Ἡ αἱρετική ἀπεικόνιση τῆς «ἁγίας οἰκογενείας» (ἀποσπάσματα)

Ἡ αἱρετική ἀπεικόνιση τῆς «ἁγίας οἰκογενείας» (ἀποσπάσματα) 

Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ «Ἡ αἱρετική ἀπεικόνιση τῆς “ἁγίας οἰκογενείας”. Γιατί εἶναι ξένη καί ἀπόβλητη» δημοσιεύουμε - κατόπιν εἰδικῆς ἀδείας τοῦ συγγραφέως -ὁλόκληρο τό ζ΄κεφάλαιο καί ἀποσπάσματα τῆς εἰσαγωγῆς, τῶν κεφαλαίων β΄ καί η΄ καί τῆς τελικῆς συνόψεως, πρός καλύτερη γνωριμία τῶν ἀδελφῶν μέ τόν ὅλο σχετικό προβληματισμό τῆς ἀμάρτυρης καί καινοφανοῦς ἀπεικονίσεως αὐτῆς τῆς λεγομένης «ἁγίας οἰκογένειας», ἡ ὁποία ὑπονομεύει μέ ἐποπτικό τρόπο τό δόγμα τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου καί, συνεπῶς, καί τό δόγμα τῆς τελείας Θεότητος τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν.  

 



Α. Εἰσαγωγὴ

[...................]

Ἡ παρθενία τῆς Παναγίας μας ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καὶ γι΄ αὐτὸ καὶ σαφῆ ἀπόδειξη τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ, ἔναντι πάντων τῶν αἱρετικῶν, ὅπως ἀναπτύσσουμε κατωτέρω· κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ: «Ἕνα μόνον εἶναι στὸν Θεὸ ἀδύνατο, νὰ ἔλθει σὲ ἕνωση μὲ ἀκάθαρτο, πρὸ τῆς καθάρσεως· γι’ αὐτὸ ὑπῆρχε ἀπόλυτη ἀνάγκη γιὰ μία τελείως ἀμόλυντη καὶ καθαρώτατη Παρθένο, γιὰ τὴν κυοφορία καὶ τὴν γέννηση τοῦ ἐραστῆ καὶ δοτήρα τῆς καθαρότητας» [4]. Γι’ αὐτὸν τὸ λόγο καὶ ὑφίστανται ἀπὸ παλαιὰ ἡ τιμὴ καὶ ὑπόληψή Της πόλεμο ἐκ μέρους τῶν παντοίων ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἰουδαίων, τῶν Γνωστικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν σημερινῶν ἀπογόνων τοῦ Γνωστικισμοῦ, τῶν Μασόνων καὶ Νεοεποχιτῶν -Θεοσοφιστῶν [5].
Τὰ τελευταῖα ἔτη ἔχει λάβει ἰδιαιτέρως εὐρεῖα διάδοση, πρωτίστως ἐξ αἰτίας τοῦ γενικοῦ θεολογικοῦ καὶ δογματικοῦ ληθάργου, ἡ λεγομένη εἰκόνα τῆς «ἁγίας οἰκογενείας». Ἡ ἐν λόγῳ εἰκόνα, οἱ ἱστορικὲς ἀπαρχὲς τῆς ὁποίας εὑρίσκονται στὴν Δύση, παρουσιάζει – κατὰ κανόνα ἐναγκαλιζόμενες - μία γυναικεία μορφή, μία ἀνδρική, νέου συνήθως ἀνδρός, καὶ ἑνὸς παιδιοῦ ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν. Σὲ ἀκόμη χειρότερες ἐκδόσεις της ἐμφανίζονται ἐναγκαλιζόμενοι ὁ ἀνὴρ καὶ ἡ γυνὴ σὲ περισσότερο «οἰκεία» στάση, καὶ τὸ παιδὶ παραπλεύρως, στὴν ἀγκάλη τῆς μητέρας του. Καὶ ἡ βλάσφημη αὐτὴ παράσταση, μὲ ὅλα τὰ συνειρμικὰ μηνύματα ποὺ φέρει, ὑποτίθεται ὅτι παριστᾷ τὴν Θεοτόκο, τὸν Μνήστορα Ἰωσὴφ καὶ τὸ παιδίον Ἰησοῦν. 

Ὁ «Κερδῷος Ἑρμῆς» ἔχει πετύχει τὴν ἀγοραστικὴ διάθεση τῆς εἰκαστικῆς αὐτῆς θεολογικῆς πλάνης σὲ καταστήματα προσκυνητῶν στὴν Ἁγία Γῆ, ἀλλὰ καὶ στὴν περισσότερο παραδοσιακὴ Ἑλλάδα, μέχρι καὶ στὴν Οὐρανούπολη, πόλη τῶν προσκυνητῶν, ἀλλὰ καὶ στὴν Πρωτεύουσα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὶς Καρυές. 

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ τέχνη, ὅμως, εἶναι ἀπαραιτήτως δογματικὴ μὲ ποιμαντικὸ προσανατολισμὸ καὶ δὲν ἀφίνει ἀσαφῆ περιθώρια γιὰ συναισθηματισμούς, φαντασία καὶ λυρισμό, εἰκαστικές πρωτοτυπίες ἤ ἀρχιτεκτονικοὺς ἀκροβατισμούς [6]. Ὅπως κάθε τι στὴν Ἐκκλησία ἔχει καὶ αὐτὴ αἰώνια, Χριστοκεντρική, Θεανθρωποκεντρικὴ προοπτικὴ καὶ ἔτσι καθίσταται τέχνη χάριν τῆς Σωτηρίας καὶ ὄχι «ars gratiae artis» («τέχνη χάριν τῆς τέχνης»). Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ἐκκλησιαστικὴ εἰκονογραφία πρέπει νὰ διέπεται ἀπὸ δογματικὴ ἀκρίβεια. 

Στὸ παρὸν κείμενο ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀποτυπώσουμε τὴν τεκμηριωμένη ἀνησυχία μας γιὰ τὴν διάδοση τῆς ἀπεικονίσεως τῆς «ἁγίας οἰκογενείας» ἀλλὰ καὶ τὸ σαφῶς νεοεποχίτικο νόημά της. Ἡ αἰφνίδια διάδοσή της μεταξὺ καὶ τῶν Ὀρθοδόξων δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἄσχετη μὲ τὴν πρόοδο τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅσο καὶ τῶν νεο-εποχιτικῶν ρευμάτων, τὰ ὁποῖα προσπαθοῦν νὰ διεισδύσουν στὴν Ἐκκλησία μας καὶ πρωτίστως ἐπιφέρουν τὴν σταδιακὴ νέκρωση ἤ μετάλλαξη τῶν ὀρθοδόξων θεολογικῶν «ἀντι-σωμάτων».


Β. Ἡ δυτικὴ προέλευση καὶ ἀποδοχὴ τῆς παραστάσεως τῆς «ἁγίας οἰκογενείας»

Β.1.  Ἡ ἀπεικόνιση δὲν μαρτυρεῖται στὴν χριστιανικὴ ἀρχαιότητα

Ὁ πολὺς περὶ τὴν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς τέχνης ὁμότιμος Καθηγητὴς Κωνσταντῖνος Καλοκύρης στὸ σύγγραμμά του «Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν εἰκονογραφίαν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως» [7], ἐντοπίζει τὴν προέλευση τῆς παραστάσεως τῆς «ἁγίας οἰκογενείας» καὶ τὴν ἐξάπλωσή της κυρίως στὴν Δύση· «Δὲν εἶναι πολὺ συνήθης εἰς τὴν Ἀνατολὴν ἡ αὐτοτελὴς παράστασις τῆς ἁγίας Οἰκογενείας, ὡς εἶναι εἰς τὴν Δύσιν. Αὕτη διακρίνεται εἰς στενωτέραν καὶ εὐρυτέραν. Τὴν στενωτέραν ἁγίαν Οἰκογένειαν ἀποτελοῦν, ὡς εἶναι εὐνόητον, ἡ Θεοτόκος, ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Ἰωσὴφ, ἢ πάλιν ἡ Θεοτόκος, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἁγία Ἄννα. Ἡ εὐρυτέρα ἁγία Οἰκογένεια προκύπτει διὰ τῆς προσθήκης τῆς Ἐλισάβετ καὶ τοῦ Προδρόμου. Ἡ ἀπεικόνισις τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Ἰωσὴφ εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τὰ παλαιοχριστιανικὰ μνημεῖα (σαρκοφάγους κ.λ.π.)».  

Τὴν τελευταία αὐτὴ πληροφορία, περὶ τῆς ἱστορήσεως σὲ ἀρχαῖες χριστιανικὲς σαρκοφάγους τῆς παραστάσεως τῶν τριῶν προσώπων Χριστοῦ, Θεοτόκου καὶ Μνήστορος Ἰωσὴφ, ὁ Καθηγητὴς Καλοκύρης ἀρύεται ἀπὸ τὸ γαλλικὸ  «Λεξικὸ τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας καὶ τῆς Λατρείας», ἀπὸ τὸ ἐκεῖ σχετικὸ λῆμμα τοῦ Η. Leclercq [8], ὅπου καὶ παραπέμπει [9]. Ἡ εἴδηση αὐτὴ φαινομενικῶς δικαιώνει τὴν ἐξάπλωση τῆς ἀπεικονίσεως αὐτῆς, ἀφοῦ ἀνάγεται, δῆθεν, στὴν χριστιανικὴ ἀρχαιότητα. Ὡστόσο, ἡ προσεκτικὴ ἀναδίφηση τοῦ συγκεκριμένου λήμματος τοῦ H. Leclercq παρουσιάζει πιὸ ἐνδιαφέροντα γιὰ τὸ θέμα μας στοιχεῖα, καὶ ἐν τέλει καταρρίπτει τὴν ἀρχαιότητα τῆς ἀπεικονίσεως τῆς «ἁγίας οἰκογενείας». 

Οὐσιαστικῶς ὁ H. Leclercq στὸ ἐν λόγῳ ἄρθρο μέμφεται τὴν προσπάθεια ποὺ καταβλήθηκε, κυρίως ἀπὸ Ἰταλούς, νὰ ἐντοπισθοῦν στὶς χριστιανικὲς κατακόμβες δῆθεν ἀρχαῖα πρότυπα γιὰ τὴν σύνθεση τῆς «ἁγίας οἰκογενείας»· ρωμαιοκαθολικοὶ ἐρευνητές, ὅπως ὁ Raphaël Garrucci, ἀναίρεσαν τὶς ἀρχικές τους ἀπόψεις γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν τριῶν μορφῶν σὲ διάφορες παραστάσεις [10] καὶ ἦλθαν ἐν προκειμένῳ σὲ σύγκρουση πρὸς ἄλλους, ὅπως τὸν ἀββᾶ Martigny, καθὼς ἄλλοτε οἱ ἀρχαιολόγοι διαπίστωναν, ὅτι οἱ εἰκονιζόμενες μορφὲς ἦταν κεκοιμημένων χριστιανικῶν οἰκογενειῶν καὶ ὄχι τῆς «ἁγίας οἰκογενείας», ἄλλοτε διαπιστωνόταν ὅτι οἱ ἱερὲς μορφὲς τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παρθένου καὶ τοῦ Μνήστορος ἦταν μέρος εὐρύτερων συνθέσεων, ὅπως αὐτὴ τῆς προσκυνήσεως τῶν Μάγων. 

Κατὰ τὸν Leclercq «ἡ καθολικὴ εἰκαστικὴ συνεχίζοντας τὴν χριστιανικὴ εἰκονογραφία, ἔχει ἀλλοιώσει ἕνα συγκεκριμένο ἀριθμὸ προσκυνητῶν τύπων καὶ συμβόλων, τὰ ὁποῖα ὑποκατέστησε μὲ ἄλλα, θεωρούμενα περισσότερο ἐποικοδομητικά [...] Ἡ ἰταλικὴ φαντασία προώθησε περαιτέρω τὶς καταστροφές της, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἀνακάλυψε στὴν ἀρχαιότητα τὰ πρότυπα τῶν τύπων στοὺς ὁποίους ἤθελε νὰ προσδώσει ὑπόληψη· καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐξῆλθε τῶν κατακομβῶν ἡ “ἁγία οἰκογένεια”»[ 11]. 

Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, αἴρεται ἐντελῶς ἡ ἀναγωγὴ τῆς ἀπεικονίσεως τῆς «ἁγίας οἰκογενείας» στοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους.

[.........................................]

Ζ. Ὁ Μνήστωρ Ἰωσὴφ
    
Κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ὁ Μνήστωρ καὶ φύλαξ τῆς Θεοτόκου, ὁ υἱὸς Ἡλί, ἔχοντας περιέλθει σὲ χηρεία, πρὸ τῆς ὁποίας εἶχε ἀποκτήσει τέσσερις υἱοὺς (τοὺς λεγομένους στὰ Εὐαγγέλια «ἀδελφοὺς τοῦ Κυρίου») καὶ δύο θυγατέρες [77], «διῆγεν ἐν χηρείᾳ καὶ σωφροσύνῃ ὁ Ἰωσήφ· ἐτῶν γὰρ ἦν περίπου ἑβδομήκοντα» [78]. 

Ἡ ἱερὰ ὑμνογραφία τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, στὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ Μνήστορος, συμπυκνώνει τὴν περί αὐτοῦ διδαχὴ τῆς Ἐκκλησίας· ἀναφέρει τὴν γεροντική του ἡλικία κατὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλαδὴ «τῶν Προφητῶν τὰς προῤῥήσεις εἶδεν ἐν γήρᾳ σαφῶς, ὁ Ἰωσὴφ ὁ Μνήστωρ», ἀλλὰ καὶ ὅτι ἦταν μόνον νομιζόμενος πατὴρ τοῦ Ἰησοῦ, «Χριστοῦ πατὴρ νομιζόμενος», καὶ ὅτι «τὴν μόνην ἐν γυναιξί, καθαρὰν καὶ ἄμωμον, μάκαρ Ἰωσὴφ σὺ ἐμνηστεύσω, τηρῶν Παρθένον ἁγνήν, πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ Ποιήσαντος»· ἐπίσης, ὅτι κράτησε στὴν ἀγκάλη του τὸν Θεάνθρωπο καὶ τὸν ὑπηρέτησε μὲ εὐλάβεια ὡς ἄγγελος, «ἵστασο Θεῷ σαρκὶ νηπιάσαντι, σοφὲ Ἰωσὴφ διακονούμενος, ὥσπερ Ἄγγελος» καὶ ὅτι ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν Χριστὸ καθαγίασε τὸν Μνήστορα Ἰωσὴφ σαρκὶ καὶ πνεύματι [79].  

Ὁ Μνήστωρ Ἰωσὴφ χρηματίζει, προσέτι, σύμφωνα μὲ τὴν ἱερὰ ὑμνογραφία, καὶ μάρτυρας τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου ἔναντι τῶν Ἱερέων οἱ ὁποῖοι Τὴν ἀνέθεσαν σὲ ἐκεῖνον [80]· αὐτὸ δηλώνει καὶ ὁ γνωστότατος ὕμνος «Κατεπλάγη Ἰωσὴφ τὸ ὑπὲρ φύσιν θεωρῶν» [81], ὁ ὁποῖος καταλήγει: «καὶ μαρτυρῶν ὁ Μνήστωρ Σου καὶ φύλαξ τοῖς ἱερεῦσιν ἐκραύγαζε· Παρθένος τίκτει καὶ μετὰ τόκον πάλιν μένει Παρθένος».  

Κατὰ τὴν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μνηστεία τῆς Παρθένου μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ προφυλάξει ἀκριβῶς τὴν παρθενία τῆς μελλοντικῆς Θεοτόκου· διότι, γνωρίζοντας ὁ διάβολος τὴν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα περὶ τῆς Γεννήσεως τοῦ Μεσσία ἐκ Παρθένου (Ἠσ. 7, 14), θὰ ἐπιβουλευόταν μὲ ἔμμεσους τρόπους τὴν παρθενία Της· ἔτσι «ἡ τοιαύτη κατάστασις [ἡ μνηστεία], μὴ θίξασα τὴν παρθενίαν τῆς Θεοτόκου, ἕνα μόνον λόγον καὶ σκοπὸν εἶχε κατὰ τὸν ἱερὸν Δαμασκηνόν [82]· τὴν προφύλαξιν ἀκριβῶς τῆς παρθενίας τῆς Μαρίας δι΄ “ἐξαπατήσεως” τοῦ Διαβόλου». Ὁ Χριστὸς ἦταν «νομικὸ τέκνο» τοῦ φαινομενικοῦ αὐτοῦ γάμου, γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς θέσεώς του στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία καὶ τὴν προφύλαξη τῆς τιμῆς τῆς Μητέρας Του [83] . 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὸ σχετικὸ ἐδάφιο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου συμπεραίνει, ὅτι ὄχι μόνον ἡ Θεοτόκος, ὅπως θὰ δοῦμε, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Μνήστωρ, μετὰ τὴν βίωση τοῦ ὑπερφυοῦς μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως, νὰ ἀποβοῦν πράγματι σύζυγοι ἦταν ἀδύνατον (ἐμεῖς βέβαια, προσθέτουμε, ὡς αὐτονόητο ὅτι καὶ νὰ φέρονται μὲ οἰκειότητα)· «αὐτὸ ποὺ ἀπὸ ὅσα λέχθηκαν φαινόταν αὐτονόητο καὶ παραδεκτό, τοῦτο ἐν συνεχείᾳ ἀφήνει νὰ τὸ καταλάβεις ἐσύ [μόνος σου]· ὅτι δηλαδὴ οὔτε καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτά, Αὐτὴν ποὺ ἔγινε μητέρα μὲ τέτοιο τρόπο καὶ καταξιώθηκε καινούργιων ὠδίνων καὶ παραδόξου λοχείας, ἐκεῖνος ὄντας δίκαιος, θὰ εἶχε ἀνεχθεῖ νὰ τὴν γνωρίσει. Διότι ἂν τὴν ἐγνώρισε καὶ τὴν εἶχε σὲ θέση γυναικός, πῶς τὴν ἀναθέτει [ὁ Ἐσταυρωμένος] στὸ μαθητή, ὡς ἀπροστάτευτη καὶ μὴ ἔχουσα κανέναν;» [84]  

Ἡ μομφὴ κατὰ τῆς ἀρετῆς τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Μνήστορος ἀπὸ τὴν σύγχρονη ἀπεικόνιση τῆς «ἁγίας οἰκογενείας» γίνεται ἀκόμη πιὸ εὔκολα ἀντιληπτή, ὅταν ἀναλύσουμε τὴν λεπτότητα τῶν ἀρετῶν.
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία μᾶς καθοδηγεῖ πρὸς τὴν τελειότητα, ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἐμπαθῆ ἀντιμετώπιση τῶν πραγμάτων· ἔτσι, ὡς τήρηση τῆς παρθενίας δὲν νοεῖται μόνον ἡ ἀποφυγὴ τῆς πράξεως τῆς πορνικῆς μείξεως, ἀλλ’ ἀναλογικῶς καὶ ὅσα ὁδηγοῦν σὲ αὐτήν, ὅραση ἐπιθυμίας, λογισμοί, ἐναγκαλισμοί, κ.ο.κ.· οἱ ἱεροὶ Κανόνες, ὡς μέσα προληπτικὰ ἢ θεραπευτικὰ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ἐν προκειμένῳ σαφεῖς γιὰ τὴν κατὰ τῆς ἁγνότητας βλάβη ἀπὸ τὶς κινήσεις «οἰκειότητας», ἐναγκαλισμούς κ.ο.κ. [85] 

Ἡ χειρονομία ἐναγκαλισμοῦ καὶ ἡ προσέγγιση τῆς μορφῆς τοῦ δῆθεν Μνήστορος πρὸς αὐτὴν τῆς Μαρίας, εἶναι καὶ ἐξ ἄλλης ἐπόψεως μεμπτὴ: δεικνύει καὶ θράσος («παρρησία»), ἐντελῶς ξένη πρὸς τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἀββᾶ Δωρόθεο, δὲν πρέπει οὔτε στὰ μάτια νὰ κοιτάζουν τὸν συνάνθρωπό τους, τηρώντας τὴν ταπεινοφροσύνη· «καὶ ἵνα σπουδάζωμεν μηδὲ ἀνανεύειν εἰς τὰ πρόσωπα ἀλλήλων· καὶ τοῦτο γάρ, ὡς εἶπέ τις τῶν γερόντων, εἶδός ἐστι παρρησίας» [86].

Δὲν ἁμαρτάνει, λοιπόν, ὅποιος διατηρεῖ ἀπεικονίσεις τῆς Θεοτόκου, τῆς «τιμιωτέρας τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρας ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφὶμ», σὲ πολλὴ ἐγγύτητα ἢ ἀκόμη καὶ σὲ ἐναγκαλισμὸ μὲ τὸν Μνήστορα; Ἡ ὁμόφωνη διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῶν ὁποίων ὁ λόγος εἶναι νόμος [87], διαπιστώνει τὴν παντελῆ καθαρότητα ὅλων τῶν αἰσθήσεων τῆς Παναγίας μας, ἡ ὁποία εἶχε «ὡς πλοῦτο τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος ἀνυψωμένες ἀπὸ κάθε μολυσμό» [88]. Πῶς νὰ παραμερισθεῖ ἡ διδασκαλία αὐτὴ χάριν τῶν ξενόφερτων συναισθηματισμῶν γιὰ μιὰ «οἰκογενειακὴ» καὶ ὄχι ἀσκήτρια Μαρία, τὴν Ἡγουμένη τῶν παρθενευόντων καὶ μοναζόντων;

Οὐσιαστικῶς ἡ ἀπεικόνιση ἀνατρέπει τὴν ὅλη ἀποστολὴ τοῦ Μνήστορος, ὁ ὁποῖος δόθηκε ὡς μάρτυς τῆς παρθενίας τῆς Παναγίας καὶ προστάτης Της, διότι Αὐτὴ ἀποτελεῖ μόνον τοῦ Θεοῦ «Νύμφην ἀνύμφευτον». Ἡ «ἁγία οἰκογένεια» δὲν διασῴζει εἰκαστικῶς οὔτε τὴν ἀρετὴ καὶ κοσμιότητα τοῦ σώφρονος Μνήστορος Ἰωσήφ, οὔτε τὸν σεβασμό του ἔναντι τοῦ ἐπιτελεσθέντος μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως, οὔτε τὸν ἀρχικὸ δισταγμό του ἔναντι τῆς ἀπορρήτου Συλλήψεως τοῦ Θεανθρώπου, συνήθως οὔτε κἂν τὴν γεροντική του ἡλικία.
Τὰ ἐσφαλμένα μηνύματα αὐτά, ὅμως, ἀποτελοῦν «μέλι στὸ ψωμὶ» μιᾶς εὐρείας κλίμακας συγχρόνων αἱρέσεων καὶ παραθρησκειῶν.

Η. Ὁ μασονικὸς καὶ θεοσοφικὸς ἀποκρυφισμὸς κατὰ τῆς Ἀειπαρθένου Θεοτόκου

Η.1. Οἱ ἀρχαῖοι Γνωστικοὶ

[...................]

Ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους αἱρετικοὺς παρόμοιες διδασκαλίες εἶχαν καὶ οἱ Μεσσαλιανοὶ ἢ Εὐχῖτες, αἵρεση ἡ ὁποία δέχθηκε τὶς γνωστικιστικές, μανιχαϊκὲς ἐπιδράσεις καὶ τὶς μετέδωσε καὶ σὲ μεταγενέστερους Γνωστικούς, ὅπως εἶναι οἱ Παυλικιανοὶ καὶ οἱ Βογόμιλοι [97]. Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, οἱ Μεσσαλιανοὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων δογμάτων τους, εἶχαν καὶ τὰ ἑξῆς [98]: ὅτι τὰ κακὰ ὑπάρχουν ἐκ φύσεως, ὅτι καὶ πρὸ τῆς πτώσεως ὁ Ἀδὰμ ἔσμιξε μὲ τὴν Εὔα ἀπαθῶς, ὅτι ἡ Μαρία δὲν συνέλαβε ἀσπόρως τὸν Λόγο, ὅτι πρέπει οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀποκτήσουν δύο εἰδῶν ψυχές, μία ὅπως αὐτὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ μία ἐπουράνια, κ.λπ. Εἶναι φανερὲς καὶ ἐδῶ τόσο ἡ πολεμικὴ κατὰ τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου, ὅσο καὶ ἡ πλάνη περὶ δῆθεν πρωτογόνου καὶ ὄχι μεταπτωτικῆς εἰσαγωγῆς τῆς γαμικῆς σχέσεως, ἀντιθέτως πρὸς ὅ,τι δογματίζει ἡ Ἐκκλησία βασιζόμενη στὴν Ἁγία Γραφή, δηλαδὴ περὶ τῆς ἀρχεγόνου παρθενίας τῶν πρωτοπλάστων Ἀδὰμ καὶ Εὔας [99].
    
    
Η.2. Οἱ σύγχρονοι ἀποκρυφιστὲς

Οἱ ἀρχαῖοι γνωστικοὶ μῦθοι, μὲ διαδικασία ποὺ δὲν εἶναι τῆς παρούσης γραφῆς, μεταφέρθηκαν στὶς σύγχρονες μυστικὲς ὁμάδες, τὰ γνωστὰ «ὑπόγεια ρεύματα».

Γράφει ὁ Ἐδουάρδος Συρὲ στὸ βιβλίο του Οἱ Μεγάλοι Μύστες, σημαντικώτατο ἔργο τοῦ σύγχρονου θεοσοφισμοῦ (προλογισμένο δὲ σὲ μιὰ ἑλληνική του ἔκδοση ἀπὸ τὸν πασίγνωστο Μασόνο «θεολόγο» Καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Νικόλαο Λούβαρι): «Φαίνεται ὅτι στὶς πρῶτες χριστιανικὲς κοινότητες ὁ Ἰησοῦς λατρευόταν σὰν γυιὸς τῆς Μαρίας καὶ τοῦ Ἰωσήφ, ἀφοῦ ὁ Ματθαῖος μᾶς δίνει τὸ γενεαλογικὸ δένδρο τοῦ Ἰωσήφ, γιὰ νὰ ἀποδείξη ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὸ Δαυΐδ. Στὸ σημεῖο αὐτὸ χωρὶς ἀμφιβολία, ὅπως καὶ σὲ μερικὲς ἄλλες γνωστικὲς αἱρέσεις, θεωροῦσαν τὸν Ἰησοῦ γυιὸ τοῦ Αἰωνίου, ὅπως τὸ Σαμουὴλ ἀργότερα. Ἡ παράδοσι στὴν προσπάθειά της ν’ ἀποδείξη τὴν ὑπερφυσικὴ καταγωγὴ τοῦ Ἰησοῦ ὕφανε τὸν πέπλο της τὸ χρυσὸ καὶ γαλάζιο, τὴν ἱστορία τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς Μαρίας, τὸν Εὐαγγελισμὸ καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν παιδικὴ ἡλικία τῆς Μαρίας στὸ ναό» [100].
Ὁ περίφημος Ἀμερικανὸς Μασόνος Albert Pike (1809-1891), στὸ ἔργο του Ἤθη καὶ Δόγματα τοῦ Ἀρχαίου καὶ Ἀποδεδεγμένου Σκωτικοῦ Τύπου τοῦ Ἐλευθέρου Τεκτονισμοῦ, ἐπαναλαμβάνει – καταφάσκων - τὴν ἀντίληψη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν γυιὸς τῆς Μαρίας καὶ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ ὅτι ἡ Μαρία ἀντιστοιχεῖ στὴν Ἀφροδίτη! [101]

[...................]

ΣΥΝΟΨΗ

[...................]

6. Κατὰ τὴν σύμφωνη γνώμη ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀειπαρθενία τῆς Παναγίας, δηλ. ἡ τήρηση τῆς Παρθενίας Της ὄχι μόνον πρὸ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, μετὰ τὴν Σύλληψη, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν τοκετὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτόν, ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ· διότι μόνον ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς ἦταν δυνατὸ νὰ συλληφθεῖ ἀπὸ Παρθένο, νὰ διατηρήσει τὴν τῆς μητρὸς παρθενία κατὰ τὸν τοκετό, ἀλλὰ καὶ νὰ προσδιορίσει μὲ τὸ θαῦμα τῆς Ἐνανθρωπήσεώς Του καὶ τὴν ὑπόλοιπη ὑπερφυῆ ζωὴ τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Ἐπίσης, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε γεννηθεῖ ἀπὸ παρθένο, δὲν θὰ εἶχε ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Κατὰ συνέπεια, ἡ περὶ τοῦ ἀντιθέτου ὑπόνοια, ποὺ καλλιεργεῖται μὲ τὴν ἐν λόγῳ ἀπεικόνιση, ὅτι ὑπῆρξε συζυγική, οἰκογενειακὴ σχέση τοῦ Μνήστορος μὲ τὴν Παναγία, ἀποτελεῖ πόλεμο κατὰ τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ὑποστάσεως τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα Του. 

7. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀπεικόνιση τῆς «ἁγίας οἰκογενείας» παραβιάζει καὶ τὸν ἀπαράβατο ὀρθόδοξο ὅρο τῆς ἐναρμονίσεως τῶν ἱερῶν Εἰκόνων μὲ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποτυπώθηκε στὴν εἰκονογραφικὴ παράδοση. Οἱ περισσσότερες Εἰκόνες τῆς Παναγίας ἀπεικονίζουν Αὐτὴν καὶ τὸν Υἱὸν καὶ Θεόν Της στὴν ἀγκάλη Της. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ Εἰκόνα τῆς Πλατυτέρας στοὺς Ναούς, ἡ ὁποία ἔχει εἰδικὴ καὶ μέγιστη, κατ’ ἐξοχὴν δογματική, σημασία.
8. Στὴν Ἁγία Γραφὴ τονίζεται ἡ ἰδιαίτερη σχέση τῆς Θεοτόκου μὲ τὸν ἐξ Αὐτῆς γεννηθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου Χριστόν. Ἡ Παναγία ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς «ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ» καὶ ὁ Χριστὸς ὡς «ὁ υἱὸς αὐτῆς». Τὸ μήνυμα τῆς ἀπεικονίσεως τῆς «ἁγίας οἰκογενείας», εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό καὶ προσβάλλει τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς σχέσεως τῆς Παρθένου καὶ Θεοτόκου πρὸς τὸν ἐξ αὐτῆς Γεννηθέντα, διότι προσθέτει καὶ τὴν μορφὴ τοῦ Μνήστορος Ἰωσὴφ σὲ θέση ἰσότιμου γονέως· συνεπῶς ἡ «ἁγία οἰκογένεια» ἀντιφέρεται καὶ πρὸς τὴν Ἁγία Γραφή.
9. Ἡ ἐπιδεικνυόμενη οἰκειότητα τῶν εἰκονιζομένων προσώπων στὴν «ἁγία οἰκογένεια» εἶναι γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς παντελῶς ἀνάξια τῆς ἀρετῆς τοῦ Μνήστορος Ἰωσήφ, ἀδικεῖ δὲ καὶ ὑπονομεύει τὸ ρόλο του ὡς οὐσιαστικοῦ κηδεμόνα τῆς Θεοτόκου καὶ προστάτη τῆς παρθενίας Της· δυσφημεῖ βέβαια καὶ προσβάλλει πολὺ περισσότερο τὴν παναγιότητα τῆς Θεοτόκου, τὴν πασίγνωστη, παντελῆ ὑπέρβαση κάθε σαρκικῆς κινήσεως ψυχῆς καὶ σώματος τῆς Θεομήτορος, ἡ ὁποία εἶναι ἡ «μόνη ἁγνή, μόνη εὐλογημένη», ἡ «τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφὶμ» καὶ ἡ Ὁποία δὲν θὰ ἀνεχόταν ποτὲ κανέναν ἐναγκαλισμὸ καὶ καμμία οἰκειότητα ἀπὸ ἕναν ἄνδρα.
10. Ἀκόμη καὶ ἂν ἡ ἐν λόγῳ ἀπεικόνιση δὲν ἦταν προβληματικὴ ὡς πρὸς τὴν προέλευσή της, ὅμως καθίσταται στὸ ἑξῆς ἀπορριπτέα, ἰδιαιτέρως στὴν ἐποχή μας. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὑποβοηθεῖ τίς, σήμερα ἰδιαιτέρως διαδεδομένες, ἀποκρυφιστικὲς μυστικὲς διδασκαλίες τῆς Νέας Ἐποχῆς (New Age) γιὰ τὴν σημασία τῆς «θηλυκῆς πλευρᾶς τοῦ θεοῦ» καὶ τοῦ ἔρωτα μεταξὺ τῶν θεοτήτων, μὲ ἰδιαίτερα διαστρεβλωτικὲς ἀναφορὲς τῶν ἀρχαίων καὶ νεωτέρων αἱρετικῶν, ἀποκρυφιστῶν, Μασόνων καὶ Θεοσοφιστῶν ἐναντίον τῆς Θεοτόκου Μαρίας καὶ τοῦ Μνήστορος  Ἰωσήφ.
11. Ἡ διάδοση τῆς προβληματικῆς, αἱρετικῆς αὐτῆς ἀπεικονίσεως τῆς «ἁγίας οἰκογενείας» στὸ πλαίσιο τοῦ φαύλου κύκλου ἀγοραστικῆς «προσφορᾶς καὶ ζητήσεως», δὲν ἀθωώνει τὸ συνειρμικὸ μήνυμα τῆς ἀπεικονίσεως· ἀντιθέτως, καθιστᾷ περισσότερο ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη ἔγκαιρης τοποθετήσεως τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἐνημερώσεως τῶν πιστῶν. Ἡ ἀποδοχή της ἀποτελεῖ ἄμεση προσβολὴ στὸ Πρόσωπο τῆς Παναγίας μας καὶ συμβολὴ στὶς βλασφημίες τῶν αἱρέσεων.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ  ΤΕΛΟΥΣ

[4]. Μετάφραση ἀπὸ Ὁμιλία ΝΒ΄, Κατὰ τὴν εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων εἴσοδον τῆς Πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου 6, ΕΠΕ 11, 244ἑ.
[5]. Τὸ ὅτι ἡ Μασονία ἀποτελεῖ τὴν συνέχεια τοῦ ἀρχαίου Γνωστικισμοῦ προκύπτει ἀπὸ τὰ θετικώτατα περὶ Γνώσεως (Γνωστικισμοῦ) σχόλια Μασόνων καὶ Θεοσοφιστῶν συγγραφέων, ὅπως λ.χ. τοῦ Édouard Schuré περὶ τοῦ Γνωστικοῦ Μάνεντος: «Ὁ χριστιανικὸς ὅμως ἐσωτερισμὸς δὲν συγκροτεῖται σὲ γερὲς βάσεις παρὰ μονάχα κατὰ τὸν τέταρτο αἰῶνα μὲ τὸν γεμᾶτο μυστικοπάθεια καὶ ἰσχυρὸ Μανές, τὸν πατέρα τοῦ Μανιχαϊσμοῦ. Ἦταν ἡ πρώτη ἀπόπειρα γιὰ νὰ εἰσχωρήσει τὸ ἑωσφορικὸ ρεῦμα μέσα στὸ χριστιανικὸ ρεῦμα. Καμμία θρησκευτικὴ προσωπικότητα δὲν παραμορφώθηκε κατὰ τρόπο τόσο ὑβριστικὸ [...] Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ μεγάλη του προσωπικότητα ἄφησε τὴ σφραγίδα της πάνω στὴ φανατισμένη ὀργὴ ποὺ  προκάλεσε καὶ στὶς ἀδελφότητες ποὺ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ τὶς θεωρίες του» (Ἀπὸ τὴ σφίγγα στὸν Χριστό· ἡ θεία ἐξέλιξη, μτφρ. Βάρδας Σκληρός, ἐκδ. «Πύρινος Κόσμος», Ἀθήνα 1992, σελ. 426 )· ἐπίσης, ἀπὸ τὶς μελέτες ἄλλων ἀνεξάρτητων ἐρευνητῶν, ὡς τοῦ Gilles Quispel, ὁ ὁποῖος στὸ σύγγραμμά του Ἡ Γνώση ὡς παγκόσμια θρησκεία (Gnosis als Weltreligion, Origo Verlag, Zürich 1972[2]) ἐπισημαίνει τὸν γνωστικιστικὸ χαρακτῆρα τῶν ἀναρίθμητων συγχρόνων μυστικῶν «κινήσεων», Μασονίας, Ροδοσταύρων κ.ἄ. (σελ. 75: «Wie viele gnostizierende Bewegungen und Sekten es in der Neuzeit seit Jakob Boehme gegeben hat, ist nicht so leicht zu sagen; ihre Namen sind Rosenkreuzerei, Freimaurerei, “Legio”»). Ὁ Γνωστικισμός, μὲ τὴν μεταφυσική, ὀντολογική του διαρχία (ἰσοστάθμια πάλη καλοῦ Θεοῦ καὶ κακῆς ὕλης, φωτὸς καὶ σκότους, πρβλ. Κ. ΣΚΟΥΤΕΡΗΣ, Ἱστορία δογμάτων, τόμ. Α΄, Ἀθήνα 1998, σελ.329-334) ἀποτελεῖ καθαρῶς καὶ ἐκπεφρασμένως σατανικὸν ἐφεύρημα τόσον, ὥστε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς νὰ ἀναφωνεῖ περὶ τῶν Γνωστικῶν Μανιχαίων: «Ἀκούσατε, τί λέγουσιν οἱ ἐπικατάρατοι Μανιχαῖοι, οἱ ἐσκοτισμένοι περὶ τὸ φῶς, τὸ στόμα τοῦ διαβόλου. Λέγουσιν, ὅτι ἡ ὕλη ἐπολέμησε μετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέσπασε μέρος ἀπ’ αὐτοῦ [...] Κρεῖττόν ἐστιν ἰουδαΐσαι καὶ Ἰουδαῖον ἀποθανεῖν ἤπερ κοινωνῆσαι τοῖς Μανιχαίοις. Ὦ ἀπὸ τῶν Μανιχαίων. Ἀκούσατε δὴ πρὸς Θεοῦ, ὦ ἄνδρες, τί φησιν ὁ θεόλεστος Μάνης» (Κατὰ Μανιχαίων 67, PG 94, 1561C.D.). Βεβαίως, στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ σημερινὸς Ἰουδαϊσμὸς ἔχει ἀποδεχθεῖ τὴν θεολογικὴ διδασκαλία τῆς Καββαλά, τῆς λευκῆς του μαγείας, εἶναι ἐπίσης Γνωστικισμός, ὅπως ἄλλωστε εἶναι καὶ ἡ (ἀποδεδειγμένως) καββαλο-κεντρικὴ Μασονία, μὲ χαρακτηριστικὸ ἐκπρόσωπο τὸν σατανικὸ Albert Pike καὶ τοὺς θεοσοφικοὺς-μασονικοὺς κύκλους περὶ τὴν Ἕλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ καὶ τοὺς συνεχιστές της. Περὶ τοῦ μεσαιωνικοῦ εὐρωπαϊκοῦ Γνωστικισμοῦ, καθὼς καὶ τῆς σχέσεώς του  μὲ τὶς Μυστικὲς Ἑταιρεῖες καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ βλ. ἐπίσης τὰ σπουδαῖα κείμενα Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ, Γνωστικοὶ-Γνωστικισμός, http://www.impantokratoros.gr/gnostikoi.el.aspx.
[6]. Συνέβη, σὲ τοιχογραφία ποὺ ἀναπαριστοῦσε τὴν ἐμφάνιση Ἀγγέλου, νὰ ἔχει ζωγραφισθεῖ περιστέρι ποὺ τρόμαξε μὲ τὴν ἀγγελοφάνεια καὶ φτερούγισε μακριά. Τοῦτο δέ, παρὰ τὴν δογματικὴ ἀλήθεια ὅτι τὸ φῶς διὰ τῶν ὁποίων οἱ Ἄγγελοι (ὡς ἑτερόφωτοι οἱ ἴδιοι) φωταγωγοῦν ἀλλήλους (ἱεραρχικῶς) καὶ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι τὸ ἄκτιστον Φῶς τῆς Θεότητος καὶ ὅτι τὸ Φῶς αὐτό, τὸ ἄκτιστο, δὲν εἶναι ὁρατὸ παρὰ μόνο σὲ κτίσματα νοερά (ἀγγέλους, ἀνθρώπους καὶ δαίμονες) καὶ ὄχι σὲ ζῶα. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς δεικνύει τὴν ἀνάγκη τῆς θεολογικῆς ἀρτιότητας τοῦ εἰκονογράφου ἤ τοὐλάχιστον τῆς πιστῆς κατακολουθήσεως τῶν παραδεδομένων εἰκονιστικῶν προτύπων. Βλ. ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ἀντιρρητικὸς πρὸς Ἀκίνδυνον 6, 9,21 («Ἀλλὰ καὶ τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει καὶ ὑπουργίᾳ τὸ φῶς τοῦτ’ ἔχοντες οἱ ἄγγελοι, παριστᾶσι μὴ μόνον οὖκ εἶναι φύσιν αὐτοῖς τουτὶ τὸ φῶς, ἀλλ’ οὐδὲ φυσικῶς αὐτοῖς προσεῖναι») καὶ Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1,3,27 («Εἰ ζῶον ἄλογον ἐτύγχανε τότε παρὸν ἐπὶ τοῦ ὄρους, ἆρ’ ἂν ᾔσθετο τοῦ τὸν ἥλιον ὑπερλάμψαντος ἐκείνου φέγγους; Οὐκ ἔγωγε οἶμαι· καὶ γὰρ οὐδὲ τῆς περιλαμψάσης δόξης Κυρίου τοὺς ποιμένας ἐπὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ γεννήσει αἰσθέσθαι γέγραπται τὰ ποίμνια»). Π.Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 399 καὶ τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 438 – ἀντιστοίχως.
[7]. Ἐκδ. Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1972.
[8]. H. LECLERCQ, «Famille (Sainte)» ἐν F. CABROL-H. LECLERCQ, Dictionnaire d'Archéologie Chrétienne et de Liturgie, tome 5 (première partie), Paris 1922, 1102-1107.
[9]. Κ. ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ, «Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν εἰκονογραφίαν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως, ἐκδ. Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 85.
[10]. H. LECLERCQ, ἔνθ’ ἀνωτ., 1103· «La fresque du cimetière de Domitille a changé d'interprétation; elle est redevenue ce qu'elle a été dès l'origine; la représentation d'une famille chrétienne et c'est le P. Garrucci lui-même qui, dans son Histoire de l'art chrétien, a reconnu que les saintes familles sont toutes modernes».
[11]. H. LECLERCQ, ἔνθ’ ἀνωτ., 1102ἑ. «L'imagerie catholique, en prenant la succession de l'iconographie chrétienne, a altéré un certain nombre de symboles et de types vénérables auxquels elle en a substitué d'autres réputés plus édifiants! [...] L'imagination italienne poussa plus loin ses ravages, elle prétendit découvrir dans l'antiquité des modèles aux types qu'elle voulait accréditer : ce fut ainsi qu'on vit sortir des catacombes la “sainte famille”».

[..................]

[77]. Βλ. τὸ κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου (ἀπὸ τὸ Πανάριον) καὶ τὰ λοιπὰ κείμενα τὰ παρατιθέμενα στὸ ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Ἐρωτήσεις καὶ Ἀποκρίσεις 153 PG 89, 812Β.C, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀμέσως ἀκόλουθη παραπομπή.
[78]. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ, Περὶ τοῦ Βίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου 7 PG 120, 196Α.
[79]. «Ὅλος ἐπαφῇ τῇ θείᾳ πανεύφημε, καθαγιασθεὶς ψυχῇ καὶ σώματι, μεταβέβηκας πρὸς άΰλους μονάς». Ἐκ τῆς ὡς ἄνω ἀκολουθίας (εὑρισκομένης στὸ Μηναῖο τοῦ Δεκεμβρίου, μετὰ τὶς 26), ἀντιστοίχως στὸ 2ο κεκραγάριο τοῦ Ἑσπερινοῦ, στὸ 1ο τροπάριο τῆς α΄ ᾠδῆς, τὸ 1ο τῆς δ΄ ᾠδῆς,  τὸ 2ο τῆς γ΄καὶ τὸ 2ο καὶ 3ο τῆς στ΄.
[80]. Βλ. περὶ τῆς σχετικῆς ἀπεικονίσεως καὶ παραδόσεως, Κ. ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 109-111.
[81]. Θεοτοκίον τῶν καθισμάτων τῆς α΄ στιχολογίας τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τοῦ δ΄ ἤχου.
[82]. Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 14 (87) PG 94, 1160B· «Ἡ δὲ μνηστεία, φυλακή τε τῆς Παρθένου ὑπῆρχε, καὶ τοῦ τὰς παρθένους ἐπιτηροῦντος ἀποβουκόλημα».
[83]. ΙΩ. ΟΡ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 116ἑ. Βλ. τὶς σχετικὲς θεολογικὲς γνῶμες στὸ ἐξαίρετο αὐτὸ ἔργο.
  Ὑπάρχει καὶ ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ὁ Μνήστωρ Ἰωσὴφ δὲν ἦταν χῆρος, ἀλλὰ διὰ βίου παρθενεύων: ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΣ, Θεολογικόν, τύποις τοῦ Χρόνου, Βενετία 1872, σελ. 503· «Οἱ μέν φασι τὸν Ἰωσὴφ χηρεύσαντα μνηστευθῆναι τῇ παρθένῳ· τοὺς δὲ ἐκ τῆς προτέρας γαμετῆς υἱοὺς αὐτῷ γεγονότας ἀδελφοὺς τοῦ Κυρίου καλεῖσθαι· τοῖς δέ, μᾶλλον ἐναλήθως ἔοικεν ἔχον τὸν Ἰωσὴφ διὰ βίου παντὸς παρθενίαν ἀσκῆσαι».
[84]. Μετάφραση ἀπὸ Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον 5,3 PG 57, 58.
[85]. Ὁ 11ος ἱ. Κανὼν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ προσδιορίζει τὸ θεραπευτικὸ κανόνα ποὺ λαμβάνει «ἡ εἰς ἀσπασμοὺς ἀνδρὸς ἐλθοῦσα καὶ ἐπαφάς, μὴ μέντοι διαφθαρεῖσα». Βεβαίως, αὐτὰ δὲν ἰσχύουν γιὰ τὶς ἐγγάμους, ἀλλ’ ἡ Παναγία μας δὲν ἦταν οὔτε ἔγγαμος. Ἡ ἐν λόγῳ ἀπεικόνιση ἀνατρέπει τὰ αὐτονόητα. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 706.
[86]. Διδασκαλία Δ΄- Περὶ θείου φόβου 54, ΑΒΒΑΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ, Ἔργα Ἀσκητικά, ἔκδ. «Ἑτοιμασία», Καρέας 1993, σελ. 156 (PG 88, 1665D-1668A).
[87]. ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἰορδάνην Ἀρχιμανδρίτην περὶ τοῦ Τρισαγίου Ὕμνου 3, PG 95,28B.
[88]. ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὁμιλία ΙΔ΄ - Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας PG 151, 172B.C· «... κυρίως γὰρ οὖσα φερωνύμως παρθένος, πᾶσαν εἶχε τὴν τῆς ἁγνείας παντελῆ παγκτησίαν, παρθένος οὖσα καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, καὶ τὰς τῆς ψυχῆς δυνάμεις καὶ τὰς τοῦ σώματος αἰσθήσεις πάσας μολυσμοῦ παντὸς ὑπερανῳκισμένας πλουτοῦσα».
[..................]

[97]. Π.Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Γ΄, ἐκδ. «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 121.123.
[98]. Περὶ αἱρέσεων 80, PG 94, 732Α.Β. · «ιγ΄. Ὅτι φύσει τὰ κακά. ιδ΄. Ὅτι καὶ πρὸ τῆς παραβάσεως ἀπαθῶς ἐκοινώνησεν ὁ Ἀδὰμ τῇ Εὔᾳ. ιε΄. Ὅτι σπέρμα καὶ Λόγος ἔπεσεν εἰς Μαρίαν. ιστ΄. Ὅτι δύο δεῖ κτήσασθαι τὸν ἄνθρωπον ψυχάς, φασί· μίαν τὴν κοινὴν ἀνθρώποις καὶ μίαν τὴν ἐπουράνιον» κ.ἄ. Αὐτὰ ἂς τὰ βλέπουν καὶ ὅσοι σύγχρονοι θεολόγοι διδάσκουν ὅτι ὁ γάμος ἦταν προπτωτικὴ πραγματικότητα.
[99]. Ὅπως ἑρμηνεύει ὁμοφώνως ἡ Ἐκκλησία τὴν παιδικὴ ἀθωότητα τῶν Προπατόρων Ἀδὰμ καὶ Εὔας (Γέν. 2, 25), καὶ τὴ μείξη τους μόνον συνεπείᾳ τῆς πτώσεως (Γέν. 4,1). Ἡ ἐκ τῶν προτέρων διάκριση τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἄρρεν καὶ θῆλυ ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑρμηνεία, ὥστε σὲ περίπτωση παρακοῆς, ὅπως καὶ ἔγινε, νὰ μὴ μείνει χωρὶς διαδοχὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
[100]. ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ ΣΥΡΕ, Οἱ Μεγάλοι Μύστες· εἰσαγωγὴ στὴν ἀπόκρυφη διδασκαλία τῶν θρησκειῶν, μτφρ. Ἐ. Ἀνδρουλιδάκη, ἐκδ. «Ἑνωμένοι Ἐκδότες», Ἀθῆναι ἄ.χ., σελ. 376.
[101]. ALBERT B. PIKE, Morals and Dogmas of the Ancient and Accepted Scottish Rite of Freemasonry, Charleston, A.M. 5641, σελ. 564· «Paul of Samosata taught that Jesus Christ was the Son of Joseph and Mary» καὶ σελ. 296· «It is the Statue of Olympian Jove, worshipped as the Father, in the Christian Church that was a Pagan Temple ; it is the Statue of Venus, become the Virgin Mary».





Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 19/4/2024 3:34:37 πμ