Γνωστικισμός μέρος Η΄- 8.12 Jan Hus – Αίρεση και εθνικισμός


8.12 Jan Hus – Αίρεση και εθνικισμός

Α’ Μέρος – Εισαγωγικά θέματα.

Όταν το 1938, λίγο πριν την επίσημη έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ναζί εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία, ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Neville Chamberlain δήλωσε ότι πρόκειται «για μια διαμάχη σε μια πολύ μακρινή χώρα μεταξύ ανθρώπων για τους οποίους δεν ξέρουμε τίποτα [1]». Φυσικά, η δήλωση αυτή δεν αντικατόπτριζε την πραγματικότητα, αλλά ήταν ενδεικτική της απροθυμίας της τότε βρετανικής κυβέρνησης να δει κατάματα και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ηπειρωτικής Ευρώπης.

Δεν ίσχυε το ίδιο στα τέλη του ΙΔ΄ μ.Χ. αιώνα. Οι αιρετικές ιδέες του John Wyclif μεταδόθηκαν με απίστευτη ταχύτητα στην Τσεχοσλοβακία, ελάχιστα μόνο χρόνια μετά τον θάνατό του το 1384 μ.Χ. Η ταχύτητα μάλιστα της μετάδοσης ήταν τέτοια, ώστε σήμερα οι μελετητές της ιστορίας της Βοημίας να αδυνατούν να καταλάβουν πώς έγινε και να προσπαθούν να βρουν προδρόμους των ιδεών του στην Πράγα.

Ναι μεν το έδαφος ήταν πρόσφορο για την μετάδοση των ιδεών του Wyclif στην Βοημία και γνωστικές αιρέσεις υπήρχαν ήδη και δραστηριοποιούνταν στην Κεντρική Ευρώπη, όπως δείξαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, αλλά αυτός που πραγματικά παρέλαβε την σκυτάλη από τον John Wyclif και την μετέδωσε στον Μαρτίνο Λούθηρο ήταν ο Jan Hus ή εξελληνισμένα Ιωάννης Ούσιος, όπως έγινε γνωστός στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, την εποχή που οι μαθητές του ήρθαν σε επικοινωνία με αυτό.

Όσο μεγάλη επιθυμία και αν έχουν οι Τσέχοι ιστορικοί να αποδείξουν ότι η παρουσία ενός Ιωάννη Ούσιου και η γέννηση του κινήματος των Ουσιτών στην Βοημία στα τέλη του ΙΔ’ και αρχές του ΙΕ’ αιώνα, βρίσκει τους προδρόμους της στις μορφές Βοημών ακαδημαϊκών του πανεπιστημίου της Πράγας, του όντως πρώτου πανεπιστημίου στην Κεντρική Ευρώπη, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Το γιατί δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τα πιστά τέκνα του παπισμού που προτείνουν, ως προδρόμους μίας μεταρρύθμισης, η οποία θα γεννήσει έναν αιώνα αργότερα τον Προτεσταντισμό, θα το αποδείξουμε σε επόμενη εργασία.

Επίσης θα δείξουμε το πώς ο γνωστικισμός βοήθησε την εμφάνιση του εθνικισμού σε θεωρητικό αλλά και σε ιστορικό επίπεδο. Σε θεωρητικό θα φανεί μέσα από την διδασκαλία του Ιωάννη Ούσιου, ενώ σε ιστορικό στα επόμενα μέρη, όπου θα εξεταστούν οι επαναστατικοί αγώνες των μαθητών του, κυρίως εκείνου του ριζοσπαστικού τμήματος των Θαβωριτών.

Ο εθνικισμός των σλαβικών πληθυσμών της Βοημίας προέκυψε από την θεολογία του γνωστικισμού, ως αντίδραση στο διεφθαρμένο παπικό κατεστημένο, ενώ στην πολιτική του πλευρά εκδηλώθηκε ως αντίδραση στον παποκαισαρισμό [2], του οποίου φορείς εκεί και τότε ήταν οι Γερμανοί επίσκοποι και ακαδημαϊκοί.

Στο Α’ Μέρος θα εξεταστεί το περιβάλλον της Βοημίας, ώστε να μπορούν να γίνουν κατανοητά από τον αναγνώστη τα όσα θα ειπωθούν παρακάτω. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει ο βίος του Ιωάννη Ούσιου.

8.12.1 Ο Ύμνος στον Σατανά και τι συνδέει τον Ιωάννη Ούσιο, τον Μπενίτο Μουσσολίνι, τον Ιωσήφ Γαριβάλδη και τον Ιορδάνη Μπρούνο [3].

Μπορεί ο πρωθυπουργός της Βρετανίας να αδιαφορούσε για τους Τσεχοσλοβάκους, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο και για τον Ντούτσε της Ιταλίας. Ο Μπενίτο Μουσσολίνι είχε τέτοιο ενδιαφέρον για τον Ιωάννη Ούσιο, ώστε στα πρώτα χρόνια της πολιτικής του καριέρας αφιέρωσε αρκετό χρόνο για να συγγράψει μια μονογραφία γι’ αυτόν.

Χρόνο, βέβαια, ο Μουσσολίνι βρήκε ικανό, για να τελειώσει την μονογραφία του, στην φυλακή στην οποία κλείστηκε το 1911-1912, ύστερα από μια βίαιη διαμαρτυρία ενάντια στον πόλεμο της Τρίπολης [4]. Μάλιστα, φέρεται να είπε κατά την σύλληψή του: «Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω! Θέλουν να τελειώσω το έργο μου για τον Hus στην φυλακή! Ούτε που καταλαβαίνουν πόσο χαρούμενο με κάνει αυτό! [5]»

Από πού προέκυψε, όμως, η γνωριμία του Ντούτσε με τον Ιωάννη Ούσιο; Πού οφειλόταν το ενδιαφέρον του γι’ αυτόν; Απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, είναι γνωστό ότι ο πρώτος ήταν θαυμαστής του Giuseppe Garibaldi, του Ιταλού επαναστάτη, ο οποίος με την βοήθεια της Helena Blavatsky κατέλυσε το Παπικό Κράτος [6]. Επίσης, είναι γνωστό ότι ο Giuseppe Garibaldi ήταν θαυμαστής του Jan Hus και αναφερόταν σ’ αυτόν [7].

Ο Ντούτσε ήταν επίσης θαυμαστής του Giosue Carducci [8], του Ιταλού ποιητή που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1906 μ.Χ.. Ο Carducci συνέθεσε το 1863 το βλάσφημο και προβοκατόρικο έργο του Inno a Satana (Ύμνος στο Σατανά), το οποίο δημοσιεύθηκε το 1865 και αναδημοσιεύθηκε το 1869 στην αριστερή ριζοσπαστική εφημερίδα Il Popolo. Θεωρήθηκε από τους σοσιαλιστές ως μία μεταφορά που εξυμνούσε τα ιδεώδη της οργάνωσης Ελεύθερη Σκέψη. Στο ποίημα αυτό ο Jan Hus συγκαταλέγεται στους ανθρώπους, οι οποίοι με την σκέψη τους βοήθησαν την ανθρώπινη πρόοδο.

To 1889 μ.Χ. οι Ιταλοί μασόνοι έστησαν ένα άγαλμα του Jordanus Brunus [9] στο Campo di Fiore, στο σημείο της εκτέλεσής του από την Ιερά Εξέταση το 1600. Το άγαλμα σμίλεψε ο ελευθεροτέκτονας Ettore Ferrari. Σκοπός τους ήταν, βέβαια, να προκαλέσουν το Βατικανό [10]. Στο βάθρο του αγάλματος υπάρχουν οκτώ μετάλλια με ισάριθμες μορφές αιρετικών, μεταξύ των οποίων η μορφή του Jan Hus, όπως και του John Wyclif. Είναι η εικόνα στην επικεφαλίδα του κειμένου. Το 1915 οι Τσέχοι έστησαν στην Πράγα ένα δραματικό μνημείο με ένα άγαλμα του Jan Hus, περικυκλωμένο από 24 σταυρούς, για να γιορτάσουν την επέτειο των πεντακοσίων χρόνων από την εκτέλεσή του. Οι σταυροί συμβόλιζαν τους 24 μαθητές του, οι οποίοι εκτελέστηκαν επίσης.

Το 1886 μ.Χ. ανέβηκε στην Πάδοβα η όπερα Giovanni Huss, ένα ιστορικό δράμα σε τέσσερεις πράξεις [11]. Τη μουσική έγραψε ο Angelo Tessaro και το κείμενο ήταν του Angelo Zanardini [12]. Όλα αυτά ήταν εις γνώσιν του Μουσσολίνι αλλά αυτός που πραγματικά τον παρακίνησε να ασχοληθεί με τον Ιωάννη Ούσιο ήταν ο φίλος του František Loskot.

Ο František Loskot [13] ήταν αξιωματούχος του τσέχικου τμήματος της διεθνούς οργάνωσης Ελεύθερη Σκέψη (Volná Myšlenka στα τσέχικα) και ο σύνδεσμος του Μουσσολίνι με αυτό το τμήμα της οργάνωσης. Σ’ αυτήν συμμετείχαν αριστεροί προοδευτικοί και άθεοι. Στα δημοτικά αρχεία της Πράγας (Archiv hlavního města Prahy) υπάρχει το χειρόγραφο μίας διάλεξης που δόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920, με θέμα την ιστορία της οργάνωσης Volná Myšlenka στην Βοημία. Αναφέρεται ότι, το Διεθνές Συνέδριο των Βρυξελλών αποφάσισε ότι το επόμενο Συνέδριο θα πραγματοποιούνταν σε πέντε χρόνια στην Πράγα και οι συμμετέχοντες θα τιμούσαν την πεντακοσιοστή επέτειο της εκτέλεσης του Ιωάννη Ούσιου. Όπως είπαμε παραπάνω, την συγκεκριμένη χρονιά, το 1915, στήθηκε το άγαλμά του στην Πράγα.

Η Volná Myšlenka, λοιπόν, χρειαζόταν μία εκτεταμένη μονογραφία για τον Ιωάννη Ούσιο, ώστε να την εκδώσει και κυκλοφορήσει. Ο Μουσσολίνι προθυμοποιήθηκε να την ετοιμάσει και έλαβε το απαραίτητο υλικό από τον Γενικό Γραμματέα του τμήματος της Πράγας [14]. Τελικά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ακύρωσε το σχέδιο της οργάνωσης για το συνέδριο του 1915, ωστόσο ο Μουσσολίνι πρόλαβε και εξέδωσε την μονογραφία του με τίτλο Giovanni Huss il Veridico, (Ιωάννης Ούσιος ο Φιλαλήθης) στον εκδοτικό οίκο Podreca & Galantra στην Ρώμη τον Μάιο του 1913, στην σειρά Colezione storica dei Martiri del libero pensiero (Ιστορική Σειρά: Μάρτυρες της Ελεύθερης Σκέψης). Το έργο εκδόθηκε στην Τσεχία το 1933 μ.Χ. από την χήρα του Loskot, Anežka Loskotová [15].

Απαντήθηκε, λοιπόν, το πρώτο ερώτημα, πώς γνώριζε ο Μουσσολίνι τον Ιωάννη Ούσιο. Θα έρθουμε τώρα στο δεύτερο ερώτημα, δηλαδή πού οφειλόταν το ενδιαφέρον του γι' αυτόν. Η σειρά των προσωπογραφιών, στις οποίες εντάχθηκε η μονογραφία του Μουσσολίνι, παρουσίαζε προσωπικότητες με κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και δράση. Κατ΄ αρχάς οι ιδέες τους ήταν στα πρότυπα, τα οποία πρέσβευε η οργάνωση Ελεύθερη σκέψη. Ήταν άνθρωποι αριστερών φρονημάτων με έντονη αντιεκκλησιαστική και αντικληρικαλιστική δράση. Είχαν κατηγορηθεί ως αιρετικοί, είχαν διωχθεί και κάποιοι εκτελεστεί από τους παπικούς. Μέσω των βιογραφιών τους προβαλλόταν το σκληρό και απάνθρωπο πρόσωπο του παπισμού.

Ως εξαιρετικό παράδειγμα παρουσιάζονταν ο Jordanus Brunus, του οποίου η βιογραφία ήταν και ο πρώτος τόμος της συγκεκριμένης σειράς. Ο Μουσσολίνι αναφερόταν συχνά σε αυτόν, όταν τον καταλάμβανε η αντιεκκλησιαστική του μανία. Τη βιογραφία του Jordanus Brunus συνέγραψε ο Arturo Labriola, σοσιαλιστής πολιτικός και οικονομολόγος.

Ο Μουσσολίνι έβλεπε τον Ιωάννη Ούσιο με έναν συμπαθητικό και παραδειγματικό τρόπο. Σύμφωνα με τον συγγραφέα της εισαγωγής της μονογραφίας του Renzo De Felice, ο Μουσσολίνι ένιωθε μια ηθική και ψυχολογική συγγένεια μ' αυτόν. Ο επιθετικός προσδιορισμός “Φιλαλήθης”, τον οποίον του προσέδωσε, καθώς και το “vero eretico” που χρησιμοποιούσε γι' αυτόν σε κάποιες περιπτώσεις με θετικό τρόπο, δείχνουν ότι ταυτιζόταν μαζί του. Με αυτά τα ψευδώνυμα φαίνεται ότι ο Μουσσολίνι αυτο-χαρακτηριζόταν εξαιτίας της ταύτισης με τον Ούσιο [16].

Ταυτόχρονα, ο Ντούτσε έβλεπε τη στρατιωτική δράση των μαθητών του Ούσιου, των Ουσιτών, ως μία κοινωνική επανάσταση και μάλιστα, ως σοσιαλιστική επανάσταση [17]. Ο ριζοσπαστισμός των Θαβωριτών ήταν πιο κοντά στις δικές του πολιτικές απόψεις. Να προσεχθεί ότι αναφερόταν στις σκληρότητες της δράσης των Θαβωριτών, συγκρίνοντας αυτές με την σκληρή αντιμετώπιση των αιρετικών από πλευράς παπισμού. Σύμφωνα με δική του δήλωση “η βαρβαρότητά τους ήταν καλύτερη από αυτήν της Εκκλησίας της Ρώμης [18]”. Ο ίδιος ο Μουσσολίνι ήταν εκείνη την εποχή ένας ριζοσπάστης σοσιαλιστής.

Η επανάσταση ήταν για τον Μουσσολίνι ένα μυστικιστικό θρησκευτικό φαινόμενο. Κατά τον βιογράφο του και ιστορικό, Ivon de Begnac, για τον Μουσσολίνι «ο θρησκευτικός μυστικισμός ήταν πρωτεύων συστατικό της επανάστασης, και το έθνος έβρισκε την επαναστατική του επιβεβαίωση με την επιστροφή στις δικές του ρίζες [19]». Μια προσεκτική ανάγνωση του βιβλίου του για τον Ούσιο αποκαλύπτει ότι ήδη κατά την διάρκεια της συγγραφής του ο Μουσσολίνι αναθεωρούσε τις σοσιαλιστικές απόψεις του, μια διαδικασία που θα τον οδηγούσε στην εξέλιξη της δικής του φασιστικής ιδεολογίας.

Ας μην παραξενεύεται ο αναγνώστης από το παραπάνω συμπέρασμα. Πέρα από τα στερεότυπα, τα οποία έχει επιβάλλει η σοβιετικού τύπου προπαγάνδα, φασισμός και σοσιαλισμός, τουλάχιστον όπως ο τελευταίος εφαρμόστηκε στα μαρξιστικού-λενινιστικού τύπου κομμουνιστικά καθεστώτα, ήταν συγγενή πολιτικά συστήματα. Ο ναζισμός αυτο-παρουσιαζόταν ως εθνικοσοσιαλισμός, ενώ ο σταλινισμός δεν ήταν υποδεέστερος σε πατριωτισμό. Και τα δύο καθεστώτα ήταν αντίπαλα των δυτικών δημοκρατιών την εποχή που ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, κάτι που καταγράφηκε και στο σύμφωνο Ribbentrop-Molotov.

Η εθνικιστική ιδέα είναι άλλη μία διάσταση της διδασκαλίας του ουσιτισμού, η οποία ιντριγκάριζε τον Μουσσολίνι. Γι’ αυτόν, μάλιστα, ήταν θεμελιώδης και είναι φανερό ότι την επιδοκίμαζε σε ίσο βαθμό με την αντιεκκλησιαστική προοπτική της ουσιτικής επανάστασης. Για τους Μαρξιστές-Λενινιστές η επιδοκιμασία της εθνικιστικής ιδεολογίας του ουσιτισμού από έναν σοσιαλιστή της τότε εποχής, όπως ήταν ο Μουσσολίνι το 1910, θα σήμαινε προδοσία του διεθνισμού [20]. Θα την εξηγούσαν ως έκφραση του αντιγερμανικού του αισθήματος, το οποίο τον διακατείχε την περίοδο πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ίδιο αντιγερμανικό αίσθημα κατείχε και τους σλάβους της Βοημίας την εποχή του Ιωάννη Ούσιου.

Ολοκληρώνοντας την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, βλέπουμε τα θέματα που θα απασχολήσουν την μελέτη για τον Ιωάννη Ούσιο, γι’ αυτό και ο υπότιτλος αυτής είναι Αίρεση και Εθνικισμός. Ταυτόχρονα τίθεται το θεμέλιο της επόμενης κατεύθυνσης της μελέτης του Γνωστικισμού. Όταν πια ολοκληρωθεί το Μέρος «Από τον Γνωστικισμό στον Προτεσταντισμό», την έρευνα θα απασχολήσει η κατεύθυνση «Από τον Γνωστικισμό στον Σοσιαλισμό».

8.12.2 Η Βοημία πριν τον Ιωάννη Ούσιο.

Α) Η Βοημία στον πρώιμο Μεσαίωνα.

Η Βοημία πήρε το όνομά της από τους Κέλτες Βόιους, οι οποίοι ήταν γνωστοί στους Ρωμαίους ήδη από τον Β' αι. π.Χ.. Μετά την ήττα των Αβάρων μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης το 626 μ.Χ. δημιουργήθηκε στην περιοχή το βασίλειο του Σάμο. Αυτός ήταν ένας Φράγκος έμπορος και κατάφερε να ενώσει τις φυλές των δυτικών Σλάβων ενάντια στους Αβάρους επικυρίαρχους. Το βασίλειό του ήταν βραχύβιο και η ομοσπονδία των σλαβικών φυλών στην περιοχή διήρκησε από το 631 έως το 658 μ.Χ.

Η επόμενη κρατική οντότητα που δημιουργήθηκε στην περιοχή ήταν το βασίλειο της Μεγάλης Μοραβίας, το οποίο έλαβε την πολιτιστική του ταυτότητα με την άφιξη των ιεραποστόλων αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου το 863 μ.Χ. Το βασίλειο έλαβε το όνομά του από τον ποταμό Μοράβα, ο οποίος ρέει στην ανατολική Τσεχία.

Κατά μία άποψη, ο Χριστιανισμός κηρύχθηκε στην Μοραβία από Ιρλανδούς μισσιονάριους, υπό την εποπτεία των Φράγκων. Λόγω των πολιτικών διενέξεων με τους τελευταίους ο βασιλιάς Ρατισλάβος (846-870) στράφηκε στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ', για να του στείλει ιεραποστόλους. Τότε έφθασαν στην Μοραβία οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, οι οποίοι έφτιαξαν το κυριλλικό αλφάβητο και προσάρμοσαν τη λειτουργική ζωή στη σλαβική γλώσσα. Το 869 μ.Χ. ο πάπας Αδριανός Β' όρισε τον άγιο Μεθόδιο αρχιεπίσκοπο Σιρμίου.

Το 870 μ.Χ. ο Svätopluk συμμάχησε με τους Φράγκους και ανέτρεψε τον Ρατισλάβο με αποτέλεσμα η Μεγάλη Μοραβία να επανέλθει στην σφαίρα επιρροής των τελευταίων. Μετά την κοίμηση του αγίου Μεθοδίου το 885 μ.Χ. οι Φράγκοι επίσκοποι έπεισαν τον πάπα να απαγορεύσει την χρήση της παλαιο-σλαβονικής στις λειτουργικές συνάξεις και τον Svätopluk να διώξει τους μαθητές του αγίου Μεθοδίου από την Μοραβία το 886 μ.Χ.

Ως αρχιεπίσκοπος ο άγιος Μεθόδιος βάπτισε Χριστιανό τον Μποζιβόι Α' (Bořivoj I, 852-889) πρώτο δούκα της Βοημίας και γενάρχη του οίκου των Πρεμυσλίδων. Αυτή η πληροφορία, αν και αρχικά διασώθηκε ως προφορική παράδοση καταγράφηκε στο Χρονικό του Přibík Pulkava του Radenin, που αποτέλεσε πηγή της Historia Bohemica του Enea Silvio Piccolomini. Η Ιστορία του έγινε πολύ δημοφιλής αργότερα, αν και ο Αινείας δεν θεωρείται Βοημός ιστορικός. Όντως το έργο του γνώρισε μεγάλη διάδοση και χρησιμοποιήθηκε ως πηγή μελέτης της ιστορίας της Βοημίας σε όλη την Ευρώπη. Δίνει, βέβαια, λάθος ημερομηνία στη βάπτιση του Μποζιβόι Α', καθώς την τοποθετεί στο 995 μ.Χ. με μερικά αντίγραφα να διορθώνουν σε 895 μ.Χ. .

Παρά το μικρό αυτό λάθος στον υπολογισμό της χρονολογίας βάπτισης του Μποζιβόι Α', οι υπόλοιπες πληροφορίες της Ιστορίας θεωρούνται αξιόπιστες, καθώς καταγράφουν την ιστορική παράδοση της Βοημίας. Το σημείο που μας ενδιαφέρει είναι το ότι ο εκχριστιανισμός της Μοραβίας αποδίδεται στους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, και της Βοημίας στον άγιο Μεθόδιο και όχι σε Ιρλανδούς μισσιονάριους [21].

Μετά τον θάνατο του Svätopluk το 895 μ.Χ. το δουκάτο της Βοημίας ανεξαρτητοποιήθηκε από την Μοραβία και οι δούκες, που είχαν την έδρα τους στο κάστρο της Πράγας δήλωσαν υποταγή στους Φράγκους. Έτσι ξεκίνησε η δυναστεία των Πρεμυσλίδων, η οποία διοικούσε την περιοχή για τους επόμενους αιώνες.

B’) Ο αυτοκράτορας Κάρολος Δ’.

Επόμενη χρονολογία ορόσημο στην ιστορία της Βοημίας είναι το 1198 μ.Χ. οπότε και ο Οττοκάρ Α' λαμβάνει τον τίτλο του βασιλιά. Η Βοημία υπέφερε από την μογγολική εισβολή του 1241 μ.Χ. και ο σλαβικός πληθυσμός αποδεκατίστηκε. Έτσι ξεκίνησε η μετανάστευση γερμανικού πληθυσμού. Οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στις βόρειες, δυτικές και νότιες επαρχίες της Βοημίας.

Το 1310 μ.Χ. η κληρονόμος του οίκου των Πρεμυσλίδων Ελισάβετ παντρεύτηκε τον Ιωάννη του οίκου των Λουξεμβούργων, οπότε ξεκινά η δυναστεία του οίκου αυτού στην Βοημία. Ο γιος τους Κάρολος Δ' βασίλευσε από το 1346 ως Rex Romanorum, το 1347 μ.Χ. στέφθηκε βασιλιάς της Βοημίας και το 1355 μ.Χ. βασιλιάς της Ιταλίας και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Το 1365 μ.Χ. στέφθηκε και βασιλιάς της Βουργουνδίας.

Ο Κάρολος στη γέννησή του ονομάστηκε Václav (εκλατινισμένα Wenceclaus), αλλά έλαβε το όνομα Κάρολος από τον θείο του Κάρολο Δ' της Γαλλίας (1294-1328), στην αυλή του οποίου ανατράφηκε. Στην γαλλική αυλή ανέλαβε την εκπαίδευσή του ο Pierre Roger, μετέπειτα πάπας Κλήμης Στ΄(1342-1352). Οι συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις του πατέρα του άφησαν την Βοημία ερειπωμένη και σε αυτήν την κατάσταση την βρήκε όταν ανέλαβε την εξουσία. Γράφει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του:

“Βρήκαμε αυτό το βασίλειο τόσο εγκαταλελειμμένο, ώστε δεν υπήρχε ελεύθερο κάστρο που να μην είναι υποθηκευμένο μαζί με όλες τις βασιλικές κτήσεις. Δεν είχαμε μέρος να μείνουμε, με εξαίρεση τα σπίτια στις πόλεις, όπως κάθε πολίχνη. Το κάστρο της Πράγας ήταν ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο, διότι είχε ισοπεδωθεί από τον καιρό του βασιλιά Přemysl [22]”.

Στη διάρκεια της βασιλείας του η Πράγα έγινε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και κοσμήθηκε με πολλά ιδρύματα και έργα τέχνης. Σκοπός του Καρόλου ήταν να την καταστήσει διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας. Το 1348 μ.Χ. [23] ίδρυσε το πρώτο πανεπιστήμιο (studio generale) της Κεντρικής Ευρώπης στην πόλη αυτή, ίδρυμα που έλαβε και το όνομά του. Στις 7 Απριλίου της ίδιας χρονιάς υπέγραψε το βασιλικό διάταγμα που παρείχε στο συγκεκριμένο ίδρυμα ίσα προνόμια με αυτά που απολάμβαναν τα πανεπιστήμια του Παρισιού, της Οξφόρδης και της Μπολόνια.

Γ’) Η ανόρθωση της Βοημίας και η ανάδειξη σε κέντρο της γερμανικής αυτοκρατορίας.

Δύο χρόνια πριν την ανάληψη της βασιλείας από τον Κάρολο, ο πρώην διδάσκαλός του και νυν πάπας Κλήμης Στ' ανεξαρτητοποίησε την επισκοπή της Πράγας από αυτήν του Mainz και την κατέστησε αρχιεπισκοπή. Πρώτος αρχιεπίσκοπος ορίστηκε ο Ερνέστος της Pardubice (1344-1364) και τον διαδέχθηκε ο Ιωάννης Očko του Vlašim (1364-1380). Στην αρχιεπισκοπή της Πράγας υπήχθησαν οι επισκοπές του Litomyšl στην Βοημία και του Olomouc στην Μοραβία.

Στο οικοδομικό έργο του Καρόλου περιλαμβάνεται η ανέγερση του κάστρου Hradčany στο ύψωμα της αριστερής όχθης του ποταμού Vltava, η επισκευή του καθεδρικού ναού του αγίου Βιταλίου σύμφωνα με τα πρότυπα του γοτθικού ρυθμού, καθώς και η ανοικοδόμηση πολλών εκκλησιών στην Πράγα και σε άλλες πόλεις της Βοημίας. Μία τέτοια εκκλησία ήταν και η αγία Βαρβάρα στην Kutná Hora. Επίσης ίδρυσε και το βενεδικτίνικο μοναστήρι στους Εμμαούς, όπου το τυπικό τελούνταν στην παλαιοσλαβονική. Σ' αυτό προσήλθαν μοναχοί από την Κροατία, την Βοσνία και την Δαλματία.

Οι οικοδομικές εργασίες, τα νέα εκκλησιαστικά ιδρύματα, η λειτουργία του πανεπιστημίου της Πράγας καθώς και η δημιουργία εμπορικού δικτύου μέσω της πόλης αυτής, αύξησαν την προσέλευση του κόσμου στην Πράγα. Έτσι ο Κάρολος αποφάσισε την αστική επέκταση. Ανατολικά της Παλαιάς Πόλης ανήγειρε την Νεάπολη [24]· και τα δύο αυτά τμήματα απλώνονταν στην δεξιά όχθη του ποταμού Vltava. Στην συνέχεια πρόσθεσε κι ένα Μικρό Τμήμα στην αριστερή όχθη. Με την προσθήκη των νέων τμημάτων, η Πράγα έγινε η μεγαλύτερη περιτειχισμένη πόλη, βόρεια από τις Άλπεις. Ήταν μεγαλύτερη από το Λονδίνο, το Παρίσι, ακόμη και τη Φλωρεντία, καταλαμβάνοντας έκταση επτακοσίων εκταρίων [25].

Είναι αναγκαίο για την καλύτερη κατανόηση των γεγονότων της ζωής του Ιωάννη Ούσιου να ειπωθεί ότι, τα τρία αυτά τμήματα διοικούνταν με διαφορετικούς νόμους. Στην Παλαιά Πόλη ίσχυε το δίκαιο της Νυρεμβέργης, ενώ στο Μικρό Τμήμα εισήχθη το δίκαιο του Μαγδεβούργου. Αυτό εφαρμόστηκε διότι οι πληθυσμοί σε κάθε τμήμα ήταν διαφορετικής εθνικότητος. Οι Γερμανοί κατοικούσαν στην Παλαιά Πόλη και στο Μικρό Τμήμα, ενώ στην Νεάπολη οι κάτοικοι ήταν Τσέχοι. Σταδιακά οι Τσέχοι υπερίσχυσαν και στην Παλαιά Πόλη.

Το όραμα του Καρόλου δεν περιοριζόταν στην τειχοποιία και τον αστικό σχεδιασμό. Σκοπός του ήταν να αναδείξει την Πράγα σε σημαντικό πολιτικό, οικονομικό, καλλιτεχνικό και κυρίως θρησκευτικό κέντρο. Γι’ αυτό και η μελέτη του δικού του έργου έχει περισσότερο ενδιαφέρον και σχετίζεται πιο άμεσα με την ιστορία του Ιωάννη Ούσιου, αν και ο τελευταίος δεν έζησε στην εποχή του βασιλιά Καρόλου, παρά των υιών του Σιγισμούνδου και Wenceslaus, με τον πρώτο να διαδέχεται τον πατέρα του ως αυτοκράτορα των Γερμανών και τον δεύτερο ως βασιλιά της Βοημίας. Είναι ενδεικτική η μαρτυρία του σύγχρονου Γερμανού χρονογράφου Henricus de Diessenhofen για την μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Πράγα:

«… και από την Νυρεμβέργη ο Κάρολος Δ’ αποσύρθηκε στην Πράγα, όπου τώρα βρίσκεται η μητρόπολη του βασιλείου της Βοημίας. Εκεί κάποιος βρίσκει την έδρα της αυτοκρατορίας, η οποία παλαιότερα βρισκόταν στην Ρώμη, ύστερα στην Κωνσταντινούπολη, αλλά τώρα βρίσκεται στην Πράγα [26]»

Το πιο καθοριστικό, όμως, έργο του σε σχέση με την ιστορία που μελετάμε είναι η έκδοση του Χρυσού Διατάγματος το 1356 μ.Χ.. Το Χρυσό Διάταγμα ήταν ένας νέος εκλογικός νόμος, όπως θα χαρακτηριζόταν σήμερα. Ανέθετε την εκλογή του αυτοκράτορα σε επτά εκλέκτορες. Μέσα σε αυτούς ΔΕΝ συμπεριλαμβανόταν ο πάπας, όπως ίσχυε μέχρι τότε. Οι τρεις ήταν οι αρχιεπίσκοποι του Ρήνου και οι τέσσερεις ήταν κοσμικοί πρίγκιπες. Οι εκλογές θα συνέχιζαν κανονικά να γίνονται στην Φραγκφούρτη, όπως και πριν την έκδοση του Διατάγματος, και η στέψη στο Άαχεν.

Δ’) Ο ανταγωνισμός πάπα και αυτοκράτορα.

Αυτό το διάταγμα ήταν μεγάλο πλήγμα για το παπισμό, αλλά σταθεροποίησε την εξουσία του αυτοκράτορα έναντι των αξιώσεων της Ρώμης για τους επόμενους τέσσερεις αιώνες. Ωστόσο, η δύναμη του παπισμού στην Βοημία εξακολουθούσε να είναι ισχυρή. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι μόνο στην Πράγα υπήρχαν 44 ενοριακοί ναοί, 27 παρεκκλήσια, και τρεις καθεδρικοί ναοί. Επίσης υπήρχαν 16 κοινόβια και 7 ησυχαστήρια. Έγινε λοιπόν κατανοητό από τον Κάρολο, ότι η επιρροή της Ρώμης, μέσω αυτών των ιδρυμάτων, έπρεπε να περιοριστεί.

Ο ανταγωνισμός εξουσίας μεταξύ κοσμικών αρχόντων και παπών είχε μακρά ιστορία. Ο πάπας είχε την δυνατότητα να κηρύξει έκπτωτο κάποιον μονάρχη, αν έβρισκε, βέβαια, ικανούς συμμάχους να υποστηρίξουν την απόφασή του. Για παράδειγμα ο πάπας Γρηγόρος Ζ΄(1073-1085) είχε αφορίσει τον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο τον Η' (1084-1105) και θα είχε αντικατασταθεί, αν οι εκλέκτορες είχαν συμφωνήσει στο πρόσωπο του επόμενου αυτοκράτορα.

Επειδή οι πρίγκιπες εκλέκτορες δεν συμφώνησαν στην εκλογή του αντικαταστάτη του, ανάγκασαν τον Ερρίκο Η' να μεταβεί στη Ρώμη και να βάλει μετάνοια στον πάπα. Ακόμα και ο πολύς Φρειδερίκος Β' Μπαρμπαρόσσα (1220-1250 αυτοκράτορας) αφορίστηκε από δύο πάπες. Με διάταγμα ο Ιννοκέντιος Γ' (1198-1216) απάλλαξε τους υπηκόους του Φρειδερίκου Β' από την οφειλόμενη υποταγή, με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να πεθάνει απομονωμένος, χωρίς στρατό, και την αυτοκρατορία σε επανάσταση.

Τακτικά οι πάπες εξέδιδαν διατάγματα, τα οποία αφορούσαν την υπεροχή της δικής τους εξουσίας έναντι της κοσμικής. Ο Γρηγόριος Ζ' στήριξε τον αφορισμό του Ερρίκου Η' στο Ιερεμίας 1.10. Ο Ιννοκέντιος εξέδωσε το διάταγμα per Venerabilem, όπου και αξίωσε την plenitudo potestatis, την πλήρη εξουσία. Στις αρχές του αιώνα που μας ενδιαφέρει, το 1302 ο πάπας Βονιφάτιος Η' εξέδωσε το διάταγμα με την ονομασία Unam Sanctam. Το διάταγμα αυτό έθετε την εξουσία των παπών πάνω από οποιαδήποτε κοσμική εξουσία, είτε βασιλέων είτε αυτοκρατόρων. Έγραφε μεταξύ άλλων:

“Πληροφορούμαστε από τα κείμενα των Ευαγγελίων ότι στην Εκκλησία του και υπό την εξουσία του υπάρχουν δύο ξίφη δηλαδή το πνευματικό και το κοσμικό. Διότι, όταν ο απόστολος λέει ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο (Λουκ.22,38) σαν να λέμε στην Εκκλησία, εφόσον μιλούσαν οι Απόστολοι, ο Κύριος δεν απάντησε ότι είναι πολλές, αλλά ἱκανόν ἐστι. Βέβαια, αυτός που αρνείται ότι το κοσμικό ξίφος είναι υπό την εξουσία του Πέτρου, δεν άκουσε τον λόγο του Κυρίου που διατάζει: ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς (Ματθ. 26,52). Αμφότερα, λοιπόν, είναι υπό την εξουσία της Εκκλησίας, δηλαδή το πνευματικό και το κοσμικό ξίφος, αλλά το πρώτο πρέπει να διευθύνεται για την Εκκλησία ενώ το δεύτερο υπό της Εκκλησίας· το πρώτο στα χέρια του ιερέα· το δεύτερο στα χέρια των βασιλέων και των στρατιωτών, αλλά κατά την βουληση και την ανοχή του ιερέα.

Συνεπώς το ένα ξίφος οφείλει να υποτάσσεται στο άλλο και η κοσμική αρχή να είναι υποκείμενη στην πνευματική εξουσία. Διότι, εφόσον ο Απόστολος λέει: οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν. Δεν θα ήταν τεταγμέναι εάν το ένα ξίφος δεν ήταν υποταγμένο στο άλλο και αν το υποδεέστερο, καθώς είναι, δεν εξυψώνονταν από το άλλο [27]”.

Ανταγωνισμός μεταξύ παπών και βασιλέων για την υπεροχή της μίας εξουσίας έναντι της άλλης υπήρχε ανέκαθεν στον παπισμό. Η έκδοση του διατάγματος έδωσε θεωρητική υπόσταση στις αξιώσεις του πάπα έναντι της κοσμικής εξουσίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει μία διαλεκτική αντίδραση, με σκοπό να επανακαθοριστούν οι σχέσεις του sacerdotium και του imperium, με κεντρική ιδέα τον ισχυρισμό ότι η Εκκλησία έχει δικαιοδοσία μόνο στην σωτηρία του ανθρώπου και όχι στον πολιτικό βίο του. Οι ιδέες του Wyclif και του Hus εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο [28].

8.12.3 Η Βαβυλώνια Αιχμαλωσία και το Μεγάλο Σχίσμα του Παπισμού.

Για την καλύτερη κατανόηση των γεγονότων του βίου του Ιωάννη Ούσιου είναι απαραίτητο να ειπωθούν κάποια πράγματα για την μπερδεμένη κατάσταση, στην οποία βρέθηκε ο παπισμός τον ΙΔ’ και αρχές ΙΕ’ αιώνα. Ο Παπισμός της Αβινιόν ή κατά μια αντίθετη οπτική η Βαβυλώνια Αιχμαλωσία του Παπισμού, είναι μία περίοδος που ξεκινά με τον θάνατο του Βονιφάτιου Η’ και την μεταφορά της έδρας των παπών στην Αβινιόν, η οποία τότε υπάγονταν στο βασίλειο της Αρελάτης.

Α’) Ο πάπας Βονιφάτιος Η’.

Με την έκδοση της Unam Snactam η αντιπαράθεση μεταξύ του πάπα Βονιφάτιου Η’ και του Γάλλου βασιλιά Φίλιππου Δ’, του επονομαζόμενου δίκαιου, οξύνθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο τελευταίος να εκστρατεύσει εναντίον της Ρώμης και να την καταλάβει. Οι Γάλλοι στρατιώτες φέρθηκαν με σκληρότητα στον πάπα, με αποτέλεσμα να κλονιστεί σοβαρά η υγεία του και αυτός να πεθάνει λίγους μήνες αργότερα τον Οκτώβριο του 1303 [29]. Είναι ενδιαφέρουσα η σύγχρονη μαρτυρία του William του Hundleby:

«Το ξημέρωμα της αγρυπνίας της Γεννήσεως της Θεοτόκου, ξαφνικά και απρόσμενα έφθασε [στoν καθεδρικό ναό] στην Anagni [30] μια μεγάλη δύναμη οπλισμένων στρατιωτών στην υπηρεσία του βασιλιά της Φραγκίας και των δύο καθηρημένων καρδινάλιων [της οικογένειας] Colonna [31]. Αυτοί έφθασαν στις πύλες της Anagni και αφού τις βρήκαν ανοικτές, εισήλθαν στην πόλη κι επιτέθηκαν στο παλάτι του πάπα… Πολλοί από αυτούς ξεστόμισαν προσβολές κατά της κεφαλής του και τον απείλησαν βίαια, αλλά σε αυτούς όλους ο πάπας δεν είπε κουβέντα. Και όταν τον πίεσαν να παραιτηθεί από την θέση του πάπα, αποφασιστικά αρνήθηκε – πράγματι, προτίμησε να χάσει το κεφάλι του – και είπε στην καθομιλουμένη: ‘E le col, e le cape’, που σημαίνει: ‘Ιδού το σβέρκο, ιδού η κεφαλή’. … Οι στρατιώτες αρχικά εισέβαλλαν και πλιατσικολόγησαν τον πάπα, τον θάλαμο και το θησαυροφυλάκιό του από τα σκεύη και τις ενδυμασίες, τα πολύτιμα μέταλλα, το χρυσό και το ασήμι και ό,τι βρήκαν εκεί μέσα, ώστε ο πάπας επτώχευσε, όπως ο Ιώβ, όταν έλαβε γνώση της ατυχίας του. Μάλιστα, ο πάπας παρακολούθησε τα πάντα, και είδε πώς οι άθλιοι διαμοίρασαν τα ιμάτιά του και φόρτωσαν τα έπιπλά του, μαζί μεγάλα και μικρά, αποφασίζοντας ποιος θα πάρει αυτό και ποιος εκείνο. Παρ’ όλα αυτά δεν είπε τίποτα, παρά μόνο αυτό: ‘ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο’ (Ιώβ 1.21) [32]».

Έντεκα ημέρες μετά τον θάνατο του Βονιφάτιου το κολλέγιο των καρδιναλίων (είκοσι τον αριθμόν μείον δύο τους αφορισμένους καρδινάλιους της οικογένειας Colonna, συνολικά δεκαοκτώ) εξέλεξε πάπα τον Νικόλαο, επίσκοπο της Όστια, ο οποίος έλαβε το όνομα Βενέδικτος, όντας ο εντέκατος πάπας με αυτό το όνομα. Αυτός αποκατέστησε αμέσως τον αφορισμένο βασιλιά Φίλιππο, καθώς και τον γαλλικό κλήρο. Επίσης, αποκατέστησε τα δικαιώματα των καθεδρικών ναών της Γαλλίας, τα προνόμια των πανεπιστημίων και παραχώρησε στο γαλλικό στέμμα τις δεκάτες των επόμενων δύο ετών [33].

Αυτή ήταν μία καθαρά πολιτική κίνηση και αξίζει να δούμε στο σημείο αυτό τις οικονομικές διαφορές μεταξύ των δυτικών κρατών και της Αγίας Έδρας. Είναι γνωστό ότι για να χρηματοδοτήσουν τις σταυροφορίες οι πάπες εξέδωσαν τα συγχωροχάρτια. Ταυτόχρονα, η Αγία Έδρα εισέπραττε κάθε χρόνο από τις δεκάτες ένα πολύ σημαντικό πόσο. Πέραν αυτών των εισοδημάτων, η εκκλησιαστική περιουσία ήταν τεράστια σε όλη την Ευρώπη και οι δωρεές των πιστών ήταν ένα όχι τακτικό, αλλά καθόλου αμελητέο έσοδο. Για όλες αυτές τις οικονομικές δραστηριότητες ο παπισμός δεν πλήρωνε κανέναν φόρο στο αντίστοιχο κράτος.

Δύο μονάρχες της εποχής του Βονιφάτιου, ο Εδουάρδος της Αγγλίας και ο αναφερθείς Φίλιππος της Γαλλίας, αποφάσισαν να διευθετήσουν τις οικονομικές τους διαφορές με την Ρώμη. Αποφάσισαν να αναγκάσουν την εκκλησία να αποδίδει το μερίδιό της στους φόρους. Ο Βονιφάτιος, παρά το ότι είχε παραχωρήσει τις δεκάτες στον Φίλιππο για τρία έτη, εξέδωσε το διάταγμα με τίτλο Clericis Laicos, το 1296. Σε αυτό αποφάσιζε ότι οι μονάρχες δεν είχαν δικαίωμα να φορολογούν τον κλήρο, ακόμα και αν επρόκειτο για δωρεές, χωρίς την άδεια του άγιου πατέρα [34].

Οι δύο μονάρχες απάντησαν άμεσα στην πρόκληση του συγκεκριμένου διατάγματος. Ο Εδουάρδος προχώρησε σε κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων, κινητών και ακίνητων, του κλήρου και των ιερατικών ταγμάτων, κηρύσσοντας κάποια από αυτά ως παράνομα. Ο Φίλιππος απαγόρευσε την εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων και πολύτιμων λίθων από τη Γαλλία, αποτρέποντας την πληρωμή ή την μεταφορά της δεκάτης και των δωρεών στην Ρώμη. Η οικονομική διάσταση της αντιπαράθεσης του παπισμού με τις δυτικές μοναρχίες μπορεί να συμπυκνωθεί σε λίγες λέξεις: Η οικονομική καταπίεση της Curia, το αδιάντροπο σύστημα των προμηθειών, η φορολογία της βιομηχανίας ενός δυσανάλογου κληρικαλιστικού κράτους εν κράτει, η αυξανόμενη απληστία και εκκοσμίκευση των παπών προκάλεσαν δυσφορία στα δυτικά κράτη. Η αντίδραση των τελευταίων ήταν αναμενόμενη.

Β’) ο πάπας Κλήμης Ε’ και η μεταφορά της Αγίας Έδρας στην Αβινιόν.

Εν μέσω τέτοιου είδους προβλημάτων ο Βενέδικτος ΙΑ’ προσπάθησε να κατεβάσει τους τόνους της αντιπαράθεσης με τον Φίλιππο. Έδωσε άφεση σε όσους είχε αφορίσει ο Βονιφάτιος, εκτός από τον Guillaume de Nogaret και όσους είχαν άμεση σχέση με το επεισόδιο στην Anagni. Αποκατέστησε τους δύο καρδινάλιους της οικογένειας Colonna και συγχώρεσε την φαμίλια. Δυστυχώς ο Φίλιππος δεν ήταν άνθρωπος που κατευνάζονταν εύκολα. Απαίτησε την σύγκληση συνόδου και την καταδίκη του Βονιφάτιου ως αιρετικού. Ο Βενέδικτος δεν συγκατένευσε στις απαιτήσεις του Φίλιππου. Κατέφυγε στην Περούτζια για λόγους ασφαλείας, αλλά εκεί πέθανε στις 27 Ιουνίου του 1304, επίσημα από δυσεντερία, ανεπίσημα από δηλητηρίαση.

Το κολέγιο των καρδιναλίων αποτελούνταν από δύο φράξιες, την γαλλική και την ιταλική. Καμία από τις δύο δεν είχε την απαραίτητη πλειοψηφία για να εκλέξει πάπα. Πάντα χρειάζονταν διαπραγματεύσεις και γίνονταν οι απαραίτητες παραχωρήσεις και υποχωρήσεις. Σε αυτή την δύσκολη συγκυρία, η γαλλική παράταξη πρότεινε στην ιταλική να προτείνουν τρεις υποψήφιους, όχι απαραίτητα από το σώμα των καρδινάλιων, καθώς την εποχή εκείνη ο πάπας δεν προέρχονταν αποκλειστικά από αυτούς, οι οποίοι θα ήταν ιεράρχες που η έδρα τους βρισκόταν πέρα από τις Άλπεις. Δεν θα ήταν, δηλαδή, ξεκάθαρα Ιταλοί.

Από τους τρεις που προτάθηκαν επιλέχθηκε ο Bertrand de Grot, αρχιεπίσκοπος Bordeaux. Η συγκεκριμένη επαρχία υπαγόταν την εποχή εκείνη στο βρετανικό στέμμα και ο αρχιεπίσκοπος της ήταν αφοσιωμένος άνθρωπος του Βονιφάτιου. Ο καρδινάλιος Prato, όντας τότε άνθρωπος του Φιλίππου, φρόντισε να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα σαράντα ημερών από την εκλογή μέχρι τον διορισμό του πάπα, ώστε να μπορέσει να κανονίσει μία συνάντηση μεταξύ του νεοεκλεγέντα Bertrand και του Φιλίππου.

Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε με άκρα μυστικότητα στο δάσος του St. Jean d’Angely και οι δύο άνδρες συμφώνησαν σε έξι σημεία: α) θα αιρόταν ο αφορισμός του Φιλίππου, κάτι που είχε προσφέρει και ο Βενέδικτος ΙΑ’ β) θα απαλλάσσονταν από τις κατηγορίες όλοι οι συνεργάτες του Φιλίππου, όσοι συμμετείχαν στην επιδρομή στην Anagni, γ) ο Φίλιππος θα λάμβανε το ένα δέκατο των εισοδημάτων της εκκλησίας για πέντε έτη, δ) ο Βονιφάτιος θα καταδικαζόταν ως αιρετικός, ε) οι καρδινάλιοι Colonna θα απαλλάσσονταν από κάθε εκκλησιαστικό επιτίμιο. Ο έκτος όρος της συμφωνίας δεν έγινε ποτέ γνωστός, αλλά θα δούμε παρακάτω από την εξέλιξη των γεγονότων, ποιος θα πρέπει να ήταν.

Μετά την συμφωνία με τον Bertrand, ο βασιλιάς Φίλιππος έστειλε μήνυμα στον καρδινάλιο του Prato, ότι μπορούσε να προχωρήσει στην εκλογή του νέου πάπα χωρίς καθυστέρηση. Ο Bertrand εξελέγη ομόφωνα πάπας στις 5 Ιουνίου του 1305 μ.Χ., καθώς και τα δύο κόμματα των καρδιναλίων έβλεπαν σε αυτόν τον άνθρωπό τους. Αλλά το ιταλικό κόμμα έμελλε να βρεθεί προ εκπλήξεως. Ο νέος πάπας έλαβε το όνομα Κλήμης Ε' (1305-1314).

Ο ίδιος απουσίαζε από τις αρχαιρεσίες και μετά την εκλογή του κάλεσε τους καρδινάλιους στην Lyon για την στέψη του. Πραγματικά η στέψη του ήταν επισοδειακή, καθώς ο κόσμος που παραβρέθηκε ανέβηκε σε ένα τείχος για να παρακολουθήσει την διαδρομή του πάπα και το τείχος κατέρρευσε. Ο δούκας της Βρεττάνης Ιωάννης Β' , ο οποίος ηγούνταν της πομπής, σκοτώθηκε. Ο πάπας ανατράπηκε από το άλογο με αποτέλεσμα να του φύγει η τιάρα από το κεφάλι και να κατρακυλάει στο δρόμο. Ο αδερφός του Φίλιππου τραυματίστηκε επίσης βαριά.

Ο νέος πάπας δεν πήγε ποτέ στη Ρώμη. Η έδρα του έμεινε στη Λυών για τέσσερα χρόνια και το 1309 μεταφέρθηκε στην Avignon. Έτσι ξεκινάει μία περίοδος 70 χρόνων, έως το 1376, κατά την οποία οι επτά επόμενοι πάπες παραμένουν στην Avignon, αντί στη Ρώμη. Η περίοδος αυτή στη διεθνή βιβλιογραφία ονομάζεται “Avignon Papacy”, ενώ οι Προτεστάντες θεολόγοι και ιστορικοί προτιμούν να την χαρακτηρίζουν ως “Βαβυλώνια αιχμαλωσία”, αφενός μεν διότι διήρκησε περίπου εβδομήντα χρόνια, και αφετέρου διότι χαρακτηρίζουν το παπικό μόρφωμα ως “Βαβυλώνα”.

Όσο και καλοπροαίρετος να είναι ο αναγνώστης της ιστορίας του παπισμού ή όση συμπάθεια και αν τρέφει για τον πάπα, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί ότι οι επόμενες κινήσεις του Κλήμη Ε' φανερώνουν την εξάρτησή του από τον Γάλλο βασιλιά. Η Αβινιόν βρισκόταν στην γαλλική επικράτεια, αν και ως φέουδο, ανήκε στο βασίλειο της Νάπολης, του οποίου τον τίτλο έφερε ο Γερμανός αυτοκράτορας. Μέσω, αυτής της ιεραρχικής δομής κατάφερε ο πάπας να προτείνει και να εκλέξει αυτοκράτορα. Από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η εκλογή 9 Γάλλων καρδιναλίων. Απάλλαξε τον Γάλλο βασιλιά καθώς και του αδερφούς καρδινάλιους Colonna από κάθε κατηγορία που τους βάραινε.

Η απαλλαγή του de Nogaret δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Αυτός παραπέμφθηκε σε δίκη, η οποία κράτησε δύο χρόνια καθώς σε αυτήν εξετάστηκε και το δύσκολο ζήτημα της κατηγορίας για αίρεση κατά του Βονιφάτιου Η'. Τελικά, ο de Nogaret απαλλάχθηκε με μικρά επιτίμια, ενώ το θέμα της αίρεσης, το οποίο περιελάμβανε και την ανάκληση των διαταγμάτων Clericis Laicos και Unam Sanctam, παραπέμφθηκε στην επερχόμενη σύνοδο της Βιέννης του 1311 μ.Χ.. Καταλαβαίνει κανείς ότι το να κατηγορηθεί για αίρεση ένας πάπας ήταν ανήκουστο στην Δύση, όσο σφοδρή και αν ήταν η επιθυμία του οποιοδήποτε μονάρχη ή όσο δυνατά και αν ήταν τα συμφέροντα που παρακινούσαν σε κάτι τέτοιο. Αυτό δεν θα μπορούσε να το πράξει πολύ περισσότερο ένας έτερος πάπας, καθώς έτσι θα πληγόταν βαρύτατα το φημολογούμενο αλάθητό τους.

Γ’) Το τέλος των Ναϊτών.

To 1244 μ.Χ. η δυναστεία των Αγιουβιδών Κούρδων μαζί με τους σουνίτες ομόθρησκους της Χορασμίας ανακατέλαβαν την Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους. Ένα από τα τάγματα των ιπποτών που δρούσαν τότε στην Μέση Ανατολή ήταν και οι Ναΐτες ιππότες (Pauperes commilitones Christi Templique Salomonici- Φτωχοί συστρατιώτες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα). Μετά την ήττα αναγκάστηκαν να μετακινήσουν της έδρα του τάγματος στην Λευκωσία της Κύπρου, όπου και παρέμειναν μέχρι το 1303 μ.Χ. οπότε η Κύπρος κατελήφθη από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου. Έτσι οι Ναΐτες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Γαλλία, όπου το τάγμα είχε την πολυπληθέστερη ομάδα ιπποτών.

Ο πλούτος του τάγματος ήταν θρυλικός. Αναφέρεται ότι, κατά την άφιξη του Μεγάλου Μάγιστρου Ζακ ντε Μολέ (Jacques de Molay) στην Γαλλία, ξεφορτώθηκαν 12 άλογα φορτωμένα χρυσά δουκάτα και ισάριθμα μουλάρια φορτωμένα με ασήμι, χαλιά και πολύτιμους θησαυρούς της Ανατολής [35]. Η άφιξη της ηγεσίας του τάγματος στην Γαλλία ανησύχησε τον Φίλιππο και ταυτόχρονα κέντρισε την απληστία του.

Λέγεται, μάλιστα, ότι είχε δανειστεί μεγάλα χρηματικά ποσά από αυτούς για της εκστρατείες του, οπότε είχε μεγάλο χρέος στο τάγμα. Πέραν τούτων ο Φίλιππος ήταν διορατικός μονάρχης. Το να έχει ένα τάγμα 8000 ιπποτών στρατοπεδευμένο στην επικράτειά του, μαζί με τους χιλιάδες υπηρέτες τους και τους δικούς τους ιερείς αφοσιωμένους μόνο στον Μέγα Μάγιστρο, αποτελούσε μεγάλο ρίσκο για την δική του εξουσία.

Από την άλλη, ο Κλήμης Ε’ συζητούσε με τον Jacques de Molay και τον Fulk de Villaret, τον Μέγα Μάγιστρο των Ιωαννιτών Ιπποτών, την συγχώνευση των δύο ταγμάτων. Αν κατευοδωνόταν αυτή η ένωση, τότε ο πάπας θα είχε στην διάθεσή του τον καλύτερο στρατό της Ευρώπης και θα μπορούσε να μετατρέψει την ήπειρο σε παπικό κράτος. Από την άλλη γνώριζε ο βασιλιάς ότι καμιά κοινωνική τάξη δεν τους συμπαθούσε. Ο κλήρος, διότι είχαν περισσότερα προνόμια από τους ιερείς και όπου λειτουργούσαν οι ενορίες άδειαζαν. Οι ναοί των Ναϊτών εξαιρούνταν από φόρους προς τους επισκόπους. Η αριστοκρατία τούς μισούσε, εξαιτίας της υπεροψίας τους, αλλά και των αποκλειστικών προνομίων, βάσει των οποίων είχαν γίνει κύριοι σε μεγάλες γαιοκτησίες. Ο λαός τούς μισούσε λόγω της περηφάνιας τους αλλά και του επιδεικτικού πλούτου τους.

Έτσι, αποφάσισε να τελειώνει μια και καλή με τους Ναΐτες. Στις 12 Οκτωβρίου 1307 μ.Χ. ο Μέγας Μάγιστρος παρίστατο στην κηδεία της αδελφής του βασιλιά και μάλιστα έφερε στους ώμους του το φέρετρο. Στην συνέχεια φιλοξενήθηκε με περισσή βασιλική ευγένεια στο παλάτι. Αλλά, όταν ξύπνησε το πρωί της επόμενης μέρας, βρέθηκε περικυκλωμένος από την βασιλική φρουρά. Το ίδιο βράδυ συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν όλοι οι υψηλόβαθμοι ιππότες του τάγματος σε όλη την επικράτεια.

Οι κατηγορίες εναντίον των Ναϊτών ήταν βαριές: α) ότι κατά την τελετή μύησης ο υποψήφιος ιππότης έπρεπε να αρνηθεί τον Χριστό και να φτύσει τον σταυρό, β) ότι λάτρευαν ένα είδωλο του Βαφομέτ, γ) ότι στις τάξεις τους επιτρεπόταν η ομοφυλοφιλία, δ) ότι στην δική τους μίμηση του Μυστικού Δείπνου δεν χρησιμοποιούσαν όστια, αλλά μόνο κρασί, ε) ότι ο Μέγας Μάγιστρος και άλλοι αξιωματούχοι του τάγματος έδιναν άφεση αμαρτιών, αν και λαϊκοί, στ) ότι είχαν προδώσει τους όρκους τους με την απώλεια της Ιερουσαλήμ. Κατήγοροι ήταν δύο αποστάτες του τάγματος, ο Squin της Béziers και κάποιος Φλωρεντίνος, ονόματι Naffo.

Ήταν οι κατηγορίες αυτές αληθινές ή απλές συκοφαντίες; Είναι δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα και, βέβαια, η απάντηση εξαρτάται δυστυχώς από την οπτική αυτού που την εξετάζει. Αν τις κατηγορίες στήριζαν μόνο οι δύο προαναφερθέντες κατήγοροι, τότε η απάντηση θα ήταν εύκολη. Αλλά υπήρξαν πάμπολλες ομολογίες· ομολογίες από ανθρώπους σκληρούς, σφυρηλατημένους στην φωτιά της μάχης. Ομολογίες, όμως, που προέρχονταν από ανθρώπους που υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια.

Από την άλλη προτεινόταν η δελεαστική απαλλαγή σε περίπτωση ομολογίας, καθότι η κατηγορία δεν αφορούσε αίρεση, η οποία θα επέσυρε θανατική ποινή, αλλά βλασφημία που κανονιζόταν ελαφρότερα. Πάντως, μια μυστική εταιρεία δεν θα ήταν μυστική, αν δεν είχε μυστικά καλά φυλαγμένα. Το ποια θα μπορούσαν να ήταν αυτά τα μυστικά, είναι αντικείμενο μελέτης θεωριών συνωμοσίας.

Στις 12 Μαΐου του 1308 μ.Χ. κάηκαν στο Παρίσι 44 Ναΐτες και εκατοντάδες σε όλη την Γαλλία. Ο Ζακ ντε Μολέ και ο υπαρχηγός του τάγματος Ζεφρί ντε Σαρνί (Geoffroi de Charney) παρέμειναν στην φυλακή του κάστρου Chinon (Château de Chinon) για μια εξαετία. Υποτίθεται ότι ο ντε Μολέ ομολόγησε ενώπιον σώματος καρδιναλίων, οι οποίοι στάλθηκαν από τον πάπα για να τον ανακρίνουν. Όταν, όμως, η ομολογία του διαβάστηκε δημόσια στο Παρίσι, ο ίδιος εξανέστη και δήλωσε ότι πρόκειται για πλαστογραφία, χωρίς ποτέ ο ίδιος να έχει ομολογήσει κάτι από όσα διαβάστηκαν. Τελικά, εκτελέστηκε στις 18 Μαρτίου του 1314 μ.Χ. στην πυρά, καταρώμενος τον βασιλιά και τον πάπα να τον συναντήσουν σύντομα ενώπιον του Θεού, κάτι που έγινε, καθώς ο βασιλιάς πέθανε στις 29 Νοεμβρίου και ο πάπας στις 20 Απριλίου του ίδιου έτους.

Ποια ήταν η θέση του Κλήμεντος σε όλα αυτά; Στις 22 Νοεμβρίου εξέδωσε διάταγμα, το Pastoralis Praeeminentiae, με το οποίο συνιστούσε σε όλους τους Χριστιανούς μονάρχες της Ευρώπης να συλλάβουν τους Ναΐτες που κατοικούσαν στα βασίλειά τους και να κατασχέσουν την περιουσία τους. Ήταν οι δικοί του ιεροεξεταστές, αυτοί που απέσπασαν τις ομολογίες των κατηγορούμενων, μέσω βασανιστηρίων. Το 1310 μ.Χ. ανέθεσε στον αρχιεπίσκοπο της Sens, Philippe de Marginy, να αναλάβει τις ανακρίσεις εκ νέου, ωστόσο ο Φίλιππος εμπόδισε αυτό το εγχείρημα, διότι θεώρησε ότι οι ομολογίες που είχε στα χέρια του ήταν αρκετές.

Τον Σεπτέμβριο του 2001 ανακαλύφθηκε στα αρχεία του Βατικανού ένα χειρόγραφο από την παλαιογράφο Barbara Frale. Το χειρόγραφο, το οποίο είναι σήμερα γνωστό ως Chinon Parchment [36], συντάχθηκε στις 17 Αυγούστου του 1308 μ.Χ. από τους καρδινάλιους Bérenger Fredoli (ανιψιό του πάπα Κλήμη Ε’), Etienne de Suisy και Landolfo Branacci. Αυτοί εστάλησαν από τον πάπα στη φυλακή του κάστρου Chinon, για να εξετάσουν τις κατηγορίες εναντίον του de Molay και άλλων υψηλόβαθμων αξιωματούχων του τάγματος, οι οποίοι κρατούνταν εκεί. Η απαίτηση του πάπα να μεταφερθούν στο Poitiers, 60 χλμ μακρύτερα, για να εξεταστούν από τον ίδιο δεν ικανοποιήθηκε ποτέ.

Οι απολογίες των κατηγορουμένων σε αυτό το έγγραφο, δοσμένες ελεύθερα και χωρίς να προηγηθούν βασανιστήρια, αφήνουν να εννοηθεί ότι οι κατηγορίες για βλασφημία, ομοφυλοφιλία και ειδωλολατρία ήταν βάσιμες. Ωστόσο, ο πάπας έδωσε άφεση με ελαφρά επιτίμια. Πού οφειλόταν αυτή η αλλαγή στη στάση του πάπα;

Η επικρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι επρόκειτο για δοσοληψία του Κλήμη με τον Φίλιππο, προκειμένου ο πρώτος να μην εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε στον βασιλιά, σχετικά με την καταδίκη του Βονιφάτιου για αίρεση. Πράγματι, στην σύνοδο της Βιέννης το 1311 ο Βονιφάτιος απαλλάχθηκε από την κατηγορία της αίρεσης, χωρίς ο Φίλιππος να διαμαρτυρηθεί ή να αντιδράσει, όπως και ο Κλήμης δεν αντέδρασε στην εξάρθρωση του τάγματος των Ναϊτών. Στην ίδια σύνοδο η ακίνητη περιουσία των Ναϊτών παραχωρήθηκε στους Ιωαννίτες, αλλά η επιβάρυνσή της με φόρους δεν απέδωσε αξιόλογα έσοδα στο τάγμα αυτό.

Ο λόγος που αναφερθήκαμε και επεκταθήκαμε σε αυτό το ζήτημα είναι διότι σημάδεψε την μετάβαση του παπισμού από τη Ρώμη στην Αβινιόν, ειδοποιώντας για τη γραμμή που θα ακολουθούσε στο εξής ο πάπας, ως υποχείριο του Γάλλου μονάρχη. Ταυτόχρονα, έδειχνε σε πόσο επικίνδυνο πολιτικό αντίπαλο θα μπορούσε να εξελιχθεί, μια πληροφορία που έλαβαν σοβαρά υπόψη τους οι υπόλοιποι μονάρχες και έλαβαν ή προσπάθησαν, τουλάχιστον, να λάβουν μέτρα, για να περιορίσουν την επιρροή του στα βασίλειά τους. Πιο συγκεκριμένα μας ενδιαφέρει η Βοημία και θα το δούμε παρακάτω.

Δ’) Η επιστροφή στη Ρώμη και το Μεγάλο Σχίσμα του παπισμού.

Ο πάπας Κλήμης μετέφερε την έδρα του στην Αβινιόν το 1309 μ.Χ.. Αν και βρισκόταν στη Γαλλία, δεν ήταν γαλλική επικράτεια. Η Αβινιόν υπαγόταν στην κομητεία της Προβηγκίας, η οποία με την σειρά της ανήκε στο βασίλειο της Νάπολης. Τελικά ο πάπας αγόρασε την Αβινιόν το 1348 από την Ιωάννα της Νάπολης, έναντι 8000 χρυσών κορώνων [37], και παρέμεινε παπική κτήση μέχρι το 1791 μ.Χ., οπότε και υπήχθη στην Γαλλία. Στην έδρα της Αβινιόν κάθισαν επτά πάπες, όλοι Γάλλοι:

Α) ο Κλήμης Ε’ (1305-1314),

Β) ο Ιωάννης ΚΒ’ (1316-1334),

Γ) ο Βενέδικτος ΙΒ’ (1334-1342),

Δ) ο Κλήμης Στ’ (1342-1352),

Ε) ο Ιννοκέντιος Στ’ (1352-1362),

Στ) ο Ουρβανός Ε’ (1362-1370),

Ζ) ο Γρηγόριος ΙΑ’ (1370-1378) , ο οποίος επέστρεψε στην Ρώμη.

Στις 29 Δεκεμβρίου του 1370 δεκαοκτώ καρδινάλιοι συνέθεσαν το κονκλάβιο, το οποίο εξέλεξε τον Γρηγόριο ΙΑ’ . Αυτός, ως Pierre Roger de Beaufort, ανηψιός του πάπα Κλήμη Στ’, ήταν διάκονος, ούτε καν επίσκοπος. Η εκλογή του οφειλόταν σε δύο εξέχουσες προσωπικότητες της οικογένειάς του, της Αικατερίνης της Σιένα και της Μπριγκίτε της Σουηδίας. Αμφότερες αγιοποιήθηκαν από τη Ρώμη. Η επιστροφή του Γρηγόριου στην αιώνια πόλη ήταν επιτυχία της Αικατερίνης της Σιένα.

Ο Γρηγόριος εκπλήρωσε την υπόσχεσή του και στις 17 Ιανουαρίου του 1377 μ.Χ. έφθασε με πλοίο από την Μασσαλία κοντά στην Βασιλική του Αποστόλου Παύλου, λήγοντας έτσι την περίοδο της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας του παπισμού. Ο θάνατός του στις 27 Μαρτίου του 1378 μ.Χ. στο Βατικανό περιέπλεξε την κατάσταση του παπισμού για τα επόμενα χρόνια. Σφοδρή επιθυμία των Ιταλών ήταν να κρατήσουν την έδρα στη Ρώμη, πάση θυσία. Αρχικά το κονκλάβιο των καρδιναλίων εξέλεξε τον αρχιεπίσκοπο του Μπάρι, Bartolomeo Prignano, ως πάπα Ουρβανό Στ’, στις 8 Απριλίου του 1378 μ.Χ.

Στη συνέχεια οι Γάλλοι καρδινάλιοι αποχώρησαν και σε ξεχωριστή συνεδρίαση στο Fondi, κήρυξαν τις προηγούμενες εκλογές άκυρες και εξέλεξαν τον Ροβέρτο της Γενεύης ως πάπα Κλήμη Ζ’, στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Έτσι, δημιουργήθηκε στους κόλπους του παπισμού το λεγόμενο Μεγάλο Σχίσμα, το οποίο κράτησε μέχρι το 1417 μ.Χ.

Κατά την περίοδο αυτή έχουμε μια σειρά από πάπες και αντιπάπες, με τους μεν να αφορίζουν τους δε και το αντίστροφο. Ως πάπες ορίζονται αυτοί που είχαν την έδρα τους στην Ρώμη, ενώ ως αντιπάπες αυτοί που έδρευαν στην Αβινιόν. Στο παιχνίδι ενεπλάκησαν και οι Ευρωπαίοι μονάρχες κατά τα συμφέροντά τους, ως εξής: η προαναφερθείσα Ιωάννα της Νάπολης στήριξε τον αντιπάπα μαζί με ορισμένους Ιταλούς βαρόνους, ενώ ο Κάρολος Ε’ της Γαλλίας υποστήριξε τον Ρωμαίο ποντίφικα. Με τον πάπα συντάχθηκαν επίσης η Αγγλία, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία των Γερμανών, η Φλάνδρα, η Βενετία μαζί με τις αστικές δημοκρατίες της Β. Ιταλίας, η Δανία, η Νορβηγία, η Σουηδία, η Πολωνία και η Πορτογαλία. Με τον αντιπάπα συντάχθηκαν η Σκωτία, ως αντίπαλος της Αγγλίας, η Γαλλία, η Αραγονία, η Καστίλλη, η Βουργουνδία, η Σαβοΐα και η επαναστατημένη Ουαλία.

Οι πάπες στην Αγία Έδρα της Ρώμης την περίοδο αυτή ήταν οι Ουρβανός Στ’, Βονιφάτιος Θ’, Ιννοκέντιος Ζ’, και Γρηγόριος ΙΒ’. Την ίδια περίοδο οι αντιπάπες της Αβινιόν ήταν οι Κλήμης Ζ’ και Βενέδικτος ΙΓ’. Για την λύση του προβλήματος συγκλήθηκε σύνοδος στην Πίζα, η οποία εξέλεξε νέο πάπα τον Αλέξανδρο Ε’, στις 5 Ιουνίου του 1409, τη στιγμή που στη Ρώμη ήταν ο Γρηγόριος ΙΒ’ και στην Αβινιόν ο Βενέδικτος ΙΓ’. Ο Αλέξανδρος Ε’ πέθανε ξαφνικά στις 3 Μαΐου 1410, με τις φήμες να οργιάζουν ότι τον δηλητηρίασε ο καρδινάλιος Baldassare Cossa, ο οποίος και τον διαδέχθηκε ως πάπας Ιωάννης ΚΓ’ (1410-1415). Και οι δύο, Αλέξανδρος Ε’ και Ιωάννης ΚΓ’, θεωρούνται επίσης αντιπάπες.

Νέα σύνοδος συγκλήθηκε το 1414 μ.Χ. από τον αντιπάπα της Πίζας, Ιωάννη ΚΓ’. Είναι η σύνοδος που δίκασε, καταδίκασε και εκτέλεσε τον Ιωάννη Ούσιο. Στην σύνοδο αυτή συναίνεσε και ο πάπας Γρηγόριος ΙΒ’, ο οποίος παραιτήθηκε το 1415 μ.Χ.. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που παραιτήθηκε κάποιος πάπας μέχρι το 2013 μ.Χ. και την παραίτηση του Βενέδικτου ΙΣΤ’. Η σύνοδος της Κωνσταντίας αφόρισε τον τρίτο, Βενέδικτο ΙΓ’ , καθώς αυτός αρνήθηκε να παραιτηθεί και εξέλεξε νέο πάπα, τον Μαρτίνο Ε’ (Otto Colonna, 1417-1431), μετά από διετείς ζυμώσεις. Έτσι έληξε η περίοδος του Μεγάλου Σχίσματος του παπισμού.

8.12.4 Τα Συγχωρητήρια.

Τα Συγχωρητήρια, ή αλλιώς Συγχωροχάρτια, είναι έκφραση του νομικίστικου χαρακτήρα του σχολαστικισμού, γι’ αυτό και συνδέονται άμεσα με τα δόγματα των παπικών περί καθαρτηρίου πυρός (πουργατόριο) και ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης. Γι’ αυτό και ο λατινικός όρος “indulgentia” δεν έχει την έννοια της άφεσης (remissio), αλλά της ικανοποίησης, της ευαρέστησης μέσω των αξιόμισθων έργων του πιστού, η οποία επέτρεπε τον αποθησαυρισμό των αντίστοιχων έργων των αγίων και οδηγούσε στην απαλλαγή από την τιμωρία του πουργατορίου. Η νομικίστικη οπτική του ζητήματος είναι εμφανής και η απαίτηση για ανταλλάγματα, δεν επιτρέπει να θεωρούνται τα συγχωρητήρια ως άφεση αμαρτιών. Ακόμη και ο όρος «συγχωρητήρια» ή «συγχωροχάρτια» είναι καταχρηστικός ευφημισμός. Πιο πολύ αρμόζει ο όρος «απαλλακτήρια» ή «ανταλλακτήρια». Επειδή ακριβώς είναι αιρετικά δόγματα, εμφανίζονται το πρώτο μετά το σχίσμα Ανατολής-Δύσης το 1054 [38].

Το 1063 μ.Χ. ο πάπας Αλέξανδρος Β' (Anselmo da Baggio, 1061-1073) παραχώρησε τα πρώτα συγχωρητήρια στους πολεμιστές που θα πολεμούσαν τους Μαυριτανούς στην Ισπανία:

“Με πατρικό έλεος, ενθαρρύνουμε αυτούς που πήραν την απόφαση να ταξιδέψουν στην Ισπανία, ώστε αυτό που θεωρούν ως θεία έμπνευση να μπαρκάρουν, να το φροντίσουν με την μεγαλύτερη επιμέλεια· ας εξομολογηθούν στον επίσκοπό τους ή στον πνευματικό τους σύμβουλο κατά την σοβαρότητα των αμαρτιών τους, και η αυστηρότητα του κανόνα θα επιβληθεί από τους εξομολόγους, μην τυχόν και ο διάβολος επισύρει την κατηγορία της αμετανοησίας. Εμείς, συνεπώς, με επιμελή προσευχή, κατά την εξουσία των αγίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου, χορηγούμε άφεση των αμαρτιών και απαλλαγή από την τιμωρία [93].”

Εδώ ο πάπας ασκεί την υψηλότερη εξουσία κατά την παπική θεωρία του πρωτείου, στηριγμένη στη θέση των αποστόλων Πέτρου και Παύλου στον Ρωμαιοκαθολικισμό, την οποία και σφετερίζεται. Στην αρχική μορφή τους τα συγχωρητήρια εκχωρούνται για πράξεις αυτοθυσίας, όπως είναι η συμμετοχή στις σταυροφορίες ή η πραγματοποίηση μακρινών προσκυνηματικών ταξιδιών στην Ρώμη. Με αυτά ο πάπας δεν μεσιτεύει υπέρ των πολεμιστών, αλλά ως ανώτατος κριτής τους απαλλάσσει από τις αμαρτίες τους.

Στη συνέχεια ο πάπας Ουρβανός B’ (Otho de Lagery, 1088-1099) παραχωρεί συγχωρητήρια στους συμμετέχοντες στην Α' Σταυροφορία. Ακόμη δεν έχουμε την θεωρία περί τις υπεραξίας των καλών έργων των αγίων, την οποία θησαυρίζει η εκκλησία. Επίσης, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εξομολόγηση των βαρέων αμαρτημάτων. Όπως γράφει ο Ουρβανός Β' σε επιστολή του προς τον κλήρο της Μπολόνια:

“Κατά το μέτρο που μας επιτρέπει η εξουσία μας, όπως και όλους τους αρχιεπισκόπους και επισκόπους της Γαλλίας, θα απαλλάξουμε από την τιμωρία της αμαρτίας, όσους κάνουν αληθινή και τέλεια εξομολόγηση, μέσω του ελέους του Θεού και τις προσευχές της καθολικής εκκλησίας, εφόσον οι σταυροφόροι θα ρισκάρουν το βιός και τη ζωή τους για την αγάπη του Θεού και του πλησίον. [40]

Η θεολογία των συγχωρητηρίων ξεκινά στο τρίτο τέταρτο του ΙΒ' αι. μ. Χ., όταν σαν πρακτική εφαρμοζόταν ήδη για έναν αιώνα. Για τον Praepositinus της Κρεμόνα, καγκελάριο του πανεπιστημίου των Παρισίων από το 1206 έως το 1209 μ.Χ. τα συγχωρητήρια ήταν “μία καθολική πρακτική της Εκκλησίας, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται διαφωνία. [41]

Στο τέλος του ίδιου αιώνα ο ηθικιστής ακαδημαϊκός θεολόγος Πέτρος ο Ψάλτης απαριθμεί τις τρεις προϋποθέσεις για την εγκυρότητα των συγχωρητηρίων:

“Συνεπώς, λέμε ότι αυτή η συγχώρηση απονέμεται στο σώμα και την ψυχή, όταν αυτά τα τρία είναι παρόντα, δηλαδή, η εξουσία της εκκλησίας, η κοινωνία της μεσιτείας και το έργο και η αφοσίωση του μετανοούντος [42]”.

Για τον Πέτρο «κοινωνία της μεσιτείας» είναι το πλεόνασμα της αξιομισθίας των έργων στην διάθεση της εκκλησίας που προήλθε από το πάθος του Χριστού και την υπομονή των μαρτύρων. Αυτή η κοινωνία με τον «θησαυρό» της εκκλησίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την χορήγηση συγχωρητηρίου. Ο ίδιος, όντας ακαδημαϊκός και όχι ιερωμένος, θεωρεί ότι το συγχωρητήριο έχει αξία, μόνο εάν έχει προηγηθεί ειλικρινή μετάνοια και εξομολόγηση του πιστού:

“Το συγχωρητήριο παραχωρείται … οποτεδήποτε η ελεημοσύνη, η μετάνοια και η αφοσίωση έχουν αυξηθεί, και αν λείπει κάποια από τις τρεις συνθήκες, το συγχωρητήριο δεν είναι έγκυρο [43]”.

Στο σχολαστικό σκεπτικό, κάθε αμαρτία απαιτεί να κανονίζεται με το ανάλογο επιτίμιο. Οι σχολαστικοί θεολόγοι είναι φορείς της ιδέας, ότι η βαρύτητα του αμαρτήματος καθορίζει και την αυστηρότητα της ποινής. Οι δυτικοί εξομολόγοι επέβαλαν επιτίμια νηστείας που έφθαναν και τα επτά χρόνια. Σε κάποια επιτίμια δεν αρκούσε μια ολόκληρη ζωή για να εκπληρωθούν. Από την άλλη, η σχολαστική παράδοση πρόσφερε την αναπλήρωση του ελλείμματος μέσω της Μητέρας Εκκλησίας. Γράφει ένας ανώνυμος συγγραφέας στο τέλος του ΙΒ’ αι, στο έργο με τίτλο Summa breves dies hominis sunt:

“Όταν κάποιος βρίσκει τον εαυτό του ανίκανο [να εκπληρώσει] την επιβληθείσα μετάνοια και [έτοιμο] να υποκύψει στην αδυναμία λόγω του βάρους αυτής, τότε μπορεί να στραφεί με ειλικρίνεια στις μεσιτείες της εκκλησίας και, όπως πριν, να τραφεί από τα μητρικά στήθη [44]”.

Ωστόσο, την ίδια εποχή τα συγχωρητήρια δεν δίνονται μόνο σε πράξεις αυτοθυσίας, αλλά είναι και αντικείμενο αγοραπωλησίας. Γράφει ο Πέτρος του Πουατιέ (1130-1205):

“Αν ένας πλούσιος έδινε το ίδιο χρηματικό ποσό με μία πολύ φτωχή γυναίκα, θα πίστευε ότι θα λάβει την ίδια συγχώρεση με αυτήν; Ανοησίες! … διότι ο Θεός δεν ζητά από τον άνθρωπο κάτι που δεν μπορεί να πράξει. Δεν ενδιαφέρεται πόσο δίδεται αλλά … με τι διάθεση [45]”.

Οι παπικοί θεολόγοι την εποχή αυτή (ΙΒ’ αι.) έχουν συνδέσει τη θεολογία της εξιλέωσης με τα συγχωροχάρτια και προσπαθούν να περισώσουν την αξία της εξομολόγησης. Η θεωρία τους έπρεπε να εξηγήσει το πώς οι μετανοούντες θα μπορούσαν να ωφεληθούν από το έλεος του Θεού από την μια πλευρά, ενώ από την άλλην πρέπει να ικανοποιήσουν τη θεία δικαιοσύνη. Η πλήρης εξιλέωση απαιτεί, κατά την επιχειρηματολογία τους, εξομολόγηση και μυστηριακή άφεση, αλλά ταυτόχρονα επιβάλλεται και η εκπλήρωση των ποινών που κανονίζονται αργότερα. Και η εξομολόγηση και το επιτίμιο είναι απαραίτητα, διότι κάθε σοβαρή αμαρτία επισύρει ενοχή (culpa) και ποινή (pena) [46].

Ναι μεν, ο ελεήμων Θεός συγχωρεί μέσα από το μυστήριο της μετανοίας αυτόν που διέπραξε μια αμαρτία ικανή να τον καταδικάσει, αλλά η θεία δικαιοσύνη απαιτεί ικανοποίηση. Η ικανοποίηση εκπληρώνεται με τα επιτίμια, έργα δηλαδή, τα οποία επιβάλλει ο εξομολόγος στον μετανοούντα. Αν πάλι ο μετανοών δεν μπορεί ή δεν θέλει να εκπληρώσει τα τοιαύτα έργα, αγοράζει συγχωρητήρια. Αυτά εξοφλούν το χρέος. Όπως καταλαβαίνουμε, στην παπική θεολογία το μυστήριο της εξομολόγησης είναι ατελές. Η μετάνοια χρειάζεται χρήματα για να είναι τέλεια. Έτσι αντιλαμβάνεται την μετάνοια ο Φραγκισκανός Μποναβεντούρα, όταν γράφει:

“Σε μια ικανοποιητική μετάνοια συνυπάρχουν δύο κέρδη. Πιο συγκεκριμένα αυτά τα δύο είναι, ένα φάρμακο ενάντια στις μελλοντικές αμαρτίες και η τιμή που εξαλείφει το χρέος της αμαρτίας [47]”.

Το ίδιο ακριβώς επαναλαμβάνει ο Θωμάς Ακινάτης:

“Η ικανοποιητική μετάνοια λέγεται ότι εξυπηρετεί δύο σκοπούς, δηλαδή, την εξόφληση του χρέους και ως φάρμακο για την αποφυγή της αμαρτίας [48]”.

Οι λόγοι για τους οποίους παραχωρούνται τα συγχωρητήρια, διευρύνονται τον ΙΓ' αι.. Το σκεπτικό είναι ότι για να δοθούν πρέπει να γίνονται “καλά έργα”. Ως τέτοια ορίζονται τα έργα που εξυπηρετούν την εκκλησιαστική κοινότητα και τους σκοπούς της Εκκλησίας. Κατά τον Πέτρο τον Ψάλτη:

“Συγχωρητήριο παραχωρείται για την εξυπηρέτηση των αναγκών ενός ιερού χώρου ή ενός ανάπηρου μετανοούντος ή την ανακούφιση των Αγίων Τόπων και της Ιερουσαλήμ [49]”.

Ο πάπας Ιννοκέντιος Δ' σχολιάζοντας το διάταγμα Quod Autem του πάπα Αλέξανδρου Γ' παρατηρεί ότι, “υπάρχουν και άλλα συγχωρητήρια τα οποία απαιτούν σέβας και αφοσίωση, όπως οι αφέσεις που χορηγούνται σε αυτούς που παρακολουθούν ομιλίες και λειτουργίες και άλλου τέτοιου είδους έργα [50]”. Ο πάπας δίνει μια πιο ελεύθερη ερμηνεία των ευσεβών έργων. Από την πλευρά του ο Θωμάς Ακινάτης γενικεύει ακόμη περισσότερο:

“[αυτοί που λαμβάνουν συγχωρητήρια] έχουν ενεργήσει προς δόξαν Θεού και το κοινό καλό της Εκκλησίας [51]”.

Οι επίσκοποι αντάμειβαν τις δωρεές για την κατασκευή ναών με συγχωρητήρια. Αυτή την πρακτική στήριξε ο Μποναβεντούρα θεωρητικά, ως εξής:

“και οι άγιοι τιμώνται με την κατασκευή βασιλικών, την επίσκεψη βασιλικών, την ανάμνηση των αρετών τους και το ίδιο γίνεται με το κήρυγμα στις ομιλίες. Σωστά δίνονται συγχωρητήρια για όλα αυτά [52]”.

Ταυτόχρονα με τις δωρεές για την κατασκευή ναών, οι ιεράρχες παραχωρούσαν συγχωρητήρια και για οικονομική ενίσχυση δημοσίων έργων, όπως η κατασκευή ή συντήρηση οδών και γεφυρών. Αυτά τα έργα εξυπηρετούσαν την μετακίνηση των ανθρώπων και το ενδιαφέρον των ιεραρχών αφορούσε την διευκόλυνση των προσκυνηματικών ταξιδιών. Γράφει σχετικά ένας ανώνυμος θεολόγος του ΙΓ' αι. από το Metz:

“Αν ένα συγχωρητήριο παραχωρείται για την κατασκευή γεφυρών, ή για τη επέκταση ή ισοπέδωση ή άλλες βελτιώσεις δρόμων, θα πρέπει να γίνει γνωστό ότι επιτρέπεται σε αυτούς που χορηγούν να ενθαρύνουν τα έργα που τελειοποιούν τα έργα του Κυρίου· κατά παρόμοιο τρόπο επιτρέπεται στους ιεράρχες των εκκλησιών να χορηγούν συγχωρητήρια σε όσους κατεργάζονται τέτοιου είδους έργα, τα οποία οι ιεράρχες πρέπει να εκλαμβάνουν, κρίνωντας από το αποτέλεσμα της εργασίας, ως κέρδος της εκκλησίας, επειδή η βελτίωση των δρόμων και των γεφυρών εξυπηρετούν τους προσκυνητές και άλλους ταξιδιώτες των δρόμων με ευσεβείς στόχους [53]”.

Ο ίδιος θεωρεί ότι η καλή κατάσταση της οδού βοηθά τον ταξιδιώτη να αποφύγει την αμαρτία. Συνεπώς, συνεισφέρει στην σωτηρία της ψυχής:

“Οι οδοιπόροι σε χαλασμένες οδούς και επικίνδυνους και δύσκολους δρόμους καθυστερούν. Μπαίνουν μέσα στο δάσος και επιβαρύνονται, και οι άμαξές τους ανατρέπονται, και χύνεται το κρασί, και χτυπούν το άλογό τους και εξοργίζονται. Αυτοί οι ταξιδιώτες διαμαρτύρονται, και καταριούνται όσους είναι υπεύθυνοι για την επισκευή των δρόμων, και αμαρτάνουν θανάσιμα με το να βλασφημούν τον Θεό και τους αγίους [54]”.

Με συγχωρητήρια αντάμοιβαν οι επίσκοποι και τις δωρεές για την ίδρυση νοσοκομείων και άλλων ευαγών ιδρυμάτων και τέτοιου είδους χορηγίες υπάρχουν άφθονες στα παπικά και επισκοπικά αρχεία [55]. Σ' αυτές τις περιπτώσεις εξαίρονταν οι χορηγίες ως πράξεις αγάπης στα εισαγωγικά σχόλια του εγγράφου από την εκκλησιαστική αρχή. Για παράδειγμα ο Guido, επίσκοπος της Πάβια, συντάσσει το 1114 μ.Χ. μία συγχωρητική επιστολή εξαιτίας δωρεάς στο νοσοκομείο του Portalbero και γράφει τα εξής:

“Η μεγαλύτερη από όλες είναι η εντολή της αγάπης· της αγάπης προς τον Θεό και προς τον πλησίον. Αλλά αυτή η αγάπη θα πρέπει να επιβεβαιώνεται με έργα ελέους, μέσω των οποίων θα πρέπει να σκεφτόμαστε, πως οτιδήποτε γίνεται για τους πένητες και τους ασθενείς, γίνεται για τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Στο πρόσωπο των φτωχών ο ίδιος ο Κύριος ενδύεται και φιλοξενείται και τού δίδεται τροφή και νερό [56].

Ο πάπας Βονιφάτιος Η' σε μια άλλη συγχωρητική επιστολή του 1297 μ.Χ. σχετικά με το νοσοκομείο στο Altopascio γράφει, ότι όποιος περιθάλπει και αναψύχει ασθενή το κάνει για τον ίδιο τον Κύριο [57]. Ο ίδιος σε συγχωρητήριο του 1299 μ.Χ για το νοσοκομείο στο Viterbo σημειώνει, ότι δεν υπάρχει πιο ευάρεστη προσφορά στον Θεό από το να αναλάβει κάποιος τους ασθενείς και τους πένητες και να στερήσει κάτι από τον εαυτό του, για να τους προσφέρει κατάλυμα.

Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες της Δύσης, οι επίσκοποι μπορούσαν να χορηγούν συγχωρητήρια περιορισμένης διάρκειας. Τα δικά τους συγχωρητήρια έληγαν μετά από σαράντα ημέρες [58]. Ο πάπας Κλήμης Ε’ αύξησε την διάρκεια αυτών των συγχωρητηρίων σε εκατό ημέρες το 1309 μ.Χ. Αυτό το επέτρεψε σε μία συγκεκριμένη περίπτωση δωρεάς σε ορφανοτροφείο [59].

Τον ΙΑ’ αιώνα συγκροτήθηκε το τάγμα των Λαζαριστών με σκοπό την περίθαλψη των λεπρών. Αυτό το τάγμα είχε το δικαίωμα να εκδίδει δικά του συγχωρητήρια. Με την χρήση αυτού του δικαιώματος κατάφερε να καλύπτει τα έξοδα περιθάλψεως των ασθενών, καθώς και να λειτουργεί ως αδελφότητα. Το ίδιο ισχύει και για το τάγμα των Ιωαννιτών, των Τευτόνων Ιπποτών καθώς και για άλλα μοναχικά τάγματα-αδελφότητες.

Τα τάγματα είχαν διορίσει συγκεκριμένα πρόσωπα για την είσπραξη των δωρεών. Τέτοιου είδους εισπράκτορες ονομάζονταν “quaestores”. Η κατάχρηση της έκδοσης συγχωρητηρίων και του αντίστοιχου δικαιώματος είσπραξης δωρεών σε συνδυασμό με την πιεστική και πολλές φορές επιθετική συμπεριφορά των εισπρακτόρων, έδωσε αφορμές για την κατάθεση δίκαιων παραπόνων [60]. Από την άλλη, δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κάποιος, ότι υπήρχαν νοσοκομεία στην Ευρώπη, τα οποία λειτουργούσαν αποκλειστικά από τα έσοδα των συγχωρητηρίων. Τέτοια νοσοκομεία ήταν για παράδειγμα του Αγίου Πνεύματος στην Ρώμη [61], των γερμανικών ταγμάτων στην Πρωσία [62] και το Hotel Dieu στο Παρίσι [63].

Το 1311 μ.Χ. η επαρχιακή σύνοδος της Ραβέννα επιλήφθηκε του θέματος των αναξιοπαθούντων. Ανάμεσα στις αποφάσεις της συνόδου ήταν η χορήγηση συγχωρητηρίου διάρκειας σαράντα ημερών σε όσους πρόσφεραν ελεημοσύνη υπέρ των πτωχών [64]. Για να παρακινήσει τους εκκλησιαστικούς άνδρες στην περίθαλψη των φτωχών, η σύνοδος του Forli to 1286 μ.Χ. αποφάσισε τα εξής:

Σε κάθε επίσκοπο παραχωρούσε συγχωρητήριο εκατό ημερών, εάν για μια ολόκληρη εβδομάδα παρείχε συσσίτιο σε τέσσερις ανθρώπους μια φορά την ημέρα. Σε κάθε ηγούμενο μοναστηριού παραχωρούσε το ίδιο συγχωρητήριο, εάν εκτελούσε την ίδια ελεημοσύνη σε δύο ανθρώπους φτωχούς. Το ίδιο σε αρχιδιακόνους, αρχιμανδρίτες και τον κατώτερο κλήρο, εάν πρόσφεραν το ίδιο σε ένα άτομο. Όποιος πρόσφερε καινούργιο επανωφόρι σε φτωχό, λάμβανε συγχωρητήριο ενός έτους. Εάν το επανωφόρι ήταν μεταχειρισμένο, ο δωρητής λάμβανε συγχωρητήριο σαράντα ημερών [65].

Πρέπει να αναφερθεί ότι συγχωρητήρια παραχωρούνταν σε κάποιες περιπτώσεις για την βοήθεια που δίνονταν σε φτωχούς σπουδαστές, για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Τέτοιου είδους εξέδωσε ο πάπας Ιννοκέντιος Δ’ καθώς και αλλοι επίσκοποι, χάριν του σπουδαστηρίου που ίδρυσαν οι Κιστέρκιοι το 1244 μ.Χ. στο Παρίσι [66]. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1262 μ.Χ., ο πάπας Ουρβανός Δ’ εξέδωσε συγχωρητήριο εκατό ημερών για την υποτροφία σπουδαστών στο νεοϊδρυθέν πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι [67].

Το 1229 μ.Χ. ο καρδινάλιος Romanus χορήγησε ένα σημαντικό προνόμιο στο νεοϊδρυθέν πανεπιστήμιο της Τουλούζης. Στα εγκαίνια του πανεπιστημίου έστειλε επιστολές σε σπουδαστές άλλων πανεπιστημίων και τους προσκαλούσε στην Τουλούζη. Μέσω των επιστολών αυτών παραχωρούσε συγχωρητήρια σε όσους καθηγητές ή σπουδαστές μεταπηδούσαν στο νέο πανεπιστήμιο. Αλλά και στην συνέχεια συγχωρητήριο παραχωρούνταν για την παρακολούθηση μαθημάτων του συγκεκριμένου ιδρύματος για ορισμένο χρονικό διάστημα [68].

Γεννάται, λοιπόν, το εύλογο ερώτημα στον αναγνώστη: αν τα συγχωρητήρια αποτελούν αιτία κοινωνικής πολιτικής και φιλανθρωπικού έργου, τότε γιατί ο Μαρτίνος Λούθηρος ξεκίνησε την Μεταρρύθμιση, ως αντίδραση εναντίον τους [69]; Να σημειώσουμε ότι, ούτε σε αυτό καινοτόμησε ο Λούθηρος, καθώς θα φανεί στα επόμενα ότι παραλαμβάνει την σκυτάλη από εκεί που την αφήνει ο Jan Hus και οι Ουσίτες.

Για να φανεί ο παραλογισμός παπικής πρακτικής των συγχωρητηρίων θα δώσουμε το παρακάτω παράδειγμα. Γύρω στο 1230 μ.Χ., μια εποχή κατά την οποία οι μισθοφορικοί στρατοί άρχισαν να αντικαθιστούν την υποκείμενη στους κανόνες της φεουδαρχίας υποχρεωτική στράτευση, ο Γουίλλιαμ της Ωβέρνης (1190-1249, Γάλλος θεολόγος και επίσκοπος Παρισιού από το 1228) συγκρίνει τα συγχωρητήρια με τους μισθούς που πλήρωναν οι ηγεμόνες στους στρατιώτες:

“Επιπλέον, ένας βασιλιάς ή πρίγκιπας, δίνει στους στρατηγούς του την εξουσία να καλούν και να στρατολογούν στρατιώτες, και επιπλέον την εξουσία να πληρώνουν τους μισθούς αυτών. Επειδή ο Βασιλεύς των Βασιλέων και Κύριος των Κυρίων Ιησούς Χριστός βρίσκεται σε πόλεμο από την εποχή κατά την οποία, όπως πιστεύω, ξεκίνησε η Εκκλησία να αγωνίζεται όχι μόνο σε πνευματικό, αλλά και σε κυριολεκτικό, ή φυσικό, ή υλικό πόλεμο ενάντια στους αιρετικούς και άλλους εχθρούς της χριστιανικής πίστης, δηλαδή τους ειδωλολάτρες και από τον καιρό του Μωάμεθ, τους Σαρακηνους, εξ ανάγκης έδωσε στους στρατηγούς Του, δηλαδή στους ιεράρχες, την δύναμη να καλούν κοσμικούς στρατιώτες και να τους στρατολογούν και να πληρώνουν τους ανάλογους μισθούς. Διότι, τι άλλο είναι το να εκδίδουν συγχωρητήρια; [70]

Ο Γουίλλιαμ επεξέτεινε αυτήν την αναλογία ακόμη περισσότερο. Όπως οι βασιλείς απαλλάσσουν τους στρατιώτες από συγκεκριμένες υποχρεώσεις προς το στέμμα, έτσι και η εκκλησία απαλλάσσει τους σταυροφόρους από νηστείες και άλλα έργα μετανοίας. Τονίζει ότι, ενώ τα χρήματα που πληρώνουν οι ηγεμόνες σε μισθούς στρατιωτών ξοδεύονται, “οι μισθοί των στρατιωτών [του Κυρίου] λογίζονται ως αιώνια ανταμοιβή για τα μεγαλύτερα και ευγενέστερα κατορθώματα εκ μέρους τους [71]”.

Τι παρατηρούμε, λοιπόν, στην συλλογιστική των παπικών περί των συγχωρητηρίων; Παρατηρούμε ένα παραλογισμό. Ενώ θα έπρεπε ο επουράνιος Βασιλεύς να γίνεται πρότυπο προς μίμηση από τους επίγειους βασιλείς, καθώς οι δεύτεροι λαμβάνουν την εξουσία από τον πρώτο, κατά το « οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν» (Ρωμ. 13,1), εδώ προτείνεται το αντίθετο. Προβάλλεται ο επίγειος βασιλέας ως πρότυπο ηγεμόνος, στο οποίο θα πρέπει να συμμορφώνεται ο επουράνιος, κατά τις ανάγκες και τις επιθυμίες του πρώτου, σύμφωνα με τις επιταγές της πολιτικής του.

Ζητούμενο στην Δύση είναι η προπαγάνδα του δίκαιου σκοπού, του δίκαιου αγώνα, του δίκαιου πολέμου. Γι’ αυτό και οι σταυροφορίες εναντίον των μωαμεθανών ή των αιρετικών, όπως των Καθαρών στην Languedoc και των Ουσιτών στην Βοημία, χαρακτηρίζονται ως ιερός πόλεμος. Η διαστροφή της πρότασης της μίμησης του επουράνιου Βασιλέα από τον επίγειο, όπως την παρουσιάζει εδώ ο επίσκοπος του Παρισιού Γουίλλιαμ ικανοποιεί την αναγκαία συνθήκη για την δικαίωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και ταυτόχρονα το συγχωρητήριο απαλλάσσει την συνείδηση από κάθε ενοχή για τις αγριότητες και της ακρότητες των πράξεων. Το συγχωρητήριο πορώνει στην πραγματικότητα τη συνείδηση, καθώς καμία μυστηριακή συγχωρητική χάρη δεν καθαρίζει την ψυχή στην περίπτωση αυτή.

Πέραν τούτων τα συγχωρητήρια γίνονται μέσα άσκησης οικονομικής αλλά και εξωτερικής πολιτικής για λογαριασμό του πάπα. Είναι μία ευρηματική πολιτική κίνηση για την επιβολή της θέλησης του Βατικανού στους Ευρωπαίους ηγεμόνες και ταυτόχρονα τρόπος για να γεμίζει το θησαυροφυλάκιο της Αγίας Έδρας, μαζί με τα Ιωβηλαία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάποιοι ηγεμόνες να θέλουν να περιορίσουν την επιρροή της Ρώμης στην επικράτειά τους. Τέτοιος ηγεμόνας είναι και ο Κάρολος Δ’.

8.12.5 Η Εκκλησιαστική πολιτική του Καρόλου Δ’.

Α) Conrand Waldhauser.

Για τον λόγο αυτό κάλεσε τον Conrand Waldhauser, έναν αρχιμανδρίτη του τάγματος των Αυγουστίνων, από την Βιέννη στην Πράγα. Αυτός προσπάθησε να αναδιοργανώσει τη λειτουργία των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων, ώστε να τους προσδώσει μεγαλύτερο βαθμό ανεξαρτησίας από την Ρώμη. Τα ιστορικά γεγονότα που έχουν καταγραφεί ως το Μεγάλο Σχίσμα του παπισμού, δημιούργησαν τις ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση της αντίδρασης που θέλει να αυτο-επαίρεται ως μεταρρύθμιση. Βέβαια, μεταρρύθμιση ούτε ήταν, ούτε και έγινε, αλλά επέτρεψε στις αιρετικές ιδέες του Wyclif να βρουν πρόσφορο έδαφος, ώστε να εμφανιστεί στην ιστορία ο Ιωάννης Ούσιος. Πάντως οι άνθρωποι που έλαβαν εντολή από τον αυτοκράτορα να περιορίσουν την δύναμη της Ρώμης στην Βοημία, κάτι που δεν θα περιοριζόταν τοπικά, αλλά θα επεκτεινόταν σε όλη την αυτοκρατορία, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ούτε ως μεταρρυθμιστές, ούτε ως πρόδρομοι του Ιωάννη Ούσιου. Αυτό θα το αναλύσουμε διεξοδικότερα σε επόμενο μέρος της εργασίας.

Η οπτική της παρούσης εργασίας στην ανάλυση των επιλογών του Καρόλου δεν ακολουθεί την πεπατημένη που έχουν επιλέξει οι Τσέχοι ιστορικοί. Η τσέχικη ανάλυση, η οποία πλέον χαρακτηρίζεται ως «παραδοσιακή», βλέπει τον Κονράδο και τους επιγόνους αυτού, όπως τον Jan Milíč του Kroměříž και τον Matthias του Janov, ως προδρόμους του Ιωάννη Ούσιου. Αντίθετα, στην εργασία αυτή οι παραπάνω δεν εξετάζονται ως μεμονωμένες περιπτώσεις αυθόρμητης αντίδρασης του θρησκευτικού συναισθήματος των Βοημών ενάντια στις αιρετικές καινοτομίες των παπικών, αλλά εντάσσονται στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής πολιτικής του Καρόλου που σκοπό είχε να απογαλακτίσει την Βοημία και εξ αυτής ολόκληρη την γερμανική αυτοκρατορία από τον πολιτικό έλεγχο της Ρώμης, τον οποίο ασκούσε μέσω της υποκείμενης σε αυτήν εκκλησιαστικής ιεραρχίας και των υπ’ αυτής εξαρτημένων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων.

Σκόπιμα, λοιπόν, η εκκλησιαστική πολιτική του Καρόλου Δ’ είναι σημαντικότερη των προκατόχων του αλλά και των διαδόχων του. Είναι σημαντικότερη και πιο αποτελεσματική από την αλλοπρόσαλλη πολιτική του Wenceslaus IV, στου οποίου τα χρόνια έζησε ο Ιωάννης Ούσιος και από τις επιλογές αυτής της πολιτικής καθορίζεται το πλαίσιο λειτουργίας της εκκλησιαστικής ζωής στην Βοημία τα αμέσως επόμενα χρόνια και κυρίως η επιθυμία αντίθεσης στη Ρώμη, βάσει της οποίας οι ιδέες του John Wyclif θα βρουν πρόσφορο έδαφος όχι σε φιγούρες που κατευθύνονται από τον αυτοκράτορα και γι’ αυτό δεν μπορούν να ξεφύγουν από τις πανευρωπαϊκές εκκλησιαστικές νόρμες, αλλά στην ψυχή των κατοίκων της Βοημίας, οι οποίοι μέσα από την αντιπαλότητα προς τους γείτονες Γερμανούς θα αναπτύξουν την δική τους εθνική συνείδηση, την οποία θα ενδύσουν με ριζοσπαστικό εκκλησιαστικό συναίσθημα. Η θεολογία των Ουσιτών είναι η αντίθεση στον παπισμό. Γι’ αυτό και ο υπότιτλος του παρόντος μέρους του Γνωστικισμού είναι «Αίρεση και Εθνικισμός».

Ο Conrad Waldhauser ήρθε στην Πράγα το 1363 μ.Χ. [72]. Η ρητορική του δεινότητα ήταν ήδη εγνωσμένη και ήταν ο λόγος που ο Κάρολος Δ’ τον κάλεσε στην Πράγα. Ως ιεροκήρυκας αγαπήθηκε πολύ από τους πιστούς της πόλης ώστε, αν και ξεκίνησε τις ομιλίες τους από τον ναό του αγίου Γάλλου (Svatý Havel), κατέληξε να κηρύττει στις ανοιχτές πλατείες λόγω του πλήθους των ακροατών. Κήρυττε στα γερμανικά και στις ομιλίες του στιγμάτιζε την ματαιοδοξία στην εμφάνιση των γυναικών, την πολυτέλεια και την άσκοπη σπατάλη.

Εκείνο, όμως το θέμα, για το οποίο τον αναγνωρίζουν σήμερα αδικαιολόγητα ως μεταρρυθμιστή, ήταν η στοχοποίηση της σιμωνίας [73]. Αυτό το θέμα, ωστόσο, ήταν το σύνηθες κήρυγμα στην Ευρώπη από τον ΙΑ’ αιώνα [74]. Δεδομένου του τρόπου λειτουργίας του παπικού εκκλησιαστικού οργανισμού, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί μέσα από και παράλληλα με το ανάλογο φεουδαρχικό σύστημα διοίκησης των ευρωπαϊκών λαών, το κήρυγμα ενάντια στην σιμωνία εναντιώνονταν τόσο στον τρόπο εκλογής των ιερωμένων κάθε βαθμίδας, όσο και στην οικονομική ισχύ της Ρώμης.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να διαμαρτυρηθούν στον αρχιεπίσκοπο της Πράγας οι μοναχοί των δήθεν επαιτικών ταγμάτων. Τον κατηγόρησαν ότι αυτός, ένας νεοφερμένος αρχιμανδρίτης του τάγματος των Αυγουστίνων, ο οποίος ζούσε μακριά από την αδελφότητά του, τούς επιτίθονταν άδικα και τούς συκοφαντούσε στους πιστούς τη πόλης. Η απάντηση του Κονράδου ήταν ότι οι διεφθαρμένοι επαίτες μοναχοί τον κατηγορούσαν για έναν και μόνο λόγο· επειδή ήταν ένοχοι για τις αμαρτίες, τις οποίες ο ίδιος ήθελε να ξεριζώσει. Κανείς, όπως ισχυρίζονταν ο Waldhauser, δεν είχε κηρύξει την αλήθεια, πριν την άφιξή του [75].

Β) Ο ανταγωνισμός ενοριακών και ιερομανάχων.

Από την εποχή του František Palacký οι Τσέχοι βλέπουν τον Κονράδο ως τον πρώτο πρόδρομο του Ιωάννη Ούσιου [76]. Η πραγματικότητα είναι πιο πεζή. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ενοριακών ιερέων και των ιερομονάχων για την αρμοδιότητα της άσκησης των ποιμαντικών καθηκόντων είναι παμπάλαιος και οικουμενικός. Η αντιπαράθεση, λοιπόν, του Κονράδου με τους καρμελίτες, τους μινορίτες, τους δομηνικανούς και τους αυγουστίνιους μοναχούς εντάσσεται σε ένα πλαίσιο, συνηθισμένο για τα δυτικά δεδομένα, συναγωνισμού μεταξύ των μοναχών και των ενοριακών ιερέων σε μεγάλες πόλεις όπως η Πράγα.

Και κάτι ακόμα. Σε πόλεις με ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα οι δύο κατηγορίες ήταν αντίπαλες και για τις πανεπιστημιακές έδρες και τους φοιτητές, εκτός του ενοριακού ποιμνίου. Κλασσικό παράδειγμα αυτών των περιπτώσεων ήταν από την πλευρά των μοναχών η καριέρα του Μποναβεντούρα, ενώ από την ακριβώς αντίθετη, ο αγώνας του Guillaume de Saint-Amour ενάντια στους Φραγκισκανούς, ένας αγώνας που λίγο έλλειψε να διαλύσει το πανεπιστήμιο του Παρισιού. Τίποτα καινούργιο ή ριζοσπαστικό στο κήρυγμα του Κονράδου.

Γ) Η απολογία του Condrad Waldhauser.

Για ποιον λόγο, λοιπόν, ο Κάρολος Δ’ κάλεσε τον Κονράδο στην Πράγα; Τριάντα χρόνια πριν τον ερχομό του Waldhauser ο ανταγωνισμός αυτός είχε οδηγήσει σε αψιμαχίες στους δρόμους της πόλης μεταξύ των υποστηρικτών των μοναχών και αυτών που προτιμούσαν τους ενοριακούς ιερείς [77]. Ο Κάρολος ήταν τότε μαρκήσιος της Μοραβίας και αναγκάστηκε να έρθει στην πόλη για να επιβάλει την τάξη. Ανάγκασε τις δύο πλευρές να καθίσουν στο τραπέζι των συνομιλιών, με τον αρχιεπίσκοπο να υποστηρίζει τους ενοριακούς ιερείς, όπως ήταν αναμενόμενο. Ωστόσο, τον Κάρολο ενδιέφερε η αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης [78], όχι το να υποστηρίξει κάποια από τις δύο παρατάξεις.

Αν κάποιος πάλι ισχυριστεί ότι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τον ερχομό του Κονράδου στην Πράγα ήταν αρκετό για να σβήσει τέτοιου είδους πάθη, τότε τα σύγχρονα του ιεροκήρυκα γεγονότα τον διαψεύδουν. Το φλογερό κήρυγμα του Waldhauser κέρδισε ακροατήριο από την μερίδα των μοναχών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι τελευταίοι να τον συκοφαντήσουν στον αρχιεπίσκοπο της πόλης, όπως είπαμε. Στην καθορισμένη ημερομηνία της ακρόασης, ο Κονράδος έφερε μαζί και πλήθος υποστηρικτών του.

Οι τελευταίοι καταφέρθηκαν εναντίον των Δομηνικανών, με ύβρεις και εμπτυσμούς, καθώς το μοναστήρι τους βρισκόταν στον δρόμο του όχλου, κατά την πορεία του προς την αρχιεπισκοπική αυλή [79]. Ο δε Κονράδος δεν απέφυγε να επικαλεστεί την υποστήριξη του οίκου των Ρόζενμπεργκ προς υπεράσπισή του, ενάντια στις κατηγορίες ότι ήταν αποκομμένος από την αδελφότητα του τάγματός του. Επίσης, υπενθύμισε στον αρχιεπίσκοπο ότι ο αυτοκράτορας ήταν πλήρως ενημερωμένος για την δράση και την κατάσταση του Κονράδου στην Πράγα και είχε δώσει εντολές στον ιεράρχη σχετικά με αυτόν.

Είναι φανερό ότι έχαιρε της εκτίμησης και πλήρους υποστήριξης του Καρόλου [80]. Προς ενίσχυση του ισχυρισμού του Κονράδου να υπενθυμίσουμε ότι ο αυτοκράτορας του είχε αναθέσει τα καθήκοντα του ιερατικώς προϊστάμενου στον ναό της Αγίας Μαρίας, μια εξαιρετικά επιφανή και προσοδοφόρα ενορία, μετά την παραίτησή του από τα καθήκοντά του από την ενορία Litoměřice [81]. Ο διαπρύσιος αυτός κήρυκας δεν έχασε ποτέ την εύνοια του αυτοκράτορα, παρά τις επιθέσεις που δέχθηκε από τους μοναχούς.

Από την άλλη δεν μπορεί να ευσταθεί ο ισχυρισμός, ότι ο Κάρολος έφερε τον Κονράδο στην Πράγα για να επιτεθεί στους μοναχούς [82]. Αυτό θα ήταν εναντίον της στάσης που ο ίδιος ο αυτοκράτορας είχε δείξει ως ειρηνοποιός ανάμεσα στα δύο κόμματα. Εξάλλου ο ίδιος είχε ενισχύσει την παρουσία των ταγμάτων στην επικράτειά του και ο εξομολόγος του ήταν ένας δομηνικανός μοναχός [83]. Ενδεικτικό, όμως, του αισθήματος των Βοημών ήταν αυτό που έλεγαν στους αδελφούς των ταγμάτων: «Εδώ είναι Βοημία, δεν είναι Λομβαρδία και τα παπικά προνόμια δεν ισχύουν [84]».

Δ) Η χρήση της εκκλησιαστικής τέχνης ως πολιτικής προπαγάνδας.

Για τα έργα ναοδομίας και οργάνωσης της αρχιεπισκοπής της Πράγας έχουμε ήδη αναφερθεί παραπάνω, όπως επίσης και για την ενίσχυση των μοναχικών ταγμάτων από τον αυτοκράτορα και την πατρωνία έργων εκκλησιαστικής τέχνης. Γίνεται δεκτό σήμερα, ότι οι δικές του προσωπικές παρεμβάσεις, όχι του αρχιτέκτονα Peter Parler, καθόρισαν την αρχιτεκτονική του καθεδρικού ναού της Πράγας, έχοντας κατά νου δυναστικές και άλλες πολιτικές σκοπιμότητες [85].

Είναι σίγουρο ότι ο Κάρολος απέκτησε βαθιά γνώση της αξίας της τέχνης, ιδιαίτερα στην αυτό-προβολή ως άσκηση πολιτικής, κατά τα χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι και την αυλή του Φράγκου Μονάρχη. Η αρχιτεκτονική κατέχει ειδική θέση, ως ένα είδος teatrum sacrum, διότι παίζει καθοριστικό ρόλο στις δημόσιες εμφανίσεις του μονάρχη τόσο κατά τα βασιλικά πρωτόκολλα, όσο και κατά τις ιεροτελεστίες.

Η αρχιτεκτονική του Καρόλου παρείχε την δυνατότητα της αυτό-προβολής ως μέσο της δυναστικής του πολιτικής. Αυτό ο Gustav Pirchan το ονόμασε sacro egoismo [86]. Αναμφίβολα ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος μονάρχης, ωστόσο είχε αντίληψη της αξίας της θρησκευτικής ζωής στην άσκηση δυναστικής πολιτικής. Ακολουθούσε τα πρωτόκολλα της στέψης ακόμη και της περιφοράς του στέμματος· απολάμβανε τις τελετουργίες εισόδου του μονάρχη στην πόλη ή στους ναούς, όπως οι παλαιοί μεσαιωνικοί ηγεμόνες, οι οποίοι με την σειρά τους ακολουθούσαν το τυπικό του κατόπτρου ηγεμόνος των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Ο Ferdinand Seibt αποκάλεσε την εθιμοτυπική αυτό-προβολή του Καρόλου, κατά πρόσωπον ή κατ’ εικόνα, ως επίδειξη πολλαπλών και διεσπαρμένων προσωπείων του ιδίου, είτε ως Καρλομάγνου και Wenceslaus, ως Κωνσταντίνου ή Βεσπασιανού, ως βασιλέα, προσκηνυτή ή μάγου [87].

Ε) Η τιμή και προσκύνηση των λειψάνων.

Ενδεικτικό σημείο της έντονης θρησκευτικότητας του Καρόλου είναι και η αγάπη του για τα λείψανα των αγίων, όπως και για τους λαμπρούς εορτασμούς της μνήμης τους. Κάποιοι, μάλιστα, ιστορικοί μιλούν για εμμονή του αυτοκράτορα στο ζήτημα της συγκέντρωσης ιερών λειψάνων από όλη της Ευρώπη [88]. Ο καθεδρικός της Πράγας απέκτησε σύντομα μια αξιόλογη συλλογή λειψάνων, ενδεικτική της αξίας του, κατά την επιθυμία του αυτοκράτορα, εφόσον σύμφωνα με το δικό του όραμα έμελλε να αναδειχθεί [ο καθεδρικός ναός] σε κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής της ευρύτερης περιοχής της Βοημίας, της γερμανικής αυτοκρατορίας, και γιατί όχι, της Ευρώπης. Σύμφωνα με τα δικά του λόγια:

«Όπως ελάβαμε αυτά τα σεπτά λείψανα με την έμπνευση του θείου θελήματος, διατάξαμε με αποφασιστικότητα να αποδοθούν αυτά στην αγία μητέρα μας, την εκκλησία της Πράγας, την κεφαλή και κυρία των άλλων εκκλησιών, προς διάθεση όλου του βασιλείου και των γαιών του στέμματος της Βοημίας και για την σωτηρία των υπηκόων μας [89]».

Ταυτόχρονα αξιοποίησε στο έπακρο δυνατόν την απόκτηση και παρουσία των λειψάνων και των κειμηλίων με δημόσιες λιτανείες και εξασφάλιση χρηματοδότησης από συγχωρητήρια. Κατάφερε να λάβει παπική έγκριση για την καθιέρωση δύο νέων εορτών: την εορτή της ανακομιδής των λειψάνων και την εορτή της Αγίας Λόγχης και του Ήλου (επίσης γνωστή ως τελετή απονομής των κειμηλίων) [90].

Στ’) Η εορτή του αγίου Σιγισμούνδου

Εξέχουσα θέση ανάμεσα στα νεοαποκτηθέντα λείψανα κατείχαν τα οστά του αγίου Σιγισμούνδου. Αυτός έζησε τον Στ΄ αιώνα και ως βασιλιάς των Βουργουνδών μεταστράφηκε από τον αρειανισμό στην Ορθοδοξία από τον επίσκοπο Βιέννης, Άβιτο. Πέθανε το 524 μ.Χ., όταν εκστράτευσαν εναντίον του οι Φράγκοι γιοι του Χλωδοβίκου Α’, τον νίκησαν στη μάχη, τον εκτέλεσαν και πέταξαν το άψυχο κορμί του σε ένα πηγάδι. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Πράγα το 1365 μ.Χ. και έκτοτε θεωρείται ένας από τους προστάτες αγίους του βασιλείου της Βοημίας.

Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τότε ήταν ένας άγνωστος άγιος για τους κατοίκους της Βοημίας. Ωστόσο, η σημασία της υιοθέτησης της εορτής του αγίου από τον Κάρολο ήταν πολιτικής φύσεως. Ο Σιγισμούνδος ήταν επίσης βασιλιάς και μάλιστα θεωρείτο μάρτυρας. Ο θάνατός του, βέβαια, είχε να κάνει με την υπεράσπιση του βασιλείου του από τους Φράγκους και όχι με την υπεράσπιση της πίστης, καθώς οι Φράγκοι είχαν ήδη μεταστραφεί στην Ορθοδοξία από τον Χλωδοβίκο Α’. Μάρτυρα πάντως τον κατέστησε ο Γρηγόριος της Τουρώνης [91]. Ως μάρτυρας αναφέρεται σε μια έκδοση του Martyrologium του αγίου Ιερώνυμου από την Γαλλικία [92] και το Passio Sigismundi regis συντάχθηκε τον Θ’ αι. τριακόσια χρόνια μετά τον θάνατό του, στο μοναστήρι αγίου Μαυρίκιου, το οποίο ο ίδιος ίδρυσε [93]. Ο Κάρολος τον επέλεξε διότι είναι ο πρώτος μεσαιωνικός δυτικός βασιλιάς που αγιοποιήθηκε [94], με τον τρόπο που αγιοποιήθηκε.

Η επιλογή της εορτής της μνήμης του συγκεκριμένου αγίου ήταν απόλυτα επιτυχημένη. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στην Πράγα και τοποθετήθηκαν στον καθεδρικό ναό της πόλης στην αγρυπνία της εορτής του αγίου Wenceslaus, ενός δούκα της Βοημίας, ο οποίος δολοφονήθηκε από τον αδελφό του το 935 μ.Χ. και θεωρήθηκε για τους ίδιους άγνωστους λόγους μάρτυρας στην Βοημία. Η μνήμη του εορτάζεται εκεί στις 28 Σεπτεμβρίου. Έκτοτε τα λείψανα του αγίου Σιγισμούνδου θεωρείται ότι θαυματούργησαν, με περισσότερα από τριάντα θαύματα να έχουν καταγραφεί τους επόμενους τέσσερις μήνες [95].

Η φήμη των θαυμάτων έφερε πλήθος προσκυνητών στην πόλη, καθώς όλοι οι ενοριακοί ιερείς της επικράτειας διατάχθηκαν να ανακοινώσουν την παρουσία των λειψάνων στην Πράγα. Ο αρχιεπίσκοπος της πόλης ανακήρυξε την ημέρα της εορτής της μνήμης του αγίου ως υποχρεωτική αργία [96]. Σύντομα η εορτή του αγίου ξεπέρασε σε προσκυνητές τις εορτές των προστατών αγίων της Πράγας, Vitus, Wenceslaus, Adalbertus, Procopius και Ludmila, όπως μας πληροφορεί ένα μαρτυρολόγιο του τέλους του ΙΔ’ αι.:

«ο Σιγισμούνδος συγκαταλέχθηκε με τους άλλους προστάτες άγιους του καθεδρικού ναού της Πράγας (σ.σ. σε κάθε έναν από αυτούς ήταν αφιερωμένο ένα παρεκκλήσιο εντός του καθεδρικού) και του βασιλείου της Βοημίας προς τιμή των μεγάλων και ενδόξων θαυμάτων του [97]».

Ζ’) Η πολιτική σημασία της εορτής του αγίου Σιγισμούνδου.

Η συλλογή των θαυμάτων του αγίου Σιγισμούνδου αποκαλύπτει ότι ο αυτοκράτορας είχε προτείνει προσωπικά την θαυματουργική δύναμη των λειψάνων στον αρχιεπίσκοπο, ο οποίος στην συνέχεια ισχυρίστηκε ότι γιατρεύθηκε από πυρετό [98]. Στην συνέχεια ο Κάρολος απέδωσε στον άγιο τη θαυματουργή επιστροφή του από τα πρόθυρα του θανάτου [99]. Επίσης, ονόμασε τον τρίτο γιο του Σιγισμούνδο, σημάδι της αφοσίωσής του στον άγιο, κατά τον χρονογράφο της εποχής [100].

Γιατί, όμως, ο Κάρολος διάλεξε να αναδείξει τόσο πολύ την τιμή των λειψάνων του αγίου Σιγισμούνδου; Γιατί παρέλαβε την κάρα και τα οστά ενός άγνωστου, τοπικού Βουργουνδού αγίου, του οποίου η μνήμη επισκιάστηκε στον μοναστήρι της Agaune στο Valais της Ελβετίας από τον άγιο Μαυρίκιο, καθώς εκεί δεν επιτέλεσε ποτέ κανένα θαύμα; Ο Κάρολος στέφθηκε το 1365 μ.Χ. βασιλιάς της Βουργουνδίας. Ο τελευταίος Γερμανός αυτοκράτορας που έφερε το ίδιο στέμμα ήταν ο Φρειδερίκος Α’ Μπαρμπαρόσσα (αυτοκράτορας από το 1155 έως τον θάνατό του και βασιλιάς της Βουργουνδίας από το 1178 μ.Χ.).

Από τότε είχαν περάσει σχεδόν δύο αιώνες. Ο Κάρολος ταξίδεψε στην Βουργουνδία αμέσως μετά την στέψη του σε βασιλιά αυτής της περιοχής και σε αυτό το ταξίδι περισυνέλλεξε τα λείψανα του Σιγισμούνδου και τα έφερε στο νέο κέντρο της αυτοκρατορίας του. Πλέον, η διπλωματία αυτής της κίνησης είναι ξεκάθαρη, καθώς φαίνεται η επιθυμία του για την ομαλή ένταξη της Βουργουνδίας στις αυτοκρατορικές γαίες.

Αυτό προκύπτει και από την θέση του αγίου Σιγισμούνδου ως συντρόφου του αγίου Wenceslaus, την οποία προπαγάνδισαν οι σύγχρονοι χρονικογράφοι. Αναφερόμενος στο πρώτο θαύμα του αγίου (μία αχτίδα φωτός να λούζει τον ναό) , που πραγματοποιήθηκε την πρώτη ημέρα της άφιξης των λειψάνων στην Πράγα, και την τοποθέτησή τους στον καθεδρικό ναό, κατά την αγρυπνία της εορτής του, γράφει το παρισινό χειρόγραφο τα εξής:

«Πρόσφατα, στην εορτή του αγίου Wenceslaus, την 28η [Σεπτεμβρίου], ενώ ψαλλόταν ο όρθρος στον ναό στην Πράγα, ένα μεγάλο φως έλαμψε και κατέβηκε από τον ουρανό, φωτίζοντας με θαυμαστό τρόπο σχεδόν όλη την γη της Βοημίας, όπως επίσης και των γειτονικών επαρχιών, όπως πληροφορούμαστε από αξιόπιστη μαρτυρία. Αλλά ειδικά φώτισε την εκκλησία στην Πράγα, ώστε αυτοί που ήταν παρόντες να μπορούν να καταλάβουν ότι κατήλθε μέσω των πρεσβειών του αγίου και [το φως] να μπορεί να γίνει κατανοητό ως ο μυστικός προάγγελος και προφήτης των μελλοντικών γεγονότων, όπως επίσης και αυτός που αποκαλύπτει [revelatrix] των πρεσβειών του αγίου Σιγισμούνδου [101]».

Ο συγγραφέας θεωρεί ότι το ουράνιο φως κατέβηκε δια των πρεσβειών του αγίου. Δεν ξεκαθαρίζει, όμως, ποιον άγιο εννοεί. Γραμματολογικά η θέση του “hujus sancti” μέσα στο κείμενο δεν βοηθά καθόλου να καταλάβει ο αναγνώστης αν ο συγγραφέας εννοεί τον άγιο Σιγισμούνδο ή τον άγιο Wenceslaus, του οποίου η μνήμη εορτάζεται [102]. Στο τέλος μεν αναφέρει συγκεκριμένα τον άγιο Σιγισμούνδο, αλλά σε αυτόν αποδίδει τα θαύματα, των οποίων προάγγελος είναι το ουράνιο φως και του οποίου τα θαύματα καταγράφει. Αλλά με ποιου αγίου τις πρεσβείες κατέβηκε το φως εξακολουθεί να παραμένει αόριστο.

Όχι άσκοπα. Το τρίτο θαύμα δεν είναι θαύμα με την κλασσική έννοια, αλλά δηλώνει την με θαυμάσιο τρόπο μεταφορά των λειψάνων του αγίου Σιγισμούνδου στην Πράγα, ως επιθυμία του αγίου Wenceslaus:

Ω, τι σεπτό, πολύτιμο και απερίγραπτο δώρο, τι βοήθεια σε κάθε ασθένεια, είναι το σκήνωμα του αγίου Σιγισμούνδου! Ποιος μπορεί να αμφιβάλει ότι ο αγιότατος προστάτης μας Wenceslas – ο οποίος ενόσω ήταν ακόμη ζωντανός εξασφάλισε για τον εαυτό του ένα ιερό ενδιαίτημα – τώρα στην παρουσία του Θεού απόκτησε σαν σύντροφο τον άγιο Σιγισμούνδο. Ω, τι αγία και πιστή συντροφιά, την οποία κανένας ανταγωνισμός δεν μπορεί να διασπάσει και η οποία με ενότητα διορθώνει τα σωματικά και πνευματικά σφάλματα των ανθρώπων. Ω, ευτυχισμένη και αγία εκκλησία της Πράγας, ότι αξιώθηκες να αποκτήσεις τόσους πολλούς ανεκτίμητους θησαυρούς τόσων πολλών αγίων. Αγαλλίασε μακαρία Βοημία, ότι στην συμφορά έχεις περισσότερους μεσίτες προς τον Θεό για χάρη σου [103]».

Σε αυτό το απόσπασμα ο στόχος του χρονικογράφου να κατασιγάσει οποιαδήποτε πιθανή υποψία, ότι ο νέος άγιος θα επισκιάσει την αίγλη του παλαιού προστάτη της πόλης είναι εμφανής. Επίσης, η σχέση μεταξύ των δύο που προτείνει είναι ο ευσεβής πόθος του αυτοκράτορα για τη σχέση των δύο επαρχιών της αυτοκρατορίας του, της Βοημίας και της Βουργουνδίας. Μέσω αυτού του κειμένου ενθαρύνεται η χωρίς ενδοιασμούς αποδοχή της νέας λατρείας που εισάγει ο Κάρολος στην Βοημία και ενισχύεται με τα αναφερόμενα θαύματα.

Ταυτόχρονα, ο Κάρολος εισήγαγε νέες εορτές προς τιμή του αγίου Wenceclaus· συγχωρητήριο προσφέρονταν σε όποιον έψαλλε προς τιμήν του ύμνο που είχε συνταχθεί στην τσέχικη καθομιλουμένη· από καιρού εις καιρόν γίνονταν θαύματα στον τάφο του, τα οποία καταγράφηκαν από τους χρονογράφους [104]. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας συνέγραψε Vita του αγίου [105]. Ας μην ξεχνάμε ότι το βαπτιστικό όνομα του Καρόλου ήταν Wenceslaus και έγινε Κάρολος στην αυλή του Καρόλου, του Φράγκου ηγεμόνα. Όλα αυτά έγιναν για να μην δημιουργηθεί σημείο τριβής ανάμεσα στους υπηκόους του Καρόλου εξαιτίας της εισαγωγής του νέου αγίου. Η συγκεκριμένη πρόνοια του αυτοκράτορα μας δίνει να κατανοήσουμε το βαθύτερο αίτιο της εκκλησιαστικής πολιτικής του, απλά θα πρέπει να στραφούμε στην πραγματικότητα της τότε Βοημίας.

Η τριβή δεν αποφεύχθηκε. Είναι αξιοσημείωτο το ότι θαύματα που υποτίθεται ότι γίνονταν από τον άγιο Σιγισμούνδο, αποδόθηκαν στον άγιο Wenceslaus, έναν όχι ιδιαίτερα παραγωγικό μέχρι τότε σε θαύματα άγιο. Επίσης, ενισχύθηκε η τιμή προς την μνήμη του, αν και τα προηγούμενα χρόνια ήταν υποτονική. Στο σημείο αυτό θα βρεθεί η ερμηνεία της πολιτικής του Καρόλου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Βοημία τότε συμβίωναν οι Γερμανοί με του Σλάβους Βοημούς, μια συμβίωση αρκετά ταραχώδης. Αναφέρεται ένα θαύμα σε χρονικό, το οποίο είναι ενδεικτικό της στάσης των Γερμανών απέναντι στον προστάτη άγιο της Βοημίας.

Το 1338 μ.Χ., στην αγρυπνία της ανακομιδής των λειψάνων του αγίου Wenceslaus, ένας μάστορας του ναού εξέφρασε δηκτικά την αδιαφορία του να παρακολουθήσει την εορτή ενός τέτοιου αγροίκου (rusticus). Αμέσως έμεινε άφωνος. Οι συνάδελφοί του τον μετέφεραν στον τάφο του αγίου, όπου και θεραπεύθηκε αμέσως και ομολόγησε την βλασφημία του. Ο μάστορας ήταν Γερμανός και έκτοτε οι Γερμανοί έδειχναν μεγαλύτερη ευλάβεια για τον προστάτη άγιο της Βοημίας [106].

Συμπερασματικά, λοιπόν, ο Κάρολος προσπάθησε να μεταφέρει έναν άγιο για να λατρεύουν οι γερμανικοί πληθυσμοί της Βοημίας, χωρίς να προκαλέσει την δυσφορία των σλαβικών πληθυσμών. Ταυτόχρονα με την προβαλλόμενη συνοδεία των δύο αγίων προσπαθούσε να κάνει τις δύο πληθυσμούς να ομονοήσουν και να ζήσουν ειρηνικά στην συγκεκριμένη επαρχία. Το αποτέλεσμα είναι και ο λόγος που επεκταθήκαμε στο θέμα. Οι Ουσίτες απέρριψαν την τιμή των αγίων, όπως και την προσκύνηση των λειψάνων.

Συνοψίζοντας τα όσα ειπώθηκαν έως τώρα, ο Κάρολος Δ’ ήταν ο ηγεμόνας που διαμόρφωσε την σύγχρονη με τον Ιωάννη Ούσιο Βοημία. Η πολτική του σχοινοβατούσε επιτυχώς ανάμεσα στην διακυβέρνηση των πληθυσμών της αυτοκρατορίας, και για την συγκεκριμένη επαρχία των Γερμανών και των Σλάβων, και την τήρηση καθορισμένων αποστάσεων στην οριοθέτηση της συνεργασίας του με την Ρώμη. Μέσα σε αυτό το δυναμικό περιβάλλον, οι ιδέες του John Wyclif βρήκαν πρόσφορο έδαφος στη σκέψη του Jan Hus και αφομοιώθηκαν διαμορφώνοντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της βοημής αντίδρασης που βοήθησε στην γέννηση του τσέχικου εθνικισμού. Αυτά θα εξετάσουμε στα επόμενα κεφάλαια της εργασίας μας για τον Ιωάννη Ούσιο και τους Ουσίτες [107].

_____________________________

1 Η δήλωση έγινε σε ραδιοφωνική εκπομπή του BBC στις 27 Σεπτεμβρίου του 1938 και δημοσιεύθηκε στο άρθρο με τίτλο Prime Minister on the Issues στους Times του Λονδίνου στις 28 Σεπτεμβρίου 1938, σελ. 10.
Thomas Fudge, Jan Hus,Religious Reform and Social Revolution in Bohemia, London 2010, p.9.

2 Παποκαισαρισμός και Καισαροπαπισμός είναι δύο μορφές της Θεοκρατίας. Θεοκρατία είναι εκείνο το σύστημα, στο οποίο η εκκλησιαστική και η πολιτική εξουσία συγκεντρώνονται στο ίδιο πρόσωπο. Θεοκρατία σήμερα έχουμε στο κράτος του Βατικανού και στο Ιράν. Παποκαισαρισμός είναι όταν ο εκκλησιαστικός ηγέτης έχει και πολιτικές εξουσίες, όπως ο Πάπας. Καισαροπαπισμός είναι, όταν ο πολιτικός ηγέτης, για παράδειγμα ο αυτοκράτορας, έχει και εκκλησιαστικές εξουσίες. Σημειωτέον ότι δεν χρειάζεται το πολιτικό πρόσωπο να κατέχει εκκλησιαστικό-ιερατικό αξίωμα για να μιλάμε για καισαροπαπισμό. Αρκεί και μόνο η πατερναλιστική πολιτική της κεντρικής εξουσίας ή του πολιτικού φορέα έναντι της Εκκλησίας, για να χαρακτηριστεί ένα πολιτικό σύστημα, π.χ. η μασονία, ως καισαροπαπικό.

3 Το κεφάλαιο αυτό έχει ως πηγή του το Pavel Helan, Mussolini Looks at Jan Hus and the Bohemian Reformation, in The Bohemian Reformation and Religious Pracice (2002), pp. 309-316, αγγλική μετάφραση David V. Zdenek. Οι υποσημειώσεις που ακολουθούν είναι παρμένες από εκεί.

4 Οι Ιταλοί εισέβαλαν στις 25 Σεπτεμβρίου του 1911 στην Λιβύη, μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τότε, οπότε και ξεκίνησε πόλεμος με την Τουρκία. Αυτό το γεγονός θυμάται ο Ερντογάν σήμερα στις δηλώσεις του για την Λιβύη. Ο Μπενίτο Μουσσολίνι συμμετείχε σε βίαιες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια σε αυτό τον πόλεμο. Στις διαδηλώσεις συμμετείχαν οι σοσιαλιστές, όπως και ο ίδιος την εποχή εκείνη και έγιναν στο Forli, με σκοπό να καθυστερήσουν την αναχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων για το μέτωπο. Κράτησαν τρεις ημέρες με ταυτόχρονες πράξεις δολιοφθοράς και γενική απεργία. Ο Μουσσολίνι και οι συνεργάτες συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε πεντάμηνη φυλάκιση. Εξέτισε την ποινή του στην Bologna και ελευθερώθηκε στις 12 Μαρτίου του 1912.

5 “Una folle ventata reazionaria a Forli l’improvviso arresto del nostro direttore e dei republicani Nenni e Loli,” in: La Lotta di Classe, 2, supplement n. 90 (18 October 1911) cited in Mussolini, Opera omnia, 4:281.

6 https://www.impantokratoros.gr/zeitgeist-b.el.aspx

7 Σε μια επιστολή του με ημερομηνία 5 Αυγούστου 1869 απαντά σε πρόσκληση που του έγινε για να παρευρεθεί στην Πράγα σε εορτασμό της επετείου πεντακοσίων χρόνων από την γέννηση του Jan Hus. Βλ. Libor Pruchta, Guiseppe Garibaldi, Prague 1971, pp. 195-196.

8 Συχνές αναφορές στον Carducci μπορεί να βρει κανείς στα έργα του Μουσσολίνι, Margherita Sarffati, The Life of Benito Mussolini, αγγλική μετάφραση Frederic Whyte, New York 1925, p.41.
Όταν ο Μουσσολίνι μιλούσε για την παπική εκκλησία, αναφέρονταν σε αυτήν με την φράση του Carducci «η παλιο-λύκαινα το Βατικανό». B. Mussolini, Opera Omnia, Florence 1951-1980, v. 2 p. 206, v.3 p.9.
Επίσης στα άρθρα του χρησιμοποιούσε στίχου του Carducci, B. Mussolini, Socialismo e Socialisti, La Lima 19, 16 Μαίου 1908, in Opera Omnia, v.1 p.139.

9 https://www.impantokratoros.gr/jordanus-brunus.el.aspx

10 Nicolas Terpstra, Religious Refugees in the Early Modern World: An Alternative History of the Reformation, Cambridge 2015, p.322.

11 Giovanni Huss; dramma storico in 4 atti di A. Zanardini. Riduzione per canto e pianoforte C. Rossi. Johannes Huss. Deutsch von Willy Alexander Kastner, ανατύπωση Leipzig O. Brandsetter [19--?].

12 Hugo Riemann, Opern-Handbuch, Hildesheim 1979, t.1 s.379.

13 František Loskot (1870-1931) ήταν αρχικά καθολικός ιερέας. Έλαβε διδακτορικό στη θεολογία και στη συνέχεια ανέλαβε δράση στην Ένωση Καθολικού Κλήρου (Jednota katolického duchovenstva), στην οποία εντάσσονταν προοδευτικοί ιερείς. Όταν η παπική Curia έλαβε μέτρα εναντίον του μοντερνισμού στην παπική εκκλησία, ο Loskot παραιτήθηκε από την ιεροσύνη το 1903 μ.Χ. Παντρεύτηκε ένα χρόνο μετά την Anežka και αφιέρωσε τον εαυτό του στην οργάνωση Ελεύθερη Σκέψη. Εξέδωσε τις σειρές Volná myšlenka και Volná škola (Ελεύθερη Σχολή) από το 1909 έως το 1914, οπότε και η οργάνωση απαγορεύθηκε στην Τσεχία. Παρακολούθησε τα συνέδρια της οργάνωσης το 1910 στις Βρυξέλλες και το 1912 στο Μόναχο. Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία στο Anežka Loskotová, Dr. František Loskot, Vsetín, 1933.

14 Archiv hlavního města Prahy, fond Svaz občanů bez vyznání a Volná myšlenka, karton č. 5, inv. č. 8, “Nedefinovaný rukopis o dějinách Volné myšlenky,” 32-34.

15 Anežka Loskotová, Mussoliniho kniha o Janu Husovi, muži pravdy (Turnov, 1937).

16 Renzo de Felice, “Introduzione,” in Benito Mussolini, Giovanni Huss il Veridico, Palermo, 1988, p.7.

17 Benito Mussolini, Giovanni Huss il Veridico, Rome, 1913, pp. 14, 81,

18 Mussolini, Giovanni Huss il Veridico, p.71.

19 Ivon de Begnac, Trent’anni di Mussolini, Rome, 1934, 146.

20 Paul P. Bernard and Gilbert B. Benthley, “Mussolini on Huss: Notes on the Birth of a Fascist,” in: Colorado College Studies 1 (1958). Αναφορικά με την εθνικιστική διάσταση της ουσιτικής επανάστασης βλ. Petr Čornej, “Idea národa v husitských Čechách” Husitský Tábor, Supplementum 1 (2001) 379-393.

21 A. S. PICCOLOMINI, Historia Bohemica, Bd. 1, pp. 91–100; Enae Silvii, Historia Bohemica. Historie česka, ed. Dana Martinkova – Alena Hadravova – Jiři Mantl, Praha 1998, pp. 38–42.

22 Matthew Spinka, Jan Hus a Biography, Princeton University Press 2017, pp.4-5. Παραπομπές εκεί σε Císař Karel IV, Vlastní životopis, Praha J. Otto, χ.χ, pp.38-39 & Bede Jarett, The Emperor Charles IV, New York 1935, pp. 46-47.

23 Για την σύγχρονη συζήτηση περί του πόσο γρήγορα λειτούργησε το πανεπιστήμιο μετά την ιδρυτική χάρτα του 1348 βλ. Peter Moraw, Die Präger Universitäten des Mittelalters im europäischen Zusammenhang, in Schriften der Studentendeutsche Akademie der Wissenschaften und Künste 20, 1999, ss. 97-129˙ František Šhmahel, Die Anfänge der Prager Universität: Kritische Reflexionen zu Jubiläum eines ‘nationalen Monuments’, in Historica NS 3-4, 1996-1997, ss.7-50.

24 Privilegia Civitatum Pragensium, ed. Jaromir Čelakovsky, Codex juris municipalis regni Bohemiae I, Prague 1886, p.73 n.48; p.81 n.49.

25 David C. Mengel, Emperor Charles IV (1346-1378) as the Architect of Local Religion in Prague, in Austrian History Yearbook 41 (April 2010), pp. 17-18. Παραπέμπει σε Ferdinand Seibt, Karl IV: Ein Kaiser in Europa, 1346 bis 1378, 1st ed. 1978; reprint Munich 1994, p. 177.

26 Henricus de Diessendorf, Chronikon,: “Et inde reversus Magunsiam in die palmarum[Apr.14] post officium misse peractum pervenit in Nüremberg iiii. Idus aprilis, que erat feria quarta sancte septimane [apr.17], et ibidem sanctum pascha [apr.21] peregit. Et inde Pragam secessit, que nunc metropolis regnii Bohemie existit, ubi nun sedes imperii existit, que olim Rome, tandem Constantinopolim, nun vero Prage degit”, in Henricus de Diesendorf und anders Geschichtsquellen Deutschlands im späteren Mittelalter, ed Alfons Hüber, in Fontes Rerum Germanicarum 4, Stuttgard 1868, s.116.

27 “In hac eiusque duos esse gladios, spiritualemvidelicet et temporalem, evangelicis dictis instruimur. Nam dicentibus Apostolis, ecce gladii duo hic,in ecclesia scilicet cum Apostoli loquerentur, non respondit dominus nimis esse, sed satis. Uterque ergo in potestate ecclesie spiritualis gladius et materialis, sed is quidem pro ecclesia, ille vero ab ecclesia exercendus, ille sacerdotis, is manu regum et militum, sed ad nutum et patientiam sacerdotis. Oportet autem esse sub gladio, et temporalem auctoritatem spirituali subici potestati. Nam cum dicat Apostolus, non est potestas nisi a deo, quae autem a deo sunt, ordinata sunt, non ordinata essent, nisi gladius esset sub gladio, et tanquuam inferior reduceretur per aliuum in supprema”, το κριτικό κείμενο Marquis de Beaucourt (ed), Revue des Questions historiques 46 (July 1889), p.255. Αγγλική μετάφραση, Ernest Henderson (trans. & ed.), Selected Historical Document of the Middle Ages, New York 1965, Pp.435-436.

28 David S. Schaff, John Huss, his Life, Teachings and Death after Five Hundred Years, New York 1915, p.7.

29 Joelle Rollo-Koster, Avignon and its Papacy, 1309-1417: Popes, Institutions and Society, p.28.

30 Κωμόπολη στο Λάτιο στους λόφους ΝΑ της Ρώμης.

31 Η οικογένεια Colonna ήταν μια πανίσχυρη αριστοκρατική οικογένεια της Ρώμης τον Μεσαίωνα και βρισκόταν σε συνεχή αντιπαράθεση με την οικογένεια των Ορσίνι για την ανάδειξη παπών των δικών τους συμφερόντων. Ο ένας καρδινάλιος από τους δύο που αναφέρονται εδώ είναι ο Giacomo Colonna, ο καρδινάλιος που σφετερίστηκε την κληρονομιά των τριών άλλων αδελφών του. Οι τρεις αδελφοί, Ottone, Matteo και Landolfo, απευθύνθηκαν στον Βονιφάτιο Η’ για βοήθεια. Ο πάπας αφόρισε τον Giacomo και τους ακόλουθούς του. Αυτοί έφυγαν από την Ιταλία και κατέφυγαν στην αυλή του Φιλίππου Δ’. Ο βασιλιάς έστειλε πίσω στην Ιταλία τον δεύτερο καρδινάλιο που αναφέρει η πηγή, τον Sciara Colonna μαζί με τον αυλικό σύμβουλο Guillaume de Nogaret και ισχυρή στρατιωτική δύναμη για να συλλάβει τον Βονιφάτιο.

32 Αντίγραφο της επιστολής του William του Hundleby βλ. Henry G. J. Beck, William Hundleby’s Account of the Anagni Outrage, in Catholic Historical Review 32.2 (1946), pp.190-220.

33 Clinton Locke, The Age of the Great Western Schism, στη σειρά John Fulton (ed), The Epochs of Church History, vol.8 New York 1896, p. 7.

34 Herbert B. Workman, The Church of the West in the Middle Ages, London 1900, vol.2 p.290.

35 Clinton Locke, The Age of the Great Western Schism, στη σειρά John Fulton (ed), The Epochs of Church History, vol.8 New York 1896, p. 15.

36 Barbara Frale, The Chinon Chart: Papal absolution to the last Templar, MasterJacques de Molay, in Journal of Medieval History, vol.30 issue 2 (June 2004), pp.109-134. Αργότερα έγραψε και ένα βιβλίο αποτυπώνοντας τα συμπεράσματά της από την εξέταση του χειρογράφου, Barbara Frale, Il Papato e il processo ai Templari: L’inedita assoluzione de Chinon alla luce della diplomatica pontificia, Viella 2002.

37 Η Ιωάννα ισχυριζόταν ότι ποτέ δεν έλαβε τα χρήματα και ότι την ξεγέλασαν, καθώς ήταν μικρή όταν έγινε η συμφωνία. Ωστόσο, θεωρούνταν αναξιόπιστη καθώς ήταν και ανήθικη.

38 Ως το πλέον κλασσικό πόνημα για την ιστορία των συγχωρητήριων θεωρείται το Nicolaus Paulus, Geschichte des Ablasses im Mittelalter, 3 Bands, 1st ed. Paderborn 1922-1923, 2nd ed. Dormstadt 2000.

39 Epistolae pontificum romanorum ineditae, ed. S. Loewenfeld, Leipsig 1885, p.43. “Eos, qui in Ispaniam profisci destinarunt, paterna Karitate hortamur, ut, que divinitus admoniti cogitaverunt ad effectum perducere, summa cum sollicitudine procurent; qui iuxta qualitatem peccaminum suorum unusquique suo episcopo vel spirituali patri confiteatur, eisque, ne diabolus accusare de impenitentia possit, modus penitentiae imponatur. Nos vero auctoritate sanctorum apostolorum Petri et Pauli et penitentiam eis levamus et remissionem peccatorum facimus, oratione prosequentes”

40 PL 151,483: “Poenitentiam totam peccatorum, de quibus veram et perfectam confessionem fecerit, per omnipotentis dei misericordiam et ecclesiae catholicae preces, tam nostra, quam omnium pene archiepiscorum et episcoporum qui in Gallis sunt, auctoritate dimittimus, quoniam res et personas suas pro dei et proximi charitate exposuerunt”.

41 Petrus Capuanus Maior, Summa theologica: Item generaliter est consuetudo ecclesiae, contra quam non licet disputare”, Munich Staatsbibliothek, Clm 9546, fol, 178va.

42 Petrus Cantor, Summa de sacramentis et animae consiliis: “Dicimus ergo hanc remissionem et corpori et anime conferre cum hec tria concurrerint, scilicet auctoritas ecclesie, communio suffregiorum, eius labor et devotio penitentis”, ed. J.-A. Dugauquier, Analecta mediaevalia Namurcensia 4.7.11, Louvain 1957, v.2,195.)

43 Petrus Cantor, Abbreviatum morale: “Relaxatio fit… quomodo caritas, conricio, devocio augmentatur, et nisi aliquis istorum modorum intervenerit, non fit relaxatio”, Munich Staatsbibliothek, Clm 22283, fol. 91rb.

44 Branberg Staatliche Bibliothek, 136, fol.77va: “Cum viderit insufficientem esse poenitentie iniuncte et sub eius onere suam infirmitatem succumbere, tun honeste recurrere potest ad ecclesiastica suffragia et velut ad materna ubera respirare”. Αναφέρεται στο Ludwig Hödl, Die Geschichte der scholastischen Literatur und der Theologie der Schlüsselgewalt, Beiträge zur Geschichte der Philosophie und Theologie des Mittelalters 38, Munster 1960, p.268 n.2.

45 Petrus Pictaviensis, Sententiarum Libri Quinque, III.16: “Si enim dives aliquis det tantum nummum vel obolum, sicut vetula pauperrima, credit tantum dimissum esse? Absit! … deus enim non quaerit ab homine quod non potest; non considerat quantum detur, sed … ex qua voluntate”, PL 211,1076

46 Robert Schaffern, The Medieval Theology of Indulgenses, στο συλλογικό Robert Swanson (ed), Promissory Notes on the Treasury of Merits: Indulgenses in Late Medieval Europe, Brill 2006, p.15.

47 Bonaventure, Commentaria in IV libros sententiarum, IV.20.1.1: “…poena satisfactoria habet in se duplicem rationem sive virtutem. Poena enim talis propter duo est maxime: et propter medicamentum contra sequelas peccati et in pretium ad solvendum reatum peccati”, Opera Omnia v.4 (Quaracchi edition, Florence 1882) p.530.

48 Thomas Aquinas, Commentum in IV libros sententiarum IV.20.1.2.3: “poena satisfactoria est ad duo; scilicet ad solutionem debiti, et ad medicinam pro peccato vitando”, Opera Omnia v.7 (Parma 1855) p.842.

49 Petrus Cantor, Abbreviatum morale, Munich Staatsbibliothek, Clm 22283, fol. 9Lrb: “Relaxatio fit necessitate loci vel persone vel ad succerendam terram sanctam, ut Iherosolimitanam”.

50 Innocent IV, Commentaria super Libros quinque decretalium X.5.38.4: “Sunt et aliae indulgentiae quae requirunt honorem et devotionem, ut sunt indulgantiae quae fiunt euntibus ad praedicationem, et missas, et alia huiusmundi” , Frankfurt 1570, p.543.

51 Thomas Aquinas, Summa theologiae, Supplementum tertia partis XXV.1.

52 Bonaventure, Commentaria IV.20.2.4: “Et sancti honorantur in constructione basilicarum, visitatione basilicarum, commemoratione virtutum suarum, et idem fit in praedicationibus et sermonibus: ideo pro his omnibus indulgentiae recte fiunt”, Opera Omnia v.4 (Quaracchi edition, Florence 1882) p.537.

53 Summa sacrmentorum, Munich Staatsbibliothek, Clm 22233, fol. 44Rb: “Item si indulgencia pro pontibus edificandis, pro viis sternendis, vel alias meliorandis, sciendum quod licet unicuique dispensatorum conducere operarios ad agenda opera domini sui, sic licet prelatis ecclesiarum in huiusmundi opere laborntibus dare indulgencias, quas viderint expedire considerato fructu ilius ecclesie, quia huiusmodi opera serviunt peregrinacionibus et alias propter pias causas inter agentibus”.

54 Summa sacrmentorum, Munich Staatsbibliothek, Clm 22233, fol. 44Va: “Agentes in malis passagiis et viis periculosis et laboriosis inpeduntur. Cespitant et leduntur et quadrige versantur, et vina effunduntur et equi occiduntur et homines rascuntur. Murmurant et male dicunt omnes ilos qui viam reparasse debuerant, et deum et sancti turpissime iurando blasphemantes mortliter peccant”.

55 Nicolaus Paulus, Indulgences as a social Factor in the Middle Ages, (trans) J. Elliot Ross, University Press of the Pacific Honolulu, Hawaii 2001, p.46.

56 Guido, vescovo di Pavia,d’ autorità apostolica concede una indulgenza a chi aiuti l’ospedale dei pellegrini di Portalbera: “Et quoniam in maximo et primo mandato precipitur ut deus et proximus diligatur. Deus super omnia propter se. et proximus inter omnia propter deum: cum sic uterque iste amor sese alternatim [em]ulando respiciat, ut neuter divisus ab altero esse fructuosus ullatenus possit. Ex hac vicaria iunctura necessario [seq]uitur quod sicut amor dei inspirat nobis primo loco amorem proximi. Ita subsequenter amor proximi propter deum effectu experti operis [pera]get ut manifeste comprobet in quempiam esse amorem dei. Talia quidem munera dilectionis dei et proximi, celitus concessa hominibus [par]lia sese vicissim ponunt. Et remota se pariter removent. Secundum iohannis apostoli sententiam dicentis. Qui diligit deum diligit et [fra]trem suum. Et qui non diligit proximum quem videt. Deum quomodo potest diligere quem no videt? Toto igitur nisu corporis. Integro quoque evolatu mentis ad hanc reginam virutum amplectendam debemus fratres vies erigere. Ut inter egenos et pauperes peregrinos et debiles. Mereamur xristum suscipere. Quatenus in iudicio letabundi ab eo valeamus audire”. V. Legè-F. Gabotto (eds), Documenti degli Archivi Tortonesi, relativi alla storia di Voghera, in Corpus Chart. Italiae XXVII (Pinerolo 1908), pp.17-18. Εδώ ο Nicolaus Paulus έχει κάνει απόδοση και όχι μετάφραση του αποσπάσματος. Ακολουθούμε την στίξη της έκδοσης.

57 Les registres de Boniface VIII n.1780: “Qui pauperem recipit et reficit hospitatur et pascit Dominum Jhesum Christum, ed. Georges Digard-Maurice Faucon-Antoine Thomas, Paris 1884, col.673.

58 Nicolaus Paulus, Indulgences as a social Factor in the Middle Ages, (trans) J. Elliot Ross, University Press of the Pacific Honolulu, Hawaii 2001, p.48.

59 Regestum Clementis Papae V, ex vaticanis archetypis sanctissimi domini nostri Leonis XIII, annus quartus (ex Typographia Vaticana 1885), n.4199

60 Nicolaus Paulus, Der Hauptschädling des Ablasses un Mittelalter, in Historiches Jahrbuch XXXV (1914), ss.509-542.

61 P. Brune, Histoire de l’ordre hospitalier du S. Esprit, Paris 1892, p.130.

62 J. Rink, Die christliche Liebestätigkeit im Ordensland Preusen bis 1525, Freiburg 1911, p.41.

63 E. Coyecque, L’Hôtel-Dieu de Paris au Moyen âge, Paris 1891, vol.I p.136.

64 Mansi, Concilia XXV, col.473: “Et quicumque laboraverit vel dederit eleemosynam secundum sui possibilitatem, pro hoc et indulgentia quadraginta dierum conceditur per hoc concilium illa die, si vere fuerint poenitens et confessus”.

65 Mansi, Concilia XXIV, col.617: “…hoc laudabili concilio ordinamus, ut per provinciae nostrae prelatos, et clericos universos, prout eis suppetunt facultates, necessaria pauperibus ministretur. Is autem suffraganeorum nostrorum, qui per totam septimanam quatuor, semel in die, refecerit pauperes; abbatum, qui duos; archidiaconorum, praepositorum, archipresbyterorum, et aliorum praelatorum, qui unum; ac aliorum clericorum, qui semel in die, in septimana refecerit pauperes: de poenitentiis injuctis eidem, unius anni indulgentiam habeat. Hanc etiam indulgentiam illi concedimus, qui novum pauperi dederit indumentum: si autem antiquum, quandraginta dierum indulgentiam de injucta ei poenitentia relaxamus”.

66 Chartularium Unversitatis Parisiensis n.177 (1247): “nos tam pii tamque Deo accepti operi participes esse et alios fieri cupientes, omnibus qui eidem operi grata subsidia vel contulerint vel transmiserint, quadraginta dies de injuctis sibi penitentiis de immensa Dei misericordia et gloriose genitricis Dei omniumque sanctorum meritis et precibus necnon et de bonis,…”, (ed) Henricus Denifle, Paris 1889, vol. I p.208.

67 Chartularium Unversitatis Parisiensis n.378: “Sperantes igitur quod eisdem pauperibus subvenire inter alia pietatis opera divine clemetie sit acceptum, universitatem vestram rogamus et hortamur in Domino, vobis in remissionem peccaminum injugentes quantibus de bonis vobis collatis a Domino studeatis eis manum porrigere caritatis, ita quod ipsi sustenari commode valeant et vos per hec et alia bona que Christo inspirante feceritis, possitis ad felicitatis gaudia eterne pervenire. Nos enim de omnipotentis Dei misericordia et beatorum Petri et Pauli apostolorum ejus auctoritate confisi, omnibus vere penitentibus et confessis, qui eis ad hoc manum porrexerint caritatis, centum dies de injuctis sibi penitentiis misericorditer relaxamus”, (ed) Henricus Denifle, Paris 1889 vol.I p. 424.

68 Chartularium Unversitatis Parisiensis n.72 : “…qui statuit quod omnes Tholose studentes, et magistri et discipuli, omnium peccaminum suorum plenariam indulgentiam consequantur”, (ed) Henricus Denifle, Paris 1889 vol.I p. 130.

69 Βλ. Σχετ. Martin Brecht, Martin Luther. Sein Weg zur Reformation 1483-1521, Berlin 1986, κεφ. 6

70 Guilielmi Alverni, De Sacramento ordinis XIII: “Si rex, vel princeps bellum habeat, dat potestatem ducibus suis perquirendi et conducendi bellatores disnisque stipendiis remunerandi. Quia ergo rex regnum et dominus dominantium Christus bellum habuit a tempore, quo caepit ecclesia bellum, inquam, non solum spirituale, sed etiam literale, seu corporale, sive materiale contra haereticos, et alios Christianae religionis inimicos, videlicet paganos, et a tempore Machometi, sarracenos, necessario dedit potestatem ducibus suis, id est, praelatis, perquirendi bellatores materiales, et conducendi eos, et congruis stipendiis remunerandi. Quid autem est praedicare indulgentias...?”, Opera Omnia, Paris 1674, t.I col.551.

71 ο.π. “stipendia hujusmundi bellatorum pro maxima ac nobilissima sui parte remuneratio aeterna erit”

72 František Loskot, Konrad Waldhauser: Řeholní kanovník sv. Augustina, Předchůdce Mistra Jana Husa [Conrad Waldhauser: Αυγουστίνος Αρχιμανδρίτης, πρόδρομος του Δασκάλου Ιωάννη Ούσιου], Πράγα 1909˙ Επίσης Franz Machilek, Konrad Von Waldhausen, στο Die deutsche Literatur des Mittelalters : Verfasserlexicon, Band 5 (Berlin 1985), ss.259-268.

73 Josef Emler (ed), Beneš Krabice z Weitmile, Cronica ecclesie Pragensis, in Josef Emler (ed), Fontes rerum boemicarum IV (Prague 1884), s.540: “Eodem anno (σ.σ. 1369) in festo Concepcionis beate Virginis Marie mortuus est egregius predicator frater Conradus, canonicus regularis, rector ecclesie sancte Marie ante Letam curiam in civitate Pragensi, et ibidem in cimiterio sepultus. Hic cum esset naciione Austria, vir magne litterature et maioris eloquencie, veniens Boemiam vidensque homines nimie voluptati deditos et in multis, ut supra meminimus, excedere metas suas, predicacione sancta sua correxit mores hominum patrie nostre, ita ut multi obmissis vanitatibus seculi, sedula mente Deo servirent. Inter multa alia bona, que hic vir fecit, unum magnum et memoria dignum fecit, ut mulieres civitatis Pragensis, que ante hec tempora magna et multum superba pepla nec non vestes superbissimis modis exquisitas deferebant, illa et illas deponerent et satis humili habitu omnibus diebus huius predicatoris et doctoris eximii uterentur. Hic eciam predicabat intrepide contra usurarios et alios male fidei possessores et specialiter contra religiosas personas utriusque sexus, que per symoniacam pravitatem fuerant ad ordines recepte. Unde cum multe huiusmodi persone hac sancta predicacione compuncte dispensacionem a sede apostolica peterent et ulterius suos pueros alii ad ordines cum pacto tradere detractarent, insurrexerunt omnes fratres ordinum mendicancium contra hunc et plurima convicia eidem intulerunt. At ille, cum esset vir perfecte caritatis, omnia equo animo sustinuit pro Domino et in bona confessione migravit ad Cristum. Requiescat in pace. Amen.” Η επισήμανση δική μου.

74 David Mengel, Emperor Charles IV (1346-1378) as the Architect of Local Religion in Prague, in Austrian History Yearbook 41 (April 2010), p.25.

75 Apologia Konradi in Waldhausen, in Geschichtschreiber der husitischen Bewegung in Böhmen, ed. Konstantin Höfler, Band 2, Scriptores Rerum Austriacarum 1.6.2 (1865, reprint Graz 1965) 26: “Ad hoc respondeo… Nullus enim fratrum praedicatorum ante adventum meum in Praga munierat (monuerat) simplices homines ibidem quod caverent sibi emere ex pacto locum sepulturae ab eis quem contra deum et justitiam in suis monasteriis simoniace vendebant et hoc sine cujuscunque pallio excusationis faciebant in periculum animarum suarum et aliorum, et ne cognita hujus avaritia bonos morsellos perderent ex hujus modi veritatis manifestatione, …”.

76 František Palacký, Die Vorläufer des Husitenthums in Böhmen, Prague 1869.

77 Petr Žitavský, Chronicon Aulae Regiae, in Fontes rerum bohemicarum IV (Prague 1885), 321: “Surgunt denique singulis diebus dominicis fratres contra clericos, clerici contra fratres excomunicacionis sentenciias proferentes. Fratres quidam quandam appellacionem allegant, quam in prncipio apposuerant, cui clerici deferre recusant. Tres ordines predicti se in hoc facto iuvant et clero pariter sic resistunt et dicunt: Papalis illa constitucio nostros ordines in Boemia non tangit, eo quod non sit idem fructus nec usus funeralium in regno Boemio, qui habetur in partibus Lombardie”.

78 Jaroslav Kandlec, Das Augustinerkloster Sankt Thomas in Prag, nach dem Codex Thomaeus, vom Gründungsjahr 1285 bis zu den Hussitenkriegen: mit Edition seines Urkundenbuches, Cassiacum 36 (Würzburg 1985), ss. 38-39, 223-225 n.71, 168-169 n.35.

79 Apologia Konradi in Waldhausen,…19-20

80 Apologia Konradi in Waldhausen,…32-33, 36.

81 Libri confirmationum ad beneficia ecclesiastica Pragensem per archidiocesim, ed. J. Emler, band 1.2 (Prague 1874), s.59.

82 Josef Hemerle, Karl IV und die Orden, in Ferdinand Seibt (ed), Kaiser Karl IV und Mäzen, München 1978, s.301-305.

83 Vladimir J. Kloudelka, Zur Geschichte der bömischen Dominikanerprovinz im Mittelalter I: Provinzialprioren, Inquisitoren, Apost. Pönitentiare, in Archivum Fratrum Praedicatorum 25 (1955), 96-98.

84 «Papalis illa constitucio nostros ordines in Boemia non tangit, eo quod non sit idem fructus nec usus funeralium in regno Boemio, qui habetur in partibus Lombardie”. Petr Žitavský, Chronicon Aulae Regiae…s. 321.

85 Paul Crossley, The Politics of Presentation: The Architecture of Charles IV of Bohemia, in Courts and Regions in Medieval Europe, ed. Sarah Rees Jones, Richard Marks, A.J. Minnis, York 2000, pp. 101-106 & 113.

86 Gustav Pirchan, Karlstein, in Forschungen zur Geschichte und Landeskunde der Sudetenländer, I, Prager Festgabe für Theodor Mayer, ed. R. Schreiber, Freilassig 1953, ss. 64 & 67.

87 Ferdinand Seibt (ed), Kaiser Karl IV und Mäzen, München 1978, s.388.

88 David Mengel, Emperor Charles IV…, p.20.

89 Thomáš Jan Pešina z Čechorodu, Phosphorus septicornis, stella alias mautina, Prague 1673, 436-437: “Susceptas igitur modo supradicio Venerandas Reliquias, animo deliberat, et sicucbae Divini numinia inspiratione recepimus, ad consolationem totius Regni et Coronae Boëmia, in Salutem subjecti nobis populi, Sanctae Matri nostra Pragensi Ecclesiae, velut aliarum Capiti et Magistrae, dignum duximus liberaliter erogandas”.

90 Jaroslav Polc & Zdeňka Hledíková (eds), Pražké synody a koncily předhusitské doby [Σύνοδοι και Συνεδρια της Πράγας στην προ-ουσιτική εποχή], Praha 2002, 176.
- Beneš Krabice z Weitmile, Cronica ecclesie Pragensis Anno 1350: “Eodem anno in die palmarum reliquie et sanctuuaria imperii, videlicet magna pars de lgno sancte crucis; item lancea Domini; item unus clavus; item corona sancti Caroli; item gladius eidem cotra paganos per angelum missu; item brachium sancte Anne, et alia, que imperatores soliti sunt habere… et ducta ad ecclesiam Pragensem. Unde dictus Karolus, accensus speciali devocione, obtinuit sede apostolica, ut specialis dies pro veneracione illarum in Boemie et Alemanie partibus deputaretur,… Et dominus papa ad instanciam domini regis predicti omnibus Pragam ad dictam solempnitatem et earundem reliquiarum ostensionem venientibus largitus est magnas indulgencias, que in bullis ipsius evidencius continentur”, in in Josef Emler (ed), Fontes rerum boemicarum IV (Prague 1884), s.519.
- Beneš Krabice z Weitmile, Cronica ecclesie Pragensis Anno 1350: “Eodem anno dominus Karolus, Romanorum et Boemie rex, mire devocionis affectibus succensus, in diversis eclesiis kathedralibus, regularibus, monasteriis et aliis piis locis in partibus Gallie et Alemanie obtinuit multorum sanctorum diversas reliquias, et septem corpora sanctorum, et capita atque brachia sanctorum multa valde, et illas ornavit auro, argento et gemmis preciosis, ultra quam exprimi potest, et donavit ecclesie Pragensi. … Post hoc dominus Karolus obtinuit speciales et magnas indulgencias a sede apostolica eadem die ecclesiam Pragensem visitantibus, et festus huiusmodi bullis papalibus confirmavit” ο.π. s.522.

91 Gregorius Turonensis Gloria martyrum LXXIV, in MGH SS RM I, s.537, σε αγγλική μετάφραση Raymond Van Dam (trans), Glory of the Martyrs, Liverpool University Press 1988, pp.96-97.

92 Acta Sanctorum Nov. II pars posterior. Gábor Klaniczay, Holy Rulers and Blessed Princesses: Dynastic Cults in Medieval Central Europe, αγγλική μετάφραση Éva Pálmai, Cambridge University Press 2002, p.68 (τίτλος πρωτοτύπου Az uralkodók szentsége a középkorban: Magyar dinasztikus szentkultuszok és európai modellek Budapest 2000).

93 Passio Sigismundi Regis, in MGH SS RM II. Ss.329-340.

94 Robert Folz, Zur Frage der heiligen Könige. Heiligkeit und Nachleben in der Geschichte des burundische Königtums, in Deutsche Archiv 19 (1958), ss.317-344
Robert Folz, Les Saints rois du Moyen Age en Occident (Vie-XIIIe siècles), Société des Bollandistes, Brussels 1984, pp. 23-25.
Frederick S. Paxton, Power and the power to heal. The cult of St Sigismund of Burgundy, Early Medieval Europe 2 (1993), pp.95-110.

95 Το μόνο επιζόν χειρόγραφο της συλλογής των θαυμάτων είναι ο παρισινός κώδικας Bibliothèque Nationale, Nouvelles acquisitions Latins, Cod. 1510, ο οποίος έχει εκδοθεί από τους Βολλανδιστές το 1893, Miracula sancti Sigismundi martyris, per ipsum in sanctam Pragensem ecclesiam manifeste demonstrata, in Catalogus codicum hagiographicorum latinorum antiquorum saeculo XVI qui asservantur in Bibliotheca Natiionali Parisiensi, vol.3, Brussels 1893, 462-69.

96 Jaroslav Polc & Zdeňka Hledíková (eds), Pražké synody a koncily předhusitské doby,… pp.192-194.

97 «Propter preclara et grandia miracula annotatus est cum aliis patronis ecclesie Pragensis et Regni Boemie… Huius festi fit specalis in dyocesi Pragensi tam in officio quam in celebracione memoria die sequenti post Philippi et Jacobi quia cum per miraculorum magnitudinem sit factus patronus Boemie decens fuit ut specialem pro sua festivitate habeat diem” Archiv Pražského hradu, Knihovna metropolitní kapituly, Cod. C 5, f64v.

98 Paris, BN Nouv. acq. Lat. Cod. 1510, f. 6r, Miracula Sancti Sigismondi martyris, p.469.

99 Beneš Krabice z Weitmile, Cronica ecclesie Pragensis, pp.543-544.

100 Ο.π. pp.536-7

101 «Nuper siquidem in die festi sancti Wenczeslai, xxviii dicti mensis, dum matutina in ipsa Pragensi ecclesia agerentur officia, lux magna de caelo resplenduit et descendit, quae quasi totam terram Boemiae et nonnullas alias provincias ei vicinas, sicuti sufficienti testimonio sumus edocti, et signater Pragensem ecclesiam, illuminavit more mirabili atque magno, ut hii qui ibi tunc aderant cognoscerent eam lucem dascendisse per metira hujus sancti, et ut cognoscerentur mystica futurorum praenuntia ac praesaga nec non revelatrix meritorum sancti Sigismondi praefati”, Paris, BN Nouv. acq. Lat. Cod. 1510, f. 1v, Miracula Sancti Sigismondi martyris, p.463.

102 David C. Mengel, A Holy and Faithfull Fellowship: Royal Saints in Fourteenth-century Prague, in Evropa a Čechy na konci středověku. Sborník příspěvků věnovaných Františku Šmahelovi [Ευρώπη και Βοημία στο τέλος του Μεσαίωνα: Συλλογή εργασιών που παρουσιάστηκαν στον František Šmahel], Praha 2004, p. 155.

103 «O venerandum, pretiosum et ineffabile donum, omne infirmitatis auxilium, sancti Sigismondi corpus. Quis dubitet sanctissimum patronum nostrum Wenczeslaum apud Deum sanctum Sigismondum sibi obtinuisse in socium, qui adhuc positus in humanis sanctum sibi impetravit et vicum. O sancta et fidelis societas, quae nullo potuit violari certamine, quaeque adunata corporibus pro delictis populorum staret et mente. O felix et sancta Pragensis ecclesia, quae tantum tot sanctorum pretiosis meruisti possidere thesauris. Gaude et tu, felix Boemia, quae habes afflicta multiplicatos pro te intercessores ad DOminum” Paris, BN Nouv. acq. Lat. Cod. 1510, f. 2r, Miracula Sancti Sigismondi martyris, p.463.

104 Chronicon Francisci Pragensi, Jana Zachová (ed), Fontes Rerum Bohemicarum, Series Nova tom.I, Praha 1997, s.168, 199, 213.
Beneš Krabice z Weitmile, Cronica ecclesie Pragensis,… s. 534, 537.

105 Jana Nechutová, Latínská literatura Českého středověku do roku 1400 [Λατινική Γραμματεία του τσέχικου Μεσαίωνα έως το 1400] , Praha 2000, pp. 124-125.

106 Chronicon Francisci Pragensi: “Nam cum quidam viri in arte mechanica eruditi inter se conferrent, quod festum translationis sancti Wenceslai esset celebrandum, quidam vero ipsis ait, quod illius rustici festum nollent celebrare, adiungens varia enormia, que quasi blasphemiam sapiebant. Qui mox mutus est effectus, in aliisque sensibus exstitit ebelatus. Consortes vero sui in crastino ipsum ad sepulchrum sancti prefati adduxerunt, ipsum admodum crucis prostraverunt precesque pro eo fundentes et oblaciones offerentes. Cumque caput sancti Wenceslai allatum super caput ipsius positum fuisset, mox vocem magnam emisit, acsi gravi vulnere foret sauciatus, et illico pristine sanitati et loquele fuit restitutus, gracias agens Deo et suo martiri glorioso, reatumque suum coram omnibus confessus, veram penitenciam agens pro delicto prefato. Deinceps Theutonici patronum nostrum in maiori reverencia hhabuerunt, nam prefatus vir de eorum propagine fuit oriundus”, Fontes Rerum Bohemicarum, Series Nova tom.I, Praha 1997, s.168.

107 Kateřina Horníčkova, Martyrs of “Our” Faith: Identity and the Cult of Saints in Post-Hussite Bohemia, in Nils Holger Petersen, Anu Mänd, Sebastián Salvadó, Tracey R. Sands (eds), Symbolic Identity and the Cultural Memory of Saints, Cambridge Scholars Publishing 2018, pp. 59-90.

 


© 2020 impantokratoros.gr
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου, κατόπιν αδείας του διαχειριστή του ιστοχώρου, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές, που πιθανόν να το αλλοιώνουν, για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή:
http://www.impantokratoros.gr/0B2EA715.el.aspx

 





Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 28/3/2024 3:53:45 μμ