Λατρεία και Ρωμηοσύνη


Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος

Από τα πρακτικά του Α' Λειτουργικού Συνεδρίου (27 φεβρουαρίου-1 Μαρτίου 2002)

Το θέμα της λατρείας, της οποίας αποκορύφωμα είναι η θεία Λειτουργία, είναι πάρα πολύ σοβαρό και αρκετά ευαίσθητο. Η λατρεία είναι ο χώρος εκείνος, στον οποίον ανοίγεται η καρδιά του ανθρώπου και ξεχύνεται προς τον Θεό, αλλά ταυτόχρονα και ο χώρος εκείνος, στον οποίον συναντάται η Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος αφ' ενός μεν να εκχέη όλο το εσωτερικό του είναι, κατά διαφόρους βαθμούς, στον Θεό, αφ' ετέρου δε να επηρεάζεται σημαντικά από τους παρόντες στην σύναξη και την θεία Ευχαριστία. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν ο τόπος αυτός του μυστηρίου και της σιωπής, που είναι και χώρος «στεναγμών αλαλήτων» (Ρωμ. 8,26) και «κραυγής ισχυράς και δακρύων» (Εβρ. 5,7) προς τον Θεό, είναι πολύ ευαίσθητος και κάθε αδέξια και βάρβαρη επέμβαση σε αυτόν προκαλεί πολύ πόνο. Όπως κάθε επέμβαση στον οφθαλμό είναι οδυνηρή και επικίνδυνη και κάθε επέμβαση μέσα στην καρδιά και τον εγκέφαλο απαιτεί λεπτούς χειρισμούς, το ίδιο και ακόμη περισσότερο μπορεί να πη κανείς για τον χώρο της λατρείας.

Μέσα από την προοπτική αυτή γίνεται φανερό ότι το θέμα που μου δόθηκε να αναπτύξω, ήτοι «λατρεία και Ρωμηοσύνη», είναι λεπτό, γιατί εκφράζει την καρδιά της Ρωμηοσύνης και χρειάζεται επιδέξιους και λεπτούς χειρισμούς, και γι' αυτό ζητώ την κατανόησή σας, την ανοχή σας και την επιεική κρίση σας. Θα θίξω κυρίως τρία σημεία. Το πρώτο είναι «Ρωμηοσύνη και Φραγκοσύνη, ως δύο ιδιαίτερες πολιτισμικές παραδόσεις». Το δεύτερο «η λατρεία ως έκφραση αυτών των δύο πολιτισμικών διαφοροποιήσεων» και το τρίτο «παραδείγματα ορθόδοξης μέθεξης της Χάριτος του Θεού στην λατρεία».

1. Ρωμηοσύνη και Φραγκοσύνη, δύο ιδιαίτερες πολιτισμικές παραδόσεις

Εννοιολογικά και πολιτισμικά υπάρχει διαφορά μεταξύ της Ρωμηοσύνης και της Φραγκοσύνης. Ρωμηοσύνη είναι ο τρόπος ζωής του Ρωμαϊκού Κράτους, της Ρωμανίας, αυτού που συνηθίσαμε να ονομάζουμε Βυζάντιο, και Φραγκοσύνη είναι ο τρόπος ζωής που καλλιεργήθηκε από τους Φράγκους, μετά την κατάληψη του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έχουν γίνει πολλές μελέτες πάνω στα ζητήματα αυτά, αλλά κυρίως ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ο π. Γε­ώργιος Μεταλληνός, ο π. Θεόδωρος Ζήσης και άλλοι ετόνισαν αυτήν την πολιτισμική διαφορά. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για μια διαφορά μόνο σε μερικά δογματικά ζητήματα, αλλά για μια διαφορά που αγγίζει και εμπνέει όλον τον τρόπο ζωής. Για παράδειγμα να αναφέρω ότι ο αείμνηστος π. Σωφρόνιος, ο Γέροντας της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας, μου έλεγε ότι όταν εισέρχονται διάφοροι άνθρωποι στον Ναό, καταλαβαίνουμε από τον τρόπο που στέκονται και προσεύχονται εάν είναι Ορθόδοξοι ή όχι, ακόμη δε αν είναι Έλληνες, Ρώσσοι ή δυτικοί. Κατ' αρχάς των Ορθοδόξων η προσοχή κατά την διάρκεια της προσευχής βρίσκεται στην καρδιά και όχι στον χώρο του εγκεφάλου, όπως γίνεται με τους ετεροδόξους. Έπειτα, όταν παρίστανται στον Ναό Ορθόδοξοι και μάλιστα Ορθόδοξοι που έχουν κόκκαλο ορθόδοξο και έχουν μέσα στους αίμα προσευχομένων γονέων, αισθανόμαστε μέσα στην καρδιά μας να ενεργή η προσευχή, έστω και αν οι άνθρωποι κινούνται στον Ναό και κάνουν σχετικό θόρυβο, με το να ανάψουν το κερί και να τοποθετήσουν τα κόλλυβα κ.λπ. Αντίθετα όταν παρίστανται ετερόδοξοι, όχι βέβαια σε Λειτουργία, καίτοι υπάρχει ησυχία, εν τούτοις δεν μπορούμε να προσευχηθούμε μέσα στην καρδιά. Μου έλεγε δε ότι η προσευχή στο Άγιο Όρος γίνεται πολύ δυνατά, ακόμη και σε μια Ορθόδοξη χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, ενώ η προσευχή στην ετερόδοξη χώρα γίνεται πολύ δύσκολα, γιατί ο βαθμός και η ένταση της προσευχής έχουν σχέση με το περιβάλλον και με τους ανθρώπους που παρευρίσκονται. Και έλεγε χαρακτηριστικά, ζούμε σε μια χώρα της οποίας οι άνθρωποι δεν προσεύχονται και αυτό επηρεάζει την ένταση της δικής μας προσευχής.

Η διαφορά μεταξύ Ρωμηοσύνης και Φραγκοσύνης διακρίνεται από τρεις οπτικές πλευρές, ήτοι από πλευράς γεωγραφικού χώρου, από πλευράς ιστορικού χρόνου και από πλευράς πολιτιστικού τρόπου1. Η δυτική Ευρώπη, αυτό που καλούμε Φραγκοσύνη, διακρίνεται από τα θρησκευτικά ιδεολογικά ρεύματα του σχολαστικισμού, της αναγέννησης, της μεταρρύθμισης, του διαφωτισμού και του ρομαντισμού, τα οποία ρεύματα έχουν επηρεάσει όλον τον τρόπο της ζωής των ανθρώπων. Και όπως έλεγε και πάλι ο αείμνηστος Γέροντας Σωφρόνιος, από την ημέρα που βαπτίζεται κάποιος μεγάλος στην ηλικία και γίνεται ορθόδοξος, θα πρέπη με ιδιαίτερη πνευματική καθοδήγηση να περά­σουν περίπου εικοσιπέντε (25) χρόνια για να μπορέση να είναι βέβαιος ότι έγινε και εσωτερικά ορθόδοξος, γιατί τόσα περίπου χρόνια απαιτείται να περάση η προσευχή από τον εγκέφαλο στην καρδιά και να αναπτυχθή η δογματική συνείδηση. Εννοείται, βέβαια, ότι αυτό συμβαίνει για εκείνους οι οποίοι έχουν μάθει από τα μικρά τους χρόνια να ζουν έχοντας κέντρο την λογική και την φαντασία.

Αυτή η διαφορά μεταξύ Ρωμηοσύνης και Φραγκοσύνης φαίνεται σε όλον τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, στον προσωπικό, τον εκκλησιαστικό και τον κοινωνικό βίο. Πρόκειται για μια βαθειά διαφορά, για ένα χάσμα αγεφύρωτο, που μόνο η μετάνοια που εκδηλώνεται και αναπτύσσεται σε μεγάλο βαθμό μπορεί να το γεφυρώση. Γι' αυτό και πάλι ο αείμνηστος Γέροντας Σωφρόνιος έλεγε ότι ο άνθρωπος που προσέρχεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ύστερα από περιπλανήσεις σε διάφορες ατραπούς, αφού εν τω μεταξύ έχει βιώσει όλην την τραγωδία της κάθε ιδεολογίας θρησκευτικής ή μη, θα πρέπη να διέλθη από βαθειά μετάνοια, μέχρι και του αυτομίσους, θα πρέπη να καθαρίση τελείως την καρδιά και να ελευθερωθή από το δαιμονικό στοιχείο που υπάρχει μέσα του. Διαφορετικά δεν μπορούμε να του έχουμε εμπιστοσύνη, ούτε ακόμη μπορεί να κάνη τον δάσκαλο. Και αυτό, γιατί ο τρόπος ζωής του και οι περιπέτειές του, ακόμη και το περιβάλλον στο οποίο έζησε έγιναν δεύτερη φύση του και είναι δύσκολο με μια εξωτερική προσπάθεια, χωρίς την βαθειά μετάνοια, που ενεργείται με την Χάρη του Θεού, να προσλάβη τον ησυχαστικό τρόπο ζωής της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

Για παράδειγμα, ένας που δεν έχει μεγαλώσει με καντήλι, λιβάνι, εικόνες και λείψανα, όταν γίνεται Ορθόδοξος, μπορεί να τα αποδεχθή λογικά, αλλά για να αισθανθή μαζί τους, όπως αισθάνεται ο Ορθόδοξος εκ γενετής, που τα είδε μόλις άνοιξε τα μάτια του, πρέπει να περάση πολύς χρόνος στον οποίο θα αφομοιώση δημιουργικά την Χάρη του Θεού που τον επισκέφθηκε αισθητά.

Εντελώς σχηματικά και τηλεγραφικά μπορούμε να προσδιορίσουμε μερικά σημεία στα οποία φαίνεται η διαφορά μεταξύ Ρωμηοσύνης και Φραγκοσύνης. Ως προς την θεολογία, στην Δύση δίνεται προτεραιότητα στην ουσία του Θεού, ενώ στην Ορθοδοξία στο πρόσωπο. Ως προς την μέθοδο προσεγγίσεως του Θεού, στην Δύση δίνεται σημασία και χρησιμοποιείται ο ορθολογισμός, ενώ στην Ορθοδοξία δίνεται βαρύτητα στην νηπτική-ησυχαστική παράδοση. Ως προς το θέμα της σχέσεως με τον Θεό, στην Δύση καλλιεργείται ο νομικισμός, ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία η θεραπεία της προσωπικότητας του ανθρώπου. Ως προς τον τρόπο διοικήσεως των Εκκλησιών, στην Δύση αναπτύσσεται ο συγκεντρωτισμός σε ένα πρόσωπο, ενώ στην Ορθοδοξία επικρατεί η συνοδικότητα με την Πενταρχία και την Σύνοδο των Αυτο­κεφάλων Εκκλησιών. Ως προς τον κοινωνικό χώρο, στην Δύση ανα­πτύχθηκε ο φεουδαλισμός και ο ηθικισμός, ενώ στην Ορθοδοξία ανα­πτύχθηκε η ιεραρχικότητα των χαρισμάτων και η αγάπη2.

Βέβαια, όταν λέμε Δύση και Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν εννοούμε αυτές τις πραγματικότητες διαλεκτικά χωρισμένες αλλά πνευματικά και τροπικά. Γι' αυτό είναι δυνατόν να έχη ευαισθησία ένας προσήλυτος απέναντι σε ορθόδοξα ησυχαστικά ζητήματα, περισσότερη από έναν βαπτισμένο Ορθόδοξο Χριστιανό που ζη στην Ανατολή και δεν έχει υποψιασθή για τον θησαυρό που διαθέτει. Επομένως, δεν το αντιλαμβανόμαστε αυτό τοπικά αλλά τροπικά και πνευματικά.


2. Η λατρεία ως έκφραση των δύο πολιτισμικών διαφοροποιήσεων

Τα όσα έχουν εντοπισθή μέχρι τώρα δείχνουν καθαρά ότι ο διαφορετικός αυτός τρόπος ζωής επηρεάζει σημαντικά και τον χώρο της λατρείας. Άλλωστε εκεί εκβάλλουν όλα αυτά τα ρεύματα. Αυτό σημαίνει ότι ένας δυτικοποιημένος-φραγκευμένος Χριστιανός δεν αισθάνεται άνετα μέσα σε μια λατρευτική ατμόσφαιρα που γίνεται μέσα σε μια ησυχαστική παράδοση και, βεβαίως, επιδιώκει να την αλλάξη, να την μεταμορφώ­ση. Έτσι με διάφορες ενέργειες επιχειρεί να κατεβάση το κατανυκτικό ύψος της Ορθόδοξης λατρείας σε ένα χαμηλότερο επίπεδο, που ανταποκρίνεται στα μέτρα του, και μάλιστα πολλές φορές αυτό μπορεί να το επενδύη και θεολογικά με την έννοια ότι είναι βίωση της μεγαλοπρεπούς Βασιλείας του Θεού, αγνοώντας ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η θέα του ακτίστου φωτός, κατά τον θεόπτη αγιορείτη, άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια μπορούμε να κάνουμε λόγο για φραγκικές επιδράσεις μέσα στην ορθόδοξη λατρεία. Δεν πρόκειται για επιδράσεις μόνον στην αλλαγή του τυπικού και τις ευχές αλλά κυρίως στην μεθοδολογία τελέσεώς του και στο κλίμα που επικρατεί κατά την διάρκεια της λατρείας. Ακριβώς δε σε αυτό το σημείο θα επικεντρωθή ο λόγος στα όσα ακολουθήσουν.

Επειδή θα ήθελα να δώσω μεγαλύτερη βαρύτητα και προτεραιότητα στον τρόπο με τον οποίο αλλοιώνεται και τροποποιείται και εκκοσμικεύεται η ρωμαϊκή λατρεία από το φράγκικο πνεύμα, γι' αυτό θα επικεντρώσω την προσοχή στις επιδράσεις που είναι δυνατόν να δεχθή η ορθόδοξη λατρεία από το δυτικό πνεύμα. Με αυτόν τον τρόπο θα δούμε και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που διαφοροποιούν την λατρεία της Ρωμηοσύνης από την λατρεία της Φραγκοσύνης.

Πρώτον. Η ορθόδοξη Εκκλησία έδωσε προτεραιότητα στον νου και την λεγομένη νοερά ησυχία, το πώς δηλαδή θα ενεργοποιηθή η νοερά ενέργεια που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο και πώς μέσα στην λατρεία είναι δυνατόν να λειτουργούν ταυτόχρονα και η νοερά ενέργεια, με την λεγομένη νοερά προσευχή, και η λογική ενέργεια, με την λεγομένη λογική λατρεία. Στην Ορθόδοξη λατρεία έχουμε μέθεξη των ακτίστων ενεργειών του Θεού και στην μέθεξη αυτή κεντρικό σημείο κατέχει ο νους, η καρδιά, όπως τον ονομάζουν οι άγιοι Πατέρες. Όταν όμως η νοερά ενέργεια και η νηπτική παράδοση απομακρύνεται από την λατρεία και αντικαθίσταται από την λογική και τον ορθό λόγο, όταν όλα εξαντλούνται μόνον στην λογική κατανόηση, τότε έχουμε εκκοσμίκευση. Η φράση «θέλω όλα να τα καταλαβαίνω λογικά», υποδηλώνει αυτήν την δυτική επίδραση. «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω», έλεγε ο Καρτέσιος, ενώ ο Ντοστογιέφσκι έλεγε: «Πονάω, άρα υπάρχω».

Δεύτερον. Γνωρίζουμε από την ορθόδοξη θεολογία ότι όπως υπάρχουν σωματικές αισθήσεις, έτσι υπάρχουν και νοερές αισθήσεις. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στα έργα του κάνει πολύ λόγο για το πώς ενώνονται οι σωματικές με τις ψυχικές αισθήσεις και πώς επιτυγχάνεται η πνευματική ισορροπία του ανθρώπου. Ο ιερός Ναός και όσα γίνονται ή υπάρχουν μέσα στον Ναό (αισθητική του Ναού, σχέση με τον κτιστό - φυσικό κόσμο, ακούσματα, ψαλμωδίες, αρχιτεκτονική, αγιογραφία, φωταψία κ.λπ.) πρέπει να ανάγουν τον άνθρωπο στον άλλον κόσμο, τον κόσμο των εσωτερικών αισθήσεων. Όταν όμως παραμένη κανείς μόνον στον εξωτερικό χώρο, τις εξωτερικές αισθήσεις, και αγνοή ή παραθεωρή τις εσωτερικές ψυχικές αισθήσεις, τότε σαφώς πρόκειται για δυτική επίδραση και εκκοσμίκευση της Ορθόδοξης λατρείας.

Τρίτον. Ο πεπτωκώς άνθρωπος διακατέχεται από τους δερματίνους χιτώνες της φθοράς και της θνητότητας, από την αμαρτία, και γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η φθορά και η θνητότητα δημιουργούν τεράστια προβλήματα στον άνθρωπο. Όταν μάλιστα αυτά συμπλέκονται και με τα πάθη που ενεργούν παρά φύσιν, και ο άνθρωπος δεν έχει ουσιαστική σχέση με τον Θεό, τότε το πρόβλημα γίνεται τραγικότερο. Γι' αυτό και χρειάζεται βαθειά μετάνοια. Άλλωστε, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, η αμαρτία εκλαμβάνεται ως διακοπή των σχέσεών μας με τον Θεό, και η μετάνοια ως αποκατάσταση αυτών των σχέσεων. Η Ορθόδοξη λατρεία διακρίνεται από τον τελωνικό στεναγμό, την μεγάλη αυτομεμψία, την βαθειά μετάνοια και συντριβή του πνεύματος κατά το ψαλμικό: «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Όταν δίνεται μεγάλη βαρύτητα στα εξωτερικά συναισθήματα, στην ανάπτυξη των ψυχολογικών καταστάσεων με το αρμόνιο κ.λπ., και παραθεωρείται η μετάνοια, και ό,τι οδηγεί σε αυτήν την μετάνοια, τότε έχουμε αλλοίωση της ρωμαίικης λατρείας.

Έτυχε να εκκλησιασθώ σε έναν Ορθόδοξο Ναό στην Αμερική, που επικρατούσαν έντονες επιδράσεις από το όλο πνεύμα του ρομαντισμού και διαφωτισμού. Παρατήρησα ότι στην ώρα που προσέρχονται οι Χριστιανοί να κοινωνήσουν έπαιζε απαλά, συναισθηματικά το αρμόνιο, σε μια άκρα σιωπή, ώστε έτσι να τους προετοιμάση καλύτερα για την θεία Κοινωνία. Δηλαδή, η μετάνοια, που είναι ο ολοκληρωμένος τρόπος προετοιμασίας των πιστών για την κοινωνία των αχράντων Μυστηρίων, και η οποία μετάνοια εκφράζεται με την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νου και βέβαια την βίωση της θεώσεως, κατά ποικίλους βαθμούς, αντικαθίστανται από το συναισθηματικό "παίξιμο" του εκκλησιαστικού - θρησκευτικού οργάνου.

Τέταρτον. Η συμμετοχή μας στην θεία λατρεία γίνεται ψυχοσωματικά, συμμετέχει και το σώμα και η ψυχή. Από την συζήτηση που έγινε μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Βαρλαάμ φάνηκε ότι, όπως έλεγε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, και το σώμα πρέπει να συμμετέχη στην λατρεία με την άσκηση, τις μετάνοιες, την νηστεία, την κακοπάθεια, την ορθοστασία, την κόπωση, τα δάκρυα κ.λπ. Μια λατρεία στην οποία επιδιώκεται η ανάπαυση του σώματος, η μη συμμετοχή του σώματος, και αυτό επιχειρείται με την συντόμευση του χρόνου της λατρείας, με την άνετη παρουσία μέσα στον Ναό και γενικά με κάθε τι που δεν έχει το στοιχείο της ασκήσεως, εκτός βέβαια και αν πράγματι υπάρχει λόγος να αναπαύεται κανείς, δείχνει τις ξένες επιδράσεις στην λατρεία μας και την αλλοίωσή της από το λεγόμενο δυτικό πνεύμα, που δεν θέλει συμμετοχή του σώματος και την αποδοχή της ασκήσεως.

Πέμπτον. Όπως είναι γνωστό, το άγιον Βάπτισμα λέγεται εισαγωγικό μυστήριο, γιατί μας εισάγει στην Εκκλησία, ακολουθεί το άγιον Χρίσμα και στην συνέχεια μπορούμε, ως μέλη της Εκκλησίας, να κοινωνήσουμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Ο Χριστιανός μπορεί να κοινωνήση των αχράντων μυστηρίων ως μέλος πραγματικό της Εκκλησίας και μέλος του Σώματος του Χριστού. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει διαρκώς να κρατά ενεργοποιημένο το «βασιλικό χάρισμα», δηλαδή την δωρεά του Βαπτίσματος-Χρίσματος. Ο Χριστιανός πρέπει να κοινωνή του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ως ναός, κατά διαφόρους βαθμούς, του Αγίου Πνεύματος. Μέσα σε έναν τέτοιο ναό κατοικεί ο Θεός. Όταν μια συμμετοχή στην λατρεία, ιδιαιτέρως στην θεία Κοινωνία, δεν προϋποθέτει μια τέτοια ασκητική ζωή, μια ζωή ενεργοποιήσεως του «βασιλικού χαρίσματος» είναι αλλοίωση της ρωμαίικης λατρείας.

Έκτον. Μέσα στην Ορθόδοξη λατρεία επικρατεί σε μεγάλο βαθμό το σύμβολο. Βέβαια, από ορθοδόξου προοπτικής λέμε ότι η λέξη σύμβολο δεν προέρχεται από το συμβολίζω, αλλά από το συμβάλλω και δείχνει ότι συμβάλλεται το κτιστό με το άκτιστο, ότι το άκτιστο εκφράζεται και ενεργεί διά του κτιστού συμβόλου, γεγονότος, πράξεως. Όταν όμως κάποιος άνθρωπος βλέπει και ακροάται το σύμβολο και παραμένει μόνο σε αυτό, χωρίς να προχωρή στην βίωση της ακτίστου Χάριτος του Θεού, που ενεργεί δι' αυτού, τότε αυτό είναι μια αλλοίωση της Ορθόδοξης λατρείας.

Γενικά, έχει παρατηρηθή ότι το δυτικό και φράγκικο πνεύμα είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να αλλάξη τα κοινωνικά εξωτερικά, περιβαλλοντικά δεδομένα, να βρη ένα καλύτερο σύστημα, γιατί πιστεύει ότι μόλις ανακαλύψει ένα καλύτερο σύστημα, θα γίνη καλύτερος και ηθικότερος. Αντίθετα το ορθόδοξο φρόνημα συνίσταται στην μεταμόρφωση του προσώπου, την ανακαίνιση της υπάρξεως, και διά του τρόπου αυτού επιφέρονται και άλλες αλλαγές και αλλοιώσεις. Αυτό σημαίνει ότι, όταν προσπαθούμε να αλλάξουμε εξωτερικά τον τρόπο τελέσεως της λατρείας, και αυτό γίνεται σε βάρος της νηπτικής παραδόσεως, τότε προσευχόμαστε δυτικά, είμαστε δυτικοποιημένοι. Και έχει πα­ρατηρηθή ότι η Δύση έχει αποβάλη το νηπτικό ησυχαστικό πνεύμα και διαποτίσθηκε ολόκληρη από το πνεύμα του διαφωτισμού και του ρομαντισμού. Όταν, λοιπόν, ένας ορθόδοξος πλησιάζη τον χώρο της λατρείας, όχι νηπτικά - ησυχαστικά, αλλά ορθολογιστικά και συναισθηματικά, τότε δεν ανήκει στην Ρωμηοσύνη και βέβαια αλλοιώνει τον χαρακτήρα και την ατμόσφαιρα της ορθόδοξης λατρείας.

Ο π. Φιλόθεος Φάρος στο βιβλίο του με τίτλο «Η αλλοίωση του χριστιανικού ήθους», κάνει λόγο για το ότι η βασική αρχή της ορθόδοξης χριστιανικής ζωής είναι η νηπτική και ησυχαστική της παράδοση με όλο το νόημα που διαθέτει αυτή η φράση. Όμως αυτήν την νηπτική παράδοση την αλλοίωσε ο δυτικός Χριστιανισμός, γι' αυτό στην Δύση και κυρίως στην Αμερική επικρατεί το λεγόμενο αγγλοσαξωνικό πρότυπο, του οποίου βασικά στοιχεία είναι ο ορθολογισμός, ο ρομαντισμός και ο πουριτανισμός. Και δυστυχώς αυτές οι αγγλοσαξονικές παραδόσεις έχουν επηρεάση σε μεγάλο βαθμό τους ορθοδόξους της διασποράς, καθώς επίσης και την δική μας καθημερινή ζωή.


Είναι αξιόλογες αυτές οι παρατηρήσεις του π. Φιλοθέου, διότι ο ίδιος έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αμερική και γνώρισε όλην την νοοτροπία του αμερικανικού τρόπου ζωής και του αμερικανικού πολιτισμού. Και, βέβαια, αυτός ο αγγλοσαξωνικός πολιτισμός είναι γέννημα και θρέμμα του Προτεσταντισμού3.

Η αλλοίωση της ορθόδοξης ζωής φαίνεται και στον χώρο της λατρείας, πράγμα το οποίο μας ενδιαφέρει στο θέμα που επεξεργαζόμαστε.

Ο π. Φιλόθεος παρατηρεί ότι με το δυτικό επηρεασμό «η λειτουργία, από σωματοποιητική και κοινωνική διαδικασία, έχει μεταβληθή σε μια τελετουργική παράσταση, που διασκεδάζει μια ανώνυμη και απρόσωπη μάζα, που την αποτελούν άνθρωποι που δεν έχουν καμμία σχέση μεταξύ τους και που αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο»4.

Η δυτική αντίληψη ότι το σώμα δεν συμμετέχει στην λατρεία «είχε ως αποτέλεσμα, πρώτον οι ορθόδοξοι της διασποράς να αισθάνωνται αμήχανα ως προς την χρησιμοποίηση όλων εκείνων των παραδοσιακών τρόπων συμμετοχής στην λατρεία με το σώμα, όπως είναι π. χ. το άναμμα του κεριού, η μετάνοια, το σταυροκόπημα, κ.ά. και δεύτερον την αποθέωση της τάξεως ως απαραιτήτου προϋποθέσεως για την λατρεία»5.

Έπειτα, η λατρεία γίνεται σχεδόν απρόσωπα, έχει αποβάλλει τον κοινωνικό της χαρακτήρα, αφού οι άνθρωποι που παρίστανται δεν γνωρίζονται μεταξύ τους ούτε ενδιαφέρονται για τα προβλήματα των άλλων. Συνήθως, όσοι ασχολούνται με την αναγέννηση της λατρείας κάνουν λόγο για την λογική κατανόηση των λεγομένων και πραττομένων. Όμως «το πρόβλημα δεν είναι που όταν ο προεστώς της ευχαριστιακής συνάξεως ευλογή το εκκλησίασμά του λέγει "ειρήνη πάσι" και όχι "ειρήνη σ' όλους", αλλά το ότι ευλογεί ένα ανώνυμο πλήθος, με το οποίο δεν έχει κανένα ουσιαστικό σύνδεσμο και στο οποίο ευρίσκονται άνθρωποι που ούτε μεταξύ τους έχουν κανέναν σύνδεσμο»6.

Βεβαίως, η μετοχή στην λατρεία της Εκκλησίας συνδέεται απαραίτητα με την βίωση της νηπτικής ησυχαστικής παραδόσεως, όπως και με την συμμετοχή του σώματος στην λατρευτική ζωή, ακόμη και με την κοινωνία μεταξύ των εκκλησιαζομένων. Οι προτάσεις για την αλλαγή της λατρευτικής γλώσσας και για την κατανόησή της ομοιάζουν με το να έχη ακινητοποιηθή το αυτοκίνητο λόγω καταστροφής της μηχανής του και όμως να προτείνεται το να γίνη αλλαγή στα λάστιχα7. Είναι σαν να βλέπουμε ένα καταερειπωμένο από τα θεμέλια κτήριο, και εμείς να νομίζουμε ότι με την αλλαγή του χρώματος της προσόψεως αποκαθίσταται η λειτουργία του8. Και ο συγγραφέας προτείνει έναν τρόπο για να γίνη μια αναζωπύρωση της εκκλησιαστικής και λειτουργικής ζωής:

«Για την αναθέρμανση και την αναζωπύρωση της λειτουργικής ζωής και της εκκλησιαστικής ζωής γενικότερα, είναι απαραίτητο η λειτουργία να γίνη και πάλι μια σωματοποιητική και κοινωνική διαδικασία, να γίνη πραγματικά σύναξη ευχαριστιακή.

Την εκκλησιαστική ζωή την αναζωογονεί και η παρουσία ανθρώπων πίστεως. όχι της πίστεως που κατά την βαρλααμική αντίληψη είναι μια διανοητική παραδοχή ενός λογικού συμπεράσματος, αλλά της πίστεως ως γνώσεως του Θεού (Ιω. 17, 3), ως συναντήσεως με αυτόν και ως γεύσεως της βασιλείας Του»9.

Η συμμετοχή στην λατρεία γίνεται προβληματική στον δυτικό άνθρωπο, γι' αυτό και κατά καιρούς στην Δύση προσπαθούν να επιφέρουν αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στον ιδιαίτερο τρόπο προσευχής.

Ο Αρχιμανδρίτης Νικόδημος Μπαρούσης σε σχετικό άρθρο του με τίτλο «Λατινογενής ή λειτουργική μεταρρύθμισις»10, χρησιμοποιώντας σχετικές μαρτυρίες, υπογραμμίζει ότι το κίνημα της λειτουργικής μεταρρύθμισης αναπτύχθηκε μεταξύ των Φράγκων στην Δύση, ήτοι από τον Λατίνο αββά Gueranger, τον Beauduin ή τον Πάπα Πίο τον 10ο και την Β' Βατικάνειο Σύνοδο, και ότι από εκεί μεταφέρθηκε και μέσα στον δικό μας ορθόδοξο χώρο.

Πρέπει να παρατηρηθή ότι στην Δύση είχε χαθή η νηπτική παράδοση και οι άνθρωποι επιδίωκαν μια προσέγγιση με τον Θεό στην λατρεία μέσα από εξωτερικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, ενώ στον δικό μας χώρο δεν είναι αναγκαία η λειτουργική μεταρρύθμιση, διότι με την ησυχαστική νηπτική παράδοση ο άνθρωπος ανακαινίζεται και έτσι μεταμορφωμένος πλησιάζει διαφορετικά κάθε φορά τον λειτουργικό χώρο. Έχει την δυνατότητα με την ησυχαστική παράδοση, που είναι ακόμη ζωντανή, να εισέλθη μέσα στο "πνεύμα" της θείας Λειτουργίας, που είναι η κίνηση, η αυτοπροσφορά, η προσευχή και το "ήθος" της Γεθσημανή.

 
3. Παραδείγματα ορθόδοξης μέθεξης της Χάριτος του Θεού στην λατρεία

Για να μη θεωρηθούν όλα τα ανωτέρω ως θεωρητικά, γι' αυτό θα αποσπάσω, από τα πολλά παραδείγματα που υπάρχουν μέσα στον ορθόδοξο χώρο, μερικά από αυτά, στα οποία φαίνεται το ησυχαστικό-νηπτικό πνεύμα της ορθοδόξου λατρείας, και ότι, αν κανείς δεν γνωρίζη αυτό το πνεύμα, δεν μπορεί να εισέλθη μέσα στο βάθος της λατρείας και στην πραγματικότητα παραμένει ως κατηχούμενος τον Νάρθηκα των ιερών Ναών.

Το πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο οποίο φαίνεται πως μέσα στην λατρεία μπορεί κανείς να βιώση το άκτιστο Φως, να εισέλθη δηλαδή στον άκτιστο Ναό, είναι αυτό που περιγράφει ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος για τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Κατά την διάρκεια της ακολουθίας των Παθών, την Μ. Πέμπτη, όταν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς βρισκόταν στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας και, όπως λέγει, ήταν «κοσμών εκείνον τον σύλλογον», συνέβη μερικοί από εκείνους τους μοναχούς που βρίσκονταν πλησίον του να λησμονήσουν όλα εκείνα που γίνονταν και να εκτραπούν σε μάταιες και υπερβολικές ομιλίες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δυσανασχέτησε, όμως δεν ήθελε να τους κάνη κάποια παρατήρηση, οπότε «της υμνωδίας αποστήσας τον νουν, προς εαυτόν αυτόν επιστρέφει συνήθως, και δι' εαυτού προς Θεόν». Δηλαδή, ενώ παρακολουθούσε η λογική του τα τροπάρια που ψάλλονταν, άρα συμμετείχε στην λογική λατρεία, έχοντας ασφαλώς και ανεπτυγμένη την νοερά ενέργεια, αφού η νοερά προσευχή μπορεί να γίνεται ταυτόχρονα με την λογική προσευχή, ενέτεινε περισσότερο την προσευχή, λόγω της συνομιλίας των μοναχών και έστρεψε, όπως το έκανε συνήθως, με μεγάλη ένταση τον νου του προς την καρδία και στην συνέχεια στον Θεό. Και τότε, χωρίς να χάση τις αισθήσεις του σώματος, γιατί αν γινόταν κάτι τέτοιο, θα γινόταν αντιληπτός από τους άλλους μοναχούς, «αυτίκα φως αυτόν άνω­θεν περιλάμπει θείον, και ταις ακτίσιν εκείναις και τους της ψυχής άμα και τους του σώματος οφθαλμούς φωτισθείς, το μετ' ενιαυτούς ουκ ολίγους αποβησόμενον ως ήδη παρόν εναργώς ορά». Δηλαδή, όταν ο νους του ανέβηκε στον Θεό, στην πραγματικότητα όταν ο νους του φωτίσθηκε από την θεία Χάρη, που είναι Φως, τότε είδε γεγονότα που θα πραγματοποιούνταν μετά από πολλά χρόνια, ήτοι τον Ηγούμενο της Λαύρας που βρισκόταν πλησίον του τον είδε ενδεδυμένο με αρχιερατικά άμφια. Πράγματι μετά από ένδεκα έτη ο Μακάριος έγινε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Και το σημαντικότερο είναι ότι είδε το όραμα αυτό, αφού φωτίσθηκαν από το άκτιστο φως οι οφθαλμοί της ψυχής και του σώματος11.

Εδώ φαίνεται πώς οι άγιοι συμμετέχουν στις λατρευτικές συνάξεις. Παρίστανται με όλους τους πιστούς και συμμετέχουν με τον νου και την λογική τους σε όλα τα τελούμενα μέσα στον Ιερό Ναό, όταν όμως τους επισκεφθή ο Θεός ως Φως, τότε ανέρχονται στην θεωρία, χωρίς όμως να χάνουν τις αισθήσεις τους και χωρίς να αντιλαμβάνεται κανείς το παραμικρό. Η Εκκλησία μας οδηγεί προς την κατεύθυνση αυτή. Και βεβαίως η λειτουργική αγωγή αποβλέπει στην συμμετοχή μας στην λογική λατρεία, αλλά κυρίως στην βίωση της νοεράς προσευχής και την θεωρία του Θεού, πράγμα το οποίο είναι η Βασιλεία του Θεού.


Και επειδή γίνεται πολύς λόγος για την λογική λατρεία, είναι ανάγκη να δούμε τον ορισμό που δίνει περί της λογικής λατρείας ο Μ. Βασίλειος. Κατ' αρχάς τονίζει ότι «λατρεία μεν εστιν, ως λογίζομαι, η συντεταγμένη και διηνεκής και αμετεώριστος περί το λατρευόμενον θεραπεία». Στην συνέχεια κάνει λόγο για την διαφορά μεταξύ της αλόγου και λογικής λατρείας, αφού άλογη λατρεία είναι αυτή που προσφέρεται χωρίς την θέληση του πιστού και δεν καθοδηγείται υπό της λογικής, ενώ λογική λατρεία είναι όταν ο πιστός προσεύχεται «μετά λόγου υγιούς και βουλής αγαθής, συν πολλή φροντίδι το αρεστόν τω Θεώ πάντοτε και πανταχού σκοπούμενος και κατορθών»12. Αυτό σημαίνει ότι η λογική λατρεία δεν περιορίζεται μόνον στην λογική κατανόηση των ψαλλομένων, αλλά συνδέεται με αγαθούς λογισμούς και την φροντίδα του ανθρώπου να τηρή το θέλημα του Θεού, δηλαδή λατρεύει κανείς λογικά τον Θεό, όταν ζη ασκητικά. Φυσικά, αυτό πρέπει να το δούμε μέσα από το γεγονός ότι ο Μ. Βασίλειος σε πολλά σημεία κάνει λόγο για την διάκριση νου και λογικής και για τον τρόπο της ησυχαστικής μεθόδου.

Το δεύτερο παράδειγμα είναι αυτό που αναφέρεται στο Νέο Μαρτυρολόγιο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου σχετικά με την ζωή και το μαρτύριο του Αχμέδ Κάλφα. Γράφεται στο Μαρτυρολόγιο:

«Ούτος έχων σκλάβα Ρώσσαν συνεμίγνυτο με αυτήν, άφινεν όμως αυτήν να πηγαίνη εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών εις τας επισήμους ημέρας. επειδή δε όταν εκείνη ήρχετο από την Εκκλησίαν, αυτός ησθάνετο ευωδίαν άρρητον οπού έβγαινεν από το στόμα της, την ηρώτησε τί τρώγει και μυρίζει έτζη; εκείνη του είπεν, ότι τρώγει αντίδωρον, και πίνει αγιασμόν. ταύτα ακούσας προσκαλεί ένα εφημέριον της Μεγάλης Εκκλησίας, και του λέγει να ετοιμάση τόπον διά να υπάγη αυτός, όταν ελειτούργει ο Πατριάρχης. ου γενομένου, έβλεπεν, ω του θαύματος! όταν ευλόγει ο Πατριάρχης τον λαόν, και έβγαιναν από το κριτήριον, και από τα δάκτυλά του ακτίνες, και έπιπτον επάνω εις ό­λων των Χριστιανών τας κεφάλας, αυτού δε μόνον την κεφαλήν άφη­ναν άμοιρον. τούτο το θαυμάσιον ιδών, κράζει τον ιερέα, και βαπτίζε­ται, και ήτον κρυφά Χριστιανός ικανόν καιρόν, επειδή δε εις μίαν σύναξιν λογοτριβούντες οι μεγιστάνες ποιος άρα γε να ήναι ο μεγαλύτε­ρος; και ερωτήσαντες και αυτόν, αυτός εφώναξεν όσον εδύνατο. μεγαλωτάτη από όλα είναι η πίστις των Χριστιανών. και ωμολόγησε τον εαυτόν του Χριστιανόν, και όλον το Μαρτύριον της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού κηρύξας παρρησία, το Μακάριον τέλος του Μαρτυρίου εδέξατο»13.

Εδώ φαίνεται ότι ο Θεός οικονόμησε ώστε ο Τούρκος αυτός να αισθάνεται την ευωδία από το στόμα της Ορθόδοξης Ρωσσίδος, με την οποία συζούσε και αμάρτανε, διότι εκείνη πήγαινε στην Εκκλησία και έπαιρνε αντίδωρο και έπινε αγιασμό. Μέσα στο αντίδωρο και τον αγιασμό υπάρχει η Χάρη του Θεού που, βέβαια, δεν γίνεται αντιληπτή με τις σωματικές αισθήσεις και την λογική επεξεργασία. Επίσης, φαίνεται ότι όταν ευλογούσε με το χέρι του ο Πατριάρχης, αυτό δεν ήταν απλό σύμβολο, μια εξωτερική τυπική λειτουργική πράξη, αλλά μια λειτουργική πράξη που μετέδιδε την θεία Χάρη. Διά της πατριαρχικής ευλογίας πήγαιναν στις κεφαλές των πιστών ακτίνες φωτός. Αυτό τον έκανε να βαπτισθή και στην συνέχεια να μαρτυρήση για τον ζωντανό Θεό.

Οπότε γίνεται φανερό ότι μέσα στην θεία λατρεία γίνονται πράγματα τα οποία δεν ελέγχονται από τις σωματικές αισθήσεις και την λογική επεξεργασία. Και μακάριος εκείνος που μπορεί να εισδύση στην άκτιστη αυτή λατρεία που γίνεται κατά την διάρκεια της λογικής λατρείας. Μέθεξη της λατρείας είναι στην πραγματικότητα μέθεξη αυτής της νοεράς και ακτίστου πραγματικότητας.


Επίσης μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι υπάρχει και μια άλλη αλληλοβοήθεια μεταξύ των πιστών. Ο Μ. Βασίλειος κάνει λόγο για την ωφέλεια της κοινής λατρείας στην οποία μετέχουν ταυτοχρόνως παιδιά και άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, διότι τα παιδιά θα ωφεληθούν από την κατάνυξη των τελειοτέρων, καθώς επίσης οι μεγαλύτεροι στην ηλικία θα βοηθηθούν από τις προσευχές των νηπίων. Γράφει: «Αλλά προσευχαί μεν κοιναί και παισί και πρεσβυτέροις έστωσαν αι κατά την ημέραν διατετυπωμέναι. τοις τε γαρ παιδίοις εθισμός εκ του ζήλου των τελειοτέρων προς κατάνυξιν, και τοις προάγουσιν ου μικρά εν προσευχαίς η παρά νηπίων βοήθεια»14. Καίτοι μεταξύ των πιστών που συμμετέχουν στην λατρεία υπάρχει διαφορά ηλικίας και λογικής κατανοήσεως, εν τούτοις η κατάνυξη και η βοήθεια στην προσευχή επηρεάζουν όλους. Είναι καταπληκτικά αυτά που λέγονται από τον Μ. Βασίλειο ότι, δηλαδή, και η παρουσία νηπίων επιδρά στην προσοχή των μεγαλυτέρων. Επομένως η μέθεξη στην λατρεία δεν είναι μόνον λογική αλλά υπαρξιακή.

Το τρίτο παράδειγμα που θα ήθελα να αναφέρω είναι η εμπειρία πολλών αγίων, οι οποίοι κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας αξιώθηκαν να δουν την παρουσία πολλών αγγέλων. Άλλωστε στην ευχή της μικράς Εισόδου ο Ιερεύς ευχόμενος παρακαλεί τον Θεό: «Ποίησον συν τη Εισόδω ημών, είσοδον αγίων αγγέλων γενέσθαι, συλλειτουργούντων ημίν και συνδοξολογούντων την σην αγαθότητα». Αυτό δεν είναι μια συναισθηματική κατάσταση αλλά μια πραγματική εμπειρία. Είναι δε γνωστόν ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρεί ότι η θεία Λειτουργία είναι σύνοδος ανθρώπων, μαρτύρων και αγγέλων. Λέγει: «Διά ταύτα υμάς ενταύθα ηγάγομεν, ίνα φαιδρότερος ο σύλλογος γένηται, ίνα λαμπρότερον το θέατρον, ουχί ανθρώπων μόνον, αλλά και μαρτύρων συλλεγομένων. ουχί μαρτύρων μόνον, αλλά και αγγέλων. Και γαρ και άγγελοι πάρεισιν, αγγέλων και μαρτύρων η σύνοδος γέγονε σήμερον. Και ει βούλει ιδείν και μάρτυρας και αγγέλους, άνοιξον της πίστεως τους οφθαλμούς, και όψει το θέατρον εκείνο. ει γαρ πώς ο αήρ αγγέλων εμπέπλησται, πολλώ μάλλον η εκκλησία»15. Μέσα στην θεία Λειτουργία ακούγεται ένας ύμνος ανθρώπων και αγγέλων. Λέγει: «Άνω στρατιαί δοξολογούσιν αγγέλων. κάτω εν εκκλησίαις χοροστατούντες άνθρωποι την αυτήν εκείνοις εκμιμούνται δοξολογίαν. Άνω τα Σεραφείμ τον τρισάγιον ύμνον αναβοά. κάτω τον αυτόν η των ανθρώπων αναπέμπει πληθύς· κοινή των επουρανίων και των επιγείων συγκροτείται πανήγυρις. μία ευχαριστία, εν αγαλλίαμα, μία ευφρόσυνος χοροστασία»16. Αυτή την πανήγυρη συνεγκρότησε η άφατη συγκατάβαση του Δεσπότου, συνέπλεξε το Άγιον Πνεύμα και την αρμονία των φθόγγων συνήρμοσε η πατρική ευδοκία, «ώστε άνωθεν έχει την των μελών ευρυθμίαν και υπό της Τριάδος, καθάπερ υπό πλήκτρου τινός κινουμένη, το τερπνόν και μακάριον ενηχεί μέλος, το αγγελικόν άσμα, την άλληκτον συμφωνίαν»17. Γι' αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι όταν το Άγιον Πνεύμα μας καλή να επιτελέσουμε την φρικωδεστάτη θυσία, απαιτείται να έχουμε καθαρότητα και ευλάβεια στο σώμα και την ψυχή, διότι «τότε άγγελοι παρεστήκασι τω ιερεί και ουρανίων δυνάμεων άπαν τάγμα βοά και ο περί το θυσιαστήριον πληρούται τόπος εις τιμήν του κειμένου»18. Μάλιστα αναφέρει ότι άκουσε διήγηση για έναν πρεσβύτη που έβλεπε αποκαλύψεις ότι «όψε­ως ηξιώσθαι τοιαύτης ποτε και κατά τον καιρόν εκείνον άφνω πλήθος αγγέλων ιδείν, ως αυτώ δυνατόν ην στολάς αναβεβλημένων λαμπράς, και το θυσιαστήριον κυκλούντων και κάτω νευόντων, ως αν ει τις στρατιώτας παρόντος βασιλέως εστηκότας ίδοι». Και λέγει ο ιερός Χρυσόστομος: «και έγωγε πείθομαι». Ακριβώς για τον λόγον αυτόν «φωτός γαρ δίκην την οικουμένην του καταυγάζοντος, λάμπει δει του ιερέως την ψυχήν»19.

Ο άγιος Σπυρίδων επίσκοπος Τριμυθούντος είδε αγγέλους την ώρα που λειτουργούσε, ώστε στο απολυτίκιο να λέγη: «αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σοι, ιερώτατε». Ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ, ως διάκονος, είδε λίγο μετά από την Είσοδο να εισέρχεται ο Χριστός στην Εκκλησία συνοδευόμενος από τις αγγελικές δυνάμεις και από την θεωρία αυτή περιήλθε σε έκσταση. Μερικά παιδιά που έχουν καθαρότητα νοός, έστω και αν ακόμη η λογική τους δεν είναι ανεπτυγμένη, αξιώθηκαν να δουν αγγέλους, οπότε συμμετέχουν πραγματικά στην θεία Λειτουργία, έστω και αν δεν κατανοούν το τί λέγεται, το τί ψάλλεται και το τί γίνεται εξωτερικά. Μπορεί, δηλαδή, ένας φιλόλογος να μη συμμετέχη στην θεία Λειτουργία και να συμμετέχη ένα βρέφος.

Μέσα στην θεία Λειτουργία είναι δυνατόν κανείς, ύστερα από αναγκαίες και απαραίτητες προϋποθέσεις, να δη το ίδιο το Άγιον Πνεύμα. Στην «Φιλοκαλία» στο τέλος των κεφαλαίων του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου λέγεται ότι ερωτήθηκε ο άγιος Συμεών ποιος πρέπει να είναι ο Ιερεύς και εκείνος απάντησε ότι ο ίδιος δεν είναι άξιος Ιερεύς, αλλά γνωρίζει ποιος πρέπει να είναι εκείνος που πρόκειται να λειτουργήση. Και αφού αναφέρει ότι πρέπει να είναι αγνός στο σώμα και την ψυχή, καθώς επίσης ταπεινός στην εξωτερική διαγωγή και εσωτερικά, έπειτα τονίζει ότι πρέπει να στέκεται στην αγία Τράπεζα βλέποντας αισθητά τα δώρα που βρίσκονται επάνω σε αυτή και νοερά την θεότητα. Πέρα από αυτό θα πρέπει να έχη ένοικο μέσα στην καρδιά του τον Χριστό που βρίσκεται στην Αγία Τράπεζα, ώστε να προσφέρη τις ικετήριες ευχές με παρρησία και μιλώντας μαζί του ως φίλος προς φίλο. Και μάλιστα λέγει ότι γνωρίζει κάποιον ιερέα, εννοώντας τον εαυτό του, αλλά με τον τρόπο αυτό κρυβόταν, ο οποίος ανέφερε: «Ουδέποτε ελειτούργησα, μη ιδών το Πνεύμα το Άγιον, καθώς αυτό είδον ελθόν επ' εμοί ότε με εχειροτόνουν και την ευχήν του Ιερέως ο Μητροπολίτης έλεγε, του Ευχολογίου επικειμένου τη αθλία μου κεφαλή». Μάλιστα στην συνέχεια μας περιγράφει την θεωρία αυτή του Αγίου Πνεύματος, ότι το Άγιο Πνεύμα ήταν απλούν, δεν είχε μορφή και ήταν φως. Και επειδή στην αρχή σκεπτόταν τί είναι αυτό που έβλεπε, το ίδιο το Άγιον Πνεύμα του μιλούσε μυστικά μέσα στην καρδιά με μια γνώριμη φωνή: «εγώ ούτω πάσι προφήταις και Αποστόλοις και τοις νυν εκλεκτοίς του Θεού και αγίοις επιφοιτώ»20.

Από αυτά που ανέφερα προηγουμένως φαίνεται ότι η μετοχή στην θεία Λειτουργία δεν είναι απλώς μια μετοχή του σώματος, δεν είναι απλώς, όπως έλεγε κάποιος, «κουβαλώ την σάρκα μου στην Εκκλησία», αλλά είναι μετοχή ολόκληρης της ύπαρξης, και βέβαια για την είσδυση σε αυτό το βαθύτερο πνεύμα της θείας Λειτουργίας απαιτείται η εσωτερική αναγέννηση του ανθρώπου. Συνήθως επικρατεί η άποψη ότι πρέπει να ανακαλύψουμε και να φέρουμε στην επιφάνεια τα παλαιά λειτουργικά τυπικά, ώστε ο Χριστιανός να συμμετέχη καλύτερα στην λατρεία. Αυτό το έκαναν στην Δύση, μάλιστα με τις μεταρρυθμίσεις το Βατικανό προσπαθεί να κάνη τον άνθρωπο να κατανοή λογικά την λατρεία. Όμως το θέμα δεν είναι η αρχαιολογική ανασκαφή και εύρεση των παλαιών τυπικών, αλλά η αποβολή του παλαιού ανθρώπου και η δημιουργία του νέου ανθρώπου, ώστε να είναι ικανός να μεθέξη αυτού του μυστηρίου που εκτυλίσσεται και τελεσιουργείται μέσα στην θεία Λειτουργία. Γι' αυτό είπα προηγουμένως ότι είναι δυνατόν τα βρέφη και τα μικρά παιδιά να συμμετέχουν μέσα στην θεία Λειτουργία καλύτερα από έναν θεολόγο και έναν δυνατό φιλόλογο, που γνωρίζουν τόσο την γλώσσα της λατρείας, όσο και τα σύμβολα και τα λειτουργικά τυπικά.

Το τέταρτο παράδειγμα είναι από την ερμηνεία που παρατίθεται ως παράρτημα στα άπαντα του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης και μάλιστα, όπως γράφεται, πρόκειται περί ερμηνείας «προς τους ιερείς και διακόνους... θεωρηθείσα παρά του Παναγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ. Καλλινίκου και υπό της Συνόδου διά του διδασκάλου».

Μεταξύ των άλλων λέγεται για το πώς πρέπει να προετοιμάζεται ο Ιερεύς για να τελέση την θεία Λειτουργία και τί να προσεχή για τα όσα πρόκειται να συμβούν, αναφέρεται και σε περιπτώσεις θαυματουργικές, όπως για παράδειγμα τί πρέπει να κάνη ο Ιερεύς μετά την προσκομιδή, την Μεγάλη Είσοδο ή μετά από αυτήν, όταν «ο Μαργαρίτης δεν ευρίσκεται εις τον δίσκον, ήγουν ή διά θαύμα ή υπό μυός αφαιρεθή ή πέση και δεν ευρεθή...». Είναι δυνατόν από θαυματουργική ενέργεια να αφαιρεθή από το Δισκάριο ο Άρτος που έχει προετοιμασθή για να μεταβληθή σε Σώμα Χριστού, όπως έγινε και με κάποιον Ιερέα, που ζη ακόμη και μου το διηγήθηκε κλαίγοντας, ότι ηρπάγη ο Αμνός μετά που κοινώνησε εκείνος και οι πιστοί. Καθώς επίσης στο κείμενο αυτό γίνεται λόγος για το τί πρέπει να κάνη ο Ιερεύς σε άλλες περιπτώσεις, όπως «εάν μετά τον αγιασμόν του άρτου και οίνου φανή θαύμα, ήγουν το είδος του άρτου εις είδος σαρκός ή βρέφους και ο οίνος εις είδος αίματος, και εάν μετ' ολίγην ώραν δεν αλλάξη τούτο το είδος, ή­γουν αν και πάλιν δεν φανή είδος άρτου ή οίνου, αλλά μένωσιν ούτω χωρίς να μετασχηματισθώσι»21.

Από τις παραινέσεις αυτές φαίνεται καθαρά ότι ο χώρος της λατρείας δεν είναι χώρος συναισθηματικός ή ανθρωποκεντρικός αλλά χώρος μυστηρίου. Τελεσιουργούνται μυστικά και αποτελεσματικά πράγματα που είναι ακατανόητα και ανύπαρκτα για εκείνους που δεν έχουν ψυχικούς οφθαλμούς και δεν μετέχουν στην πραγματική πνευματική λατρεία. Επομένως, οι ποιμένες προσπαθούν να οδηγήσουν τον Χριστιανό σε αυτήν την εσωτερική διάσταση της λατρείας.

Το πέμπτο παράδειγμα είναι από την ζωή και διδασκαλία του αειμνήστου Γέροντος Σωφρονίου. Ο αείμνηστος Γέροντας έδιδε μεγάλη βαρύτητα στην θεία Λειτουργία ή, όπως έλεγε, στην λειτουργική προσευχή, αφού αυτή δίδει την δυνατότητα στον άνθρωπο να αισθανθή την παρουσία του Χριστού αλλά και την παρουσία όλου του κόσμου.

Γράφει ο ίδιος σε ένα κείμενό του: «Η ακατάπαυστος κίνησις -άλλοτε προς τον Θεόν, άλλοτε προς τον κόσμον- χαρακτηρίζει την ιερουργίαν ημών... μανθάνομεν, να περιπτυσσώμεθα το πλήρωμα του παγκοσμίου είναι: από της δημιουργίας παντός υπαρκτού μέχρι της συντελείας της επιγείου ιστορίας και πέραν τούτου»22. Και αυτό γίνεται γιατί κατά την θεία Λειτουργία με τις συνεχείς δεήσεις ο λειτουργός Ιερεύς αισθάνεται την παρουσία της δυνάμεως της προσευχής της Γεθσημανής23, έχει την δυνατότητα να διαμένη εν πνεύματι στην θεία σφαίρα και ταυτοχρόνως να συμμετέχη στα τραγικά πεπρωμένα της οικουμέ­νης24. Ακόμη και όταν τελούσε ο ίδιος την θεία Λειτουργία στην έρημο του Αγίου Όρους, ενώ παρευρισκόταν πλησίον του μόνον ένας βοηθός, αισθανόταν την παρουσία του κόσμου και του Κυρίου, του Κυρίου και της αιωνιότητος25. Βεβαίως, αυτό δεν είναι εύκολο πράγμα, γιατί δημιουργεί μεγάλο πόνο στον λειτουργό, γι' αυτό και «η λειτουργική προσευχή είναι η πλέον επίπονος. Τελούμεν αυτήν όντες εν φοβερά διασπάσει όλης της υπάρξεως ημών»26.

Μάλιστα ο ίδιος ο αείμνηστος Γέροντας Σωφρόνιος περιγράφει μια μεγάλη εμπειρία που είχε κατά την διάρκεια της λειτουργικής προσευχής και ιδίως όταν κοινώνησε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Γράφει:

«Την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου (ίσως το έτος 1924), το Φως επεσκέφθη εμέ μετά την θείαν Μετάληψιν και ησθάνθην αυτό ως επαφήν της θείας αιωνιότητος μετά του πνεύματός μου. Ιλαρόν, πλήρες ειρήνης και αγάπης, το Φως παρέμεινε μετ' εμού επί τρεις ημέρας. Διέλυσε τον γνόφον της ανυπαρξίας, όστις ίστατο ενώπιόν μου. Ανέστην, και εντός μου, μετ' εμού, ανέστη ο κόσμος όλος»27.

Βέβαια, είναι γνωστό ότι η θεία Ευχαριστία δίνει την δυνατότητα να βιώση κανείς την Βασιλεία του Θεού. Όμως πρέπει να διευκρινισθή ότι η θεία Λειτουργία είναι η Βασιλεία του Θεού ένεκεν αυτής της επιπολάσεως της ακτίστου Χάριτος του Θεού, που οι άγιοι την βλέπουν ως άκτιστο Φως, και μάλιστα μετά την μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, όπως το διαβάζουμε στα κείμενα του αειμνήστου Γέροντος Σωφρονίου.

Αλλά όμως πρέπει να υπογραμμισθή ότι ο αείμνηστος Γέροντας αισθανόταν στην θεία Λειτουργία αυτήν την παρουσία της Βασιλείας του Θεού, που είναι η βίωση και η θέα κατά ποικίλους τρόπους και βαθμούς του ακτίστου Φωτός, ακριβώς γιατί ο ίδιος ζούσε σε μεγάλη ένταση μετανοίας, αυτομεμψίας, αυτομίσους, ταπεινώσεως καθ' όλην την διάρκεια της εβδομάδος, προ και μετά την θεία Λειτουργία. Στα κείμενά του βλέπουμε όλη αυτή την ασκητική του ζωή. Διά της αυτομεμ­ψίας ο άνθρωπος κατεβαίνει σε ζοφώδη χάσματα και βεβαίως διά του ακτίστου Φωτός ο άνθρωπος βλέπει το σκοτάδι μέσα στην ύπαρξή του, όμοια με μια «συμπεπυκνωμένην μάζαν απεχθούς ακαθαρσίας». Ακριβώς τότε η οδύνη του πνεύματος, όπως λέγει ο αείμνηστος Γέροντας, «γίνεται εξωχρονική, μεγαλυτέρα παντός άλλου φυσικού πόνου. Βυθιζόμεθα ολοτελώς εις πλήθος δακρύων». Η μετάνοια χαρακτηρίζεται ως «ορμή μετανοίας», η οποία «καταβροχθίζει το παν». Και τότε απροσδόκητα έρχεται το άκτιστο Φως και εισδύει στην σκοτεινή φυλακή της καρ­δίας28. Πολλές φορές ο αείμνηστος Γέροντας στα κείμενά του ομιλεί για το πνευματικό πένθος και για τον κλαυθμό που συνέτριβε ακόμη και αυτά τα οστά του29 και για κλαυθμό τον οποίο δεν μπορούσε να αναχαιτίση. Και αυτό γινόταν μετά την θέα του θείου Φωτός30.

Όραση θείου Φωτός γίνεται και κατά την προσευχή εκτός λατρείας και κατά την θεία λατρεία, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι υπάρχει ενότητα μεταξύ ασκήσεως (κάθαρση-φωτισμός) και θείας Ευχαριστίας. Η διάσπαση μεταξύ των δύο αυτών αλλοιώνει την πνευματική λατρεία.

Το έκτο παράδειγμα προέρχεται από μια Αμερικανίδα προσήλυτη στην Ορθοδοξία, η οποία μετά από πολυχρόνια κατήχηση έγινε Ορθόδοξη και γνώρισε την μυστική πλευρά της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, αλλά συμμετέχοντας στην ορθόδοξη λατρεία και ιδιαιτέρως στην θεία Λειτουργία βιώνει αυτό το βαθύτερο πνεύμα της. Θα παραθέσω ένα τμήμα από την περιγραφή της νέας ζωής της. Γράφει:


«Καταλαβαίνω ότι η υποδοχή των μυστηρίων από την καρδιά και το σώμα είναι μεγάλο θέμα προσωπικής πίστης και προετοιμασίας και γονιμότητας. Η καρδιά μου διψά να βρη τρόπους για να "υφάνει" σε τρόπο ζωής την μετάνοια, την λατρεία, την δοξολογία και την χαρά για όσο καιρό μου απομένει ακόμα πάνω στη γη...

Ο Θεός μου δείχνει περισσότερο από ποτέ την ασχήμια μου σε ευθεία αναλογία με την αύξηση της χαράς και του ελέους. Προσεγγίζω τα Μυστήρια με μεγάλο φόβο, ικανή να προσέρχομαι μόνο με το χέρι σας στο κεφάλι μου. Αλλά μέσα στην καρδιά μου σέρνομαι. Η οσία Μαρία μου δίνει μεγάλη παρηγοριά και όλες οι άλλες πόρνες και οι δαιμονιζόμενοι και οι τελώνες. Οι προσευχές της προετοιμασίας και της ευχαριστίας μου δίνουν επίσης δύναμη να το τολμήσω. Έχω έντονη αίσθηση της δύναμης των αγίων και των αγγέλων να γεμίζουν την Εκκλησία. Έχω την αίσθηση ότι ένα μέρος της θείας Λειτουργίας είναι μια νεκρώσιμη ακολουθία για τον Θεό που Τον σκότωσα προσωπικά και συνεχίζω να Του δίνω εμπτυσμούς. Θα αφιερώσω την υπόλοιπη ζωή μου, για να δώσω ό,τι καλύτερο έχω σ' Εκείνον. Η καρδιά μου τραγουδά μετά την θεία Κοινωνία, είναι η μόνη χαρά που επιθυμώ. Πιστεύω επίσης ότι θα έχω περισσότερη από αυτή την χαρά πιο συχνά καθώς μεγαλώνω. Αλλά είμαι ευγνώμων για τον συνδυασμό αυτών των ακραίων καταστάσεων, γιατί με κρατούν σε ισορροπία και σε προσευχή...»31.

 Και το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι η γνώση της θείας Λειτουργίας δεν προέρχεται μόνον από την γνώση της ελληνικής γλώσσας, αλλά και από την επίγνωση της γλώσσας των συμβόλων. Δηλαδή αντιλαμβάνεται κανείς τα τελούμενα και από τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται στην θεία Λειτουργία, ήτοι τις κινήσεις του λειτουργού Ιερέως, την ευλογία διά της χειρός, το κανδήλι, το κερί, το θυμίαμα, τις εικόνες κ.λπ. Κυρίως όμως η μετάνοια είναι εκείνη που βοηθά τον άνθρωπο να εισέλθη στον πυρήνα της θείας Λειτουργίας. Ο πιστός μέσα στην θεία Λειτουργία ζη τις αντίθετες φαινομενικά καταστάσεις του φόβου και της χαράς, λόγω της αμαρτωλότητας και του ελέους του Θεού, αλλά με μια ισορροπία και προσευχή.

Φαίνεται, λοιπόν, από τις μαρτυρίες αυτές ότι η θεία Λειτουργία έχει ένα απύθμενο βάθος, είναι κοινωνία με τον Θεό και θέαση του α­κτίστου Φωτός, δεν εξαντλείται σε μια λογική προσέγγιση και συναισθηματική ευφορία, αλλά σε μια βίωση της Βασιλείας του Θεού, ως θέα­ση της ακτίστου Χάριτος του Θεού κατά διαφόρους βαθμούς. Αλλά αυτή η προσέγγιση έχει σχέση με την είσοδο του ανθρώπου μέσα στο βάθος της ύπαρξής του, με την εν πνεύματι μετάνοια που φθάνει μέχρι του αυτομίσους του παλαιού ανθρώπου, που είναι αποτέλεσμα της πεπτωκυίας καταστάσεως. Αναγέννηση λατρείας χωρίς την αναγέννηση του προσώπου και μέθεξη της θείας Χάριτος, συμμετοχή στην θεία Λειτουργία χωρίς τον πόνο της μετανοίας είναι ουτοπία.

Αγαπητοί μου,

Τα όσα προσπάθησα να σας παρουσιάσω δεν είναι μόνον για ασκητές ούτε ανεδαφικά, αλλά είναι μια πραγματικότητα που κατά διαφόρους βαθμούς την ζουν πολλοί άνθρωποι της εποχής μας, έγγαμοι και άγαμοι, νέοι και γέροντες, παιδιά και μεγάλοι.

Όσοι επισκεπτόμαστε το Άγιον Όρος διακρίνουμε αυτήν την πραγματικότητα. Κατά την διάρκεια της λατρείας που τελείται στην κατανυκτική ατμόσφαιρα των αγιορειτικών Ναών, μικρών ή μεγάλων, Καθολικών ή Κυριακών, βιώνει κανείς έντονα μια διαφορετική κατάσταση. Σε αυτό βοήθα και η παρουσία των αγιορειτών μοναχών. Όλα ομιλούν και εμπνέουν, ο λόγος και η ησυχία, η ανάγνωση και το ψάλσιμο, η κίνηση και η σιωπή, η έλλογος ψαλμωδία και το άλογο "κράτημα", τα λείψανα των αγίων και οι παρόντες θεούμενοι Πατέρες.

Ένας Μοναχός είχε μεγάλη χαρά, γιατί μετά τα μεσάνυχτα κατά την διάρκεια της αγρυπνίας θα έβγαζαν για προσκύνηση το χέρι του Τιμίου Προδρόμου. Ζούσε με αυτήν την προσμονή. Μου το έλεγε συνέχεια: «Τί τυχερός που είσαι που θα παρευρέθης σε αυτήν την τελετή». Όμως δεν άντεξα να περιμένω, γιατί την άλλη ημέρα είχα ταξίδι και πήγα για λίγο να κοιμηθώ. Όταν όμως ξύπνησα και ξαναπήγα στον Ναό, μου είπε ενθουσιασμένος: «Έχασες ένα κελεπούρι». Η λατρεία με την παρουσία των αγίων για εκείνον τον μοναχό ήταν ζωντανή.

Και όταν μείνη κανείς για λίγους μήνες στο Άγιον Όρος και στην συνέχεια βγη και εκκλησιασθή σε έναν ενοριακό Ναό, στον οποίο λέγονται τα ίδια λόγια, γίνονται οι ίδιες κινήσεις, γίνεται η ίδια λειτουργική πράξη, τότε αισθάνεται την τεράστια διαφορά. Η απουσία της ασκήσεως και του πόνου, δίνει άλλη αίσθηση στην θεία Λειτουργία. Μετά από μια τρίμηνη παρουσία στο Άγιον Όρος, δεν μπορούσα να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να εκκλησιαζόμαστε ξεκούραστοι, μετά από τον ολονύκτιο ύπνο, πώς είναι δυνατόν να μετέχουμε σε μια λειτουργική πράξη χωρίς την απαραίτητη άσκηση, σωματική και ψυχική. Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας ερμηνεύει τον λόγο του Αποστόλου Παύλου «ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω», με το εάν κανείς δεν θέλει να εργάζεται ασκητικά δεν πρέπει και να συμμετέχη στο ευχαριστιακό δείπνο.

Φαίνεται ότι και στην περίπτωση της θείας λατρείας ισχύει ο λόγος του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού: «Τα φαινόμενα πάντα, δείται σταυρού. της των επ' αυτοίς κατ' αίσθησιν ενεργουμένων επεχούσης την σχέσιν έξεως. Τα δε νοούμενα πάντα, χρήζει ταφής. της των επ' αυτοίς κατά νουν ενεργουμένων ολικής ακινησίας»32. Μόνον όταν όλα τα φαινόμενα σταυρωθούν και όλα τα νοούμενα ενταφιασθούν, γίνεται ανάσταση του λόγου και βίωση των μυστηρίων του πνεύματος.

Ποιος ανθρωποκεντρικός λόγος και ποια κοινωνικοποιημένη λατρεία μπορεί να αντέξη σε τέτοια ρωμαίικη ζωή με το βάθος της μετανοίας και το ύψος της θεώσεως;

Η θεία λατρεία, ιδίως η θεία Λειτουργία, είναι μια θεία τρέλλα, μια νηφάλια μέθη, ένας καρδιακός χορός, μέσα στον οποίο μπαίνει κανείς μεθυσμένος, φλεγόμενος ως πυρ, και τότε αισθάνεται «εν αισθήσει και πληροφορία» τον άλλον τρόπο ζωής και πολιτείας, το «ξένον άκουσμα, το ξένον θέαμα». Και, βέβαια, και εδώ ισχύει η πατερική συμβουλή: «δος αίμα, λάβε πνεύμα». Όποιος δεν προσφέρει αίμα δεν λαμβά­νει πνεύμα, και βεβαίως είναι σαρκικός άνθρωπος, όσες λειτουργικές αναγεννήσεις και αν συμβούν.

 

    1.  Μάριου Μπεγζου, Η μεταφυσική της ουσιοκρατίας στον μεσαίωνα και η εκκοσμίκευση, Αθήνα 1989, σελ. 45-47.
     2.   Βλ. Μάριου Μπεγζου, ένθ. ανωτ., σελ. 139-162.
     3.   π. Φιλόθεου Φαρου, Η αλλοίωση του Χριστιανικού ήθους, εκδ. Αρμός, σελ. 25.
     4.   Ένθ. ανωτ., σελ. 80.
     5.   Ένθ. ανωτ., σελ. 69.
     6.   Ένθ. ανωτ., σελ. 71.
     7.   Ένθ. ανωτ., σελ. 70.
     8.   Ένθ. ανωτ., σελ. 71.
     9.   Ένθ. ανωτ., σελ. 76.
    10.  Ορθόδοξος Τύπος 25-1-2002.
    11.  Φιλόθεου Κόκκινου, Βίος Γρηγορίου Παλαμά, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγό­ριος ο Παλαμάς», ΕΠΕ, σελ. 138-140.
    12.  Μ. Βασιλείου έργα, ΕΠΕ 9, σελ. 276.
    13.  Νέον Μαρτυρολόγιον, εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 101.
    14.  Μ. Βασιλείου έργα, ΕΠΕ 8, σελ. 254.
    15.  PG 50, 443.
    16.  PG 56, 97.
    17.  Ένθ. ανωτ.
    18.  PG 48,681.
    19.  Ένθ. ανωτ.
    20.  Φιλοκαλία ιερών Νηπτικών, εκδ. Παπαδημητριού, τόμος Γ', σελ. 269-270.
    21.  Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, σελ. 471 και 476.
    22.   Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχαρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, έκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Essex, σελ. 351.
    23.  Ένθ. ανωτ., σελ. 377.
    24.  Ένθ. ανωτ., σελ. 364.
    25.  Ένθ. ανωτ., σελ. 365.
    26.  Ένθ. ανωτ., σελ. 351.
    27.  Ένθ. ανωτ., σελ. 275.
    28.  Ένθ. ανωτ., σελ. 255.
    29.  Ένθ. ανωτ., σελ. 51.
    30.  Ένθ. ανωτ., σελ. 78.

   31.  Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Μεταξύ δύο αιώνων, σελ. 395-396.
    32.  Φιλοκαλία, τόμος Β', σελ. 62.

"ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ"
ΕΤΟΣ Δ' ΤΕΥΧΗ 1-3 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2002
Α' ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Το μεγαλείο της Θείας Λατρείας
Παράδοση ή ανανέωση;
27 Φεβρουαρίου-1 Μαρτίου 2002

 




Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 28/3/2024 11:07:48 μμ