ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΔΑΥΙΔ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ
ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΟΥ ΟΥΡΙΟΥ

ΙΩΑΝΝΟΥ TOΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ

 

Ευλόγησον Πάτερ.

IΔΟΥ σήμερον, αδελφοί, επέστη ημίν ο μακάριος Δαυίδ, επανεγνώσθη ο μου­σουργός της ευφροσύνης διδάσκαλος˙ διότι, όταν κινήση την πνευματικήν λύραν αυτού δια των Ψαλμών, θέλγει μεν την ακοήν, σωφρονίζει δε τον λογισμόν˙ δια τούτο ωκονόμησεν η χάρις του Αγίου Πνεύματοςνα ψάλλεται σχεδόν καθ’ εκάστην ημέραν παρά πάσης ψυχής χρι­στιανών, δια να ευφραίνωμεν την ακοήν μας και να ωφελούμενα ψυχικώς. Εμένα πολλαίς φοραίς μου έρχεται να θαυμάζω, και λέγω με τον λογισμόν μου˙ τίνος ένε­κεν, από όλας τας Γραφάς της Παλαιάς Διαθήκης και της Καινής, το βιβλίον του Δαυίδ αγαπώσι τόσον οι χριστιανοί, και τούτο μόνον θέλουν να έχουν εις το στό­μα τους πάντοτε; Ο Μωϋσής έγεινε μέ­γας νομοθέτης, πρόσωπον προς πρόσω­πον θεασάμενος τον Θεόν, ο οποίος μας φανερώνει όλην την δημιουργίαν του Θεού εξ αρχής, και τον Κτίστην ανακηρύττων έλεγεν˙ «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην»˙ και έκαμε βιβλίον μέγιστον και πάσης σοφίας πεπληρωμένον, και μόλις αυτό εις εκάστην Εκκλησίαν αναγινώσκομεν μίαν φοράν τον χρόνον.

 Αλλά θέλεις ειπεί ότι εκείνο είναι της Παλαιάς διαθήκης. Αλλά τι προς την των Θείων Ευαγγελίων ανάγνωσιν; όπου τα θαύματα της πα­ρουσίας του Χριστού ανακηρύττουσιν; όπου θάνατος καταλέλυται; όπου δαίμο­νες με το πρόσταγμα φεύγουσι και λε­προί με τον λόγον καθαρίζονται; όπου οι τυφλοί με το λείψιμον της φύσεως από τον πηλόν δέχονται, και πέντε χιλιάδες εις την έρημον από πέντε ψωμία χορταίνουσιν; όπου ο ληστής κληρονομεί τον Παράδεισον και η πόρνη ευρίσκεται κα­θαρότερα των Αστέρων; όπου τα ρεί­θρα του Ιορδανού αγιάζονται δι' αγιασμόν των ημετέρων ψυχών, και ο μονο­γενής Υιός παρά Πατρός ουρανόθεν μαρτυρείται; όπου ο Χριστός ανακαινίζει την ζωήν ημών προς σωτηρίαν, και ανακηρύττων λέγει˙ «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών έστιν η Βασι­λεία των ουρανών. Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται»; Αλλά και τού­τους τους νόμους, μίαν ή δύο φοραίς τους αναγινώσκομεν την εβδομάδα.

Αλλά πά­λιν θέλεις ειπεί, ότι τους βασιλικούς στε­φάνους δεν πρέπει καθ' ημέραν να τους βλέπουν όλοι αλλά τι προς τον μακάριον Παύλον, τον ρήτορα του Χριστού, τον της οικουμένης αλιέα, τον δια δεκα­τεσσάρων Επιστολών, ώσπερ δια δι­κτύων πνευματικών, πάσαν την οικουμένην σαγηνεύσαντα; τον αρπαγέντα έως τρίτου ουρανού και φερθέντα εις τον Παράδεισον, όπου έμαθε τα Μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, όπου δεν δύνα­ται άνθρωπος να τα ιδή; αλλά και τού­τον δεύτερον την εβδομάδα αναγινώσκομεν και πάλιν την Επιστολήν αυτού δεν την βαστούμεν εις το στόμα μας, αλλά μόνον όταν αναγινώσκεται έχομεν τον νουν μας εις αυτήν. Τι έχω λοιπόν να ειπώ δια τον μακάριον Δαυίδ; πως οικονόμησεν η χάρις του Αγίου Πνεύματος να ανακηρύττεται και ημέραν και νύκτα; διότι όλοι τον έχουν εις το στόμα τους ως πολύτιμον μύρον εις ταις εκκλησιαστικαίς αγρυπνίαις, και πρώτος και μέσος και ύστερος ο Δαυίδ˙ εις ταις του Όρθρου υμνολογίαις, και πρώτος και μέσος και τελευταίος ο Δαυίδ˙ εις τα λείψανα των νεκρών, εις τα σπήτια των παρθένων, εις τα εργόχειρα, και πρώτος και μέσος και ύστερος ο Δαυίδ. Ω των παραδόξων πραγμάτων˙ πολλοί όπου δεν ηξεύρουν γράμματα και αρχίσουν να μάθουν από την αρχήν, όλον τον Δαυίδ εκστηθίζουσι˙ και ου μόνον εν τοις πόλεσι και εν ταις Εκκλησίαις, αλλά εις πάντα καιρόν και εις πασαν ηλικίαν, ού­τος εκλάμπει αλλά και εν αγοραίς, και εν ερημίαις μετά μεγάλης σπουδής ανε­γείρει τω Θεώ χοροστασίαις Ιεραίς.

 Εις τα μοναστήρια χορός άγιος Αγγελικών Ταγμάτων, και πρώτος και μέσος και ύστερος ο Δαυίδ˙ εις τα ασκητήρια των παρθένων αγέλαι των μιμούμενων την Μαριάμ˙ εις ταις ερημίαις άνδρες εσταυ­ρωμένοι προσομιλούντες τω Θεώ, και πρώτος και μέσος και ύστερος ο Δαυίδ. Και πάντες μεν οι άνθρωποι τυραννούμενοι από τον φυσικόν ύπνον της σαρ­κός, παράκαιρα σηκώνονται και πάραυτα ο Δαυίδ τους συναντά, και αυτούς τους δούλους του Θεού εις Αγγελικάς υμνωδίας διεγείρει. Την γην κάμνει ουρανόν, και τους ανθρώπους κάμνει Αγγέλους˙ όλον τον ημέτερον βίον ευτρεπίζει, και τοις πάσι τα πάντα γενόμενος, με τα παιδία συναυξάνεται, τους νέους προσκα­λείται προς γνώσιν, των παρθένων χαρί­ζει σωφροσύνην, των γερόντων δίδει φύλαξιν,τους αμαρτωλούς προσκαλεί εις μετάνοιαν, λέγων «Εξομολογείστε τω Κυρίω ότι αγαθός». Τους διορθωθέντας δια της μετανοίας ασφαλιζόμενος, λέγει˙ «Αμαρτίας νεότητας μου και αγνοίας μου μη μνησθής, Κύριε». Τους ευεργεσίας δεξαμένουςδιεγείρων προς ευχαριστίαν, λέγει˙ «Τι ανταποδώσω τω Κυρίω περί πάντων, ων ανταπέδωκέ μοι». Τους πολλάκις αμαρτάνοντας ανακαλούμενος   εις   εξομολόγησιν,  λέγει˙«Εάν ανομίας παρατήρησης, Κύριε, Κύριε, τι υποστήσεται»; Τους ζητούντας έλεος παρά Θεού διδάσκωνλέγει˙ « Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου». Τους καλεσθέντας εις ιερωσύνην ασφα­λιζόμενος, λέγει˙ «Μη απορρίψης με από του προσώπου σου». Τους ελκομένους εις δικαστήρια διδάσκων, λέγει˙ «Λύτρωσαί με από συκοφαντίας ανθρώπων». Τους φοβούμενους από εχθρούς νουθετών, λέγει˙ «Εξελού με εκ των εχθρών μου ο Θεός». Τους υπομένοντας και ευχαριστούντας αναγκάζει εις περισσοτέραν ευχαριστίαν, λέγων˙ «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι, και εισήκουσε της δεήσεώς μου». Ο της μεγάλης κιθάρας όπου συνάγει τας ψυχάς των ανθρώπων, ώσπερ τινα νεύρα και ανακρούει εις δοξολογίαν Θεού.

 Αλλά πως ο τοσούτος και τηλικούτος, όπου ευτρεπίζει τα ήθη των ανθρώπων και τους λόγους τους ευρισκομένους υπερνικών, ο συστησάμενος επί της γης την πολιτείαν των Αγγέλων, πως επαραχωρήθη να πέση εις τα δύο κεφάλαια των αμαρτημάτων, στεφανούμενος εις τους ουρανούς με την ευφημίαν των Αγγέλων; Διότι εις τα κεφάλαια των αμαρτη­μάτων, μη φονεύσης, μη μοιχεύσης, και αυτός επαραχωρήθη να ξεπέση και εις τα δύο. Δια τούτο πολλάκις ευρισκόμενος μοναχός και συλλογιζόμενος ταύτα εις τον εμαυτόν μου, εξανέστην τη διανοία. Και καθώς περ το καράβι εις την θάλασσαν χωρίς κυβερνήτην περιφέρεται εδώ και εκεί εις τα κύματα και κινδυνεύει˙ ούτως εσαλεύθη μου πολλάκις ο λογισμός από ταις ανακάτωσες, διανοούμενος και λέγων πως ο άνθρωπος ο στολισμένος με τόσα αγαθά, ο βασιλεύς και προφήτης, ο του Χριστού δούλος και πατήρ, δούλος κατά φύσιν και πατήρ κατά σάρκα (διότι λέγει «βίβλος Γενέσεως Ιησού Χριστού, Υιού Δαυίδ.») ο μεγαλυνόμενος με ταις αρεταίς, ο κεκοσμημένος με το διάδημα, περιβεβλημένος την αλουργίδα, και ενδεδυμένος την ταπείνωσιν, λέγων˙ «Κύριε, ουχ υψώθη η καρδία μου, ουδέ εμετωρίσθησαν οι οφθαλμοί μου, ούδ' επορεύθην εν μεγάλοις, ουδέ εν θαυμασίοις υπέρ εμέ˙ ειμή εταπεινοφρόνουν, αλλά ύψωσα την ψυχήν μου ως το απογεγαλακτισμένον». Ο φυλάξας τους όρους της ανεξικακίας και λέγων «Κύριε ο Θεός μου, ει εποίησα τούτο, ει εστίν αδικία εν χερσί μου, ει ανταπέδωκα τοις ανταποδίδουσί μοι κακά». Ομη μόνον φεύγων από την υπερηφανίαν, αλλά και τους υπερήφανους αποστρεφόμενος, και λέγων «Ου κατώκει εν μέσω της οικίας μου ποιών υπερηφανίαν λαλών άδικα, ου καιεύθυνεν ενώπιον των οφθαλμών μου». Ο λέγων μετά παρρησίας προς τον Θεόν «Επώρωσάς με, και ούχ ευρέθη εν εμοί αδικία». Και τι λέγω πολλά και βεβαίωνω τας αυτού μαρτυρίας; Αλλά πολλάκις τινές λέγουσιν ο τι δεν είναι αξιόπιστος εκείνος, όπου μαρτυρεί δια τον εαυτόν του, αλλά άλλος να μαρτυρήση τα αυτού κατορθώματα και να κηρύξη τους αυτού στεφάνους δια να γένη μάλλον αξιόπιστος η μαρτυρία. Και ποίον άλλον εχομεν από τον Θεόν, όπου λέγει" «Εύρον Δαυίδ τον του Ιεσσαι άνδρα κατά την καρδίαν μου». Ποία άλλη μαρτυρία από αύτην βεβαιότερα; Τι της φωνής ταύτης αξιοπιστοτέρα; αλλά πως ο στολισμένος με τόσα κατορ­θώματα, ο μαρτυρούμενος κατά την καρ­δίαν του Θεού, επαραχωρήθη να πέση εις τα δύο κεφάλαια των αμαρτηιιάτων, ου μοιχεύσεις, ου φονεύσεις; αλλά και μοιχός και φονεύς ο Προφήτης Θεού; και αύτη η ιστορία ανεγνώσθη σήμερον εις ημάς, όχι να κατηγορώ τον Προφή­την, μη γένοιτο, αλλά δια να προσέχωμεν ημείς τον εαυτόν μας, και ίνα όταν πολλάκις κατορθώσης αρετήν, να φυλά­γεσαι ίνα μη πέσης. Ούτω γαρ έλεγε και ο Απόστολος˙ «Ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση». Δια τούτο λοιπόν έλεγε και αυτός ο Δαυίδ συγχνοτέρως. «Εις τοτέλος μη διαφθείρης»˙ όθεν προσευχόμενος έλεγε˙ «Και έως γήρως και πρεσβείου, ο Θεός μου, μη εγκαταλίπης με».

 Τίνος ένεκεν επαρεχωρήθη λοιπόν να πέση εις τοιαύτην αμαρτίαν; δια τρία πράγματα. Και ποία είναι εκείνα; εγώ να σας τα ειπώ, μόνον προσέχετε μετ' ακριβεία;. Πρώτον δια τους δικαίους, δια να φυλάγωνται όλην τους την ζωήν, ήγουν τους ασκητάς και τους ερημίτας, και να μη λέγουν, πολλά εκατώρθωσα, με πολλαίς αρεταίς εστολίσθηκα˙ νηστεύω, αγρυπνώ, προσεύχομαι, δακρύζω, σάκκον ενεδύθηκα, το σώμα μου κατεμάρανα με την άσκησιν, πλέον δεν φοβούμαι τους πειρασμούς του διαβόλου, ετελείωσαν λοιπόν τα στέφανά μου. Μη πλανάσαι, άνθρωπε, μη επαίρεσαι εις την διάνοιαν δεν έκαμες περισσότερα από τον Δαυίδ, και άκουσον αυτού λέγοντος˙ «Τα γόνατα μου ησθένησαν από νηστείας, και η σαρξ μου ηλλοιώθη δι' έλαιον» ˙ και πάλιν˙ «Εγώ δε εν τω αυτούς παρενοχλείν μου, ενεδυόμην σάκκον, και εταπείνουν εν νηστείαις την ψυχήν μου». Άκουσον αυτού περί της αγρυπνίας λέγοντος. «Μεσονύκτιον έξεγειρόμην του έξομολογείσθαί σοι»" και πάλιν «Έπτάκις της ημέρας ήνεσά σε». Ακουσον αύτου λέγοντος και περί δακρύων˙ Εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου, λούσω καθ' εκάστην νύκτα την κλίνην μου». Άκουσον αυτού περί ασκήσεως, λέγοντος˙ «Ότι σποδόν ωσεί άρτον έφαγον, και το πόμα μου μετά κλαυθμού εκίρνων» ˙ Αλλά τι λέγω τα του Προφήτου; Άκου­σον πάλιν της μαρτυρίας του Θεού λεγούσης˙ «Εύρον Δαυίδ τον του Ιεσσαί άνδρα κατά την καρδίαν μου» ˙ και όμως μετά τοσαύτα και τοιαύτα κατορθώματα έπεσεν εις τοιαύτα σφάλματα. Μη ουν θαρρήσης ποτέ, αλλά καθ' εκάστην ημέραν ασφαλίζου, ενθυμούμενος την παραίνεσιν του Αποστόλου λέγουσαν «Ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέση»˙ ιδού η πρώτη αιτία.

 Άκουσον και την δευτέραν, ότι δια να μη απογινώσκωνται οι αμαρτωλοί, αλλά να εξομολογούν­ται καθ' εκάστην, καν μυρίαις φοραίς αμαρτήσης, μυρίαις εξομολογήσου˙ διότι ουδένα πράγμα είναι χειρότερον από την απόγνωσιν διότι εάν πέση τις εις απόγνωσιν δια τας αμαρτίας, πλέον δεν ιατρεύεται. Δεν βλέπεις τους ιατρούς, ότι εάν αποφασίσουν τινά δια θάνατον, πλέον δεν τον ιατρεύουν, αλλά λέγουν, ο,τι και αν του δώσωμεν δεν τον ωφελεί, διότι πλέον δεν δέχεται η ασθένεια θεραπείαν, επειδή ενίκησεν η κακία της ασθενείας, την τέχνην της Ιατρείας; ταύτα του λέγουνκαιτον αποφασίζουν. Ού­τως, εάν πέσητιςεις απόγνωσιν καί λέγη, ότι πλέον δεν έχει σωτηρίαν, εις μεγαλήτερα κακά ρίχνει τον εαυτόν του. Και συ λοιπόν, όποιος και αν ήσαι, εάν συλλογισθής ότι εκείνος όπου έκαμε ταις μεγάλαις αμαρτίαις, τον φόνον και την μοιχείαν πάλιν ηύρεν Ιατρείαν, εάν και μυριάκις αμαρτήσης, πάλιν τρέχε εις την εξομολόγησιν. Και τούτο το λέγω, όχι πως δίδω θέλημα να αμαρτάνουν, αλλά θέλων να σύρω τους αμαρτωλούς προς μετάνοιαν, επειδή ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και εξαλείφει τα μεγάλα αμαρτήματα. Αλλά όποιος αμαρτάνει είναι όμοιος ωσάν ένας που κρημνίζεται και τζακίζεται, όμως αν μετανοήση, ο Θεός τον ιατρεύει.

 Τι γαρ μείζον φόνου και μοιχείας ; καί όμως άκουσον αυτού του Προφήτου λέγοντος, αυτού του αμαρτήσαντος. «Είπα εξαγορεύσω κατ' εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω, και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου». Δια τούτο και ο Χριστός ήλθε και εσυγχώρησε τα με­γάλα αμαρτήματα˙ τον ληστήν εβαλεν εις τον Παράδεισον, τον τελώνην εκαμεν Ευαγγελιστήν, τον υβριστήν και βλάσφημον Παύλον, εκαμεν Απόστολον της οικουμένης, δια να μη απελπίζεσαι και συ αμαρτάνουν, αλλά να εξομολογήσαι την αμαρτίαν σου, να την αφανίζης και να λαμβάνης την ύγείαν˙ διότι λέγει˙ «Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αύτου» ˙αυ­τή είναι η δευτέρα αιτία.

 Άκουσον και την τρίτην. Έμελλεν ο Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός να έλθη επί της γης, να λάβη την ιδικήν μας σάρκα, και να ανα­στρέφεται μετά των ανθρώπων άλλ' επειδή η τον Θεός και μόνος εμενεν άναμάρτητος, έσυγχώρησε την προαίρεσιν των δικαίων κατ' οικονομίαν να πέσουν εις ανθρώπινα σφάλματα, όχι πως αυτός τους έρριξεν εις αυτήν την αμαρτίαν, αλλά μόνον την προαίρεσιν τους άφησε να περιπατή κατά το θέλημά της. Ούτω γαρ και ο Αβραάμ ήμαρτεν απιστήσας και δια τούτο εκανονίσθη από τον Θεόν, να σκλαβωθή το γένος αυτού έτη τετρα­κόσια. Και πάλιν ο Μωυσής, δια να μη δοξάση τον Θεόν, όταν έβλυσε το νερόν εκ της πέτρας τοις αχαρίστοις Ιουδαίοις, δια τούτο είπε προς αυτόν ο Θεός. «Μη  ίδης την γην της επαγγελίας, και  να μη έμβης εις αυτήν»˙ ούτω και εις τούτο επαραχώρησεν ο Θεός να πέση εις αμαρτίαν, δια να ευρέθη μόνος αυτός αναμάρτητος εν ανθρώπου σώματι. Δια τούτο λοιπόν και ο Προφήτης Δαυίδ οπόταν εξωμολογείτο την αμαρτίαν του, τούτο έλεγε τω Θεώ. «Σοι μόνω ήμαρτον, και το πονηρόν ενώπιον σου εποίησα»˙Διατί;«όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε». Όταν έλθη η ημέρα εκείνη όπου έχει να φανή η εδική μου φύσις κα­θήμενη εκ δεξιών της μεγαλωσύνης του Θεού, διότι λέγει˙ «Κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θώ τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου». Εις εκείνην την ημέραν φαίνεται το σώμα, όπου έλαβεν από την ιδικήν μας φύσιν, να κρίνεται με τους ανθρώπους, και άνω σώμα και κάτω σώ­μα, διότιλέγεν«Όψονται εις ον εξεκέντησαν». Αλλά το μεν κάτω, ήγουν το ιδικόν μας, όψονται αμαρτίαις βεβαρυμένον το δε άνω, χωρις αμαρτίαν, αλλά εξετάζων και κρίνων τας αμαρτίας, δια τούτο λέγει˙ «Όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε». Πως; «επειδή περ αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αύτου».

Αυτώ η δόξα, και το κράτος, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

 

ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΙ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ


Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω:


Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης