Πρόκειται για έναν από το λαμπρό νέφος των Μαρτύρων των πρώτων Χριστιανικών αιώνων. Συνδέεται πνευματικώς με τον Αποστολικό Πατέρα Πολύκαρπο, αφού ήταν ένας από τους πρώτους αντιγραφείς του βίου του αλλά και αξιώθηκε να μαρτυρήσει την ημέρα της μνήμης του. Εντός του μαρτυρολογίου του διασώζεται η απολογία του, ένα μνημειώδες κείμενο απολογητικής, ομολογίας Πίστεως αλλά και χριστιανικής διδασκαλίας.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΙΟΝΙΟΥ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ

Ο απόστολος μας προτρέπει να μελετάμε τις μνήμες των αγίων, γιατί γνωρίζει ότι το να μνημονεύουμε αυτούς που πέρασαν τη ζωή τους με όλη τους την καρδιά μέσα στην πίστη με σωστό τρόπο, θα ενδυναμώσει και αυτούς που θέλουν να μιμούνται τα ανώτερα. Αρμόζει λοιπόν να μνημονεύουμε περισσότερο και τον μάρτυρα Πιόνιο, επειδή και όταν ζούσε στον κόσμο πολλούς επανέφερε από την πλάνη σαν απόστολος της εποχής μας και τέλος όταν ο Κύριος τον κάλεσε και μαρτύρησε, μας άφησε αυτό το σύγγραμμα για να μας νουθετεί, για να το έχουμε σαν ενθύμιο της διδασκαλίας του.
 

Κατά τη δεύτερη μέρα από την αρχή του έκτου μήνα, το Μέγα Σάββατο, την ημέρα του γενεθλίου του μακαρίου μάρτυρα Πολυκάρπου, ενώ υφίστατο ο διωγμός του Δεκίου, συνελήφθησαν ο πρεσβύτερος Πιόνιος και η ομολογήτρια Σαβίνα και ο Ασκληπιάδης, η Μακεδονία και ο πρεσβύτερος της Ορθόδοξης Εκκλησίας Λίμνος. Ο Πιόνιος λοιπόν, την παραμονή του γενεθλίου του Πολυκάρπου, είδε σε όραμα ότι την ημέρα αυτή πρόκειται να συλληφθούν. Ενώ λοιπόν βρισκόταν μαζί με την Σαβίνα και τον Ασκληπιάδη σε περίοδο νηστείας, μόλις είδε ότι αύριο επρόκειτο να συλληφθούν, πήρε τρεις αλυσίδες και τις έβαλε γύρω από το λαιμό το δικό του, της Σαβίνας και του Ασκληπιάδη, και περίμεναν μέσα στο σπίτι. Και αυτό το έκανε για εκείνους που θα τους οδηγούσαν ενώπιον της αρχής, για να μην υποθέσουν μερικοί ότι πηγαίνουν, όπως οι υπόλοιποι, να φάνε ειδωλόθυτα, αλλά για να μάθουν όλοι ότι είναι αποφασισμένοι να μεταφερθούν κατευθείαν στη φυλακή.

Και αφού προσευχήθηκαν και πήραν άγιο άρτο και νερό, το Σάββατο εμφανίστηκε σ' αυτούς ο Πολέμωνας ο νεωκόρος και αυτοί που είχαν οριστεί μαζί του να αναζητούν και  να οδηγούν με τη βία τους χριστιανούς να θυσιάζουν και να τρώνε ειδωλόθυτα. Και λέει ο νεωκόρος ∙

  • - Ασφαλώς γνωρίζετε το διάταγμα του αυτοκράτορα που σας διατάζει να θυσιάζετε στους θεούς.
    Και ο Πιόνιος είπε∙
  • - Γνωρίζουμε τα προστάγματα του Θεού που μας «διατάζει» μόνο αυτόν να προσκυνούμε.
    Και ο Πολέμωνας είπε∙
  • - Ελάτε λοιπόν στην αγορά και εκεί θα υπακούσετε.
    Και η Σαβίνα και ο Ασκληπιάδης είπαν∙
  • - Εμείς υπακούμε μόνο στον ζώντα Θεό.
    Τους οδήγησε λοιπόν χωρίς βία. Και καθώς προχωρούσαν είδαν όλοι ότι φορούσαν αλυσίδες και σαν να επρόκειτο για παράξενο θέαμα συγκεντρώθηκε γρήγορα όχλος, μέχρι του σημείου να συνωστίζονται μεταξύ τους. Και όταν ήρθαν στην αγορά, στην ανατολική στοά με τις δύο πύλες, γέμισε όλη η αγορά και οι στοές στο πάνω μέρος της με Έλληνες και Ιουδαίους και γυναίκες∙ γιατί είχαν αργία λόγω του Μεγάλου Σαββάτου. Και ανέβαιναν πάνω στα βάθρα και τα κιβώτια για να παρατηρούν.
    Τους έστησαν λοιπόν στη μέση και ο Πολέμωνας είπε∙
  • - Καλό είναι, Πιόνιε, να υπακούσετε, όπως όλοι, και να θυσιάσετε για να μην τιμωρηθείτε.

    Απλώνοντας λοιπόν το χέρι ο Πιόνιος, απολογήθηκε με πρόσωπο που έλαμπε από χαρά∙

   - Άνδρες, που καυχιέστε για την ομορφιά της Σμύρνης, εσείς που ζείτε στις όχθες του Μέλητα, που όπως ισχυρίζεστε, περηφανεύεστε για τον Όμηρο, και όσοι Ιουδαίοι βρίσκονται μαζί σας, ακούστε με που έχω λίγα να συζητήσω μαζί σας. Μαθαίνω ότι γελάτε και χαίρεστε για τους χριστιανούς που αυτομολούν και θεωρείτε παιχνίδι το λάθος τους να θυσιάζουν με τη θέλησή τους. Έπρεπε όμως εσείς, Έλληνες, να ακολουθάτε τον δάσκαλό σας, τον Όμηρο, ο οποίος συμβουλεύει να μη θεωρείται όσιο το  να καυχιέται κανείς για αυτούς που πεθαίνουν. Και σε σας, Ιουδαίοι, ο Μωυσής διατάζει, «αν δεις το υποζύγιο του εχθρού σου να έχει πέσει κάτω από το πολύ φορτίο, μην προσπεράσεις, αλλά να το σηκώσεις». Παρόμοια, έπρεπε να υπακούτε και στον Σολομώντα∙ «αν πέσει ο εχθρός σου, λέει, να μη χαρείς, και στο παραπάτημά του, να μην περηφανεύεσαι».

Γιατί εγώ, υπακούοντας στο διδάσκαλό μου, προτιμώ περισσότερο να πεθάνω, παρά να παραβώ τα λόγια του, και αγωνίζομαι να μην αλλάξω αυτά που πρώτα έμαθα, και έπειτα δίδαξα. Ποιους λοιπόν κοροϊδεύουν άκαρδα οι Ιουδαίοι; Γιατί, αν και είμαστε εχθροί τους, όπως λένε, δεν παύουμε να είμαστε επίσης άνθρωποι που αδικηθήκαμε. Λένε ότι μερικές φορές έχουμε το θάρρος και μιλάμε ελεύθερα. Και λοιπόν; Ποιους αδικήσαμε; Ποιους σκοτώσαμε; Ποιους καταδιώξαμε; Ποιους αναγκάσαμε να λατρεύουν τα είδωλα; Ή μήπως νομίζουν ότι τα αμαρτήματά τους είναι ίδια με αυτά που κάνουν τώρα κάποιοι εξαιτίας ανθρώπινου φόβου; Αλλά τόσο πολύ διαφέρουν, όσο και τα εκούσια αμαρτήματα από τα ακούσια. Γιατί ποιος ανάγκασε τους Ιουδαίους να θυσιάσουν στον Βεελφεγωρ ή να φάνε από θυσίες προς τους νεκρούς ή να πορνεύσουν με τις θυγατέρες των αλλοφύλων ή να κατακαίν τους γιους και τις κόρες τους στα είδωλα ή να μουρμουρίζουν ενάντια στο Θεό ή να κατηγορούν τον Μωυσή να δείχνουν αχαριστία ενώ ευεργετούνται ή να στρέφουν τη σκέψη τους στην Αίγυπτο ή ενώ ανέβηκε ο Μωυσής να παραλάβει τον νόμο, να πουν στον Ααρών, «φτιάξε μας θεούς», και να κατασκευάσουν μόσχο και όλα τα υπόλοιπα που έκαναν; Πράγματι, μπορούν να σας πλανήσουν. Ας σαας διαβάσουν όμως το βιβλίο των Κριτών, τις Βασιλείες, την Έξοδο, και όλα εκείνα, μέσα στα οποία επιπλήττεται η συμπεριφορά τους.

Αλλά ρωτούν, γιατί μερικοί ήρθαν μόνοι τους να θυσιάσουν, χωρίς βία. Και εξαιτίας εκείνων, καταδικάζετε όλους τους χριστιανούς; Φανταστείτε ότι τα παρόντα πράγματα είναι όμοια με αλώνι. Ποιος σωρός είναι μεγαλύτερος, του άχυρου ή του σιταριού; Γιατί όταν έρθει ο γεωργός να καθαρίσει με το φτυάρι το αλώνι, το άχυρο που είναι ελαφρύ, εύκολα μεταφέρεται από τον άνεμο, το σιτάρι όμως μένει στο ίδιο μέρος. Δείτε πάλι τα δίχτυα που ρίχνονται στη θάλασσα. Μήπως όλα όσα πιάνουν είναι χρήσιμα; Έτσι έχουν και τα παρόντα. Πώς λοιπόν θέλετε να τα υποφέρουμε αυτά, ως δίκαιοι ή ως άδικοι; Αν θέλετε ως άδικοι, πώς κι εσείς δε θα πάθετε τα ίδια, αφού κρίνεστε άδικοι από τα ίδια έργα; Αν πάλι θέλετε ως δίκαιοι, ποια ελπίδα σας μένει, αν υποφέρουν οι δίκαιοι; «γιατί αν ο δίκαιος μετά βίας σώζεται, που θα φανεί ο ασεβής και ο αμαρτωλός;» Γιατί επίκειται κρίση του κόσμου, για την οποία έχουμε πλήρως βεβαιωθεί από πολλούς.

Εγώ λοιπόν και ταξίδεψα και περιηγήθηκα όλη τη γη της Ιουδαίας και αφού πέρασα τον Ιορδάνη, είδα γη που μέχρι σήμερα μαρτυρεί την οργή του Θεού εναντίον της για όσες αμαρτίες έκαναν οι κάτοικοί της, σκοτώνοντας, διώχνοντας και ασκώντας βία στους ξένους. Είδα καπνό από αυτήν μέχρι σήμερα να ανεβαίνει και γη αποτεφρωμένη από φωτιά, στερημένη από κάθε καρπό και κάθε υγρή ουσία. Είδα και θάλασσα νεκρή, νερό διαφορετικό, μακριά από τη φυσική του κατάσταση, που ατόνησε από φόβο Θεού και δεν μπορεί να θρέψει ζώα. Και αυτόν που πέφτει μέσα σε αυτή τη θάλασσα να τον ωθεί το νερό προς τα πάνω και να μην μπορεί να κρατήσει μέσα της σώμα ανθρώπινο. Γιατί δε θέλει να δεχτεί άνθρωπο, για να μην τιμωρηθεί πάλι εξαιτίας ανθρώπου.

Και σας μιλώ για αυτά που βρίσκονται μακριά σας. Εσείς βλέπετε και διηγείστε για τη γη της Δεκάπολης της Λυδίας, ότι έχει καεί με φωτιά και παραμένει μέχρι σήμερα σαν παράδειγμα για τους ασεβείς, καθώς και την ορμητική λάβα από τα ηφαίστεια της Αίτνας και της Σικελίας, καθώς και της Λυκίας και των νησιών. Αν και αυτά ακόμη απέχουν πολύ από σας, σκεφθείτε τη χρήση του ζεστού νερού - εννοώ αυτό που αναβλύζει από τη γη - και σκεφτείτε από πού ανάβει ή από πού ζεσταίνεται, εκτός αν βγαίνει από κάποια υπόγεια φωτιά. Και αναφέρονται και μερικές πυρκαγιές και κατακλυσμοί, όπως ο δικός σας του Δευκαλίωνα ή ο δικός μας του Νώε. Τα επί μέρους γίνονται για να γνωστοποιηθούν από αυτά τα καθολικά.

Για αυτό μαρτυρούμε σε σας για τη μελλοντική κρίση που θα γίνει με φωτιά από τον Θεό, δια μέσου του Λόγου του Ιησού Χριστού. Και για αυτό δεν λατρεύουμε τους λεγόμενους θεούς σας και δεν προσκυνούμε την χρυσή εικόνα.

Και αφού ειπώθηκαν αυτά και πολλά άλλα χωρίς να σιωπήσει ο Πιόνιος για πολλή ώρα, ο νεωκόρος και οι συνοδοί του και όλος ο όχλος άκουγαν αφοσιωμένοι, ώστε να επικρατεί τόση ησυχία, ώστε κανείς δεν είπε ούτε λέξη. Και αφού ξαναείπε ο Πιόνιος ότι «δεν λατρεύουμε τους θεούς σας και δεν προσκυνούμε τη χρυσή εικόνα», τους οδήγησαν στο ύπαιθρο, στο μέσον, και μαζεύτηκαν γύρω τους κάποιοι που σύχναζαν στην αγορά, οι οποίοι μαζί με τον Πολέμωνα τους παρακαλούσαν λέγοντας ∙

  • - Άκουσέ μας Πιόνιε, γιατί σε αγαπάμε και αξίζει να ζήσεις για πολλά, και για το ήθος σου και για τη δικαιοσύνη σου. Είναι καλή η ζωή και το να βλέπεις αυτό το φως, και άλλα πολλά του έλεγαν. Κι αυτός τους είπε∙
  • - Κι εγώ συμφωνώ ότι είναι καλή η ζωή, αλλά εκείνη η ζωή που εμείς ποθούμε είναι καλύτερη∙ και το φως είναι καλό, αλλά εκείνο το αληθινό. Και αυτά βέβαια είναι όλα καλά∙ και δεν τα αποφεύγουμε επειδή τάχα μας αρέσει ο θάνατος, ούτε επειδή μισούμε τα έργα του Θεού, αλλά τα περιφρονούμε επειδή μας περιμένουν άλλα, υπερβολικά μεγαλύτερα αγαθά.
    Και κάποιος Αλέξανδρος, άνθρωπος της αγοράς και πονηρός, είπε∙
  • - Άκουσέ μας Πιόνιε∙
    Και ο Πιόνιος είπε∙
  • - Καλύτερα άρχισε εσύ να με ακούς. Γιατί αυτά που ξέρεις εσύ, τα ξέρω, αυτά όμως που εγώ γνωρίζω καλά, εσύ τα αγνοείς.
    Κι ο Αλέξανδρος θέλοντας να τον περιγελάσει, του είπε ειρωνικά∙
  • - Και αυτές οι αλυσίδες, τι χρειάζονται;
    Και ο Πιόνιος είπε∙
  • - Αυτές τις φοράμε για να μη θεωρήσουν κάποιοι, καθώς περνάμε από την πόλη σας, ότι έχουμε έρθει για να φάμε ειδωλόθυτα, και για να μάθετε ότι δεν θέλουμε ούτε να μας ρωτήσετε αν θα φάμε, αλλά αποφασίσαμε να μην πάμε στο ναό της Νέμεσης, αλλά στη φυλακή, έτσι ώστε να μη μας αρπάζετε και μας οδηγήσετε εκεί με τη βία, όπως τους άλλους, αλλά να μας αφήσετε επειδή φοράμε αλυσίδες∙ γιατί με τις αλυσίδες, δεν μας οδηγήσατε αμέσως στους ναούς των ειδώλων σας.
    Και έτσι ο Αλέξανδρος αποστομώθηκε. Και ξανά εκείνοι τον παρακαλούσαν, κι αυτός έλεγε,
  • - έτσι έχουμε αποφασίσει, και ενώ τους επιτιμούσε για πολλά και τους μιλούσε για την μελλοντική κρίση, είπε ο Αλέξανδρος∙
  • - Τι χρειάζονται αυτά τα λόγια σας, όταν δε θα σας επιτρέπεται να ζείτε;
    Κι επειδή ο λαός ήθελε να γίνει συνέλευση στο θέατρο, για να ακούσουν εκεί περισσότερα, κάποιοι που νοιάζονταν για τον στρατηγό, πλησίασαν τον νεωκόρο Πολέμωνα και του είπαν∙
  • - Μην του επιτρέπεις να μιλήσει, για να μη μπουν όλοι αυτοί στο θέατρο και γίνει θόρυβος και ρωτάν να μάθουν για αυτόν τον άνθρωπο.
    Αφού τα άκουσε αυτά ο Πολέμωνας, λέει∙
  • - Πιόνιε, αν δε θέλεις να θυσιάσεις, έλα τουλάχιστον στο ναό της Νέμεσης.
    Και αυτός είπε∙
  • - Αλλά δε συμφέρει στα είδωλά σου να έρθουμε εκεί.
    Και ο Πολέμωνας είπε∙
  • - Άκουσέ μας Πιόνιε.
    Και ο Πιόνιος είπε∙
  • - Μακάρι να μπορούσα να σας κάνω να με ακούσετε εσείς και να γίνετε Χριστιανοί.
    Και εκείνοι είπαν γελώντας δυνατά∙
  • - Όχι, δε μπορείς να μας το κάνεις αυτό και να καούμε ζωντανοί!
    Και ο Πιόνιος είπε∙
  • - Πολύ χειρότερο είναι να καείτε μετά το θάνατο.
    Κι επειδή μειδίασε η Σαβίνα, είπαν ο νεωκόρος και οι συνοδοί του∙
  • - Γελάς;
    Κι αυτή είπε∙
  • - Αν θέλει ο Θεός, ναι. Γιατί είμαστε Χριστιανοί∙ και όσοι πιστεύουν στο Χριστό, αναμφίβολα θα γελάσουν στην αιώνια χαρά.
    Και τότε της λένε∙
  • - Εσύ λοιπόν πρόκειται να πάθεις αυτό που δε θέλεις∙ γιατί αυτές που δε θυσιάζουν κλείνονται στο πορνείο.
    Και αυτή είπε∙
  • - Ο άγιος Θεός θα φροντίσει για αυτό.
    Και πάλι είπε ο Πολέμωνας στον Πιόνιο∙
  • - Πείσου σε μας Πιόνιε.
    Κι ο Πιόνιος είπε∙
  • - Έχεις διαταγή ή να πείθεις ή να τιμωρείς. Δεν με πείθεις∙ τιμώρησέ με.
    Τότε ο νεωκόρος Πολέμωνας επιμένει λέγοντας∙
  • - Θυσίασε, Πιόνιε.
    Ο Πιόνιος όμως είπε∙
    - Είμαι Χριστιανός.
    Κι ο Πολέμωνας είπε∙
  • - Ποιον θεό σέβεσαι;
    Κι ο Πιόνιος είπε∙
  • - Τον Θεό τον Παντοκράτορα, «αυτόν που έκανε τον ουρανό και τη γη και όλα όσα βρίσκονται σε αυτά» και όλους εμάς∙ Αυτός «μάς τα παρέχει όλα πλουσιοπάροχα» και τον γνωρίσαμε μέσα από τον Λόγο του, τον Χριστό.
    Και ο Πολέμωνας είπε∙
  • - Θυσίασε λοιπόν στον αυτοκράτορα τουλάχιστον.
    Κι ο Πιόνιος είπε∙
  • - Εγώ δε θυσιάζω σε άνθρωπο, γιατί είμαι Χριστιανός.
    Έπειτα άρχισε να τον ανακρίνει εγγράφως, λέγοντάς του∙
  • - Πώς ονομάζεσαι;
    ενώ ο γραμματέας κρατούσε πρακτικά. Απάντησε∙
  • - Πιόνιος.
    Κι ο Πολέμωνας είπε∙
  • - Είσαι Χριστιανός;
    Κι ο Πιόνιος είπε∙
  • - Ναι.
    Κι ο Πολέμωνας ο νεωκόρος είπε∙
  • - Ποιας εκκλησίας;
    Απάντησε,
  • - Της Ορθόδοξης. Άλλωστε, δεν υπάρχει άλλη κοντά στο Χριστό.

    Έπειτα πλησίασε τη Σαβίνα. Της είχε πει όμως από πριν ο Πιόνιος να πει ότι τη λένε Θεοδότη, για να μην πέσει πάλι λόγω του ονόματός της στα χέρια της άνομης Πολίττης, η οποία την είχε υπηρέτρια. Γιατί αυτή, στα χρόνια του Γορδιανού, επειδή ήθελε να αλλαξοπιστήσει τη Σαβίνα, την έδεσε και την εξόρισε στα βουνά, όπου οι αφελφοί της παρείχαν κρυφά τα απαραίτητα. Μετά από αυτά φρόντισαν και ελευθερώθηκε και από την Πολίττη και από τα δεσμά και περνούσε τον περισσότερο καιρό της με τον Πιόνιο και συνελήφθη σε αυτόν τον διωγμό. Είπε λοιπόν και σε αυτή ο Πολέμωνας∙
  • - Πώς λέγεσαι;
    Κι αυτή απάντησε∙
  • - Θεοδότη.
    Κι αυτός είπε∙
  • - Είσαι Χριστιανή;
    Κι εκείνη λέει∙
  • - Ναι, είμαι Χριστιανή.
    Κι ο Πολέμωνας είπε∙
  • - Ποιας εκκλησίας;
    Κι η Σαβίνα είπε∙
  • - Της Ορθόδοξης.
    Κι ο Πολέμωνας της είπε∙
  • - Ποιον σέβεσαι;
    Και η Σαβίνα είπε∙
  • - Τον Θεό τον παντοκράτορα, ο οποίος έκανε τον ουρανό και τη γη και όλους εμάς. Τον οποίο γνωρίσαμε μέσα από τον Λόγο του, τον Ιησού Χριστό.
    Έπειτα ρώτησε τον Ασκληπιάδη∙
  • - Πώς λέγεσαι;
    Κι αυτός απάντησε∙
  • - Ασκληπιάδης.
    Κι ο Πολέμωνας είπε∙
  • - Είσαι Χριστιανός;
    Κι ο Ασκληπιάδης είπε∙
  • - Ναι..
    Κι ο Πολέμωνας είπε∙
  • - Ποιον σέβεσαι;
    Και η Σαβίνα είπε∙
  • - Τον Ιησού Χριστό.
    Κι ο Πολέμωνας είπε∙
  • - Αυτός λοιπόν είναι άλλος;
    Κι ο Ασκληπιάδης είπε∙
  • - Όχι, είναι ο ίδιος που ανέφεραν και αυτοί.
    Αφού λοιπόν ειπώθηκαν αυτά, τους οδήγησαν στη φυλακή∙ και ακολουθούσε τόσος πολύς όχλος ώστε γέμισε η αγορά. Και κάποιοι έλεγαν για τον Πιόνιο∙
  • - Πώς, ενώ είναι πάντα χλωμός, τώρα το πρόσωπό του είναι σαν φωτιά!
    Και καθώς η Σαβίνα τον κρατούσε από το ρούχο του για τα σπρωξίματα του πλήθους, κάποιοι έλεγαν χλευάζοντας∙
  • - Κοιτάξτε, πώς φοβάται μη μείνει ορφανή.
    Και κάποιος φώναξε∙
  • - Αν δε θυσιάζουν, να τιμωρηθούν.
    Και ο Πολέμωνας είπε∙
  • - Τα ραβδιά μας όμως δεν μας επιτρέπουν να έχουμε τέτοια εξουσία.
    Και κάποιος άλλος έλεγε∙
  • - Δείτε, το ανθρωπάριο πηγαίνει να θυσιάσει.
    Και εννοούσε τον σύντροφό μας, τον Ασκληπιάδη. Κι ο Πιόνιος είπε∙
  • - Λες ψέμματα∙ δεν το κάνει αυτό.
    Και άλλοι έλεγαν∙
  • - Ο τάδε και ο τάδε θυσίασαν.
    Κι ο Πιόνιος είπε∙
  • - Ο καθένας είναι ελεύθερος να αποφασίσει μόνος του. Τι σχέση έχει αυτό λοιπόν με μένα; Εγώ λέγομαι Πιόνιος.
    Και άλλοι έλεγαν∙
  • - Τόσο τρομερή τιμωρία, κι αυτός επιμένει.
    Κι ο Πιόνιος είπε∙
  • - Αυτή περισσότερο την ξέρετε από την πείνα, τους θανάτους και τις άλλες πληγές που δοκιμάσατε.
    Τότε κάποιος του είπε∙
  • - Και εσύ πείνασες μαζί μας.
    Κι ο Πιόνιος είπε∙
    - Εγώ όμως έχοντας την ελπίδα μου στο Θεό.
    Και αφού τα είπε αυτά κι ενώ ο όχλος τους περιστοίχιζε σε σημείο συνωστισμού, τους παρέδωσαν στους δεσμοφύλακες και τους έριξαν στη φυλακή. Εκεί μέσα βρήκαν φυλακισμένο έναν πρεσβύτερο της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ονομαζόταν Λίμνος και μια γυναίκα, την Μακεδονία από την πόλη Καρίνη και έναν από την αίρεση των Φρυγών με το όνομα Ευτυχιανός. Ενώ λοιπόν αυτοί βρισκόταν στο ίδιο μέρος, κατάλαβαν οι φρουροί ότι ο Πιόνιος και οι σύντροφοί του δεν αποδέχονται αυτά που τους φέρνουν οι πιστοί. Γιατί ΄λελεγε ο Πιόνιος ότι, «όταν είχαμε ανάγκη περισσότερα, δεν επιβαρύναμε κανέναν∙ τώρα πώς να τα πάρουμε;». Εξοργίστηκαν λοιπόν οι δεσμοφύλακες, οι οποίοι συνήθιζαν να κρατούν για τον εαυτό τους ένα μέρος από αυτά που έφερναν για τους φυλακισμένους, και τους μετέφεραν σε κελιά βαθύτερα στη φυλακή, για να μην έχουν καμία άνεση. Αφού δόξασαν λοιπόν τον Θεό ησύχασαν και τους συμπεριφέρονταν με το συνηθισμένο τρόπο, ώστε άλλαξε γνώμη ο διευθυντής της φυλακής και τους μετέφερε πάλι στα μπροστινά κελιά. Εκείνοι όμως παρέμειναν λέγοντας∙
  • - Δόξα στον Κύριο, γιατί αυτό μας βγήκε σε καλό.
    Διότι είχαν την ευκαιρία να συζητούν και να προσεύχονται μέρα και νύχτα.
    Όμως και στη φυλακή έρχονταν πολλοί ειδωλολάτρες θέλοντας να τους πείσουν και θαύμαζαν ακούγοντας τις απαντήσεις τους. Έρχονταν βέβαια και όσοι Χριστιανοί αδελφοί είχαν αναγκαστικά συρθεί να θυσιάσουν και  με το κλάμα τους προκαλούσαν διαρκώς μεγάλη στεναχώρια σε αυτούς, ιδιαίτερα για τους ευλαβείς και αυτούς που ζούσαν σωστή ζωή, σε σημείο μάλιστα να λέει ο Πιόνιος κλαίγοντας∙
  • - Με ανήκουστη τιμωρία τιμωρούμαι και σπαράζομαι βλέποντας τα μαργαριτάρια της εκκλησίας να τσαλαπατιούνται από γουρούνια και τα αστέρια του ουρανού να σέρνονται στη γη από την ουρά του δράκοντα∙ και την άμπελο που φύτεψε η δεξιά του Θεού να καταστρέφεται από αγριόχοιρο∙ κι αυτήν τώρα «την τρυγούν οι περαστικοί από το δρόμο». «Παιδιά μου, πάλι σας κυοφορώ μέχρι να σχηματιστεί ο Χριστός μέσα σας». «Τα τρυφερά παιδιά μου βάδισαν σε δύσβατους δρόμους».

    Τώρα η Σωσάννα έπεσε θύμα ενέδρας των άνομων πρεσβυτέρων, τώρα ανακαλύπτουν την τρυφερή και όμορφη κόρη, για να χορτάσουν την ομορφιά της και να τη συκοφαντήσουν. Τώρα ο Αμάν μεθοκοπάει, και η Εσθήρ και όλη η πόλη ταράζεται. Τώρα δεν υπάρχει πείνα για ψωμί ή δίψα για νερό, αλλά για ακρόαση του λόγου του Κυρίου. Ή ολωσδιόλου νύσταξαν όλες οι παρθένοι και κοιμήθηκαν; Εκπληρώθηκε ο λόγος του Κυρίου Ιησού∙ «άραγε ο υιός του ανθρώπου όταν έρθει, θα βρει την πίστη πάνω στη γη;». Και ακούω ότι και ο καθένας παραδίνει τον διπλανό του, για να εκπληρωθεί το «θα παραδώσει ο αδελφός τον αδελφό για θανάτωση». Πράγματι, μας ζήτησε ο Σατανάς για να μας κοσκινίσει σαν το σιτάρι. Από φωτιά είναι το φτυάρι στα χέρια του Θεού Λόγου για να καθαρίσει το αλώνι. Ίσως τρελλάθηκε το αλάτι και βγήκε έξω να το καταπατούν οι άνθρωποι. Αλλά μη νομίσει κάποιος παιδιά μου, ότι δεν μπορεί ο Κύριος, αλλά εμείς. Γιατί λέει «μήπως δε μπορεί το χέρι μου να σώσει ή το αυτί μου έγινε βαρύ και δεν ακούει; Αλλά οι αμαρτίες σας δημιουργούν χάσμα ανάμεσα σε μένα, το Θεό  και σε σας». Γιατί έχουμε αδικήσει, και μερικοί μάλιστα με περιφρόνηση. Παρανομήσαμε δαγκώνοντας και κατηγορώντας ο ένας τον άλλον. Αλληλοκαταστραφήκαμε. Ενώ έπρεπε η δικαιοσύνη μας να ξεπερνά κατά πολύ τη δικαιοσύνη «των γραμματέων και Φαρισαίων».
  •        Και μαθαίνω ότι οι Ιουδαίοι καλούν κάποιους από σας στις συναγωγές. Για αυτό και να προσέχετε μην τυχόν κανείς από σας κάνει μεγαλύτερο και εκούσιο αμάρτημα, και μην τυχόν αμαρτήσει βλασφημώντας το Άγιο Πνεύμα. Μη γίνεστε μαζί τους άρχοντες Σοδόμων και λαός Γομόρρας, των οποίων τα χέρια είναι γεμάτα αίματα. Εμείς ούτε προφήτες σκοτώσαμε, ούτε τον Χριστό παραδώσαμε και σταυρώσαμε.
           Αλλά γιατί σας λέω τόσα πολλά; Να θυμάστε όσα ακούσατε. Κι επειδή ακούσατε κι εκείνο, ότι δηλαδή λένε οι Ιουδαίοι, «ο Χριστός ήταν άνθρωπος και πέθανε σαν αυτόχειρας». Να μας πουν λοιπόν τίνος αυτόχειρα μαθητές γέμισε όλος ο κόσμος; Τίνος αυτόχειρα ανθρώπου οι  μαθητές και άλλοι τόσοι μαζί τους πέθαναν για το όνομα του δασκάλου τους; Στο όνομα τίνος αυτόχειρα ανθρώπου τόσα χρόνια εξεβλήθησαν δαιμόνια και εκβάλλονται και θα εκβάλλονται και όσα άλλα μεγαλειώδη γίνονται στην Ορθόδοξη εκκλησία; Αγνοούν βέβαια ότι  αυτόχειρας είναι αυτός που με δικιά του απόφαση αφαίρεσε τη ζωή του. Και λένε ότι έχει γίνει νεκρομαντεία και ανέβηκε ο Χριστός μαζί με το σταυρό. Και ποια γραφή δικιά τους και δικιά μας λέει αυτά για το Χριστό; Ποιος από τους δικαίους τα είπε ποτέ; Δεν είναι άνομοι αυτοί που τα υποστηρίζουν; Και πώς να πιστέψει κάποιος στα λόγια των ανόμων περισσότερο από τα λόγια των δικαίων;
           Εγώ λοιπόν αυτό το ψέμα που λένε ότι τώρα έχει γίνει, το άκουγα να το λένε οι Ιουδαίοι από παιδί. Και είναι γραμμένο ότι ο Σαούλ ρώτησε την εγγαστρίμυθο και είπε στη γυναίκα που ασκούσε τέτοια μαντεία «ανέβασέ μου τον Σαμουήλ», τον προφήτη. Και είδε η γυναίκα έναν άνδρα να ανεβαίνει όρθιος και κατάλαβε ο Σαούλ ότι αυτός ήταν ο Σαμουήλ, και τον ρώτησε ό, τι ήθελε. Τι συνέβη λοιπόν; Μπορούσε η εγγαστρίμυθος να ανεβάσει τον Σαμουήλ ή όχι; Αν λοιπόν λένε ότι «ναι, μπορούσε», έχουν ομολογήσει ότι η αδικία είναι πιο ισχυρή από την δικαιοσύνη, και είναι ακόμα πιο καταραμένοι. Αν πουν ότι «δεν τον ανέβασε», άρα λοιπόν δεν ανέβασαν ούτε τον Χριστό τον Κύριο.
          Η εξήγηση όμως του πράγματος είναι ηεξής. Πως μπορούσε η άδικη εγγαστρίμυθος, η δαιμονική να ανεβάσει την ψυχή του αγίου προφήτη, που αναπαύεται στους κόλπους του Αβραάμ; Μόνο το ανώτερο μπορεί να διατάξει το κατώτερο. Λοιπόν, δεν ανέβηκε ο Σαμουήλ, όπως εκείνοι νομίζουν - ο μη γένοιτο- αλλά τα πράγματα έχουν κάπως έτσι.
           Κάθε άνθρωπο που αποστατεί από τον θεό, τον ακολουθούν οι άγγελοι της αποστασίας ,και κάθε φαρμακευτή και μάγο και γόητα και μάντη, τον υπηρετούν διαβολικοί λειτουργοί. Και δεν πρέπει να απορούμε. Γιατί λέει ο απόστολος: «αυτός ο Σατανάς μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός. Δεν είναι σπουδαίο λοιπόν, αν οι υπηρέτες του μετασχηματίζονται σε υπηρέτες της δικαιοσύνης», καθώς και ο Αντίχριστος θα εμφανιστεί σαν Χριστός. Δεν ανέβασε λοιπόν τον Σαμουήλ. Αλλά δαίμονες από τα τάρταρα πήραν τη μορφή του Σαμουήλ και εμφανίστηκαν στην εγγαστρίμυθο και τον αποστάτη Σαούλ. Και θα σε διδάξει η ίδια η Γραφή. Λέει λοιπόν δήθεν ο Σαμουήλ που φανερώθηκε στο Σαούλ: «κι εσύ σήμερα θα είσαι μαζί μου», πως γίνεται ο ειδωλολάτρης Σαούλ να βρεθεί μαζί  με τον Σαμουήλ; Αλήθεια, είναι φανερό ότι θα βρεθεί μαζί με τους δαίμονες που τον εξαπάτησαν και τον κυρίευσαν. Άρα λοιπόν δεν ήταν ο Σαμουήλ. Αν λοιπόν είναι αδύνατο να ανεβάσουν την ψυχή του αγίου προφήτη, πως είναι δυνατόν να ανεβάσουν από τη γη τον Ιησού Χριστό, που βρίσκεται στους ουρανούς και του οποίου την ανάληψη είδαν οι μαθητές Του και πέθαναν για να μην τον απαρνηθούν; Αν και με αυτά δεν μπορέσετε να τους αντιμετωπίσετε, πείτε τους, «όπως κι αν είναι τα πράγματα, εμείς από σας που εκπορνεύσατε και ειδωλολατρήσατε χωρίς λόγο είμαστε καλύτεροι». Και μην παρασύρεστε από αυτούς απεγνωσμένοι, αδελφοί, αλλά μείνετε σταθεροί στο Χριστό εν μετανοία. Γιατί είναι ελεήμων και θα σας δεχτεί πάλι σαν παιδιά του.
           Αφού λοιπόν είπε αυτά και τους παρακίνησε να βγουν από τη φυλακή, εμφανίστηκαν μπροστά τους ο Πολέμωνας ο νεωκόρος και ο ίππαρχος Θεόφιλος μαζί με αστυνομικούς και μεγάλο πλήθος και έλεγαν∙
  • - Ορίστε, ο Ευκτήμονας ο ηγέτης σας θυσίασε, πεισθείτε κι εσείς. Σας ζητούν ο Λέπιδος και ο Ευκτήμονας στο ναό της Νέμεσης.
    Ο Πιόνιος είπε∙
    - Αυτοί που ρίχτηκαν στη φυλακή είναι σωστό να περιμένουν τον ανθύπατο∙ γιατί μπαίνετε στα δικά του τα χωράφια;
    Έφυγαν λοιπόν, αφού είπαν πολλά, και ξαναήλθαν με αστυνομικούς και όχλο, και λέει ο Θεόφιλος ο ίππαρχος με πονηριά∙
  • - Ο ανθύπατος έστειλε διαταγή να μεταφερθείτε στην Έφεσο.
    Ο Πιόνιος είπε∙
    - Να έλθει ο απεσταλμένος και να μας παραλάβει.
    Ο ίππαρχος είπε∙
    - Ναι, αλλά είναι αξιότιμος αυτοκρατορικός αξιωματούχος∙ αν όμως δε θέλεις, έχω την εξουσία να σε μεταφέρω εγώ.
           Και τον άρπαξε σφίγγοντας το ωμοφόριο γύρω από το λαιμό του, ώστε παρά λίγο να τον πνίξει, και τον παρέδωσε σε έναν αστυνομικό. Ήρθαν λοιπόν στην αγορά και οι υπόλοιποι και η Σαβίνα και ενώ φώναζαν δυνατά «είμαστε χριστιανοί», και έπεφταν καταγής για να μην τους μεταφέρουν στον ειδωλολατρικό ναό, έξι αστυνομικοί κρατούσαν τον Πιόνιο με το κεφάλι προς τα κάτω, καθώς δεν μπορούσαν να τον συγκρατήσουν από το να τους κλωτσάει με τα γόνατα στα πλευρά και να τους παραλύει χέρια και πόδια.
           Τον κουβάλησαν λοιπόν, ενώ αυτός φώναζε, και τον άφησαν κάτω δίπλα στο βωμό, όπου ακόμα βρίσκονταν ο Ευκτήμονας σε ειδωλολατρική στάση. Και ο Λέπιδος είπε∙
  • - Γιατί εσείς δεν θυσιάζετε, Πιόνιε;
    Αυτοί που ήταν μαζί με τον Πιόνιο είπαν∙
  • - Γιατί είμαστε χριστιανοί.
    Ο Λέπιδος είπε∙
  • - Ποιον θεό σέβεστε;
    Ο Πιόνιος είπε∙
  • - Αυτόν που έκανε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν  σε αυτά.
    Ο Λέπιδος είπε∙
  • - Ο εσταυρωμένος λοιπόν ποιος είναι;
    Ο Πιόνιος είπε∙
  • - Αυτός, τον οποίο έστειλε ο Θεός για τη σωτηρία του κόσμου.
    Οι άρχοντες τότε ξέσπασαν σε δυνατά γέλια και ο Λέπιδος καταράστηκε  τον Χριστό. Κι ο Πιόνιος φώναζε∙
  • - Σεβαστείτε τη θεοσέβεια, τιμήστε τη δικαιοσύνη, να έχετε συναίσθηση της συμπάθειας, να ακολουθήσετε πιστά τους νόμους σας. Εμάς τιμωρείτε ως απειθείς, κι εσείς οι ίδιοι απειθείτε∙ διαταχθήκατε να τιμωρείτε, όχι να εκβιάζετε.
    Και τότε κάποιος Ρουφίνος που ήταν παρών και θεωρούνταν εξαιρετικός ρήτορας, είπε∙
  • - Πάψε, Πιόνιε, μη λες ανοησίες.
    Κι αυτός του απάντησε∙
  • - Αυτές είναι οι ρητορείες σου; Αυτά είναι τα βιβλία σου; Αυτά ούτε ο Σωκράτης από τους Αθηναίους δεν τα έπαθε. Τώρα όλοι είναι Άνυτοι και Μέλητοι. Άραγε ο Σωκράτης και ο Αριστείδης και ο Ανάξαρχος και οι υπόλοιποι έλεγαν ανοησίες, σύμφωνα με την άποψή σας, επειδή άσκησαν τη δικαιοσύνη και την φιλοσοφία και την καρτερία;
    Κι ο Ρουφίνος τα άκουσε αυτά και σίωπησε.
    Και κάποιος από τους ξεχωριστούς και ένδοξους κοσμικούς, και ο Λέπιδος μαζί του, είπαν∙
  • - Μη φωνάζεις, Πιόνιε.
    Κι αυτός του είπε∙
  • - Και συ μην εκβιάζεις∙ άναψε φωτιά και από μόνοι μας θα ανεβούμε.
    Και κάποιος Τερέντιος από τον όχλο φώναξε∙
  • - Ξέρετε ότι αυτός συγκρατεί και τους άλλους για να μη θυσιάσουν.
    Στη συνέχεια λοιπόν τους φόρεσαν στεφάνια∙ αυτοί όμως τα χαλούσαν και τα πετούσαν μακριά. Και ο αρμόδιος του δήμου πήρε θέση κρατώντας το ειδωλόθυτο. Βέβαια δεν τόλμησε να πλησιάσει κανέναν, αλλά ο ίδιος το έφαγε όλο μπροστά στα μάτια όλων. Και ενώ αυτοί φώναζαν «είμαστε χριστιανοί», εκείνοι δεν ήξεραν τι να τους κάνουν και τους έστειλαν πάλι στη φυλακή, ενώ ο όχλος τους κορόιδευε και τους χτυπούσε. Και κάποιος λέει στη Σαβίνα∙
  • - Εσύ δε μπορούσες να πεθάνεις στην πατρίδα σου;
    Κι εκείνη είπε∙
  • - Ποια είναι η πατρίδα μου; Εγώ είμαι αδελφή του Πιόνιου.|
    Και ο Τερέντιος που ήταν υπεύθυνος τότε για τους αγώνες μονομαχίας είπε στον Ασκληπιάδη∙
  • - Θα σε ζητήσω σαν κατάδικο για τους μονομαχικούς αγώνες του γιου μου.
    Κι ο Ασκληπιάδης του απάντησε∙
  • - Δε με φοβίζεις με αυτό.
    Κι έτσι μπήκαν στη φυλακή. Και καθώς έμπαινε ο Πιόνιος στη φυλακή, ένας από τους αστυνομικούς τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι και τον τραυμάτισε. Αυτός όμως έμεινε ήρεμος. Τα χέρια όμως και τα πλευρά εκείνου που τον χτύπησε παρουσίασαν φλεγμονές, ώστε μετά βίας ανέπνεε. Και αφού μπήκαν δόξασαν τον Θεό που έμειναν αβλαβείς στο όνομα του Χριστού και δεν τους νίκησε ο εχθρός, ούτε ο Ευκτήμονας ο υποκριτής, και συνεχώς έψελναν και προσεύχονταν για να παίρνουν θάρρος.
    Και λέγονταν μετά από αυτά ότι είχε την αξίωση ο Ευκτήμονας να αναγκαστούμε να θυσιάσουμε και ότι ο ίδιος μετέφερε το αρνί στο ναό της Νέμεσης, και αφού ψήθηκε και έφαγε, θέλησε να πάρει το υπόλοιπο στο σπίτι του. Με αποτέλεσμα να καταντήσει αυτός τόσο καταγέλαστος επειδή πάτησε τον όρκο του, καθώς ορκίστηκε στεφανωμένος στην τύχη του αυτοκράτορα και στις Νεμέσεις ότι δεν είναι χριστιανός και ούτε θα παραλείψει κάτι από αυτά που πρέπει για την άρνηση, όπως και οι υπόλοιποι.
    Μετά από αυτά ήρθε ο ανθύπατος στη Σμύρνη και αφού προσήγαγαν τον Πιόνιο, μαρτύρησε στις 12 Μαρτίου και ενώ τηρούνταν τα ακόλουθα πρακτικά. Αφού κάθησε μπροστά στο βήμα ο ανθύπατος Κυντιλλιανός, τον ρώτησε∙
  • - Πώς ονομάζεσαι;
  • - Πιόνιος.
  • - Θυσιάζεις;
  • - Όχι
  • - Ποια θρησκεία ή αίρεση έχεις;
  • - Των καθολικών.
  • - Ποιων καθολικών;
  • - Είμαι πρεσβύτερος της ορθόδοξης εκκλησίας.
  • - Εσύ είσαι ο διδάσκαλος τους;
  • - Ναι εγώ τους δίδασκα..
  • - Είσαι διδάσκαλος της μωρίας;
  • - Της θεοσέβειας.
  • - Ποιας θεοσέβειας;
  • - Προς τον Θεό Πατέρα που δημιούργησε τα πάντα
  • - Θυσίασε. Όχι, εγώ πρέπει να προσεύχομαι στο Θεό.
  • - Όλοι σεβόμαστε τους θεούς και τον ουρανό, και τους θεούς που βρίσκονται στον ουρανό. Εσύ είσαι αφοσιωμένος στον αέρα; Τότε θυσίασε σ' αυτόν.
  • - Δεν είμαι αφοσιωμένος στον αέρα αλλά σ' αυτόν που δημιούργησε τον αέρα και τον ουρανό και όσα βρίσκονται σ' αυτά.
  • - Για πες μας, ποιος τα δημιούργησε;
  • - Δεν επιτρέπετε να πω.
  • - Πάντως ο θεός, δηλαδή ο Ζευς ο οποίος βρίσκεται στον ουρανό. Γιατί είανι ο βασιλιάς όλων των θεών
    Και ενώ ο Πιόνιος σιωπούσε και τον κρέμασαν, του είπαν∙
  • - Θυσιάζεις;
  • - Όχι.
    Και αφού πάλι τον βασάνισαν με νύχια, του είπαν∙
  • -  Μετανόησε∙ γιατί παραλογίζεσαι;
  • -    Δεν παραλογίζομαι, αλλά σέβομαι τον ζώντα Θεό.
  • -    Άλλοι πολλοί θυσίασαν και ζουν και έβαλαν μυαλό.
  • - Δε θυσιάζω.
  • - Τώρα που σε ρωτάμε, σκέψου το καλά και μετανόησε.
  • - Όχι.
  • - Γιατί βαδίζεις προς τον θάνατο;
  • - Όχι προς τον θάνατο, αλλά προς τη ζωή.
  • - Δεν κάνεις κανένα σπουδαίο κατόρθωμα που σπεύδεις προς τον θάνατο. Γιατί τον θάνατο τον περιφρονούν και αυτοί που γράφονται να αγωνιστούν ενάντια στα θηρία για ελάχιστα χρήματα. Και εσύ είσαι σαν και εκείνους. Επειδή λοιπόν σπεύδεις προς τον θάνατο, θα καείς ζωντανός.
    Και από την πινακίδα αναγνώστηκε στα ρωμαϊκά∙ « Τον Πιόνιο, που ομολόγησε ότι είναι χριστιανός, καταδικάσαμε να καεί ζωντανός».
    Πήγε λοιπόν ο Πιόνιος βιαστικά στο στάδιο εξαιτίας της προθυμίας της πίστεως και παρόντος του δεσμοφύλακα, έβγαλε με τη θέλησή του τα ιμάτιά του. Έπειτα, μόλις συνειδητοποίησε την αγνότητα και την ωραιότητα του σώματός του, γέμισε χαρά και σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό και ευχαρίστησε τον Θεό που τον διατήρησε έτσι. Έπειτα ξάπλωσε πάνω στο ξύλο και παραδόθηκε στο στρατιώτη για να καρφώσει τα καρφιά. Και αφού καρφώθηκε, του είπε πάλι ο δημόσιος εκτελεστής∙
  • - Μετανόησε και θα σου αφαιρεθούν τα καρφιά.
  • - Πράγματι, τα αισθάνθηκα ότι είναι βυθισμένα μέσα.
    Και αφού σκέφτηκε λίγο, είπε∙
  • - Για αυτό βιάζομαι, για να εγερθώ γρηγορότερα, εννοώντας την ανάσταση των νεκρών. Και τον ανόρθωσαν πάνω στο ξύλο και μετά από αυτά στη συνέχεια και κάποιον πρεσβύτερο Μητρόδωρο, της αίρεσης των Μαρκιωνιτών. Και έτυχε ο Πιόνιος να βρίσκεται στα δεξιά και ο Μητρόδωρος στα αριστερά, ενώ και οι δύο έβλεπαν προς ανατολάς. Και αφού εκείνοι έφεραν τα υλικά και τα ξύλα και τα συσσώρευσαν γύρω-γύρω, ο Πιόνιος έκλεισε τα μάτια, ώστε το πλήθος να καταλάβει ότι εξέπνευσε. Εκείονς όμως προσευχόταν μυστικά, και όταν τελείωσε η προσευχή, άνοιξε τα μάτια. Ήδη όμως η φλόγα υψωνόταν και αυτός με χαρούμενο πρόσωπο πρόφερε το τελευταίο αμήν και είπε∙
  • - «Κύριε, δέξου την ψυχή μου».
    Εξέπνευσε ήσυχα και χωρίς πόνο και έδωσε το πνεύμα του σαν παρακαταθήκη στον Πατέρα, ο οποίος του υποσχέθηκε ότι θα φυλάξει όλο το αίμα του και όλη την ψυχή του, που κατακρίθηκε άδικα.
    Τέτοια ζωή έζησε ο μακάριος Πιόνιος, άμωμη, ανέγκλητη, αδιάφθορη, έχοντας πάντοτε τη σκέψη του στραμμένη στο Θεό τον παντοκράτορα και στον «μεσίτη Θεού και ανθρώπων Ιησού Χριστό», τον Κύριό μας και καταξιώθηκε ένα τέτοιο τέλος και νικώντας τον μεγάλο αγώνα, πέρασε από τη στενή θύρα στο πλατύ και μεγάλο φως. Και φανερώθηκε ο στέφανός του και  με το σώμα. Γιατί μετά το σβήσιμο της φωτιάς τον είδαμε αυτόν τον ίδιο εμείς που βρισκόμασταν εκεί να είναι σε κατάσταση ακμαίου αθλητή στολισμένου. Γιατί και τα αυτιά του δεν παραμορφώθηκαν και οι τρίχες στο δέρμα του κεφαλιού του ήταν άθικτες και τα γένεια του ήταν στολισμένα με νεάνθιστες τρίχες. Και έλαμπε το πρόσωπό του πάλι, χάρη θαυμαστή, ώστε να στηριχθούν περισσότερο οι χριστιανοί στην πίστη, ενώ οι άπιστοι να κατέλθουν φοβισμένοι και με καταπτοημένη τη συνείδηση.  Αυτά έγιναν όταν ανθύπατος της Ασίας ήταν ο Ιούλιος Πρόκλος Κυντιλλιανός, ύπατοι του αυτοκράτορα ο Γ. Μέσσιος Κύντος Τραϊανός Δέκιος Σεβαστός για δεύτερη φορά και ο Ουέττιος Γράτος, στις 12 Μαρτίου για τους Ρωμαίους, ενώ για τους Ασιάτες την 19η του 6ου μηνός, ημέρα Σάββατο, ώρα δεκάτη, ενώ κατά τους δικούς μας υπολογισμούς, κατά τη βασιλεία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


    Μαρτύριον του Αγ Πιονίου του Πρεσβυτέρου, 
    Απόδοση στα νέα Ελληνικά, Τέζας Γεώργιος - Φιλόλογος


Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης