τοῦ Ἰησοῦ.

Ἔτι πιστεύω τὰ κατὰ τῆς πίστεως ἄρθρα, ἅτινα διεξῆλθον μέχρι τῆς ταφῆς. Ἐτάφη, ὡς ἂν ἡ τῆς ταφῆς μνήμη τῇ νέᾳ διαθήκῃ μαρτυρίαν πρὸς τὴν τῆς ζωῆς παράσχῃ καινότητα, ὥσπερ ἡ παρθενικὴ γαστὴρ μέλλοντι τίκτεσθαι‧ ἡτις δὴ ταφή, καὶ τοῦ βαπτίσματος τύπος κατὰ τὸν ἀπόστολον ἦν.

Ἐδιδάχθημεν γὰρ καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἑλληνικῆς λέξεως τοῦ βαπτισμοῦ, ὡς οὐ τῷ τῶν ῥωμαίων ἔθει ἐπιβρεχόμενος, ἀλλὰ μᾶλλον ἐμβυθιζόμενος εἴη ὁ βαπτιστέος. Διὰ τῆς δεξιᾶς τὴν ἐσχάτην μακαριότητα, καὶ διὰ τῆς καθέδρας ἐννοοῦμεν τὴν δικαστὴν ἐξουσίαν.

Ὃς καὶ τοῖς τὴν ἐκκλησίαν συγχέουσι δώσει κατὰ τὰ εργα αὐτῶν‧ καὶ ἀνθ’ ὅσων ψυχῶν πεφονευκασι τῷ ψεύδει τῆς διδασκαλίας, καὶ τῷ παραδείγματι τῆς κατὰ τήν ζωὴν σκολιότητος καὶ τὸ φρικωδέστερον, ἐκδικήσει τὸ αἷμα αὐτῶν ἀπ’ αὐτῶν, βοῶν καἰ ζητοῦν τὴν ἐκδίκησιν, καὶ δώσουσι τὸν λόγον ἐκεῖ τοῦ Πέτρου πολὺ αὐστηρότερον.

Ὁ μὲν γὰρ μετὰ τὴν ἁμαρτίαν ὑπήκουσε τῷ Χριστῷ, θεὶς εἰς τὸν ἑαυτῆς τόπον τὴν μάχαιραν ὡς ἂν μὴ ἐκδικήσειε τὸν τῶν διδασκάλων διδάσκαλον. Οἱ δὲ ἐκβάλλοντες αὐτὴν ὑπὲρ τῶν μηδενὸς ἀξίων πολεμοῦσι καὶ διαμάχονται, οὐχ ἵνα τῷ Χριστῷ τι6 κερδήσωσιν, ἀλλ’ ἐῶ προδήλως λέγειν τὸ βλάσφημον.

Πιστεύω εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὡς ἐν τῷ θείῳ συμβόλῳ. Οὐ πιστεύω εἰς τὸν πάπαν, ὅπερ οἱ ἡμέτεροι ὁμολογεῖν ἀναγκαζόμενοι‧ κἂν μὴ τοῦτο ποιῶσιν, αἱρετικοὶ δυσφημοῦνται. Κατὰ γὰρ τὸν Αὐγουστῖνον ἄλλο τὸ πιστεύειν εἰς τὸν Θεὀν, δηλονότι πιστεύειν αὐτὸν Θεὸν εἶναι, καὶ ἄλλο τὸ πιστεύειν Θεόν, τοῦτο γὰρ ἀνήκει πρὸς τὴν οὐσίαν‧ ἐπεὶ πιστεύουσι καὶ οἱ δαίμονες τὸν Θεόν, οὐκ εἰς τὸν Θεόν‧ καὶ ἄλλο τὸ πιστεύειν τῷ Θεῷ, ὅτι δηλονότι τὰ αὐτοῦ ῥήματα ἀληθῆ εἰσιν.

Οὐκ ἐξεστιν οὖν εἴς τινα πιστεύειν, εἰ μὴ εἰς Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, οὐκ εἰς πάπαν. Ἀλλ’ εἴπερ ὁ πάπας ἀνθήσειε τῇ τῆς ζωῆς ἁγιότητι, καὶ τῆς διδασκαλίας ἀληθείᾳ, οὕτω δὴ καὶ τὸν πάπαν πιστεύω Πέτρου διάδοχον εἶναι.

Μετὰ τῶν ἄλλων ὁ πάπας καὶ σιμωνιακῶς ἐστιν. Ὡς ὁ Γρηγόριος πάπας, εν τῴ πρὸς Κάρουλον ῥῆγα τῆς Φραγγίας ἰσχυρίζεται συγγράμματι, τοὺς γὰρ ἄλλους αἱρετικοὺς ἀνατρέπων καὶ κατ’ αὐτῶν ἐπιών μάλιστά φησι, τοῖς σιμωνιακοῖς ἀνθίστασο, οὗτοι γὰρ εἰσι τῶν αἱρετικῶν ἁπάντων οἱ μέγιστοι.

Ἀλλὰ τούτων ἀφειμένων ἁπάντων λέγω τε καὶ πεπίστευκα, τοὺς αἱρετικοὺς μὴ δύνασθαι τῆς ἐκκλησίας κεφαλὴν εἶναι, ὅπου οὐδὲ μέλος τῆς ἐκκλησίας δύνανται εἶναι, μὴ δ’ ἐν ἐκκλησίᾳ ὅλως τυγχάνειν, οὔτε γὰρ αἱρετικοί εἰσιν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, πῶς γὰρ οἱ μὴ ἀγαπῶντες τὸν Κύριον; οὕτως αὖ οὐδὲ οἱ σχισματικοί, ἅτε μηδ’ αὐτοὶ τὸν πλησίον ἠγαπηκότες, ἀλλὰ τὴν ἀδελφικὴν ἀγάπην καὶ τὸν ἐν Χριστῷ σύνδεσμον λύοντες.

Ἁγίων κοινωνίαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν‧ ἀπὸ μὲν τῆς ἁγίας Τριάδος ἀξιωματικῶς‧ ἀπὸ δὲ τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ ὑπαξιωματικῶς τε καὶ ἀποτελεστικῶς‧ καὶ ἀπὸ τοῦ ἱερέως ὑπηρετικῶς, εἴτουν μυστηριωδῶς γινομένην. Πάντα τοίνυν τὰ μὴ ἐναργῶς ἐντιθέμενα ἐνταῦθα, ἐν δὲ ἐκείναις ταῖς οἰκουμενικαῖς συνόδοις περιεχόμενα, αἳ συνεκροτήθησαν κατὰ τῶν διαφόρων ἀκανθῶν τῶν αἱρέσεων, ὧν τὴν βλάστην οἶδον (sic)7 ἀκελδαμά, πιστεύω βεβαίως ἐξ ὅλης καρδίας.

Μετὰ ταῦτα ἐρωτηθεὶς περὶ τῶν ἑπτὰ μυστηρίων τῆς ἐκκλησίας, ἐν οἷς εἰσι δύο θεωρητέα‧ πρῶτον μὲν αὐτὴ ἡ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διατύπωσις, καθόσον δηλονότι ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ καθαριότηρι καὶ οὐσίᾳ νενομοθετημένα εἰσίν, ἤ τετυπωμένα καὶ παραδεδειγματισμένα‧ δεύτερον δὲ περὶ αὐτὰς τὰς ἔξω αἰσθήσεις, ὅσα μὴ ἀνήκοντα ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἐφεύρηνται, ἀναιροῦντα μᾶλλον, τὴν τῶν ἀνθρώπων εὐσέβειαν καὶ τὴν θέρμην ἢ αὔξοντα‧ ὧν τὴν παράβασιν, φεῦ, ἡ ῥωμαϊκή ἐκκλησία πλείονος τιμᾶται, ἤ τήν τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.

Πρῶτον μὲν περὶ τὸ βάπτισμα πιστεύω, ὡς ἡ ἐκκλησία τῶν γραικῶν φρονεῖ καἰ κρατεῖ, πολλάκις γὰρ ἀντεῖπον, καὶ ἀπήρεσκέ με ἀεὶ ὁ τῆς Ῥώμης τύπος ἐκεῖνος, ὅτι βαπτίζουσιν ὕδατι ὀζώδει καὶ παχυτάτῳ εἰλισμένῳ. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἠρωτήθην περὶ τῆς μορφῆς τῶν ῥημάτων ἐκείνων τῆς προσφορᾶς, ἀπεκρινάμην‧ βαπτίζω ἐγώ σε καὶ τὰ ἑξῆς, αὐτοῦ δὲ τοῦ διδασκάλου εἰποντος μοι ἀλλ’ ἡ ἡμετέρα τῶν γραικῶν ἐκκλησία λέγει βαπτίζεται ἐν τρίτῳ προσώπῳ καὶ τὸ θεμέλιον τοῦ λόγου τούτου προτεθέντος ἐκ τῆς τοῦ Ἰωάννου ῥήσεως, ἐγὼ βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι, οὐκ ἀποτελεσματικῶς, ἀλλ’ ἐκεῖνος βαπτίσει ὑμᾶς ὁ Χριστός, δηλονότι ἐν Πνεύματι‧ καἰ ὅτι οὐτε Παῦλος, οὔτε Ἀπολλὼς ὁ ἀρδεύων οὐδέν εἰσι δηλονότι, ὅσον πρὸς τὸ ἀρχοειδὲς ἀποτέλεσμα, ἀλλ’ ὁ τὴν αὔξησιν διδούς ἐστιν ὁ Χριστός. Καὶ πανταχοῦ ἐν τῷ τρίτῳ προσώπῳ ὀνομάζεται καὶ τὰ ἑξῆς.

Ἔτι περὶ τῆς κοινωνίας ἑκατέρου εἴδους δηλονότι τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν αὐτοῦ νόμον καὶ τὴν τῶν ἀποστόλων παράδοσιν μέχρι τῆς συντελεῖας τῶν αἰώνων, πλεῖστον ὁ πάπας ἠδίκηκε τὴν ἀλήθειαν, διότι τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγήσατο, τοῖς τῶν χριστιανῶν αὐτὸ διδόναι δήμοις ἀπανηνάμενος, ἰουδαϊκὸν μιμησάμενος ἔθος μετὰ τοῦ ἀζύμου μόνον κοινωνῶν τοῖς λαοῖς, ὡς ἄν εἰ σοφώτερος ὤν τοῦ Χριστοῦ, τὰ ἐκείνου μυστήρια βελτίω ποιεῖν τε καὶ μεταπλάττειν ἠδύνατο‧ ἀλλὰ τῳ ὄντι, ὥσπερ οὐδὲ ὑπὸ τῷ εἴδει τοῦ ἄρτου τὸ τοῦ Χριστοῦ σῶμα πίνεται, οὐδὲ τὶ αἷμα, ὑπὸ τῷ εἴδει τοῦ ἄρτου ἐσθίεται, Οὔτως οὐδέτερον ὑπὸ τῷ εἴδει τοῦ ἄρτου πίνεται, καὶ ὑπὸ τῷ εἴδει τοῦ οἴνου ἐσθίεται.

Καὶ φανερώτατα ἐλέγχεται ἐν τούτῳ τοῖς τῶν ἁγίων ρητοῖς, ὅτι πραγματικῶς αἰρέσει μεγίστῃ ἐμπίπτει, καὶ ταῖς θείαις ἀραῖς, ἐπικατάρατος γὰρ φησὶν ὁ Θεός, ὁ μὴ διαμένων ἐν πᾶσι τοῖς γεγραμμένοις ἐν τῷ βιβλίῳ, καὶ ταῦτα ἔργῳ πληρῶν. Καὶ αὖθις‧ μὴ προσθῆτε τῷ ῥήματι, ὅ λαλῶ ὑμῖν, μὴ δὲ ἀφέλητε.

Καὶ ὁ Κύριος‧ ὅς ἐαν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων, καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται. Ὅπερ ἐξηγούμενος ὁ Γρηγόριος, οὐκ ἐλάχιστος, φησίν, ὥστε ἐκεῖσε ἀφικέσθαι, ἀλλ’ ὡς ἐλάχιστος ἀποδοκιμάζεσθαι, καὶ εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον ἀποῤῥίπτεσθαι.

Ἔτι ὁ πάπας κακῶς φρονεῖ καὶ λέγει, μὴ ἐξεῖναί τινι τοὺς κανόνας ἐξετάζειν αὐτοῦ, καίτοι τοῦ Χριστοῦ ὑποθέντος ἐξετάσει τὰ ἑαυτοῦ τά τε ῥήματα, ὡς ἐν τῷ Ἰωάννῃ λέγεται, εἰ μὴ λαλῶ τὰ ῥήματα τοῦ Πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι. Εἰ δὲ μήτε τὰ ῥήματα τοῦ ἐν οὐρανοῖς Πατρὸς ἡμῶν λέγει, μήτε τοῖς ἀγαθοῖς ἔργοις τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ βεβαιοῖ, τίς οὕτω τυφλός, ὥστε προσέχειν αὐτοῖς;

Ὁ Αὐγουστῖνός φησι, ἐν τῷ περὶ χριστιανικῆς διδασκαλίας, τὴν ἡμετέραν θρησκείαν, ἥν ὁ δεσπότης ἡμῶν Ἰησοῦς, ἐν ταῖς τῶν μυστηρίων λαμπρότησιν, ἐλευθέραν εἶναι ἠθέλησεν, ἔνιοι δουλικῶς πιέζουσιν, ἄχθεσιν ἐπὶ τοσοῦτον, ὥστε ἀνεκτοτέραν τὴν τῶν ἰουδαίων ἕξιν δοκεῖν.

Οἱ πιστοὶ ὀφείλουσι φεύγειν, τοὺς λύκους καὶ τοὺς ληστάς τοὺς ἄλλοθεν, οὐκ ἐντεῦθεν εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ ποίμνην εἰσερχομένους, ἀλλ’ ἀκολουθεῖν τῷ ἀληθινῷ ποιμένι, καὶ τῆς αὐτοῦ φωνῆς ἀκούειν καὶ τοῦ αὐτοῦ, ἀπὸ δὲ τῶν νόθων φεύγειν καὶ ἀλλοτρίων.

Ἔτι ἡ τῶν ἁγίων διδασκάλων ἀπόφασις, ὑπὲρ τοσοῦτον ἐστὶν ὑπὸ τῶν πιστῶν ἀκολουθητέα, καὶ φυλακτέα, ἐφ’ ὅσον ὁ Χριστὸς ἐν αὐτοῖς λαλεῖ καὶ ἐφ’ ὅσον ἅ λέγουσιν ἀθραύστως ἐν τῷ τοῦ Χριστοῦ ἐρείδειν δύνανται‧ συνεπτυγμένως, ἤ ἀνεπτυγμένως κατὰ τὴν δίκην, ἣν ὁ Χριστὸς νενοηκέναι πιστεύεται.

Διότι οἱ ἅγιοί ποτε μὲν διαλέγονται ὑποθετικῶς, ἢ ὡς μετὰ προσδιορισμοῦ, ποτὲ δὲ δοξαστικῶς, ἄλλοτε δὲ ἀποδοκιμαστικῶς, ἄλλοτε ἐπὶ δόξης ὡς ἐπὶ πίστεως, ἄλλοτε ἀγωνιστικῶς, ἄλλοτε ἀγωνιστικῶς, ἐνίοτε δὲ αὐτοὺς συμβαίνει ὁμονύμως διαλέγεσθαι.

Ἔκθεσις δοθεῖσα τῷ προειρημένῳ ἱερεῖ Κωνσταντίνῳ.

Ἡ ἱερὰ τῶν ὀρθοδόξων σύναξις ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει, τῆς πατριαρχικῆς καθέδρας ἐπιτροπεύουσα τῆς τὴν καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίαν παριστανούσης, ἐν ἑνότητι καὶ συμφωνίᾳ τῶν τῆς ἀνατολῆς ἁγιωτάτων καὶ ὀρθοδόξων πατριαρχῶν‧ εἰς πληροφορίαν τῶν τῇ θείᾳ χάριτι συνημμένων τῇ πίστει τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἀνὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην, καὶ μάλιστα μὲν τοῖς δυτικοῖς καὶ ὑπερορίοις τῶν λατίνων εὐγενεστάτοις γένεσιν‧ καὶ εἰς τελειότητα τῆς ὑγειοῦς αὐτῶν πίστεως, ἐν τῇ φανερᾷ πρὸς τὴν ἡμετέραν ἐκκλησίαν τὴν μητέρα τῶν ὀρθοδόξων συναφείᾳ καὶ ὑποταγῇ, ὡς ἀπὸ τοῦ νῦν βεβαίως έλπίζωμεν.

Ὁ δεσπότης ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἡ τῆς ἡμετέρας σωτηρίας ἐλπίς, πᾶν ὅ δίδωσί μοι ὁ Πατήρ, πρὸς ἐμὲ ἥξει, φησί, καὶ τὸν ἐρχόμενον οὐ μὴ ἐκβάλλω ἔξω, ὡς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας αὑτοῦ, καὶ διδάσκαλος καταστάς, διὰ τῆς φρικώδους ἐκείνης καὶ λογισμοῖς ἀνθρώπων ἀνεξερευνήτου οἰκονομίας.

Βούλεται καὶ ταύτην τὴν ἐκκλησίαν ὑπὸ τὸ ἀρίστῳ τούτου κανόνι μετὰ προθυμίας ἐπιτελεῖσθε πολλῆς, ὅπως ἂν οἵ τε γνήσιοι αὐτῆς υἱοὶ βελτιοῖντο διδασκαλίᾳ πίστεως ὀρθῆς, καὶ ὑγιαίνοντος βίου, μὴ μόνον διδάγμασιν, ἀλλὰ καὶ παραδείγμασιν, καὶ τοὺς προσιόντας τῇ ἀληθείᾳ καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ προσφύεσθαι θέλοντας εὐλαβῶς ὡς ἐκ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοῦτο κεκινημένους, παρ’ οὗ καὶ τὸ θέλειν ἡμῖν ἐστι καὶ τὸ ἐνεργεῖν, κατὰ τὸν μακάριον Παῦλον‧ καὶ τούτους ἐναγκαλίζοιτο ἀσμένως, καὶ τῇ ἀσφαλείᾳ τῶν εὐσεβῶν ἑαυτῆς σπλάγχνων ἐγκατοικίζοιτο, τὸ ἐντεῦθεν καὶ αὐτῶν ὡς γνησίων τέκνων ἐπιμελοῖτο.

Καὶ τοῦτον οὐκ ἐπαύσατο ἡ καθολικὴ ἐκκλησία τὸν κανόνα διατηροῦσα, οὔτε ποτὲ παύσεται, ἀλλ’ ὡς σῶμα Χριστοῦ καὶ σύσσωμος τῆς οὐρανίου κεφαλῆς ἐκείνης τῇ αὐτῇ εὐμενείᾳ τοὺς δι’ αὐτῆς τῷ Χριστῷ προσιόντας ἐναγκαλίζεται, καὶ ἐντεῦθεν πρὸς τὴν τῶν πρωτοτόκων ἐκκλησίαν ἀσφαλῶς παραπέμπει.

Οὗτοι γὰρ εἰσιν ἡ τοῦ Χριστοῦ βασιλεία, ἣν ὁ ἡμέτερος Ἰησοῦς ποτε τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ παραδώσει κατὰ τόν Παῦλον, καὶ οὓς κατῆλθε μετεωρίσων διὰ τῆς θαμαστῆς ἐκείνης οἰκονομίας, καὶ τῶν ταύτης ἔργων τε καὶ καρπῶν μέχρι τῆς τοῦ αἰῶνος συντελείας ανθησόντων τε διὰ τῆς ἐκκλησίας καὶ αὐξηθησομένων.

Ἐπεὶ τοίνυν καὶ νῦν ὁ αἰδέσιμος ἱερεὺς καὶ διδάσκαλος Κωνσταντῖνος προσήνεγκεν ἑαυτὸν τῇ βασιλίδι ταύτῃ τῶν πόλεων, ἔρωτι, ὡς ἔοικε, καὶ ζήλῳ τῆς ἀληθοῦς πίστεως, καὶ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ δέδωκεν ἑαυτόν, ὀρθῶς τε καὶ ασφαλῶς πεπιστευκότα, ὡς ἂν ὄντως ἐν τοῖς κόλποις τῆς ἁγίας μητρὸς ὑποδεχθείη.

καὶ ἡμεῖς τοιαύτην σπουδὴν καὶ δοκιμασίαν σὺν ἀξιώσει ἐπετρέψαμεν, τῷ σοφωτάτῳ διδασκάλῳ αἰδεσιμωτάτῳ ἐν Χριστῷ ἡμῶν ἀδελφῷ καὶ τῆς θείας καὶ ἀνθρωπίνης ἐπιστήμης καθηγεμόνι κὺρ Γενναδίῳ, ὡς καὶ μετὰ πολυημέρου δοκιμασίας τε καὶ τριβῆς πεῖραν λαβὼν τοῦ ἀνδρὸς ἐν ἅπασι τοῖς κεφαλαίοις τῆς πίστεως, ἐπληροφορήθη τε αὐτός, καὶ ἡμᾶς ἐπληροφόρησεν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν εὗρεν ἐν τῇ πίστει ἅμα, σὺν ἐπαίνοις πολλοῖς, τὴν αὐτοῦ θέρμην περὶ τὴν πίστιν διεξιὼν εἶτα καὶ συνηγμένων ἡμῶν ἐπίτηδες ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῷ σαύεγγυς (sic)8 τῆς μεγάλης ἐκκλησίας τῆς ἁγίας Σοφίας, ἔνθα εἰώθημεν συνιέναι.

τότε δὲ καὶ προστάγματι τοῦ γαληνοτάτου καὶ εὐσεβαστάτου Κυρίου βασιλέως τῶν ῥωμαίων καὶ αὐτοκράτορος ἀεὶ αὐγούστου Κυρίου Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου συνήλθομεν ἐκεῖσε δώσοντες τῷ εἰρημένῳ αἰδεσίμῳ ἀνδρὶ ἀκρόασιν.

Καὶ ἀμέσως τοίνυν ἐλθὼν παρουσίᾳ πάντων ἡμῶν καὶ αὐτοῦ δὴ τοῦ προειρημένου σοφωτάτου διδασκάλου κὺρ Γενναδίου, στόματί τε πολλὰ διεξῆλθε, καὶ λίβελλον πίστεως ἐν εἴδει ἀναφορᾶς πρὸς τῆν ἱερὰν ταύτην σύναξιν δέδωκεν‧ ὧν δὴ πάντων κοινῶς ἀκουσθέντων, ἀναγνωσθέντων, ἐξετασθέντων, εὑρέθη περί τε τὰ τῆς πίστεως ἄρθρα, καὶ τὰ ἱερὰ τῆς ἐκκλησίας μυστήρια, καὶ τὰς τῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν μεγάλων συνόδων ἀποφάσεις ὑγιῶς ἔχων καὶ ὑγιῶς φρονῶν.

Ἐπεὶ ταύτῃ οὕτω παρηκολούθησε, μεγίστην ἐλάβομεν ἡδονὴν ἐν Κυρίῳ, διὸ καὶ ἐν ἀγάπῃ πολλῇ αὐτὸν περιεπλεξάμεθα‧ τοῦτο μὲν τῆς ἀληθοῦς ὁμολογίας, ἥν ἡμῖν δέδωκε, τὰ μὲν καὶ πρότερον ὀρθῶς πεφρονηκώς, τὰ δὲ καὶ τῇ σοφωτάτει ὑποτυπώσει τοῦ εἰρημένου σοφωτάτου διδασκάλου πεισθεὶς ἐτοιμότατα, ἐν οἷς ἐτύγχανε δι’ ἄγνοιαν τῶν τῆς ἁγίας ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐθῶν τε καὶ διατάξεων, ἅ τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας εἰσίν, ἀλλοίως πρότερον διατεθειμένος, τοῦτο δὲ καὶ τὸ ὑπὲρ τοῦ καλοῦ τούτου ἔργου πόνον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἄνευ κινδύνων μεγάλων ἀναλογισάμενοι.

Ἀλλ’ ὃ μᾶλλον ἐστίν, καὶ ἐφ’ ᾧ μάλιστα καὶ ἂμέτρως εὐφράνθημεν, ὅτι καὶ πολλοὺς ἡμῖν ἐν τῇ αὐτῇ τῆς ἀληθοῦς πίστεως καὶ θρησκείας δόξῃ προσήνεγκεν, ἔν τε Μολδοβλαχίᾳ δηλονότι ἐκ τῶν ἐκεῖσε ἐπηλύδων, καὶ ἐν τευτονικοῖς καὶ οὔγγροις καὶ ἐν Μποεμίᾳ πλείστους, καὶ ἐν Αγγλίᾳ διϊσχυριζόμενος πλείστους ἐν τοῖς εἰρημένοις γένεσι τοὺς ὁμοίως αὐτῷ φρονοῦντας εἶναι, μᾷλλον δὲ τοὺς τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει προσέχοντας, ἐν ᾗ καὶ αὐτὸς δέδεικται συμφωνῶν, ὡς ἐν τῇ αὐτοῦ ἐγγράφῳ ὁμολογίᾳ φαίνεται. Εἰ γὰρ ἐφ’ ἑνὶ τοσοῦτον εὐφράνθη, πόσῳ μᾶλλον ἐχρῆν, ἐπὶ τοσούτῳ πλήθει χριστιανῶν τοῖς δόγμασι τῆς ἀληθείας συμφωνοῦντι, ἀπὸ δὲ τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων ἀφισταμένῳ.

Ζητήσαντες δὲ τοῦ εἰρημένου Κωνσταντίνου, ἳνα γράμμα τῆς ἁγίας ταύτης συνάξεως αὐτῷ δοθῇ μαρτυροῦν αὐτῷ τὰ τοιαῦτα, ὅσα δὴ καὶ προείρηται, καὶ πρὸς τούτοις περὶ τῆς ἀληθεστάτης τοῦ Χριστοῦ πίστεως, ἣν ἡ ἐκκλησία αὕτη ἀπ’ ἀρχῆς κεκράτηκε καὶ κρατεῖ τῇ αὐτοῦ χάριτι ἀμεταποιήτως, πληροφορῦν πάντας τοὺς προειρημένους, πρὸς οὓς ἔρχεσθαι μέλλει, ὡς ἂν καὶ αὐτοὶ τὴν ὁμοίαν αὐτῷ λαβόντες εἴδησιν καὶ βεβαίωσιν ἑτοίμως τε καὶ μετὰ χαρᾶς πρὸς τοὺς κόλπους τῆς ἁγίας μητρὸς δράμοιεν δι’ ὑποταγῆς, γνόντες ταύτην εἶναι τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ μητέρα, τὴν καὶ ἀεὶ πηγὴν τῆς ὀρθῆς πίστεως, καὶ διδάσκαλον τῇ οἰκουμένῃ γεγενημένην‧

ἡμεῖς κατὰ τὸν Παῦλον, ὡς ἐὰν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα, οὕτως ἱμειρόμενοι καὶ αὐτῶν εὐδοκοῦμεν μεταδοῦναι αὐτοῖς ἅπασιν, οὐ μόνον τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰς ἑαυτῶν ψυχὰς, διότι ἀγαπητοὶ ἡμῖν ἐν Χριστῷ καὶ εἰσὶ καὶ ἔσονται τοιοῦτοί γε ὄντες.

Ὅθεν κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθείσαν ἡμῖν, ἐποικοδομοῦμεν τῷ δοθέντι ἡμῖν θεμελίῳ, παρ’ ὅν οὐδεὶς θεῖναι δύναται, καὶ τὰ κεκκρυμμένως, ὑπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν ἐν τῇ ἀληθεστάτῃ Ἱερουσαλὴμ δόγματα παραδίδομεν, τῷ τε ῥηθέντι κυρ Κωνσταντίνῳ, καὶ δι’ αὐτοῦ πᾶσι, πρὸς οὓς ἂν ἡ παροῦσα γραφὴ παραγένηται, ὡς ἂν ἐν τῷ ἀκρογωνιαἰῳ λίθῳ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ συναρμολογηθέντες ἡμῖν ἅπαντες, οἷς ἂν ἡ τοῦ Παρακλήτου χάρις ἐμπνεύσειεν, οἰκοδομὴ γένωνται μεγίστη καὶ ηὐξημένη εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ.

Ἡ ἁγία τοίνυν ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ μήτηρ πάντων τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, πιστεύει τε καὶ διδάσκει τῶν μωρῶν καὶ ἀπαιδεύτων ζητήσεων καὶ καιντομιῶν, αἳ μὴ μόνον εἰς οὐδὲν χρήσιμον, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καταστροφῇ τῶν ἀκουόντων καὶ εἰς σκάνδαλον μέγα τῶν εὐσεβεστέρων καὶ ταραχὴν τῆς οἰκουμένης ἐγένοντο, τούτων ἁπασῶν παρῃτημένων καὶ ἀποδεδοκιμασμένων οὕτως‧

Πιστεύομεν εἰς ἕνα μόνον ἀληθινὸν Θεόν, τρισὶν ὑποστάσεσιν εἴτουν προσώποις γνωριζόμενον, καὶ διακρινόμενον, διαιρούμενον ἰδιότησιν οὐ θεότητι, καὶ ἠνωμένον φύσει, οὐκ ἰδιότησι, τὸν αὐτὸν Θεὸν μονάδα ἐν Τριάδι, καὶ Τριάδα ἐν μονάδι, μονάδα δηλαδὴ τρισυπόστατον, καὶ Τριάδα ὁμοούσιον, τὸν Πατέρα δηλονότι τὸν Υιόν, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα‧

ἐξ οὗ, καὶ δι’ οὗ, καὶ ἐν ᾧ πάντα τὰ ὁπωσοῦν ὄντα ὑπέστη καὶ γέγονεν ὡς ἐξ ἑνὸς Θεοῦ καὶ μιᾶς ἀρχῆς, ὃς ἐστὶ μόνος δημιουργὸς πάντων τῶν ὄντων, καἰ μόνος αὐτῶν προνούμενος, καὶ μόνος αὐτὰ κυβερνῶν, καὶ ἀμέσως, ὅσον εἰς τὸν τῆς κυβερνήσεως ἥκει λόγον, εἰ καὶ τῇ ἐκπληρώσει τῆς θείας προνοίας καὶ κυβερνήσεως ἔνια τῶν αὐτοῦ κτισματων ἐπουργικῶς9 τε καὶ ὀργανικῶς αὐτῷ λειτουργοῦσι.

Καὶ τὸν μὲν Θεὸν καὶ Πατέρα πιστεύομεν ἀγέννητόν τε καὶ ἄναρχον καἰ ἀναίτιον, τὸν δὲ Υἱόν αὐτοῦ καἰ τὀ Πνεῦμα ἐξ αὐτοῦ τοῦ Πατρὸς προηγμένα, ἐν τῇ αὐτῇ τῆς οὐσίας ἑνότητι, τὸν μὲν Υἱὸν κατὰ γέννησιν, τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ ἅγιον κατ’ ἐκπόρευσιν, ἄῤῥητόν τε καὶ ἀνεννόητον.

Καὶ τὰ τρία ὁμοῦ αὖθις, ἕν ἄναρχον καὶ ἀγέννητον κατὰ τὴν φύσιν, ὡς ἕνα Θεὸν ἀΐδιον καὶ ὑπὲρ χρόνον, καὶ χρόνου καὶ κινήσεως καὶ παντὸς κινουμένου, ἢ ἐν χρόνῳ ὄντος δημιουργοῦ, καὶ μόνον αΐδιον, καὶ μίαν καὶ πρώτην πάντων αἰτίαν.

Πιστεύομεν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὅς ἐν ἀρχῇ λόγος ἧν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἧν, καὶ ἐστὶ τῷ Πατρὶ ὁμοούσιος‧ τοῦτον ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας, οὐ δυνάμει σπέρματος, ἀλλὰ δυνάμει Πνεύματος ἁγίου συλληφθέντα, καὶ ἐν αὐτῷ τὴν ἀνθρωπίνην ὑποστήσαντα φύσιν, τουτέστιν σάρκα ἐμψυχωμένην προσειληφότα ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ καὶ προελθόντα ἐξ αὐτῆς τῆς ἀειπαρθένου μητρὸς Θεὸν σεσαρκωνένον, οὐκ ἄνθρωπον θεοφόρον, ἐν δυσὶ τελείαις φύσεσι καὶ ἐνεργείαις, ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν καθ’ ὑπόστασιν ὅλον Θεόν, καὶ ὅλον ἄνθρωπον τὸν αὐτόν, εἰ καὶ μήτε κατὰ τὸ σῶμα Θεὸν, μήτε κατὰ τὴν θεότητα ἄνθρωπον.

Τὴν φρικτὴν ἐκείνην οἰκονομίαν διαπεράνασθαι, τῆς ἁγίας καὶ μακαρίας Τριάδος ὅλης, ἐν αὐτῷ τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ διαπραττομένης αὐτήν, ἐπὶ τῇ πρὸ αἰώνων προωρισμένῃ, καὶ ἐν οἷς εὐδόκησε καιροῖς, ἐπεξειργασμένῃ ἀνακλήσει καὶ βελτιώσει τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως‧ εὐδοκίᾳ γὰρ τοῦ Θεοῦ Παττρὸς, καὶ συνεργείᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὁ τοῦ Θεοῦ λόγος ἐνηνθρώπησε καὶ πάντα τὰ εἰς αὐτὸν καὶ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα πεπλήρωκεν, ὑπήκοος μὲν τῷ Πατρὶ γενόμενος μέχρι θανάτου καὶ ἑκὼν ὡς Θεὸς πάντα καταδεξάμενος.

Πιστεύομεν αὐτὸν ἀληθείᾳ ὡς ἀληθῆ Θεὸν τὰ θεῖα διαπράξασθαι καὶ ἀληθείᾳ ὡς ἄνθρωπον ἀληθῆ τὰ ἀνθρώπινα ὑποστῆναι‧ παθεῖν μὲν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ σταυρωθῆναι καἰ ἀποθανεῖν καὶ ταφῆναι, ὡς δὲ Θεὸν ἀναστῆσαί τε ἑαυτὸν ἐν ἀφθάρτῳ καὶ ἀθανάτῳ καὶ δεδοξασμένῃ σαρκί, καὶ τὰς ᾃδου κατισχυμένας λυτρωσάμενος ψυχὰς συνανενεγκεῖν ψυχῇ καὶ θεότητι ταύταις παραγενόμενον, καὶ τοῖς μαθηταῖς ἀναλαμβάνοντα ἑαυτὸν εἰς οὺρανοὺς ὀφθῆναι ὡς ἀληθῶς, ὅπου τὴν ἀνθρωπίνην αὐτοῦ καὶ ἑαυτὸν τῇ ἐν δεξιᾷ Θεοῦ Πατρὸς καθέδρᾳ τετίμηκε, καὶ ἐκεῖθεν τὀ Πνεῦμα τὸ ἅγιον αὐτοῖς καταπέμψαι, τουτέστι πάσας αὐτοῖς τὰς πνευματικὰς ἐνιδρύων χάριτας, εἰς προκοπὴν ὑπερφυᾶ τοῦ κηρύγματος, ἡξειν τε πάλιν αὐτὸν Θεὸν καὶ ἄνθρωπον μετὰ δόξης, ὃν ἀνελήφθη τρόπον κρινοῦντα ζῶντας καὶ νεκροὺς καὶ ἀποδώσοντα ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἴδια ἔργα‧

καὶ τοὺς μὲν τὰ ἀγαθὰ μετὰ τῆς ὀρθῆς πίστεως πράξαντας, εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν, καὶ τὴν αἴδιον αὐτοῦ καὶ ἀτελεύτητον ἀνᾴξοντα βασιλείαν, τοὺς δὲ ἐν θανασίμοις ἁμαρτήμασιν ἄνευ μετανοίας ἀποτεθνηκότας, ἢ οὐκ ὀρθῇ πίστει συζήσαντας εἰς κόλασιν αἰώνιον παραπέμψοντα.

Πιστεύομεν τὸ Πνεῦμα τὰ ἅγιον Θεὸν εἶναι ἀληθῆ, Κύριον ζωοποιόν, ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, καὶ ἐν τῷ Υἱῷ ἀναπαυόμενον, Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον Πνεῦμα Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, ὡς ἀμφοῖν ὁμοούσιον, ἀλλὰ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενονμ ὡς ἐκεῖθεν ὑφιστάμενον, ὅθεν καὶ ὁ Υἱὸς γεγένηται, οὐκ ἐκπορευόμενον καὶ ἐξ αὐτοῦ τοῦ Υἱοῦ.

ὡς ὁ τῆς Ῥώμης ἀρχιερεὺς ἄνευ τῶν λοιπῶν πατριαρχῶν, προσθεῖναι ἐθάῤῥησε τῷ συμβόλῳ, ἣν δὴ προσθήκην οὐκ οἴδαμεν, πόθεν ἐστίν‧ οὔτε γὰρ τῶν κανονικῶν γραφῶν, οὔτε ἐκ τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἔχει τὸ κύρος, ἀλλὰ μὴν καὶ πάντες οἱ τῆς ἐκκλησίας διδάσκαλοι μόνον αἴτιον καὶ ἀρχὴν ἐν τῇ θεότητι καὶ πηγὴν τὸν Πατέρα θεολογοῦσι, τὸν δὲ Υἱὸνκαῖ τὸ Πνεῦμα μόνον αἴτια τὰ ἐν τῇ θεότητι, καὶ μόνα αἴτια τὰ καὶ ἐξ ἀρχῆς τοῦ Πατρός.

Ὅσαι δὲ ῥήσεις τῶν διδασκάλων ταῦτα διδάσκουσι, καί κατὰ τὴς νέας ταύτης προσθήκης στρατεύονται ἐναργῶς, Βασίλειος δηλονότι καὶ Γρηγόριος, καὶ Μάξιμος καὶ Δαμασκηνός, καὶ ἐπὶ τῶν ἀρχαιοτέρων Ἀθανάσιος, οὗ καὶ σύμβολόν τι παραπεπλασμένον κομίζουσιν, ἐλεγχόμενον τῇ ἀρχαιότητι τῶν παρ’ ἡμῖν πρωτοτύπων, καί Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, καὶ Διονυσίου, καὶ πάντων ἀπλῶς τῶν ἁγίων, οἳ τὰς οἰκουμενικὰς ἐκείνας ἐπλήρουν συνόδους.

Οὐκ ἂν ἁρμόττει τῷ παρόντι καταλέγειν καιρῷ, ἀλλ’ ἡμεῖς τούτοις μᾶλλον τοῖς διδασκάλοις, καὶ πρὸ αὐτῶν τῷ ἡμετέρῳ δεσπότῃ, καὶ τῷ μακαρίῳ Παύλῳ προσέχομεν ἐν τῇ προόδῳ τοῦ Πνεύματος, ὥσπερ δὴ καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις τῆς πίστεως, ἢ ταῖς βιαίαις καὶ ἀναποδείκτοις τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐπικινδύνοις παραδόσεσι.

Τοῦτο δὴ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἐν ᾧ ἐσφραγίσθημεν εἰς ἡμέραν ἀπολυτρώσεως, τοῦτο τὸ διαιροῦν καί ένεργοῦν τὰ τῆς θεότητος ὅλης χαρίσματα, ἑκάστῳ πρὸς τὸ συμφέρον καθὼς βούλεται, τὸ ὁδηγοῦν εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, καὶ στηρίζον τοὺς πιστεύοντας πρὸς γνῶσιν ἀληθῆ, καὶ ὁμολογίαν ἀκριβῆ, καῖ λατρείαν εὐσεβῆ, καί προσκύνησιν πνευματικὴν Θεοῦ Πατρός, καὶ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ αὐτοῦ, καὶ αὐτοῦ δὴ τοῦ Πνεύματος‧

τοῦτο ἐκ Πατρὸς δι’ Υἱοῦ πέμπεται καὶ δίδοται τοῖς ἀξίοις λαμβάνειν, τουτέστιν ὑπὸ τῶν ἀξίων μετέχεται, διεγειρόντων τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων πρὸς τὴν ἐφικτὴν τοῖς ἀνθρώποις κοινωνίαν τῆς ὅλης θεότητος αὐτοῦ δηλονότι καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Πατρός.

Ὡς γὰρ ἡμῖν ἐκ Πατρὸς δι’ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι ἥκει τὰ πνευμτικὰ δῶρα, δι’ ὧν πρὸς τὴν θεῖαν υἱοθεσίαν ἀνακαλούμεθα, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν Πνεύματι‧ δι’ Υἱοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ἀνιόντες καὶ Πατέρα τῇ ἐκ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων συνάρσει τῇ υἱοθεσίᾳ τῆς ὅλης θεότητος καλλυνόμεθα, ἐφ’ ὅσον διὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων καὶ τῆς ἐν αὐτοῖς κεκρυμμένης ζωῆς βελτιούμενοι, καὶ σύμμορφοι γινόμενοι τῷ Χριστῷ, ἐν μεθέξει γινόμεθα τῆς θεότητος μυστικῶς, εἰς ἐλπίδα βεβαίαν τῆς ἐν τῷ μέλλοντι τελειωτέρας μεθέξεώς τε καὶ ἀπολαύσεως.

Καὶ ταῦτα περὶ τῆς πέμψεως εὑρίσκοντες τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς γραφαῖς, καὶ ἐν τοῖς ἁγίοις, οἳ ἐκ τῆς ῥωμαϊκῆς ἐκκλησίας ἐν ᾗ δὴ πέμψει, καὶ ἑαυτὸ πέμπει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, διὰ τοῦτο καὶ ἐν τῇ αϊδίῳ προόδῳ τοῦ Πνεύματος, ἐν ἧ οὐ προάγει ἑαυτὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἐκ τοῦ Πατρὸς δι’ Υἱοῦ ὑφίστασθαι, καὶ ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ τοῦτο νομοθετοῦσι‧

καὶ ἀρχὴν τοῦ Πνεύματος καὶ τὸν Υἱὸν λέγουσι μετὰ τοῦ Πατρός, ἐν τῷ γεννᾶσθαι τοῦτο λαμβάνοντα καὶ τοιαῦτα ἅττα τῇ πίστει προστιθέασιν, οὐκ ἔχοντα τὸ πιστὸν ὅθεν δεῖ, καὶ πολλῶν ἀτόπων ἑσμὸν ἐπαγόμενα.

Ἀλλ’ ἡμεῖς ἴσμεν διακρίνειν, ἐκπόρευσιν δόσεως, καὶ χάριν ὑποστάσεως θείας, καὶ χρονικὴν ἀποστολὴν ἀϊδίου ὑπάρξεως, καὶ ὃ μείζον ἐστι(ν), κοινὴν πίστιν, καὶ θεμέλιον ἀῤῥαγῆ, ἀνθρωπίνων λογισμῶν καὶ ἐπινοιῶν ἀυτῶν διακρίνομεν, εἰδότες ταῦτα δειλὰ καὶ ἐπισφαλῆ εἶναι ὡς γέγραπται, ἧ πῶς ἡ προσθήκη αὐτῶν οὐκ ἐπικίνδυνος;

εἰ μὲν γὰρ ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται, ἢ ὡς ὑφίσταται καὶ λαμβάνει τὸ εἶναι, καθὸ εἰσὶν εἷς Θεός, ἢ καὶ αὐτὸ ἐκπορεύεται ἐξ αὐτοῦ, εἷς καὶ μετ᾿ αὐτῶν Θεὸς ὄν, ἢ εἰ τοῦτο ἀδύνατον, οὖκ ἔσται ἐν τῇ ἑνότητι τῆς θείας οὐσίας, εἰ δὲ μὴ καθὸ εἰσὶν εἷς Θεὸς, ἀλλὰ καθὸ εἰσὶ δύο πρόσωπα, δύο ἀρχαὶ τοῦ Πνεύματος ἔσονται, ὡς γὰρ εἶ τι ἐστὶν ἐν αὐτοῖς τῷ λόγῳ τῆς μιᾶς οὐσίας, ἕν ἐστι καὶ ἀδιάκριτον ἐν ἀμφοῖν, οὕτω καὶ εἴ τι ἐστὶ τῷ λόγῳ τῶν ὑποστάσεων, διακεκριμένον ἐστίν.

Εἰ δὲ τῷ λόγῳ τῶν ὑποστάσεων, μία εἶεν ἀρχή, ἡ Σαβέλλειος αἵρεσις ἀκολουθήσει. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ τὰ μὲν ἄτοπα ἀποβάλλονται τὰ ὑπιόντα(sic)10 αὐτοῖς, τὴν δὲ θέσιν τὴν τούτων αἰτίαν διαφυλάττουσι, καὶ λύσεις τῶν ἀκολουθιῶν τούτων ἐπινοοῦσιν, αἵ μᾶλλον εἰσι φυγαὶ τοῦ ζητήματος, ἤ λύσεις τῶν ἀκολουθιῶν.

Καὶ τὸ ἐν ἀρχῇ ἐν ταῖς πλείσταις αἰτοῦνται, ὥσπερ ἐξὸν πλάττειν πίστειν (sic)11, ἥν τις βούλοιτο, ἀλλ᾿ οὐ τὴν θεόθεν ἀποκεκαλυμμένην κρατεῖν, ἀλλ᾿ ἐπάνιμεν αὖ πρὸς τὸ προκείμενον. Δεῖ πρὸς τοῦτο πιστεύειν τοῖς ἑπτὰ μυστηρίοις τῆς ἐκκλησίας, ἀληθέσι τε εἶναι καὶ ἀναγκαιοτάτοις πρὸς σωτηρίαν, ὥστε ἄνευ αὐτῶν μὴ δύνασθαι ἡμᾶς τῆς πνευματικῆς ἀπολαύειν ζωής.

Πῶτον τῷ τοῦ βαπτίσματος, ἐν ᾧ ἀφίενται τὰ προγονικὰ ἁμαρτήματα καὶ τὰ κατ᾿ ἐνέργειαν ἐν ὅσοις καὶ ταῦτα ἐστὶν, δι᾿ οὗ πνευματικῶς ἀναγεννώμενοι ὁδοιπόροι πρὸς τὴν ἀιώνιον ζωὴν αὖθις γινόμεθα, εἰ μόνον κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν γένοιτο διότι ἅπαν12 μυστήριον τὴν ἐκκλησιαστικὴν μὴ σῶζον παράδοσιν, οὐ δύναται ἔχειν τὸν λόγον, καὶ τὸ εἶδος τοῦ μυστηρίου, ἐν ᾧ δὴ μάλιστα ταῦτα παρατηρητέα ἂν εἴ, ἵνα μὴ ἐπιβρέχηται ὁ βαπτιζόμενος, ἀλλά τῷ ὕδατι καταδύηται, μήδε13 ὕδατι ἡλισμένῳ14, μὴ δὲ τὰ ῥήματα οὕτω προφέρηται ὡς ὑπ᾿ ἐκείνων, βαπτίζω ἐγὼ σέ. Ἀλλὰ βαπτίζεται ὁ δεῖνας εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Δεύτερον τῷ τοῦ μυστηρίου, ἐν ᾧ τὴν πνευματικὴν ἰσχύν ἀναλαμβάνομεν, τοῦ δύνασθαι παῤῥησίᾳ κηρύττειν, ὅπερ ἐν τῇ καρδίᾳ πιστεύομεν παντὸς φόβου, καὶ πάσης αἰδοῦς ἀπεληλαμένων.

Τρίτον τῷ τῆς θυσίας, ἐν ᾧ πνευματικῶς τρεφόμενοι, συντηρούμεθά τε καὶ αὔξομεν ἐν τῇ κατὰ Πνεῦμα ζωῇ τοῦ ἀληθοῦς σώματος τοῦ Χριστοῦ μεταλαμβάνοντες, καὶ τοῦ ἀληθοῦς αὐτοῦ αἵματος, οὐ τοῦ ἑτέρου μόνον, ὡς ἡ ῥωμαϊκὴ ἐκκλησία ἔκ τινων χρόνων ἐκαινοτόμησεν, ἀλλὰ καὶ ἀμφοτέρων ὁμοῦ κατὰ τὴν τοῦ μυστηρίου παράδοσιν, ὑπό τε αὐτοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀποστόλων αὐτοῦ.

Ἔτι δἐ ἐν ἐνζύμῳ καἰ μὴ ἐν ἀζύμῳ. Ὅ ἐστὶν ἀληθῶς ἄρτος, καὶ τοῦτο γὰρ τὸ ἔθος ἐκ τῶν ἀποστόλων ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία παρείληφεν ὡς ἐκ πολλῶν καὶ ἀναντιῤῥήτων ἱστοριῶν καὶ τεκμηρίων σαφές ἐστι(ν).

Τήν τε τῶν ἰουδαίων ἐπιμιξίαν ἀποστρεφομένη καὶ τὴν Ἀπολιναρίου δυσσέβειαν, ὅν, φασί, τὴν δι᾿ ἀζύμων ἐπαινεῖν μᾶλλον θυσίαν, ὡς τῇ ἑαυτοῦ δοξῃ συμφέρουσαν, ἐπίστευε δὲ τὸν Χριστὸν σάρκα ἄνευ ψυχῆς ἀνειληφέναι τῆς θεότητος ἀρκούσης ἀντὶ ψυχῆς. Οὕτω δὲ καὶ τὰ ἄζυμα ἔχειν, τῆς ἐν τῷ ἀληθεῖ ἄρτῳ ζωτικῆς ἐστερημένα δυνάμεως.

Τέταρτον τῷ τῆς μετανοίας, δι᾿ οὗ τῶν κατ᾿ ἐνέργειαν ἁμαρτημάτων ἀφιεμένων, τὰ ἀγαθὰ15 αὖθις ἀναλαμβάνονται ἐν τῷ ἀνθρώπῳ, τὰ διὰ τῆς ἁμαρτίας ἀπολωλότα, ἥτις δὴ μετάνοια ἐν τῇ συντριβῇ τῆς καρδίας καὶ τῇ ἐξομολογήσει τοῦ στόματος συνίσταται μάλιστα, καὶ ἐν τῇ ἱκανοποιήσει τοῦ ἔργου, ὅτε μὴ εἴργει ἡ τοῦ θανάτου περίστασις.

Πέμπτον τῷ τοῦ γάμου ἕκτον τῷ τῆς ἱερωσύνης, καὶ ἕβδομον τῷ τῆς τελευταίας χρίσεως, ὃ παρ’ ἡμῖν εὐχέλαιον ὀνομάζεται.

Ἔτι δεῖ στέργειν τὰ συμπεράσματα τῶν οἰκουμενικῶν ἑπτὰ συνόδων, αἳ κατὰ Θεοῦ χάριν καὶ πρόνοιαν, πρὸς βεβαίωσιν τῆς εὐαγγελικῆς πίστεως καὶ πολιτείας κατὰ τῶν αἱρετικῶν συνεκρωτήθησαν ἐν διαφόροις χρόνοις καὶ τόποις. Ἐπεὶ δὲ αὗται αἳ ἑπτὰ οἰκουμενικαὶ σύνοδοι καὶ μερικῶν συνόδων τινῶν ἐδέξαντο συμπεράσματα, καὶ ταῦτα ὡς μείζονι ἀποφάσει τῇ τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων κεκριμένα στέργειν καὶ ἀποδέχεσθαι χρὴ.

Ὧν ἡ μὲν πρώτη τῶν οικουμενικῶν, τὸν Υἱὸν ἀνεκήρυξε Θεὸν ὁμοούσιον τῲ Πατρὶ κατὰ Ἀρείου, κτίσμα τοῦ Θεοῦ φλυαροῦντος αὐτὸν εἶναι. Ἡ δευτέρα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀνεκήρυξε Θεὸν ἀληθῆ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τῷ δὲ Υἱῷ ὁμοούσιον κατὰ Μακεδονίου ἐκ τοῦ Υἱοῦ προῆχθαι βλασφημοῦντος τὸ Πνεῦμα δημιουργικῶς, διὸ καὶ τὸ περὶ τοῦ Πνεύματος αὕτη ἀνέπτυξεν ἄρθρον, ὅσον τε εἰς τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ἥκει, καὶ ὅσον εἰς τὴν αἰτίαν αὐτοῦ τῆς ὑπάρξεως‧

ἧς δὴ ἀναπτύξεως ὁ Ῥώμης καταφρονήσας ὡς ἀτελοῦς, μόνος, ἄνευ τῶν τῆς οἰκουμένης πατριαρχῶν, τὸ ἐκ τοῦ Υἱοῦ προσθεῖναι προείλετο, καὶ τοῦτο τῶν πολλῶν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ σκανδάλων ἀρχὴ γεγονεν.

Ἡ τρίτη τὸν Χριστὸν ἀληθῆ Θεὸν καὶ ἄνθρωπον ἀνεκήρυξε τὸν αὐτὸν ἐν ἑνότητι ὑποστάσεως κατὰ Νεστορίου, ἄλλον λέγοντος εἶναι τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλον τὸν Χριστὸν καθ’ ὑπόστασιν.

Ἡ τετάρτη καὶ πέμπτη, τὸν ἡμέτερον Ἰησοῦν ἀνεκήρυξαν ἐν δυσὶ φύσεσιν ἀληθῶς μενούσαις καὶ μετὰ τὴν ἕνωσιν, κατὰ Διοσκόρου καὶ Εὐτυχοῦς, οἳ συνελθεῖν ἐφλυάρουν ἐν αὐτῷ τὰς δύο φύσεις εἰς μίαν φύσιν οὐκ εἰς μίαν ὑπόστασιν.

Ἡ πέμπτη δὲ καὶ τὰς Ὠριγένους ἀπεκήρυξε φλυαρίας, τὰς πλατωνικὰς ἰδέας δηλαδή, καὶ τὰς τῶν ψυχῶν προϋπάρξεις, καὶ τὴν λῆξίν ποτε τῶν κολάσεων.

Ἡ ἕκτη δύο θελήματα ἐκήρυξεν ἐν Χριστῷ τῷ ἡμετέρῳ δεσπότη, κατὰ Σεργίου, Κύρου, Ὁνωρίου, Πύῤῥου, Πέτρου, Παύλου, καὶ Θεοδώρου, καὶ Μακαρίου, οἵ μίαν ἐν τῷ Χριστῷ θέλησιν ἐτίθουν, τὰ τῇ τάξει ἕν, ἁπλῶς ἕν εἶναι λέγοντες, καὶ πρὸς τὴν Εὐτυχοῦς καὶ Διοσκόρου πάλιν ὑποστρέφοντες αἴρεσιν, εἵπερ τῇ ἑνότητι τῆς φυσικῆς ἐνεργείας καὶ ἡ τῆς φύσεως ἑνότης ἀκολουθεῖ.

Ἡ ἑβδόμη τὸ περὶ τὰς εἰκόνας ἄριστον τῆς ἐκκλησίας ἔθος, καὶ χρησιμότατόν τε ἅμα καὶ εὐσεβέστατον ἀπ’ αὐτῶν τῶν ἀποστόλικῶν χρόνων ἠργμένον, ἐκύρωσέ τε καὶ ἐβεβαίωσε, ὑπό τινων δυσσεβῶν βασιλέων δεινῶς πρὸ τῆς συνόδου ταύτης πολεμηθὲν.

Ἐκείνοι μὲν γὰρ τὰ τῆς οἰκονομίας ἐβούλοντο ἐξαλείφειν ἀπὸ τῆς τῶν ἀνθρώπων μνήμης καλὰ σαφῶς ταῖς εἰκόσι διατυπούμενα ἰουδαίων ἔχοντες φρόνημα καὶ ὑπὸ εὐσεβείας προκαλλύματι δυσσεβοῦντες, ὡς σαφές ἐστιν ἐξ ἀληθεστάτων ἱστοριῶν καὶ τὰ ἐξῆς‧

διὸ τὴν μὲν ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθῆ λατρείαν τῷ μακαρίᾳ τριάδι δεῖν, φαμέν, ἀποδιδόσθαι, ταῖς δὲ σεβασμίαις εἰκόσι, τιμὴν καὶ ἀσπασμὸν καὶ γονάτων κλίσεσι σὺν εὐλαβείᾳ ὡς ἅμα τῇ αἰσθητῇ τῶν ἐν ταῖς εἰκόσι φαινομένων τύπων καὶ χαρακτήρων τιμῇ, καὶ τῆς ἀοράτου ψυχῆς ἔνδον διὰ πίστεως τὴν ἐν Πνεύματι λατρείαν ἀποδιδούσης τῷ μὴ ὁρωμένῳ Χριστῷ, καὶ αὐτὸν λογιζομένης ὁρᾶν διά πίστεως τὸν ἐν σαρκὶ ὀφθέντα Θεὸν, ὥσπερ καὶ τοὺς τόπους οὗ ἔστησαν οἱ πόδες αυτοῦ, τιμῶμεν καὶ προσκυνοῦμεν, ἔτι καὶ τὸν σταυρὸν, ὡς τὴν σάρκα σταυροῦντα.

Ἡμεῖς γὰρ τὰς ἀληθινὰς ὑπάρξεις τιμῶντες τοῖς εἰκονίσμασιν, ἔτι καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἀποστόλων Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων, ἀναπτεροῦμεν τοὺς τῆς ψυχῆς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὰς πρωτοτύπους μορφάς, οὐ μέχρι τῆς ὕλης καὶ τῶν χρωμάτων καῖ τῆς γραφικῆς ἐμφερείας ἐρείδομεν τὴν διάνοιαν καὶ τῇ μὲν τῆς εἰκόνος, τοῦ δεσπότου ἡμῶν τιμῇ, ἀνταποκρινομένην τὴν ἔνδον προσκύνησιν καὶ λατρείαν προσφέρωμεν τῷ Θεῷ,

τῇ δὲ εἰς τὰς τῶν ἄλλων ἁγίων εἰκόνας τιμῇ τὴν ἐνδοτέραν διάθεσιν καὶ τιμήν, ὅτι καὶ αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ φίλους γνησίους τιμῶμεν καὶ περιέπομεν, καὶ ὡς ἐγγυτάτῳ ὄντας τοῦ Θεοῦ, διὸ καὶ τὰ λείψανα αὐτῶν τιμῶμεν ἐν τῇ γῇ, ὧν τὰ πνεύματα ἐν οὐρανοῖς τῆς ἀκτίστου δόξης τετίμηται.

Μᾶλλον δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ νομίζομεν αὐτὰ τετιμῆσθαι καὶ ἐνταῦθα τεκμηρίοις προδηλώτατα, καὶ ἰαματικὴν καὶ ἀγιαστικὴν χάριν, ἐκ τῆς πρὸς αὐτὰ εὐλαβείας τοῖς ἀνθρώποις ἄνωθεν καταπέμπεσθαι, ὥσπερ καὶ ζῶσιν ἐπετέλουν οἱ μακάριοι. Αὗται αἱ ἑπτά σύνοδοι τὴν οἰκουμένην ἐξεκαθάρησαν, δι᾿ αὐτὰς ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία τῇ αὐτοῦ προνοίᾳ τὴν ἀληθῆ πίστιν δεδοκιμασμένως τε καὶ ἀναντιῤῥήτως κρατεῖ.

Ὁπόσοι τοίνυν ἐν Χριστιανοῖς, τὴν καθολικὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν βεβαίως τε καὶ γνησίως ἀσπάζεσθε, ὁπόσοι τῇ αὐτοῦ χάριτι φωτισθέντες τὰς καινοτομίας οὐ προσίεσθε. Ἑνωθέντες μετὰ τῆς ἁγίας μητρὸς ἡμῶν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, οὐ γὰρ ἀρκεῖ ἡμῖν ἡ τῆς ἀληθείας ἐπίγνωσις, καὶ τὸ ἀπὸ τῶν σκανδαλιζόντων φυγεῖν, ἀλλὰ δεῖ πάντως καἰ τὴν καθολικὴν τῶν ὀρθοδόξων ἀ[...] ἐν τῷ δὲ κόσμῳ ἐπιζητήσαντες εἰς ταύτην καταφυγεῖν, καὶ ταύτῇ προπλακῆναι, καὶ ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῖς περιθάλπεσθαι‧

αὕτη δὲ ἐστὶν ἡ ἀνατολικὴ ἐκκλησία, τέτρασι στύλοις τοῖς πατριαρχικοῖς θρόνοις ἐρειδομένη, ὧν ὁ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπερκάθηται, οὐ τύφῳ οὐδὲ δεσποτείᾳ, οὐδὲ ταῖς κοσμικαῖς φαντασίαις προέχων, ἀλλὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας ἀρχαίῳ καὶ κεκανονοσμένῳ ἀξιώματι, καὶ τῇ τοῦ ὀρθοῦ λόγου διδασκαλίᾳ. Ὅπου γὰρ ἡ καθολικὴ πίστις τηρεῖται ἐνταῦθά ἐστι τὸ σχῆμα τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, καὶ ὅπου τὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀποστόλων ἀδιαφθόρως φυλάττονται καὶ κηρύττονται δόγματα, ἐκεῖ καὶ ἡ καθολική πίστις τηρεῖται.

Οὐκοῦν ἡ ἀνατολικὴ ἐκκλησία μήτηρ τῶν ὀρθοδόξων ἐστὶ καὶ διδάσκαλος‧ αὐτὴ οὐδὲν εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὅ παρελάβομεν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλό τι εὐγγελιζομένους σὺν ὑμῖν ἀπαναίνεται, καὶ εἰς τὸν τοῦ ἀποστόλου παραπέμπει ψήφον, αὕτη τὸ τῶν ἱεροτάτων ἀποστόλων σύμβολον, μετὰ τῆς εὐσεβοῦς ἀναπτύξεως τῆς πρώτης οἰκουμενικῆς συνόδου περὶ τῆς ὁμοουσιότητος τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα,

καὶ τῆς δευτέρας συνόδου περὶ τῆς θεότητος τοῦ Πνεύματος, καὶ τῆς ἐκ Πατρὸς αὐτοῦ ἐκπορεύσεως κρατεῖ καὶ κηρύττει, μηδὲν ἕτερον προστεθεῖσα, μή τε κοινωνοῦσα τοῖς προστιθεῖσι, διότι αἱ μετὰ τὴν δευτέραν σύνοδον οἰκουμενικαὶ σύνοδοι πᾶσαι ὑπὸ ποινῇ ἀναθέματος κεκωλύκασι προστιθέναι τι λοιπὸν ἐν τῷ συμβόλῳ, ὡς ἐντελεστάτῳ ὄντι καὶ μηδεμιᾶς ἀναπτύξεως λοιπὸν δεομένῳ καὶ ἔργῳ τὸ κώλημα16 τετηρήκασιν.

Οὐδὲ μία γὰρ τῶν μετὰ τὴν δευτέραν σύνοδον προσέθηκεν, ἀλλὰ πᾶσαι οὕτω τὸ σύμβολον ἀνεγίνωσκον, ὡς ἐν ταῖς τῆς ἀνατολῆς νῦν ἐκκλησίας ἀναγινώσκεται. Αὕτη τὰ τῆς ἐκκλησίας μυστήρια οὐδὲν προστεθεῖσα τῇ τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ παραδόσει, οὔτε μεταποιοῦσα τοῖς πιστοῖς προστίθησι.

Αὕτη τᾶς τῶν οἰκουμενικῶν ἐκείνων συνόδων ἀποφάσεις διεκδικεῖ, οὐ διὰ τὸ αὐτῶν μόνον ἀξίωμα, ἀλλά καὶ διὰ τὴν φανερωτάτην ἀλήθειαν, τῶν ἐν ἐκείναις συμπερανθέντων‧ ὧν τῷ προτέρῳ τὸ δεύτερον ἕπεται, διὰ γὰρ τὸ τοιούτους εἶναι τοὺς τότε συνεληλυθότας ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, τουτέστιν ἐν τῷ τῆς εἰρημένης ἀληθείας ὀνόματι καὶ ὁ Χριστὸς ἐν μέσῳ αὐτῶν γεγονώς, τῆς ἀληθείας αὐτῆς ὁδηγὸς ἐγένετο καὶ διδάσκαλος.

Οὐκ ἐάσας αὐτοὺς ὑπὲρ τὴν ἀληθῆ διάνοιαν τῶν αὐτοῦ διαθηκῶν ἐναχθῆναι, μὴ δὲ στῆναι ἄλλον θεμέλιον παρὰ τὸν κείμενον, οὗ τοὐναντίον ἄλλαις συνέβη συνόδοις, πρότερόν τε καὶ ἐπὶ τῶν ἡμετέρων καιρῶν, ὅτι πραγματείας κοσμικῆς, οὐ πνευματικῆς συγκεκροτημέναι, ὑπὸ τῆς θείας ἐγκαταλείψεως τοῦ τῆς ἀληθείας κανόνος ποῤῥωτάτω καὶ ἀπᾴδοντα τὰ ἑαυτῶν ἐξήνεγκαν δόγματα‧ ἀπλῶς εἰπεῖν ἡ ἀνατολική ἐκκλησία μόνη καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐστιν ἐκκλησία.

Ὅσοι τοίνυν αὐτοὶ σύμφωνοι, συνάφθητε ταύτῃ ἄνωθεν, ἵνα πάντες ἕν ὦμεν‧ εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καἰ πολλῷ πλείους καὶ μείζους τοὺς ἀπὸ τῆς ὀρθῆς πίστεως καρπούς, καὶ διὰ τὸν σύνδεσμον τοῦτον ἀποδώσετε17 τῷ Κυρίῳ γεωργῷ καὶ οἰκοδεσπότῃ τῶν ἡμετέρων ψυχῶν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ.

Εἰ γὰρ κατὰ τῶν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τολμηθεισῶν καινοτομιῶν ἐστέ, ὥσπερ δὲ καὶ ἡμεῖς, πότε δυνήσεσθε πλέον ἢ μεθ’ ἡμῶν ἡνωμένοι, καὶ εἴ τινα περὶ τῶν ἐνταῦθα γεγραμμένων ἀμφιβολίαν ἢ ἀπορίαν ἔχετε, ἕτοιμός ἐστιν ἡ ἱερὰ αὕτη ἐκκλησία περὶ τε τούτων, καὶ πάντων τῶν ἄλλων λόγον ἀποδοῦναι ὑμῖν, ἱκανοποιοῦσα καὶ θεραπεύουσα τὰς ὑμῶν διανοίας τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι. Ἐπειδὰν πέμψῃ τε εἰς αὐτήν, καὶ ἐλπίζομεν ἐν Κυρίῳ ἐν ἅπασι συμφωνήσομεν τοῦ κανόνος τῆς πίστεως συναρμόζοντος ἀλλήλων τὰς γνώμας, καὶ συνεξισοῦντος‧ ὅδη καὶ γένηται.

Καὶ ἐν τοῖς κόλποις τῆς ἀληθοῦς μητρὸς τῆς εὐσπλάγχνου καὶ εὐσεβοῦς συναχθεῖεν, οἱ τῆς ἀληθοῦς ζηλωταὶ πίστεως, ὡς ἂν καὶ αὐτὴ μετ’ εὐμενείας ὑμᾶς ἀποδεξαμένη μετὰ τὸ πληροφορηθῆναι τῆς πίστεως ἡμῶν βεβαιότερον, φωτίσειεν ὅσον εἰς αὐτὴν ἥκει, περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν εὐσταθείας ἐπισκόπους καὶ ποιμένας ἐγκαθιστῶσα πνευματικούς, τὰ ἄλλα ὅσα τῇ ἀληθινῇ προσήκει μητρὶ τῶν γνησίων υἱῶν ἐπιμεληθῆναι, εἰς δόξαν τοῦ ἀληθινου Θεοῦ ἡμῶν, ᾧ πρεπει δόξα καὶ αἶνος εἰς τοὺς αἰώνας ἀμήν.

Ἐπιστολή.

Ἡ ἱεροαγία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκκλησία, ἡ μήτηρ πάντων τῶν ὀρθοδόξων καὶ διδάσκαλος, πᾶσι καὶ ἑκάστοις τοῖς ἐνδόξοις ἀδελφοῖς καὶ ὑιοῖς ἐν Χριστῷ ἀγαπητοῖς τῶν ποεμίων τῇ ὑψηλοτάτῃ κοινότητι τῆς πόλεως Πράγας, καὶ τοῖς γενναίοις ἀνδράσι, καὶ ἀνδρείοις ἄρχουσι, τοῖς καπιτάνοις, καὶ δουξί, καὶ βαρώνοις, καὶ καβαλλαρίοις ἐκλάμπροις, καὶ τοῖς πνευματικοῖς ἀνδράσι, διδασκάλοις τε καὶ πᾶσι τοῖς τῶν ἐκκλησίων18 πρεποσίτοις19, οὐ μὴν δ’ ἀλλὰ καὶ τοῖς πολίταις καὶ ὀφφικιαλίοις, ἔτι τε πᾶσι καὶ ἑκάστοις τοῖς ὁπουδήποτε ὑπάρχουσιν ἐν τοῖς ὑπερορίοις μέρεσιν, ὀρθοδόξοις, ὡς ἀκούομεν καὶ τῆς ἀληθοῦς Ἰησοῦ Χριστοῦ πίστεως ὁμολογηταῖς, τοῖς τὴν γραφὴν ταύτην τῆς μητρικῆς προνοίας θεωρήσουσιν, σωτηρίαν ἐν τῷ τῆς ἐνδόξου παρθένου ὑιῷ, καὶ ἑκατονταπλασίῳ τοῦ πνευματικοῦ καρποῦ τῆς ἡμῶν συμβουλῆς αὔξησιν.

Ἡ ἱερὰ καὶ ἁγία νύμφη τοῦ οὐρανίου νυμφίου, ὅς ἐστι κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας ἁπάσης, μείζω ἡδονὴν οὐ δύναται ἔχειν, ἢ τοὺς αὐτῆς ὑιοὺς ἀκούειν ἐν τῇ ἀληθείᾳ περιπατοῦντας. Ἐπεὶ τοίνυν οὐκ ἄνευ μεγίστοις ἡδονῆς, καὶ ὡσανεὶ ἀῤῥαβῶνος τῆς ἐσομένης καρποφορίας, ἡ αὔξησις καὶ ὁ πληθυσμὸς τῶν καλῶς πασχόντων ἐν τῇ ὁμολογίᾳ τῆς ἀληθοῦς πίστεως εἰς τὰ ὦτα τῆς εὐσπλάγχνου ταύτης μητρὸς ἐνήχησεν, καὶ μάλιστα παρὰ τοῦ ὑμετέρου ἀδελφοῦ τοῦ ὑιοῦ τῆς ἡμῶν ἐκκλησίας, Κωνσταντίνου Ἀγγλικοῦ, τοῦ διακομιστοῦ τῶν παρόντων, διδασκάλου καὶ αἰδεσίμου ἱερέως, ἐπληροφορήθημεν ἐναργέστερον, ὅπως οὐ προσέχετε τοῖς νεωτερισμοῖς, τοῖς ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ γεγενημένοις ὑπὸ τίνων20, ἀλλ’ ἐν τῷ θεμελίῳ τῆς πίστεως ἐρηρεισμένοι ἐστὲ τῆς παραδοθείσης ἡμῖν ἐκ τοῦ ἡμετέρου δεσπότου καὶ τῶν αὐτοῦ μαθητῶν, ἔκρινεν αὕτη ἡ ἱεροαγία ἐκκλησία γράψαι τε πρὸς ὑμᾶς, καὶ πρὸς τὴν μετ’ αὐτῆς ἕνωσιν διεγεῖραι, οὐ κατ’ ἐκείνην τὴν ἕνωσιν τὴν ἐν Φλωρεντίᾳ δεδεκασμένην, ἥτις διαίρεσις ἀπὸ τῆς ἀληθείας εὐλόγως ἂν ὀνομάζοιτο, καὶ διὰ τοῦτο ἐκείνην οὐ προσδεξάμεθα, ἀλλὰ μᾶλλον παντάπασιν ἠκηρώσαμεν, ἀλλὰ κατὰ τὸν τῆς ἀληθείας ἀπαράγραπτον κανόνα, ἐν ᾧ μόνω ἀληθῶς τε καὶ ἀσφαλῶς ἑνοῦσθαι δυνάμεθα.

Οὐκ ἀμφιβάλλειν γὰρ ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ ἐξ ὧν ἤκουσεν περὶ ὑμῶν ἀνενεχθέντων αὐτῇ, ὥς εἴρηται, ὥς ἄρα ταῖς ἐπικινδύνοις τῆς Ῥώμης καινοτομίαις ἀνθιστάναι διέγνωτε, ὅτι σύμφωνοι αὐτῇ ἔσεσθε ἐν πᾶσι τῆς ἱερᾶς μεσιτεούσης γραφῆς τοῦ ἀληθεστάτου κριτοῦ.

Εἰ γὰρ καὶ πρότερον οὐκ ἀγαθὰς περὶ ὑμῶν εἴχομεν φήμας, ὥς οὐ ταῖς ῥωμαϊκαῖς ἐφευρέσεσιν ἀνθισταμένων, ἀλλὰ μᾶλλον ταῖς ἀρχαίαις τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας τῶν χριστιανῶν παραδόσεσιν ἐναντιουμένων ἐν πλείοσιν· ἀλλ’ ἐξ ὀλίγου καιροῦ μᾶλλον ἀναβιώσκειν, ὡς εἰπεῖν, ὑμᾶς ἐπληροφορήθημεν, καὶ πρὸς τὴν κοινὴν τῶν χριστιανῶν θρησκείαν, καὶ ἀληθῆ εὐσέβειαν ἐπανιέναι. Οὐδὲ την μητέρα καταλιμπάνειν, ἀλλὰ τῷ πόθῳ τῆς ἀληθινῆς μητρὸς ἐκκαιομένους καὶ ταύτην ἔτι ζητοῦντας, πονεῖν.

Ὅ δη ἡ παρουσία τοῦ εἰρημένου εὐλαβοῦς ἱερέως σαφέστερον ἡμῖν ἐδήλωσε, ὡς προείρηται, διηγησαμένου τὰ καθ’ ὑμᾶς κατὰ μέρος, καὶ δόντος μὲν αὐτοῦ ὁμολογίαν ἰδίαν, τῇ ἁγίᾳ μητρὶ ὑγιῶς ἔχουσαν καὶ εὐπρόσδεκτον, ἀποδεξαμένου δὲ καὶ τὴν δοθεῖσαν αὐτῷ παρ’ αὐτῆς διδασκαλίαν τῆς ἀληθοῦς πίστεως, ἐν ᾗ δεῖ συμφωνεῖν πάντας τοὺς μέλλοντας σώζεσθαι, ἥν καὶ πρὸς τὴν ὑμῶν ἀγάπην κομιεῖ.

Οὐκοῦν, ποθεινότατοι ἀδελφοὶ καὶ υἱοί, εἰ οὕτως ἐστίν, ὡς ἀκούομεν, καὶ ἐλπίζομεν, ἐπισπεύσατε τὴν μεθ’ ἡμῶν ἕνωσιν. Μετὰ τίνων γὰρ ἰσχυρότερον δυνήσεσθε ζηλοῦν κατὰ τῶν ἐπηρεαζόντων, ἣ ἐν τῷ τῆς μητρὸς κόλπῳ, καὶ τῇ ῥοπῇ τῆς ἀληθοῦς σωτηρίας; καὶ ποῦ δυνήσεσθε βέλτιον ἑαυτοὺς ἀναψύξαι, ἤ ἔνθα ἀνέῳκται ἡ πηγὴ τῶν ζώντων ὑδάτων;

Πάντες τοίνυν οἱ διψῶντες πρὸς τὰ ὕδατα ἔλθετε, καὶ ὠνήσασθε χωρίς τινος συναλλάγματος οἶνον σὠφρονος εὐφροσύνης, καὶ γάλα ἐκ τῶν μαστῶν τῆς παρακλήσεως αὐτῆς. Ἐλπίζομεν γὰρ ἐπὶ τῷ Θεῷ, ὅτι ἐν πᾶσι ἔσται σύμφωνοι ἡμῖν, καὶ μετὰ ταῦτα σύν ἐπιμελείᾳ μεγίστῃ καὶ ἀγάπῃ προνοήσομεν περὶ πνευματικῶν ποιμένων καὶ ἐπισκόπων τῶν ὑμετέρων ψυχῶν, ποιμαινόντων ὑμᾶς τῷ λόγῳ τῆς ἀληθείας, καὶ τῷ παραδείγματι τῆς ζωῆς οὐ θλιβόντων.

Περὶ δὲ τὰ τῆς ἐκκλησίας ὑμῶν ἔθιμα, εὐγνωμόνως συγκαταβῆναι ὑμῖν μετὰ τοῦ ἀποστόλου βουλόμεθα ἐν ἐκείνοις, ὁπόσα ἐξ ἀγαθοῦ θεμελίου καὶ σκοποῦ καθαρωτάτου προΐασιν, καὶ ὧν ἡ συγκατάθεσις πρὸς μὲν ὑμετέραν οἰκοδομὴν ἔσται, τῇ δὲ τιμῇ τῆς ἁγίας μητρὸς ταύτης, καὶ τῇ ἀληθινῇ ἡμῶν περὶ αὐτὴν κοινωνίᾳ καὶ ὑποταγῇ οὐκ ἐναντιωθήσεται.

Περὶ γὰρ τὴν διαφορὰν τῶν τοιούτων ἐθίμων οὐ χαλεπῶς ἔχομεν ἐξ ἀγαθῆς βουλήσεώς τε καὶ διακρίσεως ἀβλαβῶς οἰκονομεῖν. δοίη δὲ καὶ ὁ παντοκράτωρ κύριος καὶ ὑμᾶς οὕτως ἔχειν, ὡς ἀρτίως ἐμάθαμεν, καὶ ἄλλους πολλοὺς ὁμοίως ὑμῖν τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθοῦς ἀναλαμβάνειν ζωῆς εἰς αὔξησιν καὶ πληθυσμόν τῶν τῆς ἀληθοῦς μητρὸς γνησίων ὑιῶν, καὶ ποιήσειεν ὑμᾶς σὺν ἡμῖν ἐν τῷ τῆς ἐκκλησίας οἴκῳ τοῖς αὐτοῖς δόγμασί τε καὶ ἤθεσι χαίροντας ἑνὶ στόματι καὶ καρδίᾳ αἰνεῖν αὐτὸν εἰς αἰῶνας αἰώνων, Ἀμήν,

ὁ Νικομήδης Μακάριος

ὁ ταπεινὸς μητροπόλεως τορνόβου Ἰγνάτιος

ὁ Φιλίππου πλου21 ἰωσήφ: ταπεινὸς μητροπολίτης Ἀκάκιος

ὁ μέγας ἐκκλησιάρχης διάκονος Σιλβέστρος ὁ Συρόπουλος

ὁ δικαιοφύλαξ καὶ ἱερομνήμων διάκονος Θεόδωρος ὁ ἀγαλλιανός

ὁ καθολικὸς τῆς τῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησίας διδάσκαλος ταπεινὸς μοναχὸς Γεννάδιος.

Sacrosancta Constantinopolitana ecclesia, mater omnium orthodoxorum et magistra, universis et singulis inclytis fratribus ac filiis in Christo dilectis Boemorum sublimi universitati urbis Pragensis, et ingenuis viris atque strenuis principibus, capitaneis, ducibus, baronibus, militibus praeclaris, ac viris spiritualibus fidei zeltoribus, doctoribus, magistris et cunctis ecclesiarum praepositis, necnon civibus et officialibus, denique universis et singulis, ubivis existentibus, in partibus transmontanis, cunctisque orthodoxis et Jesu Christi veritatem sincere profitentibus, hanc maternae providentiae intuentibus paginam, salutem per filium virginis gloriosae et centuplum spitritualis fructus incrementum.

Sacrosancta sponsa coelestis sponsi, qui caput ecclesiae universalis est, maiorem quippe nequit habere voluptatem, quam suos audire filios in veritate ambulantes. Cum igitur non absque voluptate, ac pene arrha futurae fructualitatis, ubertas ac incrementum bene patientium pro veritate verae fidei ad aures piae ac benignae huius matris insonuit, a nostro vel maxime fratre, filio nostrae ecclesiae, Constantino Angelico, praesentium latore, doctore ac venerabili sacerdote planius certiores facti sumus, ut nullis attenditis innovationibus, adversus ecclesiam Christi per nonnullos factis, sed in fundamento fidei annixi estis, quae nobis tradita est a nostro Domino suisque discipulis; decrevit illico haec sacrosancta Ecclesia ad vos scribere et ad unionem pariter secum adhorari: haud secundum illam Florentiae unionem simulatam, a recto veroque consilio abalienatam, quae diremptio a veritate appellanda esset quamombrem illam minime admissimus, imo prorsus annihilavimus, at secundum inobliteratum et immutabile decretum, in quo solo vere ac tuto uniri possumus.

Nec ambigit Christi Ecclesia ex his, quae de vobis laeta acceperat, ut dictum est, quod cum equidem periculosis Romae innovationibus obstare censuistis, concordes huic per omnia eritis, mediante adeo sacra scriptura vero iudice.

Etsi dubiam ante de vobis famam habebamus, vos quasi haud Romanis innovationibus resistere solere, imo magis veteribus generalis Ecclesiae Christianorum traditionibus pro maiore parte refragari; tamen ex exiguo jam tempore vos maxime reviviscere, ut ita inquam, certi facti sumus, et ad communem Christianorum religionem ac veram professionem consendere. Neque matrem deserere, verum amore verae matris conflagrantes, eamque flagitantes elaborare.

Quod iam vel praesentia huius viri, devoti sacerdotis, clarius nobis significavit, ut ante dictum est: qui quidem nobis singula enarravit, deditque nobis suam propriam professionem, sanctae matri integre dispositam atque acceptam, recepitque doctrinam verae fidei ab ea sibi traditam, in qua omnes decet hic reddet.

Itaque, dilectissimi fratres atque filii, si sic est, ut audimus et speramus, maturate pariter nobiscum unionem. Cum quibus enim vehementius poteritis aemulari ac permoliri adversus tentatores, quam in sinu verae salutis? Et ubinam commodius poteritis vosmet ipsos refrigerarem quam ubi patet fons aquarum viventium?

Omnes ergo sitientes venite ad aquas: venite, et emite absque ulla commutatione vinum sobriae laetitiae, et lac ab uberibus consolationis eius. Speramus enim in Deum, vos in omnibus concordare nobiscum. Postahac cum studio praenimio ac singulari charitate providemibus de spiritulibus pastoribus ac curam gerentibus animarum vestrarum, pascentibus vos verbo veritatis, ac vitae exemplo haud affigentibus.

De ritibus insuper vestris Ecclesiam benigne vobis assentiri cum Apostolo volumus; in his sane, quaecumque ex bono fundamento ac purissima intentione proficiscuntur, et quorum assensus ad vestram quidem aedificationem erit, honori autem huius matris Sanctae, ac verae nostrae in eam communicationi atque obedientiae minime adversabitur.

Namque de differentia huiusmodi morum, haud difficile ducimus ex bona voluntate atque discretione innocenter dispensare atque tractare. Det igitur omnipotens Dominus, vos quoque sic habere, quemadmodum modo rescivimus, ac multos alios vobis similiter spiritum assumere verae ac certae vitae, ad incrementum atque multiplicitatem filiorum dilectorum verae matris, ac efficiat vos pariter nobiscum in Ecclesiae domo eisdem professionibus atque moribus gaudentes, uno ore cordeque hunc ipsum collaudare, in saecula saecolorum, Amen.

(τα επόμενα υπάρχουν μόνο στο λατινικό κείμενο)

Ad certitudinem atque cautionem omnium ad quos praesentes pervenerit, sigillo consuento imaginis Dei nostri Jesu Christi, Deigenitricisque Suae Matris, in cera lazurea impressae, in buxeo ligno cavato pendentem, sub margine per sericum funiculum paonagium muniri, nec non subscriptionibus nostris potissimorum corroborari voluimus.

Datum die XVIII Januarii, MCCCCLI, Indictionis XV22.

Στην λατινική μετάφραση της επιστολής δίδεται ημερομηνία σύνταξης αυτής 18 Ιανουαρίου 1451, ινδικτίωνος 15.

Σύμφωνα με την έκδοση της επιστολής, στην ίδια μεμβράνη σώζεται λατινική μετάφραση και είναι η εξής:

Literae cleri ex Bohemia ad Grecam ecclesiam. Datae Pragae 29. Sept. 1452.

Illustrissimo et clarissimo principi et domino Constantino Palaeologo Caesari Graeciae semper florentissimo et reverendissimo in Christo patri domino et sacerdoti Gennadio, ecclesiae Graecae summo patriarchae et metropolitano doctorique publico Constantinopolis adeoque universae ecclesiae Graecae debitam reverentiam et pietatem cum obedientia humili deferunt administorores in spiritualibus consistorii archiepiscopatus Pragensis sede vacante cum universo clero illis subjecto.

Agnoscimus praestantissimum esse vitae humanae artificium et magisterium imitari opera et facta primitivae ecclesiae.

Deus siquidem qui jussit lumen e tenebris prodire atque elucere, accendit in cordibus nostris fidem evangelii domini et servatoris nostri Jesu Christi23,

ut imitemur actiones primtivae ecclesiae et populo fideli administraremus venerabile sacramentum corporis et sanguinis domini sub utraque specie, quae fides cum ardeat in nobis, ducit nos in agnitionem et amorem dei, qui ex abysso suae misericordiae sine fine efficit in nobis, ut possimus re praestare quae praecipit.

Quo circa hoc lumen in universa nostra regione fulget adeo, ut simonia cleri, avaritia, fastus et superbia et innovatio antechristi quotidie notior fiat et palam ceu abominatio aperte taxetur.

Vae autem ubi proh dolor regnat ille homo peccati adversrius, qui non solum extollit sese supra omne quod est deus, sed adorari quoque vult in loco sancto templi sedens et sese ostentans tanquam esset deus24.

Ab eo scimus aspeximus comburi amicos et fratres omnisque generis crudelissima morte affici, innumerabilesque nos invenerunt, ut scriptura dixit anxietates.

Onus enim fluctuosi maris defluxit in nos25. Is autem qui metas ponit omnium rerum aeternus salvator custodivit et defendit nos, eductoque gladio suo et intento multoties agmina hostium et copias externarum gentium bellicosissimosque cataphractos decertando pro nobis a nostra partia propulit; quapropter assidue gratias illi agimus, quod post lacrimas nos affecit laetitia, nam post maerorem et tristitiam nunquam desinit suos consolari.

Porro inter cetera plurima miracula divinae consolationis admiramur et amplectimus summa cordis laetitia benevolentiam et dilectionem vestram erga nos, quod nec opinantes nos inviseritis.

Na, consolati estis nos literis vestris plenis amore atque favore incredibili in Constantinum Magistrum et doctorem in Christo Jesu dilectum fidelem amicum et coadjuctorem et legatum nostrum.

Sint itaque gratiae aeterno deo pro tam ineffabili dono illius, quia gratia tanti muneris citra nostrum laborem a finibus terrae ad nos perlata est.

Cumque reverendus idem Constantinus sacerdos, qui sua sponte nos convenerat, ad vos rediturus sit, studiose atque humili animo petimus ab eo, ut invisurus vestram dignitatem post tot intervalla itineris molesti communicet vobis ea, quae in arcanorum cordis ejus sinum constulimus et conferri deinceps vobiscum volumus. Id autemn fecimus excellenter confisi ejus cum fidei tum virtuti.

Quare quantopere possumus ex animo vos oratos volumus, ut viscera misericordiae et dilectionis vestrae erga nos re ipsa commoveatis amoremque vestrum in nos effundatis.

Id quod vos pro laude et gloria et emolumento catholicae fidei christianae re declaraturos esse non dubitamus.

Datae Pragae 29 Septemb, Anno Domini 1452

Προς τον εκλαμπρότατο και επιφανέστατο πρίγκιπα και κύριο Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, Καίσαρα των Γραικών, αεί αύγουστο (ή αεί σεβαστό), και στον ευσεβέστατο πατέρα εν Χριστώ, κύριο και ιερέα Γεννάδιο, οικουμενικό πατριάρχη της εκκλησίας της Γραικίας και μητροπολίτη, οικουμενικό διδάσκαλο της Κωνσταντινούπολης, και συνεπώς της καθολικής Εκκλησίας της Γραικίας, την οφειλομένη τιμή και σεβασμό με ταπεινή υπακοή προσφέρουν οι ηγήτορες του εκκλησιαστικού συμβουλίου της κενής έδρας της Αρχιεπισκοπής της Πράγας με όλους τους ιερείς που υπάγονται σ’ αυτήν.

Αναγνωρίζουμε ότι το πιο εξαίρετο πράγμα της ανθρώπινης ζωής είναι στα πεπραγμένα και στη διδασκαλία να μιμείται τα έργα και τα γεγονότα της αρχέγονης εκκλησίας.

Ο Θεός, πραγματικά, που διέταξε το φως να λάμψει από το σκοτάδι και έτσι να φανερωθεί26, άναψε στις καρδιές μας την πίστη του Ευαγγελίου του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και να μιμηθούμε τις πράξεις της αρχέγονης εκκλησίας και των πιστών ανθρώπων με το να λειτουργούμε το σεπτό μυστήριο του σώματος και του αίματος του Κυρίου με αμφότερα τα είδη, η οποία πίστη, όταν καίει μέσα μας, μάς οδηγεί στη γνώση και την αγάπη του Θεού, ο οποίος από την άβυσσο του ελέους του πραγματοποιεί σ' εμάς χωρίς τέλος, ώστε να μπορέσουμε ν' αντεπεξέλθουμε σε όσα χρειάζεται.

Και να, που αυτό το φως λάμπει σε ολόκληρη τη χώρα μας σε τέτοιο βαθμό, ώστε η σιμωνία του κλήρου, η πλεονεξία, η αλαζονεία και η έπαρση και η καινοτομία του αντίχριστου, να καθίστανται γνωστές καθημερινά και ανοικτά να αντιμετωπίζονται ως βδέλυγμα.

Αλλά, αλίμονο, σε αυτόν που δυστυχώς βασιλεύει, αυτός ο άνθρωπος της αμαρτίας ο αντικείμενος, ο οποίος όχι μόνο υπεραίρεται επί πάντα λεγόμενον Θεόν, αλλά επίσης επιθυμεί να λατρεύεται καθήμενος στον ιερό τόπο του ναού, αποδεικνύοντα εαυτόν ότι είναι Θεός27.

Από αυτόν γνωρίζουμε και βλέπουμε τους φίλους και αδελφούς να καίγονται και κάθε γένους [άνθρωποι] να υποφέρουν σκληρό θάνατο, έρχονται κατά πάνω μας αμέτρητες, όπως λέει η γραφή, έγνοιες.

Κύματα επαφρίζοντα θαλάσης μας κάλυψαν28. Αλλά Αυτός που θέτει τα όρια όλων των πραγμάτων, ο αιώνιος Σωτήρ, μας φύλαξε και μας υπερασπίστηκε, έχοντας τραβήξει και χρησιμοποιήσει τη ρομφαία πολλές φορές, εκδίωξε μακρυά από τα πάτρια εδάφη μας τις δυνάμεις του εχθρού και των ξένων εθνών τους πολεμοχαρείς κατάφρακτους· προς τον οποίον προσφέρουμε τις συνεχείς ευχαριστίες μας, ότι μετά τα δάκρυα μάς φέρνει χαρά, ότι μετά τον πόνο και τη θλίψη προσφέρει παρηγοριά. Μεταξύ των πολλών θαυμαστών [έργων] της θείας παρηγοριάς, δεχόμαστε και παραδεχόμαστε με ευφροσύνη στην καρδιά μας την καλοσύνη και αγάπη που μας δείχνετε, καθώς δεν περιμένατε να σας επισκεφτούμε. Ορίστε, μάς ενθαρρύνετε με τις επιστολές σας, τις γεμάτες απίστευτη αγάπη και εκτίμηση προς τον μάγιστρο και διδάσκαλο εν Χριστώ Ιησού Κωνσταντίνο, τον αγαπητό και πιστό μας φίλο και συνεργάτη και απεσταλμένο.

Ας είναι, λοιπόν, η ευχαριστία προς τον αιώνιο Θεό γι’ αυτό το απερίγραπτο δώρο, διότι η χάρη ενός τόσο μεγάλου δώρου έχει έρθει σ’ εμάς χωρίς καν να κοπιάσουμε.

Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον αιδεσιμότατο ιερέα Κωνσταντίνον, ο οποίος εθελοντικά συμφώνησε μ’ εμάς, να επιστρέψει σ’ εσάς, ζητήσαμε ειλικρινά και ταπεινά, να επισκεφθεί την μεγαλοπρέπειά σας ύστερα από τόσο μακρύ και κοπιαστικό ταξίδι για να μοιραστεί μαζί σας αυτά, τα οποία εμπιστευθήκαμε στα ενδόμυχα της καρδιάς του και επιθυμούμε να σας μεταβιβάσει. Αυτό το κάνουμε εξαιρετικά, επαναπαυόμενοι στην πίστη και την αρετή του.

Διότι, θέλουμε να σας παρακαλέσουμε με όλη την δύναμη της ψυχής μας, όπως η φιλευσπλαχνία και καλοσύνη σας προς εμάς παρακινήσουν την αγάπησας να ξεχυθεί προς εμάς.

Δεν αμφιβάλουμε ότι θα το κάνετε γνωστό προς έπαινο και δόξα και ωφέλεια της καθολικής χριστιανικής πίστης.

 (Πηγή F. Palacký, Urkundliche Beiträge zur Geschichte Böhmens und seiner Nachbarländer: im Zeitalter Georg’s von Podiebrad (1450-1471) , στη σειρά Fontes Rerum Austriacarum Abt 2 Diplomataria et Acta Band 20, Wien: Keiserlich-Königlichen Hof- und Staatsdruckerei 1860, ss. 51-53.

Όπως βλέπουμε αυτή η επιστολή είναι γραμμένη στις 29 Σεπτεμβρίου 1452. Σώζεται και μια άλλη επιστολή με ημερομηνία 14 Νοεμβρίου 1452, η οποία φέρει το όνομα του Rocsyana και έχει συνταχθεί σε πιο επίσημη γλώσσα με καλύτερη χρήση της λατινικής. Είναι η εξής:

 “Serenissimo ac christianissimo principi domino et domino Constantino Imperatori Romeorum palleologo semper augusto.

Reverendissimo in christo patri domino et domino Gennadio Ecclesie grecorum summo patriarche et omnium Ecclesie eiusdem doctori generali necnon et sancte ipsi grecorum ecclesie-

Administratores in spiritualibus Archiepiscopatus pragensis sede vacante cum clero sibi subiecto. Reverenciam debitam cum devocione et omni humilitate quam decet sic prefectis exhibere.

Cum optimum sit vite magisterium actus ecclesie primitive imitari Deus qui dixit lucem de tenebris splendescere.

ipse illuxit in cordibus nostris fidem evangelii domini et salvatoris iesu christi. Ac praxim ecclesie sancte primitive communicandi scilicet populum fidelem corpore et sanguine specie sun utraque quam suo lumine illustrando nobis cognoscere diligere et facto implere concessit ex abisso misericordie sue infinite qua rutillat universa terra Simoniam cleri Avariciam Superbiam supereminentem, ac novitates antichristi clare detegentes reprehendo detestamur.

Exhinde […] heu […] Ach […] ve Regnante homine peccati qui adversatur et extollitur […] super omne quod dicitur deus.

Aut quod colitur […] ita ut in templo dei sedeat ostendens se tanquam ipse sit deus-persecutiones hereticaciones, blasphemias amicorum incinerationes […] variarum mortium crudelissimas - passi clades Sic quod innumerabiles nos invenere tribulaciones, cum omnes fluctus induxerit sevi maris super nos – ponit mari terminum suum.

custodiens nos et protegens gladium suum vibrans pariter et arcum extedens29 iteratis vicibus, turmas hostium- et gentes exteras armorum pro nobis debellando, et de regno nostro expellendo-

Pro quibus omnibus gracias agentes semper, qui post fletum exultationem ifudit (sic) et post tribulacionem non desinit suos relevere.

Eciam inter plraque alia munera- divine consolacionis non sine cordis magna exultacione mirarum graciam- cum nos per Reverendissimum dominum Constantinum Magistrum et doctorem in christo fidelem amicum et cooperatorem nostrum, ydoneumque oretorem vestrum literis vestris mira gracia refertis, et caritate redundantibus placuit consolari Gracias deo super venerabili dono eius cum gracia tanti benefcii preter solitudinem ad nos usque a finibus terre sit prolata

Sed cum honorabilis dominus Constantinus sit solicior sua voluntate profectus est ad vos deinde ad nos reserata magna caritati vestre iterum referenda et declaranda in cordis scrinio reponendo honus laboris et vie in humeros capiendo. Vestras dominaciones avisaret quod facimus cum multa confidencia quam de ipsius gerimus probitate Supplicantes quo melius valemus ut benigne caritatis viscera et cum effectu in nos copiosius effundatis id quod pro honore dei et fidei extat katholice incremento - operi ac exaccioni demandetis.

Datum prage Anno Domini MccccLII XIIII die Mensis Novembris.

Σ' αυτήν την επιστολή η καλύτερη και πιο επίσημη χρήση της λατινικής γλώσσας είναι εμφανής. Για παράδειγμα, η προσφώνηση προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΒ' Παλαιολόγο:

“Serenissimo ac christianissimo principi domino et domino Constantino Imperatori Romeorum palleologo semper augusto”

είναι ακριβής μετάφραση του τίτλου αυτού:

Τῷ γαληνοτάτῳ καὶ φιλοχρίστῳ δεσπότῃ καὶ κυρίῳ Κωνσταντίνῳ βασιλεῖ Ῥωμαίων Παλαιολόγῳ ἀεὶ σεβαστῷ”,

___________________

Βιβλιογραφία

  • Πέτρος Τσιρώνης, Českoeckévztahy v 15.-16. století (Τσεχο-ελληνικές σχέσεις στο 15-16 αιώνα), Minulostí Rokycanska: č. 6 (1996), s. 9-58 .
  • Βιος και πολιτεία του οσίου πατρός ημων Μακαρίου του το επικλην Μακρή, ηγουμένου χρηματίσαντος εν τηισεβασμιωτατηι μονηι του Παντοκρατορος, (εκδ) Α. Αργυρίου, εν Αγίου Μακαρίου Μακρή Άπαντα, εισαγωγή-κριτική έκδοση κειμένου Αστέριος Αργυρίου, τομ. Α, Άγιο Όρος: Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου 2021, σσ.134-329.
  • Antonín Salač, Constantinople et Prague en 1452, εν 1452 Rozpravy Československé akademie věd 68,11, Prague 1958.
  • M. Paulova, LʼEmpire Byzantin et les Tchèques avant la Chute de Constantinople, εν Βυζαντινοσλαβικά 14 (1953), 171-225
  • M. Bartoš, A Delegate of the Hussite Church in Constantinople, εν Βυζαντινοσλαβικά 24 (1963), σσ. 287-293 (Α' Μέρος) & Βυζαντινοσλαβικά 25 (1964), σσ. 69-74 (B' Μέρος).

___________________

1 Το μάθημα των αρχαίων ελληνικών εισήχθη για πρώτη φορά στο πανεπιστήμιο της Πράγας το 1537 μ.Χ. Πρώτος καθηγητής της αρχαίας ελληνικής διετέλεσε ο Matouš Collinus (Kalina) από το Chotěřina (1516–1566), ο οποίος ήταν προστάτης ενός έλληνα μετανάστη από τη Χίο, 2 του Ιακώβου Παλαιολόγου, τον οποίο οι τσέχοι ουτρακιστές ήθελαν να εκλέξουν αρχιεπίσκοπο της Πράγας. Ο Kalina χρησιμοποιούσε για τη διδασκαλία ελληνικές γραμματικές του Μανουήλ Χρυσολωρά, του Θεοδώρου Γαζή και του Κωνσταντίνου Λάσκαρη.

2 Για την μετάφραση παραπέμπουμε στην πηγή μας σσ. 227 & 229)

3 Η ιδέα προτάθηκε αρχικά από τον K. Höfler (Geschiechtsschreiber der hussitischen Bewegung in Böhmen, III Wien 1866, s. 175), χωρίς να το πολυπιστεύει και ο ίδιος ή να το υποστηρίζει σθεναρά. Το υποστήριξε ο Rudolf Urbánek (Věk Poděbradský, II, Praha 1918, στη σειρά České dějiny (ed) Jan Laichter, 3. Για κάποιο διάστημα το υποστήριζε και ο Bartoš (Věstník Královské české společnosti nauk, 2 (1915), ss. 6-9.

4 F. M. Bartoš, A Delegate of the Hussite Church in Constantinople, εν Βυζαντινοσλαβικά 24 (1963), σσ. 287-293 (Α' Μέρος) & Βυζαντινοσλαβικά 25 (1964), σσ. 69-74.

5 Και για το θέμα αυτό υπάρχει συζήτηση. Ακολουθώ τον Σφραντζή: “εἶπαν οἱ κληρικοί (σ.σ. Στον Μωάμεθ Β'), ὅτι ἀπὸ πολὺν καιρὸν πατριάρχην δὲν ἔχωμεν ἐπειδὴ ὁ πατριάρχης ὁποὺ ἦτον (σ.σ. Γρηγόριος Γ', ο οποίος το 1450 έφυγε για την Ρώμη, χωρίς προειδοποίηση) θεληματικῶς ζῶντος τοῦ ἄφηκε τὸ σκαμνὶ του, καὶ ἀπὸ τότε ἄλλον δὲν ἐκάμαμε”. Ο Αθανάσιος Β΄ δεν θεωρούνταν πατριάρχης από τους ανθενωτικούς.

6 Εδώ η έκδοση του Παλμώφ έχει “τὰ”. Το λάθος μπορεί να είναι του Παλμώφ, μπορεί να είναι και του δαίμονα του τυπογραφείου, καθώς το κείμενο στην έκδοση του Ιασίου έχει “τι”

7 Οἶδα.

8 σύνεγγυς

9 ὑπουργικῶς

10 ἐπιόντα

11 πίστιν

12 πᾶν

13 μὴ δ᾿

14 εἰλισμένῳ

15 τἀγαθὰ

16 κώλυμα

17 ἀποδώσητε

18 ἐκκλησιῶν

19 πραιποσίτοις

20 Ὑπό τινων

21 Φιλιππουπόλεως

22 Εδώ ο αντιγραφέας περιγράφει το σιγίλλιο και τη μήρινθο. Το σιγίλλιο έφερε την εικόνα του Χριστού και της μητέρας Του Θεοτόκου, ήταν τυπωμένη σε βουλοκέρι πάνω σε ξύλο από πυξάρι. Η μήρινθος ήταν μεταξωτή κορδέλα που έδενε τη σφραγίδα στην μεμβράνη. Δίνει επίσης και την ημερομηνία σύνταξης της επιστολής.

23 Β' Κορ. 4,6: “Deus, qui dixit in tenebris lucem splendescere, ipse illuxit in cordibus nostris ad illuminationem scientiae claritatis Dei, in facie Christi Iesu,

24 Β' Θεσ. 2,3-4: “homo peccati, filius perditionis, qui adversatur et extollitur supra omne quod dicitur Deus aut quod colitur, ita ut in templo Dei sedeat, ostendens se tamquam sit Deus”.

25 Ιουδ. 1,13: “fluctus feri maris despumantes suas confusiones”.

26 Β' Κορ. 4,6

27 Β' Θεσ. 2,3-4

28 Ιουδα 1,13

29 Ψαλμός 7,13: Nisi conversi fueritis, gladium suum vibrabit; arcum suum tetendit, et paravit illum.




Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης