Β'. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού στην Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων

1. Γενικά

       Όπως η περί θείας φύσεως του Χριστού έτσι και η σχετική με την ανθρώπινή του φύση διδασκαλία, αναπτύσσεται κυρίως έναντι των αιρετικών. Βέβαια η σχετική διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων περί της ανθρωπίνης φύσεως και ιδιαιτέρως των παθών του Κυρίου, τα οποία την προϋποθέτουν, είχε ως σκοπό να παράσχει στους πιστούς και ένα πρότυπο υπομονής στους διωγμούς που συνεχώς αυξάνονταν, όπως γράφει χαρακτηριστικά για τον εαυτό του στους Ρωμαίους ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος: «Επιτρέψατέ μοι μιμητήν είναι του πάθους του Θεού μου»84. Ωστόσο στο παρόν μέρος παραθέτουμε και την διδασκαλία ενός από τους μεγαλύτερους εχθρούς της Εκκλησίας την εποχή αυτή, του Γνωστικισμού, έναντι του οποίου οι Αποστολικοί Πατέρες προβάλλουν τόσο έντονα την πραγματικότητα της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού.

2. Ο Γνωστικισμός

       Ο Γνωστικισμός αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά πνευματικά κινήματα της ιστορίας. Προήλθε από τις έντονες συγκρητιστικές τάσεις της ελληνιστικής περιόδου, φιλοσοφικές και θρησκευτικές, οι οποίες επέδρασαν επί της αρχικής μορφής του Γνωστικισμού, όπως αυτή διαμορφώθηκε σε περιβάλλον ιουδαϊκό, ιουδαιοχριστιανικό85 ή σε περιβάλλον ανατολιτών, επηρεασμένων από την ελληνική σκέ­ψη86, και δημιούργησαν μία νέα σύνθεση η οποία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί θρησκειοφιλοσοφικός συγκρητισμός87.
       Το όνομά του ως Γνωστικισμού έλαβε ο συγκρητισμός αυτός από την γνώση των θεϊκών μυστηρίων την οποία επαγγελόταν, και η οποία, κατά τους γνωστικούς, επιτυγχανόταν είτε με απ' ευθείας αποκάλυψη είτε με την μύηση μέσα στην μυστική, εσωτερική παράδοση τέτοιων αποκαλύψεων88. Η γνώση στον Γνωστικισμό δεν είναι πλέον απλό φιλοσοφικό επίτευγμα, αλλά λαμβάνει θρησκευτικό περιεχόμενο, γίνεται προϋπόθεση λυτρώσεως ή μάλλον ταυτίζεται προς την ίδια την λύτρωση89, καθώς υπόσχεται την απάντηση σε αγωνιώδη ερωτήματα του ανθρώπου, όπως αυτά απαντώνται, στην γνωστική τους διατύπωση, στον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα:

«Τίνες ήμεν, τί γεγόναμεν;
πού ήμεν, πού ενεβλήθημεν;
πού σπεύδομεν, πόθεν λυτρούμεθα;
τί γέννησις, τί αναγέννησις;»90 .

        Η εμφάνιση του Γνωστικισμού σε διαφόρους τόπους συγχρόνως και στα πλαίσια του συγκρητισμού του ελληνιστικού κόσμου, δεν μας επιτρέπει να αποφανθούμε με βεβαιότητα για τον εισηγητή του91. Κοινή διαπίστωση των ερευνητών είναι πως το πρώτο όνομα το οποίο συνέδεσε η Εκκλησία με τον Γνωστικισμό είναι αυτό του Σίμωνος του Μάγου ο οποίος είναι και ο πρώτος που συνέδεσε τον Γνωστικισμό με τον Χριστιανισμό92. Η ένωση του Γνωστικισμού με τον Χριστιανισμό έγινε εξ αιτίας της ανάγκης των Γνωστικών να στηρίξουν τις δοξασίες τους στην ισχυρή αυθεντία των κειμένων της Καινής Διαθήκης93. Η ανάμειξη χριστιανικών στοιχείων στην διδασκαλία των Γνωστικών δημιούργησε αυτό που σήμερα ονομάζουμε χριστιανικό Γνωστικισμό.
       Η ποικιλία των γνωστικών συστημάτων καθιστά δύσκολη την σαφή διάκριση των σταθερών κοινών χαρακτηριστικών του Γνω­στικισμού94. Ωστόσο είναι επιβεβλημένη η εδώ αναφορά όσων στοιχείων της γνωστικής διδασκαλίας έχουν σχέση αντιπαραθέσεως με την χριστολογική διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων, οι οποίοι ήταν και οι πρώτοι, μετά τους Αποστόλους, που αντιμετώπισαν την διδασκαλία των Γνωστικών. Τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα εξής:

 

  • α) Οι Γνωστικοί πρεσβεύουν την μεταφυσική διαρχία (Dualismus) μεταξύ πνεύματος και ύλης. οι δύο αυτές αρχές είναι τελείως αντίθετες μεταξύ τους.
  • β) Η μεταφορά του δυαλισμού αυτού στα χριστιανικά δεδομένα δημιούργησε την διάκριση μεταξύ Θεού και κόσμου, και μεταξύ αγαθού Θεού και κακού Θεού ο οποίος δημιούργησε τον (κακό) υλικό κόσμο95 .
  • γ) Κατά τους Γνωστικούς ο Ύψιστος Θεός, η Μονάς, είναι υπερβατικό ον, απρόσιτο, αμέτοχο της δημιουργίας και ξένο προς τον άνθρωπο. Γι' αυτό προβάλλονται τα ενδιάμεσα όντα, οι «αιώνες», για να γεφυρώσουν την μεταξύ Θεού και κόσμου άβυσσο. Πολλές φορές στον χριστιανίζοντα Γνωστικισμό ο Λόγος ή ο Χριστός ή ο Ιησούς και η Εκκλησία αποτελούν τέτοιου είδους «αιώνες»96.
  • δ) Ο Γνωστικισμός βλέπει (όταν βλέπει) δοκητικά το έργο του Ιησού στον κόσμο (έπαθε φαινομενικά κ.λ.π.)97· κατά τους Γνωστικούς διακρίνεται ο άνθρωπος Ιησούς από τον Σωτήρα «αιώνα» Χριστό98.
  • ε) Επειδή η δημιουργία του κόσμου παρουσιάζεται στην Παλαιά Διαθήκη ως έργο του Θεού της Παλαιάς  Διαθήκης, απορρίπτονται από τους Γνωστικούς η Παλαιά Διαθήκη ως πηγή της αποκαλύψεως και οι Ιουδαίοι ως λαός της πρώτης Διαθήκης του Θεού με τους ανθρώπους99. Οι παραπάνω γνωστικές αντιλήψεις κατέστησαν φοβερός κίνδυνος για την νεοσύστατη Εκκλησία, εφ' όσον ανέτρεπαν με τον ένα ή άλλο τρόπο την πραγματικότητα της ενανθρωπήσεως του Θεού. Ο Κήρινθος100 και οι κατ' εξοχήν ονομαζόμενοι Δοκητές101 πρέσβευαν πως ο Χριστός (το πνεύμα του Θεού) κατήλθε στον άνθρωπο Ιησού κατά το βάπτισμα, αλλά τελικώς τον εγκατέλειψε. Ο Σατουρνείλος ο Αντιοχεύς και ο Βασιλείδης,  Σύρος, πρέσβευαν πως ο Σωτήρ έρερε φαινομενικό σώμα. μάλιστα ο τελευταίος υποστήριζε πως αντ' αυτού σταυρώθηκε ο Σίμων ο Κυρηναίος, με τον οποίο ο Σωτήρ αντάλλαξε μορφή κατά το φαινόμενο102. Την ίδια δοκητική θέση, περί φαινομενικού σώματος, υποστήριξε αργότερα και ο Μαρκίων103. Άλλοι Γνωστικοί, όπως οι Απελλής και Βαλεντίνος, απέδιδαν στον Χριστό σώμα όχι ανθρώπινο, αλλά αστρικό και ουρά­νιο104.

       Όλες οι παραπάνω δοκητικές γνωστικές αντιλήψεις αποτελούσαν στην ουσία άρνηση της ενανθρωπήσεως, με σοβαρές σωτηριολογικές επιπτώσεις, όπως διαπιστώνει άλλωστε, μερικούς αιώνες αργότερα, και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ει δοκήσει γέγονε τα του Χριστού, φενακισμός και σκηνή το της οικονομίας μυστήριον. και δοκήσει και ουκ αληθεία γέγονεν άνθρωπος ο Κύριος· και δοκήσει και ουκ αληθεία σεσώσμεθα»105. Η σωτηρία των Χριστιανών είναι αποτέλεσμα της πραγματικής ενανθρωπήσεως, σταυρώσεως και αναστάσεως του Χριστού106. Στον Χριστό, σαν σε αρχέτυπο, πραγμάτωσε ο Θεός το έργο της θεώσεως του ανθρώπου, το οποίο είχε αποτύχει στον παράδεισο. στο έργο αυτό καλούνται να μετάσχουν ελεύθερα όλοι οι άνθρωποι, επαναλαμβάνοντας στα μυστήρια και στη ζωή τον κύκλο των σωτηριωδών ενεργειών του Χριστού107. Πέραν αυτού, η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης από τους Γνωστικούς συνεπαγόταν την εγκατάλειψη των μεσσιανικών προφητειών, πάνω στις οποίες ο Χριστιανισμός στήριζε (κυρίως δε τότε) το κύρος του108. Όμως οι Γνωστικοί, ακολουθώντας την κοσμοκεντρική προσέγγιση του Θεού, του ανθρώπου και του κόσμου που είχε καθιερώσει η ελληνική φιλοσοφία, απέρριψαν την απλότητα του περιεχομένου της χριστιανικής πίστεως·109στην εν Χριστώ θέωση της ανθρωπίνης φύσεως και στην ανακαίνιση της δημιουργίας με την εν Χριστώ τελείωση της πρώτης δημιουργίας του Θεού, οι Γνωστικοί αντέταξαν την δική τους ψευδώνυμη γνώση. Οι Αποστολικοί Πατέρες, στους χρόνους των οποίων ακμάζει ο Γνωστικισμός (πρώτο ήμισυ β' αιώνος)110, αντιμετώπισαν με πολύ ζήλο τις κακοδοξίες αυτές των Γνωστικών, προβάλλοντας την πίστη των Αποστόλων, τις λυτρωτικές συνέπειες της σαρκώσεως του Λόγου και την διδασκαλία της Αγίας Γραφής περί του προσώπου του Χριστού. 

 

3. Η περί ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων

       Ο δοκητισμός κατέστη εχθρός της Εκκλησίας ακόμη από την εποχή των Αποστόλων, οι οποίοι τον καταπολέμησαν στα γραπτά τους. Είναι εν προκειμένω χαρακτηριστική η φράση του Ευαγγελιστού Ιωάννου «παν πνεύμα ο μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού ουκ έστι· και τούτο εστι το του αντιχρίστου ο ακηκόατε ότι έρχεται, και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη»111. Κάθε υπόνοια περί φαινομενικής παρουσίας και δράσεως του Υιού του Θεού στη γη, κατέστρεφε την πραγματικότητα της σωτηρίας. «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών. έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις ημών»112. Οι Αποστολικοί Πατέρες, ως άμεσοι διάδοχοι των Αποστόλων, αντιμετώπισαν δυναμικά τον δοκητισμό των Γνωστικών ποικιλοτρόπως· παραλείποντας εδώ τα μέτρα της Εκκλησίας κατά των Γνωστικών, τα οποία συνίστανται στην στερέωση του επισκοπικού αξιώματος, στην καθιέρωση συμβόλου πίστεως και στον ορισμό του κανόνος της Καινής Διαθή­κης113, θα ασχοληθούμε μόνο με την χριστολογική περί της ανθρωπότητος του Χριστού διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων.
       Η Χριστολογία του Αγίου Ιγνατίου συνάγεται από τα πολυπληθή χωρία των επιστολών του τα αναφερόμενα στο πρόσωπο του Χριστού, τα σημαντικώτερα των οποίων βρίσκονται στις επιγραφές των επιστολών του. Η προσπάθεια καταδείξεως της ιστορικότητος του προσώπου και του έργου του Χριστού είναι καταφανής από το πλήθος, την έμφαση και τις λεπτομέρειες των χωρίων που αναφέρονται στην επί γης δράση του. Όλα τα λεγόμενα «λειτουργικά κείμενα» του Αγίου Ιγνατίου (Εφ. 7,2 . Εφ. 18, 2· Μαγν. 11· Τραλλ. 9,1-2· Σμ. 1,1-2)114, τα οποία έχουν πολλή σημασία καθώς προέρχονται μάλλον από ήδη υφιστάμενες λειτουργικές πράξεις115, έχουν αναφορά στην γέννηση και στο πάθος του Ιησού, γι' αυτό και χαρακτηρίζονται ως έχοντα έντονο αντιδοκητικό χαρακτήρα. Η γέννηση του Ιησού στον Άγιο Ιγνάτιο αναφέρεται μαζί με μία σημαντική λεπτομέρεια. την παράθεση του ονόματος της Μητρός του Κυρίου: «και εκ Μαρίας και εκ Θεού»116 και «εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού»117 ή «Ιησού Χριστού του εκ Μαρίας, του εκ γένους Δαυίδ»118. Τα κείμενα τονίζουν την πραγματική γέννηση του Σωτήρος, αναφέρουν δε το όνομα της Μητρός του προς τονισμό της ιστορικότητας του προσώπου του119. Άλλα έντονα αντιδοκητικά στοιχεία της Χριστολογίας των εν λόγω χωρίων είναι η επαναλαμβανόμενη παρουσία του επιρρήματος «αληθώς» σε συνάφεια σχετική με την ενανθρώπηση και το πάθος του Κυρίου120. Στα ίδια αυτά λειτουργικά κείμενα, τα οποία αποτελούσαν βαπτιστήριες ομολογίες, σημαντική θέση κατέχει επίσης το πάθος του Κυρίου. Ο Κύριος χαρακτηρίζεται «παθητός»121, και «καθηλωμένος υπέρ ημών εν σαρκί»122. Όπως και στα χωρία τα σχετικά με την γέννηση του Ιησού, έτσι και σε αυτά τα σχετικά με το πάθος είναι χαρακτηριστική η παράθεση λεπτομερειών γύρω από τα περιστατικά τα σχετιζόμενα με αυτό. Οι λεπτομέρειες αυτές αποσκοπούν στο να τονίσουν την ιστορικότητα του πάθους· έτσι χρονολογείται με ακρίβεια το πάθος του Κυρίου, καθώς αναφέρεται πως έλαβε χώρα «επί Ποντίου Πιλάτου και Ηρώδου τετράρχου»123. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στο αξίωμα του Πιλάτου, την ηγεμονία του, καθώς και σε αυτό του Ηρώδη, την τετραρχία, ως σε στοιχεία που τονίζουν και αυτά την ιστορικότητα του πάθους124, καθώς προσδίδουν ιστορική αξιοπιστία σε όλο το κείμενο. Η χρήση της φράσεως «σαρξ» στα εν λόγω χωρία του Αγίου Ιγνατίου125 πρέπει πιθανώς να θεωρηθεί και αυτή ως έχουσα αντιδοκητικό χαρακτήρα. η λέξη «σαρξ» στην Αγία Γραφή έχει την έννοια του όλου ανθρώπου, συνισταμένου εκ ψυχής λογικής και σώματος126. Η αναφορά στον θάνατο του Κυρίου, που αναφέρεται σε δύο από τα παραπάνω πέντε κείμενα, θέλει και αυτή να τονίσει την ιστορικότητα του θανάτου του Κυρίου ως προϋπόθεση για την ιστορικότητα της αναστάσεώς του127. Και στα υπόλοιπα χριστολογικά χωρία του Αγίου Ιγνατίου, τα οποία δεν είναι δυνατόν να μελετηθούν και να αναλυθούν λεπτομερώς, υπάρχουν πολλά δογματικά στοιχεία περί του ενανθρωπήσαντος Θεού. Πλην του Σταυρού και της Αναστάσεως, το μοναδικό επεισόδιο από την ζωή του Κυρίου που μνημονεύει ο Άγιος Ιγνάτιος (εκτός από την Ενσάρκωση), και μάλιστα με υπαινιγμό, είναι η διήγηση περί της γυναικός η οποία ήλειψε τον Κύριο με μύρο128. το γεγονός αυτό φανερώνει ότι έδιδε στα γεγονότα αυτά ο Άγιος Ιγνάτιος τόση σημασία για την διασφάλιση της πίστεως, ώστε να ομιλούμε για «Θεολογία του Σταυ­ρού» του Ιγνατίου129. Και ως προς την Ανάσταση αξιοπρόσεκτο είναι το αντιδοκητικό χωρίο εκείνο, παρμένο από το προφορικό ευαγ­γέλιο130, στο οποίο ο αναστάς Κύριος λέγει προς τους μαθητές: «λάβετε, ψηλαφήσατέ με και ίδετε ότι ουκ ειμι δαιμόνιον ασώματον»131. Πέραν αυτών, όμως, και στην μυστικιστική διδασκαλία του Αγίου Ιγνατίου, περί της κοινωνίας των πιστών με τον Χριστόν, η οποία λαμβάνει χώρα στην Θεία Ευχαριστία, συναντούμε ένα ακόμη στοιχείο το οποίο μαρτυρεί την πραγματικότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Κυρίου: την αναφορά στη σάρκα και στο αίμα του132. Στην διδασκαλία του, λοιπόν, ο Άγιος Ιγνάτιος φαίνεται φανερά να ακολουθεί τον Ευαγγελιστή Ιωάννη στον αντιδοκητισμό133. «Μηδείς πλανάσθω. και τα επουράνια και η δόξα των αγγέλων και οι άρχοντες, ορατοί τε και αόρατοι, εάν μη πιστεύσωσιν εις το αίμα Χριστού, κακείνοις κρίσις εστίν»134.
       Επί της ιδίας γραμμής διδάσκει περί της ανθρωπίνης φύσεως του Κυρίου και ο Άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης, ο οποίος εμφανίζεται «ως φύλαξ και δοτήρ» της Αποστολικής Παραδόσεως135. Κατά τον Άγιο Πολύκαρπο η αληθινή πίστη περιλαμβάνει την ομολογία στην γέννηση του Χριστού και στον Σταυρό του «και ος αν μη ο­μολογή το μαρτύριον του σταυρού, εκ του διαβόλου εστίν. και ος αν μεθοδεύη τα λόγια του Κυρίου προς τας ιδίας επιθυμίας και λέγη, μήτε ανάστασιν, μήτε κρίσιν είναι, ούτος πρωτότοκός εστι του Σατανά»136. Ο Χριστός, «υπέμεινεν υπέρ των αμαρτιών ημών έως θανάτου καταντήσαι, ον ήγειρεν ο Θεός, λύσας τας ωδίνας του θανάτου»137. αυτός είναι «ο υπέρ ημών αποθανών και δι' ημάς υπό του Θεού αναστάς»138.
       Η Χριστολογία του Αγίου Κλήμεντος Ρώμης, όπως συνάγεται από την Α' Κλήμεντος, δεν παρουσιάζει πάντοτε αρκετή σαφήνεια και καθαρότητα139. Η πίστη, όπως παρουσιάζεται στην Α' Κλήμεντος, δεν έχει την συγκεκριμένη μορφή της βιώσεως της εν Χριστώ σωτηρίας, αλλ' είναι μια απλοϊκή και αόριστη αφοσίωση στον Θεό. Η ιστορία της σωτηρίας αποτελεί μια ενότητα η οποία διήκει από του Αδάμ μέχρι τον Χριστό, του οποίου η προσωπικότητα περιγράφεται με τους χριστολογικούς όρους του Αποστόλου Παύλου140· αυτός είναι ο αρχιερεύς, ο οποίος «διά την αγάπην, ην έσχεν προς ημάς, το αίμα αυτού έδωκεν υπέρ ημών Ιησούς Χριστός ο κύριος ημών εν θελήματι Θεού, και την σάρκα υπέρ της σαρκός ημών και την ψυχήν υπέρ των ψυχών ημών»141. Το αίμα του Κυρίου είχε συμβολισθή με το κόκκινο χρώμα της πόρνης Ραάβ. «και προσέθεντο αυτή δούναι σημείον, όπως εκκρεμάση εκ του οίκου αυτής κόκκινον, πρόδηλον ποιούντες ότι διά του αίματος του Κυρίου λύτρωσις έσται πάσι τοις πιστεύουσιν και ελπίζουσιν επί τον Θεόν»142. Πέραν αυτών των λίγων χριστολογικών στοιχείων, και μερικών ακόμη τα οποία έχουν εξετασθή στην ενότητα περί της θεότητος του Κυρίου, η επιστολή δεν παρουσιάζει αρκετά χριστολογικά χωρία. η αφορμή που προκάλεσε την σύνταξή της καθόρισε και τον πρακτικό της χαρακτήρα143. Αυτό λοιπόν εξηγείται εν πολλοίς από τον σκοπό της αποστολής της, δηλαδή την κατασίγαση της έριδος στην Εκκλησία της Κορίνθου.
       Από τους υπολοίπους λεγομένους Αποστολικούς Πατέρες, αξιόλογη χριστολογική διδασκαλία στο θέμα της ανθρωπίνης φύσεως του Κυρίου παρουσιάζει εν πρώτοις ο Βαρνάβας· η Χριστολογία του στρέφεται κυρίως περί το πρόσωπο του Υιού του Θεού, ο οποίος κατήλθε από τον ουρανό, γι' αυτό και το πάθος του Κυρίου εμφανίζεται στον Βαρνάβα σαν ένα παράδοξο μυστήριο144, πλην όμως αληθινό. «Εις τούτο γαρ υπέμεινεν ο Κύριος παραδούναι την σάρκα εις καταφθοράν, ίνα τη αφέσει των αμαρτιών αγνισθώμεν, ο έστι εν τω αίματι του ραντίσματος αυτού... Αυτός δε ηθέλησεν ούτω παθείν. Έδει γαρ ίνα επί ξύλου πάθη»145· «αλλά και σταυρωθείς εποτίζετο όξει και χολή»146. Σημειωτέον ότι ο Βαρνάβας αναφέρει πολλές λεπτομέρειες του πάθους (τα στίφη των κακούργων, ο διαμερισμός του ιματίου του, η συμμετοχή των ιερέων στην θυσία του, ο εμπαιγμός, οι εμπτυσμοί, τα ραπίσματα ο λογχισμός)147, παρμένες όμως όχι από τα ευαγγέλια, αλλά από την Παλαιά Δια­θήκη148. ο Ερμάς, πάλι, έχει χαρακτηρισθή δόκιμος ηθικολόγος, αλλά αδόκιμος θεολόγος149. Το έργο του παρουσιάζει κάποια προβλήματα στην χριστολογική ορολογία, στα οποία έχουμε ήδη αναφερθή στο προηγούμενο κεφάλαιο. Το όνομα του Χριστού απουσιάζει εντελώς, από το έργο του,  ενώ φαίνεται να προβάλλεται ο άνθρωπος, επί του οποίου κατήλθε το Πνεύμα ως προσωπικότητα μεγάλης δυνάμεως, η οποία δικαιολογεί και την εκλογή του150. Πέραν της συγχύσεως, τουλάχιστον φραστικής, την οποία ο Ερμάς κάνει μεταξύ Υιού του Θεού και Αγίου Πνεύματος, το οποίο κατοικεί στον Υιό151, προβληματική είναι και η ορολογία που χρησιμοποιεί αναφερόμενος στην σάρκα152, τόσο ώστε να χαρακτηρισθεί η Χριστολογία του «αδοπτιανική»153. Ωστόσο μπορούμε να βρούμε στο ίδιο χωρίο που παρουσιάζει τα παραπάνω προβλήματα μία σαφή αναφορά στο ιστορικό έργο του Χριστού154 «Ο Θεός τον αμπελώνα εφύτευσε, τούτ' έστι τον λαόν έκτισε, και παρέδωκε τω Υιώ αυτού»155. Ο Παπίας Ιεραπόλεως και η Διδαχή δεν παρουσιάζουν αξιόλογα χριστολογικά στοιχεία που μας αφορούν εν προκειμένω. Το μεν σωζόμενο έργο του Παπία καταλαμβάνει άλλωστε ελάχιστη έκταση, η δε Διδαχή ασχολείται με ζητήματα ηθικής, λειτουργικά και διοικητικά156.
       Η περί της ανθρωπίνης φύσεως του Κυρίου διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων, διέσωσε και συνέχισε το κήρυγμα των Αποστόλων περί της ενανθρωπήσεως του Κυρίου. Την ανθρώπινη φύση του Κυρίου θα προσπαθήσουν αργότερα είτε να κολοβώσουν είτε να αρνηθούν και άλλοι αιρετικοί, Αρειανοί, Απολλιναριστές, Αφθαρτοδοκήτες και τελευταίοι οι Μονοφυσίτες157. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι με την οριστική διατύπωση των δογμάτων συνέχισαν και ετελείωσαν το έργο αυτό των Αποστολικών Πατέρων.

Διαβάστε την συνέχεια πατώντας εδώ: Γ. Η ένωση των δύο φύσεων του Κυρίου Ιησού Χριστού σε ένα πρόσωπο


 

  • 84. Ρωμ. 6, 3.
  • 85. Β. Φειδα, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 152.
  • 86. Π. Χρήστου, Πατρολογία, σ. 108.
  • 87. Β. Φειδα, ενθ' ανωτ.
  • 88. G. Quispel, Gnosticism, p. 566· «The term has long been used in comparative religion to indicate a current of antiquity that stressed awareness of the divine mysteries. This was held to be obtained either by direct experience of a revelation or by initiation into the secret, esoteric tradition of such revelations».
  • 89. Στ. Παπαδοπούλου, ένθ' ανωτ., σ. 146.
  • 90. Επιτομαί Θεοδότου 78, 2, PG 6,696Α· παρά Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ. σ. 105.
  • 91. Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 106.
  • 92. Π. Χρήστου, αυτόθι, σ. 136. Β. Φειδα, ένθ' ανωτ., σ. 153. Β. Στεφανιδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 61.
  • 93. Π. Χρήστου, αυτόθι, σ. 123.
  • 94. Στ. Παπαδοπούλου, ένθ' ανωτ., σ. 148.
  • 95. I. Καλογηρου, Ιστορία των Δογμάτων, σ. 67.
  • 96. Στ. Παπαδοπούλου, ένθ' ανωτ., σσ. 146ε.
  • 97. Στ. Παπαδοπούλου, αυτόθι, σ. 149.
  • 98. I. Καλογηρου, ένθ' ανωτ., σ. 69.
  • 99. I. Καλογηρου, αυτόθι.
  • 100.Β. Στεφανιδου, ένθ' ανωτ., σ. 62.
  • 101.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 166.
  • 102.Β. Στεφανιδου, ένθ' ανωτ., σ. 64-66.
  • 103.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 183.
  • 104.Π. Τρεμπελα, Δογματική, σ. 70.
  • 105.Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 3, 28, PG 94, 1100, ΕΠΕ 1, 416.
  • 106.Β. Στεφανιδου, ένθ' ανωτ., σ. 72-73.
  • 107.Θ. Ζήση, Η Σωτηρία, σ. 187.
  • 108.Β. Στεφανιδου, ένθ' ανωτ., σ. 72.
  • 109.Β. Φειδα, ένθ' ανωτ., σσ. 141.152.
  • 110.Β. Στεφανιδου, ένθ' ανωτ., σ. 62.
  • 111.Ι  Ιν. 4, 3.
  • 112.Ι  Κρ. 15,17.
  • 113.Β. Στεφανιδου, ένθ' ανωτ., σσ. 72ε.
  • 114.Β. Στοπαννου, Η Χριστολογία, σ. 84.
  • 115.Β. Στοπαννου, αυτόθι, σ. 76.77.80.
  • 116.Εφ. 7, 2.
  • 117.Εφ. 18,2.
  • 118.Τραλ. 9,1-2.
  • 119.Β. Στοπαννου, αυτόθι.
  • 120.Τραλλ. 9,1-2. Σμ. 1,1-2.
  • 121.Εφ. 7, 2.
  • 122.Σμ. 1,1-2.
  • 123.Αυτόθι.
  • 124.Β. Στοπαννου, ένθ' ανωτ., σ. 85.
  • 125.Π.χ. Εφ. 7, 2. «εν σαρκί γενόμενος Θεός, σαρκικός, γεννητός», κ.ά.
  • 126.Π. Δημητροπουλος, Σαρξ, σ. 1177.
  • 127.Β. Στοπαννου, ένθ' ανωτ., σ. 87.
  • 128.Αυτόθι, σ. 101.
  • 129.Κ. Μπονη, Χριστιανική Γραμματεία, σσ. 237ε.
  • 130.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 421.
  • 131.Σμ. 3,2.
  • 132.Φιλαδ. 4· «μία γαρ σαρξ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και εν ποτήριον εις ένωσιν του αίματος αυτού». Πρβλ. και αυτόθι, Επιγραφή· «ην και ασπάζομαι εν αίματι Ιησού Χριστού».
  • 133.Ι. Καλογηρου, ένθ' ανωτ., σ. 61· «Κατά ταύτα η Χριστολογία του Ιγνατίου δεικνύει σχέσιν προς την σχετικήν διδασκαλίαν του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Τούτο καταδεικνύεται και εκ της αντιδοκητικής διδασκαλίας των δύο πρώτων κεφαλαίων της προς Σμυρναίους Επιστολής, όπερ είναι επίσης χαρακτηριστικόν και του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου και δη του προλόγου αυτού και των καθολικών επιστολών».
  • 134.Σμ. 6,1.
  • 135.Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 287.
  • 136.Φιλιπ. 7,1.
  • 137.Αυτόθι, 1, 2. Πρβλ. Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ.,
  • 138.Πρβλ. Φιλιπ. 9, 2.
  • 139.Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 164.
  • 140.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 371.
  • 141.49, 6.
  • 142.12, 7.
  • 143.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 365.
  • 144.Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 365.
  • 145.5,1.13.
  • 146.7,3.
  • 147.6, 6. 7, 5. 7, 9.
  • 148.Προβληματικό φαίνεται εκ πρώτης όψεως το χωρίο του Βαρνάβα 12,10, όπου ο Βαρνάβας φαίνεται να αρνείται την εξ ανθρώπων καταγωγή του Χριστού. «Ίδε πάλιν Ιησούς, ουχί υιός ανθρώπου, αλλά Υιός του Θεού, τύπω δε εν σαρκί φανερωθείς». Το χωρίο έχει ως σκοπό να δείξει ότι δεν είναι ο Ιησούς απλός, ψιλός άνθρωπος, υιός ανθρώπου, όπως φαίνεται από τα παρακάτω χωρία που παρατίθενται για την θεότητά του (Ψλ. 109,1. Ησ. 45, 1). Άλλωστε είναι γεμάτη η Επιστολή από χωρία για το πάθος του Χριστού. Εν τούτοις αποδεικνύεται εσφαλμένη η άποψη του Μπόνη ότι ο Βαρνάβας αρνείται την εκ του γένους του Δαβίδ καταγωγή του Ιησού. Βλ. Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 364.
  • 149.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., ο. 390. Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 405.
  • 150.Π. Χρήστου, αυτόθι.
  • 151.Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 411.
  • 152.5, 6, 6· «Πολιτευσαμένην ουν αυτήν καλώς και αγνώς και συγκοπιάσασαν τω Πνεύματι και συνεργήσασαν εν παντί πράγματι, ισχυρώς και ανδρείως αναστραφείσαν, μετά του Πνεύματος του Αγίου είλετο κοινωνόν».
  • 153.Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 413.
  • 154.Κ. Μπονη, ενθ' ανωτ., σ. 412.
  • 155.5,6, 2.
  • 156.Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 26εε.
  • 157.Π. Τρεμπελα, ενθ' ανωτ., σσ. 74εε. 100.





Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης