Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Μέρος ΣΤ'

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΛΛΙΓΑ

          Οι εν συνεχεία εκδόσεις των Βασιλικών έδωσαν επιχειρήματα στην αντίθετη πλευρά. Αρυόμεθα εκ της επιχειρηματολογίας του Π. Καλλιγά, καθηγητή της Νομικής και από το 1879 βουλευτή Αττικής, στην μελέτη του Περί Τόκου, την οποία δημοσίευσε του 1861:
       «Ποία είναι η έννοια του Διατάγματος της 23 Φεβρουαρίου 1835, ότι οι εν εξαβίβλω Αρμενόπουλου Νόμοι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων κυρούνται ως Νόμος Πολιτικός προττατομένων των εθίμων;
       Ο νομοθέτης ημών, όστις θεμέλιον έθεσε την δημοσίευσιν των Νόμων και γνώσιν αυτών παρά των Πολιτών, προ πάσης ισχύος, εκ του απεράντου χάους της Βυζαντινής νομοθεσίας εξήγαγε μίαν βίβλον ήδη εν χερσί πάντων και μάλλον γνωστήν και εις αυτήν έδωκε Πολιτικού Νόμου ισχύν, προς αποφυγήν αβεβαιότητος.
       Όσοι λυπούνται, ότι δεν δύνανται ν' αποκαταστήσουν το Βυζαντινόν Βασίλειον ακέραιον, οποίον ήτο καθ' ην ώραν κατέπεσεν υπό του ιδίου αυτού πάθους, βεβαίως δεν θέλουν ευχαριστηθή βλέποντες αποκοπτομένους τοσούτους νόμους των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, παραλειφθέντας υπό του Νομοφύλακος Θεσσαλονίκης.
       Αλλ' ο νομοθέτης έκρινε προτιμότερον να θλίψη το αίσθημα αυτών, ή να καταστήση προβληματικόν τον διέποντα Πολιτικόν Νόμον, αίφνης προκύπτοντα εις φως εξ αρχαιολογικής ανασκαφής εν τοις Βυζαντινοίς χειρογράφοις.
       Και βεβαίως άνευ του περιορισμού τούτου, ή άλλου τινός, πάσα νέα ανακάλυψις απολεσθείσης Νεαράς Βυζαντινού Αυοτκράτορος, αποδεικνυομένης ιστορικώς εξ οιοσδήποτε Βυζαντινής πηγής, έμελλε ν' ανατρέψη τα πάντα ως από μηχανής44».
       Οι θέσεις εδώ του Π. Καλλιγά είναι δύο. Πρώτον ότι το μόνο κριτήριο της επιλογής της Εξαβίβλου από τον νομοθέτη ήταν η αναγνωρισιμότητά της. Δεύτερον ότι το τοπίο του Αστικού Δικαίου δεν πρέπει να ανατρέπεται κάθε φορά που θα ανακαλύπτεται κάποια Νεαρά από την αρχαιολογική επιστήμη. Κατά της χρήσης των Βασιλικών φέρει τα εξής:
       «Τοιαύτη νομοθεσία, συμβαδίζουσα μετά της αρχαιολογικής πολυπραγμοσύνης και εξ αγνώστων στοιχείων συγκειμένη, εκθαπτομένων εκ των μυχών της γης, ηδύνατο να δοθή και εδόθη κατά τα προνενομοθετημένα, καθ' α ίσχυον τα Βασιλικά. Ταύτα μεν είναι πληρέστερα, αλλά δυστυχώς δεν διεσώθησαν εν πληρότητι αυτών και τινα βιβλία είναι όλως προβληματικά, ή εξέλιπον, ή συχνάκις δεν ανιχνεύονται μέρη αυτών.
       Αλλά τοιαύτην διάνοιαν δεν δύναταί τις ν' αποδώση εις τον συντάξαντα το Διάταγμα της 23 Φεβρ. 1835, ρητώς διαγράψαντα ως όρον ισχύος την παρ' Αρμενόπυλω μνείαν.
       Και δεν έδειξεν εις τούτο και μόνον την διάνοιαν αυτού ο ημέτερος νομοθέτης, αλλά προτάξας τα έθιμα εδήλωσε σαφώς, ότι δεν εργάζεται εις την ανακαίνισιν του πεπτωκότος Βυζαντινού Βασιλείου, ώστε κατά πάντα όμοιον μέχρι κεραίας ν' αναστυλωθή πάλιν τεχνικώς υπορθούμενον, προς θαυμασμόν των αρχαιολογούντων45
       Εδώ συναντάμε την γνωστή απαξιωτική στάση που διακατείχε τους λόγους του Καλλιγά και των ομοϊδεατών του έναντι του Βυζαντίου/Ρωμανίας, στάση την οποία κρατούσε ακόμη και όταν ομιλούσε στη Βουλή. Θα δώσουμε παρακάτω δείγμα αυτής. Στην περίπτωση αυτή που αφορούσε τους τόκους, σημείο αντιλογίας υπήρξε η μετά την έκδοση των Βασιλικών χρήση Νεαράς του Βασιλείου Α' που απαγόρευε τους τόκους. Σχολιάζει ο Καλλιγάς:
       «Αλλά δυστυχώς η ιστορία μαρτυρεί το ενάντιον. Ουδεμία κοινωνία εβάδισε τοσούτον ακρατήτως προς τον ίδιον όλεθρον, όσον η βυζαντινή, και το μόνιμον αίτιον της καταστροφής αυτής, εκτός πολλών άλλων παρεμπεσόντων και συνεργησάντων, υπήρξε βεβαίως η κακίστη των πόρων διοίκησις και παντελής αυτών εξάντλησις, η έλλειψις πάσης χρηματικής πιστώσεως, και πάσης ασφαλείας, ατομικής ελευθερίας, ή δικαιώματος ιδιοκτησίας, και εντεύθεν η εξαφάνισις της γεωπονίας, η απονέκρωσις του εμπορίου και εν γένει παντός ότι σήμερον τα νεώτερα έθνη λογίζουν περισπούδαστον και ζωτικήν δύναμιν υπό το περιληπτικόν όνομα της πολιτικής οικονομίας.
       Όλα ταύτα εν τούτοις συνέβησαν υπό το πλήρες κράτος των περιοριστικών του τόκου δατάξεων, αίτινες κατ' ουδέν εμετρίασαν την δεινότητα του κακού.

       Αγνοών βέβαια τα μέσα της θεραπείας ο Βασίλειος Μακεδών διά της μνημονευμένης παρ' Αρμεν. Γ. ζ' § 24 διατάξεως κατήργησεν απολύτως πάντα τόκον46

         Να υπενθυμίσουμε, ότι ο Βασίλειος Α' υπήρξε ιδρυτής δυναστείας, η οποία με την πολιτική της δημιούργησε την χρυσή εποχή που καλείται Βυζαντινή Εποποιία, επέκτεινε τα σύνορα της αυτοκρατορίας στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, απείχε τέλος μισή χιλιετία χρονικά από την οριστική πτώση της Κωνσταντινούπολης. Εδώ βλέπουμε για μια ακόμη φορά το «αρχέγονο» επιχείρημα του Κοραή, που συναντήσαμε και στην αρχή της εργασίας. Τελικό κριτήριο για τους Κοραϊστές (αν μου επιτρέπεται ο όρος) χρήσιμο για την αξιολόγηση κάθε τι βυζαντινού/ρωμαίικου είναι η πτώση του Βυζαντίου/Ρωμανίας. Πάντα στην επιχειρηματολογία τους συναντούμε συγκρίσεις με την τότε κατάσταση στην Γαλλία, και κάθε τι γαλλικό είναι η τελική τους επιλογή. Την θέση του για την σύγχυση, που φέρει στο ελληνικό δίκαιο κάθε καινούργια έκδοση, αυτοκρατορικών διαταγμάτων, μπορεί εύκολα να ανατρέψει ο εξής συλλογισμός: Νεαρές δεν ανακαλύπτονται, δεν εκδίδονται κάθε μέρα. Ευκολότερα θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στο Αστικό Δίκαιο, το οποίο ακόμη δεν είχε συνταχθεί, Νεαρές των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, αν συνέτρεχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις, παρά τα τοπικά έθιμα. Ο λόγος περί εθίμων δεν είναι άσχετος με το θέμα. Στην πραγματεία του Περί Εθίμων αποφαίνεται:

       «Η αρχική περίστασις, ήτις σήμερον περί τούτου του ζητήματος αποφασίζει, είναι ότι το ρωμαϊκόν δίκαιον, το οποίον ως έτοιμον νόμον παρεδέχθημεν, μας είναι ξένον, μη σχηματισθέν εν τω μέσω μας, και δια τούτο όχι μόνον δεν δύναται να εκπληρεί όλας τας κοινωνικάς μας ανάγκας, αλλ' εις πολλάς εκ διαμέτρου αντίκειται. Ηθέλομεν θυσιάσει το πολυτιμότερον της υπάρξεώς μας, ό,τι την αποκαθιστά ιδικήν μας την ανεξαρτησίαν μας, αν παρεδιδόμεθα εξ ολοκλήρου εις το ρωμαϊκόν δίκαιον.
       Πρέπει ν' αφήσωμεν την υπεροχήν εις εκείνας τας δυνάμεις, αίτινες αποφασιστικώς εφανερώθησαν εντός ημών, και αποτελούν τον εθνικόν μας χαρακτήρα και την εθνικήν μας ατομικότητα, διότι δι' αυτών συνεχόμεθα πολιτικώς ως εν έθνος με το αίσθημα και με το φρόνημά του, με την μίαν του διεύθυνσιν και ανατροφήν. Διά των εθιμών λαμβάνομεν την πραγματικήν συνείδησιν του τι είμεθα, την βεβαιότητα του εαυτού μας και της ιδίας μας ζωής, ώστε τα έθιμά μας είναι ανώτερα και πλέον ιερά. Τα έθιμα μας ανήκουν, είναι αχώριστα από ημάς47
       Δεν θα μπούμε στην διαλεκτική θεώρηση εθίμου και νόμου. Θέλουμε, όμως, να δείξουμε πόσο ελαστικός ήταν ο Καλλιγάς, στην παραπάνω θέση, την οποία με δογματικό τρόπο έθεσε. Έτσι τελειώνει την μελέτη του Περί Κατοικίας:
       «Εις την Πολ. Δικονομία μας είναι η αιρετή κατοικία άγνωστος και ίσως είναι δύσκολον να εισαχθή εις την Ελλάδα, διότι δεν έχει προηγουμένας συνηθείας, εν ελλείψει τούτων όμως οι νόμοι πρέπει να στηρίζωνται εις αναπόφευκτον λογικήν ανάγκην48».
       Αναπόφευκτος, λοιπόν, λογική ανάγκη, μπορεί να παραμερίσει τις ελληνικές συνήθειες και να εισαγάγει ξένους νόμους. Η επιλογή της πρώτης ή της δεύτερης θέσης του από τον ίδιο, γίνεται κατά το δοκούν (κοινώς όπου τον βολεύει) και είναι θέμα πολιτικής ιδεολογίας. Τις θέσεις του είχε ήδη ξεκαθαρίσει από το 1839, όταν δημοσίευσε την πρώτη του διατριβή, Περί συντάξεως πολιτικού κώδικος εις την Ελλάδα:
       «Ένα σωρόν ανεσκαμμένου χώματος εκ των ερειπίων μας εφύλαξεν ο Αρμενόπουλος, καθώς άλλοι προγενέστεροι και μεταγενέστεροί του εδοκίμασαν, των οποίων τα εγχειρίδια κατ' ευτυχίαν μας δεν διεσώθησαν. Διά να είμεθα καθ' όλα Αβδηρίται, ενώ είχομεν ελευθέραν εκλογήν μεταξύ τούτων, επροκρίναμεν τον Αρμενόπουλον και τα Βασιλικά, τα οποία όχι Έλλην, αλλά μόλις Ευρωπαίοι εγγηράσαντες εις την αρχαιολογίαν, ματαιολογίαν και σαθρολογίαν του Ρωμ. Δικαίου γνωρίζουν. Εις ποίον πίπτει όλον το βάρος του σφάλματος; Είναι τοώντι δύσκολον έργον ν' ανακαλύψωμεν πόθεν παρεκινήθημεν εις την τεχνικήν προτίμησίν μας. Ίσως υπερίσχυσεν ο στοχασμός ότι προορισμός της Ελλάδος ήτο να εξακολουθήση το Βυζαντινόν βασίλειον, ιδέαν την οποίαν νομίζουν τινες ότι πορίζονται αμέσως εκ της θρησκείας, με την οποίαν διόλου δεν συνέχεται. Η εκκλησία μας είναι οικουμενική, δηλ. δεν είναι προσδεδεμένη εις ιδιαίτερον βασίλειον. Και τι εζήλευσαν εις την ιστορίαν των Βυζαντινών, εις αυτήν την λυπηράν επισώρευσιν εγκλημάτων και μιαρών πράξεων, όπου η δολοφονία κάθηται επί του θρόνου και η φαρμακεία σχηματίζει την πολιτικήν τέχνην, τι εζήλευσαν, λέγω, διά να ταπεινώσουν την ηρωϊκήν δόξαν της ανεγειρομένης Ελλάδος ενώπιον εκείνου του σεσηπότος πτώματος. Άφες τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς¨.
       Το αστειότατον είναι, ότι τινές ακόμη σήμερον εκλαμβάνουν τον Αρμενόπουλον πλέον ευκατάληπτον από την συλλογή του Ιουστινιανού, χωρίς να εννοούν, ότι ο δεινότερος πάντων είναι ο αντιφατικός, παράλογος και μωρός νόμος49
        Ακολουθεί, λοιπόν, ο Καλλιγάς καθ' όλα τον Γίββωνα, θεωρεί δε ότι η ιστορία του Βυζαντίου /Ρωμανίας δεν είναι μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους. Ευτυχώς έγκριτοι ιστορικοί, όπως ο Κ. Παπαρηγόπουλος, του έδειξαν από νωρίς το λάθος του. Τις απόψεις του για την Εκκλησία, την οποία εδώ θεωρεί οικουμενική, διετύπωσε αλλού. Δεν θα τις μεταφέρουμε, για να μην υπερβούμε τα όρια του θέματός μας. Ήταν πάντως κοραΐστικες. Τι θα έπρεπε τελικά να πράξει η συντακτική του Αστικού Δικαίου επιτροπή, κατά τον Καλλιγά: Να στραφεί στον γαλλικό κώδικα, όπως πρότειναν οι κοραϊστές;
       «Τι θέλει λοιπόν είναι ο πολιτικός μας κώδιξ; Ή ραψωδία συνυφασμένη από κλάσματα ασυνάρτητα παντός είδους και καιρού νομοθεσίας, ή πάλιν ο γαλ. Κώδιξ με ασημάντους και ανεπιτηδείους τροποποιήσεις. Δεν είναι εκτός της συνέχειας ν' αναφέρω εδώ ότι και εντός του γαλλ. Κώδικος, όπου επανελήφθη κατά γράμμα το Ρωμ. Δίκαιον, καθώς εις την ιδιοκτησίαν εν μέρει και τα συναλλάγματα, εισέφρησαν ασυγχώρητα σφάλματα, προελθόντα από την κακήν γνώσιν του Ρωμ. Δικαίου. Θέλομεν τα επαναλάβει ημείς με την απλότητα της αγνοίας; Αυτή η παρατήρησις είναι δευτέρας αξίας. Το σημαντικότερον είναι πως θέλει εφαρμοσθή εις ημάς ο γαλλ. Κώδιξ. Εάν η Ρωμ. Νομοθεσία είναι ξένη εις ημάς, πως χωρίς να είμεθα γαλλική αποικία η γαλλική νομοθεσία θέλει μας ευχαριστήσει; Οι Γάλλοι έπλασαν την νομοθεσίαν των σύμφωνα με το πνεύμα των˙ θέλομεν και ημείς καθώς ο βάτραχος ενώπιον του βοός να εξογκωθώμεν διά να φανώμεν του αναστήματός των. Θέλει είναι τοώντι αστείον να ίδη τις τον νάνον εντός της πανοπλίας του γίγαντος. Αλλά και αν υποτεθή ότι έχομεν όλον το ανάστημα του γίγαντος, δεν δύναταί τις να νοήση διά ποίον λόγον θέλομεν εξαλείψει την ανεξαρτησίαν μας ενώπιον ξένης νομοθεσίας. Δεν θέλομεν πλέον κάμει χρήσιν κυραρχικού δικαιώματος, αλλ' εξ εναντίας θέλομεν απαλλοτριωθή της κυριαρχίας μας προς χάριν άλλου50
       Η θέση του εδώ μας προκαλεί έκπληξη. Με την μέχρι τώρα επιχειρηματολογία του, σκέτη αντιγραφή των επιχειρημάτων των κοραϊστών, μας έδωσε να καταλάβουμε, ότι προς τον γαλλικό κώδικα μας πάει. Έπρεπε, βέβαια, να μας υποψιάσει η φρασεολογία του. Μιλούσε συνεχώς για τα ευρωπαϊκά έθνη, χωρίς ποτέ ν' αναφερθεί σ' αυτά ως φωτισμένα. Δεν στρέφονταν, λοιπόν, ο Καλλιγάς προς τον γαλλικό κώδικα. Μήπως προς κάποιον από τα λοιπά ευρωπαϊκά έθνη;
       «Είναι πολλά πιθανόν οι συντάκται του νέου κώδικος, ή οι επιφορτίσαντες αυτούς, να εστηρίχθησαν εις τον απατηλόν στοχασμόν ότι έχοντες προ οφθαλμών τέλεια έργα, καθώς είναι ο κώδιξ της Πρωσσίας, Αυστρίας, Βαυαρίας, Γαλλίας προ πάντων με τας τροποποιήσεις του Βελγίου κ.τ.λ. ευκόλως δύνανται ούτοι ερχόμενοι τελευταίοι να πράξουν έργον τελειότερον, μόνον και μόνον διότι έρχονται τελευταίοι. Τους ενθυμίζω τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορας και τα Βασιλικά. Εις νομοθετικάς εργασίας δεν είναι το πρώτος και έσχατος, πρόκειται να τεθή τις εις το ενδότατον κέντρον του έθνους του και ό,τι εντός αυτού είναι ως δύναμις, ως ακατέργαστον ύλη, να το θέση εκτός ως ενέργειαν, ως επεξειργασμένον. Ούτως έγιναν πάντοτε οι κώδικες, και όσοι δεν χρεωστούν εις τοιούτον εσωτερικόν και πλαστικόν σύνδεσμον την αρχήν των, δεν είναι κώδικες, αλλά αποκυήματα σχολαστικής κενοδοξίας52
       Ούτε κάποιον άλλο από τους κώδικες των εθνών ζητά ο Καλλιγάς, αλλά ούτε και κάποια σύνθεση εξ αυτών. Ήδη άρχισε να μας δίνει κάποια στοιχεία της προτίμησής του. Πρέπει, λέει, να στραφούμε προς το ενδότατο κέντρο του έθνους μας, για να βρούμε την ακατέργαστη ύλη. Μα στο ενδότατο κέντρο του έθνους μας βρίσκεται το Βυζάντιο, το οποίο προηγουμένως απαξίωσε, το ρωμαϊκό δίκαιο θεώρησε ξένο, τα Βασιλικά απέρριψε, τον Αρμενόπουλο δέχθηκε κατά περίπτωση ως αναγκαίο κακό, αλλά ανολοκλήρωτο, τελικά που στοχεύει;
       «Επί της τοιαύτης καταστάσεως το έθνος δεν δύναται να εκλέξη καταλληλοτέραν οδόν, ειμή πατών τα ίχνη μεγάλων εθνών, να καθαρίση όσον είναι δυνατόν το έδαφός του από τα Βυζαντινά ερείπια ανατρέχον εις την εποχήν του Ρωμαϊκού δικαίου, καθ' ην έφθασε την ανωτάτην του ακμήν. Η συλλογή του Ιουστινιανού δεν ήθελε τότε απαντήσει άλλο πρόσκομμα, ειμή τον χαρακτήρα του έθνους και τας αξιώσεις του χριστιανισμού. Τότε ήθελε δυνηθή το έθνος κατ' αντίθεσιν με την ισχύουσαν νομοθεσίαν να συλλάβη το ίδιόν του πνεύμα και να το καταστήση γόνιμον επί της νομοθεσίας. Τοιουτοτρόπως συνέβη εις την Πρωσσίαν, εις την Βαυαρίαν, εις την Αυστρίαν και προ πάντων εις την Γαλλίαν52
       Ομολογώ, ότι δεν θυμάμαι να συνάντησα άλλη φορά, λόγο τόσο αυθαίρετο, τόσο καιροσκοπικό, τόσο αντιφατικό. Και λέω αυθαίρετο, διότι ο Καλλιγάς εδώ καθορίζει το δυσκολότερο σημείο της Βυζαντινολογίας, αφ' ης στιγμής η μία ενιαία και συνεχής Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διαιρέθηκε από τον Ιερώνυμο Wolf με την πλασματική δημιουργία του Βυζαντίου. Και το δύσκολο σημείο είναι ο καθορισμός της χρονικής στιγμής, κατά την οποία συνέβη αυτή η διαίρεση. Εδώ, λοιπόν ο Καλλιγάς προσδιορίζει, ότι το Ιουστινιάνειο Δίκαιο είναι Ρωμαϊκό, το δε μεταγενέστερο «Βυζαντινά ερείπια». Και λέω καιροσκοπικό διότι, ο ίδιος σε μελέτη την οποία αναφέραμε παραπάνω, όρισε το Ρωμαϊκό δίκαιο ως ξένο, εδώ θεωρεί ότι ανήκει «εις το ενδότατον κέντρον του έθνους». Λέω αντιφατικό, διότι το «ηρωικό έθνος» προγενέστερης μελέτης εδώ παρουσιάζει ως βάτραχο. Και αυτά δειγματοληπτικά. Ο λόγος του Καλλιγά είναι κρυπτογραφημένος. Για να τον αποκρυπτογραφήσει κανείς πρέπει να έχει κατά νου, ότι αυτός δεν έχει κανένα ενδοιασμό να λέει και να γράφει, μόνο ότι τον συμφέρει, εκεί που τον συμφέρει, όταν τον συμφέρει. Χωρίς αυτό κατά νου, όποιος αφήσει να παρασυρθεί από την περιπτωσιολογία του, θα πέσει αναγκαστικά σε φάσεις και αντιφάσεις. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι εγκατέλειψε την ακαδημαϊκή του καριέρα για να γίνει βουλευτής.
       Ποια είναι η αιτία της προτίμησης του Καλλιγά στο Ιουστινιάνειο δίκαιο; Η απάντηση είναι απλή, αρκεί να γνωρίζει κάποιος, ότι ο εν λόγω νομομαθής σπούδασε στο Μόναχο. Εκεί εξοικειώθηκε   με το δίκαιο του Πανδέκτη (Pandektenrecht) του Ιουστινιανού, και έλαβε στοιχεία της δογματικής επεξεργασίας του Ρωμαϊκού Δικαίου, κατά τον τρόπο της Σχολής της Μπολόνια (Glossators), που είδαμε παραπάνω. Με τα τεχνάσματά του προσπαθούσε δηλ. να επαναφέρει το Ιουστινιάνειο Δίκαιο, παραγράφοντας όλη την μετέπειτα ιστορική εξέλιξη του δικαίου. Και ήταν αυτός που εξαρχής μιλούσε για εκσυγχρονισμό. Ο Καλλιγάς δεν ήταν ο μόνος νομικός που σπούδασε στο Μόναχο. Μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως ο Πέτρος Παπαρηγόπουλος, ο Αδαμ. Παπαδιαμαντόπουλος κ.α. ήταν απόφοιτοι της σχολής αυτής. Εργάσθηκαν και αυτοί για την εισαγωγή του Πανδέκτη στην ελληνική νομοθεσία, χωρίς να μπορώ να πω με σιγουριά, ότι είχαν το ίδιο με τον Καλλιγά σκεπτικό, αν εφάρμοσαν τα ίδια τεχνάσματα. Όπως και να ‘χει, η προτίμησή τους είχε ιδεολογικές καταβολές. Το Βυζάντιο/Ρωμανία ήταν γι' αυτούς εξοβελιστέο από την ελληνική ιστορία, σε όποια χρονική περίοδο και αν το προσδιόριζαν. Ακόμα και τα ονόματα Ρωμηός/Ρωμηοσύνη ήταν γι' αυτούς αφορισμοί, γι' αυτό προσπάθησαν και εν μέρει πέτυχαν να τα εξορίσουν από την ελληνική πραγματικότητα, εργαζόμενος ο καθένας στο πεδίο της δραστηριότητάς του, που στην προκειμένη περίπτωση είναι το δίκαιο.

 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ // ΜΕΡΟΣ Ζ'

 

 

  • 44)    Π. Καλλιγά, Μελέται Νομικαί, Πολιτικαί, Οικονομολογικαί, Ιστορικαί, Φιλολογικαι κλπ., και λόγοι εν τη Εθνοσυνελεύσει και τη Βουλή, υπό Γεωργίου Καλλιγά εκ του τυπογραφείου Α. Κωνσταντινίδη, Αθήναι 1899, τ.Α' σελ. 58-59.
  • 45)    Π. Καλλιγά, Μελέται Νομικαί, τ. Α' σελ. 59.
  • 46)    Π. Καλλιγά, Μελέται Νομικαί, τ.Α' σελ. 54.
  • 47)    Π. Καλλιγά, Μελέται Νομικαί, τ.Α' σελ. 263.
  • 48)    Π. Καλλιγά, Μελέται Νομικαί, τ.Α' σελ. 292.
  • 49)    Π. Καλλιγά, Μελέται Νομικαί, τ.Α' σελ. 447.
  • 50)    Π. Καλλιγά, Μελέται Νομικαί, τ.Α' σελ. 451.
  • 51)    Π. Καλλιγά, Μελέται Νομικαί, τ.Α' σελ. 452.
  • 52)    Π. Καλλιγά, Μελέται Νομικαί, τ.Α' σελ. 448.

 

 



Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης