ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ: ΜΙΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

τοῦ Κωνσταντίνου Ψαρᾶ,
πρώην ὀπαδοῦ τοῦ «Ὑπερβατικοῦ Διαλογισμοῦ»

(Β’ Μέρος)

Για να διαβάσετε το Α΄Μέρος πατήστε εδώ

α) Διαλογισμός ἤ προσευχή

Προκειμένου νά ἀντιπαραβάλουμε τόν Διαλογισμό τῶν γκουρουϊστικῶν ὁμάδων μέ αὐτό πού ἐννοοῦμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς προσευχή, πρέπει, ὅπως λέγει καί ὁ μακαριστός πατήρ Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος στό βιβλίο του «Διαλογισμός ἤ προσευχή», «νά ὁριοθετήσουμε τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς. Νά κατανοήσουμε δηλαδή τί εἶναι προσευχή στό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας. Ἡ προσευχή, συνεχίζει, ἀποτελεῖ στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό καί στροφή τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Αὐτή ἡ στροφή ἀναφέρεται στήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως ὁ καρπός τῆς προσευχῆς δέν είναι συνέπεια τοῦ ἀνθρώπινου μόχθου. Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὄχι μόνο ἡ προσευχή, ἀλλά τό κάθε τί πού ἔχει σχέση μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν προσευχή ἐγκαταλείπει τήν αὐτονομία του καί ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ προσευχή δέν ἀποτελεῖ διαδικασία αὐτο-εμβύθισης τοῦ αὐτονομημένου ἀνθρώπου, ἀπό τήν ὁποία ἀναμένεται ἀφύπνιση κάποιων κρυφῶν δυνάμεων μέσα στόν ἄνθρωπο».

Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἡ προσευχή δέν μπορεῖ νά «διδαχθεῖ» ἀπό ἀνθρώπους ὡς «γνώση». Δέν εἶναι κάποια «τεχνική» πού μπορεῖ κανείς νά τήν μάθει καί νά τήν ἀσκεῖ.

Γιά τόν διαλογιζόμενο δέν ἔχει σημασία ἡ θρησκεία στήν ὁποία ἀνήκει ἤ ὁ Θεός στό ὄνομα τοῦ ὁποίου διαλογίζεται. Ὁ διαλογιζόμενος, τίς περισσότερες φορές, πιστεύει ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός καί εἶναι ἀδιάφορο τό ὄνομά του. Ἕνας σύγχρονος γκουρού, λέγει: «Δέν ἔχει σημασία σέ ποιό Θεό προσεύχεσαι, γιατί ὅλες οἱ προσευχές τελικῶς σέ μένα ἔρχονται».

Πολλές ὁμάδες, πού διδάσκουν διαλογισμό καί στήν Ἑλλάδα, ἰσχυρίζονται ὅτι διαλογισμός καί προσευχή εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Φυσικά μέ αὐτόν τόν τρόπο κατορθώνουν νά πείσουν μόνον ἐκείνους πού δέν γνωρίζουν οὔτε τίς δογματικές ἀλήθειες τῆς θρησκείας μας οὔτε καί ἔχουν ποτέ γευθεῖ τούς καρπούς τῆς προσευχῆς.

Ὁ χριστιανός προσεύχεται, δέν διαλογίζεται, ὅπως κάνει ὁ ὀπαδός τῆς ὁμάδας, πού ἐπικαλεῖται μία ἰνδική θεότητα, δηλαδή ἕνα δαιμόνιο, οὔτε προσεύχεται στον ἑαυτό του ἤ τόν γκουρού του ἤ μπροστά σέ μία ἀπρόσωπη δύναμη ἤ ὑπερσυνειδητότητα.

Ὁ χριστιανός προσεύχεται «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μπροστά σ᾽ ἕναν προσωπικό Θεό, σέ ἕναν ἐλεήμονα Σωτήρα, στόν σταυρωθέντα καί ἀναστημένο Ἰησοῦ Χριστό, πού κένωσε τόν ἑαυτό Του καί πῆρε δούλου μορφή, γιά νά προσλάβει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν κάνει συγκληρονόμο Του, θεόν κατά χάριν.

Σχετικά μέ τήν προσευχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ὁ π. Anthony Bloom, στό βιβλίο του «Μάθε νά προσεύχεσαι», (σελ. 29, ἔκδ. Ἔλαφος) μᾶς λέγει: «Πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἀπαραίτητο νά θυμόμαστε ὅτι ἡ προσευχή εἶναι μία συνάντηση, μία σχέση. Εἶναι μία σχέση βαθιά, μία σχέση πού δέν μπορεῖ βίαια νά ἐπιβληθεῖ, οὔτε σέ μᾶς, οὔτε στόν Θεό. Τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά κάνει αἰσθητή τήν παρουσία Του ἤ μπορεῖ νά μᾶς ἀφήνει μέ τήν αἴσθηση τῆς ἀπουσίας Του, εἶναι ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς ἀβίαστης, ζωντανῆς καί πραγματικῆς σχέσης. Ἄν μπορούσαμε μηχανικά νά τόν παρασύρουμε σέ μία συνάντηση (ὅπως λανθασμένα πιστεύον οἱ περί τόν διαλογισμό), νά τόν ἀναγκάσουμε δηλαδή νά μᾶς συναντήσει, ἁπλᾶ καί μόνον γιατί ἐμεῖς διαλέξαμε αὐτή τή στιγμή νά Τόν συναντήσουμε, τότε δέν θά ὑπῆρχε οὔτε συνάντηση, οὔτε σχέση. Κάτι τέτοιο μπορεῖ νά γίνει μόνο μέ μία εἰκόνα, μέ τή φαντασία ἤ μέ διάφορα εἴδωλα πού μποροῦμε νά τοποθετήσουμε μπροστά μας ἀντί τοῦ Θεοῦ (μάντρα, φωτογραφίες τοῦ γκουρού κ.λπ.). Ἀλλά μέ τόν ζωντανό Θεό δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε περισσότερο ἀπ᾽ ὅτι μποροῦμε νά κάνουμε μ᾽ ἕνα ζωντανό πρόσωπο».

«Ἡ ἀληθινή αὐτογνωσία (διαβάζουμε σέ ἕνα βιβλίο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, Νοερά Ἄθληση, σελ. 184) φέρνει τή διορατικότητα ὡς πρός τίς ἐλλείψεις καί ἀδυναμίες μας, μέ τίς ὁποῖες εἶναι πεπληρωμένα ὅλα μέσα μας. Ἄς προσέξουμε δέ γιατί, ὅσο περισσότερο βρίσκεται μέσα ἡ σκέψη ὅτι εἴμαστε, σάν ἄνθρωποι καί ἄξιοι γιά κάθε κατάκριση, τόσο πιό πολύ ἀνερχόμαστε πνευματικά».

Σέ ἄλλο κεφάλαιο τοῦ ἰδίου βιβλίου (σελ. 62) διαβάζουμε ὅτι «τό ἐνδιαφέρον σας γιά τή νοερή προσέγγιση πρός τόν Κύριον, ἄς τό εὐλογήσει ὁ Κύριος. Αἰτεῖται καί δοθήσετε ὑμῖν. Αὐτός εἶναι ὁ νόμος γιά κάθε ἐπιθυμοῦντα τήν πνευματική προκοπή καί πρόοδο. Τίποτε δέν προσφέρεται χωρίς κόπο. Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε ἕτοιμη καί πλησίον, ἀρκεῖ ὀ ἀπογοητευμένος ἄνθρωπος νά κράξει: Κύριε βοήθησέ με! Νά ξέρουμε ὅτι καί ἡ παραμικρή αὐτοπεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου στίς δικές του δυνάμεις ἐμποδίζει τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση μέ τόν ἀληθινό Θεό εἶναι πράγματι σχέση πρόσωπο μέ πρόσωπο, ἀντικριστή σχέση».

β) Διαλογισμός καί Νοερά Προσευχή.

Λέγουν μερικές ὁμάδες, πού κάνουν διαλογισμό χρησιμοποιώντας σάν «μάντρα» τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ὅτι και αὐτοί προσευχή στόν Χριστό κάνουν, ὅπως καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι. Ποιά ἡ διαφορά;

Ἡ διαφορά εἶναι μεγάλη! Ὁ διαλογιζόμενος κι ὅταν ἀκόμη λέει τήν εὐχή δέν προσεύχεται στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό! Προσεύχεται εἴτε σέ μία ἀπρόσωπη συμπαντική ἤ ὑπερβατική δύναμη, εἴτε στόν γκουρού του εἴτε στόν ἑαυτό του εἴτε καί στά τρία μαζί!

Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλη διαφορά. Στό διαλογισμό λείπει ἡ ταπείνωση τοῦ Τελώνη. Ὑπάρχει ἡ ἔπαρση τοῦ Φαρισαίου. Στόν 50 Ψαλμό διαβάζουμε ὅτι «καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουθενώσει». Συνεπῶς τήν καρδιά, πού εἶναι γεμάτη ὑπερηφάνεια καί ἐγωϊσμό τήν ἐξουθενώνει, δηλαδή τήν ἀποστρέφεται καί τήν περιφρονεῖ ὁ Κύριος. Πράγματι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐνῶ κατέκρινε τόν Φαρισαῖο, ἐπαίνεσε ἰδιαίτερα τόν γεμάτο ἐνοχές, ἀλλά μετανοιωμένο Τελώνη τῆς παραβολῆς.

Ὁ Χριστός θέλει νά ὑπάρχει ταυτότητα λόγων καί ἔργων. Ἄλλωστε καί νοερά προσευχή αὐτό ἀκριβῶς εἶναι: «νά στέκεσαι μπροστά στόν Θεό, προσευχόμενος μέ τόν νοῦ μέσα στήν καρδιά. Ἐπίσης νά ασκεῖσαι διαρκῶς στή συνεχή κατά τό δυνατόν κοινωνία μέ τόν Θεό, μακριά ἀπό ὀποιοδήποτε σχῆμα, μακριά ἀπό κάθε λογισμό, μακριά ἀπό κάθε ὁρατή (αἰσθητή) κίνηση καί σκέψη» (Νοερά ἄθληση, κεφ. 33).

Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μᾶς δίνει τήν πιό κάτω κρίση του γιά τήν προσευχή: «Ἡ ἀδιάλλειπτη προσευχή βρίσκεται στήν ἀδιάκοπη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Εἴτε κουβεντιάζει κανείς εἴτε κάθεται, εἴτε περπατᾶ εἴτε κατασκευάζει κάτι, εἴτε τρώει εἴτε εἶναι ἀπασχολημένος μέ κάποιον ἄλλον τρόπο, πρέπει παντοῦ καί πάντοτε νά ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τῆς Γραφῆς: “Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε” (Α’ Θεσ. ε’ 17). Πρέπει νά ἔχουμε ἐπίγνωση ὅτι ὁ Χριστός εἶναι μπροστά μας, κατά τό «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός» (Πράξ. β’ 25). Ὁ Χριστός εἶπε: “Στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δέν θά εἰσέλθει κάθέ ἕνας πού λέει Κύριε Κύριε, ἀλλά ἐκεῖνος πού κάνει τό θέλημα τοῦ Πατέρα μου πού εἶναι στούς οὐρανούς” (Ματθ. ζ’ 21)».

Οἱ διαλογιζόμενοι ὅμως πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἀγαποῦν τόν γκουρού τους καί τόν ἑαυτό τους. Σέ ἐπιβεβαίωση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, σᾶς παραθέτω, σάν παράδειγμα, πού ἀφορᾶ λίγο πολύ ὅλες τίς ὁμάδες, μερικούς ἀπό τούς ὕμνους πύ ἀπηύθυναν οἱ ὀπαδοί τοῦ Σάϊ Μπάμπα, στόν γκουρού τους:

«Ὤ Κύριε Σάϊ, φίλε τῶν ἀβοήθητων, συγχώρεσε τίς ἁμαρτίες μας. Ὤ Γκουρού, ἐνσάρκωση τῆς Ἁγίας Τριάδος, Σωτήρα τῶν ἀδυνάτων ὑμνῶ τό ὄνομά Σου. Ὤ, Σάϊ Κύριε τοῦ Σύμπαντος...Ὤ Σάϊ, Κύριε ὅλης τῆς δημιουργίας».

Ἑπομένως, ὅταν κάνουν διαλογισμό οἱ ὀπαδοί τῶν ὁμάδων καί λένε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», μόνο στόν Χριστό δέν προσεύχονται. Στό νοῦ τους καί στήν καρδιά τους, ἔχουν ἄλλο θεό, τόν γκουρού τους καί τήν αὐτοῦ μεγαλειότητα τόν ἑαυτό τους.

Ὁ ὀπαδός τῆς ὁμάδας πού διαλογίζεται εἴτε μέ τή βοήθεια τοῦ μάντρα, εἴτε διαφορετικά, χρησιμοποιώντας τή νόηση και ὄχι καρδιά, ἀδρανοποιεῖ τίς αἰσθήσεις καί ἐπιτυγχάνει βαθμιαίως τήν ἀφαίρεση, τήν ἀδράνεια. Ἀργότερα μέ τόν καιρό, ἡ νοητική ἀδράνεια γίνεται κατάσταση, δεύτερη φύση του.

Αὐτό πού λέμε ἐμεῖς καρδιά, μέ τήν πνευματική ἔννοια (κατά τόν Π. Τρεμπέλα, τήν ἕδρα τοῦ συναισθήματος), ὁ διαλογιζόμενος δέν τό γνωρίζει, τό ἀγνοεῖ. Τό ἄτομο ὅταν διαλογίζεται μένει παγωμένο καί ἀδιάφορο σάν ἄγαλμα τοῦ Βούδα, ἡ καρδιά δέν συμμετέχει. Ἡ πορεία του, ἄν δέν ἀνακάμψει εἶναι πορεία καθόδου πρός τόν Ἅδη, χωρίς ἐλπίδα γιά Ἀνάσταση.

Ἀντίθετα, στόν ὀρθόδοξο χριστιανό, πού προσεύχεται νοερά, νοῦς καί καρδιά, συμψάλλουν τήν εὐχή καί συνευφραίνονται. Ὁ χριστιανός, μέ φρόνημα πένθιμο καί παρακλητικό, συνομιλεῖ μέ τόν «ἀγαπημένο». Προσφέρει στόν Χριστό δάκρυα συγνώμης καί δέχεται ἀπό Αὐτόν παραμυθία, τή χάρη τῆς λύτρωσης καί τήν ὑπόσχεση γιά ἀνάσταση.

Ὁ διαλογιζόμενος δίνει σημασία στίς στάσεις τοῦ σώματος. Ὁ χριστιανός καί ἰδιαίτερα ὁ Ὀρθόδοξος, πού δέν διαλογίζεται, ἀλλά προσεύχεται, συμβαίνει νά ἔχει καί αὐτός νά προβάλλει τίς δικές του «στάσεις». Προβάλλει τή στάση τοῦ ἀσώτου: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν και ἐνώπιόν σου, καί οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» (Λουκ. ιε’ 21-22). Προβάλλει τή στάση τοῦ Τελώνου: «καί ὁ τελώνης μακρόθεν ἐστώς οὐκ ἤθελεν οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ᾽ ἔτυπτεν εἰς τό στῆθος αὐτοῦ λέγων˙ ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. ιη’ 13). Προβάλλει τή στάση τοῦ Ζακχαίου: «καί προσδραμών ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπί συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν». (Λουκ. ιθ’ 4). Προβάλλει τή στάση τῆς αἱμορροούσης γυνῆς: «ἔλεγε γάρ ἐν ἑαυτῇ, ἐάν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Ματθ. θ’ 21). Προβάλλει τή στάση τοῦ εὐγνώμονα ληστή ἐπάνω στόν σταυρό: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ’ 42). Προβάλλει τή στάση τῆς ἁμαρτωλῆς γυναικός, πού κατάβρεχε τά πόδια τοῦ Ἱησοῦ μέ τά δάκρυά της καί ἡ ὁποία «στᾶσα ὀπίσωπαρά τούς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τούς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καί ταῖς θριξί τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασε, καί κατεφίλει τούς πόδας αὐτοῦ καί ἤλειφε τῷ μύρῳ» (Λουκ. ζ’ 38).

Αὐτές εἶναι οἱ «στάσεις» τῶν Ὀρθοδόξων. Δέν ἔχουμε ὅμως μόνον στάσεις ἔχουμε καί πορεία. Ναί, ἔχουμε μία σταυροαναστάσιμη βιωματική πορεία. Μᾶς σταυρώνουν καθημερινά τά πάθη μας καί οἱ ἐπιθυμίες μας καί μᾶς ἀνασταίνει πάντοτε τό ἔλεος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Ἐκεῖνοι ἔχουν νά ἐπιδείξουν Ἰμαλάϊα. Ἐμεῖς Γολγοθᾶ. Ἐκεῖνοι ἔχουν νά δείξουν ἕνα ψυχρό καί ἄψυχο Βούδα, πού δέν μπορεῖ οὔτε τόν ἑαυτό του νά σώσει. Ἐμεῖς ἔνα ἀνεπανάληπτο Σωτήρα Χριστό, σταυρωμένο γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες, ἀλλά καί ἀναστημένο καί ἀναληφθέντα στούς οὐρανούς.

Ἄς εὐχηθοῦμε ὁ Χριστός μας νά μᾶς ἐλεήσει ὅλους καί νά βοηθήσει τούς πλανεμένους ἀδελφούς μας νά ἐπιστρέψουν σύντομα κοντά Του, γιατί αὐτός εἶναι «ἡ ὁδός, καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή».


Περιοδικό «διάλογος»
ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2019, ΤΕΥΧΟΣ 96


Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω:


Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης