Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Μέρος Ε'
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

       Η περίοδος της Αντιβασιλείας (1832-1835) σήμανε την προσωρινή διακοπή της παραδοσιακής γραμμής στην εξέλιξη του δικαίου, και την εφαρμογή του, καθώς και στροφή προς την γερμανική σχολή. Η εξέλιξη αυτή οφειλόταν στον Georg Ludwig von Maurer, μέλος της Αντιβασιλείας, και τέως καθηγητή του πανεπιστημίου του Μονάχου. Ιδού πως αντιλαμβάνονταν ο Maurer την δημιουργία του αστικού δικαίου στην Ελλάδα σε σχέση με τις πηγές του:

       «Dieses verbreitete ungeschriebene Recht hat theilweise seine Quelle in dem Römischen und kanonischen Rechte, wie dies schon der erste flüchtige Blick in die von mir mitgetheilten Gewohnheitsrechte beweist, theilweise auch in dem Türkischen Recht, grofsentheils aber in alten den Germanischen sehr ähnlichen Sitten und Gebräuchen. Das Griechische Gewohnheitsrecht steht deshalb zu dem Römischen und kanonischen Rechte, - streng genommen auch zu dem Türkischen Recht, - ganz in demselben Verhältnisse, wie das Germanische in Deutschland zu den fremden, daselbst recipirten Rechtsquellen. Denn das kanonische Recht, und insbesondere auch der Harmenopoulos (§ 33), sind auch in Griechenland nur durch Gewohnheit recipirte Rechte. In so ferne daher das Griechische Gewohnheitsrecht im Römischen oder kanonischen Rechte seinen Grund hat, ist dasselbe aus diesen seinen Quellen zu erläutern und zu ergänzen. In so ferne e saber, wie dieses gewöhnlicher der Fall ist, aus alten Griechischen oder Germanischen Sitten und Gebräuchen geschöpft hat, ist dasselbe blos aus diesen zu erklären und zu ergänzen39

       «Το άγραφο αυτό εθιμικό δίκαιο, το οποίο είναι πολύ διαδεδομένο, δημιουργήθηκε με τον καιρό, εν μέρει υπό την επίδραση του ρωμαϊκού και του εκκλησιαστικού (σ.σ. κανονικού στο πρωτότυπο) δικαίου, (όπως αμέσως το αντιλαμβάνεται ο ερευνητής αν εξετάσει τα εθιμικά δίκαια των διαφόρων περιοχών), εν μέρει από το τουρκικό δίκαιο, αλλά κυρίως κατά το μεγαλύτερο μέρος του, από τα όμοια σχεδόν παλιά γερμανικά έθιμα. Το ελληνικό δηλαδή εθιμικό δίκαιο έχει απέναντι στο ρωμαϊκό και το εκκλησιαστικό (κανονικό), αλλά και στο τουρκικό, την ίδια ακριβώς σχέση που έχει το τοπικό γερμανικό δίκαιο προς τα ξένα δίκαια τα οποία αφομοιώθηκαν σιγά-σιγά με την συνήθεια. Γιατί το Εκκλησιαστικό (κανονικό) Δίκαιο, καθώς και ο Αρμενόπουλος είναι δίκαια που καθιερώθηκαν στην Ελλάδα μόνο από την μακρόχρονη συνήθεια. Επομένως, όσα στοιχεία του ελληνικού εθιμικού δικαίου προέρχονται απ' το ρωμαϊκό ή το εκκλησιαστικό (κανονικό), πρέπει να ερμηνεύονται και να συμπληρώνονται από εκείνες τις πηγές. Όσα όμως στοιχεία - και αυτά είναι και τα περισσότερα - έχει παραλάβει από τα αρχαία ελληνικά ή γερμανικά έθιμα, πρέπει να ερμηνεύονται και να συμπληρώνονται μόνον από αυτά.» (μετ. Όλγας Ρομπάκη).

Ας δούμε τι μας λέει στο παραπάνω κείμενο ο Maurer.

  • α) ότι το ελληνικό εθιμικό δίκαιο έχει ως πηγή του (εκτός από το ρωμαϊκό, κανονικό, τουρκικό δίκαιο) το αρχαίο γερμανικό εθιμικό, και μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος του,
  • β) ότι το ελληνικό εθιμικό δίκαιο είναι σε σχέση προς το ρωμαϊκό, κανονικό, τουρκικό, ότι και το γερμανικό τοπικό εθιμικό προς τα ξένα, δηλ. ξένο, τα αφομοίωσε δε με την μακρόχρονη συνήθεια.
  • γ) ότι τα στοιχεία του ελληνικού εθιμικού που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά ή γερμανικά έθιμα (που κατά τον ίδιο είναι και τα περισσότερα) πρέπει να ερμηνεύονται και να συμπληρώνονται (και αυτό είναι που τον ενδιέφερε κυρίως) από αυτά.

       Στο τρίτομο έργο του, όμως δεν μπόρεσε να αποδείξει την πρώτη θέση, ότι δηλ. το ελληνικό εθιμικό έχει ως πηγή του το αρχαίο γερμανικό. Έτσι η θέση αυτή έμεινε αποκλειστικά δικό του συμπέρασμα. 
       Για την δεύτερη θέση, υποχρεούμαστε να πούμε ότι ο ίδιος του παραδέχθηκε παραπάνω (τόμ. 2 σελ. 344) ότι η Δωδεκάδελτος, το πρώτο έργο του ρωμαϊκού δικαίου είχε ως πηγή της το αρχαίο ελληνικό δίκαιο, το δε κανονικό, ως δίκαιο που προέκυψε από τις Οικουμενικές και λοιπές τοπικές Συνόδους, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ξένο, εκτός και αν παραδεχθούμε ότι οι υπήκοοι του Βυζαντινού Κράτους/Ρωμανίας ήταν υπήκοοι, μη ελληνικού Κράτους, που είναι ιστορικά αναληθές. Ίσως σε αυτήν την πρότασή του να υπολανθάνει αυτή η σκέψη. Για το τουρκικό, βέβαια, δεν μπορούμε στα πλαίσια αυτής της εργασίας, να αποφανθoύμε, σε τι βαθμό επηρέασε το ελληνικό. Ας δούμε τώρα πως το γερμανικό δίκαιο απορρόφησε ποιο ξένο δίκαιο, για να καταλάβουμε αν υπάρχει κάποια ομοιότητα. Στα μέσα του 11ου40. Υπ' αυτήν την έννοια ελληνικό και γερμανικό δίκαιο έχουν κοινές καταβολές, αλλά η νομική σκέψη σε Ρωμανία και Γερμανία, αποστασιοποιήθηκαν μετά τον Ιουστινιανό και ακολούθησαν διαφορετικές ατραπούς, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, κάλυψαν διαφορετικές ανάγκες, επηρεάσθηκαν από διαφορετικούς παράγοντες.
αιώνα ανακαλύφθηκε στην Πίζα της Ιταλίας κώδικας που περιείχε τον Πανδέκτη του Ιουστινιανού, γραμμένος τον Στ' αι. μ.Χ. Από την Πίζα μεταφέρθηκε στην Φλωρεντία, από πού έλαβε και την ονομασία Littera Florentina, και στην συνέχεια στην νομική σχολή της Μπολόνια, όπου αποτέλεσε αντικείμενο επισταμένης μελέτης. Υπήρξε η βάση πάνω στην οποία η συγκεκριμένη σχολή κατόρθωσε να συνθέσει έργο, αποτελούμενο από μεσαιωνικά έθιμα και ρωμαϊκό δίκαιο. Οι απόφοιτοι αυτής της σχολής (Glossators) διεσπάρησαν σε όλη την Ευρώπη. Οι εργασίες τους επηρέασαν την σύγχρονη νομική σκέψη. Στην ουσία ο Πανδέκτης, καθώς και όλο το Ιουστινιάνιο έργο αποτέλεσε την πηγή κάθε ευρωπαϊκού δικαίου
       Όλα αυτά είναι σίγουρο ότι τα γνώριζε και τα καταλάβαινε ο
έγκριτος Γερμανός νομομαθής Maurer, συνεπώς δεν έσφαλε εξ αγνοίας. Νομίζω ότι δεν έσφαλλε καθόλου. Η διατύπωσή του ήταν απόλυτα συγκεκριμένη, αν ειδωθεί από την σκοπιμότητα την οποία εκλήθη να εξυπηρετήσει. Και αυτή την βλέπουμε στην τρίτη θέση του, ότι δηλ. τα στοιχεία του ελληνικού εθιμικού που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά ή γερμανικά έθιμα, πρέπει να συμπληρώνονται από αυτά. Και όπως θα δηλώσει αμέσως:

«Zu diesem Ende kann denn das gemeine Deutsche Privatrecht, als analoge Rechtsquelle, empfohlen werden41».

«Τελικά μπορεί το κοινό  Γερμανικό Ιδιωτικό Δίκαιο να προταθεί ως ανάλογη πηγή Δικαίου».
      
        Η πρόταση αυτή θα σηματοδοτήσει την στροφή της νομικής σκέψης της νεώτερης Ελλάδος προς την γερμανική σχολή. Αν συνυπολογίσουμε και τις πρακτικές του Maurer για την επικράτηση της πολιτικής του την περίοδο της Αντιβασιλείας - πρακτικές που οδήγησαν σε σύγκρουση με τον Άρμανσμπεργκ και τα βρετανικά συμφέροντα -, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μεταβολή αυτή επιβλήθηκε.  Η ανάκλησή του τον Ιούλιο του 1834 έθεσε τέρμα στα σχέδιά του.
       Δύο διατάγματα που εκδόθηκαν τον επόμενο χρόνο, επανέφεραν την χρήση της Εξαβίβλου. Με το διάταγμα του Ιανουαρίου 1835 συστάθηκε επιτροπή, αποτελούμενη από μέλη του Ακυρωτικού και ανώτερους υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με στόχο την αντιμετώπιση του προβλήματος του εφαρμοστέου αστικού δικαίου, με κατευθυντήρια γραμμή, την οδηγία της Εθνοσυνέλευσης του 1827, που πρότεινε την μετάφραση του Γαλλικού Αστικού Κώδικα και την προσαρμογή του στην ελληνική πραγματικότητα. Με το διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου 1835, εξακολουθούσαν να ισχύουν οι νόμοι των χριστιανών αυτοκρατόρων, που περιέχονταν στην Εξάβιβλο, μέχρι την σύνταξη του Πολιτικού κώδικα, ο οποίος προβλέπονταν στο προηγούμενο διάταγμα42.
       Το παραπάνω διάταγμα δημιούργησε ένα θεωρητικό ερώτημα. Η Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου θα χρησιμοποιούνταν κατ' αποκλειστικότητα ή θα μπορούσαν οι εφαρμοστές του Δικαίου να ανατρέχουν και στις πηγές του; Οι απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα δεν ήταν άσχετες με τις τάσεις της διαδικασίας που έπρεπε ν' ακολουθηθεί για την σύνταξη του Πολιτικού Κώδικα. Η πρώτη εκ των τάσεων έμενε στην κατευθυντήρια γραμμή της Εθνοσυνέλευσης του 1827, και ζητούσε την σχεδόν αυτούσια μεταφορά του Γαλλικού Αστικού Δικαίου. Οι εκφραστές αυτής της ιδέας επέμεναν στην αποκλειστική χρήση του Αρμενόπουλου, προφανώς υπολογίζοντας, ότι τα κενά που θα δημιουργούσε αυτό στην πράξη, θα επίσπευδαν τις διαδικασίες. Η δεύτερη τάση, στηρίζονταν ακριβώς στην αδυναμία της Εξαβίβλου να καλύψει όλες της πιθανές περιπτώσεις, στις αίθουσες των δικαστηρίων. Θεωρούσαν, λοιπόν, ότι μπορούσε ο δικαστής κατ' επιλογή να ανατρέξει στα προγενέστερα έργα της αυτοκρατορικής νομοθεσίας, εκείνα που θεωρούνταν ως πηγές της Εξαβίβλου.
       Πρώτος εκφραστής της δεύτερης τάσης (μετά τον Maurer) ήταν ο Γερμανός νομομαθής Emil Herzog, πρώτος καθηγητής του Νομικού τμήματος του νεότευκτου Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο πονημάτιό του Πραγματεία επί του Προχείρου ή Εξαβίβλου, έγραψε:
       «Αφού απετίναξεν ο Ελληνικός λαός τον βαρβαρικόν ζυγόν, έσπευσε να προστρέξη εις την παραμελημένην νομοθεσίαν του, και ούτως ευρήκε πάλιν ο Αρμενόπουλος νέαν ζωήν˙ εκτός της νομικής δυνάμεως, την οποίαν έλαβεν ούτος, ως είδαμεν ανωτέρω, διά της συνηθείας, επεκυρώθη προς τούτοις ως θετικόν δίκαιον και από τας διαφόρους συνελεύσεις του έθνους και από την νομοθετικήν δύναμιν, και επομένως και παρ' αυτού του Κυβερνήτου Καποδίστρια, μέχρις ου να εκδοθή νέα πολιτική νομοθεσία. Μ' όλον τούτο αι κατά τόπους συνήθειαι επροτιμώντο πάντοτε αυτού, και τόσον το εγκληματικόν δίκαιον, όσον και η δικονομία του δεν εφυλάττοντο, όντα ανάρμοστα με το πνεύμα του αιώνος μας˙ οι νομικοί, σπουδάσαντες εις την Γαλλίαν και Ιταλίαν, εβοηθούντο μάλλον από το Γαλλικόν δίκαιον. Ο Ι. Καποδίστριας, ιδών την ανάγκην (ή μάλλον μη ευχαριστούμενος με τους γαλλισμούς) συνέταξε διά μέσου του Κυρίου Γεννατά την γνωστήν Βενετικήν δικονομίαν˙ αυτή, ανάρμοστος ούσα με το Ελληνικό Πνεύμα, έσβησε με την πτώσιν του, καθώς και το Απάνθισμα των εγκληματικών ακυρώθη μετά τον ερχομόν της Α. Μ. του Βασιλέως.
       Η σημερινή δε εις τα δικαστήρια της Ελλάδος χρήσις του Αρμενόπουλου, ημπορεί τις να είπη ότι είναι αναπληρωματική εις τας κατά τόπους συνηθείας, διότι πολλοί ορισμοί αυτού κατήντησαν να μην εφαρμόζωνται εις τας σημερινάς πολιτικάς σχέσεις˙ επειδή τόσον η δικονομία του, όσον και το εγκληματικόν του δίκαιον έμειναν άχρηστα με την νέαν βασιλικήν νομοθεσίαν. Το δε πολιτικό του μέρος, ως καθείς εν πράξει γνωρίζει, έμεινε πολλά περιωρισμένον, διότι εν μέρει αντικαθίσταται διά των συνηθειών, εν μέρει είναι άχρηστον, επειδή δεν εφαρμόζεται με τον καιρόν μας˙ μένει, όμως πάντοτε ως πηγή του Βυζαντινού δικαίου. Αι δε άλλαι του δικαίου πηγαί, κατ' εξοχήν τα Βασιλικά και αι νεαραί των μεταγενέστερων βασιλέω διατάξεις, δεν φαίνεται, να ήναι πραγματικώς εις χρήσιν˙ μ' όλον ότι είναι αναμφίβολον, ότι δύναταί τις να προστρέχη εις αυτάς, όταν δεν ευρίσκονται εις το Πρόχειρον του Αρμενόπουλου αρμόδιοι περί υποθέσεως τινος θεσμοί˙ πρώτον μεν, διότι ήντλησεν ο Αρμενόπουλος εξ αυτών το βιβλίον του, και έπειτα, διότι και αυταί επεκυρώθησαν ρητώς από την νομοθετικήν δύναμιν.43»
       Μια πρώτη παρατήρηση, φιλολογική, είναι ότι μετά το πάθημα του Maurer, η γερμανική σχολή άμβλυνε το ύφος της έκφρασής της. Αφού έκανε, λοιπόν μια περιληπτική αναδρομή στα προηγούμενα έτη, αποκλειστικά για να τονίσει την ύπαρξη της γαλλικής σχολής με εκπροσώπους απόφοιτους των εκεί πανεπιστημίων, παρουσιάζει τις κύριες θέσεις της δικής του σχολής:

  • α) παραδέχεται την επικυρωμένη ισχύ της Εξαβίβλου
  • β) περιορίζει την χρήση της σε τμήμα των αστικών υποθέσεων
  • γ) παραδέχεται την αξία της ως πηγή του ρωμαϊκού δικαίου
  • δ) ισχυρίζεται, ότι αναμφίβολα μπορεί να ανατρέξει κάποιος και στα Βασιλικά, για όσες περιπτώσεις δεν καλύπτει η Εξάβιβλος, εφόσον αυτά είναι πηγή του Αρμενόπουλου
  • ε) θεωρεί ότι το διάταγμα του 1835 δεν ακύρωσε τα Βασιλικά οπότε εξακολουθούν να ισχύουν οι προηγούμενες αποφάσεις των Εθνοσυνελεύσεων, όσες αναφέρονται σε αυτά.

         Πραγματικό πρόβλημα ήταν αφ' ενός η μη ανεύρεση χειρόγραφου κώδικα των Βασιλικών σε κάποια ελληνική βιβλιοθήκη, αφ' ετέρου η σπανιότητα των ξένων εκδόσεων. Στις αρχές του ΙΘ' αι. η μοναδική έκδοση ήταν αυτή του Charles Annibal Fabrot (Basilikon libri LX in VII tomos divisi, Parisiis 1647). Στην Ελλάδα υπήρχαν δύο μόνο αντίτυπα αυτής, ένα ιδιοκτησία της οικογένειας Αινιάν, και ένα στην κατοχή του Γραμματέα της Δικαιοσύνης Ιωάννη Γεννατά. Η επόμενη έκδοση του Gustav Ernst Heimbach (Basilicorum Libri LX, post Annibalis Fabrotis curas ope codd.mss) ολοκληρώθηκε σε 6 τόμους με την ακόλουθη χρονολλογική σειρά, τ.1 1833, τ.2 1840, τ.3 1843, τ.4 1846, τ.5 1850, τ.6 1870. Η έκδοση του K. E. Zachariä von Lingenthal στον τρίτο τόμο του Jus Graeco-Romanum, κυκλοφόρησαι το 1857. Το κενό αυτό εκλήθησαν να καλύψουν οι Γ. Ράλλης και Μ. Ρενιέρης, καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αυτοί μετέφρασαν το 1837 το δίτομο εγχειρίδιο του Ρωμαϊκού Δικαίου Γερμανού νομομαθούς Ferdinand Mackeldey, Lehrbuch des heutigen Römischen Rechts, με πρώτη έκδοση το 1814 και πολλές επανεκδόσεις.

 
 
  • 39)    Georg Ludwig von Maurer, Das Griechische Volk in öffentlicher, kirchlicher und privatrechtlicher Beziehung vor und nach dem freiheitskampfe bis zum 31 Juli 1834, Heidelberg 1835, Band 2 s. 394-5. Και σε ελληνική μετάφραση της Όλγας Ρομπάκη, Αθήνα 1976, σελ. 662.
  • 40)    George Mousourakis, The historical and institutional context of Roman Law, University of Auckland 2003, p.429-30
  • 41)    Georg Ludwig von Maurer, Das Griechische Volk..., B. 2 s. 395.
  • 42)    Σπ. Τρωιάννου, Πηγές..., σελ. 330-31.
  • 43)    Emil Herzog, Πραγματεία περί του Προχείρου ή της Εξαβίβλου Κωνσταντίνου του Αρμενόπουλου, Μόναχο 1837, σελ. 80-2.
   © 2009 impantokratoros.gr
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μή εμπορικούς σκοπούς,
με  βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή:  www.impantokratoros.gr


Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης