
ΚΑΤΑ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΣΤΗΛΙΤΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΩΤΟΣ*
Γιά να διαβάσετε το Ά Μέρος πατήσατε εδώ
Γ' Πίστις, κεφ. 49 -122.
Ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης κυριαρχούν στην ψυχή του αγίου. Χαράς, γιατί οι Χριστιανοί λυτρώθηκαν από τα δεινά, και λύπης, όχι μόνο για όσα υπέφεραν κατά θεία παραχώρηση πιθανό -θα επαναλάβη- εξαιτίας της έπαρσής μας που είχε ανάγκη καθάρσεως, αλλά και για την ψυχή του Ιουλιανού και για όσους εκείνος συμπαρέσυρε στην απώλεια! Οι άγιοι λυπούνται ακόμη και τους δαίμονες!
Όσοι ακολούθησαν τον Ιουλιανό, έχοντας την ίδια με κείνον κοσμοθεωριακή αντίληψη, θρηνούν τώρα για τις συμφορές που τους βρήκαν τελευταία και τις ανεπιθύμητες γι' αυτούς συνέπειες. Ως γνωστόν, μετά το θάνατο του Ιουλιανού ο στρατός αναγόρευσε αυτοκράτορα τον Ιοβιανό, ο οποίος, αμέσως μετά την ταφή του σώματος του Ιουλιανού, οδήγησε το στρατό στην Αντιόχεια, όπου εξέδωσε διάταγμα περί ανεξιθρησκείας, αποκαθιστώντας πλήρως τα δικαιώματα και τα προνόμια των Χριστιανών σε όλη την Αυτοκρατορία. Ο θρήνος των οπαδών του Ιουλιανού προφανώς οφείλεται στο ότι έχασαν τα προνόμια που είχαν, τη δόξα και τον πλούτο που τους προσπόριζε η εύνοια του αυτοκράτορα. Θρηνούν, λέγει ο άγιος, γιατί δεν πιστεύουν στην πέραν του τάφου ζωή ούτε στη μέλλουσα κρίση και ανταπόδοση, αλλά ζουν «βίον αλόγων», βίο που δεν αρμόζει στον άνθρωπο που είναι λογικό ον, μετρώντας την ευδαιμονία με τη «ραστώνη» και θεωρώντας δυστυχείς αυτούς που, έχοντας διαφορετική αντίληψη για τη ζωή, κακοπερνούν. Ο ίδιος τους θεωρεί περισσότερο αξιοθρήνητους για τα βάσανα και την κόλαση που τους περιμένει στην πέραν του τάφου ζωή. Και η μεγαλύτερη τιμωρία γι' αυτούς είναι «αυτό το εξωσθήναι Θεού»· να εξορισθούν μακράν του Θεού, να διωχθούν οριστικά και αμετάκλητα του Παραδείσου, καθώς οι ίδιοι, αμετανόητοι στην κακία τους, στέρησαν τον εαυτό τους της κοινωνίας με τον Θεό. Πολύ περισσότερο αξιοδάκρυτοι είναι οι διώκτες από τα θύματα του διωγμού και πιο αξιοθρήνητος εκείνος που τους παρέσυρε στην απώλεια. Αλλά αμέσως ο άγιος θα διορθώση την ανθρωποπαθή έκφρασή του69 λέγοντας ότι όσοι έπαθαν υπέρ Χριστού κανένα κακό δεν έπαθαν, «ουδέν δεινόν το υπέρ Χριστού παθείν», αλλ' αντίθετα είναι αξιοζήλευτοι, γιατί κινδυνεύοντας υπέρ της πίστεως απέκτησαν από τώρα κιόλας, από την εδώ ζωή τους, δόξα και παρρησία ενώπιον του Θεού και γιατί, μετά το φυσικό τους θάνατο, τους περιμένει η αιώνια μακαριότητα. Το υπέρ Χριστού πάσχειν προαγγέλλει τη χαρά του Παραδείσου, ενώ τα παθήματα που παρακολουθούν την ανομία είναι προάγγελος «της αποκειμένης τοις πονηροίς κολάσεως». Θα ήταν προτιμότερο γι' αυτούς να τιμωρούνταν εδώ, σ' αυτή τη ζωή, επί μακρότερο χρόνο, παρά να αντιμετωπίσουν την αιώνια καταδίκη.
Δεν επιχαίρει ο άγιος με την πτώση τους, αλλά κατά τον Παροιμιαστή70 αισθάνεται συμπάθεια προς αυτούς. Η βίωση της ταπεινώσεως είναι ακατάπαυστο αγώνισμα για τον άγιο και για όσους επιτελούν αγιοσύνην εν φόβω Θεού.
Η έπαρση είναι ξένη προς τη Χριστιανική πίστη και ζωή, η ευδοξία και αδοξία λαμβάνουν πνευματικό περιεχόμενο από τη στάση που παίρνομε απέναντί τους.
α' Ενεργός συμμετοχή του Ιουλιανού στη δαιμονολατρία, κεφ. 49-56
Αλλεπάλληλες ρητορικές ερωτήσεις ελέγχοντας προβάλλουν τον οίστρο της ασεβείας που οδήγησε τον Ιουλιανό στην απώλεια. «Πόθεν ούτω μισόχριστος ο Χριστού μαθητής; ...». Είναι σαν να εκτυλίσσεται πάλι μπροστά μας το θείο δράμα με την προδοσία του Ιούδα. «Ιούδας, ο ποτέ σου μαθητής...». Κάποτε και ο Ιουλιανός μαθήτευσε στην αλήθεια του Ευαγγελίου, χωρίς τα λόγια και τα ακούσματα ν' αγγίξουν την ψυχή του. Γι' αυτό και, μόλις ανέλαβε τη βασιλεία, άρχισε να διαλαλή με παρρησία την ασέβεια, σα να αισθανόταν ντροπή που υπήρξε κάποτε Χριστιανός ή σα να ήθελε να εκδικηθή τους Χριστιανούς γι' αυτό. Και η άρνησή του δεν περιορίστηκε στα λόγια, αλλά -σύμφωνα με όσα αποκάλυψαν με καύχηση οι έμπιστοί του - με ανόσιο αίμα απέπλυνε το άγιο βάπτισμα, αντιπαραθέτοντας τη βδελυρή αυτή πράξη στην τελείωση του δικού μας μυστηρίου. Η άρνηση είναι ολοκληρωτική. Η προσχώρηση στη λατρεία των δαιμόνων επισφραγίζεται με τη συμμετοχή στις μυσαρές τελετουργίες των ειδωλολατρών και ο Ιουλιανός πλέον αποκόπτεται εκουσίως από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, από την αναίμακτο θυσία δια της οποίας κοινωνούμε και στα πάθη και στη θεότητα με το Χριστό. «Δι' ης ημείς Χριστώ κοινωνούμεν και των παθημάτων και της θεότητος». Εγκαινιάζει την άνοδό του στο θρόνο με τέλεση ειδωλολατρικών θυσιών. Σφάγια (έντομα)71 προσφέρονται ως θυσία στους νεκρούς και στα είδωλα. Με αφορμή την αναφορά στις εναγείς θυσίες του Ιουλιανού, ο άγιος Γρηγόριος, παρά τον δισταγμό του, θα εκθέση ένα θαύμα που θρυλείται, αφ' ενός μεν για να δείξη με ένα παράδειγμα, που είναι γενικά πιστευτό, πόσο μεγάλη ήταν η «καινοτομία» του κακού και η δυσσέβεια, αφ' ετέρου για να γίνη γνωστό με ποιο αξιοθαύμαστο τρόπο αποκαλύπτεται ότι τα καθαρά δεν επιδέχονται μολυσμό.
Το θαύμα λοιπόν που εθρυλείτο είναι ότι κατά τη θυσία που προσέφερε ο Ιουλιανός ενεργώντας σπλαγχνοσκοπία, τα σπλάγχνα εφανέρωσαν το σταυρό στεφανωμένο, πράγμα που σε άλλους προκάλεσε αγωνία και φρίκη και τους έκανε να συναισθανθούν τη δύναμη των Χριστιανών, στον ίδιο όμως τον Ιουλιανό, που παρερμήνευσε το «σημείο», έδωσε θάρρος, γιατί θεώρησε ότι τάχα εμείς, οι Χριστιανοί είμαστε περικυκλωμένοι και αποκλεισμένοι από παντού. Αν αυτό που θρυλείται είναι ψέμα, ας το πάρουν οι άνεμοι. Αν όμως είναι αλήθεια, τότε συνέβη αυτό που είχε συμβεί, όταν η γερουσία Μωάβ και η γερουσία Μαδιάμ, οι οποίοι ήταν οι ίδιοι επιδέξιοι στη μαγεία, ήρθαν στον Βαλαάμ72 για να τον καλέσουν εκ μέρους του Βαλάκ, βασιλέως της Μωάβ, να καταρασθή τους εχθρούς του Ισραηλίτες για να τους νικήση, αλλ' εκείνος, κατ' εντολήν του Υψίστου, τους ευλόγησε.
Συνέβη αυτό που είχε συμβεί όταν η νεκρομάντις της Αενδώρ εκάλεσε τον νεκρό Σαμουήλ κατ' εντολήν του Σαούλ, για να του πη πώς να ενεργήση, επειδή οι Φιλισταίοι του είχαν κηρύξει τον πόλεμο, και έλαβε απ' αυτόν «το χρησμό» της καταστροφής του73. Και στην Καινή Διαθήκη οι δαίμονες μέσω της εγγαστριμύθου γυναικός, χωρίς τη θέλησή τους, ομολόγησαν τον Ιησού74. Έτσι και στον Ιουλιανό «δια των εναντίων» φανερώθηκε η αλήθεια, για να του δοθή η δυνατότητα να σταματήση το κατρακύλημά του στην ασέβεια, διότι ο Θεός από φιλανθρωπία δίνει πολλές και παράδοξες - απίστευτες ευκαιρίες στον άνθρωπο για να σωθή.
Αντί να σταματήση όμως την κατρακύλα του, προχώρησε σε τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις, που προκαλούν τη φρίκη στον αναγνώστη.
Κατέβαινε σε ένα από τα άδυτα, όπου υπήρχε άβατο75 για τους αμύητους «ιερό», συνοδευόμενος από τον «σοφό» περί τα τοιαύτα, τον σοφιστή, τον καλώς κατέχοντα την τέχνη (σοφία) του μάντεως.
Στον καταχθόνιο αυτό χώρο ασκούσαν τη μαντεία, επικοινωνούσαν δηλαδή με τους υποχθόνιους δαίμονες χρησιμοποιώντας σαν διάμεσο κάποιον ζωντανό και τους συμβουλεύονταν για τα μελλούμενα. Η τελετουργία ελάμβανε χώραν κάτω από τη γη, γιατί οι δαίμονες χαίρονται περισσότερο στο σκοτάδι, μια και οι ίδιοι είναι σκότος και δημιουργοί του σκότους της κακίας και αποφεύγουν την επικοινωνία με τους ευσεβείς πάνω στη γη, που τους κάνει ασθενέστερους. Και καθώς ο θρασύς Ιουλιανός προχωρούσε βαθύτερα στη σατανιστική τελετουργία, οι δαίμονες του δηλώνουν την παρουσία τους με ασυνήθιστους κρότους, αηδιαστικές οσμές και φανταστικές εμφανίσεις με πύρινο φως και δεν ξέρω, θα πη ο άγιος, ποιες άλλες μωρολογίες και φλυαρίες. Καθώς δεν είχε ακόμα εξοικειωθεί με τη δαιμονολατρία («οψιμαθής τα τοιαύτα») ταράχθηκε, γι' αυτό και καταφεύγει στο σταυρό, που ήξερε από παλιά ότι είναι όπλο κατά των δαιμόνων, και κάνει το σταυρό του για να διώξη αυτούς που του προκαλούν φόβο, ζητώντας κατ' αυτό τον τρόπο βοήθεια απ' αυτόν που εδίωκε. Πράγματι τη δυνάμει του Τιμίου Σταυρού ηττώνται οι δαίμονες, απαλλάσσεται από τους φόβους που του προξένησε η προσβολή τους, αλλά, ενώ θα περίμενε κανείς να συνέλθη και να απαρνηθή την πλάνη, αναλαμβάνει το θάρρος του και επαναλαμβάνει τα ίδια, και πάλι με το σημείο του Σταύρου οι δαίμονες ηρεμούν. Τότε «ο σοφιστής», ο μυσταγωγός, παρερμηνεύει την αλήθεια και μιλώντας του εκ μέρους των δαιμόνων του μεταφέρει τα λόγια τους. «δεν φοβηθήκαμε το σταυρό, αλλά αισθανθήκαμε αποστροφή», και μ' αυτά τα λόγια, επειδή λόγω της πονηρίας του ήταν πρόθυμος να πεισθή, τον πείθει να ακολουθήση το κακό και να οδηγηθή στην απώλεια. Τα της λατρείας των δαιμόνων που τελέσθηκαν στο άδυτο τα γνωρίζουν μόνο οι μύσται και οι μεμυημένοι. Ένα είναι βέβαιο, ότι μετά απ' αυτή την πρώτη μύησή του στη δαιμονολατρία επιστρέφει στον κόσμο δαιμονισμένος, κάτι που διακρίνεται και στα γεμάτα από μανία μάτια του. Από κείνη την ημέρα ήταν πλέον εμφανής η δαιμονοπληξία του, κάτι αναπόφευκτο εξάλλου, εφόσον η κάθοδός του στο σπήλαιο και η κοινωνία του με τους δαίμονες σ' αυτό αποσκοπούσε, μια κοινωνία που οι μεμυημένοι ονομάζουν «ενθουσιασμόν», κατ' ευφημισμόν βέβαια. Είναι γνωστός ο όρος «έκσταση», ενθουσιώδης μανία στην οποία περιέπιπταν οι οπαδοί του Διονύσου, που συμμετείχαν στη λατρεία του.
β' Σχέδιο αλώσεως της Εκκλησίας δια της πειθούς, κεφ. 57-60.
Αλλά, «πάσα σοφία χωριζομένη αρετής, πανουργία, ου σοφία φαίνεται». Έτσι και η κατά κόσμον σοφία του Ιουλιανού τον κατέστησε οξύτερο στην πανουργία προκειμένου να επιβάλη την ασέβεια κατά τρόπο που να επιβεβαιώνη τη «σοφία» και τη δύναμή του. Αντί λοιπόν να ξεκινήση ανοιχτά τον πόλεμο κατά των Χριστιανών και να τον διευθύνη αυτοπροσώπως, πράγμα που θα έδειχνε θρασύτητα από μέρους του και απαιδευσία και θα εξήπτε το ζήλο των Χριστιανών υπέρ της πίστεως, προτίμησε να χρωματίση τη βία με την πειθώ και να επιχείρηση τεχνηέντως το διωγμό, υποκρινόμενος τον προσηνή και ευπροσήγορο συνομιλητή. Στο χωρίο διαφαίνεται και ο φόβος του δυνάστη για τη σθεναρή αντίσταση που θα προέβαλλαν οι πιστοί στα ανίερα σχέδιά του, γι' αυτό και η στάση του αρχικά είναι παραπλανητική και αποπροσανατολιστική.
Το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που ακτινοβολούσε στον αρχαίο κόσμο λόγω της πνευματικής υπεροχής του σε σχέση με την απαιδευσία της ειδωλολατρικής πλάνης, είχε διαδοθεί με μία ένδον δυναμική, όπως αυτή εκδηλώθηκε κατά τους χρόνους των μεγάλων διωγμών, κατά τους οποίους σφυρηλατήθηκε στο αμόνι της βίας η γενναιότητα των πιστών.
Κατέστρωσε λοιπόν ο Ιουλιανός το σχέδιο του διωγμού κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι αθλητές της πίστεως να μην τιμώνται ως μάρτυρες! Μηχανεύτηκε δηλαδή ένα τρόπο ώστε να ασκή βία, χωρίς να φαίνεται καθαρά ότι την ασκεί, «ημάς δε πάσχειν και μη τιμήν έχειν ως υπέρ Χριστού πάσχοντας». Εύλογα προκύπτουν τα ερωτήματα. Πώς θα το πετύχαινε αυτό, με ποια σοφίσματα θα παραπλανούσε την κοινή γνώμη της εποχής του ώστε να μην αναγνωρίζονται οι μάρτυρες της πίστεως, για να μην τους τιμούν και για να μη δυναμώνη η φλόγα της αντίστασης στη «θρησκευτική του μεταρρύθμιση»; Τα ερωτήματα αυτά θα βρουν την απάντησή τους παρακάτω, όμως είναι γνωστό ότι ο Ιουλιανός επεχείρησε να ανακαινίση την αρχαία θρησκεία λαμβάνοντας πολλά εξωτερικά στοιχεία από τη χριστιανική οργάνωση και λατρεία. Εγκαινίασε στους ειδωλολατρικούς ναούς άμβωνες και τιμητικά καθίσματα, καθώς για παράδειγμα οργάνωσε ιεραρχικώς τον εθνικό κλήρο κατά τον τύπο της Χριστιανικής Εκκλησίας κατά επαρχίες και κατά πόλεις. Ενσωμάτωσε πολλά στοιχεία της Χριστιανικής λατρείας στο λειτουργικό μέρος της εθνικής λατρείας, π.χ. ύμνους, ώρες προσευχών, διδασκάλους και αναγνώστες για τη διδασκαλία των Ελληνικών δογμάτων και ηθικής (κήρυγμα). Ίδρυσε ιεροδιδασκαλεία, στοχεύοντας στην εξύψωση του εθνικού κλήρου. Μιμήθηκε ακόμη και το φιλανθρωπικό έργο της Χριστιανικής Εκκλησίας, ιδρύοντας ορφανοτροφεία, πτωχοκομεία, «ξενοδοχεία», που λειτουργούσαν υπό την επίβλεψη των εθνικών «αρχιερέων». Ίδρυσε ακόμη και «ησυχαστήρια», όπου θα αποσύρονταν άνθρωποι με φιλοσοφική προδιάθεση για να επιδοθούν στη μελέτη και στην περισυλλογή76. Επρόκειτο συνεπώς για ένα «μετασχηματισμό του Εωσφόρου εις άγγελον φωτός», κατά τρόπο που υπήρχε κίνδυνος παραπλανήσεως ακόμη και των εκλεκτών.
Πόση μωρία όμως διακρίνει τον διώκτη του Χριστού, λέγει ο άγιος Γρηγόριος, να νομίζη ότι θα συγκαλύψη την αλήθεια με τα τεχνάσματα, γιατί όσα περισσότερα σοφιζόταν για να στερήση την τιμή από τους μάρτυρες, τόσο μεγαλύτερη και λαμπρότερη τιμή τους περιποιούσε με τα σοφίσματά του. Και βέβαια ο άγιος αναφέρεται στη μεταθανάτια δόξα των μαρτύρων, της οποίας παρακολούθημα είναι η τιμή που τους προσφέρουν τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας. Γιατί «εμείς οι πιστοί», θα πη, «δεν διακινδυνεύομε επειδή επιθυμούμε τη δόξα, αλλά επειδή ζητούμε να υπηρετήσομε την αλήθεια». Και σε αντιδιαστολή φέρνει παραδείγματα από τον κύκλο των «σοφών» της εθνικής διανόησης, που επειδή εκινούντο από κενοδοξία αποδείχτηκε ότι δεν διέθεταν ούτε την κοινή λογική. Χτυπητό παράδειγμα ο Εμπεδοκλής77 ο οποίος έχοντας ανακηρύξει τον εαυτό του ιατρόν και προφήτην και σωτήρα και θεόν(!) «προδόθηκε» από το σανδάλι του, το οποίο ξεβράσθηκε από την πυρά. Ο άγιος προφανώς αναφέρεται στην πιο διαδεδομένη μυθική διήγηση σχετικά με το τέλος της ζωής του φιλοσόφου, ότι δηλαδή επήδησε στον κρατήρα της Αίτνας για να εξαϋλωθή και να καθαρθή δια του πυρός και ότι ξεβράσθηκε από το ηφαίστειο το υπόδημά του. Οι άλλοι, Αρισταίος78, Εμπεδότιμος79 και Τροφώνιος80, πιστεύοντας στην ίδια πλάνη εξ αιτίας της φιλαυτίας, του εγωισμού των, κρύφτηκαν σε κάποια άδυτα, αλλά στη συνέχεια ντροπιάστηκαν και γελοιοποιήθηκαν, όταν αποκαλύφθηκε η απάτη τους.
Οι Χριστιανοί όμως προτιμούν να πάσχουν «υπέρ ευσέβειας» παρά να τιμώνται «μετά της ασεβείας». Δεν κινούνται από ανθρωπαρέσκεια, αλλά επιθυμούν την τιμή που προέρχεται από τον Θεό, και μάλιστα οι αληθινά φιλόσοφοι και φιλόθεοι δεν αποβλέπουν ούτε σ' αυτή την τιμή, αλλά στρέφονται προς το αγαθό αποκλειστικά από αγάπη προς αυτό. Το αγαθό αποτελεί αυταξία. Η αγάπη προς τον Θεό, που είναι η πηγή παντός αγαθού, είναι το υψηλότερο κίνητρο ευσέβειας. Και στο σημείο αυτό του λόγου το φιλόσοφον ταυτίζεται με το φιλόθεον. Οι άκρως ορθολογιστές αρνούνται την ταύτιση αυτή, επειδή η σκέψη των Πατέρων δεν είναι αυτόνομη. Από τη μια χρησιμοποιεί τη λογική επιχειρηματολογία, τη φιλοσοφική γενικά διερεύνηση, κι από την άλλη στηρίζεται στην παράδοση. Μας βοηθάει να ξεδιαλύνομε τα πράγματα στο σημείο αυτό η σκέψη του Β. Τατάκη: «Πόσο βιαστικό συμπέρασμα, που δεν λαβαίνει υπ' όψη του πόση πνευματική ενέργεια, πόση ψυχική προετοιμασία προϋποθέτει η αποδοχή, η κατάφαση του δόγματος. Πιστεύουν τάχα ότι ο φιλόσοφος, ας πούμε ο Πλάτων, μόνο με τα λογικά επιχειρήματα οδεύει προς τη θεωρία των ιδεών; Δεν υπάρχει πάντα στο βάθος όποιας θέσης ένα μέρος μικρό ή μεγάλο από πίστη; Ώστε απ' αυτή την άποψη δεν είναι ίσως μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στους θεωρητικούς του χριστιανισμού και τους φιλοσόφους»81, «Οι γε αληθώς φιλόσοφοι και φιλόθεοι την προς το καλόν οικείωσιν αγαπώντες δι' αυτό το καλόν, ου τας αποκειμένας εντεύθεν τιμάς», λέγει ο άγιος. Αλλού γράφει. «άμισθος η αρετή, ίνα και αρετή μείνη, προς το καλόν μόνον βλέπουσα»82.
Υπάρχουν κι εκείνοι που επιδιώκουν «το καλόν» αποβλέποντας στη μεταθανάτια αμοιβή και ανταπόδοση, γι' αυτό και κατέχουν τη δεύτερη κατά σειράν θέση ως προς τον έπαινο, καθώς κι εκείνοι που αποφεύγουν το κακό από το φόβο της τιμωρίας και κατέχουν έτσι την τρίτη και κατώτερη βαθμίδα σε σχέση με την εγγύτητα προς τον Θεό, το κάλλιστον των όντων και υψηλότατον.
γ' Τα πρώτα διωκτικά μέτρα, κεφ. 61-66
Στον αντίποδα της Χριστιανικής φιλοσοφίας κινείται ο Ιουλιανός, που η κύρια επιδίωξή του είναι να τιμηθή και να δοξαστή σαν κοσμικός άρχοντας. Στην προσπάθειά του αυτή προβαίνει σε απογραφή των ασεβών, «απογράφεται την ασέβειαν», σε μια καταμέτρηση των εθνικών της επικρατείας του, παραβιάζοντας έτσι τα δικαιώματα του λαού που κυβερνούσε, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του είχε ασπασθή τη Χριστιανική πίστη, ασκώντας κατ' αυτό τον τρόπο τυραννική εξουσία σε θέματα θρησκευτικής πίστης, και μάλιστα εκείνης που ξεπέρασε ως προς το ύψος της διδασκαλίας όλες τις άλλες. Από τους υπηκόους του Ιουλιανού απεγράφοντο μόνο οι εθνικοί. Εύκολα φαντάζεται κανείς την ψυχολογική βία που υφίσταντο όσοι αρνούνταν να καταγραφούν στις δέλτους των ειδωλολατρών.
Πού είναι αλήθεια η πολιτική ανεξιθρησκείας που εξήγγελλε ο Ιουλιανός, όταν πρωτοεμφανίστηκε στην πολιτική κονίστρα;
Πού είναι οι παλιές δηλώσεις του περί σεβασμού της θρησκευτικής ποικιλομορφίας; Τώρα «δουλοπρεπώς και αγενώς», κατά τρόπο που δεν αρμόζει σε βασιλιά αλλά σε δούλο, κακομεταχειρίζεται τους ευσεβείς, τους Χριστιανούς, και επιχειρεί να ανασκευάση τον καθαρό λόγο του Ευαγγελίου της πίστεως με την περιπεπλεγμένη πολυσήμαντη συλλογιστική των σοφιστών, τη συνυφασμένη με ψεύδος και απάτη.
Από τους δύο τρόπους με τους οποίους ασκείται η εξουσία, την πειθώ και τη βία, κράτησε δήθεν για τον εαυτό του την πειθώ, που είναι πιο ήμερος γι' αυτό και ταιριάζει σε βασιλέα, ενώ τον πιο απάνθρωπο, τη βία -γνώρισμα των τυρρανικών πολιτευμάτων- άφησε στις πόλεις και στους δήμους, που εκδηλώνονται με παράφορη ορμή, επειδή κινούνται από έλλειψη λογικής και απερισκεψία.
Αυτό βέβαια δεν έγινε με δημόσιο διάταγμα, αλλά με το να μην αναχαιτίζονται οι άνευ «λόγου» ορμέμφυτες διαθέσεις, παρορμητικές εκδηλώσεις του πλήθους, καθώς προβαλλόταν ως επιχείρημα ο άγραφος νόμος της λαϊκής βούλησης. Έτσι υπήρχε μία αληθοφανής δικαιολογία για τη βία που ασκούνταν εις βάρος των Χριστιανών.
Αλλά το προσωπείο της πειθούς, που ο Ιουλιανός κράτησε δήθεν για τον εαυτό του, δεν το διετήρησε για πολύ, καθώς δεν του ήταν δυνατό να αποβάλη την πονηρία, όπως η λεοπάρδαλη δεν μπορεί να αποβάλη το κατάστικτο τρίχωμά της ή ο Αιθίοπας το χρώμα του ή το πυρ την ιδιότητά του να καίη ή ο πονηρός διάβολος τη μισανθρωπία, λόγω της οποίας από την αρχή υπήρξε ανθρωποκτόνος. Σαν τον χαμαιλέοντα και σαν τον Πρωτέα83, που άλλαζε συνεχώς μορφή, έτσι και κείνος. Υποδυόταν το Χριστιανό κατά τις εξωτερικές εκδηλώσεις, χωρίς αυτό βέβαια να μεταβάλη την αγριότητά του. Έτσι με πράξεις φιλανθρωπίας κάλυπτε ενέργειες υπερβολικά απάνθρωπες, επιχειρηματολογώντας λογικά για τη βία, που ασκούσε, έπειθε για την αναγκαιότητά της και επιδεικνύοντας αγαθή συμπεριφορά απολογούνταν κατά κάποιο τρόπο για την αγριότητά του, διασκεδάζοντας τις αρνητικές εντυπώσεις και τις απαξιωτικές κρίσεις.
Πράγματι ο Ιουλιανός, επειδή εγνώριζε βέβαια ότι η πλειονότητα των υπηκόων του ήταν Χριστιανοί, «συσχηματίστηκε», με την (χριστιανική) πίστη τους όσο τους είχε ανάγκη, μέχρι δηλαδή να μείνη ο μόνος Αύγουστος. Στις 3 Νοεμβρίου του 361 συνέβη ο θάνατος του Κωνσταντίου και στις 11 Δεκεμβρίου του 361 ο Ιουλιανός εισέρχεται πλέον θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη. Τι να πρωτοαναφέρη κανείς για το δόλιο συσχηματισμό του; Όσα ήδη μας ανέφερε ο άγιος στην αρχή του λόγου του; Το ότι συνεζεύχθη την αδελφή του Κωνσταντίου Ελένη με χριστιανικό γάμο, ότι διατηρούσε σχέσεις με τους επισκόπους της Γαλατίας, που πολεμούσαν τον αρειανισμό, ότι τέθηκε επικεφαλής της πένθιμης πομπής κατά την κηδεία του Κωνσταντίου,- που εψάλη στο ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως, και όλα αυτά ενώ είχε ήδη μυηθή στη λατρεία του Ηλίου, στα Ελευσίνια μυστήρια, ενώ θυσίαζε στα είδωλα, ενώ δηλαδή ψυχή τε και σώματι είχε δοθή στις εθνικές λατρείες; Μόλις όμως ανέβηκε στο θρόνο και εξασφάλισε ατιμωρησία για τις πράξεις του, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο διώξεως των Χριστιανών.
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις άρχισαν από το ανακτορικό περιβάλλον. Αντικατέστησε το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού των ανακτόρων θανατώνοντας ή απομακρύνοντάς τους, με την πρόφαση ότι ανήκαν στο περιβάλλον του Κωνσταντίου, στην πραγματικότητα όμως επειδή ήταν Χριστιανοί. Προσεταιρίσθηκε και τους στρατιωτικούς είτε γιατί παρασύρονταν εύκολα από ευπιστία είτε διότι τους δελέαζε με τα αξιώματα, οπωσδήποτε όμως επειδή και οι μεν και οι δε θεωρούσαν υπέρτατο νόμο τη βούληση του βασιλέως. Πάντως δεν επέτυχε να προσεταιρισθή ολόκληρο το στράτευμα ώστε να το στρέψη εναντίον των Χριστιανών ο πραγματικός διώκτης τους, που ενεργούσε δι' εκείνου, ο διάβολος, αλλά, κατά τη μαρτυρία του αγίου Γρηγορίου, περισσότεροι από 7.000 στρατιωτικοί δεν έκαμψαν γόνυ εις τον Βάαλ84 ούτε προσκύνησαν τη χρυσή εικόνα85 ούτε τους δάγκωσαν τα δηλητηριώδη φίδια86, επειδή προσέβλεπαν στον όφι που κρεμάσθηκε και καταργήθηκε δια του Σταυρού του Κυρίου. Πολλοί από αυτούς που κατείχαν υψηλά αξιώματα, τους «επώνυμους» θα λέγαμε σήμερα, τον ακολούθησαν στη θρησκευτική του ιδεολογία είτε από φόβο είτε από ελπίδα για περαιτέρω βελτίωση της θέσης τους. Αντίθετα από τους κατώτερους και «ανώνυμους» πολλοί απέκρουσαν τις προτάσεις του να προσχωρήσουν στην ειδωλολατρία, όπως γίνεται πάντα που ο λαός σηκώνει το μεγαλύτερο μέρος του αγώνα, αυτή όμως η αντίσταση δεν τον απεθάρρυνε, αλλ' αντίθετα, στηρίζοντας την ελπίδα στην επιθυμία του, θεωρούσε βέβαιη την επικράτηση.
Έχοντας μυηθή στη λατρεία του Ηλίου στην Έφεσο από τον Μάξιμο τον Εφέσιο87, λατρεία που στη Μ. Ασία την εποχή εκείνη ταυτιζόταν με τη λατρεία του Μίθρα88, κατήργησε, μετά το θάνατο του Κωνσταντίου, το μεγάλο λάβαρο που έφερε το Σταυρό και το μονόγραμμα του Χριστού με τη φράση ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ, όπως είχε αποκαλυφθεί σε όραμα στον Μέγα Κωνσταντίνο, όταν το 321 μ.Χ. βάδιζε εναντίον του Μαξεντίου στη Μουλβία γέφυρα του Τίβερη, και έκτοτε υψούμενο οδηγούσε στις μάχες τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας. Το αντικατέστησε με ένα άλλο που έφερε την παράσταση του Ηλίου με την επιγραφή SOLIINVICTO (στον αήττητο Ήλιο). Ο ασεβής Ιουλιανός δεν σεβάστηκε το λάβαρο με το Σταυρό που οι ίδιοι οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν «καμάτων λυτήριον», ανακουφιστικό των κόπων της εκστρατείας και του πολέμου, και «βασιλεύον», που είχε την προεξάρχουσα και πλέον τιμητική θέση μεταξύ των άλλων λαβάρων που έφεραν διάφορες παραστάσεις, είτε πρόσωπα βασιλέων είτε δαιμονικές μορφές δρακόντων, αποτρόπαιων - κατά την αρχαία αντίληψη - της ήττας που έφερνε θάνατο. Τέτοια ανίερη επέμβαση στη σημαία - θα λέγαμε σήμερα - έκανε ο Ιουλιανός, για να προχωρήση στη συνέχεια σε διώξεις κατά του κλήρου και της Εκκλησίας, που είχε ήδη απλωθή στα πέρατα της τότε γνωστής οικουμένης («κατά της οικουμενικής καρποφορίας, της πάντα διαλαβούσης τα πέρατα»).
δ' Επιτίμηση του Ιουλιανού, κεφ. 67-73
«Ευηθέστατε (μωρότατε) και ασεβέστατε και απαιδευτότατε τα μεγάλα»· ο άγιος επιτιμά τον Ιουλιανό για τον μανιασμένο διωγμό που κίνησε κατά της μεγάλης κληρονομιάς του Χριστού, η οποία δεν θα πάψη να υφίσταται και τελικά θα αρθή στο ύψος που της αρμόζει, όσο κι αν λυσσούν εναντίον της κατά καιρούς οι εχθροί της πίστεως. Ο λόγος καθίσταται καθαρά ελεγκτικός με έναν καταιγισμό ερωτήσεων σε β' ενικό πρόσωπο: «Στρέφεσαι εναντίον της θυσίας του Χριστού με τα μιάσματά σου; Στρέφεσαι εναντίον του αίματος, που καθάρισε τον κόσμο, με τα δικά σου αίματα;» Ήταν τόση η παραφορά, ο δαιμονικός οίστρος που κατελάμβανε τον Ιουλιανό, ώστε ο ίδιος προσωπικά, με το χέρι του, θυσίαζε τα ζώα προς τιμήν των διαφόρων θεών, ακόμη και ολόκληρες εκατόμβες, γι' αυτό και επέστρεφε από τις θυσίες βουτηγμένος στα αίματα, ώστε και σύγχρονοί μας βιογράφοι του να τον αποκαλούν χασάπη89.
Ως νέος Ηρώδης και προδότης μετά τον Ιούδα, γίνεται χριστοκτόνος μετά τον Πιλάτο και μισόθεος μετά τους Ιουδαίους. Και εφόσον «ουδείς δούλος μείζων του Κυρίου αυτού», η ατίμωση στρέφεται και προς τους μεγάλους αγωνιστές της πίστεως των πρώτων χριστιανικών χρόνων, τον Ιωάννη, τον Πέτρο, τον Παύλο, τον Ιάκωβο, το Στέφανο, το Λουκά, τον Ανδρέα, τη Θέκλα και σε όσους πριν απ' αυτούς και μετά απ' αυτούς αγωνίσθηκαν ως ασώματοι για να μην προδώσουν ούτε με μία λέξη την ευσέβεια. Ο Ιουλιανός ασεβούσε προς τους μάρτυρες με κάθε τρόπο. Όταν ήταν στην Αντιόχεια (Ιούλιος 362- Μάρτιος 363) διέταξε να απομακρύνουν το λείψανο του αγίου Βαβύλα, επισκόπου Αντιοχείας, από το ιερό που είχαν ανεγείρει οι Χριστιανοί προς τιμήν του στη Δάφνη, το προάστιο της Αντιοχείας, για να μη μολύνη το χώρο όπου υπήρχε το ιερό του Απόλλωνα και να μην εμποδίζη το «θεό» να δώση χρησμό! Ασεβούσε και προς τα σώματα των αγίων, τα οποία έχουν την ίδια δύναμη με τις άγιες ψυχές τους να φυγαδεύουν δαίμονες και αναβλύζουν ιάσεις για όσους απλώς τα εγγίζουν ή τα τιμούν. Στους αγίους ανήκουν οι μεγάλες τιμές και πανηγύρεις και όχι στα άψυχα αγάλματα των θεών της ειδωλολατρίας που τιμούσε ο Ιουλιανός.
Ατίμωση των Χριστιανών μαρτύρων από τη μια, θαυμασμός από την άλλη για μυθικά κατά το πλείστον κατορθώματα μυθικών κατά το πλείστον προσώπων της αρχαιότητος.
Με θαυμασμό αποδέχεσαι τους μύθους για την πυρά του Ηρακλή90 και τη σφαγή του Πέλοπος, από τους ώμους του οποίου και του ελέφαντα προήλθαν οι Πελοπίδαι91 και για τις εκτομές των Φρυγών κάτω από τους ήχους της φλογέρας92 και για τα βασανιστήρια και τις καύσεις που τελούνταν στα μυστήρια του Μίθρα93 και για το έθιμο της ανθρωποθυσίας των ξένων στην Ταυρίδα94 και για τη θυσία της Ιφιγένειας στην Αυλίδα και για τη θυσία του Μενοικέως95, που προσφέρθηκε να χύση το αίμα του στο βωμό υπέρ της πατρίδας του, της Θήβας, και για το αίμα των θυγατέρων του Σκεδάσου στα Λεύκτρα96. Συ, Ιουλιανέ, επαινείς τους Λάκωνες εφήβους που δέρονται με μαστίγια και ραντίζουν με το αίμα τους το βωμό της Αρτέμιδος. Εσύ εξυψώνεις το θάνατο του Σωκράτη με το κώνειο και θαυμάζεις τον Επίκτητο97, που καρτερικά υπέμενε το στρίψιμο του σκέλους του και τον Ανάξαρχο98, για το μαρτύριό του μέσα στον όλμο (γουδί). μάλιστα, σχολιάζει ο άγιος, τα βάσανα τα οποία υπέμειναν οι δύο τελευταίοι δεν οφείλονταν σε δική τους επιλογή, αλλά τους τα επέβαλε η ανάγκη.
Θαυμάζεις ακόμα, Ιουλιανέ, το πήδημα του Κλεομβρότου99 και την ένσταση του Πυθαγόρα για τα κουκιά100 και την περιφρονητική στάση της Θεανώς101 απέναντι στο θάνατο ή των διαφόρων άλλων οπαδών της φιλοσοφίας του Πυθαγόρα. Κι ακόμα τους γενναίους στρατηγούς σαν τον Επαμεινώνδα102 ή τον Σκιπίωνα103 που θέλεις να τους μοιάσης στην καρτερία με το να συμμερίζεσαι τους κόπους των στρατιωτών σου και το λιτό φαγητό τους κατά τις εκστρατείες, οδηγώντας τους ο ίδιος στη μάχη. Εσύ, λοιπόν, που αναγνωρίζεις τη γενναιότητα των εχθρών σου και κατακρίνεις τη μαλθακότητα και δειλία, όταν τη συναντάς ακόμη και σε ανθρώπους του στενού σου περιβάλλοντος, πώς δεν αναγνωρίζεις και δεν σέβεσαι τον ηρωικό και υπεράνθρωπο όντως αγώνα των Χριστιανών αγωνιστών, των αθλητών εκείνων της πίστεως, που έχοντας απαρνηθή τα εγκόσμια κέρδισαν όλα τα υπερκόσμια, που έχοντας νεκρώσει τις επιθυμίες ανέβηκαν την ουράνια κλίμακα προς τον Θεό;
Όλο το 71ο κεφάλαιο αποτελεί έναν εξαίσιο ύμνο στην ασκητική ζωή μέσα από αντιθέσεις που εκφράζονται υπό μορφήν ερωτήσεων: Περιφρόνηση τιμών και θρόνοι. γυμνότητα και ένδυμα αφθαρσίας· ερημία και πανήγυρις· τιθάσσευση των παθών και ανέκφραστη απόλαυση. Αυτοί οι ουράνιοι πολίτες της γης ξεπλένουν τις αμαρτίες του κόσμου με τα δάκρυά τους και η θαυματουργική τους δύναμη σβήνει τη φωτιά, ημερώνει τα θηρία, αμβλύνει τα ξίφη, τρέπει σε φυγή τις τάξεις του εχθρού και να ξέρης καλά, βασιλιά, ότι θα φιμώση και τη δική σου ασέβεια, έστω κι αν φανή προς στιγμήν ότι υψώθηκες παίζοντας το δράμα της ασεβείας μαζί με τους δαίμονές σου.
Ο Ιουλιανός έχει ήδη φονευθή από ένα εχθρικό δόρυ στη Μεσοποταμία, αλλά ο άγιος τον επιτιμά σαν να τον έχη μπροστά του, όχι γιατί παρασύρεται από τη ρύμη του λόγου, κάτι που θα μπορούσε να επικαλεσθή η λογοτεχνική ανάλυση, αλλά γιατί για τους αγίους ο χρόνος είναι ενιαίος. παρελθόν, παρόν και μέλλον υπάρχουν εν τω Θεώ. Το παρελθόν του Ιουλιανού, που αφρόνως διαχειρίστηκε, καθόρισε το μέλλον του, που είναι το παρόν της αιώνιας κατάκρισής του. Πώς δεν φοβάσαι το Θεό, Ιουλιανέ, πώς δεν φοβάσαι τη δίκαιη κρίση του, εσύ που σαν κοσμικός βασιλιάς τιμωρούσες περισσότερο από κάθε άλλον με θανατική ποινή την παράβαση των νομοθετημάτων σου;
Η σωρεία των παραπομπών στην αρχαιότητα που αναφέρθηκαν παραπάνω (κεφ. 70) και αυτών που ακολουθούν φανερώνουν τη μεγάλη αρχαιομάθεια του αγίου Γρηγορίου, ο οποίος «έπαιζε στα δάχτυλα» την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και μυθολογία, κάτι που δείχνει πόσο ενσυνείδητη και στερεά θεμελιωμένη ήταν η πίστη του στην αλήθεια του Χριστού. Γι' αυτό και ο ίδιος και οι άλλοι Καππαδόκες πατέρες δεν αρνούνται να χρησιμοποιήσουν και να αξιοποιήσουν τις αξίες της ελληνικής παιδείας στον εκχριστιανισμό του ανθρώπου επιχειρώντας «μια γενναία ανθρωπιστική κίνηση στους κόλπους της ορθοδοξίας»104. Όσο όμως κι αν καταφάσκη στην ελληνική παιδεία δεν παύει πάντοτε άγρυπνα να διαστέλλη τους δύο κόσμους: Η αγιότητα των ασκητών και αγίων της πίστεως είναι πολύ ανώτερη από τη σοφία του νομοθέτη Σόλωνα που επισκέφθηκε το χρυσοφόρο Κροίσο105 και από τον έρωτα του σαρκικού κάλλους, «αιδούμαι γαρ ειπείν παιδεραστίας», και από τη λαιμαργία του Πλάτωνα, που εξ αιτίας της κανένας Έλληνας δεν τον αγόραζε για δούλο στη Σικελία106, και από τη γαστριμαργία του Ξενοκράτη107 και από τη φλυαρία του Διογένη και από τη φιλοσοφία του Επικούρου, που δεχόταν ως ύψιστο αγαθό την ηδονή. Κανένα ηθικό ψεγάδι δεν σκιάζει την προσωπικότητα των αγίων της Εκκλησίας, ενώ αντίθετα συχνά βλέπει κανείς να συμβαδίζουν με την ανθρώπινη σοφία, με την υψηλή διανόηση ή επιστημοσύνη, με την καλλιτεχνική δημιουργία, μεγάλα πάθη. Απ' αυτό τον κανόνα δεν εξαιρούνται και τα μεγάλα ονόματα της αρχαιότητας.
Το θαυμασμό του Ιουλιανού και των ομοϊδεατών του κέρδισαν επίσης επιφανείς κυνικοί φιλόσοφοι, όπως ο Κράτης108 και ο Αντισθένης109.
Ο Κράτης, μολονότι είχε ακτημοσύνη και αφιλοχρηματία, κήρυττε, όπως και οι άλλοι κυνικοί, ότι μόνο η απαλλαγή του ανθρώπου από τα εξωτερικά αγαθά εξασφαλίζει τον κατ' αρετήν βίον, χλευάζοντας έτσι την ελευθερία του ανθρώπου. Ο άγιος προφανώς διαστέλλει τη Χριστιανική αντίληψη για τη διαχείριση των αγαθών από τον άνθρωπο «εν ελευθερία», από την υπαγορευμένη στάση ζωής των κυνικών, που κατ' ουσίαν δουλαγωγούσε την ανθρώπινη ελευθερία. (Οι Κυνικοί κήρυτταν την περιφρόνηση σε κάθε κοινωνικό και εθνικό καθήκον, σε κάθε αγαθό και κάθε τιμή, και την αδιαφορία σε κάθε φιλικό ή συγγενικό δεσμό). Η αυτάρκεια και η λιτότητα των κυνικών δεν αρκούν για την πραγμάτωση της αρετής, αν δεν αποτελούν τα μέσα στον πνευματικό αγώνα για την απαλλαγή από τα πάθη, και αυτό δηλώνεται στο κείμενο με το παράδειγμα εκείνου που, ενώ το πλοίο στο οποίο επέβαινε κινδύνευε να καταποντισθή από μεγάλη τρικυμία και όλοι οι επιβαίνοντες ρίχνονταν στη θάλασσα, αυτός ευχαριστούσε την τύχη του που ήταν τυλιγμένος στο παλιό του ιμάτιο! Ούτε ο Αντισθένης μπόρεσε να απαλλαγή από τη μνησικακία και την εκδικητικότητα, γιατί, όπως αναφέρεται στο εδώ χωρίο, όταν κάποιος που ήθελε να τον προσβάλη, τον χτύπησε στο πρόσωπο, χάραξε στο μέτωπό του το όνομα του εχθρού του, σαν να ήθελε να απαθανατίση το γεγονός για να επισύρη μεγαλύτερη κατηγορία εναντίον του δράστη.
Επαινεί ο Ιουλιανός και κάποιον που έζησε στο κοντινότερο παρελθόν («τινά των ου πολύ προ ημών») που όρθιος ολόκληρη μέρα προσευχήθηκε στον ήλιο μέχρι τη δύση και εκείνον που ολόκληρη νύχτα στάθηκε όρθιος χειμώνα καιρό στην Ποτίδαια απορροφημένος από το φιλοσοφικό στοχασμό, χωρίς να αισθάνεται το κρύο, επειδή βρισκόταν σε έκσταση.
Επαινεί ακόμη τη φιλομάθεια του Ομήρου σχετικά με το Αρκαδικό ζήτημα110, τη φιλοσοφική ενασχόληση του Αριστοτέλη με το φυσικό φαινόμενο της μεταβολής των θαλασσίων ρευμάτων στο στενό του Ευρίπου, όπου και πέθανε111. Το φρέαρ του Κλεάνθους112 και ο ιμάς του Αναξαγόρα113 και η κατήφεια του Ηρακλείτου αποσπούν επίσης το θαυμασμό του Ιουλιανού. Αν λοιπόν ο Ιουλιανός θαυμάζη κάποιους φιλοσόφους της αρχαιότητας που περιφρόνησαν τα υλικά αγαθά, πώς δεν προκαλεί το θαυμασμό του το δια βίου «δυσπαθείν δια την Χριστού μίμησιν» όχι ευαρίθμων, αλλά χιλιάδων και μυριάδων ανθρώπων, απανταχού της οικουμένης, ανδρών και γυναικών, όχι μόνον ασήμων αλλά και επιφανών λόγω περιουσίας και καταγωγής και αξιωμάτων; Γιατί αν οι άσημοι είναι συνηθισμένοι στις ταλαιπωρίες, πώς εξηγείται πρόθυμα να υπομένουν τα παθήματα άνθρωποι αβροδίαιτοι και εντελώς ασυνήθιστοι στην κακοπάθεια; Οι Χριστιανοί αγωνιστές λησμονούν τη φύση τους, όπου χρειάζεται, ώστε να οικειωθούν τον Θεό, «κανταύθα μόνον επιλανθανομένων της φύσεως, ου δει Θεόν οικειούσθαι δι' αγνείας και καρτερίας». Τα μέσα σ' αυτό τον αγώνα είναι η αγνεία και η καρτερία. Δεν πρόκειται λοιπόν για έναν χωρίς διάκριση εξοντωτικό καταναγκασμό της ανθρώπινης φύσης, που βγάζει τον άνθρωπο έξω από τους κανόνες του κοινωνικού βίου, όπως δίδασκαν οι κυνικοί, αλλά για μια πορεία με επίγνωση του τελικού στόχου σε μία οδό με διάκριση. Όλοι αυτοί που πορεύονται την οδό προς το Χριστό πείθουν με τη ζωή τους, ακόμη κι αν δεν διδάσκουν με το λόγο τους, γιατί η ευσέβεια δεν είναι θέμα συζητήσεως, αλλά μεγαλύτερη παιδευτική αξία έχει η εφαρμογή της θεωρίας στην πράξη.
(συνεχίζεται)
Πηγή: «ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ» Τριμηνιαία Έκδοση Ορθοδόξου Διδαχής
Έτος ΣΤ΄ . Τεύχος 1 . Ιανουάριος - Μάρτιος 2004
Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω: