Από τον Μανιχαϊσμό στο Filioque ΜΕΡΟΣ Δ' - Κεφάλαιο B'


ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΝΙΧΑΪΣΜΟ ΣΤΟ FILIOQUE – ΜΕΡΟΣ Δ'

 ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΤΗΣΗΣ

ΤΟΥ FILIOQUE ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΡΑΓΚΟΥΣ.

 

                ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

 

7.4.2. Αναίρεση παπικών ισχυρισμών.

 Μέχρι τώρα είδαμε την προβληματική της επιχειρηματολογίας των παπικών υπέρ του filioque.  Παρακάτω θα αντιμετωπίσουμε ορισμένους από τους ισχυρισμούς τους σχετικά με την χρήση της προσθήκης, όσους προβάλλουν για να αποδείξουν ότι η προσθήκη ήταν σε χρήση από την ρωμαϊκή εκκλησία πριν από τον όγδοο αιώνα μ.Χ. (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν σε χρήση μετά τον όγδοο αιώνα).

 

α) η τρίτη σύνοδος του Τολέδο το 589 μ.Χ.

Η τρίτη σύνοδος του Τολέδο προβάλλεται εδώ και αιώνες ως η πρώτη επίσημη συνοδική χρήση του filioque[1], ως η σύνοδος κατά την οποία έγινε η προσθήκη στο Σύμβολο με την μορφή του “et filio”.  Στις αρχές του πέμπτου αιώνα (410) οι Βησιγότθοι εισέβαλαν στην Ισπανία, την οποία κατέκτησαν σταδιακά.  Όντες αρειανοί αρνήθηκαν να ενσωματωθούν στην Εκκλησία.

Αργότερα ο Βησιγότθος βασιλιάς Ρεκκάρεδος αποδέχθηκε την μία, αγία, καθολική και αποστολική πίστη και με την βοήθεια του Αρχιεπισκόπου Λεάνδρου της Σεβίλλης (μεγαλύτερου αδελφού του Ισιδώρου της Σεβίλλης) συγκάλεσε την τρίτη σύνοδο του Τολέδου, στην οποία αποδέχθηκε την ορθοδοξία ως επίσημη χριστιανική ομολογία του βασιλείου του.

Στην σύνοδο αυτή ο Ρεκκάδερος  αρνήθηκε τον αρειανισμό μαζί και τον πρισκιλλιανισμό.  Ο δεύτερος  είχε μεγάλη εξάπλωση εκείνη την εποχή στην Ισπανία, ως αντίθεση στον αρειανισμό. Ο Ρεκκάρεδος δέχθηκε την πίστη των συνόδων της Νίκαιας, της Κωνσταντινούπολης, της Εφέσου και της Χαλκηδόνας, των οποίων τα πρακτικά αναγνώστηκαν στην σύνοδο του Τολέδο.

Αυτό σημαίνει ότι αναγνώσθηκε και ο έβδομος κανόνας της  συνόδου της Εφέσου, ο οποίος απαγορεύει οποιαδήποτε προσθήκη ή αφαίρεση στο Σύμβολο της Νίκαιας και αφορίζει όποιον πράξει κάτι τέτοιο. Σ' αυτήν την σύνοδο ο Ρεκκάρεδος ενετείλατο την απαγγελία του συμβόλου της Νίκαιας σε κάθε Θεία Ευχαριστία, σε όλες τiς εκκλησίες της Ισπανίας και της Γαλικίας, στις περιοχές δηλαδή εντός των ορίων του βασιλείου του, σύμφωνα με το τυπικό της Ανατολής[2].

Αυτή η κίνηση προφανώς ήταν μία προσπάθεια μίμησης της αντίστοιχης του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ο οποίος το 568 μ.Χ. είχε  διατάξει την απαγγελία του Πιστεύω σε όλες τις εκκλησίες της αυτοκρατορίας πριν από το “Πάτερ ἡμῶν”. Ο Ρεκκάρεδος το γνώριζε αυτό από τον Ιωάννη, ηγούμενο του μοναστηριού του Bielaro, ο οποίος είχε επιστρέψει την εποχή εκείνη από την Κωνσταντινούπολη. Εκεί είχε ζήσει επί δεκαεπτά έτη και είχε έρθει σε επαφή με το τυπικό της Ανατολής. Σίγουρα, λοιπόν, γνώριζε ότι στο Σύμβολο δεν υπήρχε το filioque[3]. Αυτός ο  Ιωάννης έγινε επίσκοπος Gerona ως επιλογή του ίδιου του Ρεκκάρεδου. Θεωρείται σίγουρο ότι ο κανόνας αυτός πέρασε κατόπιν δικής του προτροπής. Αποκλείεται, λοιπόν, να πέρασε  με την προσθήκη του filioque.

Στην εναρκτήρια ομιλία του ο βασιλιάς φέρεται να ομολογεί τα κάτωθι:

“Ομοίως το Άγιο  Πνεύμα πρέπει να ομολογείται από εμάς, και πρέπει να κηρύσσουμε ότι εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό και ότι είναι ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό· έτι δε περισσότερο ότι το  πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος είναι το τρίτο στην Αγία Τριάδα, και ότι μετέχει πλήρως της θείας ουσίας μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό[4]”.

Επίσης στο τρίτο ανάθεμα της ίδιας συνόδου αναθεματίζεται όποιος  δεν πιστεύει  στο  Άγιο Πνεύμα ή ότι αυτό εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό ή ότι είναι συνάρχο και ισότιμο με τον Πατέρα και τον Υιό[5].

Εδώ γεννάται το ερώτημα. Πώς είναι δυνατόν από τη μια να  αναγιγνώσκεται στην σύνοδο ο Ζ' Κανόνας της Συνόδου της Εφέσου, ο οποίος αναθεματίζει οποιονδήποτε προσθέτει ή αφαιρεί κάτι στο Σύμβολο και από την άλλη να προστίθεται από την σύνοδο του Τολέδο το filioque; Δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν· είτε η επίσημη χρήση του filioque ήταν προγενέστερη του Τολέδο - κάτι το οποίο δεν ισχύει σύμφωνα με το επιχείρημα των παπικών ότι στο Τολέδο έχουμε την πρώτη επίσημη χρήση -, είτε τα πρακτικά της συνόδου είναι πλαστογραφημένα. Έχει αποδειχθεί πλέον το δεύτερο, ότι δηλαδή τα πρακτικά  της συνόδου του Τολέδο είναι πλαστογραφημένα.

Πρώτος ο καρδινάλιος Bellarmine διαπίστωσε στα μέσα του Ιστ' αι. ότι το filioque δεν περιλαμβανόταν σε όλα τα χειρόγραφα με τα πρακτικά της τρίτης συνόδου του Τολέδο[6]. Ωστόσο ήταν πολύ νωρίς για να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα ενάντια στην επικρατούσα τότε παπική άποψη. Ούτε λόγος να γίνεται να τολμήσει να εναντιωθεί στην κραταιά Αγία Έδρα.

Στη συνέχεια ο Adamo Zoernikav, έχοντας υπ'  όψιν του  το έργο του Robert Bellarmine διαπίστωσε ότι σε κάποια από τα χειρόγραφα των πρακτικών, όσων περιελάμβαναν την προσθήκη, το filioque βρισκόταν στο περιθώριο και όχι στο κυρίως σώμα  του κειμένου[7]. Την ίδια διαπίστωση έκανε εκείνη την εποχή και ο Garsia Louisa[8]. Ωστόσο, κανένας από τους παραπάνω δεν τόλμησε να αμφισβητήσει την γνησιότητα της προσθήκης[9].

Ο Μακάριος Μόσχας (1879-1882), έχοντας υπ' όψιν του τους παραπάνω όπως και τον Migne (PL 5.406) ισχυρίστηκε το 1859 ότι η προσθήκη του filioque έγινε στο Σύμβολο των πρακτικών της όγδοης Συνόδου του Τολέδο (653) και όχι της τρίτης[10].

Ο πρώτος που αμφισβήτησε δειλά την γνησιότητα του filioque στο Σύμβολο των πρακτικών της τρίτης συνόδου του  Τολέδο το 589 μ.Χ.  ήταν ο A. E. Burn το 1908[11]. Η αμφισβήτηση δημιουργήθηκε ύστερα από εξέταση επτά χειρογράφων[12], τα οποία περιελάμβαναν τα πρακτικά της εν λόγω συνόδου. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσθήκη του filioque στα χειρόγραφα ξεκίνησε από την Ισπανία και εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη  Ευρώπη κατά την αντιγραφή τους. Από τον δέκατο αιώνα και μετά δεν υπάρχουν χειρόγραφα χωρίς την προσθήκη.

Η εργασία του Burn ήταν πρωτοποριακή, διότι προέβη σε εξέταση χειρογράφων ο ίδιος. Ωστόσο ημιτελής διότι δεν εξετάστηκε το σύνολο των χειρογράφων. Μέχρι την κριτική έκδοση του  κειμένου των πρακτικών αρκετές δεκαετίες αργότερα, οι ακαδημαϊκοί συνέχισαν έναν διάλογο παραπέμποντας  ο ένας στον άλλον και στους προηγούμενους.

Διατυπώθηκε στο μεταξύ η ανάγκη για την κριτική έκδοση των πρακτικών,  ώστε να μπορέσουν να βγουν τελικά  συμπεράσματα. Έτσι, ο J. A. Aldama θεώρησε ότι τα χειρόγραφα που εξέτασε ο Burn δεν ήταν αξιόπιστα και  ζήτησε να εξεταστούν πιο αξιόπιστα χειρόγραφα[13]. Να σημειωθεί ότι δεν θεώρησε το έργο του Burn αναξιόπιστο όπως ο Giuseppe Luigi Dossetti. Ο τελευταίος πάντως παρατήρησε το πρόβλημα αφού εξέτασε τα χειρόγραφα  της Hispana στην Ρώμη[14].

Το 1981 οι José Orlandis και  Domingo Ramos-Lissón κατέληξαν ότι μόνο με την κριτική έκδοση των χειρογράφων θα μπορούσε να βγει οριστικό συμπέρασμα και να τελειώσει η συζήτηση για το αν η προσθήκη περιλαμβανόταν στα πρακτικά της  τρίτης του Τολέδο[15]. Οι ίδιοι θεωρούσαν ότι η προσθήκη έγινε στην όγδοη του Τολέδο το 653 μ.Χ., όπως είπε αρχικά ο Μακάριος Μόσχας.

Κάποιοι περισσότερο τολμηροί ξεκίνησαν να  ερευνούν νέα ημερομηνία για την προσθήκη του filioque στο Σύμβολο. Για παράδειγμα ο Mauricius Gordillo θεώρησε ότι  η προσθήκη έγινε στην έκτη σύνοδο της Braga το 575μ.Χ[16]. Την ίδια ημερομηνία υποστήριζε και ο Knut Shäferdiek[17].

Η κριτική  έκδοση των κειμένων δημοσιεύθηκε τελικά το 1992 από τους Gonzalo Martínez Diez και Félix Rodriguez. Αποδείχθηκε πλέον επιστημονικά ότι το filioque είναι μεταγενέστερη προσθήκη καθώς στα παλαιότερα χειρόγραφα είτε δεν υπάρχει είτε έχει γραφεί στο περιθώριο των κωδίκων και μάλιστα από διαφορετικό του αντιγραφέα χέρι. Για το λόγο αυτό οι εκδότες δημοσιεύουν τα πρακτικά ΧΩΡΙΣ την προσθήκη του filioque. 

Έκτοτε οι παπικοί παρηγορούν εαυτούς λέγοντας ότι ο αδερφός του Αρχιεπισκόπου Λέανδρου, Ισίδωρος της Σεβίλλης υπερασπίστηκε την προσθήκη σε μια επιστολή του προς τον στρατηγό Κλαύδιο[18]. Το ότι στην επιστολή χρησιμοποιείται η μορφή filioque και όχι “et filio”, όπως στην όγδοη του Τολέδο ή στην πλαστή προσθήκη της τρίτης του Τολέδο, της συνοδικής δηλ. μορφής, καθώς και άλλα στοιχεία, ανάγκασαν πολλούς ακαδημαϊκούς να αμφισβητήσουν τη γνησιότητα αυτής της επιστολής. Αλλά η συγκεκριμένη συζήτηση δεν είναι του παρόντος κεφαλαίου[19].

Όσον αφορά στην απαγγελία του Συμβόλου στους ναούς κατά την Θεία Λειτουργία υπάρχει ένα ενδιαφέρον στοιχείο που καταγράφει ο Swainson στο έργο του The Nicene and Apostle's Creeds: their Literary History. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη του  Παρισιού υπάρχει ένας  κώδικας ο Latin 12047 με τίτλο Liber Sacramentun Gellonensis. Πρόκειται για λειτουργικό τυπικό, το οποίο έχει γραφεί στο μοναστήρι του St Guilhem-le-Désert στο τέλος του Η'-αρχές Θ' αι., την εποχή δηλαδή που οι Φράγκοι εισήγαγαν την προσθήκη του filioque.

Σύμφωνα με αυτό το τυπικό το Πιστεύω απαγγελλόταν στη Θεία λειτουργία ως εξής:

“...et spiritum sanctum, dominum,  vivificantem, ex patre procedentem qui cum patre et filio simul adunatum (σ.σ. αντί adoratum) et conglorificatum[20]”.

Τα σημαντικά στοιχεία του χειρογράφου είναι αφ' ενός η παλαιότητά του που το καθιστά σύγχρονο με την εποχή της  θεολογικής επιβολής των Φράγκων και αφετέρου το γεγονός ότι το filioque παραλείπεται δηλαδή δεν έχει εξαπλωθεί στη Γαλλία σε μια  εποχή κατά πολύ μεταγενέστερη της τρίτης ή της όγδοης συνόδου του Τολέδο. Αυτό είναι ένα στοιχείο, το οποίο θα ενισχύσει κατά πολύ την ιστορία που θα μελετήσουμε στο τρίτο μέρος της εργασίας, που αφορά στο πώς παρέλαβαν οι Φράγκοι από τους αιρετικούς το filioque.

 

β) Ο αποκαλούμενος Τόμος του Δάμασου

Ο Δάμασος ήταν πάπας στην Ρώμη από το 366 έως το 384 μ.Χ. Θεωρείται από τους παπικούς ως ένας από τους πρώτους υποστηρικτές του filioque. Λόγω του σημαντικού αξιώματός του θα εξετάσουμε το επιχείρημα των παπικών και θα το αντικρούσουμε, με σκοπό να δείξουμε ότι το filioque δεν είχε υποστηρικτές στη Ρώμη εκείνη την εποχή.

Ο αποκαλούμενος Τόμος του Δάμασου, είναι η επιστολή του πάπα προς τον επίσκοπο Αντιοχείας Παυλίνο. Πρόκειται για ένα κείμενο ομολογίας, το οποίο εκθέτει την ορθόδοξη πίστη έναντι των αιρετικών δοξασιών εκείνης της εποχής. Λόγω του έντονα καταδικαστικού προς τις αιρέσεις ύφους είναι επίσης γνωστό ως τα 24 Αναθέματα. Μερικοί παπικοί  ακαδημαϊκοί θεωρούν ότι το συνέταξε ο ίδιος ο Δάμασος, ως απάντηση στις αιρέσεις του Πρισκιλλιανού, ενώ  άλλοι, όπως ο K.  Kuenstle, θεωρούν ότι δεν προέρχεται από την γραφίδα  του  ίδιου του πάπα, αλλά ότι είναι κείμενο κάποιας αντι-πρισκιλλιανστικής συνόδου και στάλθηκε στον πάπα για έγκριση[21].

Το κείμενο που προβάλλουν οι παπικοί είναι το εξής:

“Πιστεύουμε... εις το Άγιο Πνεύμα, ούτε γεννητό ούτε αγέννητο, ούτε δημιουργημένο ούτε κατασκευασμένο, αλλά εκπορευόμενο από τον Πατέρα και τον Υιό, πάντα αιώνιο με τον Πατέρα και τον Υιό[22],...”.

Εδώ η απάτη των παπικών είναι φοβερή!!!!

Από την μια ονοματίζουν τον Τόμο  του Δάμασου και παραπέμπουν στην Patrologia Latina τόμο 13 στήλες 358-364, όπου και βρίσκεται η επιστολή του πάπα[23].

Από την άλλη παραθέτουν κείμενο, το οποίο  δεν βρίσκεται στον Τόμο, αλλά είναι  αμφιβόλου προελεύσεως και βρίσκεται στο  Augustin Hanh, Bibliothek der Symboole und Glaubensregeln der Alten Kirche, Hildesheim 1962, pp.275-276. Μάλιστα, το ίδιο κείμενο βρίσκεται αμέσως μετά σε δεύτερη εκδοχή, με την παραπάνω παρατεθείσα να είναι η  πρώτη εκδοχή. Στην δεύτερη εκδοχή διαβάζουμε:

“Spiritum vero sanctum, Deum nostrum, non ingenitum neque genitum, non creatum neque factum, sed de Patre procedentem, Patris et Filii, semper cum Patre et Filio coaeternum veneramur;..”

Βλέπουμε ότι στην δεύτερη εκδοχή το filioque απλά δεν υπάρχει.

Στον Τόμο ο  Δάμασος γράφει τα εξής:

“Όποιος δεν ομολογεί ότι το Πνεύμα το Άγιο εκ του Πατρός είναι αληθινά και  κυρίως, όπως και ο Υιός εκ της θείας ουσίας και Θεό αληθινό, να είναι ανάθεμα[24]”.

Αυτή η ομολογία ως η πραγματική  πίστη του πάπα Δάμασου επβεβαιώνεται  και από ανατολική ορθόδοξη πηγή. Στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Θεοδώρητου  Κύρου  υπάρχει η “ Ὁμολογία τῆς καθολικῆς  πίστεως, ἥν ὁ πάπας Δάμασος ἀπέστειλε πρός τόν ἐπίσκοπον Παυλῖνον ἐν τῇ Μακεδονίᾳ, ὅς ἐγένετο ἐν Θεσσαλονίκῃ”. Εκεί διαβάζουμε τον ίδιο αναθεματισμό:

“Εἴ τις μή εἴπῃ τό πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ πατρός εἶναι ἀληθῶς καί  κυρίως, ὡς καί τόν υἱόν ἐκ τῆς θείας οὐσίας  καί θεόν θεοῦ λόγον, ἀνάθεμα ἔστω[25].

Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι ο πάπας Δάμασος δεν ομολογούσε το filioque. Πώς, όμως, προέκυψε η  άποψη ότι το υποστήριζε; Υπάρχουν στα χειρόγραφα αρκετά κείμενα που φέρουν τον τίτλο “fides Damasi”, όχι ως διακριτικό τίτλο, αλλά ως προσδιορισμό από τους ίδιους τους παπικούς. Ένα από αυτά βρίσκεται σε μια επιστολή του αγίου Ιερωνύμου προς τον πάπα. Το περιέχουν τα παρακάτω χειρόγραφα με τους αντίστοιχους τίτλους:

 

  • Codex Sangallensis 125 (G1, Η' αι.) με τίτλο Fides Hieronimi ad Damasum Papam
  • Codex Sangallensis 159 (G2, Ι' αι.) με τίτλο Epistola Hieronimi ad Papam Damasum de symbulo
  • Codex Augiensis XVIII (K, Kalsruhe, Θ' αι.) με τίτλο Fides beati Hieronimi presbyteri ad Damasum Papam,
  • Codex Leidensis XVIII.67 F (L, Η'-Θ' αι.) με τίτλο Exemplar fidei catholice sancti Hieronimi presbyteri
  • Codex Mediolan.Ambros. O.212 sup. (M, Η' αι.) με τίτλο Hieronimi incipit fides
  • Codex Paris. B.N. 1684 (P, ΙΑ' αι.) με τίτλο [Hieronimi] de Fide apud Bethleem

               

Γίνεται κατανοητό αμέσως ότι στην πραγματικότητα είναι fides Hieronimi  και όχι fides Damasi, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα.  Σε αυτό το πιστεύω ομολογείται το εξής:

“Credimus..., Spiritum vero Sanctum, non genitum neque ingenitum, non creatum neque factum, sed de Patre procedentem, Patri et Filio coaeternum...[26]

Οι πέντε από  τους έξι κώδικες δίνουν το κείμενο σε αυτή την μορφή. Μόνο  στον κώδικα G1 υπάρχει μία προσθήκη, η οποία γράφει τα εξής για το επίμαχο  ζήτημα:

“Spiritus vero Sanctus Patris et Filii communiter Spiritus. Sicut generare solius Patris (κυρίως μόνο ο Πατήρ γεννά) et nasci solius Filii (και μόνος ο Υιός γεννάται) et procedere de ambobus (και εκπορεύεται εξ αμφοτέρων) solius confitemur Spiritus Sancti. …

… Spiritus Sanctus Deus est a Patre Filioque..[27]

Να τονιστεί ότι  η παραπάνω προσθήκη δεν έχει εισέλθει στο σώμα του κειμένου. Βρίσκεται ξέχωρα. Βρίσκεται σε έναν από τους έξι κώδικες και δεν υπάρχει στους υπόλοιπους. Δεν γνωρίζω, διότι δεν έχω δει τον κώδικα, αν είναι γραμμένη και από διαφορετικό χέρι. Ωστόσο οι παπικοί θεωρούν ότι  αυτή είναι η μία και μοναδική πίστη του πάπα Δάμασου και την προτάσσουν ως επιχείρημα υπέρ του filioque. Βλέπουμε ένα ακόμη παράδειγμα του πώς οι ευσεβείς πόθοι θεολογούν.

 

γ) Οι Ομιλίες και η Επιστολή 15 του πάπα Λέοντα του Α'.

Ο πάπας Λέων Α' έγινε επίσκοπος Ρώμης το 440 μ.Χ. Υπήρξε  ορθοδοξότατος, μεγάλος  θεολόγος και συμμετείχε δι'  αντιπροσώπων στην Δ'  Οικουμενική Σύνοδο.

Λόγω της βαρύτητας της θεολογίας του, οι παπικοί προσπαθούν να τον εμφανίσουν ως υπέρμαχο  του filioque. Οι αποδείξεις που προσκομίζουν αφορούν τρία αποσπάσματα από κείμενα που του αποδίδονται.

Το πρώτο απόσπασμα προέρχεται από την 75η ομιλία του De Pentecoste. Εκεί λέει:

“Εφόσον, λοιπόν, ο Υιός είναι ο μονογενής εκ του Πατρός, και το  Άγιο Πνεύμα είναι το Πνεύμα του Πατρός και του Υιού, όχι όπως κάθε δημιούργημα είναι [δημιούργημα] του Πατρός και του Υιού, αλλά ως ζων και δυνάμενo με αμφότερους (σ.τ.μ. Πατέρα και Υιό) και από πάντα ουσιώνεται από αυτό, το οποίο είναι ο Πατήρ και ο Υιός[28]”.

Η θεολογία του πάπα Λέοντα είναι πολύ προσεκτικά διατυπωμένη και δείχνει ότι προσπαθεί να αναλύσει το μυστήριο της θεότητος αποφεύγοντας λάθος εκφράσεις που θα έδιναν την δυνατότητα να στηριχθούν οι αιρετικές δοξασίες των πνευματομάχων. Αυτό που εξηγεί στο παραπάνω απόσπασμα είναι το ότι το Άγιο  Πνεύμα δεν είναι δημιούργημα, όπως όλα τα άλλα, όσα δημιουργήθηκαν από τον Πατέρα και τον Υιό, αλλά πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, όπως ο Πατέρας και ο Υιός, Θεός και το ίδιο εφόσον προαιωνίως ουσιώνεται από αυτό, από το οποίο ουσιώνεται και ο Πατέρας και ο Υιός. Τι σημαίνει το παραπάνω; Ότι είναι  της ίδιας κοινής θείας ουσίας με τον Πατέρα και τον Υιό. Είναι τόσο επεξηγηματικός ο τρόπος γραφής του πάπα Λέοντα, ώστε δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις. Επίσης, η απλότητα της έκφρασης οφείλεται στο ότι πρόκειται για  ομιλία, η οποία απευθύνεται στο εκκλησίασμα, οπότε ο ομιλητής αναλύει μεν το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, και προσπαθεί χωρίς να χρησιμοποιήσει ειδικούς δογματικούς όρους, να παρουσιάσει την θεότητα του Αγίου Πνεύματος.

Όταν  αναφέρει το Πνεύμα το Άγιο, ως Πνεύμα του  Πατρός και του Υιού, δεν μιλά  για την εκπόρευση του Πνεύματος εξ αμφοτέρων, αλλά  για την αποστολή Του στον κόσμο. Η ομιλία 75 αναφέρεται στην ημέρα της Πεντηκοστής, όπως επιγράφεται. Ότι με αυτή την έννοια το διατυπώνει φαίνεται από τις αμέσως επόμενες  φράσεις, όπου αναφέρεται στο Ιωαν.  16.12-15:

“Και έτσι όταν ο Κύριος πριν την ημέρα του πάθους υποσχέθηκε τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές του, είπε Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ' οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν· οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἂν ἀκούσει λαλήσει, καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν. ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. Κατά συνέπεια δεν υπάρχουν άλλα  τα οποία είναι του Πατρός και άλλα του  Υιού και άλλα  του Αγίου Πνεύματος, αλλά όλα τα οποία έχει ο Πατέρας, έχει επίσης  και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα[29]”.

Πόσο  ωραία στο τέλος  κατατροπώνεται το επιχείρημα των παπικών, το οποίο στηρίζεται στην φράση “ πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι”. Με το  να προσθέτει ο  άγιος  πάπας  Λέων και το Άγιο Πνεύμα στα κοινά των προσώπων δείχνει ότι  με την φράση αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος στον Υιό.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η  επόμενη ομιλία του πάπα Λέοντα, η δεύτερη στην εορτή της Πεντηκοστής και 76η στην τυπική αρίθμηση των ομιλιών. Το επίμαχο σημείο είναι το εξής:

“Κατά παρόμοιο τρόπο αιώνιο είναι το Πνεύμα το Άγιο, Πνεύμα υπάρχων του Πατρός και του Υιού[30]”.

Για να γίνει κατανοητό περί τινος μιλάει εδώ  ο πάπας Λεόντας πρέπει η φράση να αναλυθεί μέσα στο πλαίσιο του κεφαλαίου. Στο δεύτερο κεφάλαιο της δεύτερης ομιλίας της πεντηκοστής ο συγγραφέας/ομιλητής αναλύει την αιώνια ύπαρξη της  θεότητας αναφερόμενος στην αιώνια ύπαρξη και των τριών προσώπων. Αποδεικνύει ότι όπως ο  Πατέρας και ο Υιός υπάρχουν αιώνια, χωρίς τα υποστατικά ιδιώματα της πατρότητας και της  υιότητας να δείχνουν χρονική διαφορά στην ύπαρξη, έτσι και το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο είναι Πνεύμα του Πατρός και του Υιού, επειδή είναι Πνεύμα του Πατρός και του Υιού, υπάρχει αιώνια.

Το απόσπασμα είναι το παρακάτω:

“Αιώνιος είναι ο  Πατέρας, συνάναρχος με τον Υιό, του οποίου είναι γεννήτορας. Αιώνιος είναι ο Υιός, άχρονος υπάρχων από τον Πατέρα προ πάντων γεννητός. Κατά παρόμοιο τρόπο αιώνιο είναι το Πνεύμα το Άγιο, Πνεύμα υπάρχον του Πατρός και του Υιού[31].

Εδώ δεν ενδιαφέρει τον θεολόγο να αναπτύξει τα υποστατικά  ιδιώματα των τριών προσώπων, ούτε να δηλώσει τον τρόπο ύπαρξης καθενός εξ αυτών. Τον ενδιαφέρει να αποδείξει την αιώνια, άχρονη ύπαρξή τους. Αναφέρει μεν τα υποστατικά ιδιώμτα του Πατρός και του Υιού, την πατρότητα και την υιότητα, όχι όμως για να τονίσει τον τρόπο ύπαρξης, αλλά για να δείξει ότι αυτά δεν φανερώνουν χρονική διαφορά στην ύπαρξη του Πατρός και του Υιού. Και τα δύο αυτά πρόσωπα υπάρχουν από πάντα. Κατά παρόμοιο τρόπο υπάρχει από πάντα το Πνεύμα το  Άγιο, ως Πνεύμα του Πατρός και του Υιού. Δεν αναφέρεται καθόλου στην εκπόρευση του Πνεύματος, διότι δεν είναι αυτό το θέμα της ομιλίας.

Αυτά αποδεικνύονται από την συνέχεια της ομιλίας:

“Έτσι ουδέποτε Πατήρ χωρίς Υιό, ουδέποτε Υιός χωρίς Πατέρα, ουδέποτε ήταν ο Πατέρας και ο Υιός χωρίς το Άγιο Πνεύμα[32]”.

Ωστόσο, δεν είναι οι δύο ομιλίες του πάπα Λέοντα το  δυνατό επιχείρημα των υποστηρικτών του filioque. Αυτό το βρίσκουν σε μία υποτιθέμενη επιστολή του ιεράρχη προς τον Τουρίβιο, επίσκοπο της Astorga στην Ισπανία. Αυτή η επιστολή που φέρει τον αριθμό 15, τουλάχιστον στην αρίθμηση του Migne, αποτελεί  μία αναίρεση των αιρετικών απόψεων των πρισκιλλιανιστών. Στο δεύτερο κεφάλαιό της ο συγγραφέας καταφέρεται ενάντια στην άποψη των αιρετικών ότι δεν υπάρχουν τρία πρόσωπα στην Αγία Τριαδα, ή τουλάχιστον σε αυτό που θεωρούσαν τότε  ότι πρέσβευαν οι οπαδοί του Πρισκιλλιανού.

Γράφει, λοιπόν, η επιστολή 15:

“Έτσι, στο πρώτο κεφάλαιο δείχνουν τι ασεβείς απόψεις υποστηρίζουν σχετικά με την Αγία Τριάδα, δηλαδή ότι ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, όπως ισχυρίζονται  είναι ένα πρόσωπο, λες και  ο ίδιος Θεός ονομάζεται τώρα Πατέρας, τώρα Υιός και τώρα Άγιο Πνεύμα, ωσάν να μην είναι άλλος  αυτός που γεννά, άλλος αυτός που γεννάται και άλλος αυτός που εκπορεύεται εξ αμφοτέρων, αλλά πρέπει να εννοηθεί μια αδιαίρετη  ενότητα, η οποία ονοματίζεται με τρία ονόματα, αλλά δεν πρέπει να γίνονται δεκτά τρία πρόσωπα[33] 

Ο συγγραφέας της επιστολής αυτής είναι ξεκάθαρο ότι υποστηρίζει την διπλή εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Ωστόσο, ήδη από την εποχή του Μεγάλου  Φωτίου, η ένσταση των Ορθοδόξων στο σημείο αυτό είναι ότι ο πάπας Λέοντας αποδέχθηκε την σύνοδο της Χαλκηδόνας – είχε στείλει τέσσερις αντιπροσώπους στην σύνοδο[34] -  και συνεπώς είχε δεχθεί το Σύμβολο της Νίκαιας ως είχε, χωρίς την προσθήκη του filioque. Συνεπώς  δεν θα μπορούσε να είναι αυτός ο συγγραφέας αυτής της επιστολής.

Έχει αποδειχθεί ήδη από τον 19ο  αιώνα ότι η επιστολή είναι πράγματι  χαλκευμένη. Ο Karl Künstle έδειξε στο έργο  του Antipriscilliana ότι η πατρότητα της επιστολής πρέπει να αποδοθεί σε κάποιον Ισπανό θεολόγο του έκτου αιώνα. Η γνώμη του είναι βαρύνουσα διότι  και ο ίδιος είναι υπέρμαχος του filioque και μάλιστα θεωρούσε ότι ο πάπας το  υποστήριζε στις δύο ομιλίες που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Τα επιχειρήματά του είναι  γλωσσολογικά, γι' αυτό και παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο από το έργο του:

“Για το τέλος, προσοχή χρειάζεται ένα απόσπασμα από την επιστολή σχετικά με το Άγιο Πνεύμα. Αντικρούοντας το πρισκιλλιανιστικό τριαδικό δόγμα λέγεται: “ Primo capitulo demonstratur, quam impie sentiant de trinitate... nec alius sit qui genuit, alius qui genitus est, alius qui de utroque processit”. Έχει αποδειχθεί προηγουμένως ότι οι ακριβείς όροι “ de utroque procedere” ή “ex patre filioque procedere” έχουν ως πατρίδα τους την Ισπανία. Θα μπορούσε κάποιος να το θέσει κι έτσι, ότι οι Ισπανοί θεολόγοι θα μπορούσαν να έχουν μόλις λάβει την δυνατότητα από την επιστολή μας, να εκφράσουν το εκκλησιαστικό δόγμα για το Άγιο Πνεύμα με αυτές τις λέξεις. Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί εν αντιθέσει, ότι η πηγή αυτής της ορολογίας είναι η Fides Damasi, η οποία προήλθε από την Ισπανία περί το 380. Επίσης έγραψε ο Prudentius ήδη από το 400 στο Cathemerinon IV 14-15:

 “Regnat spritus ille sempiternus

  A Christo simul et parente missus”

 και ακόμα σαφέστερα στο Cath. VI 4ff:

 “Et spiritus benigne

  …..........................

  Deus ex utroque missus

Στην Regula Fidei των επισκόπων διαβάζουμε δύο φορές “a patre filioque procedens”, ένας όρος, ο οποίος δεν εξαφανίζεται από τούδε και στο εξής. Είναι λοιπόν σωστό, ότι ολόκληρη η δυτική εκκλησία έμαθε την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα και τον Υιό από τον πέμπτο αιώνα και μετά. Ο Μέγας Λέων μίλησε γι' αυτό καθαρότατα στις δύο ομιλίες του στην Πεντηκοστή· αλλά ο όρος “ex utroque procedere”, όπως τον συναντάμε στην επιστολή 15, δεν του είναι χρήσιμος. Γι΄ αυτό και δεν μπορεί το απόσπασμα που παρατέθηκε “qui de utrosque processit” να είναι από αυτόν. Μόνο ένας Ισπανός θα μπορούσε να το είχε γράψει τον πέμπτο αιώνα.

Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η Επιστολή 15 προς Τουρίβιο περί των αιρέσεων των Πρισκιλλιανιστών, θα πρέπει να διαγραφεί από τα γνήσια έργα του Λέοντα του Μεγάλου και να αποδοθεί σε κάποιον άγνωστο Ισπανό θεολόγο του τέλους του έκτου αιώνα[35](η έμφαση δική μας).

To συμπέρασμα του Κ. Künstle έγινε δεκτό από τον Edmund Hunt, τον μεταφραστή των επιστολών του πάπα Λέοντα στα αγγλικά,  γι'  αυτό και δεν συμπεριέλαβε την εν λόγω επιστολή στο έργο του[36].

 

δ) Η επιστολή του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού.

Έκπληξη προκαλεί η άποψη του  E. Siecienski ότι η επιστολή του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού συνηγορεί υπέρ της χρήσης του filioque από την Ρώμη τον έβδομο αιώνα και συνάμα ότι ο άγιος παραβλέπει τη μία αίρεση (δηλ. Το filioque) για να αντιμετωπίσει μία άλλη (δηλ. τον μονοθελητισμό)[37]. Εμμέσως κατηγορείται ο άγιος για μεροληψία υπέρ της Ρώμης, έναντι της Κωνσταντινούπολης.

Αυτή η άποψη δεν δείχνει τίποτα παραπάνω από μυωπική ανάγνωση της επιστολής και  μία αδύναμη προσπάθεια  να διαστραφεί ένα δυνατό επιχείρημα της ορθόδοξης πλευράς στην ιστορία  της αντιπαράθεσης.  Προφανώς ο εν λόγω συγγραφέας δεν θέλει να θυμάται  την αντίδραση των παπικών, όταν στη σύνοδο της Φερράρας οι ορθόδοξοι ζήτησαν να συμφωνήσουν άπαντες στην διαμάχη του filioque επί τη βάσει της επιστολής του αγίου Μαξίμου. Παραθέτουμε από τα απομνημονεύματα του Συρόπουλου:

“Τῇ δέ πέμπτῃ καί εἰκοστῇ τοῦ ὀκτωβρίου, ἡμέρα σαββάτῳ ἐγένετο συνέλευσις ἕκτη, καί συνῆψεν ὁ Ρόδου τήν ἀπολογίαν, ἐν τῇ προλαβούσῃ ὁμιλία οὐκ ἔφθασε τελειῶσαι, καί εἰς πολύ πλάτος λόγων ἐνέπεσε και ῥητά ἁγίων προσεκόμισεν εἰς σύστασιν τῶν ἑαυτοῦ λόγων, ὅτε μετά τῶν ἄλλων καί τό μέρος  τῆς πρός Μαρῖνον ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου Μαξίμου εἰς μέσον παρήγαγεν, ἐξαιτιώμενος διά τούτου τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ῥώμης, ὅτι καί κατά τούς καιρούς ἐκείνους ἦν ἡ προσθήκη ἐν τῷ συμβόλῳ, ὡς ὁ Μάξιμος μαρτυρεῖ·...

Ἡμεῖς δέ ὡς μέγα κέρδος  ἐδεξάμεθα τό προενεγκεῖν ἐκείνους τήν τοῦ ἁγίου Μαξίμου τήν ἐπιστολήν· ἐδυσχαραίνομεν γάρ προενεγκεῖν αὐτήν, χρείας καλούσης, ἐπεί οὐχ ὁλόκληρος εὑρίσκεται ἡ ἐπιστολή· ἐπεί δέ παρ' ἐκείνων προεκομίσθη, ἐλέγομεν, ὅτι δεχθήσεται καί παρ' αὐτῶν, ὅτε παρ' ἡμῶν προκομισθῇ. Ὡσαύτως ἤσθημεν καί ὅτε τό βιβλίον τῆς ἑβδόμης συνόδου μετά τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης προεκομίσθη· ἐλέγομεν γάρ καί ἐν τούτῳ, ὡς ἤδη ἔχομεν ἐλέγχειν αὐτούς ἐκ τούτου ὅτι ἐνοθεύθησαν καί τά ῥητά τῶν δυτικῶν ἁγίων.

Ἀλλ' ὅτε πάλιν ἐν τῷ σκευοφυλακίῳ τοῦ ἁγίου Φραγκίσκου συνήχθησαν, ἐδοκίμασαν ἐκείνους οἱ ἡμέτεροι περί τῆς ἐπιστολῆς καί εἶπον πρός αὐτούς· Εἰ στέργεται παρ' ὑμῶν αὕτη ἡ ἐπιστολή, εὐκόλως προβήσεται καί ἡ ἕνωσις. Ἀπηγόρεσυαν οὖν ταύτην οἱ Λατίνοι εἰπόντες ὅτι· Ἡμεῖς ἐσκώψαμεν καί τόν Ῥόδου ἕνεκεν αὐτῆς, ὅτι παρά γνώμην ἡμῶν προκεκόμισε ταύτην· οὐ γάρ στέργομεν αὐτήν, ἐπεί οὐδέ ὁλόκληρος εὑρίσκεται[38]”. (η έμφαση δική μας)

Τι λέει εδώ ο Συρόπουλος; Αναφέρει ότι ο Λατίνος επίσκοπος Ρόδου Ανδρέας Χρυσοβέργης προσκόμισε την επιστολή του αγίου ως απόδειξη για την χρήση του filioque από την Ρώμη τον έβδομο αιώνα. Προφανώς ο Ρόδου δεν καταλάβαινε, όπως και ο E. Siecienski τι ακριβώς λέει η επιστολή. Οι ορθόδοξοι χάρηκαν πολύ γι' αυτή την γκάφα του Λατίνου επισκόπου, διότι οι ίδιοι δεν είχαν την επιστολή ολόκληρη. Ας μην ξεχνάμε ότι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ. οι βιβλιοθήκες της Πόλης λεηλατήθηκαν από αυτούς.

Οι Ορθόδοξοι δοκίμασαν του Λατίνους μετά από αυτό το απρόσμενο δώρο. Τους είπαν, δηλαδή, οτι δέχονται να γίνει η ένωση στη βάση της επιστολής του Μαξίμου. Οι Λατίνοι αρνήθηκαν, διότι γνώριζαν πολύ καλά τι ακριβώς έλεγε η επιστολή και δεν ομολογούσε χρήση του filioque, με την ίδια έννοια που ομολογούσαν αυτοί την προσθήκη. Μάλιστα, έψεξαν τον επίσκοπό τους που την ανέφερε.

Ας δούμε, όμως τώρα και την ίδια την επιστολή. Πρόκειται για το κείμενο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού Ἵσον ἐπιστολῆς πρός Μαρίνον τόν πρεσβύτερον τῆς Κύπρου:

“Ἀμέλει τοι γοῦν τῶν τοῦ νῦν ἁγιωτάτου Πάπα συνοδικῶν οὐκ ἐν τοσούτοις, ὅσοις γεγράφατε, κεφαλαίοις οἱ τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων ἐπελάβοντο· δυσί δέ  μόνοις, ὧν, τό μέν ὑπάρχει περί θεολογίας, ὅτι τε, φασίν, εἶπεν 'ἑκπορεύεσθαι κἄκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον...' Καί τό μέν πρῶτον συμφώνους παρήγαγον χρήσεις τῶν Ῥωμαίων πατέρων· ἔτι γε μή καί Κυρίλλου  Ἀλεξανδρείας ἐκ τῆς πονηθείσης αὐτῶ εἰς τόν εὐαγγελιστήν ἅγιον Ἰωάννην ἱερᾶς πραγματείας· ἐξ ᾧν οὐκ αἰτίαν τόν Υἱόν ποιοῦντας τοῦ Πνεύματος σφᾶς αὐτούς ἀπέδειξαν· μίαν γάρ ἴσασιν Υἱοῦ καί πνεύματος, τόν Πατέρα, αἰτίαν, τοῦ μέν κατά τήν γέννησιν τοῦ δέ κατά τήν ἐκπόρευσιν, ἀλλ' ἵνα τό δι' αὐτοῦ προϊέναι δηλώσωσι καί ταύτῃ τό συναφές  τῆς οὐσίας καί ἀπαράλλακτον παραστήσωσι[39]”.

Πρώτο μέλημα του άγιου πάπα Μαρτίνου του πρώτου, όταν ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης το 649  μ.Χ. ήταν να συγκαλέσει την πρώτη σύνοδο του Λατεράνου και να καταδικάσει τον μονοθελητισμό και τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο. Τη συνοδική αυτή καταδίκη έστειλε στην Βασιλεύουσα. Οι της Βασιλεύουσας διάβασαν τη συνοδική επιστολή και αμέσως κατηγόρησαν τον πάπα για δύο θέματα. Το ένα ήταν θεολογικό, ότι δηλαδή ομολογούσε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύονταν και εκ του Υιού.

Ο  άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ταξίδεψε στην Ρώμη το 650 μ.Χ., εξέτασε το ζήτημα και αποφάνθηκε μέσα από την επιστολή προς Μαρίνο τα εξής: Πρώτον, ότι δεν ομολογούν στην Ρώμη εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό (filioque), αλλά το “δι' αὐτοῦ προϊέναι”. Δεύτερον ότι “το συναφές τῆς οὐσίας καἰ ἀπαράλλακτον” των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος αποδεικνύουν με αυτόν τον τρόπο και δεν εισάγουν δυαρχία στην θεότητα. Τρίτον, ότι μία αρχή της θεότητος δέχονται τον Πατέρα, αιτία του Υιού ως προς την γέννηση καί του Πνεύματος κατά την εκπόρευση. Τέταρτον, ότι χρησιμοποιούν ανθολόγιο πατερικών κειμένων[40], όπου η εκπόρευση διά του Υιού έχει την έννοια που της αποδίδει ο  άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας στην ερμηνεία του ρητού του κατά Ιωάννην ευαγγελίου.

Σημαντική είναι η εξήγηση του αγίου Μαξίμου, ότι η παρεξήγηση οφείλεται στην αδυναμία της λατινικής γλώσσας να μεταφράσει με ακρίβεια την λέξη “εκπόρευση”. Παρακάλεσε, λέει, τους Ρωμαίους να ξεκαθαρίσουν καλύτερα το δόγμα, αλλά η διαφορά της γλώσσας δεν επέτρεψε περισσότερες διευκρινίσεις. Γράφει ο άγιος:

“Μεθερμηνεύειν δέ τά οἰκεῖα, τοῦ τάς ὑποκλοπάς χάριν διαφυγεῖν τῶν ὑποπιπτόντων κατά τήν ὑμετέραν κέλευσιν, παρεκάλεσα τούς Ῥωμαίους· πλήν ἔθους κεκρατηκότος οὔτω ποιεῖν καί στέλλειν, οὐκ οἶδα τυχόν εἰ π(ε)ισθεῖεν, ἄλλως τε καί τό μἠ οὔτως δύνασθαι διακριβοῦν ἐν ἄλλῃ λέξει τε καί φωνῇ τόν ἑαυτῶν νοῦν ὥσπερ ἐν τῇ ἰδίᾳ καί θρεψαμένῃ, καθάπερ οὖν καί ἡμᾶς ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς τόν ἡμέτερον. Γενήσεται δέ πάντως αὐτοῖς, πείρᾳ τήν ἐπήρειαν μαθοῦσι, καί ἡ περί τοῦτου φροντίς[41]”.

Ίσως, λέει, να μην μπορούν να εκφράσουν με ακρίβεια σε άλλη γλώσσα όσα σκέφτονται, παρά  μόνο στην γλώσσα την δική τους με την οποία μεγάλωσαν (θρεψαμένη), όπως και εμείς στην δική μας γλώσσα λέμε όσα είναι στον νου μας ( καθάπερ οὖν καί ἡμᾶς ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς τόν ἡμέτερον). Πριν περάσουμε στην ορθόδοξη ερμηνεία της επιστολής και την αξίας της υπέρ της ορθόδοξης επιχειρηματολογίας στην αντιπαράθεση του filioque θα αναφερθούμε σύντομα σε δύο θέματα σχετικά με την ίδια.

Το πρώτο αφορά  την γνησιότητα της. Ο μητροπολίτης Κωνσταντίας Βασίλειος Καραγιάννης θεωρεί ότι αν και μερικά  τμήματα της επιστολής μπορεί να είναι γνήσια,  το τμήμα που αφορά το filioque πρέπει να είναι παρένθετο από κάποιον λατίνο αντιγραφέα. Σύμφωνα με αυτόν το θέμα του filioque, όπως εμφανίζεται στο κείμενο είναι πολύ πρώιμο για την εποχή του Μαξίμου. Αποκλείεται ο άγιος να είχε ασχοληθεί με ένα θεολογικό ζήτημα, το οποίο δεν είχε καν ξεκινήσει εκείνη την εποχή[42].

Βασικό επιχείρημα υπέρ αυτής  της άποψης είναι το γεγονός ότι η επιστολή αναφέρεται πρώτη φορά από τον Αναστάσιο Βιβλιοθηκάριο[43], ενώ ήδη είχε ξεκινήσει η αντιπαράθεση την εποχή του Μέγα Φώτιου. Έπειτα, στην σύνοδο της Φερράρας, όταν προσκομίστηκε η επιστολή από τον Ρόδου, Ανδρέα Χρυσοβέργη, ο Νικόλας Σεκούνδος αντέδρασε λέγοντας:

“Γινώσκετε, πατέρες αἰδεσιμώτατοι, ὅτι τό μετά τήν ἐπιστολήν ἐφεξῆς ἀναγνωσθέν οὐκ ἔστι τοῦ Μαξίμου, εἰ καί τοῦ πεποιηκότος τό ὄνομα σεσιώπηται, ἀλλ' ἔστιν ἑτέρου τινος μετά τό σχίσμα ταῦτα συγγράψαντος[44]”.

Ο σκοπός μας εδώ δεν είναι να αποφανθούμε περί αυτού του ζητήματος. Θέλουμε, να δούμε την ερμηνεία της επιστολής και την αξία της, όπως την διαχειρίστηκαν έως τώρα μεγάλες μορφές του αγώνα ενάντια στο filioque, γι' αυτό και δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στο ζήτημα αυτό.

Το δεύτερο θέμα αφορά την χρονολόγηση της επιστολής. Κατά τον Polycarp Sherwood η επιστολή γράφτηκε στην Καρχηδόνα. Θεωρεί ότι ο Μάξιμος αποκλείεται να επέστρεψε εκεί μετά το ταξίδι του στην Ρώμη. Άρα  η επιστολή πρέπει να γράφτηκε πριν το ταξίδι στην Ρώμη[45]. Αυτή η υπόθεση είναι απίθανη. Δεν μπορεί ο άγιος να απάντησε σε αυτήν την τόσο σοβαρή κατηγορία χωρίς να εξέτασε το ζήτημα αυτοπροσώπως. Το να εξετάσει το θέμα της αίρεσης της Ρώμης μέσω επιστολών, χωρίς να μεταβεί ο  ίδιος εκεί και να συνομιλήσει με τους κατηγορούμενους, ζητώντας διευκρινήσεις για τα όσα λένε και πιστεύουν, δεν είναι ούτε λογικό, ούτε κανονικό.

Βέβαια, δεν επρόκειτο για μια  κανονική δίκη, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ο άγιος Μάξιμος είχε βρει  στη Ρώμη υποστήριξη στον αγώνα του κατά του μονοθελητισμού της Κωνσταντινούπολης. Έπρεπε να είναι σίγουρος ότι δεν θα έδινε την δυνατότητα στους αντιπάλους του να κατηγορήσουν και τον ίδιο είτε για αίρεση, είτε για μεροληψία. Έπειτα, η ίδια η επιστολή προς Μαρίνο δείχνει ότι είναι απάντηση σε ερώτημα που του τέθηκε από τον πρεσβύτερο. Αυτό δείχνει ότι ο Μάξιμος ενέπνεε εμπιστοσύνη στους  ορθοδόξους, όσους διώκονταν την εποχή εκείνη, επειδή αντιδρούσαν στις αντικανονικές ενέργειες των μονοθελητών της Βασιλεύουσας.  Δεν υπήρχε περίπτωση, λοιπόν, να απαντήσει ελαφρά τη καρδία σε όσα καταμαρτυρούσαν στον πάπα και την Εκκλησία της Ρώμης, ούτε και να καλύψει άλλων ανομίες.

Το άδικο των κατηγοριών φαίνεται από την ίδια την επιστολή. Αναφέρεται και η δεύτερη κατηγορία που  εκτόξευσαν αυτοί που καταδικάστηκαν από την σύνοδο του Λατεράνου το 649 μ.Χ. Η δεύτερη κατηγορία ήταν ότι ο Χριστός γεννήθηκε κατά πάντα άνθρωπος χωρίς την προπατορική αμαρτία:  “Δίχα τόν Κύριον εἶναι τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας ὡς ἄνθρωπον[46]”. Αυτό, όμως, είναι ορθόδοξη θέση:

Τῷ δέ  δευτέρῳ, μηδεμιᾶς χρήζουσι τό παράπαν ἀπολογίας. Ποίᾳ  γάρ ἐν τούτῳ ἀμφισβήτησις· εἰ καί τοῖς προφασιζομένοις νομίζεται διά τό δύστροπον. Ὅμως δ'οὖν ἐξεδυσώπησαν, εἰπόντες· 'Μήτε τήν κατά νοῦν ἔχειν ἁμαρτίαν, καθ' ἥν πρωτοπαθήσας φαίνεται πως ὁ Ἀδάμ, μήτε τήν ἐξ αὐτῆς προϊοῦσαν διά σώματος πρᾶξιν τοῦ κακοῦ καί ἐνέργειαν[47]”.

Τέλος, σε ποιες συνοδικές επιστολές του πάπα δεν θα έδιναν σημασία οι της  βασιλίδος πόλεως, παρά σε εκείνες που τους καταδικάζουν ως αιρετικούς; Και ποιες τέτοιες επιστολές απεστάλησαν από τον Πάπα Θεόδωρο, προκάτοχο του Πάπα Μαρτίνου του Α'; Η πλέον πιθανή τέτοια συνοδική επιστολή είναι η καταδικαστική μετά την σύνοδο του Λατεράνου, την οποία οι της βασιλίδος προσπάθησαν να απομειώσουν, εκτοξεύοντας άδικες κατηγορίες κατά της Ρώμης.

Όπως ακριβώς και τώρα οι παπικοί προσπαθούν να απομειώσουν την αξία της επιστολής του αγίου Μαξίμου, είτε λέγοντας ότι αυτή γράφτηκε πριν από το ταξίδι του στην Ρώμη (Sherwoos), οπότε ο άγιος δε γνώριζε τι ακριβώς πρέσβευε η Ρώμη την εποχή εκείνη είτε κατηγορώντας αυτόν για μεροληψία (Siecienski), υπέρ της μίας αίρεσης, έναντι  της άλλης. Και οι δύο αυτές κατηγορίες είναι άδικες και ασύστατες, όπως ακριβώς άδικες και ασύστατες ήταν οι κατηγορίες έναντι του πάπα Μαρτίνου παραπάνω.

Προς επιβεβαίωση των παραπάνω παρατίθεται και απόσπασμα από την ΣΥΝΟΔΟ ΥΣΤΑΤΗ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΕΠΙΤΕΛΕΣΘΕΙΣΑ ΕΝ ΤΗ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ μετά  τήν τελευτήν τοῦ  λατινόφρονος Ιωάννου Παλαιολόγου τοῦ ἀπατηθέντος ὐπό τῶν ἰταλῶν, ἐπί βοηθείᾳ καί ἐπί τελευτῆς συμφρονήσαντος τῷ ὁρθοδόξῳ δόγματι ἐπί τοῦ ὀρθοδόξου ἀδελφοῦ αὐτοῦ Κωνσταντίνου Βασιλέως:

Γεμιστός: Εἰώθησαιν οἱ λατίνοι διαφθείρειν τάς βίβλους. Ἴσμεν τό πάλαι πεμφθῆναι τόν ἱερόν Μάξιμον ὑπό τῆς βασιλίδος εἰς ῥώμην ἰχνηλατίσοντα περί τῶν τοῦ πάπα  συνοδικῶν, ἐν οἷς διωρίζετο ὁ πάπας τό Πνεῦμα καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι. Ἐκεῖνοι δέ  παρήγαγον χρήσεις ῥωμαίων Πατέρων καί Κυρίλλου ἀλεξανδρείας. Πῶς οὖν ἠγνόουν καί οἱ τῆς βασιλίδος ἀθανάσιον, καί βασίλειον καί ἄλλους νενοθευμένους, καί ὁ μάξιμος καί αὐτοί οἱ ῥωμαίοι; Καί πῶς  ἠγνόει αὐτάς  ὁ Θεοδώρητος; Πῶς ἠγνόουν οἱ ἀρχαῖοι λατῖνοι ἐπί τῶν ἀρχαίων καί τῶν γραικῶν διαλέξεων;[48]

Το ότι ο άγιος Μάξιμος ταξίδεψε στην Ρώμη για να εξετάσει το ζήτημα και μετά από το ταξίδι συνέταξε την επιστολή προς τον Μαρίνο, ήταν κοινή πεποίθηση από τα παλαιά χρόνια.

Ας δούμε, όμως τώρα την ορθόδοξη ερμηνεία της επιστολής του Μαξίμου μέσα από τα λόγια  του  Δοσίθεου Ιεροσολύμων:

“Ἐν δέ τῇ πρός Μαρίνον τοῦ Μαξίμου ἐπιστολῇ εὑρίσκεται μόνος ὁ Πατήρ αἴτιος τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, ὁ δέ  Υἱός οὐκ αἴτιος, τήν δέ  διά πρόθεσιν δηλοῦν τό προϊέναι, ὅπερ  ἐστίν ἐκφαντικόν τῆς πρός ἡμᾶς χορηγίας καί προέσεως, ὡς αὐτήν ἐκλαμβάνει ἐν τοῖς κατά  νεστορίου ὁ Κύριλλος, καί εἰς ταύτην οἱ δυτικοί συνηλάσαν τε καί συνηνάγκασαν τήν οὔσαν κατ' ἐκείνους ἐκπόρευσιν[49]

Από τον Η. Τανταλίδη διαβάζουμε στο έργο Παπιστικών Ελέγχων:

“Ἡ ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατ' ἀρχάς διεμαρτυρήθη κατά  τῆς ἀρχομένης αἱρέσεως ἔτι καί πρός τόν Πάπαν Μαρτῖνον διά μέσου του Ἱεροῦ Μαξίμου, άλλά καί τότε καί μετέπειτα ἐπί Ἀνδριανοῦ τοῦ Α' ἤ διά τό μή πρεσβεύειν ἀληθῶς τήν σημερινήν τῶν παπιστῶν δόξαν, ἤ διά τό μήπω τολμᾷν πεπαῤῥησιασμένως ἀντιλέγειν τῇ Εὐαγγελικῇ διδασκαλίᾳ καί τῇ τῶν Ζ' Οἰκουμενικῶν ἁγίων Συνόδων ὁμολογίᾳ, διά τε τό κῦρος καί τάς ἀράς τοσούτων θεοφόρων πατέρων, τήν μέν ἐκπόρευσιν εἰς τήν μοναδικήν αἰτίαν, τόν Πατέρα δηλονότι, ἀναφέρειν ὥμολογοῦν, τό δέ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ λέγεσθαι δῆθεν ὑπό τίνων, ὅπως φανερώσωσι τήν ἀποστολήν καί οὐχί τήν ὕπαρξιν τοῦ παναγίου Πνεύματος καί τῷ ὄντι αὖτη ἦν ἡ τότε παρά  τοῖς δυτικοῖς πεπαρρησιασμένη ἐρμηνεία τε καί ἐκδοχή.

Διό καί ὁ σοφώτερος τοῦ τότε καιροῦ ἐν Ῥώμη Ἀναστάσιος  ὁ Βιβλιοθηκάριος ἐν τοῖς προλεγομένοις τῆς μεταφράσεως τῶν πρακτικῶν τῆς Ζ' Συνόδου πρός Ἀνδριανόν τόν Α' λέγει ὅτι οἱ λέγοντες τό καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ νοοῦσι τήν ἀποστολήν 'missionem nimirum intelligentes' διά τῆς καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως. Οὕτως οἱ ἀνατολικοί, εἰ καί ὀμφακίζουσαν καί στρυφνήν τήν ἑρμηνείαν ἠσθάνοντο, ὅμως δ' ὁρῶτες αὐτούς περί μέν τήν λέξιν διαμαρτάνοντας, ὡς λέγει καί ὁ ἀοίδιμος Εὐγένιος 'συνευσεβούντας ὅμως τήν ἀρχήν ἡμῖν περί τήν πίστην τοῦ δόγματος' ἐφησύχαζον, συστρεφόμενοι κατά γωνίας καί τονθορύζοντες κατά  τῆς αἱρέσεως”[50].

Όπως είδαμε παραπάνω την συγκεκριμένη επιστολή αξιοποίησαν τα μέγιστα οι Ορθόδοξοι στη σύνοδο της Φερράρας, μετά την ανάγνωσή της από την ΚΒ' συνεδρίαση και μετά. Από τα ελληνικά πρακτικά  της συνόδου η καταγραφή της  ανάγνωσης  της επιστολής από τον Λατίνο Ρόδου έχει ως εξής:

“ὁ Ῥόδου. ὅθεν οὐδέ ὑμεῖς, ὦ πατέρες,  ὀφείλετε τῇ ῥωμαϊκῇ ἐκκλησίᾳ ἐγκαλεῖν, ἄν μή παραγεγόνατε ἐν ἐκείνῃ τῇ τοῦ συμβόλου ἀναπτύξει. Παρά ταῦτα τίνα ἦν χρεία ὑμᾶς συγκαλέσαι, εἰδότας ἀκριβῶς τό παρά  τῆς ῥωμαϊκῆς ἐκκλησίας ψαλλόμενόν τε καί κηρυττόμενον, μή ἀντιλέγοντας δ' ὅμως, ἀλλ' ἕν καί τό αὐτό μετ' αὐτῆς τυγχάνοντας; ὅθεν οὐ διά τήν ἀνάπτυξιν ταύτην ἐσαλεύθητε, οὔτε ἀπ' αὐτῆς διεζεύχθητε· μᾶλλον μέν ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐξαιτιᾶται τήν ῥωμαϊκήν ἐκκλησία, ὡς ἀδίκως ἐγκαλουμένην παρά τῶν ἀνατολικῶν. Ἀνάγνωθι τήν τούτου πρός Μαρῖνον ἐπιστολήν.

Ἧς ἀναγνωσθείσης ἑλληνιστί, ὁ ῥόδου λατινικῶς πρός πάπαν ἡρμήνευσεν. Ἐφ' οἷς Νικόλαος ἑρμηνεύς ὁ Σεκουνδινός ἀνέστη βουλήσει τῶν μητροπολιτῶν, ὡς ἔλεγε, καί εἶπε πρός τόν Ῥόδου.

Νικόλ. Οὐ καλῶς ἡρμήνευσας, πάτερ, τό ῥητόν, ἐν οἷς λέγεις τόν ἅγιον λέγοντα, μίαν εἰδέναι τούς Ῥωμαίους ἀρχήν τοῦ Πνεύματος· οὐχ οὕτω γάρ φησιν ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀλλ' ὅτι τόν Υἱόν οὐ ποιοῦσιν αἰτίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος· εἶτα ἐπάγει· Μίαν γάρ ἴσασιν αἰτίαν Υἱοῦ καί Πνεύματος τόν Πατέρα[51]”.

Αυτή είναι η διαχρονική απάντηση σε όσους εκ των παπικών επιχειρούν να εκμεταλλευθούν την επιστολή του αγίου Μαξίμου προς όφελος της επιχειρηματολογίας τους, διαστρεβλώνοντας το νόημά της.

Και πάλι στη σύνοδο της Φλωρεντίας, όταν οι ορθόδοξοι εκβιάζονταν μετά την έβδομη συνέλευση να υπογράψουν την ένωση, συσκεφθέντες κατέληξαν στα εξής:

“Τῆς οὖν ἐπιστολῆς ταύτης ἀναγνωσθείσης, τά γραφέντα παρά Λατίνων ἀφέντες καί πάντα καταλιπόντες, ἐν τῇ ἐπιστολῇ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τόν νοῦν ἐνεβάλλομεν, καί εἴπομεν πάντες ὁμοῦ· Ἐάν οἱ Λατίνοι ταύτῃ τῇ ἐπιστολῇ πείθωνται, ἡμεῖς ἄλλο τι μή ζητήσαντες αὐτοῖς ἑνωθησόμεθα. Ὥρισεν ὁ βασιλεύς, καί ἐγνωμοδότησεν εἰς τοῦτο ἡ σύνοδος, τοῦ πατριάρχου συγκατατεθέντος αὐτῷ· καί  ἐπρότρεψεν ἡ σύνοδος τόν βασιλέα μηνῦσαι τῷ πάπᾳ σύν τοῖς μετ' αὐτοῦ, εἴπερ στέργωσι τήν ἐπιστολήν καί ὁμολογίαν τοῦ ἁγίου Μαξίμου, καί τοῦτο μαθών ἀναγγείλαι ἡμῖν[52]”.

Φυσικά οι παπικοί ποτέ δεν δέχθηκαν να ενωθούν με τους ορθοδόξους επί τη βάσει αυτής της επιστολής. Στην επόμενη όγδοη συνέλευση της εν Φλωρεντία συνόδου αναλώθηκαν στο να προσπαθούν να αποδείξουν γνήσια μία παραχάραξη που είχε γίνει στο κείμενο του Κατά Ευνομίου έργου του Μεγάλου Βασιλείου[53]. Η αίτηση των ορθοδόξων έμεινε μετέωρη χωρίς να λάβει συγκεκριμένη απάντηση. Όταν πάλι, μετά το πέρας των συνεδριάσεων της Συνόδου, έγινε μυστική συνέλευση, με κάθε ένα από τα μέρη να αποτελείται από δέκα  αντιπροσώπους και τέθηκε από τους ορθοδόξους το ζήτημα της ένωσης επί τη βάσει της συγκεκριμένης επιστολής, οι παπικοί αρνήθηκαν λέγοντας τα εξής:

Οὐδέ ἡμεῖς λέγομεν προκαταρκτικήν αἰτίαν τόν Υἱόν τοῦ Πνεύματος· μίαν γάρ λέγομεν Υἱοῦ καί Πνεύματος τόν Πατέρα αἰτίαν, τοῦ μέν κατά τήν γέννησιν, τοῦ δέ κατά τήν ἐκπόρευσιν· ἀλλ' ἵνα τό συναφές καί ταὐτόν τῆς οὐσίας καί ἡμεῖς δηλώσωμεν, καί τό προϊέναι διά τοῦ Υἱοῦ λέγομεν καί τό ἀχώριστον τῆς οὐσίας τῶν ὑποστάσεων σαφῶς ὁμολογοῦμεν. Ὁ γάρ Υἱός ἐστιν οὐσιωδῶς Υἱός τοῦ Πατρός, τό δέ Πνεῦμα τό ἅγιον ἐστιν οὐσιωδῶς Πατρός καί Υἱοῦ. Ἐπειδή δέ  οὐσιωδῶς τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐστιν, ἔστι δέ ἀχώριστος ἡ οὐσία τῆς ὑποστάσεως, ἔστιν ἄρα τό Πνεῦμα τό ἅγιον καί ἐκ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ. Ἀλλά καί ἅς λέγει ὁ Μάξιμος χρήσεις Ῥωμαίων ἁγίων πατέρων, οὐκ εἰσίν ἄλλαι εἰ μή Αὐγουστίνου, Ἱερωνύμου, Ἀμβροσίου καί τῶν λοιπῶν, ὥν αἱ βίβλοι σαφῶς ὁμολογοῦσι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ Πατρός καί Υἱοῦ.

Ταῦτα εἰπόντες, ἐλύθη ἡ συνέλευσις τῆς ἐν παραβύστῳ συναγωγῆς[54]”.

Εδώ βλέπει ο  αναγνώστης την τέχνη του να διαφωνεί κανείς, συμφωνώντας[55]. Διότι ενώ φαινομενικά δείχνουν να συμφωνούν με την επιστολή του αγίου Μαξίμου, ουσιαστικά διαφωνούν, εφόσον ο  άγιος  ποτέ δεν είπε ότι είναι η θεία ουσία αυτή που παράγει τις υποστάσεις, και ειδικά  την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, πολύ δε περισσότερο, ποτέ δεν είπε ότι ουσία και υπόσταση είναι το ίδιο και το αυτό. Γι' αυτό και οι παπικοί ποτέ δεν υπέγραψαν ένωση στη βάση της επιστολής του αγίου Μαξίμου.

Πάνω σε αυτά  ο  άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, εξηγώντας ότι το εκ Πατρός δι' Υιού τίθεται από τους Πατέρες για να δηλώσει το “ομοούσιον”, χρησιμοποιεί την επιστολή του αγίου Μαξίμου, για να ξεκαθαρίσει τυχόν παρεξηγήσιμες έννοιες:

“Ὅθεν καί ὁ θεῖος φησι Μάξιμος δι' Υἱοῦ γεννηθέντος ἀφράστως ἐκπορευόμενον, οὐκ ἄν προσθείς τοῦ γεννηθέντος, εἰμή τοῦτο νοεῖν ἠβούλετο. Ὅτι δέ καί οἱ λοιποί τοῦτο νοοῦσι, μάρτυς αὐτός ἐν τῇ πρός Μαρῖνον Κύπρου πρεσβύτερον ἐπιστολῇ τούς τότε Ῥωμαίους λέγων οὐκ αἰτίαν τοῦ Πνεύματος τόν Υἱόν ποιεῖν, ἀλλ' ἵνα τό δι' αὐτοῦ προϊέναι δηλώσωσι, καί ταύτῃ τό συναφές τῆς οὐσίας καί ἀπαράλλακτον παραστήσωσιν. Ἡ δέ  νῦν καταγέλαστος τῶν Λατίνων θεολογία τό ἐγγύτερον αἴτιον ἐκ τοῦ δι' Υἱοῦ νοοῦσα καί τόν Πατέρα ποῤῥώτερον αἴτιον καί οὐ προσεχές τιθεῖσα τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὑποστάσεως, ὥσπερ δή τόν Ἐνώς διά τοῦ Σήθ ἐκ τοῦ Ἀδάμ λέγομεν, τῆς μέν τοῦ σεπτοῦ Γρηγορίου τοῦ Νύσσης φωνῆς οὐκ ἀκούει λεγούσης, ὅτι ἡ τοῦ Υἱοῦ μεσιτεία καί αὐτῷ τό μονογενές  φυλάττει καί τό Πνεῦμα τῆς  φυσικῆς πρός τόν Πατέρα σχέσεως οὐκ ἀπείργει· βαθμούς δέ  καί ὑποβάσεις ἐπί τῆς ἁγίας Τριάδος εἰσάγει, ...[56]

Ήδη εδώ αρχίζει και διαφαίνεται η μεγάλη αξία της επιστολής του αγίου Μαξίμου. Με βάση τα όσα λέγονται σε αυτήν μπορούν να ερμηνευτούν ορθόδοξα τα ρητά  των Λατίνων εκκλησιαστικών συγγραφέων, να γίνει δηλαδή ο άγιος Μάξιμος η ερμηνευτική κλείδα που θα λύσει την αιώνων παρερμηνεία  τους από τους παπικούς. Τη σκέψη αυτή αναπτύσσει αλλού ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός:

“Διά στόματος μέντοι  τήν ἑμαυτοῦ γνώμην ἐδήλωσα παῤῥησίᾳ, μή ἄν ἄλλως δύνασθαι τά  ῥητά τῶν δυτικῶν καί ἀνατολικῶν συμφωνῆσαι Πατέρων, εἰ μή κατά  τήν ἐξήγησιν τῆς ἐπιστολῆς τοῦ σεπτοῦ Μαξίμου τόν Υἱόν μή φαίημεν αἴτιον εἶναι τοῦ Πνεύματος·[57]

Η αξία της επιστολής του αγίου Μαξίμου δεν περιορίζεται μόνο στα παραπάνω. Μέσω αυτής ερμηνεύονται και τα χωρία του αγίου Κυρίλλου, τα οποία  αναίσχυντα οι παπικοί παρερμηνεύουν για να στηρίξουν τη δική τους αίρεση. Γράφει ο Αδάμ Ζοιρνικάβιος[58] στην ΙΕ' πραγματεία του με τίτλο Ἀπάντησις  πρός τας ἐνστάσεις, τάς ἀπό τῶν ἀνατολικῶν Πατέρων:

“ΚΒ'  Ἐκ τῶν Κυρίλλου τοῦ Ἀλεξανδρείας.

Ἐκ δέ τοῦ Ἀλεξανδρείας Κυρίλλου ποικίλα ἀντιπροτείνουσιν (σ.σ. Οι Λατίνοι).  Οἷον: τό ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα προχεῖσθαι ´τό εἶναι ἐκ τῆς οὐσίας´ τό εἶναι Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ. - Ἀλλά ταῦτα πάντως, ὁποῖα ποτ'  ἄν ᾖ, μηδέν ἀντιβαίνειν τῇ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ μόνου τοῦ Πατρός Ἐκπορεύσει, κᾄν ἐξ  αὐτῆς μόνης τῆς τοῦ Μαξίμου πρός Μαρῖνον Ἐπιστολῆς κατάδηλον γένοιτο. Δείκνυσι  γάρ ἐκεῖνος σαφῶς, (κατά τό δόξαν καί αὐτοῖς ἔτι τοῖς τοῦ Πάπα Ῥώμης Ἀποκρισαρίοις·) ὡς ἐκ τῶν τοιούτων τοῦ Κυρίλλου ῥημάτων, οὐδαμῶς ἑπόμενον ἐστίν, αἰτίαν εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τόν Υἱόν, μόνον δέ, τό ἐκ τοῦ Υἱοῦ πέμπεσθαι τό Πνεῦμα, ἐξ οὗ τό ἑνιαῖον τῆς οὐσίας δηλοῦται Πατρός τε καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος. Τῆς οὖν τοιᾶς δέ μαρτυρίας, τί ποτ' ἄν γένοιτο τηλαυγέστερον; τά δέ τῆς περί ἧς ὁ λόγος Ἐπιστολῆς ῥήματα, ὧν καί Μάρκος ἐμνήσθη ὁ Ἐφέσου Ἀρχιεπίσκοπος ἐν τῇ κατά  Φλωρεντίαν Συνόδῳ τοιαῦτα ἐστί ...(ακολουθεί η επιστολή του  αγίου Μαξίμου)[59]

Με λίγα λόγια, όσα από τα χωρία παρερμηνεύουν οι παπικοί, μέσω της επιστολής του αγίου Μαξίμου μπορεί εύκολα ο ορθόδοξα σκεπτόμενος να κατανοήσει και να αποκαταστήσει.

Συμπερασματικά και εν κατακλείδι η επιστολή αυτή του αγίου Μαξίμου είναι μία πολύ σημαντική ερμηνευτική και αντιαιρετική ιστορική πηγή. Στην παρούσα εργασία αποδεικνύει ότι την εποχή που έζησε ο άγιος, δηλαδή τον έβδομο αιώνα, η Ρώμη δεν ομολογούσε το filioque, ούτε σαν δόγμα σε θεωρητικό επίπεδο, ούτε σαν ομολογία στις ενορίες όπου και ψαλλόταν το Πιστεύω χωρίς την προσθήκη.

 

ε) Η σύνοδος του Gentily (767 μ.Χ.)

Το 869 μ.Χ. ο επίσκοπος Άδωνις της Βιέννης έγραψε στο Χρονικό του την εξής καταγραφή:

“Έγινε την εποχή αυτή σύνοδος το επτακοσιοστό εξηκοστό έβδομο από γεννήσεως Κυρίου, και ζήτημα ανακινήθηκε μεταξύ των Γραικών καί των Ρωμαίων περί Αγίας Τριάδος, και αν το Άγιο Πνεύμα , το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, εκπορεύεται επίσης και  από τον Υιό, και περί των ιερών εικόνων, και με τα δύο μέρη να επιχειρηματολογούν, αν επιτρέπεται η αγιογράφηση στις εκκλησίες[60]”.

Έκτοτε οι παπικοί θεωρούν ότι η “σύνοδος” του Gentily το 767 μ.Χ. σήμανε την απαρχή της διαμάχης Ανατολής και Δύσης για το θέμα του Filioque, με τους Φράγκους να έχουν αποδεχθεί την προσθήκη ήδη[61]. Το πόσο μακριά είναι αυτή η άποψη από την αλήθεια και πώς η σύγχρονη έρευνα έχει διαλευκάνει την υπόθεση, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό, εφόσον πρακτικά αυτής της “συνόδου” δεν υπάρχουν, θα φανεί αμέσως παρακάτω.

Η περισσότερο σύγχρονη ιστορική μαρτυρία για τα τεκταινόμενα στο Gentily το 767 μ.Χ. είναι τα Annales regni Francorum. Η εγγραφή για το έτος 767 μ.Χ. έχει ως εξής: 

“Τότε ο βασιλιάς Πεπίνος στο παραπάνω αναφερθέν villa[62] συγκρότησε μεγάλη σύνοδο μεταξύ των Ρωμαίων και των γραικών, σχετικά με την Αγία τριάδα ή περί των αγίων εικόνων[63]”.

Η εκτεταμένη έκδοση των Χρονικών από τον Εϊνάρδο έχει την ίδια εγγραφή ως εξής:

“Ένα ζήτημα σχετικά με την Αγία Τριάδα και τις ιερές εικόνες των αγίων έχοντας εγερθή μεταξύ των ανατολικών και δυτικών εκκλησιών, δηλαδή μεταξύ των Ρωμαίων και των Ελλήνων, ο βασιλιάς Πεπίνος έχοντας οργανώσει μια συγκέντρωση στο Gentily,  έκανε σύνοδο σχετικά με αυτό το ζήτημα[64]”.

Φαίνεται λίγο παράξενο να έγινε κάποια μεγάλη εκκλησιαστική σύνοδος σε ένα ασήμαντο villa υπό την εποπτεία ενός Φράγκου ηγεμόνα. Θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τα γεγονότα, όσο αυτό είναι δυνατόν σε συνάφεια με τα μεγάλα γεγονότα της εποχής.

Πώς βρέθηκε ο Πεπίνος στο Gentily; Μετά τον θάνατο του πατέρα του Κάρολου Μαρτέλου, ο Πεπίνος ανέλαβε την ηγεμονία της Νευστρίας. Η σχετικά αυτόνομη τοπική αυτοδιοίκηση των δουκάτων του φράγκικου βασιλείου, έδωσε την δυνατότητα στους τοπικούς ηγεμόνες να επαναστατήσουν κατά της ηγεσίας των Καρολίδων. Ο Πεπίνος, μαζί με τον αδερφό του Κάρολο, επιδόθηκαν σε μια σειρά εκστρατειών για να επαναφέρουν τους αποσχισθέντες υπό την κυριαρχία τους. Το 767 μ.Χ. πραγματοποιούσε εκστρατεία στην Ακουιτανία, την Ναρβόνη και την Τουλούζη. Στο Gentily βρισκόταν μαζί με τους συμμάχους του δούκες και όλη την βαρβαρική αυλή του για να γιορτάσει το Πάσχα[65].

Πώς βρέθηκε ο πάπας στην αυλή του Πεπίνου; Την εποχή της “συνόδου” του Gentily, η οποία αναγκαστικά εκ των ανωτέρω πρέπει να προσδιοριστεί κοντά στο Πάσχα της χρονιάς εκείνης, πάπας ήταν ο Παύλος ο Α' (πέθανε τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς). Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρεβρισκόταν ο ίδιος, μάλλον μια παπική αντιπροσωπεία. Ποια ήταν όμως η σχέση της Ρώμης με τους Φράγκους την εποχή αυτή; 

Η Ρώμη είχε αποστασιοποιηθεί από την Κωνσταντινούπολη για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν το εικονομαχικό διάταγμα του Λέοντα Γ'  το 726 μ.Χ.. Ο δεύτερος ήταν η επεκτατική πολιτική του Λιουτπράνδου και των Λογγοβάρδων, οι οποίοι ήταν κύριοι της Βόρειας Ιταλίας και προσπαθούσαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους μέχρι την Ρώμη, δεδομένης της αδυναμίας της Κωνσταντινούπολης να προστατέψει τις ιταλικές κτήσεις, λόγω του αραβικού κινδύνου. Για τους λόγους αυτούς η Ρώμη είχε συνάψει σχέσεις με τους Φράγκους, με αντάλλαγμα την προστασία τους. Για παράδειγμα ο πάπας Στέφανος Β' είχε στέψει τον Πεπίνο στις 6 Ιανουαρίου του 754 μ.Χ.

Το δυσκολότερο ερώτημα είναι πώς βρέθηκε η αντιπροσωπεία της Κωνσταντινούπολης στο Gentily. Η αδυναμία απάντησης σε αυτό το ερώτημα έδινε την δυνατότητα στους παπικούς να ερμηνεύουν κατά το δοκούν τα γεγονότα και να μιλούν για διαμάχη εξαιτίας του filioque, ανάγοντάς το σε μείζον εκκλησιαστικό ζήτημα της εποχής, μιας εποχής πρώιμης, εφόσον στην πραγματικότητα η διαμάχη του filioque ξεκίνησε τον επόμενο αιώνα.

Χάρη στον Michael mcCormick γνωρίζουμε ότι αντιπροσωπείες από την Κωνσταντινούπολη είχαν βρεθεί στην αυλή των Φράγκων τα έτη 757, 760, 763-4, καί 766-7 μ.Χ[66]. Τις αντιπροσωπείες αυτές αποδίδει στις προσπάθειες των ανατολικών να κερδίσουν τους Φράγκους στην εικονομαχική μερίδα. Μάλιστα, η Marie-France Auzépy θεωρεί ότι η αδιαφορία του Πεπίνου να στραφεί προς την Ιταλία ενάντια στον Λογγοβάρδο Δεσιδέριο, παρά τις εκκλήσεις του πάπα Παύλου του Α', αλλά προς την Ακουιτανία, ήταν αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με τις αντιπροσωπείες της Κωνσταντινούπολης.

Τι αντάλλαγμα μπορεί να έδωσε ο Κωνσταντίνος Ε' ο επονομαζόμενος Κοπρώνυμος; Ας μην ξεχνάμε ότι τον Μεσαίωνα η μόνη αναγνωρισμένη ευρωπαϊκή ηγεμονία, μέχρι την στέψη του Καρλομάγνου, ήταν αυτή του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Όλοι οι άλλοι βάρβαροι ηγεμόνες απευθύνονταν στον αυτοκράτορα για αναγνώριση. Ναι μεν ο παπας είχε στέψει τον Πεπίνο το 754 μ.Χ. αλλά η στέψη αυτή δεν θα είχε καμιά αξία αν δεν αναγνωριζόταν από τον αυτοκρατορικό θρόνο. Το πώς θα γίνονταν αυτή η αναγνώριση και με τι ανταλλάγματα ήταν έργο της αυτοκρατορικής διπλωματίας.

Κάπου κοντά στο 766 μ.Χ. ο Πεπίνος συζητούσε σοβαρά με τους αυτοκρατορικούς το ενδεχόμενο να παντρέψει την κόρη του Gisela με τον γιο και διάδοχο του Κωνσταντίνου Ε', τον Λέοντα τον Δ'[67] . Αν τα εικονομαχικά θέματα ήταν στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων δεν μπορεί να ειπωθεί ή να αποκλεισθεί με σιγουριά, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία στις πηγές γι' αυτές τις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, η αντίδραση του πάπα στις αυτοκρατορικές σκοπιμότητες οδήγησε στη συνάντηση των αντιπροσωπειών στο Gentily.

Χάρη στον M. mc Cormick μπορούμε να ρίξουμε μια πιο κοντινή ματιά σε αυτή την συνάντηση. Αυτός, συνέδεσε τις επιστολές ν.36 και ν.37 του Codex Carolinus με την συνάντηση στο Gentily[68]. Ο εκδότης του Codex Carolinus της σειράς Monumenta Germaniae Historiae, Wilhelm Gundlach, ακολούθησε την υφιστάμενη αρίθμηση των επιστολών και την χρονολόγησή τους από τον Philip Jaffé, ο οποίος τις τοποθετούσε στο 764-6. Έτσι μεσολαβούσε ένα αδικαιολόγητο κενό μεταξύ των γεγονότων των επιστολών και της συνάντησης στο Gentily.

O M. mcCormick ανέστρεψε την σειρά των επιστολών 36 και 37 και τοποθετεί την δεύτερη στο 766 μ.Χ. και την πρώτη τον Μάρτιο του 767. Τοποθετεί επίσης τη συνάντηση τον Φεβρουάριο του 767, οπότε η επιστολή 36 αναφέρεται στα γεγονότα της συνάντησης.

Η ανασύνθεση των ιστορικών γεγονότων εξ αυτών των επιστολών έχει ως εξής: Το 766 μ.Χ. ξεκίνησε μία διπλωματική αποστολή από την Φραγκία για την Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε να κάνει με το βασιλικό συνοικέσιο. Μαζί τους ακολούθησαν και απεσταλμένοι του πάπα. Το αγκάθι στις σχέσεις Ρώμης και Κωνσταντινούπολης ήταν η εικονομαχία. Ο Κωνσταντίνος Ε' διαμαρτυρόταν ότι οι θέσεις του και οι προθέσεις του ήταν παρεξηγημένες και συκοφαντούμενες από τον πάπα.

Η διπλωματική αποστολή επέστρεψε τέλη του 766 μ.Χ.. Ο Φράγκος ηγεμόνας Πεπίνος έστειλε επιστολή στον πάπα για τα αποτελέσματα της συνάντησης. Η επιστολή 37 είναι η απάντηση του πάπα Παύλου του Α' στην επιστολή του Πεπίνου. Σε αυτή ο πάπας επιτρέπει στους δικούς του απεσταλμένους να παραμείνουν  στην αυλή του Πεπίνου, για να ξεχειμωνιάσουν και ταυτόχρονα να συμμετέχουν στις προετοιμασίες της απάντησης του Φράγκου ηγεμόνα στις προτάσεις του αυτοκράτορα.

Την αποστολή  φαίνεται ότι ακολούθησαν και αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι. Αυτοί μαζί με τους Φράγκους επισκόπους, τους Φράγκους αυλικούς και τους απεσταλμένους του πάπα, συγκεντρώθηκαν στο Gentily και συζήτησαν τις διμερείς σχέσεις των δύο βασιλείων. Αυτή η συνάντηση είναι που ονομάζεται από τους παπικούς, σύνοδος τους Gentily.

Στην συνέχεια ο Πεπίνος έστειλε στον πάπα τα πρακτικά της συνάντησης, η οποία ήταν διπλωματικής, δηλαδή πολιτικής φύσεως και όχι εκκλησιαστικής, ώστε να μπορεί να ονομαστεί σύνοδος, και ο πάπας συνέταξε την επιστολή 36, όπου εκφράζει αφενός την ευχαριστία του για την χειρονομία του Πεπίνου να του στείλει τα πρακτικά και αφετέρου την ικανοποίησή του για το αποτέλεσμα. Άρα, η τελική απόφαση του Πεπίνου πρέπει να ήταν υπέρ των θέσεων του πάπα, οι οποίες επαναλαμβάνουμε ότι ήταν πολιτικής φύσεως και αφορούσαν τις δραστηριότητες του Δεσιδέριου στην Βόρεια Ιταλία, και κατά των θέσεων του αυτοκράτορα, ο οποίος ήθελε τον Πεπίνο ουδέτερο στα θέματα της Ιταλικής χερσονήσου.

Μπορούμε να εικάσουμε με ασφάλεια ότι το θέμα της εικονομαχίας συζητήθηκε στα σίγουρα, εφόσον ήταν θέμα της αυτοκρατορικής πολιτικής και όπως είπαμε, αγκάθι στις σχέσεις Ρώμης-Κωνσταντινούπολης. Σε αυτό το θέμα ο Πεπίνος δεν εντάχθηκε στους εικονομάχους, γι' αυτό και ο πάπας τον ευχαρίστησε, επειδή οι απεσταλμένοι του, παρουσία του ιδίου και απέναντι στους αυτοκρατορικούς απεσταλμένους, κράτησαν την “ορθόδοξη πίστη” και την “παράδοση των πατέρων”. (...quae praelati nostri missi cum imperialibus missis de de observatione fidei orthodoxe et pia patrum traditione in vestri praesentia disputantes altercati sunt, ...[69])

Το ότι επρόκειτο για συνάντηση πολιτικής φύσεως φανερώνεται από την παρουσία των Φράγκων αυλικών, οι οποίοι δεν ήταν άλλοι από τους δούκες που συμμετείχαν στην εκστρατεία της Ακουιτανίας, δηλαδή τους στρατηγούς του Πεπίνου. Οι Φράγκοι ηγεμόνες μέχρι τον Καρλομάγνο δεν έδειχναν να τους ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα εκκλησιαστικά θέματα και την εικόνα που έχουμε γι' αυτούς δεν την αλλάζει η παρούσα συνάντηση, σε αντίθεση με μια υποτιθέμενη εκκλησιαστική σύνοδο στο Gentily. Το θέμα του βασιλικού συνοικεσίου ήταν υπόθεση διπλωματικής φύσεως και η αποδοχή του ή η απόρριψή του από τους Φράγκους, ως απόφαση εξωτερικής πολιτικής, αφορούσε την αυλή του Πεπίνου, παρουσία της οποίας πάρθηκε.

Τελικά, φαίνεται ότι η παπική αντιπροσωπεία έπαιξε το εικονομαχικό χαρτί για να διαλύσει το συνοικέσιο, καθότι μια συμμαχία Φράγκων και ανατολικών Ρωμαίων ήταν ενάντια στα συμφέροντα της Αγίας Έδρας. Έτσι, η συζήτηση μετατράπηκε σε θεολογική με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν οι διαπραγματεύσεις και οι επαφές Πεπίνου και Κωνσταντίνου Ε' να μην συνεχισθούν. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα Annales που προσκομίστηκαν παραπάνω. Εκεί, όμως, γράφεται ότι συζητήθηκε και τριαδολογικό ζήτημα και ο Ado της Βιέννης θεωρεί ότι συζητήθηκε το filoque. Ωστόσο, η Ρώμη δεν αποδέχθηκε το filioque πριν από τον ΙΑ' αιώνα και η Ανατολή δεν το αποδέχθηκε ποτέ.

Αν, λοιπόν, το filoque δεν συζητήθηκε στην συνάντηση του Gentily, τότε ποιο τριαδολογικό ζήτημα συζητήθηκε, σύμφωνα με την μαρτυρία των Annales; Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η εικονομαχία ήταν ένα μείζον εκκλησιαστικό, αλλά και θεολογικό πρόβλημα. Από θεολογικής απόψεως συνιστούσε συν τοις άλλοις και χριστολογική αίρεση, η οποία με την σειρά της είχε και τριαδολογικές προεκτάσεις. Την τριαδολογική συζήτηση, η οποία προκύπτει από την εικονομαχική αίρεση μπορεί να βρει κάποιος στα έργα των ορθοδόξων της περιόδου. Εδώ θα δοθεί ένα παράδειγμα από το έργο του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου με τίτλο Προβλήματα τινα πρός εἰκονομἀχους, λέγοντας τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν μή ἐγγράφεσθαι κατά τόν σωματικόν χαρακτήρα. Εκεί στις παραγράφους ΙΔ' & ΙΕ' ο άγιος γράφει τα εξής:

“ΙΔ. Εἰ οὐ διά τό τόν Θεόν Λόγον σεσαρκῶσθαι, ἐξόν εἰπεῖν σωματωθῆναι τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα, κἄν ἡ Τριάς κατά φύσιν ἀμέριστος· οὐδέ διά τό περιγεγράφθαι αὐτόν κατά τό ἀνθρώπινον, ἐξόν εἰπεῖν τήν θεότητα συμπεριγράφεσθαι, κἄν καθ' ὑπόστασιν αὕτη τῆς σαρκός ἀμέριστος, τῆς φυσικῆς συναφείας ἐκεῖ μή συγχεούσης τάς ὑποστάσεις· κἀνταῦθα τῆς ὑποστατικῆς ταυτότητος μή ἐξιστώσης τῶν οἰκείων ὅρων τάς φύσεις.

ΙΕ'. Εἰ ούχ ὁμοίως ἡμῖν ὁ Χριστός ἐγγράφεται διά τήν θεότητα, οὐδ' ὁμοίως τῷ Πατρί οὐ περιγράφεται διά τήν ἀνθρωπότητα· καί ἔστιν ἀπωλέσας ἀμφότερα, ἤ μᾶλλον ἀμείψας θάτερον θατέρῳ τό ἴδίωμα, ὡς Θεός περιγραφόμενος. Εἰ δέ πάντα τά τοῦ Πατρός ἔχων ἔχει καί τό ἀπερίγραπτον· δηλονότι καί πάντα τά τοῦ ἀνθρώπου ἔχων, ἔχει καί τό περιγραπτόν, ἀμφοτέρωθεν ὥν τέλειος, καί οὐχ ἡμιτελής καθ' ἑκάτερον[70]”.

Και πάλι στο έργο του Πρός Πλάτωνα, Περί τῆς προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων ξεκαθαρίζει ότι η σχέση μεταξύ του πρωτοτύπου και της εικόνας του έχει ως πρότυπο τη σχέση μεταξύ του Πατρός και των φυσικών εικόνων του, που είναι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα:

“Τοῦ αὐτοῦ θείου Βασιλείου πάλιν λέγοντος· Ὅ οὖν ἐστιν ἐνταῦθα μιμητικῶς ἡ εἰκών, τοῦτο ἐκεῖ φυσικός ὁ Υἱός· καί ὤσπερ ἐπί τῶν τεχνητῶν κατά τήν μορφήν ἡ ὁμοίωσις, οὔτω καί ἐπί τῆς θείας καί ασυνθέτου φύσεως τῇ κοινωνίᾳ τῆς θεότητος ἡ ἕνωσις. Ὅρα οὗν τό διάφορον, ὅτι ἐπί τῆς φυσικῆς εἰκόνος καί τοῦ αἰτίου, ἥγουν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ἡνίκα μία φύσις, μία καί προσκύνησις κατά τό αὐτόν τῆς φύσεως, οὐ τῆς ὑποστάσεως· ἐπειδή ὠς μίαν φύσιν, μίαν καί προσκύνησιν καί δοξολογίαν ὁμολογοῦμεν τῆς Ἁγίας Τριάδος, τρεῖς δέ ὑποστάσεις, Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος[71]

Επίσης, ο άγιος Νικηφόρος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, απαντώντας στους εικονομάχους στο έργο του επικαλείται τον Μέγα Βασίλειο και την προς τον Αμφιλόχιο Ικονίου επιστολή του, για το ίδιο τριαδολογικό ζήτημα. Γράφει:

“Θεόν ἐκ Θεοῦ προσκυνοῦντες, τό ἰδιάζον τῶν ὑποστάσεων ὁμολογοῦμεν, καί μένομεν ἐπί τῆς μοναρχίας, εἰς πλῆθος ἀπεσχισμένον τήν θεολογίαν μή σκεδαννύντες· διά τό μίαν ἐν Θεῷ καί Πατρί, καί Θεῷ μονογενεῖ τήν οἰονεί μορφήν θεωρεῖν, τῷ ἀπαραλλάκτῳ τῆς θεότητος ἑνιζομένην· Υἱός γάρ ἐν Πατρί, καί ὁ Πατήρ ἐν Υἱῷ· ἐπειδή καί οὗτος τοιοῦτος οἷος ἐκεῖνος, κἀκεῖνος ὅπερ οὗτος· καί ἐν τούτῳ τό ἕν. Ὥστε κατά μέν τήν ἰδιότητα τῶν προσώπων, εἷς καί εἷς· κατά δέ τό κοινόν τῆς φύσεως, ἕν οἱ άμφότεροι[72]

καί προσθέτει ο άγιος Νικηφόρος στα του Μεγάλου Βασιλείου

“Ἄλλ' ὅτι μέν θεολογοῦντι τῷ Πατρί ἐκεῖνα παρείληπται, καί αὐτοί συμφήσομεν· ἐκεῖθεν δέ καί ἡμεῖς ὁρμώμενοι τοιαῦτα λέγειν πρός αὐτούς ἔχομεν, ὅτιπερ ὁ Υἱός, καίτοι ἐν πολλοῖς ἑτέροις τῆς θεότητος διαπρέπων αὐχήμασι καί δοξαζόμενος, ὅμως ὡς εἰκών τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, πολλῷ δέ πλέον τῶν ἄλλων, καί οἰκειοῦται τῷ Πατρί, καί κατ' οὐσίαν ἑνίζεται· καί διά τοῦτο ἰσοκλεᾶ καί ὁμότιμον, καί τήν αὐτήν τῷ Πατρί δόξαν καί προσκύνησιν παρά  πάντων ἀποφέρεται. Καί γάρ ἡ εἰς τόν Υἱόν τιμή, ἤγουν ἡ εἰς τήν εἰκόνα, ἐπί τόν Πατέρα ὡς εἰς ἀρχέτυπον ἀναφοιτᾶ[73]

Το πόσο σημαντική είναι η παραπάνω διατύπωση, η οποία ξεκαθαρίζει την ουσιαστική σχέση Πατρός και Υιού, πέραν των υποστατικών ιδιωμάτων των δύο προσώπων, δεν θα μπορούσε να το φανταστεί ποτέ ο Άδωνις της Βιέννης, λέγοντας ότι στο Gentily συζητήθηκε το filioque. Διότι η ορθόδοξη αυτή διατύπωση της θεολογίας της εικόνας, μέσω της ανάλογης σχέσης του Υιού ως εικόνα του Πατρός, πείθει τον ορθόδοξα σκεπτόμενο ότι το Πνεύμα δεν μπορεί και δεν εκπορεύεται εκ του Υιού. Διότι, ο Υιός, ως φυσική εικόνα του Πατρός,  “καί οἰκειοῦται τῷ Πατρί, καί κατ' οὐσίαν ἑνίζεται”. Το δε “ἑνίζεται” σημαίνει ότι “εἷς καί εἷς ὁ Πατήρ καί Θεός, καί ὁ Υἱός καί Θεός, οὐχί δύο θεοί[74]”.

Ως φυσική εικόνα ο Υιός δεν έχει φυσική διαφορά με τον Πατέρα, αλλά υποστατική. Άλλη υπόσταση ο Πατέρας, άλλη ο Υιός, μία η φύσις. Επειδή, αίτιο είναι ο Πατήρ και φυσική εικόνα του αιτίου, αλλά όχι το ίδιο το αίτιο[75], ο Υιός, δίνεται η δυνατότητα η προσκύνηση της εικόνας του Υιού να αναβαίνει  στο πρωτότυπο, δηλαδή τον Πατέρα. Αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας, με πρώτο τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη[76], το ονόμασαν “εμφέρεια”. Επειδή τώρα τα υποστατικά ιδιώματα, δηλαδή η γέννηση ή η εκπόρευση ανήκουν στις υποστάσεις, όπως δηλώνει και το όνομά τους, και όχι στην φύση, δηλαδή στην ουσία, ο Υιός, ως εικών του Πατρός, δεν εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα.

Αρκετούς αιώνες αργότερα οι Ιησουίτες ανέπτυξαν το εξής αντεπιχείρημα: Εφόσον, είπαν, ο Υιός είναι εικόνα του Πατρός και το Άγιο Πνεύμα είναι εικόνα του Υιού κατά τους Πατέρες[77], όπως ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα, έτσι και το Άγιο Πνεύμα πρέπει να εκπορεύεται και εκ του Υιού. Εφάρμοσαν, δηλαδή, αυτό που στα μαθηματικά λέγεται μεταβατική ιδιότητα για να καταλήξουν στο επιθυμητό γι'  αυτούς αποτέλεσμα. Το λάθος, όμως, βρίσκεται στην αρχική υπόθεση.

Το ότι ο Υιός είναι εικόνα του Πατρός, κατά τό βιβλικό “ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου” (Κολοσ. 1.15) σημαίνει ότι δι'  αυτού γνωρίζεται ο Πατήρ, κατά το βιβλικό “ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα” (Ιωαν. 14.19). Το ότι το Άγιο Πνεύμα είναι εικόνα του Υιού σημαίνει ότι δια του Αγίου Πνεύματος γνωρίζεται ο Υιός, κατά το βιβλικό “οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰμή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ” (Α' Κορ. 12.3).

Το ότι ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα δεν τον κάνει εικόνα του Πατρός, αλλά φυσική εικόνα του Πατρός, επειδή είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Φυσική εικόνα του Υιού είναι επίσης το Άγιο Πνεύμα, όχι, όμως, επειδή εκπορεύεται από τον Υιό, αλλά εκπορευόμενο από τον Πατέρα, είναι ομοούσιο με τον Πατέρα, άρα και με τον Υιό. Αυτή είναι η ορθόδοξη αντίληψη περί του Υιού, ως εικόνα του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, ως εικόνα του Υιού[78].

Το συγεκριμένο επιχείρημα των Ιησουιτών απορρίπτεται και με την εις άτοπον απαγωγή. Αν ισχύει η συγκεκριμένη πρόταση, τότε δημιουργούνται δύο σχέσεις αιτίου και αιτιατού εντός της Τριάδος με αποτέλεσμα, ακόμη και αν είναι η ουσία που δημιουργεί τις υποστάσεις, κατά την παπική θεολογία όχι την ορθόδοξη, εξαιτίας αυτών των σχέσεων να έχουμε δύο αιτίες. Τότε, όμως, η Τριάδα δεν “ενίζεται” παρόλη την κοινή ουσία. Διότι για να “ενίζεται” η Τριάδα δύο συνθήκες είναι απαραίτητες· η κοινή ουσία και το κοινό αίτιο. Έτσι, ο ένας Θεός σε τρεις υποστάσεις γίνεται δύο θεοί, όπερ άτοπο, διότι δεν είναι αυτό το ορθόδοξο δόγμα. Να σημειωθεί ότι στην ορθόδοξη ορολογία αποφεύγεται ο όρος “αίτιον” αναφορικά με την θεότητα, αλλά προτιμούνται οι όροι “πηγή της Θεότητας” ή “αρχή της Θεότητας” για τον Πατέρα.

Αυτή είναι η τριαδολογική συζήτηση η οποία συνδέεται με την εικονομαχία. Και μπορεί μεν η ορθόδοξη αντίληψη της θεολογίας της εικόνας να απαντά και στο filioque, είναι όμως δύσκολο να υποθέσουμε ότι στο Gentily κάποιος από τους παρευρισκομένους θα έθιγε αυτήν την κακοδοξία. Άρα στο Gentily ούτε κάποια εκκλησιαστική σύνοδο έχουμε, ούτε κάποια συζήτηση για το filioque.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ Β' ΜΕΡΟΥΣ – ΕΙΣΑΓΩΓΗ Γ' ΜΕΡΟΥΣ.

 

Ο Γρηγόριος της Τουρώνης ξεκινά το έργο του Ιστορία των Φράγκων σε Δέκα Βιβλία  με μια ομολογία πίστεως. Σε αυτήν ομολογεί υποτίθεται ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού: 

“ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ

Πιστεύω, συνεπώς, εις Θεό Πατέρα παντοδύναμο. Πιστεύω εις τον Ιησούν Χριστόν τον Υιό Του τον μονογενή, Κύριο ημών, γεννηθέντα εκ του Πατρός, όχι δημιουργημένο, όχι μετά [την δημιουργία] του χρονου, αλλά πριν την αρχή του χρόνου ήταν πάντα με τον Πατέρα[79]...

Πιστεύω, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού,...[80]

Περιχαρής γι'  αυτήν την ομολογία ο H.B. Swete γράφει ότι ήδη την εποχή που συνέθεσε ο Γρηγόριος της Τουρώνης την ιστορία των Φράγκων (έγραψε τον επίλογο το 594 μ.Χ.), το filioque ομολογούνταν στις εκκλησίες της Γαλατίας[81]. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΨΕΜΑ ΑΠ'  ΑΥΤΟ.

Όταν εστάλησαν οι αποκρισάριοι του Καρλομάγνου το 809 μ.Χ., για να φέρουν την λίβελο της συνόδου του Ακυισγράνου (Άαχεν) στον πάπα Λέοντα τον Γ', έφεραν μαζί τους και την επιστολή του Φράγκου ηγεμόνα Καρλομάγνου, στην οποία ομολογούνταν τα εξής:

“Τό Ζήτημα τό περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Ἐκπορεύσεως, ὅπερ ἀρτίως ἀνέφυ, πάλαι ἤδη ὑπό τῶν Ἱερῶν Πατέρων ἐπιμελέστατα ἀναλελίκμηται. Ἐπειδή δέ  πρό πολλοῦ ὑπό τῶν ζητητῶν ἔκειτο κατημελημένον, οὐχ ἡρέμησεν ὡς ἔκπαλαι λικμηθέν· ἀλλ' οἷον τι ἀπόκρυπτον αἴφνης ἐφ' ὑμῶν προὔκυψεν ἀναδύσαν· ὅπερ ἐκ Θείας τινός ἐπιπνοίας γενέσθαι στεῤῥῶς πιστεύων ἐγώ ἥκιστα ἐνδοιάσαιμι ἄν. Ἀποκειμένης ἀλλ' οὖν, ὡς προέφην, τῆς ζητήσεως ταύτης, παρά τῶν ζητούντων, ἐρεύνης ἐκτός, εὐδόκησαι τέως ὁ πάντα ἰσχύων Θεός, τάς τῶν Ποιμένων ἐπ' αὐτήν διαναστῆσαι καρδίας, ἵνα τῆς διά ῥαθυμίαν ἐκτιναχθείσης ἀποναρκώσεως, τῷ βραχίονι τῆς Ἱερᾶς συγγυμνασίας ἐνδυναμωθέντες, ἰσχύσωσιν ἀνορύξαι τόν Θησαυρόν τόν Οὐράνιον[82].          Πόῤῥω τοιγαροῦν τῶν Ποιμένων ῥαθυμίας ἅπασα νάρκη ἀποχωρείτω. Πόῤῥω ἀκμῆς διανοίας ἡ ὑπεύθυνος νωθρότης γινέσθω. Τρυφή δ' ἡδυπαθείας, καί ῥαστώνη πᾶσα τά τοῦ σώματος  μέλη ἀπολιπέτω· κάρος δέ βαθύς, καί ἁπαλός ὕπνος, εἰς τραχείας μέν, ἐπικερδεῖς δέ ὅμως διεγρηγόρσεις τάς περί τήν ἀνάγνωσιν ἀναδυέτω· ἵνα ὁ τῆς Ἐκκλησίας ἀγρός, τόν παρά τῶν Διδασκάλων δεξάμενος σπόρον, διευθετήσῃ τῇ τοῦ παναλκοῦς δυνάμει, καί καρπούς ἀποδώῃ ἑκατοστεύοντας. Ἀλλά γάρ ἤδη τόν λόγον ἀναβαλοῦμαι, τόν περί τῆς Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[83]”.

Ομολογούν, δηλαδή οι Φράγκοι απεσταλμένοι ότι το ζήτημα είναι καινοφανές στην Εκκλησία, “ἀρτίως ἀνεφύη”, “αἴφνης προὔκυψεν”· ότι το ζήτημα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος ήταν παραμελημένο από τους Πατέρες λόγω “ραθυμίας”, “αποναρκώσεως”, “νωθρότητος”. Ευδόκησε, λοιπόν, ο Θεός να εμφανιστούν οι Φράγκοι θεολόγοι, να αφυπνίσει τις καρδιές τους, να το καλλιεργήσουν στον αγρό της Εκκλησίας και να φέρει, με την βοήθεια του Θεού του παντοδύναμου,  εκατονταπλάσιο καρπό. Η ειρωνεία σε συνδυασμό με την ανοησία του αιρετικού είναι κέρδος της αλήθειας. Είναι πλέον ξεκάθαρο, ότι το filioque ανεφάνη στα τέλη του όγδοου αιώνα και  επιβλήθηκε  με τη σύνοδο του Άαχεν, ύστερα από διαταγή του Καρλομάγνου.

Όταν στα μέσα του επόμενου αιώνα ο Μέγας Φώτιος καταπολέμησε συνοδικά την αίρεση του Filioque, ο πάπας Ιωάννης Η', συντεταγμένος με την αλήθεια της Εκκλησίας, επιστέλλεται προς την σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, ότι όντως η αίρεση είναι καινοφανής, δεν έχει πολλά χρόνια που εμφανίστηκε στην Δύση. Βεβαιώνει ότι η Ρώμη παραμένει πιστή στην Ορθοδοξία και εργάζεται για την καταπολέμηση της αίρεσης, καθώς αυτή δεν έχει επικρατήσει καθολικά στην Δύση. Και πράγματι, τόσο η πρώτη σύνοδος που ομολόγησε το filioque, αυτή στο Άαχεν το 809 μ.Χ. καθώς και οι επόμενες, εργάστηκαν για να επιβάλλουν την προσθήκη, όχι στους Έλληνες, οι οποίοι δεν παρίσταντο και δεν συμμετείχαν, αλλά ανάμεσα στους δυτικούς. Δεν συμφώνησαν όλοι με την προσθήκη, γι'  αυτό και οι Φράγκοι με σωρεία συνόδων και διαταγμάτων το επέβαλαν στις εκκλησίες της επικράτειάς τους.

Ωστόσο, η μη παραδοχή της αίρεσης εκ μέρους της Ρώμης είχε ανασταλτική δράση στην επέκτασή της. Η επικείμενη πτώση της δυναστείας των Καρολίδων την εποχή της Η'  Οικουμενικής Συνόδου, ώθησε τον πάπα να παρακαλέσει την σύνοδο για την μη καταδίκη των Φράγκων, ώστε να δοθεί χρόνος οικονομίας για την μετάνοιά τους. Γράφει στην επιστολή του προς τον Μέγα Φώτιο:

“ὅτι πρᾶγμα τι θειότερον οὕτω ταχέως μεταβαλεῖν οὐδείς ἄν εὐκόλως δυνηθείη· καί εἰ βραχεῖ χρόνῳ τήν ἔναρξιν εἴληφε, καί οὐκ ἔστι παγιωθέν ἐκ πολλῶν ἐνιαυτῶν[84]”.

Η επιμονή του πάπα Ρώμης Ιωάννη του Η' στην πίστη της Μίας, Αγίας, Καθολικής Εκκλησίας δεν περιορίστηκε μόνο σε όσα γράφει στην επιστολή του προς τον Μέγα Φώτιο, αλλά συμμετείχε στην Η' Οικουμενική Σύνοδο διά τοποτηρητών, τους επισκόπους Ευγένιο και Παύλο και τον πρεσβύτερο και καρδινάλιο Πέτρο. Οι δε τοποτηρητές συμμετείχαν σε όλες τις συνεδρίες της συνόδου και υπέγραψαν τα πρακτικά αυτής[85].

Κατόπιν τούτων ο Μέγας Φώτιος, πεπεισμένος ότι ο πάπας Ιωάννης Η' δεν ακολουθούσε την φραγκόφιλη πολιτική του προκατόχου του Νικολάου Α', επιστέλλεται τα ακόλουθα προς τον αρχιεπίσκοπο Ακυηλίας:

“Ἀλλά γάρ καί συνόδου συγκροτηθείσης ἐπί τισιν ἐκκλησιαστικοῖς κεφαλαίοις,  οἱ ἐκεῖθεν ἀπεσταλμένοι τοῦ ἐν ἁγίοις Ἰωάννου πάπα τοποτηρηταί, ὡς αὐτοῦ παρόντος ἐκείνου καί συνθεολογοῦντος ἡμῖν τήν εὐσέβειαν, τῷ συμβόλῳ τῆς πίστεως τῷ διά πασῶν τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων κατά τήν Δεσποτικήν φωνήν καί κηρυσσομένῳ καί κρατυνομένῳ, ὡς ὁμόφρονες, καί φωνῇ καί γλώσσῃ, καί ἰδιοχείρῳ γραφῇ καθυπεσημήναντο[86]”.

Για να επανέλθουμε στο θέμα μας, το ότι η προσθήκη του filioque  ήταν καινοφανής αίρεση συμμαρτυρεί  και ο Αλβίνος Αλκουίνος, ο Άγγλος θεολόγος, ο οποίος διέπρεψε στην αυλή του Καρλομάγνου πριν τη σύνοδο του Άαχεν (πέθανε το 804 μ.Χ.). Αυτός  επιστέλλεται τα παρακάτω προς τους αδελφούς της εκκλησίας της  Λυών:

“Τάς νεωτερικάς, ἀδελφοί προσφιλέστατοι, τῆς Ἱσπανικῆς πλάνης Φατρίας, μεθ' ὅλης τῆς προφυλακῆς προσέχοντες φεύγετε. Τοῖς τῶν ἁγίων Πατέρων ἴχνεσι ἐν τῇ πίστει ἕπεσθε· κἄν τῇ ἁγίᾳ ἑνότητι τῆς καθόλου Ἐκκλησίας συνάπτεσθε. Γέγραπται γάρ: οὐ μή ὑπερβῇς ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες σου. Μηδέ ἐν τῷ τῆς Καθολικῆς Πίστεως Συμβόλῳ καινά παρενσπείροιτε, μηδέ ανηκούστους τοῖς παλαιοτέροις χρόνοις παραδόσεις τινάς, ἐν ταῖς κατ' Ἐκκλησίας συνήθεσιν εὐχαῖς αἱρεῖσθε. Τήν δέ διά τῆς Ἀποστολικῆς διδασκαλίας λεωφόρον βηματίζοντες χωρεῖτε· μηδέ δά τῶν καθ'  οἱανδήποτε καινοτομίαν παρεκτροπῶν, ἀπό τῆς βασιλικῆς ὁδοῦ, πρός δεξιάν, ἤ ἀριστεράν ἀποκλίνοιτε[87]”.

Στο τρίτο κεφάλαιο της παρούσης θα ασχοληθούμε με την διερεύνηση και την απάντηση του ποια ήταν αυτή η Ισπανική φατρία την πλάνη της οποίας μόλις άρχισαν να υιοθετούν οι Φράγκοι (ο Αλκουίνος ήταν Άγγλος) καθώς και με το να λύσουμε την απορία του Αδάμ Ζοιρνικάβιου, όπως την εξέφρασε στο δικό του έργο:

“Τίνες δέ ἄρα οἱ πρῶτοι ἐγένοντο Καινοτόμοι; ἄδηλον. Παραπλήσιον τι γάρ καί πάλαι συνέβη, ὅτε τήν ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδον, ὡς πλείστοι πανταχοῦ περιῆσαν οἱ ἀνατρέπειν σπουδάζοντες· οὕς ἀκεφάλους διά τοῦτο ὠνόμασαν· περί ὧν ὁ Ἱσπανός Ἰσίδωρος ἐν τῷ χρονικῷ:'Κατά τόν αὐτόν (φησίν) ἀνέκυψε χρόνων ἡ τῶν Ἀκεφάλων αἵρεσις, τῶν τήν ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδον ἀνατρέπειν ἐπιχειρούντων· οἵ διά τοῦτο Ἀκέφαλοι ἐπεκλήθησαν, ὡς ἄρα κεφαλῆς ἀμοιροῦντες· διά τό, τίς ὁ πρῶτος τήν αἵρεσιν ταύτην παρεισαγαγών, μή εὑρίσκεσθαι. Ὥστε δεόντως καί τούς Λατίνους ἐντεῦθεν Ἀκεφάλους καλεῖσθαι ὁμοίως, ὡς τόν πρώτιστον τῆς αὐτῶν προσθήκης γενόμενον εὑρετήν, ἕνα τινα, ἤ πλείους ἐξονομάσαι μή ἔχοντας[88]”.

Τό όντως ενδιαφέρον παλαιό αυτό ερώτημα θα απαντηθεί στο τρίτο κεφάλαιο.

 

_____________________________________________________ 

[1] J.F.Berthune-Baker, An Introduction to the Early History of Christian Doctrine, London 1962 (ανατύπωση, αρχική έκδοση 1903), p.215-6

      Stanley J. Grenz, Theology  for the Community of God, 1994, p63

      Adolph Harnack, History of Dogma, trans. Neil Buchanan New York 1961, vol.4 p.133

  1. J. Hefele, A History of the Councils of the Church from the Original Documents, trans. Henry Nutcombe Edibourgh 1896, vo. 4 p.418
  2. B. Swete, On the History of the Doctrine of the Procession of the Holy Spirit from the Apostolic Age to the Death of Charlemagnve, Cambridge 1876 p.169

      Cyriaque Lampryllos, La Mystification Fatale: Étude orthodoxe sur le Filioque, Αθήνα 1892 (ανατύπωση Lausanne: :L' âge d'Homme 1987, pp.20-22.

      Ο Henry Chadwick από τηνάλλη ισχυρίστηκε ότι η σύνοδος δεν έγινε καθόλου, Henry Chadwick, Priscillian  of Avila: The Occult and the Charismatic in the Early Church, Oxford 1976, pp. 216-217.

[2] Σύμφωνα με την εκκλησιαστική ιστορία του Θεόδωρου Αναγνώστη η απαγγελία του Συμβόλου στην Θεία Ευχαριστία ξεκίνησε από την Αντιόχεια το 471 μ.Χ. και υιοθετήθηκε από την Κωνσταντινούπολη το 511.

      Θεόδωρου Αναγνώστου, Εκκλησιαστική Ιστορία Βιβλίο β' κεφ. ΜΗ' : “Πέτρον φησί τόν κναφέα ἐπινοῆσαι ... ἐν πᾶσι συνάξει τό σύμβολον λέγεσθαι” (PG 86a.209). Το 568 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός διέταξε την καθολική απαγγελία του συμβόλου πριν από το “Πάτερ ἡμῶν” σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας.

      Βιβλίο β' κεφ. Λβ' : “Τιμόθεος τῶν τριακοσίων δέκα καί ὁκτώ Πατέρων τῆς πίστεως Σύμβολον, καθ' ἑκάστην Σύναξιν λέγεσθαι παρεσκεύασεν, ἐπί διαβολῇ δῆθεν Μακεδονίου, ὡς αὐτοῦ μή δεχομένου τό Σύμβολον· ἅπαξ τοῦ ἔτους λεγόμενον πρότερον ἔ τῇ ἁγίᾳ Παρασκευῇ τοῦ θείου πάθους, τῷ καιρῷ τῶν γινομένων ὑπό τοῦ ἐπισκόπου κατηχήσεων” (PG 86a.201)

[3] A.E.Burn, An Introduction to the Creeds and to Te Deum, Cambridge 1899, p.115

[4] Mansi 9.978-9: “Spiritusque sanctus confitendus a nobis, et praedicandus est a patre et filio procedere, et cum patre et filio unius esse substantiae. Tertiam vero in trinitate spiritus sancti esse personam, qui tamen communionem habet cum patre et filio in divinitatis essentia” Αγγλική μετάφραση J. N. D. Kelly, Early Christian Creeds, 3rd ed. Cornwall 1972, p.61.

[5] Mansi 9.985: “Quicumque spiritum sanctum non credit aut non crediderit a patre et filio procedere, eumque non dixerit coaeternum esse patri et filio et coessentialem, anathema sit”  Αγγλική μετάφραση J. N. D. Kelly, Early Christian Creeds, 3rd ed. Cornwall 1972, p.62.

[6] Robert Bellarmine, Disputationes de Controversiis Fidei advsersus hujus temporis Haereticos (Prague: Typis Wolffgangi Wickhart, 1722), col. 194, in De Christo, Lib. II, Caput XXII, 8. Editio Princeps Ingolstad 1586-1593.

[7] Adamo Zoernikav, Tractus Theologici Orthodoxi de Processione Spiritus Sancti a Solo Patre, 2 vols. (Hartungius, 1774), vol. 1 cols. 288–89

[8] Garsiae Louisa, Collectio Conciliorum Hispaniae (Petrus Madrigal, 1593), p. 203

[9] Για παράδειγμα ο Garsiae Louisa, στην σελίδα 237 του έργου του καταγράφει το Σύμβολο με την προσθήκη του filioque.

[10] Macaire, Thιologie Dogmatique Orthodoxe, 5 vols. (Paris: Joel Cherbuliez, 1859), vol.1 p.314

[11] A. E. Burn, “Some Spanish MSS of the Constantinopolitan Creed,” Journal of Theological Studies 9 (1908), pp.301–3.

[12] A Cod. Escurial I D I SMC. X, Cod. Aemilianus, Col, 134 ....

B Cod. Escurial 1 D 2, SMC. X, from Albida, Col 86 ....

E Cod. Escurial J C 12, SMC. X. xi, Col. 37 ....

[Et Col. 113 not collated omits elftlio.]

MI Cod. Matritensis P 2I (1872), SMC. X. xi, fol. 59".

MS Cod. Matritensis P 2I (1872), SMC. x. xi, Col. 133r•

T Cod. Matritensis 10041 (begun in the year 948) A.D. Col. S6r.

1" Cod. Matritensis 10041 (begun in the year 948 A.D.) Col. I29r.

[13] J. A. Aldama, El Simbolo Toledano I (Rome: Pontificiae Universitatis Gregorianae,1934), p.124 n.45.

[14] Dossetti, Giuseppe Luigi, Il Simbolo di Nicea e di Constantinopoli (Roma:Herder, 1967), pp. 176–78 n.2.

[15] José Orlandis ad Domingo Ramos-Lissón, Die Synoden auf der IberischenHalbinsel bis zum Einbruch des Islam (711) (Paderborn: Ferdinand Schφningh, 1981), pp.109–11 n.54.

[16] Mauricius Gordillo, Compendium Theologiae Orientalis, 3rd ed. (Rome: Pont.Institutum Orientalium Studiorum, 1950), p.134. Η πρώτη έκδοση το 1937 και η δεύτερη το 1939.

[17] Knut Schδferdiek, Die Kirche in den Reichen der Westgoten und Suewen bis zur Errichtung der westgotischen katholischen Staatskirche (Berlin: Walter de Gruyter & Co., 1967), 211–12 n.226.

[18] Isidore of Seville, ep. 6.4 (trans. Gordon B. Ford, The Letters of St. Isidore of Seville [Amsterdam: Adolf M. Hakkert, 1970], 33)

[19] Μοναχή Patrick Jerome Mullins, “The Spiritual Life According to Saint Isidore of

Seville” (Ph.D. dissertation, Catholic University of America, 1940), 19.

[20] C.A. Swainson, The Nicene and Apostle's Creed, London 1875, p.146 n.2

[21] Karl Kuenstle, Antipriscilliana, Freiburg 1905, s. 46.

[22] “Credemus.., Spiritum vero Sanctum, non genitum, neque ingenitum, non creatum neque factum, sed de Patre Filioque procedentem Patri et filio coaeternum...”

[23] E. Sieciensky, Filioque..., p. 56. n.32. Η υποσημείωση με την παραπομπή στην Patrologia Latina βρίσκεται στην σελίδα 234.

[24] “Si quis non dixerit Spiritum sancum de Patre esse vere, ac propie, sicut Filius de divina substantia, et Deum verum, anathema sit” PL 13.362.

[25] Θεοδώρητου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία V.11-15 εν Leon Parmentier (ed), Theodoret Kirchengeschichte, GCS 44 (1954), p. 300.

[26] A.E.Burn, An Introduction …, p.  244.

[27] A.E.Burn, An Introduction …, p. 247

[28] S. Leonis Magnis, Sermo LXXV.3: “Siquidem cum et de Patre sit Filius unigentus, et Spiritus sanctus Patris Filioque sit spiritus, non sicut quaecumque creatura,  quae et Patris et filii est, sed sicut cum utroque vivens et potens, et sempiterne ex eo quod est Pater Filiusque subsistens”, (PL 54.402)

[29] ο.π: “Unde cum Dominus ante passionis suae diem discipulis suis sancti Spiritus sponderet adventum, Adhuc, inquit, multa habeo vobis dicere, sed non potestis illa portare modo. Cum autem venerit ille Spiritus veritatis, ille diriget vosin omnem veritatem. Non enim loquetur a semelipso, sed quaecumque audierit loquetur, et futura annuntiabit vobis. Omnia quae habet Pater mea sunt: propterea  dixi, quia de meo accipiet ut annuntiabit vobis. Non ergo alia sunt Patris, alia Filii, alia Spiritus sancti; sed omnia quaecumque habet Pater, habet et Filius, habet et Spiritus Sanctus;”

[30] S. Leonis Magnis, Sermo LXXVI.2:  “Sempiternum quoque est Spiritum sancto, Spiritum esse Patris et Filii” PL 54.404

[31] ο.π. : “Sempiternum est Patri, coeterni sibi Filii sui esse genitorem. Sempiternum est Filio, intemporaliter esse a Patre progenitum.  Sempiternum quoque est Spiritum sancto, Spiritum esse Patris et Filii”

[32] ο.π.: “ut numquam Pater sine Filio, numquam Filius sine Patre, numquam Pater et Filius fuernt sine Spiritu sancto” PL 54.404-5.

[33] S. Leonis Magni, Epistola XV Ad Turibium Asturicensem Episcopum De Priscillianistarum erroribus: “Primo itaque capitulo demonnstratur quam impie sentiant de Trinitate divina, qui et Patris, et Filii, et Spiritus sancti unam atque eamdem asserunt esse personam, tamquam idem Deus nunc Pater, nunc Filius, nuncSpiritus sanctus nominetur; nec alius sit qui genuit, alius qui genitus est, alius qui de utroque processit; sed singularis unitas in tribus quidem vocabulis, sed non in tribus sit accipienda personis” PL 54.680-1

[34] Τόμος Λέοντος (Epistola XXVII Ad Flavianum Episcopum Constantinopolitanum Contra Eutychis Perfidiam et Haeresim: “Πρὸς δὲ τὸ πᾶσαν τὴν ὑπόθεσιν εὐσεβῶς καὶ πιστῶς ἐξανυσθῆναι, τοὺς ἁδελφοὺς ἡμῶν Ἰούλιον τὸν ἐπίσκοπον καὶ ῾Ρενάτον τὸν πρεσβύτερον, ἔτι γε μὴν καὶ τὸν υἱόν μου ῞Ιλαρον τὸν διάκονον, εἰς τὸν ἡμῶν ἀπεστάλκαμεν τόπον· οἷς Δουλκίτιον τὸν νοτάριον τὸν ἡμέτερον, οὗ τὴν πίστιν ἐδοκιμά­σαμεν, συνεζεύξαμεν θαρροῦντες τὴν τοῦ θεοῦ παρεσομένην βοήθειαν, ὥστε τὸν πλανηθέντα, καταδικασθείσης τῆς σκαιότητος τοῦ φρονήματος τοῦ οἰκείου, σωθῆναι”. PL 54.782

[35] Karl Künstle, Antipriscilliana, pp.141-2: “Beachtung verdient endlich eine Stelle über den Heilingen Geist aus dem Briefe. Bei der Widerlegung der priscillianischen Trinitätslehre heisst es: “Primo capitulo demonstratur, quam impie sentiant de trinitate... nec alius sit qui genuit, alius qui genitus est, alius qui de utroque processit”. Es wurde schon früher darauf hingewiesen, dass die präzisen Termini “de utroque procedere” oder “ex patre filioque procedere” ihre Heimat in Spanien haben. Man hat zwar die Sache so hinstellen wollen, dass die spanischen Theologen gerade aus unserem Briefe den Anlass genommen hätten, die kirchliche Lehre von Heiligen Geist in diesen Worten zum Ausdruck zu bringen. Dem muss aber wiedersprochen werden, denn die Quelle dieser Terminologie ist die Fides Damasi, die um Jahr 380 in Spanien entstand. Übrigens schreibt Prudentius schon vor dem Jahre 400 Cath. IV 14-15:

“Regnat spritus ille sempiternus

A Christo simul et parente missus”

und noch deutlicher Cath. VI 4ff:

“Et spiritus benigne

  …..........................

  Deus ex utroque missus”

In der Regula fidei des Bischofs Pastor lesen wir zweimal “a patre filioque procedens”, ein Terminus, der von da ab aus den spanischen Symbolen nicht mehr verschwindet. Es ist zwar richtig, dass die ganze abendländische Kirche im 5. Jahrhudert das Ausgehen des Heiligen Geistes von Vater und Sohne lehrt. Leo der Grosse spricht sich darüber in seinem beiden Pfingstsermones mit vollster Klarheit aus; aber den Terminus “ex utroque procedere”, wie er uns in der epistola 15 begegnet, gebraucht er nicht. Darum kann auch die angeführte Stelle “qui de utroque processit” nicht von ihm stammen. So kann im 5. Jahrhundert nur ein Spanier geschrieben haben.

Auf Grund dieser Wahrnehmungen komme ich zu dem Ergebnis, dass die Epistola 15 ad Turibium Asturicensem episcopum de Priscillianistarum erroribus aus der Zahl der echten Werke Leos gestrichen werden und einem unbekannten spanischen Theologen aus dem Ende des 6. Jahrhunderts zugewiesen werden muss.

[36] Edmund Hunt (trans), Fathers of the Church: Leo the Great: Letters, Washington D.C.: Catholic University Press 1957.

[37] Ο Siecienski συζητά την επιστολή του αγίου σε ξεχωριστό κεφάλαιο 4 του βιβλίου του The Filioque: History of a Doctrinal Controversy στις σελίδες 73-86. Η συγκεκριμένη διατύπωση στη σελίδα 81.

[38] V. Laurent ed., Les "Memoires"...pp. 334-6.

[39] PG 91.133-136

[40] Ο Αλέξανδρος Αλεξάκης πιστεύει ότι βρήκε τμήμα του συγκεκριμένου ανθολογίου στον κώδικα Parisinus Graecus 1115. Βλ. Σχετ. A. Alexakis, Codex Parisinus Graecus and its Archetype, Dubarton Oaks Studies 34 (Whasington 1996),  pp. 71-91.

[41] PG 91.136-9.

[42] Karayiannis, V., Maxime le Confesseur, Essence et énergies de Dieu, Thèse présentée à la Faculté de Théologie de l'Université de Fribourg, Suisse pour obtenir le grade de Docteur. Édition BEAUCHESNE, Paris 1993. , p.89. Του ιδίου, Οάγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και η Εκκλησία της Κύπρου, Απόστολος Βαρνάβας 53 (1992), σσ.379-98.

[43] Anastasius Bibliothecarius, Ad Ioannem Diaconum PL 129.567.

[44] Mansi 31.593

[45] Polycarp Sherwood, An Annotated Date-List of the Works of St. Maximus the Confessor, Studia Anselmiana XXX (Rome 1952), p.54.

[46] PG 91.133

[47] ο.π.

[48] Δοσίθεου Ιεροσολύμων, Τόμος Καταλλαγής,Ιασιο 1692, σ. 483.

[49] Δοσίθεου Ιεροσολύμων, Τόμος Καταλλαγής,Ιασιο 1692, σ. 324.

[50] Η. Τανταλίδου, Παπιστικῶν Ελέγχων, Κωνσταντινούπολη 1850, τομ. Β' σσ. 228-9. Εδώ ο Η. Τανταλίδης ακολουθεί κατά γράμμα τον σχολιασμό του Ευγένιου Βούλγαρη από την  ελληνική μετάφραση του έργου του Αδάμ Ζοιρνικάβιου, Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἃγίου Πνεύματος ἐκ μόνου τοῦ Πατρός.

Το σχόλιο του Βούλγαρη στο αντίστοιχο τμήμα της Α΄ Πραγματείας με τίτλο Ἡ περί τό δόγμα σύμπνοια τῶν ἀνατολικῶν πατέρων, έχει ως εξής:

“Ὑπενόουν οἱ Ἀνατολικοί τούς Λατίνους, δογματίζειν καί τότε τό Πνεῦμα κατά τούς νῦν, ὁ δέ ἱερός Μάξιμος τό περί τούτου ἐπιμελῶς ἐρευνήσας, καί συνιδών ἐκείνων οὐκ ἀπᾷδον τῆς εὐσεβείας τό φρόνημα, τήν ἀπολογίαν ἐνεστήσατο. 'Οὐκ αἰτίαν', φησί, 'τόν Υἱόν ποιούντας τοῦ Πνεύματος σφᾶς αὐτούς ἀπέδειξαν, μίαν γάρ ἴσασιν Υἱοῦ καί Πνεύματος  τόν Πατέρα αἰτίαν, τοῦ μέν κατά τήν γέννησιν, τοῦ δέ κατά τήν ἐκπόρευσιν ἀλλ' ἵνα καί δι' αὐτοῦ προϊέναι δηλώσωσιν”. Ἤ ὡς ὁ Βιβλιοθηκάριος Ἀναστάσιος σαφέστερον ἐπεξηγήσατο¨Missionem nimmirum processionem intelligentes (τήν πέμψιν ἐννοήσαντες ἐκπόρευσιν) Οἵγε μήν καθ' ἡμᾶς Λατῖνοι, ἀντί ταύτης, τήν ἀπολογίαν αἱροῦνται τήν ἐφεξῆς, φάσκοντες: τό μίαν τήν αἰτίαν τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος τόν Πατέρα εἰδέναι, ἐκληπτέον εἶναι ἀντί τῆς αἰτίας τῆς Προκαταρκτικῆς. Ἀλλά γάρ, εἵπερ ἡ τότε ὑπέρ τῶν Λατίνων ἀπολογία, ὡς οὐ λέγουσι τόν Υἱόν αἰτίαν τοῦ Πνεύματος Προκαταρκτικήν. Ἄρα τό ὑπό τῶν Ἀνατολικῶν προστριβόμενον Λατίνοις αἰτίαμα, ὅπερ ἀπ' αὐτῶν ἀποτρίψαι ὁ Ἱερός ἐβούλετο Μάξιμος, καί μετ' αὐτόν ὁ βιβλιοθηκάριος, τοῦτο ὅτι ἐν ὑπονοίᾳ ἐκείνους εἶχον, ὡς δογματίζοντας τόν Υἱόν αἰτίαν τοῦ Πνεύματος Προκαταρκτικήν. Ἀεί γάρ ἡ Ἀπολογία ἐξ ἀντιθέτου βαίνουσα ἐστί τό αἰτιάματι τό δέ αἰτίαν τοῦ Πνεύματος εἰπεῖν τόν Υἱόν Προκαταρκτικήν, δοῖν θάτερον ὑποβάλλει: ἤτοι τόν Πατέρα Μηδαμῶς αἰτίαν εἶναι τῆς τοῦ Πνεύματος ὑποστάσεως, ἤ καί μετά τοῦ Πατρός αἰτίαν τόν Υἱόν ὄντα ἐκ τοῦ Πατρός τοῦτο μή ἔχειν, ἀφ' ἑαυτοῦ δέ, καί ἀνάρχως. Ἀλλά μήν οὐδέτερον εἶχον οἱ Ἀνατολικοί τότε περί Λατίνων ὑφορᾶσθαι, οὔθ ὡς τόν Υἱόν μόνον ουσιωδῶς προβάλλειν τό Πνεῦμα δοξαζόντων, οὔθ' ὡς μή τό εἶναι καί αὐτόν, καί πάντα ὅσα ἔχει, παρά τοῦ Πατρός ἔχοντα βλασφημούντων ἤδεισαν γάρ καί ἤκουον ἑκάτερον τούτων καί αὐτούς Λατίνους ὡς δυσεβές ἀποβάλλοντας, καί τόν τε Υἱόν ὁμολογοῦντας, πᾶν ὅ,τι  ἐστί καί ἔχει παρά τοῦ Πατρός καί ὄντα καί ἔχοντα, καί μετά τοῦ Πατρός δέ ἴσως καί αὐτόν ἐκπορεύειν τό Πνεῦμα διδάσκοντας· ὧν περ αὐτούς ἑκάτερον ὡς ποῤῥωτάτῳ ἀπῆγε τῆς τοῦ φρονεῖν ὑπονοίας, τόν Υἱόν εἶναι τοῦ Πνεύματος αἰτίαν Προκαταρκτικήν. Πῶς οὖν ὑπέρ τούτων ὁ Ἱρός ἀπολογούμενος Μάξιμος, αἰτιάματος αὐτούς ἀπαλλάττειν ἐπειρᾶτο, ᾧ οὔτ' ἐνείχοντο, οὔτ' εἶχον ἐνέχεσθαι; Ἀλλ' ἐκεῖνο ὑπέρ αὐτῶν ἀπήντα καί μόνον, (ὅ καί ἀληθές ἦν) ὅτι οὐδόλως τόν Υἱόν αἰτίαν τοῦ Πνεύματος ἐποιοῦντο, οὔτε Προκαταρκτικήν, οὔτε μή Προκαταρκτικήν”. (Αδάμ Ζοιρνικαβίω, Περί τῆς Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, Πετρούπολη 1797, τ. Α' σ. 120

[51] Joseph Gill (εκδ), Quae supersunt …, p. 132

[52] Joseph Gill (εκδ), Quae supersunt …, p. 393

[53] Βλέπε επίλογο κεφαλαίου Α'.

[54] Joseph Gill (εκδ), Quae supersunt …, p. 411.

[55] Καί πάλι σχολιάζοντας ο Ευγένιος Βούλγαρης τα γεγραμμένα από τον Αδάμ Ζοιρνικάβιο στην Ε΄ πραγματεία του, “ 'Εν ᾗ δείκνυται, αὐτούς Λατίνους, ἐνίων τινῶν παρά σοφίσι, κατά την Η' Ἑκατονταετηρίδα λήγουσαν, τό τῆς προόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ Δόγμα, καί τήν ἐν τῷ Ἱερῷ Συμβόλῳ τούτου προσθήκην εἰς τήν Λατινικήν Ἐκκλησία τό πρῶτον παρεισαγόντων,  ἐπί μακρόν περί τούτου πρός ἀλλήλους ἐρίζοντας διενεχθῆναι· ἐν πρῶτοις δέ. Τούς πρώτους τῶν καινοτομημάτων τούτων ἐξάρξαντεας, ὑπό τῶν αὐτοῖς συνακμαζόντων λοιπῶν Λατίνων κατακρίτους ἐκκηρυχθῆναι”, δείχνει ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στο δόγμα, αλλά και στην αντικανονική προσθήκη στο Σύμβολο. Λέει:

“Ὅτι μέν οὐδέ περί τῆς προσθήκης ὁ λόγος ἦν τῷ Ἱερῷ Μαξίμῳ ἐν τῇ πρός Μαρῖνον Ἐπιστολῇ καί οὐδέ μετά προσθήκης τότε παρά  Λατίνοις τό Ἱερόν ᾔδετο Σύμβολον´ οὐδ'  ἁπλῶς ᾐδετο´ ἐκ περιουσίας ὧδε πρός τόν Ῥόδιον Ἀνδρέαν ὁ Ζοιρνικάβιος ἀπήντησεν. Ὁ δέ ὁ αὐτός ἐνταῦθα Ἀνδρέας παρασυνάπτει, “ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔξω αἰτίας τίθησι τήν Ῥωμαϊκήν Ἐκκλησίαν, ὡς  ἀδίκως ἐγκαλουμένην παρά  τῶν Ἀνατολικῶν· ἀλλά τοῦτο συνιδεῖν οὐκ εἶχε κατ' αὐτοῦ μάλιστα, καί τῶν ὕστερον Λατίνων φερόμενον τό αἰτίαμα. Ὅπως δέ; αὐτός ἐρῶ· ᾐτιῶντο μέν ἐπί Μαξίμου Λατίνους οἱ Ἀνατολικοί, ὡς ἐκ Πατρός καί Υἱοῦ τό Πνεῦμα προϊέναι καί ἐν λόγοις Θεολογοῦντας καί ἐν συγγράμμασιν· ᾐτιῶντοδέ, ἐπεί ᾤιντο αἰτίαν ποιοῦντας τόν Υἱόν, ὥσπερ καί τόν Πατέρα, τοῦ Πνεύματος· καί ἧν δήπου ἡ αἰτίασις οὐκ ἀληθής´ οὐ γάρ οὕτως ἐφρόνουν τότε δηλονότι Λατῖνοι, ὡς οἱ Ἀνατολικοί φρονεῖν αὐτούς ὑπελάμβανον´ ἄλλως δέ πῶς ἆρα; ὡς αὐτός ὁ Θεῖος Μάξιμος διαῤῥήδην ἔφασκεν... Καί δώσομεν οὖν καί αὐτοί τῷ Ῥοδίῳ, ὡς ἀδίκως ἐγκαλοῦντες ἦσαν τόν τηνικαῦτα τούς Λατίνους οἱ Ἀνατολικοί κατά  ἄγνοιαν τῆς ἐκείνων διανοίας, τήν αἰτίαν τῆς Ὑπάρξεως καί οὐχί τήν Πέμψιν, αὐτούς Ἐκπόρευσιν λέγειν τοπάζοντες· εἰς ὅ δή τουναντίον πεισθέντες, ἐγκαλεῖν ἐπαύσαντο. Προσθήσομεν δ' ὅτι κυρίως καί παναληθῶς, οὗτοι εἰσίν οἱ νῦν Λατῖνοι, οἱ τήν τότε Ῥωμαϊκήν Ἐκκλησίαν ὀρθῶς φρονοῦσαν, ἐνδιαβάλλοντες καί  συκοφαντοῦντες, καί Δόγμα αὐτῇ παραπηγνοῦντες, οἷον πρό τοῦ ὀκτακοσιοστοῦ Σωτηρίου Ἔτους, οὐδέποτε αὐτή παρεδέξατο”

Αδάμ Ζοιρνικαβίω, Περί τῆς Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, Πετρούπολη 1797, τ. Α' σ.483.

[56] Παρά Βησσαρίωνι Νικαίας, Ἀπόκρισις πρός τά τοῦ  Ἐφέσου κεφάλαια, Κεφ. Κ', PG 161.236-7

[57] Ιωσήφ Μεθώνης, Ἁπολογία εἰς τό γραμμάτον κῦρ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ μητροπολίτου Ἐφέσου,ἐν ᾧ ἐκτίθεται τήν ἑαυτοῦ δόξαν, ἥν εἶχε περί τῆς εν Φλωρεντίᾳ ἁγίας καί ἱερᾶς συνόδου,  PG 159.1089.

[58] Για τον σημαντικό αυτό μελετητή, του οποίου το έργο κανείς μέχρι στιγμής παπικός δεν μπόρεσε να αντικρούσει, αλλά μάλλον επιβεβαιώνει η σύγχρονη έρευνα, ο Α. Δημητρακόπουλος γράφει τα εξής:

“Πρῶσσος τό γένος, Λουθηρανός τήν θρησκείαν. Ὁ θαυμάσιος οὗτος ἀνήρ ἐγεννήθη ἐν τῇ πόλει Κενιξβέργη (Regiomonti) ἐν ἔτει 1652 ̇  ὁ πατήρ αὐτοῦ ὠνομάζετο Χριστιανός Ζοιρνικάβιος, χρυσοχόος τήν τέχνην, ἡ δέ μήτηρ Μαρία. Ἡ μέν ἔρις μεταξύ δύο καθηγητῶν τοῦ ἐν Κενιξβέργῃ Πανεπιστημίου, ἐν ᾧ τέσσαρα ἔτη ἐσπούδαζε τήν φιλοσοφίαν καί θεολογίαν, ἠνάγκασε τόν Ζοιρνικάβιον να διατεθῇ ψυχρῶς πρός τόν Προτεσταντισμόν ̇  ἡ δέ ὑπό Μητροφάνους τοῦ Κριτόπουλου συγγραφείσα Ὁμολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἥτις κατά συμβεβηκός τῷ ἐδόθη, ἔπεισεν αὐτόν παντελῶς περί τῆς ἀληθείας τῶν δογμάτων τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Τούτου ἕνεκα κατέλιπε τήν σπουδήν τῆς θεολογίας, καί μεταβάς εἰς Ἰένην ἐνεγράφη ἐν τῷ καταλόγῳ τῶν φοιτητῶν κατά τό ἔαρ τοῦ ἔτους 1673 ἵνα σπουδάσῃ ἐπιστήμην τῶν νόμων ̇ ἐκεῖ ἐνησχολεῖτο ἀδιαλείπτως περί τήν ἔρευναν τῶν ἀμφισβητήσεων τῆς Ἑλληνικῆς καί Λατινικῆς Ἐκκλησίας.

Ἐξ Ἰένης, ἐν ᾗ τρία ἔτη διέτριψε, μετέβη εἰς Ἀγγλίαν, Γαλλίαν καί Ἰταλίαν πρός ἔρευναν τῶν χειρογράφων, τῶν ἐν ταῖς πλούσιαις βιβλιοθήκαις τῶν μερῶν ἐκείνων ἀποκειμένων. Μετά ταῦτα παραγενόμενος ἐπί τήν ἐλάσσονα Ῥωσίαν κα΄τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τά δόγματα ἀποδεξάμενος, ἐγένετο μοναχός ἐν τῷ μοναστηρίῳ τοῦ  Βατουρίνου. Ἡσυχάζων δ' ἐν τῷ μοναστηρίῳ διέταξε τάς ἐκ τῶν διαφόρων βιβλιοθηκῶν συλλογάς αὐτοῦ, ἐξ ᾦν ἕν ἔτει 1682 ἐξειργάσατο  λατινιστί σύγγραμμα περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἀγίου Πνεύματος ἐκ μόνου τοῦ Πατρός. Τό σύγγραμμα τοῦτο ἐξεδόθη μετά τόν θάνατον αὑτοῦ τῇ ἐξῆς ἐπιγραφῇ, Tractatus theologici orthodoxi de processione Spiritus sancti a solo Patre, elaborati auctore Adamo Zoernicav. Anno 1682. Regiomonti τεῦχος α' 1774. τεῦχος β' 1776. Τό ἀκαταγώνιστον τοῦτο σύγγραμμα τοῦ Ζοιρνικαβίου μετέφρασεν ἑλληνιστί Εὐγένιος ὁ Βούλγαρις καί ἐξέδωκεν ἐν Πετρουπόλει ἐν ἔτει 1797, πλουτίσας αὐτό πολλαῖς σημειώσεσιν, καί τούτου ἕνεκα γίνεται μνεία τοῦ Ζοιρνικαβίου ἐνταῦθα.

Ἐν τῷ πονήματι τούτῳ ἀποδείκνυσι πρός τοῖς ἄλλοις ὁ καλλίνικος Ζοιρνικάβιος, ὅτι οἱ Δυτικοί ἵνα ἀπολογηθῶσι περί τῆς πεπλανημένης αὐτῶν δοξασίας, ὅτι τό ἁγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἀνυποστόλως παρεχάραξαν 25 χωρία ἑλλήνων Πατέρων καί 43 τῶν Λατίνων, ἅτινα καθ' ἕν ἕκαστον καταλέγει, μνημονεύων καί ἀναριθμήτων ἄλλων νοθεύσεων. Ὀρθώτατα δέ παρατηρεῖ ὁ τῆς ἀληθείας φίλος καί περίσπουδος καθηγητής Overbeck ὅτι ἔκτοτε ἑκατονταετηρίδες παρῆλθον καί δέν εὑρέθθη οὐδέ εἷς Δυτικός, ὅστις ἀπεπειράθη νά ἀνασκευάσῃ τά παρά τοῦ Ζοιρνικαβίου γραφέντα (υποσημείωση α' I. I. Overbeck, Die rechtgläubige katholische Kirche. s.7. Halle 1869. Τό ἀξιόλογον τοῦτο πόνημα μεταφρασθέν ἑλληνιστί ἐξεδόθη ἐν τῷ ἀριθμῷ 688 καί 699 τῆς ἐν Τεργέστῃ ἐκδιδομένης ἀξιολόγου Ἡμέρας). Τῷ ὄντι τό σύγγραμμα συνετάχθη μετά τοσαύτης τελειότητος καί ἀκριβείας, ὥστε οὐδεμιᾶς ἀντιρρήσεως ἐστίν ἐπιδεκτικόν.

Α. Δημητρακόπουλου Ἀρχιμανδρίτου, Ὀρθόδοξος Ἑλλάς ἥτοι περί τῶν Ἑλλήνων τῶν γραψάντων κατά Λατίνων καί περί τῶν συγγραμμάτων αὐτῶν, Λειψία τύποις Μέτζγερ καί Βίττιγ 1872, σ. 163-4

[59] Αδάμ Ζοιρνικαβίω, Περί τῆς Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος..., τ. Β'  σσ.483-4

[60] Adonis Viennensis,  Chronicon in Aetastes Sex Divisum, PL 123.125

[61] Siecenski, The Filioque, p. 90

[62] Για τον όρο “villa” και τον ρόλο του στην επικράτεια των Φράγκων βλέπε την εργασία μας στο

      https://www.impantokratoros.gr/0879E058.el.aspx

Το συγκεκριμένο villa  είναι το Gentiliaco, όπου ο Πεπίνος γιόρτασε το Πάσχα . “Et celebrit natalem Domini in Salmontiagum villam et pascha in Gentiliaco”

[63] Annales regni francorum, DCCLXVII, (ed) F. Kurze, MGH SS rerum Germanicarum, Hannover 1895, p.24: “Tunc habuit domnus Pippinus rex in supradicta villa synodum magnum inter Romanos et Grecos de sancta Trinitate vel de sanctorum imaginibus”.

[64] ο.π., p.25: “Orta quaestione de sancta Trinitate et de sanctorum imaginibus inter orientalem et occidentalem ecclesiam, id est Romanos et Grecos, rex Pippinus conventu in Gentilliaco villa congregato synodum de ipsa quaestione habuit”

[65] Περισσότερες λεπτομέρειες για τις εκστρατείες του Πεπίνου στο κεφ. Καρολίδες της εργασίας μας για τους Φράγκους στη διεύθυνση https://www.impantokratoros.gr/A8E59C7A.el.aspx

[66] M. mc Cormick, Byzantium and the West c.700-c900, in The New Cambridge Medieval History, Cambridge 1995, t. II pp. 364-6.

      M-F. Auzépy, Constantin V, l' empereur isaurien et les Carolingiens, in Les assises du puvuir: Temps médiévaux, territoires africaines, ed. O.Redon & B. Rosenberger, Paris 1994 pp. 49-65.

      Thomas Noble, Kings, clergy and dogma: the settlement of doctrinal disputes in the Carolingian world, in Early Medieval Studies in Memory of Patrick Wormwald, (eds) Stephen Baxter, Catherine Karkov, Janet L. Nelson & David Pelteret, Ashgate Publishing 2009, p. 238,

[67] Codex Carolinus Epistola n.45 Stephanus III papa Carolum et Carolomannum: “...eo quod, dum Constantinus imperator nitebatur persuadere sanctae memoriae mitissimum vestrum genitorem ad accipiendum coniugio filii sui germanam vestram nobilissimam Ghisylam...” in MGH, Epistolarum Tomus III, Merowingici et Karolini Aevi I, Berlin 1892. s. 562.

[68] M. mcCormick, Texte, images et iconoclasme dans le cadre des relations entre Byzance et l' Occident Carolingien, in Testo e immagine nell' alto medioevo (Settimane 41) Spolètte 1994, p.116-126.

[69] Codex Carolinus 36, s. 545.

[70] PG 99,484-5.

[71] PG 99,501

[72] PG 100.401

[73] PG 100,405

[74] PG 100,408. Εκεί, βέβαια, τίθεται ως ερώτηση και ακολουθεί η απάντηση. Εδώ το θέτουμε ως κατάφαση, επειδή ήδη δόθηκε η απάντηση.

[75] Εδώ τίθεται ως θεολογική προϋπόθεση το σχόλιο του αγ. Μαξίμου στο Περί θείων ονομάτων: “Αἰτιατά ἐστι πάντα τά πραχθέντα εἰς κτίσιν, εἴτε ἐν οὐρανῷ, εἴτε ἐπί γῆς· αἴτια δέ τά ὑπερόντα, τουτέστιν αἱ τρεῖς ὑποστάσεις τῆς ἁγίας Τριάδος. Πρόδηλον οὖν ὅτι οὐδεμία ἐμφέρεια τούτων πρός ἄλληλα, ἀιτίων φησί καί αἰτιατῶν. Καλῶς δέ προσέθηκε τό ἐνδεχομένας. Οὐ γάρ ἁπάσας”. PG 4.225

[76] αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 2,8: “οὐδέ γάρ ἐστιν ἀκριβής ἐμφέρεια τοῖς αἰτιατοῖς καί τοῖς αἰτίοις ἀλλ' ἔχει μέν τά αἰτιατά τάς τῶν αἰτίων ἐνδεχόμενας εἰκόνας, αὐτά δέ τά αἴτια τῶν αἰτιατῶν ἐξήρηται καί ὑπερίδρυται, κατά τόν τῆς οἰκείας ἀρχῆς λόγον” PG 3.645

[77] Το ότι το Άγιο Πνεύμα είναι εικόνα του Υιού συναντάται πρώτα στην Αγία Γραφή: “ὅτι οὕς προέγνω, καί προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ” (Ρωμ. 8.29). 

      Ο Μέγας Βασίλειος στο Ε' βιβλίο του κατά Ευνομίου γράφει: “Εἰκών μέν Θεοῦ Χριστός, Ὅς ἐστι, φησίν, εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου· εἰκών δέ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα, καί οἱ τούτου μεταλαμβάνοντες υἱοί σύμμορφοι, κατά τό γεγραμμένον, ὅτι Οὕς προέγνω καί προώρισε συμμόρφους, φησί, τῆς εἰκόνος τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ, εἰ τό εἶναι  αὐτόν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς” PG 29.724.

[78] Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περί εικόνος : “Πρώτη λοιπόν εικόνα είναι η φυσική. Σε κάθε πράγμα πρέπει πρώτα να υπάρχει το κατά φύση και έπειτα έρχεται το κατά θέση και μίμηση, όπως για παράδειγμα πρέπει πρώτα να υπάρχει ο φυσικός άνθρωπος και έπειτα ο κατά θέση και κατά μίμηση. Πρώτη λοιπόν φυσική και απαράλλακτη εικόνα του αοράτου Θεού είναι ο Υιός του Πατέρα. "Γιατί τον Θεό κανείς ποτέ δεν τον είδε", και πάλι, "όχι ότι είδε κανείς τον Πατέρα". Ότι ο Υιός είναι εικόνα του Πατέρα το λέει ο απόστολος·

Αυτός είναι ακτινοβολία της δόξας και έκφραση της υποστάσεως του" και ότι στον εαυτό του φανερώνει τον Πατέρα, λέγεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, όταν ο Φίλιππός είπε "δείξε μας τον Πατέρα, και μας είναι αρκετό", και ο Κύριος απάντησε' "τόσο καιρό είμαι μαζί σας, κι ακόμα δεν με γνώρισες, Φίλιππε; Όποιος είδε εμένα, είδε και τον Πατέρα". Ο Υιός λοιπόν είναι η φυσική και απαράλλακτη εικόνα του Πατέρα, όμοια καθόλα με τον Πατέρα, εκτός από την αγεννησία και την πατρότητα' γιατί ο Πατέρας είναι αγέννητος γεννήτορας, ενώ ο Υιός είναι γεννητός και δεν είναι Πατέρας. Και το άγιο Πνεύμα είναι εικόνα του Υιού "γιατί κανείς δεν μπορεί να πει τον Ιησού Κύριο, παρά μόνον  με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος". Με το άγιο Πνεύμα λοιπόν γνωρίζουμε το Χριστό ως Υιό του Θεού και Θεό σ' αυτόν βλέπουμε τον Πατέρα, γιατί από τη φύση του ο λόγος αναγγέλει τον νου , ενώ το Πνεύμα παρουσιάζει τον λόγο. Το άγιο Πνεύμα είναι όμοια και απαράλλακτη εικόνα του Υιού , έχοντας μόνο διαφορά στο εκπορευτό' γιατί ο Υιός είναι γεννητός και όχι εκπορευτός. Και του κάθε πατέρα όμως ο υιός είναι φυσική εικόνα. Και αυτό είναι το πρώτο είδος της εικόνας, το φυσικό”

Πηγή: https://www.impantokratoros.gr/BC063B2C.el.aspx

[79] Gregorii episcopi Touronensis Libri Historiarum X, Liber 1 εν (ed) Bruno Krush- Wilhelm Levison, Monumenta Germaniae Historica, Scriptores Rerum Merovigiarum 1, Hannover 1951, s.3: “Credo ergo in Deum patrem omnipotentem. Credo in Iesum Christum, filium eius unicum, dominum nostrum, natum a patre, non factum, non post tempora, sed ante cunctum tempus semper fuisse cum patre” . Αγγλική μετάφραση Ernest Brehaut, History of the Franks by Gregory Bishop of Tours, Columbia University Press  1916, p. 5

[80] Gregorii, Historiatum, s. 4: “Credo, sanctoum Spiritum a Patre et Filio processise, ...”, Ernest Brehaut, History.., p.6

[81] H. B. Swete, On the History of the Doctrine of the Procession of the Holy Spirit, London 1876, p.197 n. 1 : “Hence it appears that the Filioque was already preached in the churches of Gaul before the end of the 6th century” .

[82] Στην σελίδα 410 της επόμενης σημείωσης υπάρχει εκτενέστερη μορφή του κειμένου, όπου μεταξύ αυτού του σημείου και της επόμενης πρότασης παρεμβάλλονται τα εξής: “τῇ γάρ τοῦ Κυριακοῦ λόγου δικέλλῃ, συνεχῶς οἱ ποιμένες τάς τῶν ἱερῶν Γραφῶν αὔλακας ἀνατέμνειν ὀφείλουσιν, ὡς ἄν μη τά τοῦ πονηροῦ σπορέως ζιζάνια, καί τό κακόν σπέρμα τῷ καρπῷ ἐπιβρίσῃ, τοῦ καλοῦ σίτου περιγενόμενον· μηδέ πανταχόσε ὁ τῆς Αἱρέσεως περιϊπτάμενος Ὄρνις, ἀπό τῶν καρδιῶν τῶν νηπίων ἀφαρπάξῃ τόν σπόρον τῆς Καθολικῆς Πίστεως, ἐπιφρίσσουσά τε ἡ τῶν ἀκανθῶν ἔκφυσις ἐπιπολάσῃ, τούς τοῦ Κυρίου γενναίους ἀποπνίξασα στάχυας. Καί γάρ ἡ τῶν ἱερῶν ἀνάγνωσις λογίων, τοῖς μέν ἀσθενοῦσι βακτηρία τις γίνεται, τοῖς δ' ἐῤῥωμένοις ὅπλον· καί τῶν μέν πολεμίων τάς δολίους ἐνέδρας ἰσχυρῶς ἀνατρέπει, τοῖς δέ νικῶσι κατ' εὐκληρίαν αἰωνίους  ἐπαγγέλεται τούς στεφάνους.”

[83] Μετάφραση Ευγένιου Βούλγαρη από το έργο του Αδάμ Ζοιρνικάβιου, Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ μόνου τοῦ Πατρός. Τομ.Α', σ. 396. 

H editio princeps της επιστολής στο Philippe Labbe- Gabrielle Cossartii, Sacrosancta Concilia, Societas Typographca Librorum Ecclesiasticorum 1671, t.VII col. 1199: “Quaestio quae de Spiritus Sancti processione est nuper exorta, jamdudum est diligentissime a sanctis patribuus ventilata. Sed quia jam diu a quaerentibus neglecta jacebat;  non quievit quasi antiquitibus ventilata, sed quasi quedam his  temporibus nobis subito emersit occulta, quod divinitus spirratum fideliter credens non dubto. Crebis etenim quaestionum ictibus praesens ecclesia tunditur, ut doctrinis catholicis erudita, in aeternum quandoque hereditate filiorum perceptavivere cum domino valeat feliciter regnatura. Sed quia, ut praefatussum, haec quaestio diu a quaerentibus indiscussa jacebat, voluit omnipotens Deus in eamdem suscitare corda pastorum, ut negligentiae torpore sublato exercitationis sanctae brachio caelestem valeant perfodere thesaurum. Sermonis etenim dominici sarculo saepius divinarum scripturarum pastores debent proscindere campum, ne zizania satoris iniqui semenque malignum tormosi tritici valeat opprimere fructum: aut volans passim volucris haeretica semen catholicum a cordibus rapiat parvulorum: horridaque spinarum emersio domini nitidam possit suffocare segetem. Lectionis etemin sacrae cognitio imbecillis baculum, nervosis arma ministrat, hostium subdolas fortiter premit insidias, et victoribus aeternas feliciter promittit coronas. Ergo procul a pastoribus negligentiae torporabscedat; procul a mentis acumine inertia damnosa recedat, molisque lascivia corporis membra relinquat, et altus sopor mollisque somnus in rigidas lucrosasque lectionis emergat excubias,ut ecclesiae ageropimus, doctorumque semine satus, valeat centenos omnipotenti reddere fructus. Iam nunc adgrediar de Spiritus Sancti processione”.

[84]Το πλήρες κείμενο της επιστολής είναι το εξής:

“Οὐκ ἀγνοεῖν συμβαίνει ἡμᾶς, ὡς τινές τῶν αὐτόθι, οὐκ εἰρήνης ἄνθρωποι, περί τῆς ἐνταῦθα Ἐκκλησίας, καί αὐτοί οὐ πρός ἀλήθειαν ὁρῶντες, κατά τινα λέγουσι· καί τόσον ὅτι καί τήν σήν ἀδελφότητα μικροῦ δεῖν, οὐκ ἀγαθάς ὑπολήψεις ἔχειν καί εἰς ἡμᾶς καί τούς ἐφ' ἡμᾶς καί τούς ὑφ' ὑμᾶς παραπείθουσι.

Καί ἔστι τούτοις, ἡ μέν ἀφορμή τοῦ σκοποῦ τούτου οὐ ψευδής· καί αὐτός εἴποιμι ἄν ἐγώ· ὡς ὁ λόγος προϊών παραστήσει, καί ὁ Θεός ἄνωθεν ἡμῖν ἐπιμαρτυρήσει. Ἀλλά κατά τούς τόν οἶνον καπηλεύοντας ὕδατι, ἀναμιγνύουσι καί τινα ἀφ' ἑαυτῶν ψευδοληρήσαντες. Καί θαυμαστόν οὐδέν·  δεῖ γάρ τόν ἀπ' ἀρχῆς δημιουργόν τῆς κακίας, καί πρός τόν Θεόν στήσαντα ἔχθραν, εἶτα καί τόν ἡμῶν προπάτορα τῆς τοῦ κτίσαντος ἀγάπης χωρίσαντα, καί νῦν τινάς ἔχειν πρός ὑπηρεσίαν αὐτοῦ, καί διεγείρειν τούς τοιούτους, ὅπως ἐμβάλωσι μέσον τῆς Ἐκκλησίας σκάνδαλον. Ἀλλ' ἐγώ πρός τόν τήν εἰρήνην δόντα Χριστόν ἀφορῶν, ὅς καί τήν ἔχθραν τῇ αὐτοῦ σαρκί ἔκτεινεν, ὡς ἔχω δυνατόν σπουδάσω τά στόματα τῶν χαιρεκάκων ἀνδρῶν ἀποφράττειν, καί διά τοῦτο, καί πρό τοῦ ὅλως τήν σήν ἀδελφότητα δηλῶσαι μοί τι,  προφθάνω αὐτός περί τῶν τοιούτων γνωρίζων σοι. Ἵν' εἰδώς ὅπως ἔχει τά καθ'  ἡμᾶς, μή παρέχῃς ὦτα τοῖς θέλουσι λοιδορεῖν·  ἀλλά μᾶλλον ἀποσοβεῖν αὐτούς, καί ἄλλους ποιεῖν μή ἀκούειν τούς λόγους αὐτῶν. Καί γάρ ἡ σή ἀδελφότης ἐπίσταται,  ὡς ὅτε παρεγένετο πρός ἡμᾶς ὁ μικρῷ πρότερον ἀποσταλείς παρ' αὐτῆς, περί τοῦ ἁγίου Συμβόλου ἡμᾶς ἐδοκίμασεν εὗρεν ἀπαράτρωτον, καθώς ἀρχῆθεν παρεδόθη ἡμῖν, διατηροῦντας, καί μήτε προστιθέντας τι ἤ ἀφαιροῦντας· ἀκριβῶς εἰδότας, ὡς; τοῖς τά τοιαῦτα τολμῶσι βαρεία καταδίκη ἀναμένουσα ἀπόκειται. Καί πάλιν οὖν παραδηλοῦμεν τῇ αἰδεσημότητί σου, ἵνα περί τοῦ ἄρθρου τούτου, δι' ὅ συνέβη τά σκάνδαλα μέσον τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, ἔχῃς πληροφορίαν εἰς ἡμᾶς, ὅτι οὐ μόνον οὐ λέγομεν τοῦτο, ἀλλά καί τούς πρῶτον θαῤῥήσαντας τῇ ἑαυτῶν ἀπονοίᾳ τοῦτο ποιῆσαι, παραβάτας τῶν Θείων λόγων κρίνομεν, καί μεταποιητάς τῆς θεολογίας τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, καί τῶν Ἀποστόλων καί τῶν λοιπῶν Πατέρων, οἵ συνελθόντες Συνοδικῶς παρέδωκαν τί Ἅγιον Σύμβολον· καί μετά τοῦ Ἰούδα αὐτούς τάττομεν, ὅτι καί ταὐτόν ἐκείνῳ τετολμήκασιν·  οὐ παραδόντες εἰς θάνατον τό Κυριακόν Σῶμα, ἀλλά τούς πιστούς, οἵ εἰσίν ὡς μέλη τοῦ Σώματος αὐτοῦ, διασχίσαντες καί διατέμνοντες ἀλλήλων· καί οὕτως αἰωνίῳ παραπέμψαντες θανάτῳ, καί μᾶλλον ἑαυτούς ὡς ἐποίησεν ὁ ῥηθείς οὐκ ὀρθῶς μαθητής, ἀποπνίξαντες. Οἰόμεθα δέ, μηδέ τήν σήν Ἱερότητα ἀγνοεῖν, ὡς οὖσαν νουνεχῆ τε καί πλήρη σοφίας, ὅτι τό καί τούς λοιπούς ἡμῶν ἐπισκόπους καταπεῖσαι οὕτω φρονεῖν, εἰς δυσχέρειαν ἡμῶν οὐ μικράν ἐμπίπτει. Ὅτι πράγματι θειότερον οὕτως ταχέως μεταβαλεῖν, οὐδείς ἄν εὐκόλως δυνηθείῃ, εἰ καί βραχεῖ χρόνῳ τήν ἔναρξιν εἴληφε, καί οὐκ ἔστι παγιωθέν ἐκ πολλῶν ἐνιαυτῶν.

Καί διά ταῦτα καλῶς ἔχειν ἔδοξεν ἡμῖν, ἵνα μή μετά βίας ἀναγκασθῇ τις παρ' ἡμῖν ἐᾶσθαι τήν προσθήκην, ἥν ἔφθασεν ἐν τῷ Συμβόλῳ προσθῆναι, ἀλλά μᾶλλον μετά ἐπιεικείας καί οἰκονομίας παρασκευάσαι, κατά βραχύ παραινοῦντας ἀποστῆναι τῆς βλασφημίας. Ποιμένετε γάρ τό ἐν ὑμῖν ποίμνιον οὐκ ἀναγκαστικῶς, ἀλλ'  ἐπιεικῶς· οὐδ' ὡς κατακυριεύοντες τοῦ κλήρου,  ἀλλ' ὡς τύποι γινόμενοι· ὁ ἄκρως τῶν ἀποστόλων Πέτρος ἔφη· οἱ τοίνυν οὕτως ἡμῶν κατηγοροῦντες ὡς τοῦτο φρονούντων, οὐκ ἀλήθειᾳ πρός τήν κατηγορίαν ταύτην κέχρηνται.

Ὅσοι δέ περί τῆς ἐμῆς γνώμης τοῦτο οὐκ ἀμφιβάλλουσιν· ἄλλοις δέ τισι τετολμημένον καί νῦν καθ' ἡμᾶς καταγγέλουσιν,  οἱ τοιοῦτοι οὐ ψευδῶς λέγουσι. Τῇ σῇ νῦν Ἀδελφότητι ἁρμόζει μηδέν τι ἔχειν καθ' ἡμῶν σκάνδαλον, μήδ' ἐκκόπτειν τοῦ λοιποῦ τῆς Ἐκκλησίας ἡμᾶς Σώματος, ἀλλά μᾶλλον συναγωνίζεσθαι ἡμῖν μετ' οἰκονομίας καί ἐπιεικείας, καί τούς λοιπούς, ὅσοι τῆς ἀληθείας ἐξέκλιναν, πρός αὐτήν ἐπανάγειν· ἵνα δή καί τόν ὑπέρ τούτου μισθόν σύν ἡμῖν ἡ αὐτή ἀπολήψῃται”.

Μετάφραση Ευγένιου Βούλγαρη από το έργο του Αδάμ Ζοιρνικάβιου, Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ μόνου τοῦ Πατρός. Τομ.Α', σ. 456-7.

[85] Από τα πρακτικά της συνόδου διαβάζουμε τα εξής:

“Ἐν τῇ παρούσῃ στ' Πράξει ἐξεφωνήθη ὁ κοινός ὅρος, ἤτοι τό Ἅγιον τῆς Πίστεως Σύμβολον· καί ἔχει οὕτως, ὡς ἔχει σήμερον· καί παρόντων καί ἀπό τῆς Ῥώμης καί τῶν λοιπῶν Μεγάλων Θρόνων, οὐδαμῶς παραβλαβέντων (τῶν ῥημάτων) εἰς τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον. ...

... Οἱ Ἀγιώτατοι Πρέσβεις καί Τοποτηρηταί τῆς Πρεσβυτέρας  Ῥώμης ἐβόησαν: πρέπον ἐστί μή ἕτερον ὅρον καινουργηθῆναι, ἀλλ' αὐτόν τόν ἀρχαῖον, καί ἀνά πᾶσαν τήν Οἰκουμέην κρατούμενον τε καί δοξαζόμενον, ἀναγνωσθῆναι τε καί βεβαιωθῆναι· ὅθεν καί Φώτιος ὁ Ἁγιώτατος Πατριάρχης ἔφη: Κατά τήν κρίσιν τῶν Ἀδελφῶν καί Συνιερέων ἡμῶν ἀναγινωσκέσθω. Καί δή προτραπείς Πέτρος Διάκονος καί Πρωτονοτάριος ἀνέγνω...

Οὕτω περί τούτων φρονοῦντες καί κηρύττοντες τόν ἄνωθεν ἐκ Πατέρων καί μέχρις ἡμῶν κατεληλυθότα τῆς ἀκραιφνεστάτης τῶν Χριστιανῶν Πίστεως ὅρον, καί διανοίᾳ καί γλώσσῃ στέργομεν τε καί πᾶσι διαπρυσίως τῇ φωνῇ περιαγγέλομεν, οὐδέν ἀφαιροῦντες, οὐδέν προστιθέντες, οὐδέν ἀμείβοντες, οὐδέν κιβδηλςύοντες· ἡ μέν γάρ ἀφαίρεσις καί ἡ πρόσθεσις, μηδεμιᾶς ὑπό τῶν τοῦ πονηροῦ τεχνασμάτων ἀνακινουμένης Αἱρέσεως, κατάγνωσιν εἰσάγει τῶν ἀκαταγνώστων, καί ὕβριν τῶν Πατέρων ἀναπολόγητον· τό δέ κιβδήλοις ἀμείβειν ῥήμασιν ὅρους Πατέρων, πολύ τούτου χαλεπώτερον.

Διό, τόν ἐξ ἀρχῆς τῆς Πίστεως ὅρον πόθῳ θείῳ, καί διανοίας καθαρότητι, ἡ Ἁγία καί Οἰκουμενική ἅυτη Σύνοδος ἐνστερνισαμένη τε καί θειάστουσα, καί τό τῆς σωτηρίας στερέωμα ἐν αὐτῷ θεμελιῦσα τε καί ἀνεγείρουσα, οὕτω φρονεῖν τε καί κηρύσσειν πᾶσιν ἐμβοᾶ: Πιστεύω  εἰς ἕνα Θεόν, καί τά ἐξῆς τοῦ Θείου Συμβόλου, ἄχρι τοῦ τέλους.

Οὕτω φρονοῦμεν·  ἐν ταύτῃ τῇ ὁμολογία τῆς Πίστεως ἐβαπτίσθημεν. Δι'   αὐτῆς πᾶσαν Αἵρεσιν θραυομένην καί καταλυομένην ὁ τῆς  ἀληθείας λόγος ἀπέδειξε. Τούς οὕτω φρονοῦντας, Ἀδελφούς καί Πατέρας, καί συγκλήρους τῆς ἄνω πολιτογραφίας επιγραφόμεθα.

Εἰ δέ τις ἑτέραν ἔκθεσιν, παρά τούτο δή τό Ἱερόν Σύμβολον, τό ἄνωθεν ἐκ τῶν Μακαρίων καί Ἱερῶν Πατέρων μέχρις ἡμῶν διαφοιτῆσαν, τολμήσειεν ἀναγράψασθαι, καί ὅρον Πίστεως ὀνομάσαι, συλῆσαι τε τό ἀξίωμα τῆς ῶν θεσπσίων ἐκείνων Ἀνδρῶν ὁμολογίας, καί ταῖς αὐταῖς εὑρεσιλογίαις τοῦτο περιάψαι, κοινόν τε μάθημα τοῦτο προθεῖναι Πιστοῖς,ἤ καί τοῖς ἀπό Αἱρέσεως τινός ἐπιστρέφουσι· καί ρήμασι νόθοις, ἤ προθήκαις, ἤ ἀφαιρέσεσι τήν ἀρχαιότητα τοῦ Ἱεροῦ τούτου καί σεβασμίου ὅροου κατακιβδηλεῦσαι ἀποθρσυνθείη, κατά τήν ἤδη πρό ἡμῶν ἐκφωνηθεῖσαν ὑπό τῶν Ἀγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων·

Εἰ μέν τῶν Ἱερωμένων εἴη τις, παντελεῖ καθαιρέσει τοῦτον καθυποβάλλομεν. Εἰ δέ τῶν Λαϊκῶν, τῷ Ἀναθέματι παραπέμπομεν”

Δοσίθεου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, 1750 σσ.97-8.

[86] Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολή ΚΔ'§KE' , PG 102.820

[87] Albini Alcuini, Epistola XC Ad Fratres Lugdunenses: “Novas vero, fratres charissimi, Hispanici erroris sectas tota vobis cavete intentione. Sanctorum Patrum in [fide] sequimini vestigia, et universali Ecclesiae sanctissima vos adjungite unanimitat. Scripta est: Terminos Patrum tuorum ne transgrediaris (Prov. XXII,28). Et Symbolo catholicae fidei nova [nomina] nilite insertere;  et in ecclesiasticis officiis inauditas priscis temporibus traditiones nolite diligere. Per apostolicae doctrinae publicam pergite stratam; nec per diverticula cuiuslibet novitatis in dexteram vel in sinistram a via regia declinate”  PL 100.289B.

[88] Αδάμ Ζοιρνικαβίω, Περί τῆς Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος..., τ. Α'  σ. 437

© 2018 impantokratoros.gr
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου κατόπιν αδείας του διαχειριστή του ιστοχώρου  αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,
με  βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή: http://www.impantokratoros.gr/gnostikoi.el.aspx






Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 25/4/2024 1:27:39 μμ