ΤO ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΞΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΗΣ

τοῦ Γεωργίου Η. Κρίππα
Διδάκτορος Συνταγματικοῦ Δικαίου

Τό ἄρθρον 13 παρ. 2 τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος, ὁρίζει ἐπί λέξει ὅτι «ὁ προσηλυτισμός ἀπαγορεύεται». Ἄρα δέν ἀνακύπτει θέμα ἀντισυνταγματικότητος τῆς διατάξεως τοῦ νόμου πού ἀπαγορεύει καί τιμωρεῖ τόν προσηλυτισμό, ἀφοῦ ἡ ἀπαγόρευση αὐτοῦ προβλέπεται ἀπό τό ἴδιο τό Σύνταγμα. Τονίζουμε εἰδικῶς τό σημεῖον τοῦτο, διότι ὑπῆρξαν καί καθηγηταί νομικῶν σχολῶν στήν Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι ὑπεστήριξαν, ὅτι ἡ ἀπαγόρευση τοῦ προσηλυτισμοῦ εἶναι ἀντισυνταγματική. Πρώτη φορά ἀκούγεται λοιπόν ὅτι διάταξη τοῦ Συντάγματος εἶναι ἀντισυνταγματική! Δέν εἶναι ὅμως ἡ πρώτη φορά πού τό μῖσος κατά τῆς Ἐκκλησίας ὁδηγεῖ εἰς αὐτοαναίρεση καί αὐτοεξευτελισμό. Ἕνας μάλιστα ἐκ τῶν ἐν λόγῳ κ.κ. Καθηγητῶν ἔχει ἐκδώσει καί σύγγραμμα, γιά νά ἀποδείξει, ὅτι ἡ ἀπαγόρευση τοῦ προσηλυτισμοῦ εἶναι ἀντισυνταγματική, τό ὁποῖο ὅποιος τό διαβάζει, δέν βλέπει πουθενά κανένα ἐπιχείρημα περί ἀντισυνταγματικότητος. Ὁ κύριος αὐτός θά μποροῦσε νά συγχωρηθεῖ μόνον ἐάν δέν ἐγνώριζε τήν ἐν προκειμένῳ συνταγματική διάταξη καί ἐγνώριζε μόνον τή διάταξη τοῦ νόμου περί προσηλυτισμοῦ. Τότε ὅμως δέν θά μποροῦσε νά συγχωρηθεῖ ἡ ἐκλογή του ὡς καθηγητοῦ Πανεπιστημίου.

Ὁ νόμος, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει καί τιμωρεῖ τόν προσηλυτισμό κατ᾽ ἐφαρμογήν τῆς προαναφερθείσης συνταγματικῆς διατάξεως εἶναι τό ἄρθρον 4 τοῦ Α.Ν. 1363/1938, ὡς ἐτροποποιήθη διά τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ Α.Ν. 1672/1939. Ἡ ἐν λόγῳ διάταξη τιμωρεῖ ποινικῶς τή διενέργεια τοῦ προσηλυτισμοῦ, προσδιορίζει ὅμως ἐπακριβῶς τί ἐννοεῖ διά τοῦ ὅρου «προσηλυτισμός».Ἤτοι, ἡ προσπάθεια ἀμέσου ἤ ἐμμέσου διεισδύσεως εἰς τήν θρησκευτική συνείδηση ἑτεροδόξου πρόν τόν σκοπό μεταβολῆς αὐτῆς ἰδία ἐφ᾽ ὅσον χρησιμοποιοῦνται πάσης φύσεως παροχές ἤ δίδεται ὑπόσχεση αὐτῶν ἤ ὑπόσχεση ἄλλη ὑλικῆς ἤ ἠθικῆς περιθάλψεως, ἤ χρησιμοποιοῦνται μέσα ἀπατηλά, ἤ ὑπάχει ἐκμετάλλευση τῆς ἀπειρείας, τῆς ἐμπιστοσύνης ἤ γίνεται ἐκμετάλλευση τῆς ἀνάγκης ἄλλου, τῆς πνευματικῆς του ἀδυναμίας ἤ κουφότητος. Ἐάν ὁ προσηλυτισμός διενεργεῖται ἐντός σχολείων, μορφωτικῶν ἤ φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων, αὐτό θεωρεῖται αἰτία ἐπιβαρυντική.

Ἐκ τῆς διατυπώσεως τῆς ἐν προκειμένῳ διατάξεως πρέπει νά προσεχθοῦν τά ἑξῆς:

α) Τό ἀδίκημα θεωρεῖται διαπραχθέν (τετελεσμένον) ἤδη ἀπό τῆς στιγμῆς τῆς ἀποπείρας, ἡ ὁποία δέν χρειάζεται νά ὁλοκληρωθεῖ γιά νά θεωρηθεῖ ὅτι τό ἀδίκημα διεπράχθη καί νά διωχθεῖ ὁ δράστης. Πρόκεται δηλαδή γιά ἔγκλημα «τετελεσμένον ἐν ἀποπείρᾳ». Ἐπίσης, ἐπειδή ὁ νόμος τιμωρεῖ τήν πράξη, ἐφ᾽ ὅσον γίνεται «πρός τόν σκοπό» μεταβολῆς τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τοῦ ἑτεροδόξου, γιά νά θεωρηθεῖ ὅτι τό ἀδίκημα διεπράχθη καί νά διωχθεῖ ὁ ὑπαίτιος, ὁ σκοπός δέν ἀπαιτεῖ νά ἔχει πραγματοποιηθεῖ. Τοῦτο διότι ἐδῶ ἔχουμε ἔγκλημα «σκοποῦ» καί στά ἐγκλήματα αὐτά ἀρκεῖ νά ἐπιδιώκεται ὁ σκοπός χωρίς νά πρέπει καί πραγματοποιηθεῖ.

β) Περαιτέρω χαρακτηριστικά τοῦ ἐλ λόγῳ ἐγκλήματος εἶναι ὅτι ἡ ὑπ᾽ αὐτοῦ προβλεπομένη πράξη δέν ἀπαιτεῖται μόνον νά ἐπιδιώκει τή μεταβολή τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τοῦ ἑτεροδόξου, ἀλλά ἐπί πλέον πρέπει ὁ ὑπαίτιος νά χρησιμοποιεῖ μεθόδους ἀνεντίμους, δελεαστικές, ἐκβιαστικές ἤ παραπλανητικές, ὅπως εἴπαμε. Οἱ μέθοδοι αὐτές στόν νόμο δέν ἀναφέρονται περιοριστικά ἀλλά ἐνδεικτικά ὡς ἐκ τῆς χρησιμοποιήσεως τῆς λέξεως «ἰδίᾳ». Ἄρα καί κάθε ἄλλη μέθοδος μή ρητῶς κατανομαζομένη εἰς τόν νόμο μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἀξιόποινος, ἐφ᾽ ὅσον τυγχάνει ἀνέντιμος.

γ) Ὁ προσηλυτισμός τιμωρεῖται αὐτεπαγγέλτως καί ὄχι κατ᾽ ἔγκληση. Ἄρα οἱ ἁρμόδιες ἐπί τῆς ποινικῆς διώξεως ἀρχές (Εἰσαγγελία, Ἀστυνομία) ὑποχρεοῦνται νά προβαίνουν σέ ποινικές διώξεις ἐναντίον ὅσων διενεργοῦν προσηλυτισμό, χωρίς νά χρειάζεται νά τούς τό ζητήσει κάποιος.

Στήν πράξη πῶς διεξάγεται ὁ προσηλυτισμός ὅλοι γνωρίζουμε, π.χ. κάποιος (συνήθως χιλιαστής) πλησιάζει κάποιον τρίτο (συνήθως Χριστιανό Ὀρθόδοξο) καί προσπαθεῖ νά τόν προσεταιρισθεῖ συνήθως διά μεθόδων ἀπατηλῶν, κυρίως διά τῆς διαστρεβλώσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἤ παρερμηνείας ὁρισμένων χωρίων της καί ἀποσιωπήσεως βασικῶν σημείων πολύ πιό οὐσιωδῶν ἐκείνων, τά ὁποῖα ὁ προσηλυτιστής ἐπικαλεῖται. Ὅπως δέ ἔχουμε διαπιστώσει πολλές φορές, συνήθως ὁ διενεργῶν τόν προσηλυτισμό τυγχάνει πρόσωπο ἀμόρφωτο, παρά ταῦτα βλέπουμε, ὅτι ἔχει ὑποστεῖ εἰδική ἐκπαίδευση στό νά προσηλυτίζει ἐξαπατώντας τούς ἄλλους διά τῶν γνωστῶν μεθόδων ἐμφανιζόμενος μάλιστα ἐμβριθῶς θεολογῶν, πρᾶγμα πού ὅλοι γνωρίζουμε, ὅτι ἀπαιτεῖ εἰδικές σπουδές στή Θεολογία. Εἶναι φανερόν λοιπόν, ὅτι τό ἀμόρφωτο αὐτό ἄτομο εἶναι τελείως ἀνίκανο νά πραγματεύεται τόσο προωθημένα θεολογικά θέματα. Ἄρα προκύπτει ὅτι κάποιος ἄλλος τόν κατευθύνει ἤ τόν ἐξαποστέλλει καθοδηγώντας τον. Ὅμως, ὅπως εἶναι γνωστό, σέ περιπτώσεις διενεργείας προσηλυτισμοῦ συλλαμβάνεται καί καταδικάζεται ὁ διενεργῶν τόν προσηλυτισμόν μόνον, δηλαδή ὁ φυσικός αὐτουργός τοῦ ἀδικήματος καί ὄχι ὁ ἠθικός αὐτουργός (δηλαδή ἐκεῖνος πού τόν παρεκίνησε καί τόν ἐξαπέστειλε νά προσηλυτίσει). Βάσει ὅμως τοῦ ἄρθρου 46 τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος σέ κάθε ἀδίκημα τιμωρεῖται ὄχι μόνον ὁ φυσικός αὐτουργός ἀλλά ἀπαραιτήτως καί ὁ ἠθικός αὐτουργός. Μέχρι σήμερα παρ᾽ ὅτι ἔχουμε πολλές καταδίκες γιά προσηλυτισμό καταδικάζεται μόνον ὁ φυσικός αὐτουργός καί οὐδέποτε ὁ ἠθικός αὐτουργός. Αὐτό, κατά τήν ἄποψή μου, εἶναι ἐσφαλμένο νομικῶς καί δέν δικαιολογεῖται ἀπό πουθενά. Ἔτσι ἀπό τοῦ ἔτους 1970 ἔχω ὑποστηρίξει σέ νομική μελέτη πού ἐδημοσίευσα (Γ. Κρίππα, «Τό ἔγκλημα τοῦ προσηλυτισμοῦ ἰδία ἀπό ἀπόψεως ἠθικῆς αὐτουργίας», Ποινικά Χρονικά 1980, σελ. 315 ἐπ.), ὅτι κακῶς καταδικάζονται ἐπί προσηλυτισμῷ μόνον οἱ φυσικοί αὐτουργοί καί ὄχι καί οἱ ἠθικοί αὐτουργοί. Τίς ἐν λόγῳ ἀπόψεις μου μέχρι στιγμῆς ἔχει ἀποδεχθεῖ μόνον μία δικαστική ἀπόφαση, (ἡ Πλημμ. Ἀθηνῶν 51487/86, Ποινικά Χρονικά ΛΖ’, σελ. 343), ἡ ὁποία καταδικάζει καί τιμωρεῖ πράγματι δύο ἠθικούς αὐτουργούς τοῦ ἐν λόγῳ ἀδικήματος, ἤτοι ἐκείνους που ἐξαπέστειλαν τόν φυσικό αὐτουργό νά προσηλυτίσει. Οἱ λοιπές δικαστικές ἀποφάσεις πού ἀπορρίπτουν τήν ἄποψη αὐτή (δέν εἶναι δυνατόν νά τήν ἀπορρίψουν, ἀφοῦ ἡ σχετική διάταξη τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος περί τιμωρίας τοῦ ἠθικοῦ αὐτουργοῦ εἶναι σαφής), δέν ἔχουν λάβει θέση. Νομίζουμε ὅμως ὅτι ἐνέχει τεράστια σημασία ἡ καταδίκη τοῦ ἠθικοῦ αὐτουργοῦ, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ὁ κατ᾽ οὐσίαν ὑπαίτιος.

Ἀπό ἀπόψεως ἑλληνικῆς νομολογίας ἐπισημαίνουμε ὁρισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις πού ἔχουν δεχθεῖ ἀντίστοιχες δικαστικές ἀποφάσεις:

1) Μόνο μία δικαστική ἀπόφαση - ὅπως ἀναφέραμε - ἔχει καταδικάσει ὄχι μόνον τόν φυσικό αὐτουργό τοῦ ἀδικήματος τοῦ προσηλυτισμοῦ ἀλλά καί τούς ἠθικούς αὐτουργούς (Πλημμ. Ἀθηνῶν 51487/86 Ποιν. Χρον. ΛΖ’, σελ. 343).

2) Ἡ διάταξη τοῦ Α.Ν. 1363/38 πού τιμωρεῖ τόν προσηλυτισμό εἶναι ἀπολύτως συνταγματική (Πλημμ. Θεσσ/νίκης 16987/69 Ποιν. Χρον. ΙΕ’, σελ. 579. Ἀρ. Πάγου 997/75, Ποιν. Χρον. ΚΣΤ’,σελ. 380. Ἀρ. Πάγου 1035/75, Ποιν. Χρον. ΛΗ’, σελ. 776. Ἀρ. Πάγου 840/86 Νομ. Βῆμα 1986, σελ. 1269. Ἀρ. Πάγου 1266/93, Ποιν. Χρον. ΜΓ’, σελ. 1017. Εἰσ. Πλημμ. 16987/69 Ποιν. Χρον. ΙΘ’, σελ. 579. Ἀρ. Πάγου 366/73 Ποιν. Χρον. ΚΓ’, σελ. 556).

3) Ὁ προσηλυτισμός διενεργεῖται καί ἐξ ἀποστάσεως π.χ. διά ταχυδρομικῆς ἀποστολῆς προσηλυτιστικῶν ἐντύπων (Ἀρ. Πάγου 53/73, Ποιν. Χρον. 367) ἤ δι᾽ ἀποστολῆς παραινετικῆς ἐπιστολῆς (Ἀρ. Πάγου 366/73, Ποιν. Χρον. ΚΓ’, σελ. 556).

5) Πληροῦνται οἱ ὅροι τοῦ ἀδικήματος τοῦ προσηλυτισμοῦ ἐφ᾽ ὄσον προσφέρονται προσηλυτιστικά φυλλάδια σέ ἀγραμμάτους χωρικούς, οἱ ὁποῖοι παροτρύνονται δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά μεταβάλουν θρησκευτικές πεποιθήσεις (Ἀρ. Πάγου 238/79, Νομ. Βῆμα 27, σελ. 1160).

6) Ἡ ἀπόφαση Ἀρ. Πάγου 1266/93 (Ποιν. Χρον. ΜΓ’, σελ. 1017) ἐπικυρώνει καταδίκη ἀξιωματικοῦ τοῦ στρατοῦ (ἀνθυπολοχαγοῦ), ὁ ὁποῖος ἐπεχείρησε νά προσηλυτίσει στούς Πεντηκοστιανούς στρατιώτη Χριστιανό Ὀρθόδοξο ὑπηρετούντα τή θητεία.

7) Τέλος ὁ Ἄρειος Πάγος διά τῆς ἀποφάσεώς του 840/86 (Ποιν. Χρον. ΛΣΤ», σελ. 767) δέχεται, ὅτι ἡ διάταξη πού ἀπαγορεύει καί τιμωρεῖ τόν προσηλυτισμό ἔχει σκοπό τήν προστασία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί δέν παραβιάζει τή θρησκευτική ἐλευθερία.

8) Πρέπει νά ἐπισημάνουμε, ὅτι ὑπῆρξαν καί δικαστικές ἀποφάσεις πού ἀθώωσαν ἄτομα κατηγορούμενα ἐπί προσηλυτισμῷ, π.χ. ἡ ἀποφ. 958/87 τοῦ Πλημμ/κείου Ἀθηνῶν (Ποιν. Χρον. ΛΖ’, σελ. 934) ἀθωώνει τήν κατηγορούμενη μητέρα (Πεντηκοστιανή), ἡ ὁποία ὁδηγοῦσε τά ἀνήλικα τέκνα της στήν ἐκκλησία τῶν Πεντηκοστιανῶν ἐπί τῷ λόγῳ ὅτι τά τέκνα ἔχουν τή θρησκεία τῆς μητέρας καί ἑπομένως δέν εἶχαν ἄλλη θρησκεία, ὥστε νά προσπαθήσει νά τούς τήν μεταβάλει. Ἐπίσης ἡ ἀπόφαση τοῦ Πλημμ. Μυτιλήνης 364/67 ἀθωώνει Χιλιαστή κατηγορούμενο ἐπί προσηλυτισμῷ ἐπί τῷ λόγῳ ὅτι τό ἔντυπο πού διένειμε, ἀνέφερε ὅτι πρόκειται περί φυλλαδίου χιλιαστικοῦ καί ἄρα δέν ἐξηπάτησε τόν ἑτερόδοξο πού προσέγγισε (Ἑλλ. Δικ. 1968, σελ. 636). Ἡ ἀπόφαση τοῦ Πλημμ/κείου Μυτιλήνης 112/82 (Ἀρμενόπουλος 1983, σελ. 409) ἀθωώνει τόν κατηγορούμενο μέ τό αἰτιολογικό, ὅτι δέν ἀποτελεῖ παράνομο προσηλυτισμό ἡ πρόσκληση κάποιου νά παρευρεθεῖ σέ συγκέντρωση μελῶν τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας, ἤ νά ἀκούσει ἐκκλησιαστική μουσική ἤ νά παρευρεθεῖ σέ συζήτηση μέ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Καί ἡ ἀπόφαση τοῦ Πλημμ. Ἐδέσσης 25/84 (Ποιν. Χρον. ΛΕ’, σελ. 422) ἀπαλλάσσει τόν κατηγορούμενο Χιλιαστή, διότι δέν ὑπῆρξε ἐκμετάλλευση τῆς ἀπειρίας, ἤ τῆς ἀγνοίας τρίτου, ὁ ὁποῖος τρίτος ἦταν ἀρκετά εὐφυής καί δέν ἦταν ἐπιδεκτικός σέ προσηλυτισμό.

Ἡ προαναφερόμενη περί ἀπαγορεύσεως προσηλυτισμοῦ ἑλληνική διάταξη ἔχει φθάσει ὡς γνωστόν καί μέχρι τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων καί ἔχει ἐπ᾽αὐτῆς ἐκδοθεῖ ἡ ἀπό 25.5.1993 ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου αὐτοῦ (ὑπόθεση Κοκκινάκη κατά Ἑλλάδος, Νομικό Βῆμα 42, σελ. 528). Διά τῆς προσφυγῆς του αὐτῆς ὁ Κοκκινάκης (Χιλιαστής καταδικασθείς στήν Ἑλλάδα ἐπί προσηλυτισμῷ) προσέβαλε τήν ἑλληνική ἀπόφαση τοῦ Ἀρείου Πάγου πού ἐπεκύρωσε τήν καταδίκη του καί ἐζήτησε τήν ἀκύρωσή της καί καταδίκη τῆς Ἑλλάδος, ἰσχυριζόμενος ὅτι καί ἡ καταδίκη του καί ἡ ὡς ἄνω ἑλληνική διάταξη πού τιμωρεῖ τόν προσηλυτισμό παρεβίασαν τό περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἄρθρο 9 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως περί Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων καθώς καί ἄλλες διατάξεις τῆς Συμβάσεως αὐτῆς. Τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο ἀπερριψε ὅλα τά ἐπί τοῦ προκειμένου ἐπιχειρήματα τοῦ Κοκκινάκη καί ἀπεφάνθη, ὅτι ἡ ἑλληνική διάταξη πού τιμωρεῖ τόν προσηλυτισμό οὐδόλως ἀντίκειται πρός τήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων καί συμβιβάζεται ἀπολύτως πρός αὐτήν καί πρός τό ἄρθρο 9 περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί πρός κάθε ἄλλη διάταξη τῆς ἐν λόγῳ συμβάσεως. Ἐδέχθη δηλαδή, ὅτι ὅσον ἀφορᾶ τό συμβιβαστό τῆς ἑλληνικῆς διατάξεως πρός τήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων δέν ἔχουμε παραβίαση αὐτῆς ἐκ μέρους τῆς Ἑλλάδος. Ὑπῆρξε βεβαίως καί ἕνα θέμα καθαρά διαδικαστικό, ἤτοι ὅτι τό ἑλληνικό δικαστήριο (Ἄρειος Πάγος) πού κατεδίκασε τόν Κοκκινάκη ἐπί προσηλυτισμῷ, δέν παρέθεσε δική του αἰτιολογία, ἀλλά ἀντέγραψε τήν πρόταση τοῦ Εἰσαγγελέως (κάτι πού συνηθίζεται σέ ὅλα τά εὐρωπαϊκά κράτη γιά νά τελειώνουν σύντομα οἱ ποινικές δίκες). Ἔπρεπε ἑπομένως (εἶπε τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο) νά μήν ἀντιγράψει αἰτιολογία ἄλλου, ἀλλά νά παραθέσει δική του καί αὐτό τό ἐθεώρησε παράβαση ἁπλῶς διαδικαστική καί ὄχι βεβαίως ἀσυμφωνία τῆς ἑλληνικῆς διατάξεως περί προσηλυτισμοῦ πρός τήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση. Ἐννοεῖται ὅτι οἱ Χιλιαστές καί οἱ λοιποί αἱρετικοί παραπλανώντας τούς πάντες θριαμβολογοῦν διαστρέφοντες τήν σαφή ἐν προκειμένῳ ἔννοια τῆς ὡς ἄνω δικαστικῆς ἀποφάσεως καί ἰσχυρίζονται ἄλλα ἀντ᾽ ἄλλων.

Περαιτέρω τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἐξέδωσε καί ἄλλη ἀπόφαση ἀφορῶσα τήν καταδίκη ἀπό τά ἑλληνικά δικαστήρια αἱρετικῶν (Πεντηκοστιανῶν) ἐπί προσηλυτισμῷ (ἀπόφαση τῆς 24.2.1998 ὑπόθεση Λαρίσης καί ἄλλων κατά Ἑλλάδος, ὑπ᾽ ἀριθ- διάλογος 17 ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2020, ΤΕΥΧΟΣ 101 μόν 140/1996/759/958-960). Διά τῆς ἐν λόγῳ ἀποφάσεώς του τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο ἐδέχθη πάλι ὅτι ἡ ἑλληνική διάταξη περί προσηλυτισμοῦ οὐδόλως ἀντίκειται πρός τήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων καί ἐπί πλέον ἐδέχθη, ὅτι ὁρισμένοι ἀπό τούς καταδικασθέντες ἐπί προσηλυτισμῷ στήν Ἑλλάδα ὀρθῶς καί νομίμως κατεδικάσθησαν, ἐπεκύρωσε δέ τίς καταδίκες τους. Ἐδέχθη δέ ἐπί λέξει, ὅτι «δέν ὑπῆρξε παραβίαση τοῦ ἄρθρου 9 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως ἐκ τῶν ποινῶν πού ἐπεβλήθησαν λόγῳ προσηλυτισμοῦ σέ ὁρισμένους ἀπό τούς ἀσκήσαντας τήν προσφυγήν ἐνώπιον τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου (ἐπί λέξει ἐδέχθη ὅτι il n’ y a pas eu violation de l’article 9 de la Convention en ce qui concerne les mesures prises à l’ encontre des premier, deuxième et troisième requérants pour prosélytisme» ὡς ἀναφέρει εἰς τό διατακτικόν της ἡ ἐν προκειμένῳ ἀπόφαση, στό ὁποῖον ἐπαναλαμβάνει ἀκόμη τρεῖς φορές ἀκριβῶς τήν φράση αὐτή). Βεβαίως οἱ αἱρετικοί στήν Ἑλλάδα διέστρεψαν τήν ἔννοια τῆς παρούσης ἀποφάσεως καί προσεπάθησαν νά παραπλανήσουν.

Τέλος, ἐπισημαίνουμε, ὅτι τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο σέ προηγούμενη ἀπόφασή του (ἀφορώσα τή Δανία, ἀποφ. τῆς 7.12.1976 ὑπόθεση KJELDSEN, MADSEN καί PEDERSEN κατά Δανίας) ἐδέχθη, ὅτι ὁ προσηλυτισμός τυγχάνει ἀνεπίτρεπτος καί ἀσυμβίβαστος πρός τήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατεδίκασε δέ τή Δανία λόγῳ τῆς ἀσκήσεως προσηλυτισμοῦ ἀπό τίς κρατικές ὑπηρεσίες.

Ἄς δοῦμε στή συνέχεια τί προβλέπουν οἱ νομοθεσίες τῶν λοιπῶν κρατῶν περί προσηλυτισμοῦ:

ΓΑΛΛΙΑ: Στή Γαλλία τό ἄρθρο 31 τοῦ νόμου 9.12.1905 ἀπαγορεύει τή χρησιμοποίηση μεθόδων ἀνεντίμων (π.χ. ἐκβιαστικῶν, ἀπατηλῶν κ.λπ.) πρός ἐπηρεασμό τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τοῦ ἄλλου. Ἐπισημαίνουμε τά ἑξῆς ἐν προκειμένῳ: α) ὁ Ὑπουργός Δικαιοσύνης τῆς Γαλλίας, διά τῆς ἀπό 29.2.1996 ἐγκυκλίου του πρός τούς Γάλλους Εἰσαγγελεῖς, ἐπισημαίνει τήν ὑποχρέωσή τους νά διώκουν ποινικῶς τήν παράνομη δραστηριότητα τῶν αἱρέσεων καί παραθρησκειῶν, στά δέ ἀδικήματα πού ἀναφέρει περιλαμβάνεται καί ἡ ὡς ἄνω διάταξη περί προσηλυτισμοῦ. β) Ὁ Γάλλος Πρωθυπουργός LIONEL JOSPIN στίς 12.12.1989 ὡς ὑπουργός Παιδείας τότε ἐξέδωσε ἐγκύκλιο πρός τούς διευθυντές τῶν σχολείων, διά τῆς ὁποίας τούς ἔδιδε ἐντολήν νά ἀπαγορεύουν τόν προσηλυτισμό στά σχολεῖα. γ) Διά τοῦ Διατάγματος 96-387 τῆς 9.5.1996 πού ἐξέδωσε ὁ Γάλλος Πρωθυπουργός ἱδρύεται διϋπουργική ὁμάδα πρός τόν σκοπόν καταπολεμήσεως τῆς δραστηριότητος τῶν αἱρέσεων. δ) Στόν ἑλληνικό Τύπο τῆς 31.7.1997 δημοσιεύεται δήλωση τοῦ Γάλλου ὑπουργοῦ Ἐσωτερικῶν, δοθεῖσα κατόπιν συνεδριάσεως τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου, κατά τήν ὁποίαν ἡ Γαλλία δέν πρόκειται ποτέ νά ἀναγνωρίσει τήν Σαηεντολογία ὡς θρησκεία. ε) Πλεῖστοι ὅσοι Γάλλοι διαπρεπεῖς συνταγματολόγοι καθηγηταί ρητῶς ἀναφέρουν, ὅτι ὁ προσηλυτισμός ἀπαγορεύεται. Με ταξύ ἄλλων μνημονεύουμε τούς ROBERTDUFFAR (Drois de l’ homme et libertés fontametales, 6η ἔκδ. 1996), ὅπου σέ πολλά σημεῖα ἀναφέρεται ὅτι ὁ προσηλυτισμός ἀπαγορεύεται (π.χ. σελ. 559, 563, 564, 586, 590), εἰς δέ τήν σελ. 589 ἀναφέρεται νομολογία τῶν δικαστηρίων καταδικάζουσα τόν προσηλυτισμό. Τήν ἀπαγόρευση τοῦ προσηλυτισμοῦ ἀναφέρει ἐπίσης καί ὁ διαπρεπής καθηγητής RIVERO (Les libertés publiques, τόμ. 2, 1996, σελ. 358). Ὁμοίως ὁ καθηγητής WACHSMANN (Libertés publiques, 1996, σελ. 438). Τά ἴδια ἀναφέρει καί ὁ καθηγητής JACQUES ROBERT (La liberté de religion, de pensée et de croyance, εἰς Droits et libertés fondamentaux, 3η ἔκδ. 1996, σελ. 210, 211, 214), ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὁ διαπρεπέστερος Γάλλος συνταγματολόγος. Ὁ καθηγητής LECLERCQ (Libertés publiques, 2α ἔκδ. 1994, σελ. 252) ἀναφέρει, ὅτι στή Γαλλία ἀπαγορεύεται πᾶσα πράξη προσηλυτισμοῦ. Τέλος ὁ TURIN (Les libertés publiques, 1995, σελ. 118) μνημονεύει σειρά δικαστικῶν ἀποφάσεων, πού καταδικάζουν καί ἀπαγορεύουν τόν προσηλυτισμό.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Στή Γερμανία ὅλα τά γνωστά συγγράμματα περί Συνταγματικοῦ Δικαίου ὄχι μόνον ἀναφέρουν, ὅτι ὁ προσηλυτισμός ἀπαγορεύεται, ἀλλά μνημονεύουν καί σειρά ἀποφάσεων πού καταδικάζουν ἐπί προσηλυτισμῷ. Oἱ γνωστότερες ἐξ αὐτῶν (πού ἀναφέρονται σχεδόν ἀπό ὅλα τά συγγράμματα) εἶναι τρεῖς ἀποφάσεις λίαν χαρακτηριστικές: ἡ μία τιμωρεῖ ἀστυνομικό Χιλιαστή, ὁ ὁποῖος διενεργοῦσε προσηλυτισμό διά διανομῆς φυλλαδίων ἀπό σπίτι σέ σπίτι, ἡ δεύτερη τιμωρεῖ δάσκαλο πού διενεργοῦσε προσηλυτισμό σέ μαθητές ἐπαγγελματικῆς σχολῆς καί ἡ τρίτη τιμωρεῖ φυλακισμένον λόγω διενεργείας προσηλυτισμοῦ σέ ἄλλον συγκρατούμενόν του, στόν ὁποῖον ὑπεσχέθη νά χορηγήσει καπνό πίπας ἐάν ἐδέχετο νά προσχωρήσει εἰς τήν θρησκείαν τοῦ προσηλυτίζοντος κρατουμένου. Ἐκ τοῦ μεγάλου πλήθους τῶν συγγραμμάτων στή Γερμανία πού ἀναφέρονται στήν ἀπαγόρευση τοῦ προσηλυτισμοῦ μνημονεύουμε, ἐντελῶς ἐπιλεκτικά, τά ἑξῆς: MAUNZDURIG-HERZOG-SCHOLZ, GrundgesetzKommentar Art. 4 Rdnr. 52, 71, 83. v. MINCH, Grundgesetz-Kommentar 1981, τόμ. Ι, 2α ἔκδ., σελ. 222. LISTL, Das Grundrecht der Religionsfreiheit in der Rechtsprechung der Gerichte der Bunnaesrepublik Deutschland, 1971, σελ. 76. BLECKMANN, Staatsrecht II, Die Grundrechte, σελ. 631. FORWEINPEUKERT, Europäosche Menschenrechtskonvention EMKR-Kommentar, 1985, σελ. 212. BRINKMANN-HACKENDROCH, Grundrechtskommentar zum Grundgesetz, Art. 4 σελ. 9. BLECKMANN, Von der individuellen Religionsfreiheit des Art. 9 EMKR zum Selbstbestimmungsrecht der Kirchen, 1995, σελ. 43. R. ABEL, Grenzen der Religionsfreiheit 1987, σελ. 43-44. KLEIN-ABEL, Verfassungsrechtliche Aspekte, εἰς Justinische Probleme in Zusammenhang mit den sogenannten neuen Religionen, 1981, σελ. 47. Ὡς πρός τό ὅτι ὁ προσηλυτισμός στή Γερμανία ὄχι μόνον ἀπαγορεύεται ἀλλά καί τιμωρεῖται καί ποινικῶς ἀναφέρεται ἐν πάσῃ λεπτομερείᾳ ὁ γνωστότατος καί διαπρεπής καθηγητής PETER HABERLE στή μελέτη του «Exzessive Glaubenswerbung in Sonderstatusbeverhaltnissew, Bverwgev 30, 29 (εἰς Juristische Schulung, 1969, σελ. 265 ἐπ.).

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στή Γερμανία δέν ὑπάρχει συγκεκριμένη διάταξη πού νά τιμωρεῖ τόν προσηλυτισμό. Παρά ταῦτα οἱ Γερμανοί νομικοί καί τά γερμανικά δικαστήρια, συνδυάζοντας τίς ὑπάρχουσες παρεμφερεῖς διατάξεις, π.χ. περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, περί ἀπάτης, ἐκβιάσεως, παραπλανήσεως, δολίας ἀποσιωπήσεως ἀληθῶν γεγονότων καί δεδομένων κ.λπ., καθώς καί τίς διατάξεις περί ἀπαγορεύσεως διανομῆς φυλλαδίων χωρίς κρατική ἄδεια, κατόρθωσαν νά στηρίξουν τήν ἄποψη περί διαπράξεως προσηλυτισμοῦ καί μάλιστα νά ἐπιβάλουν ποινές ἐναντίον τῶν παραβατῶν. Οἱ προαναφερθεῖσες ἀποφάσεις πού καταδικάζουν ἐπί προσηλυτισμῷ καί πού ἀναφέρονται ἀπό ὅλους σχεδόν τούς Γερμανούς Συνταγματολόγους, εἶναι ἡ ἀπόφαση τῆς 8.11.1960 τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου (Bverfge 12, σελ. 1) πού καταδικάζει κρατούμενον γιά προσηλυτισμό εἰς βάρος ἄλλου συγκρατουμένου του, ἡ ἀπόφαση τῆς 11.5.1968 τοῦ Ἀνωτάτου Διοικητικοῦ Δικαστηρίου (Kirche, 10, σελ. 96) καί ἡ 9.11.1962 τοῦ ἰδίου Δικαστηρίου (Bverwge 15, σελ. 134). Ἐπισημαίνουμε ἐπίσης τήν ἀπόφαση τῆς 3.6.1991 τοῦ Ἀνωτάτου Διοικητικοῦ Δικαστηρίου τῆς Βαυαρίας (Arch-Kath-Recht 160, σελ. 170), ἡ ὁποία δέχεται ὅτι τό ἄρθρον 9 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἀπαγορεύει τόν προσηλυτισμό. Ἐπίσης στή Γερμανία ὑπάρχουν ἀποφάσεις δικαστηρίων πού καταδικάζουν ὀπαδούς τῶν αἱρέσεων γιά διανομή φυλλαδίων στούς περαστικούς χωρίς τήν ἄδεια τῆς ἁρμοδίας ἀρχῆς, ὅπως π.χ. ἡ Ἐφετείου Dusseldorf 2.7.1978 (Kirche 17, σελ. 10). Τέλος, ἐπισημαίνουμε καί τήν ἀπόφαση τοῦ Ἐφετείου Φραγκφούρτης 25.3.1982 (Kirche 19, σελ. 269), ἡ ὁποία ἀπαλλάσσει χριστιανόν κληρικόν, ὁ ὁποῖος κατέκρινε σέ συνέντευξη τύπου τίς μεθόδους τοῦ προσηλυτισμοῦ τῶν αἱρέσεων καί ἀπορρίπτει τήν ἐναντίον του ἐγερθεῖσαν διά τόν λόγο αὐτόν ἀγωγή τῆς αἱρέσεως Moon. Ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι στή Γερμανία πλειστάκις οἱ κρατικές ὑπηρεσίες ἐκδίδουν ἀνακοινώσεις (τίς γνωστές ὡς Warnung) διά τῶν ὁποίων προειδοποιοῦν τούς πολίτες ὅτι ὁρισμένη αἵρεση εἶναι ἐπικίνδυνη καί πρέπει νά προσέχουν ἰδίᾳ οἱ γονεῖς τά τέκνα τους. Ἐναντίον τῶν ἐν λόγω κρατικῶν ἀνακοινώσεων ἔχουν προσφύγει πάμπολλες φορές οἱ αἱρέσεις εἰς τά δικαστήρια μέ αἴτημα νά ἀπαγορευθῆ ἡ ἔκδοση τῶν ἀνακοινώσεων αὐτῶν. Ὅλες ὅμως τίς φορές τά δικαστήρια ἀπέρριψαν τίς ἐν προκειμένῳ αἰτήσεις καί ἀπεφάνθησαν, ὅτι καλῶς ἡ κρατική διοίκηση τίς ἐκδίδει (π.χ. Διοικητικό Ἐφετεῖο Βάδης Βυττεμβέργης 29.8.1998 Kirche 26, σελ. 221, ὁμοίως ἀπόφαση τοῦ ἰδίου δικαστηρίου τῆς 4.10.1988 αὐτόθι, σελ. 276. Ἐπίσης ἀπόφαση Διοικητικοῦ Ἐφετείου Münster 15.5.1996 NJW 1996, σελ. 3355. λέπε ὡσαύτως Ἀνωτάτου Διοικητικοῦ Δικαστηρίου 13.3.1991 Döv 1992, σελ. 81).

ΕΛΒΕΤΙΑ: Καί στή χώρα αὐτή ὁ προσηλυτισμός θεωρεῖται ἐπίσης ἀπαγορευμένος. Ἡ πλέον γνωστή ἀπόφαση δικαστηρίου εἶναι ἡ 59/24 ἀπόφαση τοῦ Ἑλβετικοῦ Ἀκυρωτικοῦ (Enischeidungen des Schweizerischen Bundesgerichts, τόμ. 50, μέρος Ι, σελ. 369), ἡ ὁποία καταδικάζει Χιλιαστή, διότι διένειμε τό περιοδικό «Σκοπιά» ἀπό σπίτι σέ σπίτι. Τό ὅτι ὁ προσηλυτισμός τιμωρεῖται στήν Ἑλβετία τό ἐπιβεβαιώνουν καί οἱ γνωστοί Ἑλβετοί συνταγματολόγοι πανεπιστημιακοί καθηγηταί SALADIN (Grundrechte im Wandel 3η ἔκδ. 1982, σελ. 22 καί 27-28) καί FAVRE (Droit Constitutionnel Suisse, 2α ἔκδ. 1970, σελ. 284-285).

ΑΓΓΛΙΑ: Στήν Ἀγγλία ἐπίσης ὁ προσηλυτισμός τιμωρεῖται. Σχετικῶς ὁ MALKOM SHAW στό ἔργο του Freedom of thought: Conscience and religion, 1993, σελ. 456, ἀναφέρει, ὅτι ὁ προσηλυτισμός θεωρεῖται ἀπaγορευμένος βάσει τοῦ περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἄρθρου 9 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η.Π.Α.: Στή χώρα αὐτή ρητῶς, κατηγορηματικῶς καί ἐμφανῶς ὁ προσηλυτισμός (ὅπως τόν γνωρίζουμε ἐδῶ στήν Ἑλλάδα ἀπαγορεύεται καί τιμωρεῖται ποινικῶς. Ὅλες σχεδόν οἱ Πολιτεῖες ἔχουν δικούς τους νόμους πού ἀπαγορεύουν τήν προσπάθεια ἐπηρεασμοῦ τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τοῦ ἄλλου διά χρησιμοποιήσεως μεθόδων ἀνεντίμων ὡς ἐ.π. διανομή προπαγανδιστικῶν φυλλαδίων, παραπλάνηση ἤ ἐξαπάτηση ἤ ὑπόσχεση παροχῶν κ.λπ. Οἱ κυριώτερες ἐν προκειμένῳ δικαστικές ἀποφάσεις τοῦ Ἀνωτάτου Δικαστηρίου Spreme Court (εἰς MILLER-FLOWERS, TOWARD BENEVOLENT NEUTRALITY: Church- State and the Supreme Court, 1977, σελ. 76 ἐπ.) εἶναι οἱ ἑξῆς: α) 319 US 296 Cantweell κατά Conencticut (αὐτόθι σελ. 76), ἡ ὁποία μάλιστα παραθέτει ὁλόκληρο τό κείμενο τοῦ ἀμερικανικοῦ νόμου πού τιμωρεῖ τόν προσηλυτισμό. Ἡ ἀπόφαση αὐτή καταδικάζει ὑπαιτίους ἐπί προσηλτισμῷ, οἱ ὁποῖοι διένειμαν φυλλάδια προπαγανδιστικά ἀπό σπίτι σέ σπίτι κρατώντας φορητό πικ-απ, τό ὁποῖο ἔπαιζε ἐπίσης κείμενα προσηλυτιστικά, ὁ δέ προσηλυτισμός γινόταν σέ συνοικία κατοικουμένη ὑπό Χριστιανῶν Καθολικῶν. Τά διανεμόμενα φυλλάδια ἦσαν γνωστά προπαγανδιστικά, οἱ δέ ἀκουόμενοι δίσκοι ἀπό τό πικ-απ ἀνέφεραν, ὅτι τά ὑπάρχοντα θρησκευτικά συστήματα ἦσαν ὄργανα τοῦ σατανᾶ. β) Στίς συνεκδικασθεῖσες ἀποφάσεις 316 US/ Jones κατά Opelika Bowden κατά Fort Smith καί Jobin κατά Πολιτείας Aizona καταδικάζονται ὑπαίτιοι γιά προσηλυτισμό, οἱ ὁποῖοι διένειμαν φυλλάδια ἀπό σπίτι σέ σπίτι ἔναντι πολύ χαμηλοῦ ἀντιτίμου, ἐάν δέ κάποιος τούς ἔλεγε, ὅτι δέν ἔχει χρήματα νά πληρώσει τό φυλλάδιο, τοῦ τό ἔδιναν δωρεάν. Ἐπίσης οἱ καταδικασθέντες εἶχαν φορητό πικ-απ, τό ὁποῖο ἔπαιζει δίσκους μέ ἀποσπάσματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Οἱ καταδικασθέντες ἦσαν Χιλιαστές (αὐτόθι, σελ. 82). γ) Ἡ ἀπόφαση 319 US 105 Murdock κατά Πολιτείας Pensylvania (αὐτόθι, σελ. 98) καταδικάζει ἐπίσης καί αὐτή Χιλιαστές ἀσκοῦντας προσηλυτισμό ἀπό σπίτι σέ σπίτι, οἱ ὁποῖοι διένειμαν περιοδικά καί φυλλάδια σέ πολύ χαμηλές τιμές (25 centes τά περιοδικά καί 5 cents τά φυλλάδια), κρατοῦσαν δέ ὡσαύτως φορητό πικ-απ, τό ὁποῖο ἔπαιζε δίσκους προπαγανδίζοντες τίς ἰδέες τους. Ἡ ἀπόφαση αὐτή ἀναφέρει, ὅτι δέν ἐπείσθη, ὅτι οἱ καταδικασθέντες ἐνεργοῦσαν ἀσκοῦντες τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, προσθέτει δέ ὅτι οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» δέν εἶναι ὑπεράνω τοῦ νόμου (Jehona’w Wittness are not above the Law). δ) Τέλος, ἡ ἀπόφαση 321 US 158 Prince κατά Πολιτείας Massachusetts (αὐτόθι, σεl. 135) καταδικάζει Χιλιαστές, διότι διένειμαν τό περιοδικό «Σκοπιά» στούς δρόμους. Μάλιστα τούς καταδικάζει ἐπί πλέον, διότι ἡ διανέμουσα τό περιοδικό «Σκοπιά» στούς δρόμους χρησιμοποιοῦσε πρός τοῦτο καί τά ἀνήλικα τέκνα της, τά ὁποῖα τά ἐξωθοῦσε εἰς τό νά διαπράττουν προσηλυτισμό κατά τόν τρόπο αὐτόν.

Εἶναι σημαντικό νά τονίσουμε, ὅτι σέ ὅλες τίς προαναφερόμενες ἀποφάσεις οἱ ὑπαίτιοι ἰσχυρίσθησαν στό δικαστήριο, ὅτι οἱ ἀντίστοιχοι νόμοι, γιά παράβαση τῶν ὁποίων ἐδιώκοντο ἦσαν ἀντισυνταγματικοί, διότι ἀπαγορεύοντες τόν προσηλυτισμό παρεβίαζαν τό ἀτομικό τους δικαίωμα νά διακηρύξουν τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Ὅμως ὅλες οἱ ἀποφάσεις αὐτές ἀπορρίπτουν ἀσυζητητί τήν ἔνσταση τῶν κατηγορουμένων περί ἀντισυνταγματικότητος. Τοῦτο διότι οἱ διατάξεις πού τιμωροῦν τόν προσηλυτισμό ἔχουν ὡς σκοπό, νά προστατεύσουν τό κοινό ἀπό ἐνέργειες ἐξαπατήσεώς του ἤ παραπλανήσεώς του, ἡ δέ ἄσκηση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὑπόκειται πάντοτε εἰς ὅρια.

ΒΕΛΓΙΟ: Στό Βέλγιο ὁ προσηλυτισμός ρητῶς ἀπαγορεύεται ἀπό τό ἄρθρο 142 τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος τῆς χώρας αὐτῆς. Ρητῶς ἀναφέρουν τοῦτο παραθέτοντες καί τό κείμενο τοῦ ἐν λόγῳ ἄρθρου οἱ πανεπιστημιακοί καθηγηταί VELAERS καί FOBLETS στή μελέτη τους L’ appréhension du fait religieux par le droit- A propos des minorités religieuses, δημοσιευμένη εἰς τό νομικό περιοδικό Revue Trimestraielle des droits de l’ homme 1997, σελ. 273 ἐπ., ἡ δέ διάταξη τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος πού τιμωρεῖ τόν προσηλυτισμό περιέχεται στήν σελ. 305 ὑποσημ. 87.

ΔΑΝΙΑ: Στή Δανία ὁ προσηλυτισμός ἐπίσης ἀπαγορεύεται καί τοῦτο ἔχει ἐπικυρωθῆ καί ἀπό τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένως, τό δικαστήριο αὐτό διά τῆς ἀπό 7.12.1976 ἀποφάσεώς του (ὑπόθεση KJELDSEN, BUSK MADSEN καί PEDERSEN κατά Δανίας, εἰς BERGER: Jurisprudence de la Cour Européene des droits de l’ homme, 5η ἔκδ. 1996, σελ. 438) ἀπεφάνθη, ὅτι τό Δανικό κράτος δέν ἔχει τό δικαίωμα νά προβαίνει σέ πράξεις παραβιάζουσες τά δικαιώματα τῶν Χριστιανῶν, διότι τοῦτο ἀποτελεῖ προσηλυτισμόν ἀνεπίτρεπτον κατ᾽ ἄρθρον 9 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι ἡ ἀπόφαση Κοκκινάκη κατά Ἑλλάδος τοῦ ἐν προκειμένῳ δικαστηρίου μνημονεύει ρητῶς τήν παροῦσα περί Δανίας ἀπόφαση, προκειμένου νά δικαιολογήσει, ὅτι στήν Ἑλλάδα καλῶς ἀπαγορεύεται ὁ προσηλυτισμός, διότι καί ἐδῶ ἀντίκειται στήν ὡς ἄνω διάταξη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ἡ παροῦσα ὑπόθεση ἔχει ὡς ἑξῆς: Τό κράτος τῆς Δανίας εἰσήγαγε στά σχολεῖα τό μάθημα τῆς σεξουαλικῆς ἀγωγῆς. Οἱ Δανοί Χριστιανοί γονεῖς ὑπεστήριξαν, ὅτι οἱ θρησκευτικές τους πεποιθήσεις θίγονται ἐξ αὐτοῦ, καθ᾽ ὅσον ἡ Χριστιανική θρησκεία δέν ἐπιτρέπει εἰς τούς ἀνηλίκους, νά πραγματεύονται τέτοια θέματα, καθ᾽ ὅσον διδάσκει τήν παρθενίαν ἐκτός γάμου καί δέν εἶναι δυνατόν οἱ Χριστιανοί μαθητές νά διδάσκονται, ὅτι ἐπιτρέπονται οἱ ἐκτός γάμου γενετήσιες σχέσεις καί νά καθοδηγοῦνται στό τί νά πράξουν. Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο θά ὑφίσταντο ἀντιχριστιανική διδασκαλία, δηλαδή θά διενεργεῖτο εἰς βάρος τους προσηλυτισμός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνεπίτρεπτος ὑπό τῆς διατάξεως τοῦ ἄρθρου 9 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο ἀπεδέχθη τήν ἐν προκειμένῳ προσφυγή τῶν Δανῶν Χριστιανῶν γονέων καί ἀκύρωσε τό διάταγμα τῆς Δανίας, πού εἰσήγαγε τήν σεξουαλική ἀγωγή εἰς τά σχολεῖα, χαρακτήρισαν τοῦτο ὡς ἀνεπίτρεπτη ἄσκηση τοῦ προσηλυτισμοῦ ἐκ μέρους τοῦ κράτους.

Ὅπως βλέπουμε λοιπόν σέ πολλά κράτη ὁ προσηλυτισμός τιμωρεῖται καί ἀπαγορεύεται, πράγμα πού ἔχει ρητῶς καί κατηγορηματικῶς ἀποδεχθῆ καί τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ἐννοεῖται, ὅτι στή Ἑλλάδα ὅλα ἀποκρύπτονται καί ἀποσιωποῦνται δολίως ἀκόμη καί ἀπό καθηγητές Νομικῶν ΣχολῶνΣυνταγματολόγους, οἱ ὁποῖοι πληρώνονται ἀπό τό ὑστέρημα τοῦ λαοῦ γιά νά μᾶς διδάσκουν τήν ἀλήθεια καί ὄχι γιά νά τήν ἀποσιωποῦν ἤ νά μᾶς παραπλανοῦν. Φυσικά αὐτό συμβαίνει μόνο στήν Ἑλλάδα. Στό ἐξωτερικό ποτέ δέν εἶδα πανεπιστημιακό καθηγητή σέ θέματα θρησκευτικῆς ἐλευθερίας νά ἀποσιωπᾶ ἤ νά διαστρεβλώνει τήν ἀλήθεια.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «διάλογος» στα τεύχη 101 και 102



Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης