Η ηθική των αιρετικών και το εκκλησιαστικό ήθος


Η ηθική των αιρετικών και το εκκλησιαστικό ήθος

Αρχιμ. Αυγουστίνου Μύρου, Δρ. Θ. (†)

(Α’ μέρος)

Οι οπαδοί των αιρέσεων συνηθίζουν συστηματικά να καυχώνται για τον ενάρετο βίο των μελών της «Ομολογίας» τους και συγχρόνως να στιγματίζουν τα μέλη της ιστορικής Εκκλησίας ως κατάφορτα από αμαρτίες και πάθη. Αρέσκονται, μάλιστα, αφ’ ενός μεν να μεγαλοποιούν τα λεγόμενα εκκλησιαστικά σκάνδαλα, αφ’ ετέρου δε να προβάλλουν κάποια παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι δημόσια ομολογούν ότι προσχωρώντας στην συγκεκριμένη «Ομολογία» τους αυτόματα απαλλάχθηκαν από φοβερά πάθη, όπως το πάθος του τσιγάρου, των ναρκωτικών, του αλκοολισμού, της σαρκολατρείας κ.ά. Οι ομολογίες αυτές προβληματίζουν πολλούς και τους κάνουν να διερωτώνται, μήπως στην συγκεκριμένη αίρεση υπάρχει όντως η αλήθεια.

Είναι μαρτυρημένο ότι κατά κανόνα ο ενάρετος βίος συνδέεται με την αληθινή πίστη και η αμαρτωλή διαγωγή με την πλανεμένη πίστη. Αυτό το εδίδαξε ο ίδιος ο Ιησούς με τον λόγο του: «πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς…ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθεια ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς»1. Την ίδια αλήθεια υπενθυμίζει και ο άγιος Χρυσόστομος, ο οποίος μεταξύ των άλλων γράφει ότι «εάν η πίστη χωρίς τον ενάρετο βίο δεν έχει καμμία αξία, πολύ περισσότερο ισχύει το αντίστροφο»2.

Ο προβληματισμός όμως, για το αν και πώς συνδέεται η πίστη με τον ενάρετο ή αμαρτωλό βίο αυτών που την υποστηρίζουν, οφείλεται κυρίως στην άγνοια που έχουν οι πολλοί για το ακριβές περιεχόμενο της αρετής. Αυτή η άγνοια δημιούργησε τον ίδιο ακριβώς προβληματισμό και στους ανθρώπους των πρώτων χριστιανικών αιώνων, σε σχέση τότε με τους ειδωλολάτρες. Μας τον μεταφέρει ανάγλυφα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος από την εποχή του (τέλη 4ου αι. μ.Χ.): «Τι λοιπόν, λένε οι πολλοί, δεν υπάρχουν και χριστιανοί που επιτελούν έργα αμαρτωλά, αλλά και ειδωλολάτρες που ζουν ενάρετα;».

Στον προβληματισμό αυτό απαντά άμεσα ο ίδιος ο οικουμενικός διδάσκαλος, αξιοποιώντας την βασική θεολογική αρχή, της διακρίσεως. Διακρίνει δηλαδή, δύο ειδών αρετές· την πνευματική αρετή, αυτήν που εμφανίζεται ως καρπός του Αγίου Πνεύματος, και την φυσική αρετή, αυτήν που έχουν λάβει όλοι οι άνθρωποι από τον Θεό. «Κι εγώ γνωρίζω, λέγει, ότι υπάρχουν χριστιανοί που ζουν με φαυλότητα. Εάν όμως υπάρχουν ειδωλολάτρες που ζουν ενάρετα αυτό ακόμη δεν το έχω διαπιστώσει με βεβαιότητα. Βέβαια, μη μου μιλάς για αυτούς που είναι από τη φύση τους επιεικείς και κόσμιοι, διότι αυτό στην πραγματικότητα δεν είναι αρετή. Αντίθετα, μίλησέ μου για εκείνον που αντιμετωπίζει στον βίο του τα πάθη και γνωρίζει να φιλοσοφή… Ούτε πάλι να μου προβάλης ως επιχείρημα ότι ο τάδε ειδωλολάτρης ζη με σωφροσύνη και δεν αρπάζει τα αγαθά των άλλων διότι δεν είναι μόνα αυτά που συνιστούν την αρετή. Διότι, ποιο το όφελος για κάποιον που τα έχει όλα αυτά, αλλά παραμένει δούλος της κενοδοξίας και υπολογίζοντας την συντροφιά των φίλων του παραμένει στην πλάνη; Αυτό σίγουρα δεν είναι δείγμα καλού βίου, διότι όποιος είναι δούλος της δόξης δεν είναι λιγώτερο απαράδεκτος από εκείνον που πορνεύει»3. Σε άλλο σημείο σημειώνει: «Και από πού θα προέλθη ο τέλειος (ενάρετος) βίος; Από πουθενά αλλού, παρά μόνον από τη θεία ενέργεια. Πώς τότε εξηγείται ότι υπάρχουν και ειδωλολάτρες με ενάρετο βίο; Εκείνοι, αν τελικά υπάρχουν τέτοιοι, υπάρχουν είτε εκ φύσεως, είτε από κενοδοξία»4.

Μελετώντας προσεκτικά και βαθύτερα τα παραπάνω κείμενα παρατηρούμε ότι για να απαντήση ο ιερός Πατήρ στο ερώτημα, που τίθεται από τους πολλούς, ξεκινά από τον προσδιορισμό της αρετής.

Είναι γνωστό ότι η αρετή ως έννοια αποτελεί βασικό γνώρισμα τόσον του ήθους, όσον και της ηθικής, αλλά στην κάθε περίπτωση διαφοροποιείται ως προς το περιεχόμενο και την ποιότητά της. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο άγιος Χρυσόστομος και γι’ αυτό ομιλεί έχοντας ως δεδομένη την ύπαρξη δύο ειδών αρετής· της φυσικής αρετής των ηθικών συστημάτων, που είναι κατά σχήμα αρετή, και της πνευματικής αρετής του εκκλησιαστικού ήθους, που είναι η όντως αρετή.

Σύμφωνα με αυτή τη διάκριση δεν έχουν πραγματική αρετή εκείνοι που απλώς διαθέτουν διάφορα φυσικά χαρίσματα. Αρετή έχουν εκείνοι που παλεύουν με τα πάθη και τα νικούν. Και αυτό το επιτυγχάνουν με την θεία χάρη, η οποία προσφέρεται από το Άγιο Πνεύμα με τα Μυστήρια της Εκκλησίας.

Οι παρατηρήσεις αυτές μας βοηθούν  να διακρίνουμε τα κύρια γνωρίσματα της πνευματικής αρετής. Το ένα είναι η προέλευσή της από το Άγιο Πνεύμα και η προσφορά της απ’  Αυτό μόνον στον αναγεννημένο και συνδεδεμένο με τα πραγματικά Μυστήρια της μιας Εκκλησίας, με τα οποία προσφέρεται η θεία Χάρις. Πρόκειται για την αρετή που ο απόστολος Παύλος την ονομάζει «καρπόν του Πνεύματος»5. Το δεύτερο γνώρισμά της είναι η ελεύθερη συνέργεια του ανθρώπου, που εκφράζεται με την ενσυνείδητη αποδοχή της θείας ενεργείας και την προσωπική συμμετοχή στον αγώνα κατά των παθών. Ενάρετος πνευματικά δεν είναι αυτός που απλώς είναι απαλλαγμένος από κάποιο πάθος κατά φυσική ακολουθία, αλλ’ αυτός που ελεύθερα αγωνίστηκε επικαλούμενος την θεία Χάρη και έτσι κατώρθωσε να απαλλαγή από το πάθος. Το τρίτο, τέλος, γνώρισμα της πνευματικής αρετής, κατά τον άγιο Χρυσόστομο, είναι η καθολικότητά της. Πράγματι ενάρετος δεν είναι αυτός που κατέχει μία ή περισσότερες αρετές, αλλά εκείνος που στολίζεται με όλες τις αρετές, διότι ποια είναι η αξία για κάποιον να σωφρονή και να ελεή, αλλά να είναι συγχρόνως γεμάτος από εγωισμό και φιλοδοξία;

Τίθεται λοιπόν επιτακτικό το ερώτημα: Διαθέτει αυτά τα γνωρίσματα η αρετή, όπως την αντιλαμβάνονται τα ποικίλα αιρετικά συστήματα; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα επιχειρήσουμε να την δώσουμε στην συνέχεια στο επόμενο τεύχος.

(η συνέχεια στο επόμενο)

_______________________

  1. Ιω. 3,20-21
  2. Εις Α’ Τιμ. 5,2 PG 62, 528
  3. Εις Ιω. 28,2 PG 59, 164
  4. Εις Πραξ. 47,3 PG 60, 331
  5. Γαλ. 5,22

 

Περιοδικό «διάλογος»

Τεύχος 107, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2022




Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 25/4/2024 5:43:35 μμ