Μία Ορθόδοξη κριτική ματιά στην παρουσίαση της μελέτης του Μ. Αρχιδιακόνου Μαξίμου για το Πρωτείο από τον Αρχιμ. Παντελεήμωνα Μανουσάκη


ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ Μ. ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝ. ΑΡΧΙΜ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝΑ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
 
Εν Πειραιεί 6-5-2014 

Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος   εφημ. Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Ν. Καλλιπόλεως Πειραιώς
 

Εισαγωγή

Μετά την σύναξη των Προκαθημένων στο Φανάρι την Κυριακή της Ορθοδοξίας (6/9-3-2014) και την ληφθείσα κατ’αυτήν απόφαση για σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου την Πεντηκοστή του 2016, οι οικουμενιστές του Φαναρίου, κατά το εναπομείναν διετές διάστημα, έχουν αποδοθεί σε μία προσπάθεια προλείανσης του εδάφους για την όσο το δυνατόν ‘ακαδημαϊκή’ και ‘επιστημονική’ κατοχύρωση των οικουμενιστικών τους θέσεων, η οποία θα τους παρέχει την απαραίτητη κάλυψη για την άνευ εμποδίων θεσμοθέτηση της παναιρέσεως του οικουμενισμού με πανορθόδοξο συνοδικό μάλιστα κύρος, όπως επιθυμούν να πράξουν κατά την, εκτός απροόπτου, σύγκληση της μελλούσης Συνόδου. Γι’ αυτό και διαπιστώνουμε ότι μόλις δύο μήνες μετά την σύναξη των Προκαθημένων, η οδηγία του Παναγιωτάτου Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου περί αναθεωρήσεως και εκσυγχρονισμού διαφόρων θεμάτων σύμφωνα πάντα με την οικουμενιστική νοοτροπία[1], λαμβάνει σάρκα και οστά στην μεταπατερική και οικουμενιστική ‘Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών’ του Βόλου, που αποτελεί εργαστήρι και προωθημένο όργανο του λεγομένου Π.Σ.Ε., η οποία, μέσω των υπευθύνων της, ανέλαβε την με ‘ακαδημαϊκό κύρος’ διαστρέβλωση και κανονιοβολισμό των Θείων και Ιερών Κανόνων, των σχετιζομένων με τις σχέσεις ανάμεσα στους Ορθοδόξους, τους αιρετικούς και τους ετεροθρήσκους, με την διοργάνωση διεθνούς συνεδρίου από τις 8 έως τις 11 Μαΐου ε.έ. με θέμα : «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις»[2].    

Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο της προλειάνσεως του εδάφους για λήψη οικουμενιστικών αποφάσεων με συνοδικό κύρος, εντάσσεται και η πληροφορία, που δημοσιεύθηκε στις 28 Απριλίου ε.έ. από το γνωστό οικουμενιστικό ιστολόγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ‘Φως Φαναρίου’, ότι ο Μέγας Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου Μάξιμος Βγενόπουλος στις αρχές του τρέχοντος έτους εξέδωσε μία σημαντική μελέτη από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Northern Illinois University Press, που φέρει τον τίτλο ‘Το Πρωτείο στην Εκκλησία από την Πρώτη στην Δεύτερη Βατικάνεια Σύνοδο : Μία Ορθόδοξη Προσέγγιση’ (τίτλος του αγγλικού πρωτοτύπου: Primacy in the Church from Vatican I to Vatican II: An Orthodox Perspective). Την παρουσίαση του τόμου του π. Μαξίμου ανέλαβε με κείμενό του ο πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης Παντελεήμων Μανουσάκης, αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Κολλέγιο του Τιμίου Σταυρού, υπό τον τίτλο ‘Ο Αρχιμ. Παντελεήμων Μανουσάκης παρουσιάζει την μελέτη του Μ. Αρχιδιακόνου Μαξίμου για το πρωτείο΄[3], με το οποίο θα ασχοληθούμε στη συνέχεια. 

Απαραίτητες διευκρινήσεις
 
Είναι σαφής η προσπάθεια του προαναφερθέντος αρχιμανδρίτου και του διακόνου, αλλά και όλων των οικουμενιστών, της προκλήσεως τραγικής και μεγάλης συγχύσεως για δεδομένα και λελυμένα θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας στον Ορθόδοξο κλήρο και τον ευσεβή λαό, διά της οικουμενιστικής τους ‘θεολογίας’. Η μέθοδος αυτή, βεβαίως, δεν είναι του Αγίου Τριαδικού Θεού, αλλά του αντικειμένου διαβόλου.

Ο συγγραφεύς του κειμένου, παν. αρχιμ. Π. Μ., εμφορούμενος από το παναιρετικό οικουμενιστικό μεταπατερικό και μετασυνοδικό πνεύμα, ονομάζει και βαπτίζει την αιρετική θρησκευτική παρασυναγωγή ως «Καθολική Εκκλησία» («…ενασχολείται με τις δύο αυτές Συνόδους που καθόρισαν την ζωή και την θεολογία της Καθολικής Εκκλησίας κατά τους δύο τελευταίους αιώνες» και «…διαλεγόμενη ακριβώς επί του ακανθώδους προβλήματος του πρωτείου μετά της Καθολικής Εκκλησίας…»), ερχόμενος βεβαίως σε πλήρη αντίθεση και καταφρονώντας επιδεικτικά την διαχρονικού κύρους Αγιοπατερική, Συνοδική και Ιεροκανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία ομοφώνως ο παπισμός δεν είναι εκκλησία, αλλά αίρεση. Καταπατά, επίσης, κατάφωρα και το Σύμβολο της Πίστεως, σύμφωνα με το οποίο η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι αυτή και μόνη αποκλειστικά η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
 
Ο καθιερώσας τον καινοφανή αιρετικό όρο ‘ευχαριστιακή εκκλησιολογία’ π. Νικόλαος Αφανάσιεφ (Afanassief)
 
Ο παν. αρχιμ. Π. Μ. επικαλείται προς στήριξη της αμάρτυρης στην Ορθόδοξη Παράδοση θέσεως περί πρωτείου του Πατριάρχου Κων/λεως τον οικουμενιστικών φρονημάτων Ρώσο ιερέα Νικόλαο Afanassieff. Γράφει ο ίδιος : «…θα ήταν σκόπιμο να αρχίσουμε την παρουσίαση του έργου του πατρός Μαξίμου από το τέλος του και συγκεκριμένα από την άποψη του Νικολάου Αφανάσιεφ (Afanassief) ο οποίος, ενώ αρνείται το πρωτείο του Οικουμενικού Θρόνου, γράφει :

Αν υποτεθεί ότι οι αρχηγοί των αυτοκεφάλων εκκλησιών συμφωνούν στο να επιτρέψουν σε έναν πατριάρχη να συγκαλέσει μία οικουμενική σύνοδο, τότε η πράξις τους θα σήμαινε πως αναγνωρίζουν αυτόν τον πατριάρχη ως πρώτον της Ορθοδόξου Εκκλησίας (σελ. 135). Και συνεχίζει : Ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: αν οι αυτοκέφαλες εκκλησίες είχαν αναγνωρίσει το δικαίωμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να συγκαλεί [Οικουμενική ή Πανορθόδοξο Σύνοδο] τότε θα είχαν ταυτοχρόνως αναγνωρίσει και το πρωτείο του στην Ορθόδοξη Εκκλησία (ibid).

Θεωρώ τις δύο αυτές υποθέσεις του Αφανάσιεφ εν πολλοίς μιά προφητεία η οποία πρόκειται να εκπληρωθεί στην μέλλουσα να συγκληθεί υπό αυτού του Οικουμενικού Πατριάρχου Πανορθόδοξο Σύνοδο του 2016 (αν και έχει ήδη επαληθευτεί κατά το απώτερο παρελθόν στις πλείστες όσες πανορθόδοξες συνόδους συγκάλεσαν και προήδρευσαν Οικουμενικοί Πατριάρχες). Στον χρόνο που μεσολαβεί μέχρι την Σύνοδο του 2016, η μελέτη του πατρός Μαξίμου θα παίξει καθοριστικό ρόλο καθώς είναι μέχρι στιγμής η μόνη πλήρης διαπραγμάτευση του πρωτείου. Το έργο απαρτίζεται από τέσσερα κεφάλαια, μία ενημερωτική εισαγωγή, και καταληκτήρια γενικά συμπεράσματα».

Στην παραπάνω προσωπική άποψη του Νικολάου Afanassieff, με λύπη διαπιστώνουμε ότι στη σκέψη του έχει εισβάλει και την έχει αιχμαλωτίσει η παπική εκκλησιολογία. Η παραπάνω θέση του καθόλου δεν απηχεί την Ορθόδοξη εκκλησιολογία, αλλά μάλλον την παπική τοιαύτη, την οποία όλως ατυχώς προσπαθεί να εφαρμόσει στην Ορθόδοξη. Η προσπάθεια αυτή του πατρός δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, διότι, σύμφωνα με το πάντοτε αγωνιστικό, ομολογιακό και αντιοικουμενιστικό ιστολόγιο ‘Κατάνυξις’ [4], «ο Ρώσος πρεσβύτερος Νικόλαος Afanassieff στις αρχές του 20ου αιώνα καθιέρωσε πρώτος τον όρο “ευχαριστιακή εκκλησιολογία” και την καινοφανή περί αυτής διδασκαλία. Αυτός υποστήριζε ότι όλες οι εκκλησίες, που έχουν αποστολική διαδοχή (άρα και οι αιρετικοί παπικοί!) και τελούν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, έχουν την πληρότητα της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και ότι είναι ενωμένες μεταξύ τους με την αγάπη, την αγάπη όλων των Εκκλησιών για την κάθε τοπική και της κάθε τοπικής για όλες τις άλλες. Τη θεωρία αυτή την επεξέτεινε ο γνωστός Αλέξανδρος Σμέμαν, ο οποίος προσπάθησε να αναδείξει τη λειτουργική κρίση στο χώρο της Εκκλησίας και τους τρόπους με τους οποίους αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί.

Η «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» επομένως, ερχόταν να δώσει λύση στο ακανθώδες πρόβλημα των θεολογικών δογμάτων, που οδήγησαν στο Σχίσμα του 1054, και που δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να γίνουν δεκτά από καμμία πλευρά. Η θεωρία αυτή συμβίβασε τα ασυμβίβαστα, και έδωσε έτσι την ευκαιρία στον μέγα οικουμενιστή Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα να δηλώνει προκλητικά τη δεκαετία του ’60, όπως παραμεριστούν τα δόγματα προς χάριν του «διαλόγου της αγάπης»[5]. Το εντυπωσιακό στην όλη υπόθεση είναι πως, δεκαετίες πριν τον κυρό Αθηναγόρα, την ίδια εκτίμηση έκανε και ο Νικόλαος Afanassieff, ο οποίος εφηύρε το στοιχείο της ενότητας μέσα από την Θεία Ευχαριστία, με την κάθε Εκκλησία να κρατάει τα δόγματα για τον εαυτό της. Άρα, απώτερος σκοπός της εμπνεύσεως του Afanassieff ήταν να διευκολυνθεί –κατ’ αυτόν τον αντιπαραδοσιακό τρόπο- η «ένωση των εκκλησιών»!
 
Προσπάθεια αμφισβητήσεως του κύρους των παλαιοτέρων όντως ορθοδόξων θεολόγων
 
Σύμφωνα με τον παν. αρχιμ. Π. Μ., «το δεύτερο αυτό κεφάλαιο ίσως αποτελέσει υπόμνηση όλων μας του ατελέσφορου αδιέξοδου στο οποίο οδηγείται η θεολογία, αλλά και ο στοχασμός εν γένει, όταν υποδαυλίζεται μονάχα από τον ανταγωνισμό και την πολεμική. Άξιοι θεολόγοι, ως οι προαναφερθέντες, εξηναγκάσθησαν να υποστηρίξουν ακραίες εκκλησιολογικές απόψεις παρασυρόμενοι από τον αρνητισμό προς ό,τι θεώρησαν άλλο ή ανοίκειο προς αυτούς. Ο Μεσολωράς, για παράδειγμα, συμφωνεί με την προτεσταντική θέση πως η Εκκλησία δεν έχει άλλην κεφαλή πλην του Χριστού και ότι η ενότης της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν διασφαλίζεται παρά μέσω της κοινής πίστης και της κοινής λατρείας (σελ. 50). Ο Κυριακός, από την άλλη, αναγκάζεται να αποδεχθεί μόνο μία “πνευματική και εσωτερική” ενότητα (σελ. 52) δίχως ορατό εκκλησιολογικό αντίκρυσμα. Ο δε Καρμίρης, κατά τα πρότυπα των μεταρρυθμισμένων (Konziliarismus), αποδέχεται ως κεφαλή της Εκκλησίας την Οικουμενική Σύνοδο, αγνοώντας ότι η Οικουμενική Σύνοδος ούτε είναι θεσμός (σελ. 63), ούτε, όμως, πρόσωπο ώστε να μπορεί να διαδραματίσει τον ρόλο του πρώτου (σελ. 128). Την συγκροτημένη κριτική του συγγραφέα τόσο στο τέλος του παρόντος κεφαλαίου (σελ. 65-71), όσο και στην διεξοδικότερη ανάλυση του τετάρτου κεφαλαίου δέχεται η άποψη εκείνη που θέλει το πρωτείο του Ρώμης (και συνακόλουθα του Νέας Ρώμης) να είναι μόνο πρωτείο τιμής και όχι εξουσίας. Μιά τέτοια άποψη έχει κάπως ανεξέταστα επικρατήσει σήμερα ανάμεσα στους ορθοδόξους δίχως να αναλογιζόμαστε πως δεν ερείδεται στην πραγματικότητα της εκκλησιολογικής παραδόσεώς μας. Τέλος ενδιαφέρον παρουσιάζει η ερμηνεία την οποία δίνει ο Γρηγόριος Ζιγαβηνός στο Μθ. 16:18 (την οποία επίσης επαναλαμβάνουν πολλοί αστόχαστα) διακρίνοντας μεταξύ της ομολογίας και του προσώπου του Πέτρου, ωσάν να ήταν ποτέ δυνατόν να υπάρξει ομολογία πίστεως απρόσωπος και άρα ανυπόστατος—δίχως, δηλαδή, η πίστις, επί της οποίας οικοδομεί ο Κύριος την Εκκλησία του να υποστασιοποιείται στον πιστεύοντα (σελ. 44)».
 
Είναι εμφανής εδώ η προσπάθεια αμφισβητήσεως του κύρους παλαιοτέρων όντως ορθοδόξων θεολόγων και η απόδοση σ’αυτούς δήθεν ακραίων εκκλησιολογικών απόψεων και δήθεν αρνητισμού, την στιγμή που όντως αυτοί εκφράζουν την Ορθόδοξη Παράδοση και διδασκαλία. Επειδή δεν μπορούν να φτάσουν οι οικουμενιστές στο ύψος των παλαιοτέρων όντως ορθοδόξων θεολόγων, λόγων πενίας επιστημονικών και θεολογικών επιχειρημάτων, προσπαθούν να τους κολλήσουν την ταμπέλα του ακραίου, για να εμφανιστούν αυτοί ως «νέοι θεολόγοι» και «νέοι πατέρες»! Πού να φτάσουν αυτοί τον μέγα θεολογικό νου του μακαριστού Ιωάννου Καρμίρη, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα μάς άφησε ως παρακαταθήκη το μοναδικό, ανεπανάληπτο και σπουδαιότατο έργο του «Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός»! Στη σκέψη μας έρχεται πάλι και αυτό που λένε οι άγιοι πατέρες μας, ότι δηλ. στα έσχατα χρόνια το άσπρο θα παρουσιάζεται μαύρο και το μαύρο άσπρο, το γλυκύ πικρό και το πικρό γλυκύ, το κατά φύσιν παρά φύσιν και το παρά φύσιν κατά φύσιν, το ορθόδοξο αιρετικό και το αιρετικό ορθόδοξο.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει, όταν ο παν. αρχιμ. Π. Μ. ισχυρίζεται ότι η θέση του Ιωάννου Μεσολωρά «πως η Εκκλησία δεν έχει άλλην κεφαλή πλην του Χριστού και ότι η ενότης της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν διασφαλίζεται παρά μέσω της κοινής πίστης και της κοινής λατρείας» είναι προτεσταντική, ενώ είναι καθαρά ορθόδοξη. Αλήθεια, δεν γνωρίζει ο συγγραφεύς την βασικωτάτη εκκλησιολογική αλήθεια ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού με κεφαλή τον Χριστό;

Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η άποψη του συγγραφέως σχετικά με το ότι η αποδοχή εκ μέρους του Ιωάννου Καρμίρη ως κεφαλής της Εκκλησίας της Οικουμενικής Συνόδου, προέρχεται από πρότυπα των μεταρρυθμισμένων, ενώ είναι σαφώς ορθόδοξη. Ας κάνει τον κόπο ο παν. αρχιμ. Π. Μ. να ανοίξει το Πηδάλιον των Θείων και Ιερών Κανόνων του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου και να διαβάσει τα όσα λέγει ο άγιος περί Οικουμενικής Συνόδου στην υποσημείωση των προλεγομένων της Α΄ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου[6]. Γιά τούς Ὀρθοδόξους ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι τό ἀνώτερο κριτήριο τῆς ἐκκλησιαστικότητος καί ἡ ὑψίστη μορφή ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος. Κορυφή μας δέν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας πάπας. Ἐδῶ εἶναι οὐσιαστική ἡ διαφορά μας μέ τόν παπισμό. Οἱ προτεστάντες τά κατήργησαν ὅλα, καί εἶναι πιό ἔντιμοι ἀπό τούς παπικούς. Εἶναι πιό ἔντιμοι, γιατί δέν θέλησαν νά κρατήσουν τίποτε ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί νά τό διαστρεβλώνουν. Ὁ παπισμός, ὅμως, ὑποκατέστησε τήν Οἰκουμενική Σύνοδο μέ τόν «πάπα» καί τήν ἔκανε ὄργανο τοῦ παπισμοῦ, θεραπαινίδα τῶν παπικῶν σχεδίων. Στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει μέχρι τέλους τῆς ἱστορίας, ὡς ὕψιστος θεσμός στή ζωή της, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Οἰκουμενική σημαίνει Σύνοδος ὅλου του κράτους. Κατά τόν ὄρο τοῦ Ξενοφῶντος καί στό Ἑλληνικό Βυζάντιο, στήν Ἑλληνική, δηλαδή, Ρωμανία, ἡ λέξη Οἰκουμένη, σημαίνει κατ' οὐσίαν τό κράτος, οἰκουμενικός διδάσκαλος, οἰκουμενικοί πατέρες κ.ο.κ. Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, λοιπόν, εἶναι ἡ Σύνοδος ὅλου του κράτους καί ἀντιμετωπίζει τά μεγάλα προβλήματα τῆς πίστεως καί τάξεως τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι προϋποθέτουν κρίσεις στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού σημαίνει ὅτι ἀπειλεῖται ἡ σωτηρία. Καί τότε ἔρχεται ὡς στόμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, γιά νά διακηρύξει, σέ κάθε περίπτωση, τήν σώζουσα Ἀλήθεια, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Προφῆτες, τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, τούς Ἁγίους Πατέρες καί τίς Ἁγίες Μητέρες ὅλων τῶν αἰώνων.

Η θέση επίσης του συγγραφέως ότι το πρωτείο του Ρώμης (και συνακόλουθα του Νέας Ρώμης) δεν είναι μόνο πρωτείο τιμής, αλλά και εξουσίας, είναι παντελώς αμάρτυρη στην Ορθόδοξη Παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο ορθόδοξος, κατά την πρώτη χιλιετία, επίσκοπος Ρώμης δεν κατείχε καθόλου πρωτείο, παρά μόνο πρεσβεία τιμής. Δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε βεβαίως ότι οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες της Δ΄ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου, διά του 28ου Ιερού Κανόνος, έδωσαν τα ίσα και απαράλλακτα προνόμια τιμής με τον Ρώμης και στον αγιώτατο θρόνο της Νέας Ρώμης, της Κων/λεως, με μόνη διαφορά ότι η μεν πρεσβυτέρα Ρώμη να είναι πρώτη ως προς την τάξη, η δε δεύτερη Ρώμη να είναι δεύτερη ως προς την τάξη[7]. Από τη στιγμή όμως που ο Πάπας Ρώμης και ο Παπισμός αποσχίσθηκαν, δια λόγους αιρέσεως, το 1054 από την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, κατεστάθησαν αιρετικοί έως της σήμερον και βρίσκονται εκτός Εκκλησίας και συνεπώς δεν κατέχουν ούτε πρωτείο ούτε πρεσβεία τιμής.

Τέλος, η κριτική που ασκεί ο συγγραφεύς στον Γρηγόριο Ζιγαβηνό, ισχυριζόμενος ότι δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ της ομολογίας και του προσώπου του Απ. Πέτρου, δεν είναι ορθή. Όντως, υπάρχει διάκριση μεταξύ ομολογίας και προσώπου. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ταυτίζονται τα δύο, παρόλο που η ομολογία οπωσδήποτε χρειάζεται κάποιο πρόσωπο, για να εκφραστεί. Αν ίσχυε η θέση του συγγραφέως περί ταυτίσεως ομολογίας και προσώπου, πως μετά θα εξηγούσαμε την τριπλή άρνηση του Απ. Πέτρου; Σα να μας λέει δηλ. ο συγγραφέας ότι πρόσωπο και θεσμός ταυτίζονται, πράγμα αδύνατον. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι με τη λέξη «πέτρα» στο χωρίο Μτθ. 16, 18 ο Κύριος εννοούσε την ομολογία της θεότητός Του, επάνω στην οποία στηρίχθηκε η Εκκλησία, που για τον λόγο αυτό ακριβώς είναι ακατάλυτη και ακατανίκητη μέσα στους αιώνες. Δεν είπε, δηλ., ο Κύριος «και σε σένα, τον Πέτρο προσωπικώς (super Petrum), θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου», αλλά «στην «πέτρα» αυτή (super petram), που προ ολίγου ομολόγησες για την θεότητά μου, θα οικοδομηθεί η Εκκλησία, που για τον λόγο αυτό θα είναι ασάλευτος στους αιώνες»[8]. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι η «πέτρα», για την οποία έκανε λόγο ο Κύριος, ήταν η πίστη στα θεϊκά Του λόγια και γενικότερα στη θεία Του φύση.  
 
Η αιρετική διδασκαλία περί «ευχαριστιακής εκκλησιολογίας»
 
Σε άλλο σημείο του κειμένου ο παν. αρχιμ. Π. Μ. μας πληροφορεί ότι «και πάλι με μεγάλη προσοχή ο συγγραφέας αναλύει τις εργασίες της Συνόδου (Β΄ Βατικάνειας) και μάλιστα υπό το φώς της επανακαλυφθείσης υπό της σχολής του ressourcement / Nouvelle Théologie (Henri de Lubac, Yves Congar, Karl Rahner, Joseph Ratzinger, κ.α.) ευχαριστιακής θεολογίας».

Το προαναφερθέν ιστολόγιο ‘Κατάνυξις’ [9] μας πληροφορεί ότι «η αιρετική διδασκαλία του Σεβ. Ζηζιούλα περί «ευχαριστιακής εκκλησιολογίας», έγινε αποδεκτή και υιοθετήθηκε ενθουσιωδώς από την Β΄ Βατικάνειο Σύνοδος. Όπως αναφέρει ο ελλογιμότατος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, κ. Γεώργιος Μαρτζέλος, «ιδιαίτερα μετά τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο η ευχαριστιακή Εκκλησιολογία της αρχαίας Εκκλησίας, κυρίως όπως αναπτύχθηκε και προβλήθηκε από το Σεβασμιώτατο, άρχισε να βρίσκει πρόσφορο έδαφος μεταξύ σημαντικών ρωμαιοκαθολικών θεολόγων, όπως ο J. M. Tillard και ο Em. Lanne, που υπήρξαν και μέλη της Μεικτής Θεολογικής Επιτροπής του διαλόγου[10], ή ακόμη ο H. Legrand, ο J. Rigal κ.ά[11]. Γι’ αυτό ακριβώς και η εκκλησιολογική σκέψη του διατρέχει και τα τέσσερα μέχρι στιγμής κοινά κείμενα του θεολογικού αυτού διαλόγου, από το Κείμενο του Μονάχου (1982) μέχρι και το Κείμενο της Ραβέννας (2007)»[12].

Όπως τονίσαμε παραπάνω, η καινοφανής αιρετική διδασκαλία περί ‘ευχαριστιακής εκκλησιολογίας’ έχει ως πηγή την σκέψη του Νικολάου Αφανάσιεφ. Η συμβολή, όμως, του Σεβ. Ιωάννου Ζηζιούλα έγκειται στο γεγονός ότι έρχεται σε μια κρίσιμη καμπή, αμέσως μετά την αποδοχή της θεωρίας από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο, να ολοκληρώσει αυτό, που ξεκίνησε ο Afanassieff, προς την κατεύθυνση, που επιθυμεί το Βατικανό. Δηλαδή στο κενό, που άφησε η θεωρία του Afanassieff και αφορούσε το (παγκόσμιο) πρωτείο του Πάπα, την εργολαβική διεκπεραίωση του οποίου ανέλαβε προθύμως (οποία έκπληξη!) ένας ‘Ορθόδοξος’ Επίσκοπος! Κι αυτό φαίνεται ιδιαιτέρως στο περίφημο Κείμενο της Ραβέννας (2007), το οποίο μπορεί να έχει ως βάση του τη θεωρία του Afanassieff, η τελική διαμόρφωσή του όμως οφείλεται στον άγιο Περγάμου, που με τη σειρά του, με μια ‘έξοχη’ μεταπατερική, ή μάλλον μετα-αποστολική μαεστρία και με ένα εντελώς αυθαίρετο τρόπο, μεταβάλλει τη διάταξη του 34ου Αποστολικού Κανόνα, που κάνει λόγο για «πρώτο τη τάξει σε επαρχιακό (τοπικό) επίπεδο», και την επεκτείνει σε διοίκηση «παγκοσμίου επιπέδου»[13]!

Οι αιρετικές, όμως, εκτροπές στο συγκεκριμένο θέμα του Σεβ. Ιωάννου Ζηζιούλα δεν περιορίζονται μόνο στους διμερείς θεολογικούς διαλόγους με τους αιρετικούς Παπικούς, αλλά προεκτείνονται και στους πολυμερείς θεολογικούς διαλόγους με τους αιρετικούς Προτεστάντες του Π.Σ.Ε. για παράδειγμα. Η θέση του πως, όπου τελείται το μυστήριο της Ευχαριστίας και γίνεται επίκληση της ενεργού παρουσίας του Αγ. Πνεύματος, εκεί υπάρχει Εκκλησία, δεν εξαιρεί για τον ίδιο ούτε τους κατακερματισμένους Προτεστάντες! Όπως μας πληροφορεί ξανά ο, εκ των θερμών υποστηρικτών του, καθηγητής κ. Γεώργιος Μαρτζέλος, «τόσο η θέση της Επιτροπής (ενν. «Πίστις και Τάξις» του Π.Σ.Ε.) ότι η παγκόσμια Εκκλησία δεν είναι άθροισμα ή ομοσπονδία τοπικών εκκλησιών ή ακόμη παράθεση της μιας Εκκλησίας δίπλα στην άλλη, αλλά όλες μαζί είναι η ίδια η Εκκλησία του Θεού και ότι το θέμα αυτό είναι στην ουσία του εκκλησιολογικό και όχι θέμα διοικητικής οργάνωσης, όσο και εκείνη ότι από την Πεντηκοστή και εξής η Εκκλησία τελεί την Ευχαριστία ως μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, έτσι ώστε η τέλεση της Ευχαριστίας να αγκαλιάζει όλη την Εκκλησία τόσο στην τοπική όσο και στην παγκόσμια διάστασή της, θέσεις που περιέχονται και οι δύο στο κείμενο της Επιτροπής «Πίστη και Τάξη» του ΠΣΕ «The Church : Local and Universal» (Νο 150, 1990)[14], αναπαράγουν μέσα στο κείμενο αντίστοιχες θέσεις του Σεβασμιωτάτου, που απαντούν στο έργο του Being as Communion[15], στο οποίο γίνονται άλλωστε και οι σχετικές παραπομπές[16]. Εξάλλου στο κείμενο «Church and World. The Unity of the Church and the Renewal of Human Community» (Νο 151, 1990), προκειμένου να τονισθεί η προφητική μαρτυρία της Εκκλησίας ως τοπικής κοινότητας, στα πλαίσια της οποίας υπερβαίνονται οι ποικίλες κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές, παρατίθεται προς τεκμηρίωση εντός πλαισίου χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη μελέτη του Σεβασμιωτάτου «The local Church in a eucharistic Perspective. An orthodox Contribution»[17]».

Από τα ανωτέρω γίνεται κατανοητό και μια άλλη λεπτομέρεια, που ίσως διαφεύγει προς στιγμήν της προσοχής : ότι για τον Μητροπολίτη Περγάμου, δεν έχει καμμία σημασία το τυπικό, με το οποίο τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αν για παράδειγμα οι Λατίνοι χρησιμοποιούν άζυμα ή οι Προτεστάντες χυμό αντί για κρασί! Όλα αυτά τα «τεχνικά στοιχεία» εντάσσονται στις «ποικίλες κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές», που υπερβαίνονται πανεύκολα, αρκεί να δηλώνεται πως τελείται η «θεία ευχαριστία» και ότι γίνεται επίκληση στο όνομα του Αγίου Πνεύματος. Το ότι το σύνολο των Αγίων Πατέρων έδωσε μεγάλες μάχες με τους Λατίνους για το θέμα των «αζύμων», αλλά και για όλες τις υπόλοιπες δογματικές διαφορές, οι οποίες κρίνουν, κατά τους αγίους Πατέρες την σωτηριολογική πορεία του ανθρώπου, για τον Σεβ. Ιωάννη Ζηζιούλα, όπως και για τους περισσότερους Οικουμενιστές, είναι εμφανές πως αποτελεί ένα πεδίο παρωχημένο και αδιάφορο. Το ότι οι Οσιόαθλοι Πατέρες της εν Καντάρα της Κύπρου Μονής εκάησαν ζώντες, δεν έχει καμμιά σημασία.

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη ανάλυση για την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία», καλό θα ήταν να σημειώσουμε πως όλοι οι σύγχρονοι «θεολόγοι του γραφείου», μεταξύ των οποίων και ο Μ. Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου π. Μάξιμος Βγενόπουλος και ο παν. αρχιμ. Παντελεήμων Μανουσάκης, στις αναφορές, που κάνουν για την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία», δεν παραπέμπουν φυσικά στους Αγίους Πατέρες, αλλά παραπέμπουν κυρίως στον μέντορά τους, Σεβ. Ιωάννη Ζηζιούλα, κάτι που δείχνει πολλά. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, πως όσο και να ψάξει ένας ερευνητής στους Αγίους Πατέρες, σε κανέναν από αυτούς δεν θα συναντήσει αυτό τον (μεταπατερικό) όρο! Οι μόνες παραπομπές, που κάνουν στους Αγίους Πατέρες είναι κάποιες αποσπασματικές εκφράσεις, που χρησιμοποιούν οι Άγιοι, για να τονίσουν τη σπουδαιότητα του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Αυτές, λοιπόν, τις υπέροχες εκφράσεις του Αγίου Μάξιμου του Ομολογητή, του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα κ.ά. σπουδαίων Πατέρων, οι μεταπατερικοί θεολόγοι του καιρού μας τις ακρωτηριάζουν από τη συνολική συνάφεια ενός κειμένου, και εν συνεχεία τις προσαρμόζουν και τις χρησιμοποιούν ως «πατερική κάλυψη» στις εισηγήσεις τους, εις τρόπον ώστε να μπερδεύουν άλλους Επισκόπους και θεολόγους, που διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις, ή τους απλούς πιστούς, που συνήθως δεν αντιλαμβάνονται τη πονηρία του πράγματος.

Επιλέξαμε να εστιάσουμε στο μείζον ζήτημα της «ευχαριστιακής εκκλησιολογίας, ενός ζητήματος, που ως «δούρειος ίππος» καταλαμβάνει την νεώτερη ορθόδοξη θεολογική σκέψη, ακριβώς λόγω της εύηχης ορολογίας του. Κυρίως, όμως, το επιλέξαμε, γιατί αποτελεί μία άγνωστη στους περισσοτέρους πτυχή του διαλόγου. Το ζήτημα αυτό, όμως, είναι και το σημαντικότερο, γιατί εκφράζει ακριβώς τη φιλοσοφία του Σεβ. Ιωάννου Ζηζιούλα, ενός πραγματικά προσοντούχου καθηγητού της θεολογίας (με βάση τα δυτικά κριτήρια θεολογικής σκέψης), τη φιλοσοφία του οποίου ακολουθεί η πλειοψηφία των Ορθοδόξων Εκκλησιών σήμερα, όπως και ένα τμήμα «φιλοπατριαρχικό» του Αγίου Όρους.

Σε μια κατεξοχήν α-δογματική εποχή, όπως την ονειρευόταν ο Γερμανός πανεπιστημιακός θεολόγος, Adolf Harnack, και τη βιώνουν στο έπακρο οι Προτεστάντες, και μαζί τους οι Ορθόδοξοι Οικουμενιστές, η θεωρία της «ευχαριστιακής εκκλησιολογίας», που εκφράζει ο Σεβ. Ιωάννης Ζηζιούλας, έρχεται με ένα …δογματικό τρόπο να διαλύσει εις πλάτος και εις βάθος ότι έχει απομείνει όρθιο μέχρι σήμερα!

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να τονίσουμε την μέγιστη διαφορά, που υπάρχει μεταξύ της Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ευχαριστίας και της αιρετικής ευχαριστιακής εκκλησιολογίας. Η εκκλησιαστική ευχαριστία ερείδεται στο χωρίο από το κατά Ματθαίον άγιον Ευαγγέλιον «ου γάρ εισι δύο ή τρείς συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών»[18], δηλ. «διότι, όπου δύο ή τρείς άνθρωποι (ορθόδοξοι, όχι αιρετικοί ή αλλόθρησκοι) είναι συγκεντρωμένοι στο όνομά Μου και για σκοπό σύμφωνο με το θέλημά Μου, εκεί είμαι κι Εγώ στο μέσο τους, για να τους φωτίζω, να τους ευλογώ και να τους ενισχύω». Ενώ η ευχαριστιακή εκκλησιολογία πρεσβεύει εντελώς το αντίθετο, ότι δηλ. οι πάσης φύσεως αιρετικοί και αλλόδοξοι μπορούν να είναι συνηγμένοι μαζί με τους Ορθοδόξους στη Θεία Ευχαριστία.

Στη συνέντευξη, που έδωσε ο Μητροπολίτης Περγάμου στον Gianni Valente[19], όλη η αγωνία του εστιάζεται στο, όχι πως δεν θα προδοθεί η Ορθοδοξία, αλλά στο πως ακριβώς θα ολοκληρωθεί αυτή η υποταγή στον Πάπα.  Έτσι εξηγείται η καθοριστική συμβολή του στο Κείμενο της Ραβέννας (2007), και η εμμονή του για «θεολογική» κατοχύρωση ενός παγκόσμιου πρωτείου (εξουσίας), με δύο συνιστώσες : ένα γενικό για τον Πάπα Ρώμης, με το οποίο θα υποταχθεί σύμπασα η χριστιανική οικουμένη, και ένα ειδικό για τον Πατριάρχη, με το οποίο θα υποταχθούν όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίας κάτω από τον «πρώτο»! Ταυτόχρονα, έτσι εξηγείται και η δυσφορία του προς το Πατριαρχείο Μόσχας, το οποίο –έστω για τους δικούς του λόγους- απορρίπτει μετ’ επαίνων το Κείμενο της Ραβέννας, ερμηνεύοντας με τον ορθό πατερικό τρόπο το θέμα του «πρωτείου».

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, τα πάντα είναι αλυσίδα : το «Κείμενο της Ραβέννας» αποτελεί το αποκορύφωμα της εκκλησιολογίας του Σεβ. Ιωάννου Ζηζιούλα· η οποία εκκλησιολογία του είναι προβληματική, γιατί είναι δομημένη με τρόπο αντιπατερικό, σε ένα είδος «πρωτείου», για το οποίο ουδέποτε μίλησε ο Χριστός και οι μαθητές του. Ουσιαστικά πρόκειται για μια εκκλησιολογία που σταδιακά εκβάλλει τον Χριστό, και σταδιακά εισάγει τον άρχοντα-εξουσιαστή του κόσμου τούτου, τον Αντίχριστο (που θα έχει όντως «παγκόσμιο πρωτείο!)! Η μη αποδοχή, όμως, της διακήρυξης της Ραβέννας από τους Ρώσους, τεκμηριωμένη μάλιστα με άριστα θεολογικά επιχειρήματα, εκθέτει ουσιαστικά τον Σεβ. Ιωάννη Ζηζιούλα και τις προθέσεις του, στα μάτια όλου του ορθόδοξου κόσμου. Όπως καυστικά, πλην όμως εύστοχα σχολίασε κάποιος, μόνον ένας «νέος Βησσαρίωνας» θα μπορούσε να συντάξει ένα τόσο απαράδεκτο κείμενο, εξ απόψεως ορθοδόξου, σαν αυτό της Ραβέννας»!

Αρκεί μονάχα ένα σημείο, για να καταδειχθεί ο οικουμενιστικός και αντορθόδοξος χαρακτήρας του κειμένου της Ραβέννας. Λέγει το κείμενο ὅτι «ὁ καθορισμός καί ἡ διευκρίνιση ὅτι μέ τούς ὄρους «Ἐκκλησία», «ἡ ἀνά τόν κόσμον Ἐκκλησία», «ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία» καί «τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ» δέν ὑπονομεύεται ἀπό τή Μικτή Θεολογική Ἐπιτροπή ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στό Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως. (ὑποσ. 1)». Ὁ ἰσχυρισμός βεβαίως αυτός τοῦ κειμένου εἶναι ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτος. Δηλ. γιά τους συντάξαντας το κείμενο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτή καί μόνη ἀποκλειστικά ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά «ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». Δηλ. ἄλλη εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ἄλλη ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν ταυτίζεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀποτελεῖ μέρος αὐτῆς, μαζί μέ ἄλλες «ἐκκλησίες» (παπισμό, προτεσταντισμό, μονοφυσιτισμό). Αὐτό εἶναι τό ἐκκλησιολογικό πιστεύω τοῦ κειμένου της Ραβέννας, το ὁποῖο ταυτίζεται μέ τή νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παπισμοῦ και το οποίο ἀποτελεῖ, βεβαίως, φοβερή ἀλλοίωση, διαστρέβλωση καί προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως[20].

Μετά τα ανωτέρω είναι όντως άξιον πολλών οδυρμών και δακρύων το γεγονός ότι τόσο η οικουμενιστική Ακαδημία του Βόλου όσο και το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία» της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου διοργάνωσαν τιμητική εκδήλωση (Βόλος 2011[21]) και Επιστημονικό Συνέδριο (Πάτρα 3/4-5-2014[22]) αντιστοίχως, για να ‘τιμήσουν’ τον οικουμενιστικών και αιρετικών φρονημάτων Ιεράρχη του Οικουμενικού Θρόνου.    
 
Το πρωτείο του Πάπα και το Κολλέγιο των Επισκόπων
 
Ισχυρίζεται ο παν. αρχιμ. Π. Μ. ότι «η συμβολή της Δευτέρας Βατικάνειας Συνόδου ήταν η συμπερίληψη του Πέτρειου πρωτείου ως διακονίας εξασκουμένης εντός και σε συνάρτηση μετά του Κολλεγίου των Επισκόπων, όπου έκαστος των επισκόπων, ως εκπρόσωπος της τοπικής εκκλησίας, βρίσκεται σε κοινωνία μετ᾽αλλήλων και με τον πρώτον του επισκοπικού Κολλεγίου, τον Ρώμης, φανερώνοντας έτσι μέσω αυτής της διαλεκτικής σχέσης του ενός και των πολλών αυτό που ο αναγεννησιακός φιλόσοφος και πρωτοπόρος του θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, Νικόλαος Κουζανός, ονόμασε explicatio Petri. Προσέφερε τοιουτοτρόπως η Δεύτερα Βατικάνεια Σύνοδος μία σημαντική αναθεώρηση στην ερμηνεία του Παπικού πρωτείου όπως το είχε ορίσει η Πρώτη Βατικάνεια Σύνοδος».

Στό σημεῖο αὐτό διακρίνεται μία προσπάθεια τοῦ παν. αρχιμ. Π. Μ. νά συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα, ἀκολουθώντας κατά πόδας τήν τακτική της διμεροῦς ἐπιτροπῆς τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί παπικῶν, ἡ ὁποία αὐτή τήν περίοδο συζητᾶ τό θέμα «πρωτεῖο καί συνοδικότητα», ἀναζητώντας μία μεσοβέζικη λύση μεταξύ του πρωτείου τοῦ πάπα Ρώμης καί τοῦ Συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Θεωρεῖται «ἐπίτευγμα» τῆς Β΄ Βατικανῆς, κατά τόν παν. αρχιμ. Π. Μ., ἡ ἐνίσχυση τῆς «συλλογικότητας τῶν ἐπισκόπων», διότι σάν ὅρος πλησιάζει στή συνοδικότητα. Βεβαίως καί ἐδῶ ἀποκρύπτεται εὐσχήμως ἀπό τόν παν. αρχιμ. Π. Μ. τό ἀδιαμφισβήτητο γεγονός πώς ὅλοι αὐτοί οἱ ὄροι πού «ἐνίσχυσε» ἡ σύνοδος εἶναι λεκτικά πυροτεχνήματα, ἀφοῦ πάντοτε τόν τελευταῖο λόγο στήν παπική παρασυναγωγή τόν ἔχει ὁ πάπας μέ τό πρωτεῖο του, κάτι πού δέν ἀμφισβητεῖται ποτέ κι ἀπό κανένα στόν παπικό κόσμο. Τά πάντα ἐπισκιάζει τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο τοῦ πάπα.  

Ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς Β’ Βατικανείου Συνόδου διαπιστώνουμε ὅτι, ἐκτός ἀπό κάποια ἀνώδυνα καί ἐπιφανειακά ἀνοίγματα τοῦ Βατικανοῦ πρός τούς Ὀρθοδόξους, τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο ὄχι μόνο δέν περιορίζονται ἤ τουλάχιστον ἀποσιωποῦνται, ἀλλά ἐνισχύονται ἔναντι τῆς Α’ Βατικανείου Συνόδου. «Η Β’ Βατικάνειος Σύνοδος... δέν παρέλειψε νά ἐξάρη καί ἐνισχύση ἀκόμη περισσότερον καί τό παπικόν ἀξίωμα, μέχρι τοῦ σημείου μάλιστα ὥστε ὑπό τινῶν ὑμνητῶν αὐτοῦ ἐν τῆ Συνόδω ἐδημιουργήθη ἡ ὑπόνοια ὅτι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι πλέον ὁ Χριστός, ἀλλ’ ὁ Πέτρος καί μέσω αὐτοῦ ὁ Πάπας». Ὅσον ἀφορᾶ τά ἀνοίγματά της, «πρόκειται περί μεταβολῆς τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς καί ἐμφανίσεως τῆς «Ἐκκλησίας» τῆς Ρώμης, οὐχί δέ περί ἐσωτερικῆς μεταβολῆς ἐν τῆ διδασκαλία αὐτῆς». Τήν ἀμετακίνητη ἐμμονή τοῦ παπισμοῦ στά δόγματά του βεβαιώνουν κατά καιρούς οἱ «πάπες» τῆς Ρώμης. Ὁ πρωτεργάτης καί ἐμπνευστής τῆς Β΄ Βατικανείου Συνόδου «πάπας» και νυν ψευδοάγιος του Βατικανού Ἰωάννης ΚΓ΄ στήν Ἐγκύκλιο Ἐπιστολή του «Ad Petri Cathedram» δίνει τόν σκοπό τῆς Συνόδου καί λέει : «Ἀσφαλῶς θά ἀποτελέσει θαυμαστήν μαρτυρίαν ἀπηθείας, ἑνότητος καί ἀγάπης, ὡς ἐλπίζομεν, διά ὅσους διατελοῦν ἐν διαστάσει μετά τῆς Ἀποστολικῆς Ἕδρας, τῆς Ρώμης, καί θά εἶναι εὐχάριστος ἡ πρόσκλησις πρός ἀναζήτησιν τῆς ἑνότητος ὑπέρ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀπέτεινε θερμήν εὐχήν πρός τόν Οὐράνιόν του Πατέρα». Ὁ «πάπας» Παῦλος ΣΤ’ μέ τήν πρώτη, μετά τήν ἐκλογή του, ἐγκύκλιο «Ecclesi amsuam» (6-8-1965) διαρκούσης τῆς Β’ Βατικανείου δήλωνε : «ἀπατῶνται ὅσοι πιστεύουσιν, ὅτι ἡμεῖς θά ἀποστῶμεν τῶν προνομίων ἡμῶν, τά ὁποία θεόθεν ἐδόθησαν διά τοῦ ἀποστόλου Πέτρου». Καί ὁ «πάπας» Ἰωάννης Παῦλος Β’ μέ τήν ἐγκύκλιό του «Lumen Orientalis» (25-3-1995) κινεῖται στήν ἴδια γραμμή, ὅπως σχολιάζει ὁ μακαριστός καθηγητής Ἰωάννης Παναγόπουλος :  «Ἡ ἐγκύκλιος ἐπανέρχεται μέ ἀδιαλλαξία καί ἀκαμψία στίς διακηρύξεις περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου... Κάθε συζήτηση γιά τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα προϋποθέτει τήν ἄνευ ὅρων ἀποδοχή τοῦ παπικοῦ πρωτείου, τό ὁποῖο ὁ Θεός ἵδρυσε “ὡς παντοτεινή καί ὁρατή ἀρχή καί θεμέλιο ἑνότητας’’». Παρόμοιες θέσεις διατυπώνονται καί στήν παπική ἐγκύκλιο «Ut Unum Sint» (Ἴνα ὦσιν ἕν).

Ὁ Ἰωάννης Καρμίρης, ἀναφερόμενος στή νέα παπική ἐπισκοπική σύνοδο, γράφει : «Καθ’ἡμᾶς θά πρόκειται περί συμβουλίου τινός καί οὐχί περί ἀληθοῦς ἐν ὀρθοδόξω ἐννοία συνόδου, ἥτις δέν θά παρουσιάση πραγματικόν τί καί ἀληθές Signum Collegialitatis (=σημεῖο συλλογικότητος), ἐφ’ ὅσον ὁ πάπας μόνος θά ὁρίζει, ἐάν καί πότε θά συγκροτῆται ἡ σύνοδος αὕτη, ποία θά εἶναι ἡ ἡμερησία διάταξις αὐτῆς ἑκάστοτε καί μέχρι τινός ποῖαι ἴσως θά εἶναι καί αἵ ἀποφάσεις αὐτῆς, αἵτινες ἄλλως τε θά ἔχωσι συμβουλευτικόν μόνον χαρακτήρα, ἐνῶ ὁ πάπας συγκεντροί εἰς χείρας του πάσας τάς ἐξουσίας καί εἶναι φορεύς καί ὄργανον ἐκφράσεως τοῦ ἀλαθήτου τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας». Ἡ θεσπισθεῖσα ἀρχή τῆς συλλογικότητος τῶν ἐπισκόπων ἀπό τήν Β΄ Βατικανή καθόλου δέν μείωσε τήν ἰσχύ τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ὁ ἴδιος ὁ Καρμίρης ἐπισημαίνει ἐπ’αὐτοῦ : «Τό παπικόν πρωτεῖον οὐ μόνον δέν μειοῦται διά τοῦ ἐπιχειρουμένου δογματικοῦ περί τῶν ἐπισκόπων καθορισμοῦ, ἀλλ’ἀπεναντίας ἐνισχύεται καί ἐξυψοῦται περισσότερον, μέχρι τοῦ σημείου μάλιστα, ὥστε ὑπό τινῶν ὑμνητῶν ἐν τή Συνόδω τοῦ παπικοῦ ἀξιώματος ἀφίνετο, ὡς ἐλέχθη, νά δημιουργηθῆ ἡ ὑπόνοια ὅτι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι πλέον ὁ Χριστός, ἀλλ’ὁ Πέτρος καί μέσω αὐτοῦ ὁ πάπας»!
 
Ανασκευή της αιρετικής θεωρίας ότι ο Κων/λεως είναι πρώτος άνευ ίσων
 
Σε άλλο σημείο του κειμένου ο παν. αρχιμ. Π. Μ. μας πληροφορεί ότι «το έργο του πατρός Μαξίμου βρίσκει την θεωρητική κλιμάκωσή του στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο στο οποίο το περί πρωτείου ερώτημα τίθεται σε όλη την οξύτητά του (ως εκκλησιολογικό πρόβλημα), σε όλη την πολυπλοκότητά του (ως διάσταση συνάμα της τριαδολογίας και της χριστολογίας), αλλά και σε όλη την πρωτότυπη δημιουργικότητα που χαρακτηρίζει την θεολογία του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα) στην οποία στηρίζεται ο πατήρ Μάξιμος προκειμένου να δώσει τις απαντήσεις του και να εξάγει τα συμπεράσματά του, όπως καταγράφονται με σαφήνεια στο τελευταίο μέρος του βιβλίου του.

Έχοντας προσφέρει στον αναγνώστη του μια πλήρη εικόνα των διαφορετικών αντιδράσεων που κατά καιρούς αντιπρότεινε η Ορθόδοξη πλευρά στην διαμόρφωση του Πέτρειου πρωτείου μέσα από τις δύο Βατικάνειες Συνόδους, δίδεται στον συγγραφέα του παρόντος έργου το προνόμιο ενός συνοπτικού και αναστοχαστικού βλέμματος της ιστορίας διά του οποίου συλλαμβάνει την γένεση δύο διακριτών ομάδων, η κάθε μία εκ των οποίων αξίωσε για τον εαυτό της την ορθοτόμηση του λόγου της Ορθοδόξου αληθείας: στην πρώτη ομάδα συγκαταλέγονται οι προαναφερθέντες θεολόγοι (Ζιγαβηνός, Μεσολωράς, Κυριακός, Παπαγεωργίου και Καρμίρης) ενώ στην δεύτερη περιλαμβάνονται θεολόγοι όπως ο Ιωάννης Μέγιεντορφ [Meyendorff], ο Αλεξάντερ Σμέμαν, ο Αφανάσιεφ και κυρίως ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας). Και οι δύο ομάδες εκφέρουν λόγο κριτικό έναντι εκείνων των σημείων της θεολογίας των δύο Βατικάνειων Συνόδων τα οποία απέστησαν της κοινής εκκλησιολογικής παραδόσεως της Εκκλησίας. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι η δεύτερη ομάδα κατόρθωσε να διαμορφώσει έναν λόγο όχι μόνον κριτικής, αλλά και Ορθοδόξου αυτοκριτικής—στον βαθμό που έθεσε υπό εξέταση τις θεολογικές προϋποθέσεις της κριτικής της πρώτης ομάδας. Επιπλέον, η δεύτερη ομάδα, και ειδικώτερα η θεολογία του Μητροπολίτου Περγάμου, αναζήτησε να σταθεί σε δύο κριτήρια: αυτά της συνοχής και της αυθεντικότητας.

Το κριτήριο της αυθεντικότητος διασφάλισε η επιστροφή «ἐπὶ τὰς πηγάς» της θεολογίας, όπως η Ευχαριστία και η πατερική γραμματεία των πρώτων αιώνων (χαρακτηριστική αυτής της τάσεως είναι η διδακτορική διατριβή του Μητροπολίτου Περγάμου, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰώνας), ενώ το κριτήριο της συνοχής επιδίωξε να επανατοποθετήσει τα επί μέρους προβλήματα της θεολογίας, όπως αυτό του πρωτείου, εντός ενός συνεκτικού συνόλου, όπου ζητήματα της εκκλησιολογίας εξετάζονται υπό το φώς των όρων που διέπουν άλλους κλάδους της θεολογίας ως η Χριστολογία, η Πνευματολογία, και η Τριαδολογία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική της σκέψεως του αγ. Περγάμου η σθεναρή του άρνηση να διαχωρίσει και να απομονώσει επιμέρους ζητήματα της θεολογίας. Έτσι, το ζήτημα του πρωτείου, το οποίο ακόμα και για θεολόγους που αναγνώρισαν την αναγκαιότητά του όπως ο Σμέμαν και ο Μέγιεντορφ, για τον Περγάμου δεν είναι μονάχα ζήτημα εκκλησιαστικής ευταξίας (του ευ είναι της Εκκλησιαστικής ζωής), αλλά άπτεται αυτού του ίδιου του είναι της Εκκλησίας και βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση τόσο με τις Χριστολογικές αρχές της Εκκλησίας όσο και με την αποκάλυψη του εν Τριάδι αγίου Θεού.

Οι τριαδολογικές καταβολές του επισκοπικού πρωτείου σε όλους τους τρείς βαθμούς της εκκλησιολογικής διάρθρωσης (τοπικό, επαρχιακό, οικουμενικό) προκάλεσαν προσφάτως αντιδράσεις εξ αφορμής της απαντήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ελπιδοφόρου Primus sine paribus στην περί πρωτείου Συνοδική απόφαση του Πατριαρχείου Μόσχας. Η παρούσα μελέτη, όμως, του πατρός Μαξίμου έρχεται να δικαιώσει τόσο το άνευ ίσων πρωτείο του ανά την οικουμένη πρώτου (πρβλ., σελ. 42, 67, 69, 91, 123, 130, 132, 135 και κυρίως 136), όσο και την αναγωγή του πρωτείου στον Θεό Πατέρα. Διαβάζουμε, παραδείγματος χάριν, στην σελίδα 129 πως :

The overall context in which the relation between the primate and the synod should be placed is a trinitarian one, i.e., the commnional life of the Holy Trinity. The very existence of the ministry of the primate is also a reflection of the life of the Holy Trinity, for, as we have just seen, Zizioulas says that the person through whom the communion of the Holy Trinity becomes unity is the Father».
 
Τις παραπάνω αιρετικές θέσεις περί πρωτείου, τις έχει ήδη αναιρέσει ο Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς  κ. Σεραφείμ, ο οποίος στις 19 Μαρτίου 2014 ἀπέστειλε ορθοδοξότατο κριτικό κείμενο-ἐπιστολή[23] πρός τήν Διαρκῆ Ἱεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, σχετικά με τα διαδραματισθέντα κατά την 10η Συνέλευση του ΠΣΕ στο Πουσάν της Κορέας (Οκτ - Νοε 2013), εκ του οποίου κειμένου παραθέτουμε τα ανάλογα αποσπάσματα ως απάντηση στις θέσεις του παν. αρχιμ. Π. Μ.
 
Αἱ λατινογενεῖς ἐκκλησιολογικαί θέσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου
 
«Εἰς τόν εὐρύτερον χῶρον τῶν σχέσεων μέ τούς Παπικούς, ἀντί τῆς ἐπιδιώξεως ἐπιστροφῆς τῶν Παπικῶν εἰς τήν διατηρηθεῖσαν ἐν μόνῃ τῇ Ὀρθοδοξίᾳ ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν, οἱ λόγοι καί τά ἐπαναλαμβανόμενα ἐπιχειρήματα ἑτέρου Ἱεράρχου, τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, περί τῆς μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρός ὡς ὑποδείγματος διά τό παγκόσμιον πρωτεῖον ἑνός ἐπισκόπου, τοῦ «primi sine paribus» («πρώτου ἄνευ ἴσων»)[24], μαρτυροῦν ἀντιθέτως περί τοῦ ἐκδυτικισμοῦ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, χάριν κοσμικῶν ἐπιδιώξεων, ὡς συνέβη καί εἰς τήν Ρώμην εἰς τό μεθόριον τῶν δύο πρώτων μ.Χ. χιλιετιῶν.

Ὁ Σεβ. Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος ἀποπειρᾶται διά πρωτοφανοῦς καί νεωτερικῆς ἐκκλησιολογικῆς προσεγγίσεως, βάσει ἀτυχῶς τῆς ὡριγενιστικῆς καί υἱοθετιστικῆς (κατά μίαν subordinatio-ὑποταγήν τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος) Τριαδολογίας τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου, νά θεμελιώσῃ τό παγκόσμιον διοικητικόν πρωτεῖον ἑνός «Πρώτου» ἐπί τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, βάσει τῆς Μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος· οὕτω πράττων, καί ἐφ’ ὅσον ἐμπλέκει εἰς τήν στόχευσιν αὐτήν καί τό χωρίον «πρός τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐξ οὗ πᾶσα πατριά ἐν οὐρανοῖς καί ἐπί γῆς ὀνομάζεται» (Ἐφ. 3,15), δέν θά δυνηθῇ νά ἀπαντήσῃ εἰς τό ἐρώτημα, διατί λοιπόν δέν ἐνηνθρώπησεν ὁ Πατήρ, ὥστε νά διασώσῃ τό «Πρωτεῖον» του καί ἐν τῇ Οἰκονομίᾳ, πλήν τῆς Θεολογίας. Κατά δεύτερον λόγον, ὁ ἅγιος Προύσης λαμβάνει τάς ἐνδοτριαδικάς σχέσεις ὡς τό πρωτότυπον τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνόδου· ὅμως εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα ὁ Πατήρ εἶναι ἡ «ὑπεράρχιος ἀρχή», ἡ «θεογόνος καί πηγαία θεότης», ἐπειδή εἶναι Γεννήτωρ τοῦ Υἱοῦ καί Προβολεύς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀντιθέτως, εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν Σύνοδον, ὁ Πρῶτος ἀναδεικνύεται (καί καθαιρεῖται) ὑπό τῆς Συνόδου, ἄρα ἡ Σύνοδος εἶναι ἡ «πηγή» τοῦ ἐν Αὐτῇ Πρώτου καί ὄχι τό ἀντίθετον, τό ὁποῖον προκύπτει καί ἱστορικῶς : ὁ Κύριος ἀναληφθείς κατέλιπεν ἐμπνεομένην ὑπό τοῦ Πνεύματος τῆς Πεντηκοστῆς Σύνοδον ἰσοτίμων Ἀποστόλων καί ὄχι τινά Πρῶτον. Ἡ ἀτυχής αὕτη σύγκρισις τοῦ Σεβ. Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου θά εἶχεν ἀποφευχθῇ, ἐάν - ἀντί νά προσφύγῃ εἰς τήν ἁπλουστευτικήν περιγραφήν τῶν τριαδικῶν σχέσεων ὡς ἐξωτερικοῦ μιμήματος διά τήν ἐκκλησιολογίαν - ἐλάμβανεν ὀρθοδόξως ὡς θεμέλιον τῆς ἐκκλησιολογίας του τήν φυσικήν Εἰκόνα τοῦ Πατρός, δηλαδή τόν Υἱόν καί Λόγον, ὁ Ὁποῖος ὡς Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί ταμίας τοῦ πληρώματος τῶν θείων θησαυρισμάτων, ἀποκαλύπτει εἰς τούς πιστούς ἐν Ἑαυτῷ τόν Πατέρα (Ἰω. 14,9), ὁ Ἴδιος δέ ἀποκαλύπτεται εἰς τούς πιστούς ὑπό τῆς φυσικῆς Του Εἰκόνος, τοῦ ὁμοτίμου καί παντοκρατορικοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἰω. 16,14)[25]. Ἡ ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος, συνεκτική τῆς Ἐκκλησίας, κοινωνεῖται εἰς τά λογικά κτιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινή τριαδική ἐνέργεια, ὄχι ὑποστατική τοῦ Πατρός, ἀλλά φυσική ἄκτιστος ἐκ τῆς ἀκτίστου θείας οὐσίας[26] · αὐτή ἱκανοῖ τούς πιστούς, ὡς μέλη τοῦ Κυριακοῦ Σώματος, νά οἰκειῶνται τό «ἀμίμητον μίμημα» τῶν θείων ἀρετῶν. Ἡ κοινή αὐτή τριαδική ἐνέργεια ἤ χάρις ἤ δόξα ἤ βασιλεία συνέχει τήν Ἐκκλησίαν, συνενοῦσα τούς πιστούς καί κατ΄ ἐξοχήν τούς Ἐπισκόπους, ὥστε κατά τόν ἅγιον Μάξιμον νά εἶναι κοινόν τό θεληθέν τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων, διά τῆς μιᾶς θείας ἐνεργείας[27]. Οὕτως, ἡ ἑνότης τῆς Συνόδου δέν διασφαλίζεται διά τῆς ἐξωτερικῆς «φυσικῆς μιμήσεως» ἑνός πατρομονιστικοῦ δῆθεν ἐξουσιαστικοῦ «πρωτείου» ἐν τῇ Παναγίᾳ Τριάδι, κατά τά λεγόμενα τοῦ Σεβ. Σχολάρχου τῆς Χάλκης καί Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ κ. Ἐλπιδοφόρου, ἀλλ΄ ὀντολογικῶς ὑπέρ φύσιν, διά τῆς αὐτεξουσίου ὑποταγῆς πάντων εἰς τό θεῖον καί ἑνιαῖον ἄκτιστον τριαδικόν θέλημα, γνωριζόμενον διά τοῦ Θεανθρώπου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τό ὁποῖον Πνεῦμα «τούς κατά τό ἐγχωροῦν μετέχοντας ὡς δύναμις ἑνοποιός ἑνοῖ καί ἀνατείνει πρός τήν τοῦ συναγωγοῦ Πατρός ἑνότητα καί θεοποιόν ἁπλότητα»[28]. Ἄλλωστε, εἶναι συντριπτικῶς συχνοτέρα ἡ χρῆσις τοῦ ὅρου «μοναρχία» πρός κατάδειξιν τῆς μοναδικῆς Παντοκρατορίας τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπί τῆς κτίσεως («εἰ γάρ καί τριλαμπεῖ μοναρχεῖ τό Θεῖον»)[29] καί σπανιωτάτη ἡ χρῆσις ἡ πρός κατάδειξιν τῆς ἐνδοτριαδικῆς μοναρχίας τοῦ Πατρός[30]· ἡ δευτέρα αὕτη προεβλήθη ὑστερογενῶς κατά τῶν Λατίνων, ὅταν αὐτοί ἀνήγαγον τόν Υἱόν ὡς δευτέραν ἀρχήν ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος διά τοῦ Filioque[31]. Ἰδού, λοιπόν, στίβος λαμπρός διά τόν Σεβασμιώτατον ἀδελφόν καί Σχολάρχην τῆς Γεραρᾶς Σχολῆς τῆς Χάλκης, πρός ὑπεράσπισιν τῆς καλῶς ἐννοουμένης Μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρός κατά τοῦ «διαρχικοῦ» Filioque καί τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἐπί τοῦ ἐπιπέδου τῆς Τριαδολογίας καί ὄχι νεωτερικῶς, ἐπί τῆς Οἰκονομίας καί τῆς Ἐκκλησιολογίας, χριστολογικῶς κυρίως ἐξεταζομένης.
 
Ἐπανάληψις προγενεστέρως ἐφευρεθέντων δογμάτων
 
Ἡ προσέγγισις τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἁγίου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου ἐρείδεται, κατ΄ ἰδίαν ὁμολογίαν, εἰς παλαιοτέραν ὁμιλίαν του ἐν Ἀμερικῇ, ἔνθα εἶχεν ἀρνηθῇ σχεδόν ὡς αἵρεσιν (!!!) καί τήν ὑπερτάτην θέσιν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἰς τήν Ἐκκλησίαν[32]. Τοιουτοτρόπως, ὁ Σεβασμιώτατος ἀδελφός κ. Ἐλπιδοφόρος ἀσυναισθήτως ὑπονομεύει τό κῦρος τοῦ θεσμοῦ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος κατωχύρωσεν ἐπί αἰῶνας τήν πρωτοκάθεδρον θέσιν τῆς πᾶσι φιλτάτης Μητρός Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὄχι μόνον καινοτομεῖ ἔναντι παντός ἄχρι τοῦ νῦν συμβολικοῦ μνημείου ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας (πλήν μερικῶν γραφῶν τοῦ ἁγίου Περγάμου), ἀλλά καταρρακοῖ καί τήν διαλεγομένην ἐκκλησιολογίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀποδεικνύων αὐτήν «κάλαμον ὑπό ἀνέμου σαλευόμενον». Διότι, ἐάν ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐξασφαλίζεται δῆθεν ὑπό τοῦ παγκοσμίου Πρώτου καί ὄχι ὑπό τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς ἀνωτάτου θεσμοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, διατί τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ὑπέγραψε διαφόρως εἰς τόν διάλογον μέ τούς Παλαιοκαθολικούς πρό τριῶν δεκαετιῶν[33]; Ἐθώπευσε τότε τάς ἀκοάς τῶν Παλαιοκαθολικῶν ἀποδεχόμενον τήν «αἵρεσιν» τῆς ὑψίστης αὐθεντίας ὄχι τινός Πρώτου, ἀλλά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἤ τώρα κνήθει τάς ἀκοάς τῆς παπικῆς μοναρχοκεντρικῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ «παγκοσμίου ἐπισκόπου» Πάπα τῆς Ρώμης; Ἱστορικῶς, τό ἀβάσιμον τῆς ἐξυψώσεως τοῦ «Πρώτου» ἔναντι τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀποδεικνύεται ὄχι μόνον ὑπ’ αὐτοῦ τούτου τοῦ Θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν «ἑνωθέντες ἀλλήλοις, τρόπον τινά ὡς τό ἐκ τεσσάρων στοιχείων σῶμα, σύμψυχοι καί ἕν γενόμενοι, ἕν φρονοῦντες ... ὄντως ἀποτελεσθεῖσα χρυσῆ καί μεγάλη σειρά τετρακτύς ... γέγονε μία ποίμνη, καί εἷς ποιμήν οἱ τέσσαρες ποιμένες, τῇ ὁμοφροσύνῃ καί τῇ ὀρθοδοξίᾳ»[34], ὄχι μόνον ὑπό τοῦ γεγονότος τοῦ ἀνεκκλήτου τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου[35] (ἐνῷ κατά παντός Πατριάρχου ἰσχύει τό ἔκκλητον ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς ἤ Πανορθοδόξου Συνόδου), ὄχι μόνον ὑπό τῆς ἱστορικῆς καθαιρέσεως  Παπῶν καί Πατριαρχῶν ὑπό Οἰκουμενικῶν ἤ καί Πανορθοδόξων Συνόδων, ὄχι μόνον ὑπό τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρηνικῶν Γραμμάτων ἑκάστου Προκαθημένου εἰς πάντας τούς ὑπολοίπους καί ὄχι μόνον εἰς τόν Πρῶτον τῇ τάξει, καί μυρίων ἄλλων, ἀλλά καί ὑπό τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος τῆς ὑπ’ αὐτῶν τῶν Παπῶν τῆς Ρώμης ἀναγνωρίσεως τῆς ἀνωτερότητος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ χαρακτηριστικόν παράδειγμα τόν Λέοντα Θ΄ ὁ ὁποῖος, καίτοι Πρῶτος εἰς τά πρεσβεῖα, ἐφρόνει «πάσης στερεῖσθαι αὐθεντίας πᾶν ὅ,τι ἄν τυπωθείη τῇ ἐκείνων [τῶν Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου] διατυπώσει ἐναντιούμενον»[36]. Ἡ δέ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐπαναφέρουσα εἰς τήν τάξιν τόν Πάπαν Βιγίλιον, ἠρνήθη εἰς αὐτόν τό διεκδικούμενον ὑπ’ αὐτοῦ δικαίωμα ψήφου ἰσοδυνάμου πρός τάς τέσσαρας ψήψους τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς»[37].
 
Επίλογος
 
Μετά από την ανωτέρω κριτική μπορεί ο καθένας να καταλάβει πόση εγκυρότητα μπορεί να έχουν οι ισχυρισμοί του παν. αρχιμ. Π. Μ., σύμφωνα με τους οποίους «η συμβολή του εν λόγω έργου είναι σημαντικότατη…», «η μέθοδος του πατρός Μαξίμου στην παρουσίαση και εκτίμηση των δύο αυτών Συνόδων είναι νηφάλιος και επιστημονική, όπως ακριβώς θα ανέμενε κανείς από έναν σοβαρό και απροκατάληπτο μελετητή». Τέλος, φρούδο αποδεικνύεται και το συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει, ότι «κατόπιν της δημοσίευσης μιας τόσο εμπεριστατωμένης μελέτης θα είναι πολύ δύσκολο τόσο για τους μορμυρίζοντες (murmurantes) όσο και για τους φωνασκούντες κατά του πρωτείου να επιχειρηματολογήσουν με πειθώ αναμετρούμενοι με την σημαντική επιστημονική εργασία που μας προσφέρει στον τόμο αυτόν ο Μέγας Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου κ. Μάξιμος».


[1] «…Ἀλλά καί τά ἤδη προετοιμασθέντα πανορθοδόξως θέματα περιλαμβάνουν μεταξύ αὐτῶν καί τινα, τά ὁποῖα χρήζουν ποιᾶς τινος ἀναθεωρήσεως καί ἐκσυγχρονισμοῦ ὡς διατυπωθέντα καί συμφωνηθέντα εἰς ἐποχήν παλαιοτέραν, ὅτε ἴσχυον διάφοροι συνθῆκαι καί προϋποθέσεις. Τοιαῦτα εἶναι, ἐπί παραδείγματι, τά ἀφορῶντα εἰς τάς κοινωνικάς συνθήκας τοῦ κόσμου, ὡς καί εἰς τά τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τούς μή Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν κ.τ.τ.. Τά κείμενα ταῦτα δέον νά ἀναθεωρηθοῦν ὑπό εἰδικῆς πρός τοῦτο συγκροτουμένης Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς ὥστε νά ἔλθουν εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον προσηρμοσμένα εἰς τήν σημερινήν πραγματικότητα». http://www.amen.gr/article17136
[2] http://www.acadimia.gr/content/view/528/1/lang,el/
[3] http://fanarion.blogspot.gr/2014/04/blog-post_28.html
[4] Ο Μητροπολίτης Περγάμου και η αιρετική διδασκαλία περί ‘ευχαριστιακής εκκλησιολογίας’, http://katanixis.blogspot.gr/2014/03/blog-post_676.html
[5] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον, σ. 5
[6] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, εκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 118-121.
[7] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 206-209.
[8] ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1979, σ. 304.
[9] Ο Μητροπολίτης Περγάμου και η αιρετική διδασκαλία περί ‘ευχαριστιακής εκκλησιολογίας’, http://katanixis.blogspot.gr/2014/03/blog-post_676.html
[10] Βλ. ενδεικτικά J. – M. R. TILLARD, «Eucharistie et Église», στο J. D. ZIZIOULAS - J.-M.R. TILLARD - J.-J. VON ALLMEN, L’Eucharistie, «Églises en dialogue – 12», Paris : Mame, 1970, σ. 75-135. του ίδιου, «L’Église de Dieu est une communion», στο Irénikon 53 (1980), σ. 451-468. του ίδιου, «Il n’est d’Église qu’eucharistique», στο Nicolaus 10 (1982), σ. 233-262. του ίδιου, Église d’Églises: l’ecclésiologie de communion, Collection «Cogitatio Fidei», No 143, Les Éditions du Cerf, Paris 1987. του ίδιου, «Le local et l’universel dans l’Église de Dieu», στο Proche-Orient chrétien 37 (1987), σ. 225-235. του ίδιου, «L’Universel et Local. Réflexion sur l’Église universelle et Églises locales», στο Irénikon 60 (1987), σ. 483-494. 61 (1988), σ. 28-40. του ίδιου, Chair de l’Église, chair du Christ. Aux sources de l’ecclésiologie de communion, Collection «Cogitatio Fidei», No 168, Les Éditions du Cerf, Paris 1992· του ίδιου, L’Église locale. Ecclésiologie de communion et catholicité, Collection «Cogitatio Fidei», No 191, Les Éditions du Cerf, Paris 1995. Em. Lanne, «L’Église locale, sa catholicité et son apostolicité», στο Istina 14,1 (1969), σ. 54 κ.ε.. του ίδιου, «Pluralisme et Unité : possibilité d’une diversité de typologie dans une même adhésion ecclésiale», στο Istina 14,1 (1969), σ. 185 εξ.. του ίδιου, «Anamnesi e valutazione del lavoro compiuto dalla Commissione Mista Cattolica – Ortodossa», στο Nicolaus 33,2 (2006), σ. 73 εξ.
[11] Βλ. H. LEGRAND, «L'ecclésiologie eucharistique dans le dialogue actuel entre l'Église catholique et l'Église orthodoxe. Convergences atteintes et progrès encore souhaitable», στο Istina (51) 2006, σ. 354-374. του ίδιου, « L'inséparabilité de la communion eucharistique et de la communion ecclésiale. Un axiome chrétien commun et ses différences d'interprétation », στο J.- M. van Cangh (Dir.), L’Ecclésiologie eucharistique, Éditions du Cerf, coll. «Académie internationale des sciences religieuses», Paris 2009,  σ. 35-58. J. RIGAL, L'ecclésiologie de communion. Son évolution historique et ses fondements, Collection «Cogitatio Fidei», No 202, Les Éditions du Cerf, Paris 1997.
[12] ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Η Εκκλησιολογική σκέψη του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα στο πλαίσιο του οικουμενικού διαχριστιανικού διαλόγου, σσ. 4-5
[13] ΑΓΑΠΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ -  ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ιερόν Πηδάλιον, ΛΔ΄ Αποστολικός Κανών, σ. 42
[14] Βλ. The Notion of ”Hierarchy of Truths”. An Ecumenical Interpretation – The Church Local and Universal. Two Studies Commissioned and Received by the Joint Working Group between the Roman Catholic Church and the World Council of Churches, Faith and Order Paper No. 150, WCC Publications, Geneva 1990, σ. 6, 8.
[15] J. D. ZIZIOULAS, Being as Communion. Studies in Personhood and the Church, New York 1985, σ. 132 εξ., 134 εξ.
[16] Βλ. The Notion of “Hierarchy of Truths”… σ. 14.
[17] Βλ. Church and World. The Unity of the Church and the Renewal of Human Community. A Faith and Order Study Document, Faith and Order Paper No. 151, World Council of Churches, Geneva 1990, σ. 39.  
[18] Ματθ. 18, 20.
[19] Συνέντευξη που παραχώρησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου, κ. Ιωάννης Ζηζιούλας, με ημερομηνία 26-02-2014, για λογαριασμό της ιστοσελίδας «VATICAN INSIDER», http://vaticaninsider.lastampa.it/en/inquiries-and-interviews/detail/articolo/zizioulas-32365/
[20] Σχ. βλ. ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, «Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα», Ἅγιον Ὄρος, 30 Δεκεμβρίου 2007, Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 90-99, http://aktines.blogspot.gr/2013/08/blog-post_663.html. και ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ,  «Ὀρθόδοξοι προβληματισμοί μέ ἀφορμή τό κείμενο τῆς Ραβέννας» Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 100-111, http://paterikiorthodoxia.pblogs.gr/2009/06/orthodoxoi-problhmatismoi-me-aformh-to-keimeno-ths-rabennas.html.
[21] Περιοδικό ‘Πληροφόρηση’ Δεκέμβριος 2011, Μηνιαία ἔκδοση Ἱ. Μ. Δημητριάδος.
[22] http://www.acadimia.gr/content/view/532/1/lang,el/
[23] Κριτική του Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ για την 10 Συνέλευση του ΠΣΕ στο Πουσάν της Κορέας (Οκτ - Νοε 2013) http://www.impantokratoros.gr/AA8092E5.el.aspx
[24] «Primus sine paribus, Ἀπάντησις εἰς τό περί πρωτείου κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας», http://www.amen.gr/article16557
[25] Περί τοῦ Θεοῦ Υἱοῦ καί Λόγου ὡς φυσικῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ Πατρός, τοῦ δέ Ἁγίου Πνεύματος ὠς φυσικῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ Λόγου βάσει τῆς θεολογίας τῶν Καππαδοκῶν καί τῶν ἁγίων Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ καί Θεοδώρου Στουδίτου βλ. Δ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Εἰκονολογικές μελέτες, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 26-35.
[26] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Κεφάλαια Ἑκατόν Πεντήκοντα 121, ἐπιμελείᾳ Π. Χρήστου, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1992, τόμ. 5, σ. 103 : «Μή μόνον ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἥν οὐδείς λαμβάνει, ἀλλά καί ἡ κατά φύσιν ἐνέργεια τούτου λέγεται ζωή, ἥν κατά χάριν ἔλαβον οἱ οὕτω παρ΄ αὐτοῦ ζωοποιηθέντες, ὡς καί σῴζειν δι’ ἑαυτῶν, ταυτό δ’ εἰπεῖν καί ἀπαθανατίζειν κατά Πνεῦμα, τούς μή κατά Πνεῦμα ζῶντας πρότερον».
[27] Πρός Μαρῖνον τόν ὁσιώτατον Πρεσβύτερον PG 91, 33A.Β : «... ἔφην μίαν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, τήν πάντων ἐκθεωτικήν τῶν ἁγίων, τῆς ἐλπιζομένης μακαριότητος· τοῦ Θεοῦ μέν κατ΄ οὐσίαν ὑπάρχουσαν, τῶν ἁγίων δέ κατά χάριν γεγενημένην». Καί αὐτόθι PG 91, 25D : «Μίαν γνώμην κατά πάντα τρόπον εἶναι τοῦ τε Θεοῦ καί τοῦ τῶν ἁγίων χοροῦ, ἀδύνατον· κἄν, ὡς εἶπον, ἕν ἐστιν ἀμφοτέροις τό θεληθέν, ἡ σωτηρία τῶν ὅλων, περί ἥν τῶν θελημάτων ἡ ἕνωσις».
[28] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Περί θεοποιοῦ μεθέξεως 6, ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ. 2, σ. 141ἑξῆς.
[29] Β΄ Ἀντίφωνον τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τοῦ πλ. δ΄ ἤχου.
[30] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Πρός Βαρλαάμ A΄ 21, ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ. 1, σ. 236 ἑξῆς :  «τρόπος γάρ ἕτερος δημιουργικῆς ἐστιν ἀρχῆς καί τῆς κατ΄ αὐτήν μοναρχίας, καί τῆς ἀρχῆς καί μοναρχίας ἐκείνης ἕτερος, ἥ τῆς θεογονίας ἐστίν ἐπώνυμον, ὅς καί σώζεται τῷ τόν Υἱόν καί τό Πνεῦμα τήν ὕπαρξιν ἔχειν ἐκ τοῦ Πατρός, ὥσπερ ἐκεῖνος τῷ δι΄ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργόν εἶναι τόν Πατέρα».
[31] Μ. ΦΩΤΙΟΣ, Κατά τῶν τῆς παλαιᾶς Ρώμης, ὅτι ἐκ τοῦ Πατρός μόνον ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἀλλ’  οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ 10 PG 102, 397A : «Πῶς οὖν φατε τό ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεσθαι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ; Εἰ μέν ὡς ἐξ αἰτίου, ἰδού δύο αἴτια καί δύο ἀρχαί, Πατήρ καί Υἱός, καί διαρχία μᾶλλον ἤ μοναρχία τό παρ’ ὑμῖν πρεσβευόμενον, καί οὐχ ἡμέτερον λέγειν ὅσα τά ἄτοπα ἕψεται».
[32] Ἐπίσκεψις 698 [31-03-2009] : «Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνός πρωτείου τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἐνσαρκώσει παρά κάποιος Πρῶτος – τοὐτέστι κάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τό προνόμιο νά εἶναι ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων – συνιστᾷ αἵρεση. Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτό πού συνήθως λέγεται ὅτι ἡ ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων διασφαλίζεται εἴτε ὑπό μιᾶς κοινῆς πίστεως καί λατρείας εἴτε ὑπό τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου».
[33] Κείμενον Α΄, «Τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας», ἐν Ἐπίσκεψις 259 (1981) σ. 9 : «Ἐπιμέρους φορεῖς καί ὄργανα αὐθεντίας στήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας καί κατ’ ἐξοχήν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι».
[34] ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ, Βίος καί Πολιτεία τοῦ Μεγάλου καί Τρισμακαρίστου Εὐτυχίου Πατριάρχου ΚΠόλεως 4 (29.31) PG 86b, 2308C.D.2309C.
[35] ΑΡΧΙΜ. ΣΠ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, τόμ. Α΄(Κριτική τοῦ Παπισμοῦ), ἐκδ. Ἀδελφ. Εὐνίκη, Ἀθῆναι 1988, σ. 75 : «Ἡ ἀπόφασις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου παραμένει ἀνέκκλητος, διότι δέν ὑπάρχει κριτήριον ἀνώτερον τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου».
[36] Ἐπιστολή Λέοντος ἀρχιεπισκόπου Ρώμης πρός Ἀνατόλιον ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης, ACO II,1,2,[253]57 (ἤ Mansi 6, 201B).  
[37] Πρᾶξις Β΄, 5, 4.  (†) ΜΗΤΡΟΠ. ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενική Σύνοδος, Ἀθῆναι 1985, σ. 206 ἑξῆς.




Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 18/4/2024 9:42:20 μμ