Γνωστικισμός μέρος Η' - 8.13 JAN HUS – Αίρεση και εθνικισμός


Γνωστικισμός
Μέρος Η'

Από τον Γνωστικισμό στον Προτεσταντισμό

*****

8.13 JAN HUS – Αίρεση και εθνικισμός

Β' Μέρος – Η Βιογραφία [1]

Είθισται οι μονογραφίες για την ζωή του Jan Hus να ξεκινούν με την καταγωγή του από τo χωριό Husinec, κοντά στην πόλη Prachatice στην Νότια Βοημία, απ' όπου φαίνεται ότι πήρε το όνομά του[2]. Η ημερομηνία γέννησής του δεν είναι επίσης γνωστή. Από τους βιογράφους του προτάθηκαν διάφορες χρονολογίες, όπως το 1370 και το 1372 μ.Χ., ύστερα από διάφορους υπολογισμούς. Οι υπολογισμοί αυτοί στηρίζονται στον προσδιορισμό της χρονιάς της χειροτονίας του σε ιερέα και στην έναρξη της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας. Ο ίδιος ο Hus ομολόγησε ότι είχε μια έντονη επιθυμία να γίνει ιερέας όσο το δυνατόν συντομότερα, ώστε μ' αυτόν τον τρόπο να βιοπορίζεται και ν' αποκτήσει κοινωνική θέση. Αυτό επιτρέπει την υπόθεση ότι χειροτονήθηκε ιερέας μόλις έφτασε στην, τυπική για κάτι τέτοιο, ηλικία των εικοσιπέντε ετών.

Είναι γνωστό ότι το 1399 μ.Χ. δεν είχε γίνει ακόμα ιερέας και ότι το πρώτο καταγεγραμμένο κήρυγμά του έγινε στις 28 Νοεμβρίου του 1400[3]. Μπορεί να υποτεθεί με σχετική ασφάλεια ότι εκείνη την χρονιά ξεκίνησε να υπηρετεί ως ιεροκήρυκας. Αν, λοιπόν, εκείνη την χρονιά ήταν άνω των εικοσιπέντε ετών, η χρονιά γέννησής του πρέπει να βρεθεί νωρίτερα του 1375 μ.Χ. Μέχρι να βρεθούν νεώτερα αποδεικτικά στοιχεία, το χρονικό διάστημα 1370-1372 μ.Χ. είναι ένα ασφαλές πλαίσιο για την τοποθέτηση της ημερομηνίας γέννησής του.

Για την οικογένειά του δεν υπάρχουν στοιχεία, πέρα από όσα αναφέρει ο ίδιος ο Jan Hus, ο οποίος θυμάται τη μητέρα του ως μία θεοσεβούμενη γυναίκα. Της καταλογίζει φιλότιμες προσπάθειες για να τον μάθει να προσεύχεται. Αν σ' αυτό προστεθεί ότι ο ίδιος δεν αναφέρθηκε ποτέ στον πατέρα του, τότε μπορεί να υποτεθεί ότι κύριο ρόλο στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του έπαιξε η μητρική επιρροή[4]. Πάντως ο ισχυρισμός του Γεωργίου Ερημίτου, ότι η μητέρα του τον έσπρωξε στην ιερωσύνη και γι' αυτό τον έστειλε σχολείο στην γειτονική πόλη, θεωρείται παρατραβηγμένη[5].

Σχετικά με τον πατέρα του δεν υπάρχει κάποια θετική αναφορά. Το μόνο διαθέσιμο στοιχείο βρίσκεται στο αρχείο της χειροτονίας του, όπου αναφέρεται ο Jan από το Husinec, ως γιος κάποιου Μιχαήλ[6]. Άλλα μέλη της οικογένειας ήταν ο αδερφός, στου οποίου τα τέκνα αναφέρθηκε ο Jan Hus κατά την διάρκεια της κράτησής του στην Κωνσταντία[7].

Η εκπαίδευση του Jan Hus ξεκίνησε στην τοπική εκκλησία της διπλανής πόλης Prachatice. Σε αυτόν το ναό ήταν επίσης και μέλος της χορωδίας. Με το πέρας της βασικής εκπαίδευσης ο Hus μετέβη στην Πράγα για την συνέχιση των σπουδών του. Εκεί έλαβε λατινική παιδεία, καθώς στην προηγούμενη πόλη δεν υπήρχε ανάλογη σχολή. Επίσης εκεί έμαθε και τα γερμανικά[8]. Η ακριβής ημερομηνία της μετάβασής του στην Πράγα δεν είναι γνωστή[9].

Η ζωή και οι σπουδές του στην Πράγα χαρακτηρίζονται από απόλυτη ένδεια, εξαιτίας της οποίας φούντωσε μέσα του η επιθυμία να γίνει ιερέας. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, ομολόγησε έντονη σπουδή προς αυτόν τον στόχο του, καθώς θεωρούσε ότι μέσω της ιερωσύνης θα μπορούσε να διάγει καλύτερη ζωή και να αποκτήσει σημαντική κοινωνική θέση[10]. Σχετικά με την φτώχεια του, ο ίδιος θυμάται ότι ως μαθητής έφτιαχνε κουτάλι από ψωμί, για να μπορέσει να φάει τα φασόλια του γεύματος. Όταν τελείωνε με τα φασόλια έτρωγε και το κουτάλι[11]. Σε άλλη περίπτωση διαμαρτυρήθηκε ότι όταν έψαλλαν στις αγρυπνίες αυτός και οι υπόλοιποι μαθητές πληρώνονταν με ψίχουλα, καθώς άλλοι έπαιρναν τα χρήματα για τις υπηρεσίες τους[12].

Το 1390 μ.Χ. έκανε εγγραφή στην Σχολή των Τεχνών του πανεπιστημίου της Πράγας. Στο σημείο αυτό λάμβανε οικονομική βοήθεια από τον συμπατριώτη του διδάσκαλο Christian της Prachatice, γεγονός που ο ίδιος θυμάται με ευγνωμοσύνη[13]. Αναφέρεται σε κάποιες πηγές ότι ήταν τρόφιμος σε μία από τις φοιτητικές εστίες του πανεπιστημίου[14].

Είναι πιθανό να έμενε στο Carolinum. Εκεί έδειχναν στους επισκέπτες το δωμάτιο του Hus, δύο αιώνες αργότερα, το οποίο έφερε την επιγραφή: Haec olim haeresos damnati falso-Hussi, dum vixit, parva taberna fuit[15]. Πρέπει να τον είχε δεχθεί ως τρόφιμο (famulus)[16] ο διδάσκαλος των Ελευθέρων Τεχνών, Στέφανος της Κολωνίας (Colinensis), ο οποίος ήταν κοσμήτορας της εστίας την εποχή εκείνη. Αυτόν τον αναφέρει ο Jan Hus ως έναν από τους σημαντικότερους Βοημούς θεολόγους και “ζηλωτή υποστηρικτή του έθνους του”[17].

Αργότερα, ο Jan Hus αντικατέστησε τον Στέφανο της Κολωνίας ως εφημέριος στο παρεκκλήσιο της Βηθλεέμ στην Πράγα. Αυτό πρέπει να συνέβη καθ' υπόδειξη του δεύτερου. Επίσης ο πρώτος ήταν καλός γνώστης των ομιλιών του δεύτερου. Είναι διαπιστωμένο ότι ενσωμάτωσε αποσπάσματά του στις δικές του ομιλίες[18].

Στο πανεπιστήμιο της Πράγας την εποχή εκείνη υπήρχαν τέσσερις φράξιες, σχετικές με την εθνικότητα των καθηγητών και των φοιτητών[19], τα λεγόμενα “έθνη”. Είναι ευνόητο ότι ο Jan Hus εντάχθηκε στην φράξια των Βοημών. Ως εκ τούτου ο καθηγητής που επέβλεπε την διπλωματική του ήταν ο Jan Mýto, άνθρωπος τον οποίο επέλεγαν οι Βοημοί φοιτητές. Στον σχολιασμό της εργασίας του Hus ο Mýto παρατήρησε ότι ο μαθητής του ήταν επιμελής και ακάματος, και δεν υπολόγιζε πολλές φορές την φυσική κόπωση χάριν της εργασίας του[20] .

Ο Jan Hus αποφοίτησε τον Ιανουάριο του 1396 μ.Χ. Έδωσε εξετάσεις ενώπιον επιτροπής, στην οποία συμμετείχε ο Stanislaus του Znojmo, μέλος και αυτός της φράξιας των Βοημών. Κατατάχθηκε στην δέκατη θέση σε σύνολο δεκαέξι φοιτητών[21]. Σε καμία περίπτωση ο ακαδημαϊκός βίος του δεν προϊδέαζε όσους τον γνώριζαν για το ότι ο Hus θα εξελισσόταν σε εξέχουσα προσωπικότητα. Ο ίδιος θυμόταν για τα χρόνια εκείνα, ότι προτιμούσε να ξοδεύει τα λεφτά του στο πιοτό αντί να κάνει ελεημοσύνες[22]. Ως καθηγητής του πανεπιστημίου διήγε πολυτελή βίο, ακολουθώντας το παράδειγμα των άλλων καθηγητών[23], φορούσε με υπερηφάνεια την τήβεννο που άρμοζε στο κύρος της έδρας του[24] και σπαταλούσε τον ελεύθερό χρόνο του παίζοντας σκάκι[25].

Μια αξιόλογη πληροφορία για την προσωπικότητα του Jan Hus την περίοδο αυτή προέρχεται από μια ανώνυμη πηγή. Σύμφωνα με την ανώνυμη μαρτυρία ο Jan Hus ξόδεψε τα τελευταία του τέσσερα γρόσια για να αγοράσει ένα συγχωρητήριο. Αυτό έγινε το 1393 μ.Χ. ύστερα από προτροπή του Jan Štěnka, ο οποίος ήταν ιεροκήρυκας στο παρεκκλήσιο της Βηθλεέμ την περίοδο εκείνη[26].

Η πράξη δείχνει ότι ακολουθούσε με ακρίβεια τον βίο του τυπικού παπικού πιστού, τον οποίο σε ύστερο χρόνο ξεκίνησε να αμφισβητεί. Αργότερα αποκήρυξε την πράξη αυτή, καθώς είχε θέσει ως αρχή από τα νεανικά του χρόνια για την υποστήριξη της αλήθειας, όπως έγραψε, να μετανιώνει για τα λάθη του και να τα διορθώνει, υιοθετώντας οποιαδήποτε ιδέα θεωρούσε σωστή και δίκαιη[27]. Αξίζει να ειπωθεί ότι αυτή ήταν μία αρχή την οποία ασπάστηκε από τον John Wyclif[28].

Ο γνωστικός χαρακτήρας αυτής της αρχής έγκειται στον υποκειμενισμό της. Καθεμιά από τις ανθρώπινες υποστάσεις ανάγεται σε τιμητή της αλήθειας ενάντια στην παγκοσμιότητα της θεϊκής Αλήθειας (Ιωάν. ιδ.4) και της θεσμικής αλήθειας (Εκκλησία). Η εκτίμηση της αλήθειας με βάση την προσωπική αυθεντία προϋποθέτει στις περιπτώσεις των ακαδημαϊκών θεωρητικών, όπως ο Wyclif και ο Hus, τα γνωστικά εφόδιά τους. Το ότι απέναντί τους είχαν τον παπισμό δεν δικαιώνει αυτόν τον υποκειμενισμό. Η εν λόγω αρχή τούς έφερε σε σύγκρουση με την Ρώμη και η εφαρμογή της πυροδότησε την Διαμαρτύρηση, τροφοδοτεί την πολυδιάσπαση του Προτεσταντισμού, οδηγεί στον Διαφωτισμό και καθοδηγεί την σύγχρονη ακαδημαϊκή σκέψη.

Στην συνέχεια ο Jan Hus έπρεπε να δίνει διαλέξεις στο πανεπιστήμιο για μια διετία, ώστε να ολοκληρώσει το διδακτορικό του. Ωστόσο, έπρεπε να βγάζει και τα προς το ζειν, καθώς ως νεαρός διδάκτορας δεν μπορούσε να καταλάβει αμέσως κάποια θέση στο πανεπιστήμιο. Υπήρχαν παλαιότεροι διδάκτορες, οι οποίοι περίμεναν με τη σειρά τους να αδειάσει κάποια έδρα. Για να μπορεί, λοιπόν να βιοπορίζεται, έδινε κατ' ιδίαν παραδόσεις σε νεότερους φοιτητές. Μάλιστα, ήταν δημοφιλής και περιζήτητος διδάσκαλος[29]. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός της αφοσίωσης των μαθητών του, όταν πλέον αυτοί έγιναν καθηγητές, ειδικά στις δύσκολες περιπτώσεις της ζωής του Jan Hus.

Την περίοδο αυτή συνέγραψε και κάποια έργα, όπως σχόλια στον Αριστοτέλη, Περί Ψυχής, Περί Δημιουργίας, σχόλια σε μορφή quaestiones στα Φυσικά, και σχόλια στα Μεταφυσικά. Κανένα από αυτά του τα έργα δεν σώζεται σήμερα. Είναι γνωστά σ' εμάς επειδή είναι καταγεγραμμένα σε παλαιότερους καταλόγους. Υπάρχει επίσης η άποψη ότι ο Jan Hus είναι ο συντάκτης του Summa naturalium, το οποίο επιγράφεται στον (ψευδο) Albertus Magnus, ωστόσο η υπόθεση είναι επισφαλής. Επίσης το Exercitium rhetoricae, το οποίο επίσης αποδίδεται στον Jan Hus είναι αμφισβητούμενο[30].

Μέχρι το 1398 μ.Χ. ο Jan Hus είχε έρθει σε επαφή με το έργο του John Wyclif. Αυτό αποδεικνύεται από ένα σωζόμενο χειρόγραφο εκείνης της χρονιάς, το οποίο περιέχει τέσσερις φιλοσοφικές διατριβές του καθηγητή της Οξφόρδης. Οι διατριβές αυτές είναι οι De Universalibus, De Tempore, De Ideis, και De Materia et Forma. Μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου εκείνης της χρονιάς o Jan Hus είχε κάνει πολλές σημειώσεις στο χειρόγραφο. Αυτό δείχνει και τον ενθουσιασμό του, καθώς βρήκε έναν “σύμμαχο” στην αντιμετώπιση των Γερμανών ρεαλιστών καθηγητών του πανεπιστημίου. Με αυτούς βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαράθεση οι Βοημοί καθηγητές, οι οποίοι αντλούσαν τα επιχειρήματά τους από την νεο-πλατωνική πραγματιστική παράδοση[31].

Από την περίοδο αυτή ο Hus ξεκίνησε ν' ακολουθεί την φιλοσοφική σκέψη του Wyclif και εντάχθηκε στην ομάδα των καθηγητών με αρχηγό το Stanislaus του Znaim[32]. Η επαφή του με τις ιδέες ενός καταδικασμένου αιρετικού τον γέμισε με ενθουσιασμό, κάτι το οποίο αποτυπώνεται έντονα στο μετέπειτα έργο του. Το αν συμφωνούσε σε όλα με τον Wyclif ή όχι, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία[33], καθώς όλη η μετέπειτα ζωή του εξελίχθηκε και τελείωσε εξαιτίας των ιδεών αυτών. Σίγουρα κατανοούσε ότι το να ακολουθεί έναν καταδικασμένο αιρετικό θα είχε αρνητικές συνέπειες για τον ίδιο.

Την ίδια χρονιά ο Hus τάχθηκε υπέρ του ταξιδιού του Ιερώνυμου της Πράγας στην Οξφόρδη, από όπου ο τελευταίος γύρισε εφοδιασμένος με έργα του John Wyclif.[34] Από τις αρχές του 1398 μ.Χ. ο Hus εκλέχθηκε ως μέλος σε διάφορες επιτροπές του πανεπιστημίου. Έτσι κατέστη δυνατό να αναδειχθούν οι ικανότητές του και να μεγαλώσει η επιρροή του. Ως αποτέλεσμα της προηγούμενης εργασίας του επιλέχθηκε από τους συναδέλφους του ως κοσμήτορας στην Σχολή των Τεχνών στις 15 Οκτωβρίου του 1401 μ.Χ.

Σημαντική στιγμή της ζωής του Jan Hus είναι και η ανάθεση σε αυτόν του διακονήματος του ιεροκήρυκα στον Ναό της Βηθλεέμ, στις 14 Μαρτίου 1402 μ.Χ[35]. Στην θέση αυτή ήρθε σε επαφή με τους οπαδούς του John Milíč του Kroměříž (Kremsier). Αποτέλεσμα ήταν η σύνδεση των δύο ομάδων την συγκεκριμένη περίοδο, της μίας του Πανεπιστημίου και της δεύτερης των ριζοσπαστών εκκλησιαστικών ανδρών. Εξ αυτών των δύο ομάδων προέκυψε το μεταρρυθμιστικό κίνημα των Βοημών[36]. Με την ανάληψη των καθηκόντων του ο Hus απέκτησε και ένα σταθερό εισόδημα. Ταυτόχρονα η δημοτικότητά του εκτοξεύθηκε, καθώς έγινε γνωστός και πέραν των πανεπιστημιακών κύκλων.

Ο Jan Hus ανέλαβε με υπευθυνότητα τα νέα του καθήκοντα στον ναό της Βηθλεέμ. Θεώρησε ότι η θέση του προϊσταμένου του ναού και η θέση του ιεροκήρυκα είναι δύο πολύ σοβαρές ποιμαντικές πράξεις. Σύμφωνα με τα δικά του λόγια, αποδέχθηκε την δέσμευση να κηρύττει απευθείας από τον Θεό, έναντι του οποίου ένιωθε υπεύθυνος και υπόλογος[37]. Αργότερα, όταν ο αρχιεπίσκοπος του απαγόρευσε να κηρύττει δημόσια, ο Hus το θεώρησε ως παράβαση της εντολής του Θεού[38].

Σύμφωνα με το καταστατικό του ναού, ο Hus έπρεπε να κηρύττει δύο φορές την ημέρα, κατά τις ημέρες εορτών. Αυτή η υποχρέωση περιορίζονταν στο ένα ημερήσιο κήρυγμα κατά την σαρακοστή των Χριστουγέννων και την Μεγάλη Σαρακοστή. Υπολογίζεται ότι κατά την δεκαετή παραμονή του στην θέση του ιερατικώς προϊστάμενου του ναού (1402-1412 μ.Χ.) εκφώνησε περί τα τρεις χιλιάδες κηρύγματα[39]. Αξιοσημείωτο είναι το ότι τα κηρύγματα στον ναό της Βηθλεέμ απευθύνονταν στους Βοημούς κατοίκους της Πράγας. Για τον λόγο αυτό γίνονταν στην τσέχικη γλώσσα. Ο Jan Hus ακολουθούσε αυτήν την παράδοση, αν και προετοίμαζε τους λόγους του στα λατινικά.

Το ακροατήριό του ήταν ένα μωσαϊκό κοινωνικών τάξεων. Τον άκουγε ο αμόρφωτος λαός μαζί με τον αστό και τον γαιοκτήμονα αριστοκράτη. Δεδομένου ότι ο ναός είχε χωρητικότητα τριών χιλιάδων ατόμων, η δημοτικότητα και η επιρροή του Jan Hus στους κατοίκους της πόλης ανταγωνίζονταν τις αντίστοιχες στους φοιτητές του πανεπιστημίου του Καρόλου. Οι τελευταίοι προσέτρεχαν στον ναό επίσης για να ακούσουν τις ομιλίες του, οι οποίες εκλαΐκευαν τις παραδόσεις της έδρας του.

Το περιεχόμενο των κηρυγμάτων του ακολουθούσε την παράδοση των προκατόχων του. Στόχος των κηρυγμάτων του ήταν πολλές φορές η διεφθαρμένη Αγία Έδρα καθώς και η εκκοσμικευμένη παπική εκκλησία. Έδινε αυτές τις ομιλίες στηριζόμενος στην δέσμευσή του να κηρύττει την αλήθεια του Ευαγγελίου, βάσει του οποίου διευθετούσε την ζωή του και έψεγε την ζωή των διεφθαρμένων παπικών ιερέων. Ταυτόχρονα, παρότρυνε τους ακροατές του, οποίοι ήταν το ποίμνιο της ενορίας του, να ζουν καθαρή και αναμάρτητη ζωή και να απορρίπτουν οτιδήποτε δεν συμφωνούσε με το λόγου του Θεού.

Το ηθικιστικό κήρυγμα σε συνδυασμό με τον στιγματισμό του βίου σημαινόντων και ισχυρών προσωπικοτήτων, αποτέλεσαν την αιτία της δυσαρέσκειας εναντίον του. Αυτό οδήγησε στην απαγόρευση του κηρύγματος με εντολή του βασιλιά Wenceslaus[40]. Ο πουριτανισμός του Jan Hus εκδηλώθηκε με τον στιγματισμό του αμαρτωλού ταυτόχρονα με τον στιγματισμό της αμαρτίας. Αυτό το θεωρούσε ως πράξη ευθύνης έναντι της αληθείας και σε συμφωνία με το θέλημα του Θεού. Κατ' αυτό τον τρόπο τα κίνητρά του ήταν καθαρά υποκειμενικά, καθώς καταφερόταν εναντίον προσώπων, τα οποία ο ίδιος αντιπαθούσε, άσχετα αν ο ίδιος θεωρούσε τα κίνητρά του αντικειμενικά και τις ενέργειές του καθοδηγούμενες από υψηλή ηθική σκοπιμότητα.

Την εποχή που ξεκίνησε την καριέρα του ως ιεροκήρυκας, ήταν ήδη φοιτητής της θεολογικής σχολής. Έλαβε το πτυχίο της θεολογίας την 1η Δεκεμβρίου του 1404 μ.Χ. Ως baccalarius biblicus ανέλαβε την εξήγηση των επτά κανονικών επιστολών. Την εργασία αυτή τελείωσε τον Ιανουάριο του 1406 μ.Χ.[41] Μεταξύ των ετών 1405 και 1407 μ.Χ. ολοκλήρωσε μια δεύτερη εργασία, την εξήγηση στους Ψαλμούς 109-118[42]. Με αυτές τις εργασίες έλαβε το βαθμό του baccalarius sententiarius. Αυτό σήμαινε ότι η κατάρτισή του ήταν τέτοια που θα μπορούσε να περάσει στον σχολιασμό των τεσσάρων βιβλίων των Sentences του Πέτρου Λομβαρδού.

Ο Jan Hus ξεκίνησε τον σχολιασμό το φθινόπωρο του 1407 μ.Χ. Τελείωσε το μνημειώδες αυτό έργο του το καλοκαίρι του 1409 μ.Χ[43]. Με το πέρας της εργασίας έλαβε τον τίτλο του baccalarius formatus, αλλά μια σειρά γεγονότων τον εμπόδισαν να συνεχίσει τις σπουδές του στην θεολογία και να λάβει διδακτορικό.

8.13.2 Η ακαδημαϊκή αντιπαράθεση

Η θέση του Jan Hus μεταξύ των Βοημών καθηγητών αναβαθμίστηκε μεταξύ των ετών 1403-1408 μ.Χ. Στο τέλος αυτής της πενταετίας ανέλαβε τα ηνία της ομάδας, καθώς επέδειξε έντονη δράση και ηγετικές ικανότητες. Τα δημόσια κηρύγματά του ακολουθούσαν τις πολιτικές εξελίξεις της περιόδου.

Το 1400 μ.Χ. βασιλιάς της Βοημίας και αυτοκράτορας των Γερμανών ήταν ο γιος του Καρόλου Δ', Wenceslas Δ' (Βεντσεσλάβος ο Αδρανής). Αυτός καθαιρέθηκε από τους εκλέκτορες και αντικαταστάθηκε από τον Rupert Γ', ο οποίος ήταν ο εκλέκτορας του Παλατινάτου. Την ίδια εποχή ο Wenceslas έπρεπε να αντιμετωπίσει μία εξέγερση ομάδας αριστοκρατών, οι οποίοι έδωσαν την υποστήριξή τους στον αδελφό του βασιλιά, Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου. Ο τελευταίος συνέλαβε τον βασιλιά της Βοημίας και τον φυλάκισε.

Ο αρχιεπίσκοπος της Πράγας, Olbram του Škvorec, συντάχθηκε με τους εξεγερθέντες, αλλά πέθανε τον Μάιο του 1402 μ.Χ. Τον αντικατέστησε ο Νικόλαος Puchník. Ωστόσο, κι αυτός πέθανε στις 19 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Η αρχιεπισκοπική έδρα παρέμεινε κενή για κάποιο διάστημα, μέχρι την εκλογή του Zbynék Zajík του Házmburk (1403-1411 μ.Χ.) Αυτός προερχόταν από την τάξη των στρατιωτικών και δεν είχε θεολογική μόρφωση. Ως αριστοκράτης ήταν από τους υποστηρικτές του βασιλιά Wenceslaus.

Την εποχή αυτή ξεκίνησε στην ακαδημαϊκή κοινότητα η διαμάχη για την ορθότητα των απόψεων του John Wyclif. Από το 1397 μ.Χ., χρονιά κατά την οποία έφθασαν στην Πράγα τα έργα του Wyclif, οι Βοημοί καθηγητές βρήκαν επιχειρήματα στην συζήτηση με τους Γερμανούς για την ύπαρξη ή όχι των καθολικών εννοιών (universalia). Μέχρι την εποχή αυτή η διαμάχη περιοριζόταν σε ακαδημαϊκές συζητήσεις, οι οποίες επεκτείνονταν όσο έφθαναν και γίνονταν γνωστά στην Πράγα περισσότερα έργα του John Wyclif. Τα έργα του αναγιγνώσκονταν όχι μόνο από τους Βοημούς υποστηρικτές του, αλλά και από τους Γερμανούς αντιπάλους του.

Στα έργα αυτά ο Wyclif αντλούσε στοιχεία από την θεολογία για να λύσει τα φιλοσοφικά ερωτήματα. Ωστόσο, οι λύσεις που έδινε ήταν σε κάποιες περιπτώσεις αντίθετες με τα δόγματα του παπισμού. Έτσι, λοιπόν, στην ακαδημαϊκή συζήτηση όφειλε να επέμβει η εκκλησιαστική αρχή της Πράγας για να προστατεύσει το παπικό δόγμα[44].

Την ηγεσία της ομάδας των Γερμανών ανέλαβε ο δόκτορας της θεολογίας Johann Ηübner, ο οποίος ήταν Σάξωνας στην καταγωγή. Αυτός πρόσθεσε στα ήδη υπάρχοντα 24 άρθρα της Συνόδου του Λονδίνου του 1382 μ.Χ. – αυτή καταδίκασε τον John Wyclif – άλλα 21 άρθρα. Σε αυτόν αντιτασσόταν η ομάδα των Βοημών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Jan Hus. Ο τελευταίος αντιπαθούσε τόσο πολύ τον Hübner, ώστε πρότεινε να τιμωρηθεί ως πλαστογράφος βιβλίων, με την ίδια ποινή τιμωρίας για το έγκλημα της νόθευσης του κρόκου (saffron)[45].

Ηγέτες της ομάδας των Βοημών ήταν οι καθηγητές Νικόλαος του Litomyšl, Στανισλάβος του Znojmo και ο Στέφανος Páleč, με απόψεις περισσότερο ώριμες και υπεύθυνες. Στην διαμάχη επικράτησαν οι Γερμανοί, διότι είχαν δικαίωμα για τρεις ψήφους, ενώ οι Βοημοί μόνο μία ψήφο, και ο πρύτανης του πανεπιστημίου ανακοίνωσε ότι κανείς ακαδημαϊκός δεν έπρεπε να υποστηρίζει, να αναφέρει ή να διαδίδει τις καταδικασμένες απόψεις του Wyclif, δημόσια ή μυστικά, σε διαλέξεις ή ομιλίες, ειδάλλως θα τιμωρούνταν με την ποινή της ψευδορκίας (sub poena praestiti jurasmenti)[46].

Την πρώτη καταδίκη του Wyclif στην Πράγα ακολούθησε και μια δεύτερη, καθοδηγούμενη επίσης από το Hübner, στην οποία ο τελευταίος καταδίκασε τον πρώτο ως αιρετικό, τον Ιανουάριο του 1404 μ.Χ. Για την δεύτερη αυτή καταδίκη μαθαίνουμε από μια ανώνυμη διασωθείσα επιστολή, η οποία αποδίδεται στον Στανισλάβο του Znojmo και απευθύνεται στον Johann Ηübner[47].

To 1405 μ.Χ ο Jan Štěnka κατηγόρησε τον Στανισλάβο ενώπιον της παπικής συνόδου της Πράγας, σχετικά με τις απόψεις του για την Θεία Ευχαριστία. Ο κατηγορούμενος έχαιρε της υποστήριξης του αρχιεπισκόπου Zbynék Zajík. Ο δεύτερος αντιμετώπισε το θέμα με μετριοπάθεια αν και λίγο άτσαλα, με αποτέλεσμα να φανεί το ότι η ομάδα των Βοημών στηρίζονταν στην ανοχή και κάποιες φορές στην βοήθειά του. Αυτός διόριζε τους Βοημούς ως συνοδικούς ιεροκήρυκες, δίνοντας σε αυτούς βήμα για να επεκτείνουν την επιρροή τους και να διαδώσουν της απόψεις τους.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η σύνοδος της Πράγας του 1408 μ.Χ. να υιοθετήσει τις θέσεις τους και να κατοχυρώσει τις διεκδικήσεις τους. Οι θέσεις περιελάμβαναν μεταξύ άλλων, θέματα που αφορούσαν τα συγχωρητήρια, την οκνηρία και ανηθικότητα του κλήρου, τις προλήψεις και την σιμωνία. Τα δύο τελευταία θέματα συνδέονταν με τα προσκυνηματικά ταξίδια σε τόπους όπου υποτίθεται ότι τελούνταν θαύματα.

Για την αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων, ο αρχιεπίσκοπος είχε διαλέξει τους κατάλληλους συμβούλους και βοηθούς, καθώς οι Βοημοί, υιοθετώντας τις απόψεις του Wyclif, είχαν ήδη εκδηλώσει την αντίθεσή τους μέσω δημόσιων κηρυγμάτων και είχαν προσελκύσει τον λαό της Πράγας προς τις απόψεις τους. Ο αρχιεπίσκοπος είχε επιλέξει τον Jan Hus ως σύμβουλό τους και η σχέση τους αυτή είχε θετική επίδραση στην καριέρα του δεύτερου[48].

Τον Δεκέμβριο του 1404 μ.Χ. δόθηκε στον Jan Hus η ευκαιρία να εκφωνήσει την δημόσια ομιλία στο μνημόσυνο του Καρόλου Δ', πατέρα του βασιλιά Wenceslaus Δ'. Στην ομιλία αυτή με τίτλο Abicianus opera tenebrarum (Ἀποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους), έδειξε για ακόμη μια φορά την ρητορική του δεινότητα και ταυτόχρονα ανέδειξε το ιδεώδες του κληρικού, στιγματίζοντας την φιλαργυρία και την ανηθικότητα των παπικών[49].

Την ίδια εποχή ανέλαβε να αποθαρρύνει τον λαό της Πράγας από προσκυνηματικό ταξίδι στο Wilsnack του Βραδεμβούργου. Εκεί ο ναός είχε καεί εξαιτίας πυρκαγιάς και για την αναστήλωσή του εφάρμοζαν το γνωστό κόλπο των θαυματουργών κειμηλίων, ώστε από τους προσκυνητές να αποκομίσουν τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για την αποκατάστασή του. Πιο συγκεκριμένα, στα ερείπια του ναού υποτίθεται ότι εμφανίζονταν κηλίδες του αίματος του Χριστού[50]. Σημειωτέον ότι εναντίον του ίδιου θέματος είχε καταφερθεί και ο Λούθηρος στην επιστολή του An den christlichen Adel deutscher Nation (γραμμένη στη γερμανική καθομιλουμένη και όχι στα λατινικά το 1520 μ.Χ.).

Ο αρχιεπίσκοπος σύστησε μια επιτροπή για την εξέταση της αληθινής ή όχι φύσης των συγκεκριμένων θαυμάτων στο Wilsnack. Μέλη της επιτροπής ήταν ο Στανισλάβος του Znojmo, ο Jan Hus και ο Στέφανος του Kolín. Αυτή η σύνθεση φανερώνει το πόσο έχαιραν οι Βοημοί και ειδικά ο Jan Hus της εμπιστοσύνης του Zbynék Zajík. Η επιτροπή αποφάνθηκε ότι τα θαύματα ήταν απατηλά, καθώς οι ασθενείς προσκυνητές δεν επηρεάζονταν θετικά από το ταξίδι αυτό, το αντίθετο μάλιστα, η κόπωση τούς κατέβαλλε με αρνητικές συνέπειες. Αυτό είχε ως συνέπεια να απαγορευτεί το προσκύνημα μαζί με άλλα παρόμοια προσκυνηματικά ταξίδια, με συνοδική απόφαση το 1405 μ.Χ[51].

Οι Στανισλάβος και Jan Hus εξέθεσαν τις απόψεις τους σε μια δημόσια συζήτηση στο πανεπιστήμιο, ακολουθώντας την επερώτηση που υπέβαλε ο δεύτερος για το θέμα. Στην συνέχεια συνέγραψε μια διατριβή με τίτλο De sanguine Christi[52], στην οποία περιέλαβε τα ευρήματα της έρευνας της επιτροπής. Σε αυτήν την διατριβή αποκήρυξε το προσκύνημα στο Wilsnack, όπως και άλλα παρόμοια προσκυνήματα.

Ο Jan Hus διορίστηκε συνοδικός ιεροκήρυκας για τα έτη 1405-1408 μ.Χ. Έκανε ομιλίες ενώπιον των ιερέων της αρχιεπισκοπής με τίτλους Diliges dominum Deum tuum (Ματθ. 22,37 “ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου”) και State succincti lumbos vestros (Εφεσ. 6,14 “στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν”). Για την πρώτη έλαβε τα εύσημα από τον βικάριο Αδάμ του Nežtice και από τον αρχιεπίσκοπο. Στον τελευταίο έκανε ενυπόγραφη αφιέρωση την ομιλία.

Σ' αυτήν την ομιλία ο Jan Hus επικεντρώθηκε σε αμφιλεγόμενα εκκλησιαστικά ζητήματα, όπως η διαχείριση των δωρεών, η απληστία του κλήρου, η ηθική κατάπτωση των παπικών κληρικών, ζητώντας κάθαρση. Ταυτόχρονα, στιγμάτισε τον παποκαισαρισμό αλλά και την κατάχρηση της εξουσίας από τους ιερείς, θεωρώντας την υπεύθυνη για την πτωχοποίηση του λαού μέσω των κληροδοτημάτων και των συγχωρητηρίων. Ο Jan Hus άσκησε κριτική στις καταχρήσεις του παπισμού με έντονα λαϊκίστικο τρόπο.

Αποτέλεσμα της κριτικής του στον παπισμό ήταν να αποκτήσει πολλούς εχθρούς. Ο αρχιεπίσκοπος Zbyněk δεν συγκαταλεγόταν σ' αυτούς στην παρούσα περίοδο, αν και θα περίμενε κανείς το αντίθετο. Ο λόγος για την μετριοπαθή στάση του αρχιεπισκόπου έναντι του Hus είναι το ότι ο πρώτος προερχόταν από την στρατιωτική τάξη, όπως ειπώθηκε πριν, και δεν είχε ιδέα από το θεολογία. Η άγνοια της θεολογίας δεν του επέτρεπε να κατανοήσει ότι η υιοθέτηση των ιδεών του Wyclif από τους Βοημούς τους οδηγούσε στον εθνικισμό και αυτό θα τους δημιουργούσε πολλά προβλήματα λίαν συντόμως.

Οι Γερμανοί καθηγητές από την πλευρά τους, όντας αφοσιωμένοι παπικοί, δυσαρεστήθηκαν από την μετριοπαθή στάση του αρχιεπισκόπου και την ανοχή του στην αυστηρή κριτική εναντίον του παπισμού. Αποφάσισαν, λοιπόν, να εγκαλέσουν τους οπαδούς του Wyclif στην Πράγα ενώπιον της παπικής αυλής, στα τέλη του 1407 μ.Χ. Πρώτος τους στόχος ήταν ο Στανισλάβος του Znojmo. Αυτόν τον κατηγόρησαν για την συγγραφή μίας διατριβής, όπου υιοθετούσε τις απόψεις του καθηγητή της Οξφόρδης στο θέμα της Θείας Ευχαριστίας.

Πιο συγκεκριμένα, μία από τις 45 καταδικασμένες θέσεις του Wyclif ήταν η άρνηση του παπικού δόγματος της μετουσίωσης και ειδικότερα η θέση ότι ο άρτος και ο οίνος διατηρούσαν την υλική υπόστασή τους (remanence). Ο Jan Hus δεν υιοθέτησε αυτήν την πεποίθηση του Wyclif, αλλά ο Στανισλάβος την υποστήριζε, όπως και ο Στέφανος Páleč. Το αίτημα των Γερμανών προς την Κούρια τέθηκε από τον Ludolf Meistermann και πέτυχε να κληθούν οι δύο, Στανισλάβος και Στέφανος, στην Ρώμη για εξηγήσεις.

Ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ' ανέθεσε την υπόθεση στο καρδινάλιο Uguccione. Ο τελευταίος δεν δίστασε στιγμή, ενέκρινε το αίτημα και απαγόρευσε στον κλήρο και τον λαό να διαδίδουν τις αιρετικές ιδέες του Wyclif. Η απόφαση εκδόθηκε στις 20 Απριλίου του 1408 μ.Χ. Επίσης απαγόρευσε την κυκλοφορία της διατριβής του Στανισλάβου με τίτλο De Corpore Christi, στην οποία συζητούσε το θέμα. Την ίδια απαγόρευση επέβαλε και για όλα τα έργα του Wyclif και απαίτησε να του παραδοθούν υπό την απειλή του αφορισμού.

Οι Στανισλάβος του Znojmo και Στέφανος Páleč γύρισαν μετανοημένοι από το ταξίδι τους στην Ρώμη και εγκατέλειψαν το κίνημα των Βοημών καθηγητών. Ο αρχιεπίσκοπος, τρομοκρατημένος από αυτήν την εξέλιξη, άλλαξε την στάση του και από μετριοπαθής έγινε αρνητικός προς τους Βοημούς.

Ταυτόχρονα, οι Γερμανοί κατηγόρησαν έναν νεαρό καθηγητή, τον Matthias Knín, ενώπιον του αρχιεπισκόπου για υποστήριξη των ιδεών του Wyclif. Η αλήθεια είναι ότι δεν τόλμησαν να κατηγορήσουν κάποιον από τους μεγαλύτερους καθηγητές, όπως ο Jan Hus, εξαιτίας της εκτίμησης που έχαιραν από τον λαό της Πράγας. Ο νεαρός Knín συνελήφθη στις αρχές του Μαΐου του 1408 μ.Χ. και δικάστηκε. Αναγκάστηκε υπό πίεση να ομολογήσει και να μετανοήσει για τις αναπόδεικτες κατηγορίες περί αίρεσης σε μια κλειστή συνεδρίαση του πανεπιστημίου[53].

Ο αρχιεπίσκοπος με την σειρά του, λόγω υπερβάλλοντα ζήλου, δεν ικανοποιήθηκε από τον θεατρινισμό αυτής της καταδίκης. Απαίτησε από όλους τους Βοημούς καθηγητές να αποκηρύξουν τις ιδέες του Wyclif, κάτι το οποίο έγινε σε μια βίλα την Μαύρο Τριαντάφυλλο (Černé Růse) στις 24 Μαΐου 1408 μ.Χ. Οι Βοημοί ορκίστηκαν ότι δεν θα δίδασκαν κανένα από τα απαγορευμένα άρθρα του Wyclif στους φοιτητές τους και θα τους αποθάρρυναν από την ανάγνωση των έργων Trialogus και De Eucharistia του Wyclif[54].

Από την πλευρά τους οι Βοημοί κατάλαβαν αμέσως την αλλαγή στην στάση του αρχιεπισκόπου. Ο Jan Hus αποκλείστηκε από τα καθήκοντά στου στον ναό της Βηθλεέμ. Επειδή υπήρχε κίνδυνος να απαγορευτεί το δημόσιο κήρυγμα στον συγκεκριμένο ναό στην τσέχικη γλώσσα, οι Βοημοί απευθύνθηκαν στον πάπα για να προστατεύσει το κεκτημένο δικαίωμά τους. Ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ' αποκρίθηκε θετικά στο αίτημά τους στις 15 Μαΐου του 1408 μ.Χ[55].

Τον επόμενο μήνα οι Τσέχοι υποστηρικτές του Wyclif προσπάθησαν να κερδίσουν το χαμένο έδαφος. Σε μια συνάντηση του πανεπιστημίου ο Ματθαίος Knín μαζί με τους μαθητές του Hus και του Στανισλάβου ξεκίνησαν διάλογο με τους Γερμανούς. Ωστόσο, στις 18 Ιουνίου εμφανίστηκε ο Ludolf Meistermann στην Πράγα φέροντας την απόφαση του καρδινάλιου Uguccione, για την συμμετοχή του στην συζήτηση[56]. Η ενέργεια αυτή των υποστηρικτών του Wyclif είχε αρνητικό αποτέλεσμα.

Ο αρχιεπίσκοπος διέταξε να τού παραδοθούν όλα τα ευρισκόμενα έργα του Wyclif στην Πράγα. Ταυτόχρονα, ξεκίνησαν ανακρίσεις που στόχευαν δύο ιερείς της πόλης. Κατά την διάρκεια αυτών των ανακρίσεων, ο ένας εκ των δύο ιερέων, ο Νικόλαος Abraham, δήλωσε ευθαρσώς την πεποίθησή του, ότι επιτρεπόταν και στους λαϊκούς να κάνουν δημόσιο κήρυγμα, όπως οι ιερείς. Ο βικάριος Kbel δήλωσε ότι αυτό ήταν αίρεση και παρέδωσε τον Abraham στον ιεροεξεταστή Γιαροσλάβο, ο οποίος συνοδευόταν από τον ιεροεξεταστή Mauritius (Mařik) Rvačka.

Από τον Jan Hus ζητήθηκε να παρακολουθεί την ανάκριση. Κατά την διάρκεια της διαδικασίας ο Νικόλαος προθυμοποιήθηκε να ορκιστεί στον Θεό, αλλά αρνήθηκε να πράξει το ίδιο στο Ευαγγέλιο. Έτσι, ήγειρε υποψίες ότι ήταν Βάλδιος, καθώς αυτήν την τακτική ακολουθούσαν οι οπαδοί της συγκεκριμένης αίρεσης, όπως είχε φανεί σε παλαιότερες ανακρίσεις. Ο Jan Hus υποστήριξε τον κατηγορούμενο ισχυριζόμενος ότι ο όρκος στον Θεό είχε μεγαλύτερη βαρύτητα από τον όρκο σε κτιστό αντικείμενο.

Αυτό το γεγονός παρακίνησε τον Jan Hus να συντάξει επιστολή στις 6 Ιουλίου με παραλήπτη τον αρχιεπίσκοπο. Στην επιστολή του υπενθύμισε ότι ο ίδιος τού είχε αναθέσει το έργο της αντιμετώπισης των σφαλμάτων στην εκκλησία. Τόνιζε ότι ήταν μειονέκτημα για την εκκλησία άξιοι ιερείς να τίθενται στο περιθώριο την στιγμή που οι αμαρτωλοί κρατούσαν ισχυρές εκκλησιαστικές θέσεις. Δεν ήταν σωστό ιερείς με ενθουσιασμό και ζήλο, ανιδιοτελείς ιεροκήρυκες, να φυλακίζονται και να καταδικάζονται ως αιρετικοί.

Για τον Jan Hus η απαγόρευση του κηρύγματος ήταν πράξη ενάντια στο θέλημα και την εντολή του Θεού. Στην επιστολή είχε την διακριτικότητα να μην κατηγορήσει απευθείας τον αρχιεπίσκοπο, αντίθετα τον έθεσε προ των ευθυνών του. Απέδωσε τις άστοχες ενέργειες του ανωτέρου του στους νέους κακούς συμβούλους του. Τέλος, τον κάλεσε να αλλάξει την πορεία που ακολουθούσε[57].

Ποια ήταν, όμως, η θέση του βασιλιά σε όλα αυτά; Ο Wenceslaus δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι τις κατηγορίες για αίρεση, διότι δεν ήθελε μέσα στα τόσα πολιτικά προβλήματα που είχε, να κυνηγάει αιρετικούς στην Βοημία. Αυτό θα ήταν ένα μεγάλο σκάνδαλο για την μοναρχία του. Από καιρό ζητούσε την ευκαιρία να διεκδικήσει εκ νέου το στέμμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Την εποχή αυτή είχε την δυνατότητα να συνομιλεί με τους καρδινάλιους, οι οποίοι αντιτίθονταν στον Γρηγόριο ΙΒ' και πίστευε ότι το συνέδριο της Πίζα θα μπορούσε να αναδείξει έναν πάπα θετικά διακείμενο στις επιδιώξεις του[58].

O Zbyněk λάθευε πιστεύοντας ότι οι ενέργειές του πρόσφεραν υπηρεσία στον άνθρωπο που τού είχε εμπιστευθεί την θέση, την οποία κατείχε. Προς μεγάλη του έκπληξη ο Wenceslaus διέταξε την σύγκληση συνόδου στις 6 Ιουλίου του 1408 μ.Χ. Στην σύνοδο αυτή έπρεπε να απαλλαγούν όλοι από την κατηγορία της αίρεσης, να ανακηρυχθούν αθώοι κι έτσι να φανεί ότι δεν υπήρχε καμία αίρεση στο βασίλειο. Αυτό επέβαλαν οι βασιλικές επιδιώξεις[59].

Η συγκεκριμένη απόφαση του Wencesalus φανερώνει τις καλές σχέσεις του μονάρχη με το πανεπιστήμιο και τους Βοημούς καθηγητές. Ο Wenceslaus έδινε μεγάλη σημασία στην αίγλη του ιδρύματος, καθώς αυτή πρόσθετε και στην δική του πολιτική αίγλη. Δεν θα ήθελε, δηλαδή, με κανένα τρόπο να στιγματιστεί η φήμη του ιδρύματος που είχε ιδρύσει ο πατέρας του. Από την άλλη, οι Βοημοί καθηγητές αντιτίθονταν στους Γερμανούς υποστηρικτές του αντιπάλου του Rupert. Οι Γερμανοί δεν θα υποστήριζαν ποτέ τις βλέψεις του Wenceslaus επί του Ρωμαϊκού στέμματος.

Οι πολιτικές τάσεις της εποχής μαζί με την πορεία των γεγονότων του Μεγάλου Σχίσματος του παπισμού δημιούργησαν δύο κόμματα στην Πράγα. Οι Βοημοί καθηγητές στήριζαν τον Wenceslaus και τους καρδινάλιους που αντιτίθονταν στον πάπα Γρηγόριο ΙΒ' ενώ ο αρχιεπίσκοπος με τους Γερμανούς του Rupert υποστήριζαν τον Γρηγόριο. Ο προσεταιρισμός του βασιλιά ήταν ζωτικής σημασίας για τους Βοημούς. Ταυτόχρονα η πολιτικοποίηση της αίρεσης θα δώσει υπόσταση στον εμφανιζόμενο εθνικισμό τους.

Με την ανακατάταξη των δυνάμεων ο Jan Hus και οι Βοημοί βρέθηκαν απέναντι από τον αρχιεπίσκοπο, αλλά στην ίδια πλευρά με το δημοτικό συμβούλιο της Παλαιάς Πόλης. Ο Jan Hus συνοδευόμενος από τον Ιερώνυμο της Πράγας έπεισαν τον Wenceslaus να κάνει αλλαγές στο δημοτικό συμβούλιο, αλλαγές οι οποίες θα βοηθούσαν τους σκοπούς των Βοημών. Αυτές είχαν ήδη γίνει μέχρι το τέλος του έτους και στόχευαν στην αντικατάσταση των Γερμανών από Βοημούς, ώστε να έχουν την πλειοψηφία στο συμβούλιο[60].

Με την νέα σύνθεση το συμβούλιο βοήθησε τον Jan Hus να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες που τον βάρυναν. Κάποιοι ιερείς της πόλης είχαν κατηγορήσει τον καθηγητή, ότι ειχε δηλώσει πως ήθελε το πνεύμα του να βρεθεί εκεί που βρίσκονταν και ο Wyclif. Επίσης τον κατηγόρησαν ότι ασκούσε κριτική στις πολλαπλά αμειβόμενες υπηρεσίες των ιερέων, αν και αυτό ήταν κάτι που είχε απαγορευτεί να γίνεται (η κριτική) από την τελευταία σύνοδο της αρχιεπισκοπής. Επίσης, ότι καταφερόταν εναντίον όσων ιερέων ζητούσαν αμοιβές και μάλιστα υψηλές για την τέλεση των μυστηρίων και τους αποκήρυσσε ως αιρετικούς. Κατηγόρησαν, λοιπόν, τον Jan Hus στον αρχιεπίσκοπο, ότι με τα κηρύγματά του έστρεφε τον λαό εναντίον αυτών των ιερέων. Ο Jan Hus αρνήθηκε τις κατηγορίες[61] και το γεγονός έδωσε αφορμή για να συγγράψει ένα μικρό έργο με τίτλο De Arguendo Clero[62].

Το φθινόπωρο του 1408 μ.Χ. Ο Jan Hus αναδείχθηκε ηγέτης του κινήματος των Βοημών, καθώς οι προηγούμενοι ηγέτες Στανισλάβος και Στέφανος απομακρύνθηκαν μετά την έγκλησή τους στην Ρώμη. Ταυτόχρονα, αναβαθμίστηκε η θέση του Ιερώνυμου της Πράγας όπως και του νεαρού δικηγόρου Ιωάννη του Jesenice. Αυτοί οι δύο βοήθησαν την άνοδο του Hus[63]. Όπως ήταν επόμενο, το πρόσωπο του Hus στην θέση της ηγεσίας έγινε στόχος της κριτικής για την υιοθέτηση των απόψεων του Wyclif.

Έτσι, δέχθηκε τα πυρά των Ιωάννη του Rakovník και Στέφανου του Dolany. Ο πρώτος ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο, ο οποίος παραιτήθηκε και πήγε σε κάποιο μοναστήρι να μονάσει. Αυτός ανησύχησε για την υιοθέτηση των ιδεών του Wyclif από το κίνημα των Βοημών και πίστευε ότι θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για το κίνημα. Κάλεσε, λοιπόν, τον Hus ν' αποκηρύξει τον Wyclif και να επαναφέρει το κίνημα στον αρχικό προσανατολισμό του6[64]. Ο δεύτερος ήταν ηγούμενος στο καρθουσιανό μοναστήρι του Olomouc. Η δική του προσέγγιση του θέματος ήταν λιγότερο φιλική. Αυτός κάλεσε τον βικάριο kbel να επέμβει δραστικά για την επίλυση του ζητήματος[65].

Ο αρχιεπίσκοπος έθεσε τους Βοημούς ιερείς σε αργία. Πέραν των ιδεοληψιών της κίνησης αυτής, η πολιτική σκοπιμότητά της έγκειται στο ότι επιδίωκε την απομάκρυνσή τους από την μερίδα των αντίπαλων καρδιναλίων. Μάλιστα, ανακοίνωσε την απόφασή του δημόσια. Ο Hus και πάλι απάντησε στον αρχιεπίσκοπο μέσω μιας επιστολής συνταγμένης με ταπεινό ύφος. Προσπάθησε να εξηγήσει στον Zbyněk ότι είχε επιλέξει την ουδετερότητα στην διαμάχη του παπικού σχίσματος και ότι δεν είχε εγκαταλείψει τον Γρηγόριο ΙΒ'. Επίσης, ζήτησε από τον αρχιεπίσκοπο να μην τον κωλύει από το δημόσιο κήρυγμα.

Είναι φανερό από τον τόνο της επιστολής ότι ο Jan Hus δεν θεωρούσε τον αρχιεπίσκοπο ως αντίπαλό του. Αντίθετα, ήταν ο δεύτερος, αυτός που θεωρούσε τον Hus ως ανυπάκουο τέκνο της εκκλησίας. Ωστόσο, ο Jan Hus θεώρησε ότι ο Zbyněk διαχώρισε την θέση του όχι τόσο εξαιτίας της διάδοσης των διδασκαλιών του Wyclif, αλλά κυρίως λόγω των αντιπαραθέσεων του παπικού σχίσματος και των πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη[66].

8.13.3 Ο Jan Hus ως ηγέτης της εθνικιστικής ομάδας.

Δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία ο αρχιεπίσκοπος Zbyněk διέταξε να του παραδοθούν όλα τα χειρόγραφα των έργων του Wyclif. Η άρνηση συμμόρφωσης επέσυρε την ποινή του αναθέματος. Συνοδικά η απόφαση εγκρίθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1408 μ.Χ. Βάσει αυτής της απόφασης απαγορευόταν η ανάγνωση οποιουδήποτε έργου του Wyclif, είτε άρθρου, είτε αποσπάσματος εξ αυτών. Επίσης, απαγορευόταν το κήρυγμα χωρίς την άδεια του αρχιεπισκόπου, ειδικά εκτός των ναών, σε “ασυνήθιστους τόπους[67]”.

Πάντως ο Jan Hus δεν συγκαταλεγόταν σε όσους καταδικάστηκαν βάσει αυτής της απόφασης, καθώς, όπως μαρτυρείται, ο ίδιος προσκόμισε τα βιβλία του Wyclif στον αρχιεπίσκοπο και τον προκάλεσε να του δείξει σε αυτά τις κακοδοξίες, λέγοντας ότι ο ίδιος θα τις ανακοινώσει στο ακροατήριό του ως τέτοιες[68]. Φυσικά, για την επιτυχία αυτής του της κίνησης στηρίχθηκε στο ότι ο Zbyněk ήταν αθεολόγητος.

Στις αρχές του 1409 μ.Χ. έλαβε χώρα εκ νέου διάλογος στην Σχολή των Τεχνών. Ο διάλογος κατέληξε και πάλι σε νίκη των υποστηρικτών του Wyclif έναντι των Γερμανών. Η διάλεξη του Jan Hus εισήχθη με το quaestio De vera felicitate[69]. Στην συνέχεια την σκυτάλη έλαβαν περισσότερο ριζοσπαστικά μέλη του κινήματος, με προεξάρχοντα τον Ιερώνυμο της Πράγας. Αυτός στην ομιλία του ακολούθησε εθνικιστική γραμμή ως άμυνα στην επίθεση των Γερμανών και του αρχιεπισκόπου, οι οποίοι κατηγόρησαν ως αιρετικούς του εκπροσώπους του τσέχικου έθνους στο πανεπιστήμιο.

Ως εκπρόσωπος των Τσέχων πλέον ο Ιερώνυμος της Πράγας εξέφρασε την υποστήριξή του στον βασιλιά Wenceslaus, του οποίου τις διεκδικήσεις επί του θρόνου της Βοημίας και του στέμματος των Ρωμαίων αναγνώρισε. Ταυτόχρονα, έψεξε τους Γερμανούς, οι οποίοι αρνήθηκαν να παραβρεθούν και παρότρυνε το ακροατήριο των νεαρών φοιτητών να αναζητήσουν την αλήθεια στα έργα του Wyclif[70].

Ο εθνικισμός των Βοημών τελικά επικράτησε στο πανεπιστήμιο της Πράγας, εξαιτίας της ανάγκης του ηγεμόνα για υποστήριξη των αξιώσεών του από τους ακαδημαϊκούς. Την υποστήριξη βρήκε στο κόμμα των Βοημών, καθώς οι Γερμανοί[71] ήταν αφοσιωμένοι στον Rupert Γ', εκλέκτορα του Παλατινάτου του Ρήνου και βασιλιά της Γερμανίας, μετά την εκθρόνιση του Wenceslaus. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εκδώσει ο βασιλιάς το Διάταγμα της Kutnà Hora (Kuttenberg) στις 18 Ιανουαρίου του 1409 μ.Χ.

Σύμφωνα με το διάταγμα, το έθνος των Βοημών κατείχε τρεις ψήφους ενώ τα άλλα έθνη[72], δηλαδή Βαυαροί, Σάξονες και Πολωνοί μία ψήφο, συνολικά[73]. Με αυτό το διάταγμα ακύρωσε το προηγούμενο καθεστώς που ίσχυε με το ιδρυτικό διάταγμα του Καρόλου Δ'[74].

Πρόκειται για γεγονός ιστορικής σημασίας, καθώς μεγάλο μέρος του διδακτικού προσωπικού του πανεπιστημίου, περίπου το 80 τοις εκατό, επέλεξε να εγκαταλείψει το ίδρυμα. Η έξοδος των καθηγητών μαζί με τους φοιτητές αυτών οδήγησε στην ίδρυση του πανεπιστημίου της Λειψίας από τον Φρειδερίκο Α', εκλέκτορα της Σαξονίας και τον αδελφό του Γουίλιαμ Β', μαρκήσιο του Meissen στις 2 Δεκεμβρίου του 1409 μ.Χ. στην ομώνυμη μαρκιονία.

Ο Jan Hus θεωρήθηκε υπεύθυνος για την έκδοση του διατάγματος και κατηγορήθηκε γι' αυτό από τους Γερμανούς, αν και ο ίδιος ήταν άρρωστος κατά την διάρκεια του ταξιδιού της πανεπιστημιακής αντιπροσωπείας, της οποίας αρχηγός ήταν ο Ιερώνυμος της Πράγας[75]. Πάντως ο Hus ήταν ενήμερος για τις προετοιμασίες του διατάγματος καθώς και για την εμπλοκή των συναδέλφων του στην προετοιμασία του. Δέχθηκε την είδηση της έκδοσης με μεγάλη χαρά και με ανακούφιση αποχαιρέτισε τους Γερμανούς[76]. Αναγνώρισε, όμως, ότι η μαζική έξοδος των φοιτητών δεν ήταν προς το συμφέρον του πανεπιστημίου ή το συμφέρον των ίδιων των σπουδαστών[77].

Την άνοιξη του ίδιου έτους ο Hus τελείωσε την εργασία του πάνω στις Προτάσεις του Πέτρου Λομβαρδού[78]. Στο πολύτομο αυτό έργο είναι εμφανής η προσπάθεια του συγγραφέα να υπερασπιστεί τον John Wyvclif. Ειδικά στο Βιβλίο Γ' εκφράζεται άμεσα υπέρ των όσων διδάσκει ο doctor evangelicus, και υπερασπίζεται τον Wyclif ενάντια στα όσα του καταμαρτυρούν[79]. Δεν δίσταζε να τον επικαλείται στις δημόσιες ομιλίες του, αν και γνώριζε ότι τον παρακολουθεί και τον συκοφαντεί στον αρχιεπίσκοπο ο προηγούμενος ιεροκήρυκας του ναού της Βηθλεέμ, John Protiva.

Την αποχώρηση των Γερμανών από το πανεπιστήμιο ακολούθησε μία μικρή περίοδος ηρεμίας. Η κατάσταση άρχισε να εκτραχύνεται ξανά στις 15 Ιουνίου του 1409 μ.Χ. Για άλλη μια φορά ο αρχιεπίσκοπος απαίτησε την παράδοση των έργων του Wyclif στην αρχιεπισκοπή, αυτή την φορά με σκοπό την διόρθωση των σφαλμάτων. Μάλιστα έθεσε οριστική ημερομηνία στις 4ης του Ιούλη[80]. Αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης, πέντε φοιτητές έκαναν έκκληση στον πάπα εναντίον της[81].

Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ο Hus βρέθηκε για μια ακόμη φορά κατηγορούμενος. Οι κατηγορίες ήταν ίδιες με όσες τού είχαν επισυνάψει οι ιερείς το 1408 μ.Χ. Αυτή την φορά οι κατηγορίες στηρίζονταν στις μαρτυρίες του προαναφερθέντος John Protiva. Αυτός εμφανίστηκε ενώπιον του αρχιεπισκόπου με σημειώσεις από τις ομιλίες του Hus και τον κατηγόρησε για αίρεση με βάση τα όσα ο ίδιος ο κατηγορούμενος είχε πει υπέρ του Wyclif. Να σημειωθεί ότι πολλά από αυτά που προσκομίστηκαν είχαν ειπωθεί σε ιδιωτικές συζητήσεις και όχι δημόσιες ομιλίες του Jan Hus.

Η αλήθεια είναι ότι ο καθηγητής κλήθηκε για ερωτήσεις, ωστόσο δεν του επιβλήθηκε καμιά ποινή από τον ιεροεξεταστή Rvačka, κάτι το οποίο σημαίνει ότι οι απαντήσεις του Hus τον ικανοποίησαν. Πάντως ήταν εμφανής η εχθρότητα του αρχιεπισκόπου έναντι του εθνικιστικού κινήματος αλλά και του ίδιου του Hus.

Η όλη δραστηριότητα του Hus επιβραβεύτηκε με την ανέλιξή του στην θέση του πρύτανη του πανεπιστημίου της Πράγας τον Οκτώβριο του 1409 μ.Χ. Ήταν ο πρώτος πρύτανης μετά την έκδοση του διατάγματος της Kutná Hora[82]. Έχοντας κατά νου τις δυσμενείς επιπτώσεις από την αποχώρηση των Γερμανών από το πανεπιστήμιο της Πράγας έδωσε έμφαση στην ομιλία του επί τη αναλήψει των καθηκόντων στην σημασία της εκπαίδευσης των Βοημών θεολόγων, ως θεολόγων του τσέχικου έθνους[83]. Μεταξύ των σημαντικών Τσέχων θεολόγων της εποχή του ο Hus αναφέρει τους Nicholas Biceps, Vojtěch Raňkův του Ježov (Adabertus Ranconis de Ericinio), Jenek Václavův (της Πράγας), Nicholas του Rakovník, Nicholas της Litomyšl, Stephen του Kolín, John Štěkna, και Peter του Stupno.

Επίσης συνέταξε ένα νέο πρωτόκολλο για το πανεπιστήμιο και βοήθησε στην ομαλή μετάβαση του ιδρύματος στην μετά των Γερμανών κατάσταση. Ταυτόχρονα, δεν αμέλησε τα καθήκοντά του ως ιεροκήρυκας στο ναό της Βηθλεέμ , ούτε σταμάτησε τις επαφές του με τους σπουδαστές, όπως αποδεικνύεται από το πλήθος των συστατικών επιστολών, τις οποίες ετοίμασε γι' αυτούς κατά την υπό εξέταση περίοδο, και διασώζονται στα αρχεία του ιδρύματος[84]. Στο δραστήριο έργο του συγκαταλέγονται και οι ομιλίες, τις οποίες εκφώνησε αυτή την περίοδο στην αποφοίτηση των σπουδαστών Γεωργίου της Košice, Ιωάννη της Vlhavy, και Προκόπιου της Πράγας και των διδακτόρων Zdislav της Zvířetice, Σίμωνα της Jaroměřice και Νικόλαου του Pavlíkov[85].

Στις αρχές του Ιουνίου της ίδιας χρονιάς η σύνοδος της Πίζα ανακάλεσε πάπα και αντίπαπα και εξέλεξε ως νέο τον Αλέξανδρο Ε'. Αυτός έκανε δεκτή την έκκληση των πέντε σπουδαστών της Πράγας για την ανάκληση της απόφασης του αρχιεπισκόπου περί της παράδοσης των έργων του Wyclif. Ο ομιλητής της ομάδας των σπουδαστών, Μάρκος του Hradec, θύμισε στον Αλέξανδρο Ε' την απροθυμία του Zbyněk να τον αναγνωρίσει ως νέο πάπα. Πράγματι, αυτή η αναγνώριση που θα έπρεπε να συνοδεύεται από την υποταγή του στον νέο πάπα καθυστέρησε μέχρι τις 2 Σεπτεμβρίου του 1409 μ.Χ.

Έτσι η κούρια εξέδωσε εντολή να εμφανιστεί ο αρχιεπίσκοπος της Πράγας στην παπική αυλή. Η πρόσκληση έφθασε στην Πράγα στις 8 Δεκεμβρίου του 1409 μ.Χ. Η ικανοποίηση των μελών του εθνικιστικού κινήματος ήταν μεγάλη. Ωστόσο, οι απεσταλμένοι του αρχιεπισκόπου εργαζόταν ήδη για ν' ανατρέψουν την δυσμενή αυτή εξέλιξη. Φυσικά, αυτό περιλάμβανε δωροδοκίες, ψέμματα και συκοφαντίες, ενέργειες οι οποίες τελεσφόρησαν στις 20 Δεκεμβρίου με την έκδοση νέας απόφασης από τον Αλέξανδρο. Βάσει αυτής, τα έργα του Wyclif έπρεπε να κατασχεθούν και όποιος διέδιδε τις κακοδοξίες του να θεωρείται αιρετικός. Επίσης, δεν έπρεπε οι ιδέες του να κηρύσσονται δημόσια ή να διαδίδονται σε ιδιωτικές συζητήσεις. Ενάντια αυτής της απόφασης δεν μπορούσε να ασκηθεί έφεση.

Ο Hus έκρινε ότι η απόφαση εξαγοράστηκε από τον αρχιεπίσκοπο[86]. Το θέμα δεν σταμάτησε εκεί. Πέντε ημέρες αργότερα ο πάπας εξέδωσε νέα απόφαση με την οποία ακύρωσε την πρόσκληση του αρχιεπισκόπου στην Ρώμη. Επιπρόσθετα, τον έθεσε ως εκπρόσωπό του στην Πράγα με την εντολή της εφαρμογής της απόφασης εναντίον των οπαδών του Wyclif στην επαρχία του. Αυτός όφειλε να τους υποχρεώσει να παραδώσουν τα έργα του Wyclif. Να σημειωθεί ότι βάσει της απόφασης δεν δόθηκε εντολή να καούν τα συγκεκριμένα βιβλία[87].

Το διάταγμα έφθασε στην Πράγα στις 9 Μαρτίου του 1410 μ.Χ. O Hus ένιωθε ότι απειλείται η δραστηριότητά του εν γένει και ανέλαβε να μεταπείσει τον πάπα. Θεωρούσε ότι η εσφαλμένη κρίση του τελευταίου προέρχονταν από παραπληροφόρηση. Τον πρόλαβε ο θάνατος του Αλέξανδρου Ε' στις 3 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, οπότε απηύθυνε εκ νέου αίτηση μετά την εκλογή του Ιωάννη ΚΓ' στις 25 Μαΐου.

Από την πλευρά του ο Zbyněk ανέθεσε σε μια εξαμελή επιτροπή να εξετάσει τα έργα του Wyclif. Σύμφωνα με το πόρισμα της επιτροπής και με την προτροπή του διατάγματος του πάπα, ο αρχιεπίσκοπος ανακοίνωσε ότι τα έργα αυτά περιείχαν αιρετικές κακοδοξίες σε σύνοδο στις 16 Ιουνίου. Διέταξε την καύση των βιβλίων, παρά τις διαμαρτυρίες του πανεπιστημίου προς τον βασιλιά. Επανέλαβε την απαγόρευση της διάδοσης των ιδεών του Wyclif μέσω δημόσιων ομιλιών, απειλώντας με αναθεματισμό και μήνυση στις κοσμικές αρχές[88].

Οι ακαδημαϊκοί με την σειρά τους σκλήρυναν την αντίδρασή τους στα μέτρα του αρχιεπισκόπου. Σε συμβούλιο που έλαβε χώρα στις 21 Ιουνίου αποφάσισαν να μην συμμορφωθούν, να μη συμμετέχουν σε ένα τέτοιο έγκλημα, όπως η καύση των βιβλίων[89]. Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Jan Hus υπέβαλε αίτηση στον νέο πάπα κατά της απόφασης του Zbyněk[90]. Την αίτηση διάβασε δημόσια στον ναό της Βηθλεέμ[91].

Στην ίδια ομιλία δικαιολόγησε την πράξη του, η οποία φαινόταν εκ πρώτης όψεως ως ανυπακοή στο θέλημα του Θεού. Ισχυρίστηκε, ότι κανείς δεν όφειλε να κάνει υπακοή στο κακό, ακόμη κι αν αυτό προέρχεται από ανώτερη εκκλησιαστική θέση, διότι έτσι κάνει ανυπακοή στον Θεό, ο οποίος εντέλλεται να κάνουμε το καλό. Με αυτό τον τρόπο, αν και έκανε ανυπακοή στον αρχιεπίσκοπο, ο οποίος του είχε απαγορεύσει να κηρύττει δημόσια, δεν φαινόταν ανυπάκουος στον Θεό σύμφωνα με την Αγία Γραφή, η οποία προτρέπει να υπακούμε στον Θεό παρά στους ανθρώπους[92].

Στο σημείο αυτό φαίνεται και η ρητορική δεινότητα του Jan Hus, καθώς και η ικανότητά του να εμπνέει το ακροατήριο του. Όταν αυτός απευθύνθηκε στο πλήθος, ρωτώντας αν τον υποστηρίζουν στην έκκλησή του προς τον πάπα καθώς και στην απόφασή του να μην σταματήσει τις δημόσιες ομιλίες, έγινε αποδέκτης της ένθερμης στήριξης των ακροατών του. Παρασυρμένος από το ενθουσιώδες κλίμα της αίθουσας, ορκίστηκε να μην υπακούσει στην απαγόρευση του κηρύγματος, έστω και αν αυτό σήμαινε εξορία από την χώρα ή θάνατο στην φυλακή[93].

Ταυτόχρονα έστειλε επιστολή στην Κούρια ζητώντας να τον απαλλάξουν από την προσωπική του παρουσία. Σ' αυτήν ισχυριζόταν ότι ο Zbynek έδρασε ενάντια στα αποφασισθέντα της Συνόδου της Πίζα, υποστηρίζοντας τον καθαιρεθέντα πάπα Γρηγόριο ΧΙΙ. Επίσης, ισχυριζόταν ότι η εκδηλούμενη εχθρότητα του αρχιεπισκόπου εναντίον του ιδίου και του πανεπιστημίου της Πράγας οφειλόταν στην υπακοή τους στο Κολέγιο των καρδιναλίων μέσω της υποταγής τους στον πάπα Αλέξανδρο V, τον οποίο εξέλεξε η σύνοδος της Πίζα[94].

Η απάντηση του Jan Hus στην καταδίκη των έργων του Wyclif ήρθε μέσα από την συγγραφή μιας διατριβής με τίτλο De libris haereticorum legendis[95]. Η κεντρική ιδέα του έργου είναι ότι η στηλίτευση των βιβλίων που περιέχουν αιρετικές ιδέες είναι άδικη. Κύρια υποστηρικτική γραμμή ήταν η ερώτηση του τι θα γινόταν αν με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπιζαν τώρα τα βιβλία του Wyclif είχαν συμπεριφερθεί κάποτε στα έργα του Αριστοτέλη, του Αβερρόη, του Πέτρου Λομβαρδού. Ακόμη και η ίδια η Παλαιά Διαθήκη θα είχε καταδικαστεί σε καύση. Σύμφωνα με τον Hus, θα έπρεπε να επιτρέπεται η κατοχή και ανάγνωση βιβλίων, που είναι γεμάτα όμορφες αλήθειες, ακόμη και αν περιέχουν αιρετικά στοιχεία.

Πάντως, η παρούσα εργασία του δεν είναι γραμμένη με καθαρά θεολογικό περιεχόμενο. Περιέχει πολλά νομικά επιχειρήματα καθώς και αναφορές σε συλλογές νόμων. Είναι προφανές ότι για την συγγραφή της δέχθηκε την βοήθεια του Ιωάννη της Jesenice, ο οποίος ήταν όχι μόνο φίλος του Jan Hus, αλλά και νομικός σύμβουλός αυτού. Την συγκεκριμένη περίοδο η συνεργασία τους θα πρέπει να ήταν στενότερη, καθώς εκκρεμούσε η έκκληση προς τον πάπα κατά της απόφασης του αρχιεπισκόπου[96].

Παρά τις έντονες αντιδράσεις, ο αρχιεπίσκοπος Zbyněk έριξε στην πυρά περί τους διακόσιους τόμους αντιγράφων των έργων του Wyclif. Επακόλουθο αυτής της πράξης ήταν να ξεσπάσουν ταραχές στην Πράγα. Ο αρχιεπίσκοπος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη και να καταφύγει στο κάστρο του στην Roudnice. Δύο ημέρες αργότερα αναθεμάτισε τον Jan Hus και όσους τον βοηθούσαν στην έκκλησή του στον πάπα. Η εξέγερση του πλήθους τερματίστηκε μετά από επέμβαση του Wenceslaus, ο οποίος ανάγκασε τον αρχιεπίσκοπο σε αποζημίωση για την ζημιά που προκλήθηκε με την καύση των βιβλίων.

Ο Hus θεώρησε τον αναθεματισμό άκυρο. Στο πανεπιστήμιο οι σπουδαστές και οι καθηγητές συνέχισαν την διαμαρτυρία, διότι στα βιβλία που κάηκαν περιλαμβάνονταν και φιλοσοφικά έργα του Wyclif, όχι μόνο θεολογικά. Στις 27 Ιουλίου μία επταμελής επιτροπή νομικών με επικεφαλής τον Jan Hus ανέλαβε να απολογηθεί υπέρ των έργων του Wyclif. Ο ίδιος ο Hus συνηγόρησε υπέρ του De Trinitate[97]. Για άλλη μια φορά τόνισε την ανοησία του εξοβελισμού βιβλίων που περιείχαν πολλές σωστές ιδέες[98].

Απολογητικούς εκφώνησαν επίσης οι εξής:
-ο Simon de Tissnov, ο οποίος μάλιστα, είπε ότι η μόνη δικαιολογία του αρχιεπισκόπου για την πράξη του ήταν η αμάθειά του. “Γι' αυτό ας τον λυπηθούμε και ας προσευχηθούμε γι΄ αυτόν[99].
o Iacobus de Miza, ο οποίος υπερασπίστηκε τον Decalogus του Wyclif και είπε ότι βρήκε σε αυτό το έργο “ζωτική αλήθεια και ευαγγελικό δόγμα, το οποίο είναι αναγκαίο για κάθε Χριστιανό να το υπερασπίζεται ακόμη και με τη ζωή του, ενάντια σε αρχές και εξουσίες του σκότους του κόσμου που ξεσηκώθηκαν εναντίον τους”[100].
Ο Procopius de Pilzna υπερασπίστηκε το De Ideis του Wyclif. Αυτός διαβεβαίωσε τους ακροατές του ότι ο Wyclif πρέπει να θεωρείται “doctor evangelicus” όχι μόνο εξαιτίας της παιδείας και των θαυμάσιων ιδεών του, αλλά επίσης και για την ενάρετη ζωή του[101].
Ο Zdislaus de Zwierzeticz υπερασπίστηκε το De Universalibus του Wyclif. Αυτός επιχειρηματολόγησε λέγοντας, ότι αν τα έργα του Wyclif πρέπει να καούν, διότι περιέχουν αιρέσεις, τότε όλος ο κόσμος πρέπει επίσης να καεί, επειδή είναι γεμάτος αιρέσεις, όπως και όλοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι αρνούνται την θεότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού[102].
Ο Ιωάννης του Gyczin με την ομιλία του να σώζεται αποσπασματικά[103].

Στις 28 Αυγούστου 1410 μ.Χ. O Jan Hus καθησύχασε τον λαό της Πράγας με μια δημόσια ομιλία του με τίτλο Vos estis sal terrae (Υμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς – Ματθ. Ε,13). Στην ομιλία αυτή, χρησιμοποιώντας τα λόγια του ίδιου του Wyclif, υπενθύμισε ότι οι ιερείς οφείλουν να είναι το άλας της γης και το φως του κόσμου. Αλλά ο παπικός κλήρος απέτυχε σε αυτήν την αποστολή και προτίμησε να ψεύδεται εναντίον της αλήθειας, προσπάθησε να εμποδίσει το κήρυγμα και κατηγόρησε ψευδώς καθηγητές όπως ο Wyclif, ότι υπέπεσαν σε αίρεση[104].

Για την εξέλιξη της έκκλησης στον πάπα μας πληροφορεί κυρίως ο Jiří Kejř. Αρχικά η υπόθεση εξελίχθηκε υπέρ των θέσεων του Jan Hus. Την εξέτασή της ανέλαβε ο καρδινάλιος Colonna, ο οποίος αποφάνθηκε ότι κακώς κάηκαν τα βιβλία του Wyclif. Θα έπρεπε μερικά μόνο αποσπάσματα από τα βιβλία να στιγματιστούν. Στην συνέχεια, ο πάπας Ιωάννης ΚΓ' εμπιστεύθηκε την έγγραφη διαμαρτυρία του αρχιεπίσκοπου Zbyněk στον ίδιο καρδινάλιο. Μόνο που αυτή συνοδευόταν από γενναιόδωρες χορηγίες, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως “απτά πειστήρια”. Αποδέκτες των χορηγιών ήταν όχι μόνο ο πάπας, αλλά και οι λοιποί καρδινάλιοι μαζί με όσους εμπλέκονταν ενεργά στην υπόθεση.

Τα πειστήρια ανέτρεψαν την αρχική απόφαση υπέρ του αρχιεπισκόπου και κατά του Jan Hus. O Colonna στην δεύτερη απόφαση θεώρησε ότι ο Zbyněk συμμορφώθηκε στην διαταγή του πάπα Αλέξανδρου και κάλεσε τον Hus να παρουσιαστεί ενώπιον της Κούρια. Η νέα ετυμηγορία έφθασε στην Πράγα στις 20 Σεπτεμβρίου. Ο αρχιεπίσκοπος αναθεμάτισε τον Jan Hus τέσσερις ημέρες αργότερα. Ο τελευταίος όφειλε να παρουσιαστεί στο παπικό δικαστήριο το δυνατόν συντομότερα, αλλά ήταν σίγουρο ότι αν το έπραττε, τότε θα καταδικαζόταν. Για τον λόγο αυτό επέλεξε να παραστεί διά του συνηγόρου του Ιωάννη της Jesenice.

Ο Ιωάννης της Jesenice έφθασε στην Ρώμη φέροντας μαζί του επίσης “απτά πειστήρια” ύψους 1000 φιορινιών[105]. Το ποσό αυτό συγκεντρώθηκε από έρανο μεταξύ των υποστηρικτών του Jan Hus. Ο Ιωάννης εργάστηκε ακάματα ώστε να επιτύχει, αν όχι την απαλλαγή από την ενοχή του Jan Hus, τουλάχιστον την απαλλαγή από την φυσική του παρουσία στο δικαστήριο. Καταλυτικής σημασίας ήταν η παρέμβαση του βασιλιά Wenceslaus, ο οποίος έστειλε συστατικές επιστολές υπέρ του Hus στην παπική αυλή[106].

Το δύσκολο σημείο στην υπεράσπιση του Hus δεν αφορούσε την υιοθέτηση των ιδεών του Wyclif. Αυτό ξεπεράστηκε εύκολα καθώς δεν κρινόταν πραγματικά γεγονότα, αλλά ήταν μία διαμάχη σε θεωρητικό επίπεδο. Το δύσκολο σημείο της υπόθεσης ήταν η άρνησή του να παρουσιαστεί ενώπιον του δικαστηρίου propter inimicitias. Έτσι, ο καρδινάλιος Colonna ανακοίνωσε την ετυμηγορία του όταν έληξε η προθεσμία που είχε δοθεί στον κατηγορούμενο για να παραστεί, τον Φεβρουάριο του 1411 μ.Χ. Τον ανακήρυξε ανυπάκουο τέκνο του παπισμού και του επέβαλε αναθεματισμό[107].

Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο του βίου του Jan Hus. Η καταδίκη του από την Κούρια θέτει σε κίνηση τις εξελίξεις που θα οδηγήσουν αργότερα την τροπή της ιστορίας στην καταδίκη του στην Κωνσταντία και την εκτέλεσή του στην πυρά. Δυστυχώς, ούτε ο ίδιος, ούτε οι σύμβουλοι και συνεργάτες του δεν μπόρεσαν να προβλέψουν την άσχημη εξέλιξη την εποχή αυτή. Η καταδίκη αυτή θα είχε σημαντική επίδραση, όχι μόνο στην ζωή του Jan Hus, αλλά και στην μετέπειτα ιστορία της Βοημίας.

Μετά την ανακοίνωση της καταδίκης, ο αρχιεπίσκοπος Zbyněk διέταξε να διαβαστεί ο αναθεματισμός στις εκκλησίες στις 15 Μαρτίου του ίδιου έτους. Ωστόσο, δεν υπήρχε διάθεση να εφαρμοστούν οι συνέπειες του αναθέματος, κυρίως διότι υπήρχαν πολλοί υποστηρικτές του Jan Hus στην Πράγα. Επίσης, το ανάθεμα δεν έγινε δεκτό ούτε από τους Τεύτονες Ιππότες του Ναού του Αγίου Βενέδικτου, επειδή αυτοί σχετίζονταν με τον βασιλιά Wenceslaus[108]. Εξάλλου ο Hus δεν αναθεματίστηκε λόγω αίρεσης, αλλά διότι δεν εμφανίστηκε στο παπικό δικαστήριο.

Ο ίδιος ο Jan Hus δεν δέχθηκε τον αναθεματισμό[109]. Συνέχισε να κηρύττει στον ναό της Βηθλεέμ, όπως και πριν. Στην σκέψη του το κήρυγμα ήταν ύψιστη εντολή του Θεού και αυτοί που τον αναθεμάτισαν ήταν ψευδοποιμένες[110]. Πάνω από τον πάπα, τους καρδινάλιους και τον αρχιεπίσκοπο έβαζε τον λόγο του Θεού και αυτούς τούς θεωρούσε αντιπάλους των λόγων του Χριστού[111].

Την εποχή αυτή έλαβε μια επιστολή συμπαράστασης από τον Richard Wyche, λολλάρδο από το Λονδίνο[112]. Η επιστολή συνοδευόταν από ένα πακέτο με έργα του Wyclif[113]. Ταυτόχρονα ξεκίνησε αλληλογραφία με τον βασιλιά της Πολωνίας Βλαδισλάβο Β' Jagiello (1386-1434 μ.Χ.). Σε επιστολή του τόν συνεχάρη για την νίκη του απέναντι στους Τεύτονες Ιππότες στη μάχη του Grünwald στις 15 Ιουλίου του 1410 μ.Χ. Πρόκειται για μια από τις πιο σκληρές μάχες του Ύστερου Μεσαίωνα, όπου οι 18000 Γερμανοί Ιππότες αποδεκατίστηκαν. Σύμμαχοι του Πολωνού βασιλιά ήταν μεταξύ άλλων και 2.000 μισθοφόροι από την Βοημία. Τα συγχαρητήρια του καθηγητή συνοδεύονταν με τις απαραίτητες εκκλήσεις για ειρήνη[114].

Εμφανώς, το εθνικιστικό κίνημα των Βοημών προσπαθούσε να δημιουργήσει σχέσεις με διεθνείς ισχυρούς παράγοντες. Τα πολιτικά ερείσματα προέκυπταν από τις σχέσεις του κινήματος με τον Βοημό μονάρχη. Ο τελευταίος είχε υποσχεθεί να επιστρέψει την Σιλεσία στον Βλαδισλάβο Β' , αν αυτός τον βοηθούσε να κερδίσει το στέμμα των Ρωμαίων. Η συνεργασία αφενός με τους Άγγλους Λολλάρδους και αφετέρου με τους γείτονες Πολωνούς βοηθούσαν προς αυτή την κατεύθυνση[115].

Για τον Wenceslaus οι σχέσεις του με το εθνικιστικό κίνημα χρησίμευαν ως αντίβαρο στην αντιπαλότητά του με τον αρχιεπίσκοπο Zbyněk. Η καταδίκη του Hus, ως επιτυχία των προσπαθειών του αρχιεπισκόπου, ήταν ενάντια στα συμφέροντα του Wenceslaus και απειλούσαν την θέση του στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, σε καμία των περιπτώσεων δεν έπρεπε να φαίνεται ότι μία αίρεση ξεπήδησε από τα εδάφη της Βοημίας, επί της βασιλείας του. Άρα, πρωταρχικός στόχος του Wenceslaus κατέστη το να πείσει ή αναγκάσει τον αρχιεπίσκοπο να αποσύρει την κατηγορία του εναντίον του Hus ενώπιον της Κούρια. Με αυτόν τον τρόπο η δίκη θα έχανε την ουσία της και θα ηρεμούσαν τα πράγματα στην Πράγα.

Ως μοχλό πίεσης του αρχιεπισκόπου ο βασιλιάς χρησιμοποίησε τις δεδικασμένες αποζημιώσεις για την καύση των βιβλίων. Εξαιτίας της αδυναμίας του πρώτου να τις καταβάλει, ο δεύτερος κατάσχεσε του μισθούς του παπικού κλήρου μαζί με τα έσοδα από τα ενοίκια των ιδρυμάτων που ανήκαν στην αρχιεπισκοπή. Ο αρχιεπίσκοπος αντέδρασε αναθεματίζοντας οποιονδήποτε εκτελούσε την διαταγή του βασιλιά. Ωστόσο, η απειλή του δεν τρόμαξε κανέναν.

Με την προσωπική παρουσία του Wenceslaus δημεύθηκε ο θησαυρός του καθεδρικού ναού του Αγίου Βίτου και μεταφέρθηκε στο Karlštejn. Η αντίδραση του αρχιεπισκόπου ήταν και πάλι σπασμωδική. Επέβαλε απαγόρευση εισόδου στην Πράγα και την γύρω περιοχή σε ακτίνα δύο μιλίων. Για άλλη μια φορά η εντολή του αγνοήθηκε, καθώς ο βασιλιάς απείλησε να απομακρύνει τους κληρικούς από τις θέσεις τους. Ο λαός της Πράγας ξεσηκώθηκε εναντίον του αρχιεπισκόπου και του παπικού κλήρου.

Ο Jan Hus εξέφρασε την άποψή του για την απαγόρευση του αρχιεπισκόπου στην ομιλία του με τίτλο Ait dominus (καὶ εἶπεν ὁ κύριος-Λουκ. 14.23). Σε αυτήν έδωσε δίκιο στην τοποθέτηση του βασιλιά, εφαρμόζοντας τα λεγόμενα του Wyclif. Αντιτέθηκε στο διάταγμα του Zbyněk, στο οποίο άσκησε σκληρή κριτική, ισχυριζόμενος ότι διακόπτει την προσέλευση του κόσμου προς τον Θεό και καταφέρθηκε εναντίον αυτών που το εξήγγειλαν, λέγοντας ότι αψηφούν το θέλημα του Θεού[116].

Ο αρχιεπίσκοπος αναγκάστηκε να υποκύψει, καθώς όσοι τον συμβούλευαν τον εγκατέλειψαν, ο ένας μετά τον άλλο. Βρέθηκε στην ταπεινωτική θέση να τεθεί υπό εποπτεία και να δικαστεί. Την εποπτεία ανέλαβε ο Jan Hus, ως επικεφαλής του εθνικιστικού κινήματος[117]. Τρεις ημέρες αργότερα ο Zbyněk τέθηκε υπό την κρίση του βασιλιά Wenceslaus. Κατά την ετυμηγορία του τελευταίου, όφειλε να υπαναχωρήσει σε όλες τις ενέργειές του εναντίον του κινήματος, καθώς και να δηλώσει στον πάπα ότι δεν υπήρχε αίρεση στην Βοημία. Όφειλε να αποσύρει τα δικά του αναθέματα, να μεσολαβήσει για την άρση των αναθεμάτων του πάπα, και να άρει την απαγόρευση εισόδου στην Πράγα. Και οι δύο πλευρές έπρεπε να αποσύρουν τις μηνύσεις τους. Τέλος, ο αρχιεπίσκοπος όφειλε να μεταβιβάσει κάποιες από τις εξουσίες του στον βασιλιά. Μία εξ αυτών ήταν η δικαιοδοσία να κρίνει κάτι ως αίρεση[118].

Οι σύμβουλοι του βασιλιά ετοίμασαν μία επιστολή, την οποία έπρεπε να υπογράψει ο αρχιεπίσκοπος. Η επιστολή είχε ως αποδέκτη τον πάπα. Σε αυτήν ο Zbyněk δήλωνε ότι είχε συμφιλιωθεί με τον Jan Hus με την διαμεσολάβηση του Wenceslaus. Επίσης, αιτούνταν την άρση του αναθέματος στον Jan Hus, όπως επίσης και την ακύρωση της δίκης. Λόγω του ότι η επιστολή ήταν άκρως ταπεινωτική για τον αρχιεπίσκοπο, τελικώς δεν εστάλη ποτέ[119].

Από την πλευρά του ο Jan Hus έστειλε δύο επιστολές στην Ρώμη με ημερομηνία 1η Σεπτεμβρίου, ως όφειλε. Η μία απευθυνόταν στον πάπα και η δεύτερη στην Κούρια. Σε αυτές ανέφερε την συμφιλίωσή του με τον αρχιεπίσκοπο και αιτούνταν την απαλλαγή του από την προσωπική παρουσία ενώπιον του παπικού δικαστηρίου[120].

Ο Zbyněk δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα. Διέφυγε κρυφά από την Πράγα στις 5 Σεπτεμβρίου. Πέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες λίγο αργότερα στις 28 Σεπτεμβρίου. Έτσι, χάθηκε η ευκαιρία για τον Jan Hus να μπορέσει να αθωωθεί στο παπικό δικαστήριο με την μαρτυρία της συμφιλίωσης από τον αρχιεπίσκοπο. Αντ' αυτής προσκόμισε συστατική επιστολή με την σφραγίδα του πανεπιστημίου, στην οποία μαρτυρείτο η αθωότητά του και η ορθοδοξία του[121].

8.13.4 Η διάλυση του εθνικιστικού κινήματος.

Η προστασία του βασιλιά επέτρεψε στον Hus να συνεχίσει τις δραστηριότητές του το δεύτερο εξάμηνο του 1411 μ.Χ., παρά τον αναθεματισμό του από την Ρώμη. Την περίοδο αυτή συγγράφει έργα απολογητικά προς υπεράσπιση των ιδεών του Wyclif. Τον Σεπτέμβριο του 1411 μ.Χ. Συγγράφει ένα πολεμικό σύγγραμμα κατά του δικηγόρου Stokes από το Cambridge. Αυτός ήταν μέλος μιας αγγλικής αντιπροσωπίας που παραβρίσκονταν εκείνη την εποχή στην Πράγα και είχε πει ότι, όποιος διαβάζει βιβλία του Wyclif, όσο καλόπιστος και να ήταν θα έπεφτε σε αίρεση εν ευθέτω χρόνω.

Ο Jan Hus απάντησε σ' αυτόν με το έργο του Positio contra Anglicum Stokes. Σε αυτό υπερασπίζεται για μια ακόμη φορά τον Wyclif, ενεργώντας ως εκπρόσωπος ολόκληρου του εθνικιστικού κινήματος. Δεν συμφωνούσε ότι ο Wyclif ήταν αιρετικός και τού καταλόγιζε το ελαφρυντικό της αμφιβολίας[122].

Την ίδια εποχή ξεκινά και η εσωκομματική διαμάχη στο εθνικιστικό κίνημα. Ο λόγος ήταν η αντίδραση στις έξωθεν επεμβάσεις στα εσωτερικά του κινήματος. Για παράδειγμα ο Mauritius Rvačka έγραψε μια ανώνυμη επιστολή στον Jan Hus, στην οποία τον κατηγορούσε ότι μέσω της εξαρτημένης σχέσης του με τον βασιλιά επέτρεπε στην κοσμική εξουσία να επεμβαίνει στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Ο Hus απάντησε μέσω του έργου του Contra occultum adversarium. Στην κατηγορία που του προσαπτόταν, ότι είχε διαφθείρει τον θείο νόμο μέσω της σχέσης του με την εξουσία, απάντησε στον κατήγορό του ότι με αυτό το σκεπτικό και ο Χριστός είχε διαφθείρει τον θείο νόμο και δικαίως σταυρώθηκε[123].

Παράλληλα, συνέγραψε το πολεμικό έργο Contra praedicatorem Plznensem, στο οποίο επιχειρηματολογεί κατά της υπεροχής του κλήρου, μια άποψη που προπαγανδίστηκε με το φυλλάδιο Stella clericorum, το οποίο κυκλοφόρησαν κάποιοι ιερείς από το Pilsen. Με την πόλη αυτή διατηρούσε αλληλογραφία ο Hus[124].

Ένα ακόμη πολεμικό έργο της περιόδου αυτής είναι και το Dixit Martha ad Iesum. Σε αυτό συζητά τα θέματα των μνημοσύνων και του Πουργατόριου. Ταυτόχρονα αναφέρεται στην ανηθικότητα των παπικών ιερέων και, μέσω του παραδείγματος αυτών, στην διάδοση των κακών ηθών. Στο έργο αυτό, όμως, δεν ισχυρίστηκε ότι ο αμαρτωλός ιερέας δεν τελεί μυστήρια, όπως κατηγορήθηκε αργότερα[125].

Την περίοδο αυτή συντάσσει και την εξήγηση στα επτά πρώτα κεφάλαια της πρώτης Προς Κορινθίους επιστολής. Σε αυτό το έργο του ασκεί για μια ακόμη φορά κριτική στην ανηθικότητα των παπικών ιερέων και συνάμα στις λαϊκές προλήψεις, όπως η τάση να πιστεύουν σε ψεύτικα θαύματα[126]. Στην εργασία του με τίτλο De quinque officiis sacerdotis αναλύει τα ιερατικά καθήκοντα[127].

Στις αρχές του επόμενου έτους (1412 μ.Χ.) ασχολείται με περισσότερο πρακτικά ζητήματα. Για παράδειγμα στο έργο του De matrimonio ασχολείται με το θέμα του γάμου. Ταυτόχρονα, απαντά σε ερωτήματα, τα οποία του θέτουν άνθρωποι που ζουν εκτός Πράγας και δεν έχουν την δυνατότητα να παρακολουθήσουν τις ομιλίες του. Έτσι, κάποιος υποστηρικτής του από το Olomouc τον ρώτησε, αν θα πρέπει να πιστεύει τον πάπα. Ο Hus απάντησε με το έργο του De tribus dubiis[128]. Το ίδιο θέμα είχε συζητήσει παλαιότερα με την μορφή questio, στο De credere[129].

Η εξέταση του ζητήματος στηριζόταν στην γενική άποψη ότι ο πιστός δεν πρέπει να πιστεύει σε κανένα κτιστό πράγμα, ούτε ακόμη στην εκκλησία ή τον πάπα. Επίσης, ο πιστός δεν πρέπει να πιστεύει ότι ο πάπας είναι αντιπρόσωπος του Χριστού στην γη, παρά μόνο αν αυτός ακολουθεί τον Χριστό. Συνεπώς, δεν πρέπει να πιστεύει κανείς τον πάπα, μόνο τον Θεό. Κατά τον Hus, αν ο πάπας δεν ακολουθεί τον Χριστό, τότε ούτε βικάριός του στην γη είναι, ούτε και ποντίφικας.

Στις αρχές του 1412 μ.Χ. ο Jan Hus προήδρευσε σε μία φιλοσοφική συζήτηση (quodlibet), στην οποία συμμετείχαν 54 διδάκτορες[130]. Βασικό μέλημα του προέδρου μίας τέτοιας συζήτησης ήταν να ενημερώνει γραπτώς όλους τους ομιλητές για το ερώτημα που τούς τιθόταν, τρεις ή τέσσερις ημέρες πριν την έναρξη της συζήτησης. Η άρνηση συμμετοχής στη συζήτηση επέσυρε αυστηρά πρόστιμα. Μετά την εισαγωγική ομιλία του, ο πρόεδρος παραχωρούσε τον λόγο σε κάποιο πτυχιούχο σπουδαστή, για να παρουσιάσει μια απλή ανάλυση στο εισαγωγικό ζήτημα (Quaestio). Στην συνέχεια ο quodlibetarius προσπαθούσε να επιχειρηματολογήσει ενάντια στην ανάλυση του σπουδαστή. Οι διδάκτορες παρουσίαζαν την θέση μετά και κατά σειρά. Δεν ήταν ανάγκη να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα, καθώς σκοπός της συζήτησης ήταν να φανεί η κυρίαρχη δογματική τάση μεταξύ των διδακτόρων, αλλά και οι ικανότητες τους[131].

Κάποιος ανώνυμος ιερέας ρώτησε τον Jan Hus τι να πράξει κάποιος, αν λάβει κλήση να παρουσιαστεί ενώπιον επισκοπικού δικαστηρίου. Ο Hus τον συμβούλευσε από προσωπική εμπειρία, ότι δύο δυνατότητες υπήρχαν. Η μία ήταν μέσω του άρχοντά του ή κάποιου άλλου μεσολαβητή να ζητήσει απαλλαγή από τον επίσκοπο. Η δεύτερη να παραστεί. Αν δεν έκανε κάτι από τα δύο, τότε τον περίμενε αφορισμός και ήταν απίθανο να μείνει στην επαρχία της επισκοπής[132].

Στις 3 Μαρτίου ο Jan Hus έλαβε μία επιστολή από τους μοναχούς του Dolany. Αυτοί τον κατηγορούσαν για αίρεση και ότι είχε αρνηθεί να παραστεί στην Κούρια στη Ρώμη. Τους απάντησε ότι αρχικά ήθελε να πάει να δικαστεί. Τελικά δεν το έπραξε, επειδή κατάλαβε ότι τα ταξίδι αυτό θα κατέληγε στον θάνατό του[133].

Στην Ρώμη η υπόθεση του Jan Hus εξελίχθηκε μετά τον θάνατο του Zbyněk ως εξής: Ο πάπας Ιωάννης ΚΓ πήρε πίσω την υπόθεση από τον προηγούμενο καρδινάλιο και την ανέθεσε σε μία επιτροπή τεσσάρων καρδιναλίων με προεξάρχοντα τον πολυμαθή κανονολόγο καρδινάλιο Zabarella. Αυτός ανέλαβε εξολοκλήρου την υπόθεση ύστερα από συμφωνία με τους υπόλοιπους τρεις. Ενήργησε μεν βάσει νόμου, αλλά δεν κατέληξε στο αβάσιμο του αναθεματισμού.

Παρ' όλα αυτά ήταν πρόθυμος να δεχτεί την απαλλαγή του Hus από την κλήτευση. Ακολούθησε όλα τα βήματα της δικονομίας· έθεσε προθεσμία για την υποβολή των αποδεικτικών στοιχείων κι επειδή οι προτάσεις της υπεράσπισης του Jan Hus είχαν τεκμηριωθεί, τις κατέγραψε στα πρακτικά της δίκης. Φάνηκε, λοιπόν ότι ο Hus θα απαλλασσόταν.

Τότε επενέβη ο πάπας. Διέταξε να δοθεί η δικογραφία σε νέο δικαστή, τον καρδινάλιο de Brancatiis. Αυτή η εξέλιξη ευνόησε τους αντιπάλους του Jan Hus. Ωστόσο, ο νέος δικαστής δεν μπορούσε να παραθεωρήσει την εργασία του Zabarella, ούτε τα συμπεράσματά του. Για τον λόγο αυτό συνέχισε να καθυστερεί την δίκη και, παρά τις ενστάσεις των συνηγόρων, δεν εξέδωσε απόφαση. Στο τέλος, αρνήθηκε να δεχτεί τους συνηγόρους της υπεράσπισης και τους απομάκρυνε, ύστερα από υπόδειξη του πάπα[134].

Το επόμενο βήμα των αντιπάλων του Jan Hus ήταν να εξουδετερώσουν τον αποτελεσματικό συνήγορό του, Ιωάννη της Jesenice. Ο εκπρόσωπος του αρχιεπισκόπου Zbyněk, Μιχαήλ de Causis, συνέχισε τις επιθέσεις εναντίον του Jan Hus ακόμη και μετά τον θάνατο του πελάτη του. Προσέλαβε έναν προπαγανδιστή, τον Dietrich του Nieheim, ο οποίος έφθασε στο σημείο να ζητά την οργάνωση σταυροφορίας για την καταπολέμηση της αίρεσης στην Βοημία.

Μετά την επιτυχή υπεράσπιση του Jan Hus από τον Ιωάννη της Jesenice, ο Μιχαήλ de Causis στόχευσε απευθείας τον δεύτερο. Τον κατηγόρησε ότι διαδίδει την αίρεση του Wyclif και ότι έδιωξε τους Γερμανούς από το πανεπιστήμιο της Πράγας. Αποτέλεσμα ήταν ο Ιωάννης να φυλακιστεί τον Μάρτιο του 1412 μ.Χ. Κατάφερε, βέβαια, να αποδράσει, αλλά δεν μπορούσε να συνεχίσει την υπεράσπιση του Jan Hus στην Κούρια. Επίσης δεν γύρισε στην Πράγα. Κατέφυγε στην Μπολόνια, όπου έλαβε διδακτορικό στην νομική[135].

Την άνοιξη του 1412 μ.Χ. ο πάπας Ιωάννης ΚΓ' εξέδωσε συγχωρητήρια, με τα οποία ήθελε να χρηματοδοτήσει την στρατιωτική εκστρατεία του ενάντια στον Λαδιδλάβο της Νάπολης. Ο τελευταίος υποστήριζε τον αντι-πάπα Γρηγόριο τον ΙΒ'. Το διάταγμα για τα συγχωρητήρια έλαβε χλιαρή υποδοχή σε πολλές χώρες. Ο Wenceslaus επέτρεψε την πώληση των συγχωρητηρίων στο βασίλειό του, επειδή ήθελε να προωθήσει τις πολιτικές του φιλοδοξίες και ίσως να κερδίσει μέρος των χρημάτων. Μάλιστα, παρακίνησε τον βασιλιά της Πολωνίας Βλαδισλάβο να πράξει το ίδιο.

Το διάταγμα του πάπα έφθασε στην Πράγα τον Μάιο του 1412 μ.Χ. Η ανακοίνωση του διατάγματος έγινε δημόσια στις 22 Μαΐου. Οι συνεχείς ομιλίες του Jan Hus κατά της σιμωνίας και της πώλησης των συγχωρητηρίων έφεραν αποτέλεσμα και στην Πράγα ξεκίνησαν αντιδράσεις[136]. Επειδή η υποστήριξη του Wenceslaus δεν είχε ανακοινωθεί, στις αντιδράσεις συμμετείχε και η βασιλική φρουρά με αρχηγό τον Voksa του Valdštejn[137].

Στον αγώνα του κατά των συγχωρητηρίων ο Jan Hus βρήκε σύμμαχο τον Στέφανο του Páleč, ο οποίος ήταν κοσμήτορας της θεολογικής σχολής. Αυτός βρήκε “χειροπιαστές” (manu palpabiles) κακοδοξίες στο διάταγμα του πάπα και απαγόρευσε την ανακοίνωσή του στην ενορία του Kouřim[138]. Όταν ο βασιλιάς εκδήλωσε την επίσημη στήριξή του στην πώληση των συγχωρητηρίων τέθηκε το δίλημμα της υποταγής στη θέληση του βασιλιά ή της συνέχιση της αντίδρασης. Έτσι, δημιουργήθηκε σχίσμα στην πανεπιστημιακή κοινότητα καθώς οι περισσότεροι αποφάσισαν να συμμορφωθούν και να παραμείνουν πιστοί στον βασιλιά. Αντίθετα, οι οπαδοί του Hus αποφάσισαν να συνεχίσουν την αντίδραση.

Εφόσον το πανεπιστήμιο δεν κατέληξε σε ενιαίο μέτωπο κατά των συγχωρητηρίων, ο Hus αποφάσισε να βγει μπροστάρης στον αγώνα εναντίον τους. Οργάνωσε μία δημόσια συζήτηση για τις 17 Ιουνίου του 1412 μ.Χ. Οι διαφωνούντες με τον Hus προσέγγισαν τον νέο αρχιεπίσκοπο Sigismund Albicus του Uničov (παραιτήθηκε το 1413 μ.Χ.). Ταυτόχρονα, ο Στέφανος του Páleč, έχοντας αλλάξει γνώμη, απαγόρευσε στους σπουδαστές της θεολογικής σχολής να παρακολουθήσουν την συζήτηση[139].

Ο Jan Hus ήταν και ο ίδιος σπουδαστής της θεολογικής σχολής. Φυσικά, δεν υπάκουσε στην εντολή του κοσμήτορα. Στην προκαθορισμένη ημερομηνία εκφώνησε έναν εκτενή λόγο εκφράζοντας την έντονη αντίθεσή του στην πώληση συγχωρητηρίων με σκοπό την διενέργεια σταυροφορίας[140]. Για τον Hus απαραίτητη προϋπόθεση για την συγχώρηση είναι η μετάνοια και η εξομολόγηση όχι η αγορά συγχωρητηρίων.

Μετά απ' αυτό, ο κοσμήτορας απαίτησε quaestio από τον Jan Hus. Ο τελευταίος αρνήθηκε να το καταθέσει, αντίθετα, ζήτησε τις θέσεις της θεολογικής σχολής και τους λόγους για τους οποίους υπερασπιζόταν την πώληση των συγχωρητηρίων. Οι ενέργειες του καθηγητή ενόχλησαν τον βασιλιά, ο οποίος κάλεσε τις δύο πλευρές στην αυλή του για να συμφιλιωθούν.

Η συνάντηση έγινε στην πόλη κάτω από το κάστρο Žebrák. Πρώτος ο Στέφανος του Páleč ανέγνωσε το έργο του Gloriosus, το οποίο συνέταξε με την βοήθεια του Στανισλάβου του Znojmo. Σε αυτό κατηγόρησε τον Jan Hus για ανυπακοή στο βασιλιά και για αίρεση. Επίσης, τον επέπληξε επειδή αρνήθηκε να υποβάλει το quaestio στην θεολογική σχολή.

Ο Hus απάντησε ότι ήταν πρόθυμος να το υποβάλει και να το υποστηρίξει ακόμη και υπό την απειλή του δια πυρός θανάτου, αν οι θεολόγοι δέχονταν το ίδιο. Τότε οι θεολόγοι επέλεξαν έναν αντιπρόσωπό τους, αλλά ο Hus δεν το δέχθηκε· απαίτησε την συμμετοχή σύσσωμης της θεολογικής σχολής στην λογομαχία και την ποινή. Αυτό τρόμαξε του συμβούλιο του βασιλιά και αποφασίστηκε ο τερματισμός της συνάντησης[141].

Οι θεολόγοι τότε πρότειναν να παραπεμφθεί το θέμα στον αρχιεπίσκοπο και να επαναληφθεί η καταδίκη των 45 άρθρων του Wyclif. Σε αυτά να προστεθούν ακόμη εννέα εναντίον του Hus, του Jacobellus του Stříbro, και των οπαδών τους. Ο βασιλιάς συμφώνησε σε όλα, αλλά ζήτησε να μην περιληφθούν τα δύο τελευταία άρθρα, καθώς δεν αφορούσαν σε δογματικά ζητήματα. Στις 10 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε συνάντηση στην κατοικία του επισκόπου του Olomouc. Στην συνάντηση παραβρέθηκαν μέλη του βασιλικού συμβουλίου και εκπρόσωποι του δημοτικού συμβουλίου της Πράγας.

Στην συνάντηση αναγνώστηκαν τα καταδικασθέντα άρθρα, τα οποία απαγορεύτηκαν και επίσημα με βασιλική διαταγή[142]. Επίσης, δόθηκε εντολή στο δημοτικό συμβούλιο της Παλαιάς Πόλης να αντιμετωπίσει δραστικά τις εξεγέρσεις και να τιμωρήσει παραδειγματικά όσους παρακινούσαν σε εξέγερση[143].

Την ίδια ημέρα συνέλαβαν τρεις νεαρούς, (Martin, Jan και Stašek) για την συμμετοχή τους στην μεγαλύτερη εκδήλωση διαμαρτυρίας. Αυτοί καταφέρθηκαν με άγριο τρόπο κατά των πωλητών των συγχωρητηρίων και των ισχυρισμών τους ότι ο πάπας είναι ο Θεός επί Γης, ότι μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες και να απαλλάσσει από τιμωρίες και έχει το δικαίωμα να κάνει πολέμους.

Ο Hus αισθάνθηκε προσωπικά υπεύθυνος για τους τρεις νεαρούς, γι' αυτό την επόμενη μέρα πήγε στο δημαρχείο, για να μεσολαβήσει γι' αυτούς. Οι δημοτικοί σύμβουλοι τον διαβεβαίωσαν ότι δεν θα πάθουν τίποτα τα παιδιά και ο Hus έφυγε ικανοποιημένος. Σύντομα οι τρεις νέοι εκτελέστηκαν κι έγιναν οι πρώτοι Ουσίτες πεσόντες[144].


8.13.5 Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ.

Στις κατηγορίες που βάρυναν τον Hus, δηλαδή, ότι υπερασπιζόταν τον Wyclif, ότι αντιτασσόταν στην πώληση των συγχωρητηρίων, ότι ήταν ανυπάκουος στον πάπα και τον βασιλιά, προστέθηκε άλλη μία· ότι διαδίδει τις ιδέες του Wyclif στην Βοημία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Μοραβία[145]. Με την καινούργια κατηγορία, ο πάπας έπαυσε τον καρδινάλιο de Brancatiis από την υπόθεση και την ανέθεσε στον καρδινάλιο Stephaneschi.

O Stephaneschi ασχολήθηκε δραστήρια με τη δίκη. Έκανε δεκτό το αίτημα των εναγόντων και χωρίς να ασχοληθεί καθόλου με την δικογραφία, έβγαλε απόφαση. Επικύρωσε το ανάθεμα στον Hus, επειδή δεν παρουσιάστηκε[146]. Η απόφαση έφτασε στην Πράγα πριν την 18η Οκτωβρίου του 1412μ.Χ. Ως αντίδραση στον τρόπο που διευθυνόταν ο παπισμός, όχι μόνο στην δική του περίπτωση αλλά γενικότερα, ο Hus έγραψε το De sex erroribus, στο τέλος της ίδιας χρονιάς και το ανάρτησε στους τοίχους του ναού της Βηθλεέμ. Σε αυτό το έργο εκφράζει την αντίθεσή του στην εκκοσμίκευση του παπισμού[147].

Σύμφωνα με την απόφαση του καρδινάλιου Stephaneschi, το ανάθεμα επιβαλλόταν και σε οποιονδήποτε βοηθούσε τον Jan Hus καθ' οιονδήποτε τρόπο ή απλώς συναντιόταν με αυτόν[148]. Αν δεν παρουσιαζόταν ενώπιον της κούρια, το ανάθεμα επεκτεινόταν και σε οποιονδήποτε τόπο τον φιλοξενούσε. Με την παρέλευση άλλων δώδεκα ημερών θα επιβαλλόταν απαγόρευση λατρείας στον τόπο που διέμενε και θα ίσχυε έως τρεις ημέρες μετά την αναχώρησή του[149].

Αρχικά ο Hus σκέφτηκε ότι θα μπορέσει να παραμείνει στην Πράγα. Την Κυριακή 30 Οκτωβρίου μια ομάδα Γερμανών εισέβαλε στον ναό της Βηθλεέμ την ώρα που έβγαζε λόγο. Οι Γερμανοί ήταν οπλισμένοι και έκαναν πολλές ζημιές στον ναό. Έγινε, λοιπόν, φανερό ότι ο Hus δεν θα μπορούσε να μένει εκεί, καθώς η πόλη μπήκε στην απαγόρευση της δικαστικής απόφασης[150]. Έτσι, αφού συσκέφθηκε με τους συνεργάτες του, αποφάσισε να φύγει από την πόλη στις 27 Νοεμβρίου του 1412 μ.Χ.[151]

Πριν τις 14 Δεκεμβρίου απηύθυνε έκκληση στην βασιλική αυλή (zemský soud). Σε επιστολή του ανέφερε την πορεία της δικαστικής του υπόθεσης στην Κούρια, καθώς και την άδικη απόφαση, η οποία εκδόθηκε εις βάρος του. Ανέφερε τον αναθεματισμό του και εξέφρασε την ελπίδα ότι η τοπική αριστοκρατία μαζί με τον βασιλιά και την βασίλισσα θα έπρατταν το σωστό ενώπιον του Θεού και για το καλό του τόπου[152]. Αυτή του η πράξη ήταν παραβίαση του κανονικού δικαίου καθώς μετέφερε την διαμάχη από εκκλησιαστικό σε κοσμικό δικαστήριο. Πάντως ο Wenceslaus άδραξε την ευκαιρία να αναμιχθεί σε εκκλησιαστικά ζητήματα.

Η συνεδρίαση στην βασιλική αυλή ξεκίνησε στις 14 Δεκεμβρίου και διήρκεσε μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου. Ο Jan Hus δεν ήταν παρών, αλλά παρίστατο διά του συνηγόρου του Ιωάννη Jesenice, ο οποίος βρισκόταν στην Πράγα την περίοδο αυτή. Τα πρακτικά της συνεδρίασης δεν σώζονται, ωστόσο μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η αυλή αφού συσκέφθηκε έκανε έκκληση στις δύο πλευρές να συμφιλιωθούν και να αποκαταστήσουν τη φήμη του βασιλείου της Βοημίας[153].

Ο Ιωάννης Jesenice παρουσιάστηκε στο πανεπιστήμιο της Πράγας μία ημέρα μετά το τέλος της συνεδρίασης και εκφώνησε ένα δικανικό προς υπεράσπιση του Jan Hus με τίτλο Repetitio pro defensione causae M. Ioannis Hus. Στον λόγο αυτό στιγμάτισε την αδικία και απέδειξε το άκυρο του αναθέματος. Για τον λόγο αυτό ζήτησε από τον προϊστάμενο της μητροπόλεως, Conrad Vechta, ο οποίος ήταν επίσης μέλος του βασιλικού συμβουλίου, να απαλλάξει τον Hus[154].

Ο επίσκοπος Conrad πείστηκε από τον βασιλιά και συγκάλεσε σύνοδο των κληρικών της μητροπόλεώς του στις 3 Ιανουαρίου του 1413 μ.Χ. Στην σύνοδο αυτή απάλλαξε τον Hus από τις συνέπειες του αναθέματος. O Jan Hus επέστρεψε στην Πράγα στις 6 Ιανουαρίου και εκφώνησε λόγο στον ναό της Βηθλεέμ.

Η χαρά της επιστροφής δεν κράτησε πολύ, διότι τελικά ο κλήρος της Πράγας ξεσηκώθηκε εναντίον του. Όταν αυτός έβγαινε να εκφωνήσει κάποια ομιλία, οι κληρικοί αρνούνταν να τελέσουν μυστήρια ή ακολουθίες. Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να τού ζητήσει να εγκαταλείψει την Πράγα, προκειμένου να επανέλθει η ηρεμία στην πόλη και οι διαπραγματεύσεις συμφιλίωσης να έχουν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας[155].

Οι διαπραγματεύσεις έγιναν στην σύνοδο του Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι θεολόγοι που αντιτίθονταν στο εθνικιστικό κόμμα υπέβαλαν ένα κείμενο το Consilio doctorum facultatis theologiae[156]. Σε αυτό ζητούσαν απόλυτη υπακοή στον παπισμό της Ρώμης και δεν δέχονταν κανένα συμβιβασμό με τον Jan Hus και τις αιρέσεις του Wyclif. Από την άλλη, οι οπαδοί του Hus ζητούσαν συμβιβασμό στην βάση της συμφωνίας που είχε επιτευχθεί το 1411 μ.Χ. με τον αρχιεπίσκοπο Zbynek.

Το κείμενο των θεολόγων ερέθισε το ταμπεραμέντο του Hus. Αυτός αρνείτο να δεχθεί την αυθεντία της Ρώμης ως εκκλησιαστικού ιδρύματος. Για τον λόγο αυτό, συνέταξε νέα πολεμικά και απολογητικά κείμενα, όπως το Contra falsa consilia doctorum[157] και Responsio finalis[158]. Πριν τη σύνοδο του Φεβρουαρίου είχε ξεκινήσει την συγγραφή του De ecclesia, το οποίο ολοκλήρωσε αυτή την περίοδο.

Οι δύο πλευρές συμφώνησαν να συναντηθούν στην ενορία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, όπου προΐστατο ο Christian της Prachatice. Στόχος τους ήταν να βρουν έναν κοινά αποδεκτό ορισμό της Εκκλησίας και να τον θέσουν ως βάση για τις επόμενες θεολογικές συζητήσεις τους. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 23 Απριλίου. Την επιτροπή που θα εξέταζε το ζήτημα αποτελούσαν οι Christian de Prachatice, Zdenko de Labun, Sigismund Albicus και Jacob de Dubá. Οι συμμετέχοντες από την πλευρά των θεολόγων ήταν οι Stephen Páleč, Stanislaus de Znojmo (αυτοί οι δύο παλαιοί φίλοι και υποστηρικτές του Hus επέστρεψαν τελείως αλλαγμένοι από την Ρώμη), Peter de Znojmo και Jan Eliae. Τη αντίπαλη πλευρά εκπροσωπούσαν οι Jacobellus de Stříbro, Simon de Tišnov και ο πολύς Jan de Jesenice.

O Jan Hus δεν συμμετείχε ο ίδιος. Παρ' όλα αυτά ενημερωνόταν από τον Christian de Prachatice, ο οποίος απευθυνόταν στον πρώτο όσες φορές χρειαζόταν να τον ρωτήσει για τις απόψεις του απευθείας[159]. Την πρώτη ημέρα της σύσκεψης οι δύο πλευρές συμφώνησαν και αποδέχθηκαν την Ρώμη ως εκκλησία και τον πάπα με τους καρδινάλιους ως κεφαλές αυτής. Επίσης δέχθηκαν ότι όποιος δεν δεχθεί τις αποφάσεις της επιτροπής, είτε θα πληρώσει πρόστιμο 1000 γρόσια, είτε θα εξοριστεί.

Το κείμενο της αμοιβαίας συμφωνίας της πρώτης ημέρας συνέταξε ο Zdenko de Labun, και σε αυτό αποτυπωνόταν η κοινή προθυμία υποταγής στην Αγία Έδρα και τον πάπα. Σε αυτό το κείμενο ο Jan Jesenice προσέθεσε την φράση: “σε όλα όσα οι πιστοί και ευσεβείς Χριστιανοί ζητείται να υπακούσουν”. Ο Zdenko τότε ζήτησε να ανακοινωθεί η συμφωνία στον βασιλιά, τον αρχιεπίσκοπο και τους άρχοντες και να μην προχωρήσουν οι δύο πλευρές σε αλληλοκατηγορίες.

Την δεύτερη ημέρα, οι θεολόγοι εξέφρασαν την αντίθεσή τους στο κείμενο συμφωνίας της προηγουμένης. Προσπάθησαν να το τροποποιήσουν ώστε να εκφέρεται αρνητική θεώρηση της ομάδας του Hus. Ωστόσο, ο Jan Jesenice δεν το επέτρεψε και επέμεινε στην συμφωνία. Οι θεολόγοι αρνήθηκαν να δεχθούν οποιαδήποτε απόφαση δεν έδινε καθοριστική νίκη στο κόμμα τους, αλλά η ισχυρογνωμοσύνη τους αναφέρθηκε στον βασιλιά. Αυτός τούς καθαίρεσε από τις θέσεις τους στο πανεπιστήμιο, αφαίρεσε τα προνόμιά τους και τούς εξόρισε από το βασίλειό του[160]

Μετά από αυτή την εξέλιξη γεννήθηκε η ελπίδα για την επίτευξη συμφωνίας και συμφιλίωσης. Ορίστηκαν νέοι εκπρόσωποι των θεολόγων, για να συμμετέχουν στον επόμενο γύρο συζητήσεων. Η θέση του μονάρχη ήταν πλέον γνωστή και όφειλαν να εργαστούν και να τα καταφέρουν. Αυτήν την φορά αντέδρασε ο Jan Hus, όταν κατάλαβε ότι οι συζητήσεις θα συνεχίζονταν βάσει των προηγούμενων απαιτήσεων. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί με αυτές τις απαιτήσεις και να διαπραγματευτεί την θέση του περαιτέρω.

Την απόφασή του έκανε γνωστή με μία επιστολή προς τον Ιωάννη Καρδινάλιο του Rejnštejn[161], γραμμένη στα τέλη Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου του 1413 μ.Χ. Στην επιστολή γράφει ότι προτιμάει να πληρώσει με την ίδια του την ζωή για τις ιδέες του, παρά να συμβιβαστεί. Επίσης, δηλώνει την αποφασιστικότητά να επιστρέψει στο δημόσιο κήρυγμα, παρά την υπόσχεση που έδωσε στον βασιλιά, ότι θα απέχει. Θεωρούσε την υπόσχεση αυτή εφάμαρτη. Η πεισματική αυτή συμπεριφορά του Jan Hus ανάγκασε τον Wenceslaus να αποσύρει την υποστήριξή στο πρόσωπό του.

Ο σκληρός αναθεματισμός καθώς και η ισχυρή αντίδραση εναντίον του, όπως εκδηλώθηκε μέσα από τις αποτυχημένες προσπάθειες συνδιαλλαγής, οδήγησαν τον Hus στην ριζοσπαστικοποίηση. Η μόνη εναλλακτική που του προσφέρθηκε ήταν η απόλυτη και τυφλή υποταγή στον πάπα και αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ από έναν άνθρωπο με τόσο δυνατό μυαλό, όπως ο Hus. Αν μέχρι τώρα έδειχνε διάθεση να συζητήσει τις ιδέες του, το έκανε διότι θεωρούσε ότι υπήρχε πιθανότητα κάποιος να ακούει. Από την στιγμή που οι θεολόγοι φάνηκαν στενοκέφαλοι, ο Hus έγινε πιο εκκεντρικός και δεν υπήρχε πλέον δυνατότητα επιστροφής[162].

Μετά την διακοπή των συζητήσεων, επέστρεψε στην Πράγα και επιδόθηκε στην προσφιλή του ενασχόληση, δηλαδή στο δημόσιο κήρυγμα. Η κατάσταση δεν ήταν όπως την περίμενε και απογοητεύτηκε από την παθητικότητα των κατοίκων της πόλης. Από την άλλη, η επιθετικότητα των θεολόγων του πανεπιστημίου τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την πόλη και να αναζητήσει καταφύγιο στους αριστοκράτες υποστηρικτές του στην επαρχία.

Πρώτα έμεινε στο Kozí Hrádek και στη συνέχεια στο Sezimovo Ústí. Από τα μέσα του 1414 μ.Χ. μετακόμισε στο κάστρο Krakovec κοντά στο Rakovník. Όπου πήγαινε, κήρυσσε δημόσια, σε πόλεις χωριά, κάστρα, πεδιάδες ακόμη και στα δάση. Ταυτόχρονα, διατήρησε επαφή με την Πράγα μέσω επιστολών και σύντομων επισκέψεων.

Την περίοδο της εξορίας του συνέγραψε πολλά έργα στα τσέχικα. Το πιο σημαντικό από τα έργα του στην καθομιλουμένη ήταν το Έκθεσις Πίστεως ( Výklad viery ), το οποίο ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1412 μ.Χ. Ακολούθησε το Θυγάτηρ ( Dcerka ), στις αρχές του 1413 μ.Χ. Αυτό απευθυνόταν στις ευσεβείς γυναίκες που ζούσαν στην ενορία του ναού της Βηθλεέμ με προεξάρχουσα την θυγατέρα του Tomáš του Štítný. Λίγο αργότερα έγραψε το Πραγματεία περί Σιμωνίας ( Knížky o svatokupectví ), στο οποίο φαίνεται έντονα η επιρροή του De Simonia του Wyclif.

Ένα ακόμη σημαντικό έργο της περιόδου είναι η μετάφραση του Trialogus του Wyclif στην τσέχικη γλώσσα. Το έργο δεν σώζεται σήμερα[163]. Υπό αμφισβήτηση είναι η πατρότητα της Orthographia Bohemica, η οποία οργάνωσε και συνέθεσε παλαιότερες προσπάθειες αποτύπωσης της τσέχικης προφοράς στον γραπτό λόγο. Λόγω της αμφισβήτησης της πατρότητας το έργο αφαιρέθηκε από την υπό σχεδίαση έκδοση των απάντων του[164].

Στις 27 Οκτωβρίου του 1413 μ.Χ. ολοκλήρωσε την πιο εκτεταμένη πραγματεία του στην καθομιλουμένη, την Τσέχικη Κυριακάτικη Ομιλία (Česká nadělní postila [165]), η οποία είναι στην πραγματικότητα μία συλλογή ομιλιών. Λόγω του αυτοβιογραφικού χαρακτήρα αυτών, αρύονται πολλές πληροφορίες για τον βίο του εξ αυτής. Συνάμα, ετοίμασε και ένα κατηχητικό έργο, το Ο πυρήνας της Χριστιανικής Διδασκαλίας (Jádro učení křest'anského), το οποίο ολοκλήρωσε στο Sezimovo Ústí στις 26 Ιουνίου του 1414 μ.Χ. Λίγο αργότερα έγραψε ένα πολεμικό έργο στην καθομιλουμένη το Βίβλος κατά του Ιερέα Αρχιμάγειρα (Knižky proti knězi kuchmistrovi), στο οποίο απαντούσε σε έναν ιερέα που ήταν και μάγειρας στο κάστρο Krakovec, και ο οποίος τον συκοφαντούσε[166].

Για το σημαντικότερο έργο της περιόδου αυτής στα λατινικά, το De ecclesia, πρέπει να δοθούν λίγα στοιχεία. Η συγγραφή του ξεκίνησε λίγο πριν τον Φεβρουάριο του 1413 μ.Χ. και ολοκληρώθηκε στις 8 Ιουνίου του ίδιου έτους. Στα δέκα πρώτα κεφάλαια ασχολείται με το έργο De Romana ecclesia του Stanislaus του Znojmo, όπως και με την πραγματεία De aequivocatione nominis ecclesia του Στέφανου Páleč. To έργο στάθηκε ένας από τους κύριους λόγους της καταδίκης του Hus στην Κωνσταντία.

Ο Γερμανός ακαδημαϊκός Johannes Loserth αποφάνθηκε ότι ο Hus είναι επίγονος του Wyclif ύστερα από την σύγκριση του κειμένου με το αντίστοιχο έργο του Άγγλου φιλόσοφου. Βρήκε, ότι ο Hus ακολουθεί κατά πάντα τον Wyclif , ακόμη και στην αρίθμηση των κεφαλαίων, εκτός από το περιεχόμενο[167]. Έκτοτε, πολλοί ακαδημαϊκοί προσπάθησαν να αμφισβητήσουν την θέση του Loserth και να δείξουν ότι ο Hus έχει δική του εκκλησιολογία[168]. Η πρόσφατη έρευνα προσπαθεί να δείξει ότι ο Hus στηρίζεται στον Άγιο Αυγουστίνο[169].

Η πολεμική του Hus εναντίον των παλαιών συνεργατών του, τους οποίες γνώριζε πολύ καλά μαζί με τις αδυναμίες τους, συνεχίστηκε στα έργα Contra Stephanum Palecz, Contra Stanislaum de Znoyma και Contra octo doctoresa[170]. Ο Στανισλάβος απάντησε με το Alma et venerabilis[171] και ο Στέφανος με τα Contra quiddamistas[172], De ecclesia[173] και Antihus[174].


8.13.6 Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ JAN HUS ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ.

Μετά τον θάνατο του Γερμανού αυτοκράτορα των Ρωμαίων Ρούπερτ, οι εκλέκτορες έδωσαν τον τίτλο σε δύο διαδόχους, στον εξάδελφο του Wenceslaus, Jobst της Μοραβίας, και τον αδελφό του, Σιγισμούνδο της Ουγγαρίας. Ο πρώτος πέθανε το 1411 μ.Χ., οπότε ο τίτλος παρέμεινε στον Σιγισμούνδο. Ο Wenceslaus δεν είχε μέχρι τότε αποδεχθεί την απώλεια του αυτοκρατορικού στέμματος, αλλά ήρθε σε συμφωνία με τον αδελφό του και κράτησε τον τίτλο του βασιλιά της Βοημίας. Ο τίτλος θα περνούσε σε ύστερο χρόνο στον αδελφό του, καθώς ο Wenceslaus ήταν άτεκνος.

Ο Σιγισμούνδος, ως αυτοκράτορας, κάλεσε τον Jan Hus να παραστεί στην Σύνοδο της Κωνσταντίας, θέλοντας να ηρεμήσει την κατάσταση στην Βοημία. Μάλιστα, ανέλαβε προσωπικά την προστασία του. Ο Jan Hus αποδέχθηκε την πρόσκληση, ύστερα από την προσωπική δέσμευση του αυτοκράτορα, ότι θα έχει ελεύθερη διάβαση από την Πράγα στην Κωνσταντία.

Ο Hus προετοίμασε τρεις ομιλίες, για να τις εκφωνήσει ενώπιον της συνόδου σε περίπτωση δημόσιας ακρόασης. Υπέθεσε ότι θα μπορέσει να μιλήσει ενώπιον της συνόδου, ότι θα μπορέσει να παρουσιάσει και να εξηγήσει την διδασκαλία του, ότι θα έρθει σε αντιπαράθεση με τους κατηγόρους του και τελικά ότι θα καταφέρει να πείσει ότι δεν είναι αιρετικός και να αθωωθεί.

Έκανε λάθος. Η εκδίκαση της υπόθεσής του δεν επρόκειτο να ξεκινήσει από την αρχή. Αντίθετα, η σύνοδος της Κωνσταντίας παρέλαβε την δικογραφία στο σημείο του αναθεματισμού του, δηλαδή έλαβε υπόψη της όλη την προηγούμενη διαμάχη με τον αρχιεπίσκοπο Zbyněk, την έκκλησή του στην Ρώμη κατά της απόφασης του αρχιεπισκόπου για το κάψιμο των βιβλίων με τα έργα του Wyclif και αποδέχθηκε την τελική καταδίκη και τον αφορισμό του.

Τίποτα από όσα θα συνέβαιναν δεν πέρασε από το μυαλό του. Μάλλον είχε υπερβολική εμπιστοσύνη στην προστασία του Σιγισμούνδου, αν και υπήρξαν φωνές στην Πράγα, οι οποίες τον προειδοποίησαν, ότι αν ξεκινήσει για την Κωνσταντία δεν πρόκειται να επιστρέψει ποτέ στην Βοημία[175].

Δεν αμέλησε, βέβαια, να κάνει την διαθήκη του[176], αλλά ακόμη και όταν βρισκόταν έγκλειστος στην φυλακή στην Κωνσταντία, έλπιζε ότι θα καταφέρει να υπερασπιστεί τις ιδέες του σε μια ακαδημαϊκή συζήτηση, ενώπιον της συνόδου[177]. Υπάρχει μαρτυρία του σε επιστολή, όπου δείχνει προετοιμασμένος ακόμη και για την ποινή του θανάτου, αλλά πίστευε ότι θα καταφέρει πριν το τέλος να μιλήσει[178]. Ως ιδεαλιστής δεν κατάλαβε ότι ο παπισμός δεν ήταν πρόθυμος να ακούσει.

Ξεκίνησε το ταξίδι για την Κωνσταντία στις 11 Οκτωβρίου του 1414 μ.Χ. μαζί με τους συντρόφους του και τους απαραίτητους οδηγούς. Έφθασε στον προορισμό στις 3 Νοεμβρίου και έμεινε στο σπίτι μίας χήρας, της Fida. Για λίγες μέρες είχε την ελευθερία του. Στις 28 Νοεμβρίου τον παρέσυραν σε συνάντηση με τους καρδινάλιους, όπου συνελήφθη και φυλακίστηκε[179]. Σε αυτή την εξέλιξη είχε οδηγήσει τα πράγματα ο Μιχαήλ de Causis, ο κατήγορός του εκ μέρους της αρχιεπισκοπής της Πράγας στις προηγούμενες δίκες του.

Βοηθός του Μιχαήλ ήταν ο Στέφανος Páleč, ο παλιός φίλος και συνεργάτης του Hus. Αυτός, λοιπόν, όταν τον επισκέφτηκε στην φυλακή του είπε ότι, μετά την γέννηση του Χριστού, δεν υπήρξε μεγαλύτερος αιρετικός από αυτόν παρεκτός ο Wyclif. Η κατηγορία αυτή στεναχώρησε πολύ τον Hus[180]. Όπως αντιλήφθηκε στην φυλακή οι μεγαλύτεροι εχθροί του προερχόταν από την Βοημία, την ίδια του την πατρίδα, και ήταν παλαιοί του φίλοι και συνάδελφοι στο πανεπιστήμιο. Για τον άνθρωπο, ο οποίος εργάστηκε τα μέγιστα για την γέννηση και την ανάπτυξη του εθνικιστικού ιδεώδους, ήταν αντίφαση να τον διώκουν οι Τσέχοι[181]. Αυτή την πικρή αλήθεια τού εκστόμισε και ο ίδιος ο πάπας ΚΓ', όταν παραδέχθηκε ότι η καταδίκη του Hus οφειλόταν στους Τσέχους αντιπάλους του και ότι ο ίδιος (ο πάπας) δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να τον τιμωρήσει σκληρά[182].

Αρχικά, τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στην οικία του ψάλτη του καθεδρικού ναού της Κωνσταντίας. Στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην φυλακή στο μοναστήρι των Δομινικανών έξω από την πόλη και κοντά στην λίμνη, όπου και αρρώστησε σοβαρά. Μέσω δωροδοκίας οι φύλακες του επέτρεψαν να αλληλογραφεί με τον έξω κόσμο και από αυτές τις επιστολές εξάγονται πολλές πληροφορίες για τα γεγονότα που ακολούθησαν. Η κατάσταση της υγείας του βελτιώθηκε με την βοήθεια των ιατρών που του έστειλε ο πάπας Ιωάννης ΚΓ'.

Ακολούθησαν ανακρίσεις κυρίως από τον Στέφανο Páleč και τον Μιχαήλ de Causis. Αυτοί οι άθλιοι σκαρφίστηκαν ψευδείς κατηγορίες εναντίον του και έφτιαξαν μία λίστα με αποσπάσματα από το De ecclesia, για να τις στηρίξουν. Ωστόσο, η επιλογή των αποσπασμάτων ήταν τόσο επιλεκτικά ανακριβής και τα άρθρα τόσο ασύνδετα μεταξύ τους, ώστε η όλη έκθεση απορρίφθηκε από την ανακριτική επιτροπή[183].

Ο αυτοκράτορας Σιγισμούνδος έφτασε στην Κωνσταντία στις 25 Δεκεμβρίου του 1414 μ.Χ. Τότε έμαθε ότι ο Jan Hus βρισκόταν στην φυλακή και εξοργίστηκε. Ξεκίνησε να ενεργεί, ώστε να ελευθερώσει τον κρατούμενο[184]. Του ανακοινώθηκε, όμως, ότι δεν πρέπει να παρενοχλεί την διαδικασία επίλυσης των μεγαλύτερων προβλημάτων και διαφορών, ειδικά το πρόβλημα με τους τρεις πάπες. Η υπόθεση του Hus ήταν ήσσονος σημασίας (minora[185]).

Από την άλλη, η ισχυρή αριστοκρατία της Βοημίας παραπονέθηκε στον αυτοκράτορα, ότι ο John Hus πήγε στην Κωνσταντία για να καθαρίσει το όνομά του και την χώρα από την υποψία της αίρεσης. Αντ' αυτού φυλακίστηκε πριν η υπόθεσή του ακουστεί ή προσδιοριστεί (causa indicta et incognita), αντίθετα από ό,τι του είχε υποσχεθεί ο ίδιος. Ο Σιγισμούνδος απείλησε ότι θα φύγει από την Κωνσταντία και θα παρατήσει την σύνοδο, αφαιρώντας της έτσι κάθε κύρος.

Οι καρδινάλιοι απάντησαν στον βασιλιά, ότι ο Hus ήταν ύποπτος για αίρεση και η αίρεση ήταν ένα αξιόποινο έγκλημα, ότι ο αιρετικός που διαδίδει την αίρεση είναι ο χειρότερος εγκληματίας και ότι σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο απαγορεύεται να τηρούνται οι συμφωνίες με τους αιρετικούς. Συνεπώς, η υποσχόμενη προστασία του αυτοκράτορα στον Jan Hus ήταν ultra vires[186]. Ο αυτοκράτορας δεν είχε δικαιοδοσία σε πνευματικά θέματα και δεν μπορούσε να προσφέρει καταφύγιο σε αιρετικό[187].

Όταν, τελικά, ξεκίνησε να ασχολείται η σύνοδος με την υπόθεση του Hus, φάνηκε ότι η προστασία του αυτοκράτορα δεν ήταν δεδομένη. Ο Hus διαμαρτυρήθηκε έντονα, επειδή δεν του δινόταν η ευκαιρία να δει τον αυτοκράτορα[188]. Στην συνέχεια αντέδρασε με το να κατηγορήσει τον Σιγισμούνδο, ότι χρησιμοποίησε την χορηγηθείσα προστασία ως δόλωμα, ώστε να τον παρασύρει να έρθει στη σύνοδο[189]. Οι Βοημοί δεν τον συγχώρησαν για την αθέτηση της υπόσχεσης που έδωσε. Η σύγχρονη έρευνα του θέματος τον απαλλάσσει, διότι θεωρεί ότι η προστασία του ίσχυε στα εδάφη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των Γερμανών. Δεν κάλυπτε τον Hus κατά την δίκη του στην σύνοδο[190].

Η κατάσταση ήταν άκρως ανησυχητική για τον Hus, περισσότερο από ότι ήταν στην Ρώμη. Ο λόγος είναι ότι στην Ρώμη καταδικάστηκε διότι δεν εμφανίστηκε. Στην Κωνσταντία, όμως, δικαζόταν για αίρεση. Επίσης, σε όσα τού καταμαρτυρούσαν πριν, πλέον υπήρχαν δικά του έργα, περισσότερο ριζοσπαστικά· έργα, τα οποία είχε γράψει μετά τον αφορισμό του και ήταν καθαρά πολεμικά, με εκκλησιολογία που δεν μπορούσε να γίνει δεκτή από καμία παπική σύνοδο.

Μετά την φυγή του πάπα Ιωάννη ΚΓ' από την Κωνσταντία, η σύνοδος στράφηκε στην περίπτωση του Hus. Τον μετέφεραν σε έναν πύργο του κάστρου Gottlieben, τρία μίλια μακριά από την πόλη στις όχθες του Ρήνου, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν ακόμη χειρότερες. Εκεί τον επιτηρούσαν Γερμανοί φύλακες και αυτοί ήταν σκληρότεροι από τους προηγούμενους Ιταλούς του πάπα. Στην νέα φυλακή αρρώστησε σοβαρά[191]. Οι συνεχείς πιέσεις εκ μέρους των Βοημών και Πολωνών αρχόντων, οι οποίοι παρακολουθούσαν την διαδικασία, ανάγκασαν τον Σιγισμούνδο να επιτρέψει τρεις ακροάσεις στην εν λόγω δίκη, πρακτική που δεν προβλεπόταν στις δίκες των αιρετικών[192].

Αρχικά, η σύνοδος καταδίκασε τον John Wyclif στις 4 Μαΐου του 1415 μ.Χ., μαζί με τις διδασκαλίες και τα έργα του[193]. Η συνέχεια ήταν εύκολη για την σύνοδο αναφορικά με την περίπτωση του Jan Hus, διότι ο τελευταίος θεωρήθηκε οπαδός του Wyclif[194]. Τού επιτράπηκε να παρουσιαστεί στην σύνοδο στις 5, 7 και 8 Ιουνίου του 1415 μ.Χ. Στις ακροάσεις αυτές δεν του επιτράπηκε να εκφέρει του λόγους, τους οποίους είχε ετοιμάσει. Αντίθετα, ακολουθήθηκε η διαδικασία των ερωταποκρίσεων, με την σύνοδο να ερωτά και τον Hus να απαντά στις κατηγορίες που του αποδίδονταν.

Ο ίδιος αρνήθηκε τις κατηγορίες που τον βάρυναν και ισχυρίστηκε ότι αυτές στηριζόταν σε αναξιόπιστες μαρτυρίες των εχθρών του[195]. Επίσης, διαμαρτυρήθηκε για τις κατηγορίες, οι οποίες αφορούσαν τα 45 καταδικασμένα άρθρα του Wyclif. Ο Hus απαρνήθηκε τα άρθρα αυτά και εξήγησε τις διαφορές με τα δικά του εκκλησιολογικά άρθρα[196], διαφορές οι οποίες εντοπίστηκαν όντως και οδήγησαν σε αποδοχή της απολογίας του και απαλοιφή των κατηγοριών για κάποια από τα άρθρα αυτά. [197]

Ωστόσο, η ειλικρίνειά του τον εξέθεσε ανεπανόρθωτα. Κάποια στιγμή επανέλαβε τον προσφιλή του ισχυρισμό, ότι ένας πάπας ή ένας επίσκοπος ή ένας ιερέας, ο οποίος έχει πέσει σε αμαρτία, δεν είναι πάπας, επίσκοπος, ιερέας, ενώπιον του Θεού. Δυστυχώς, στην παραπάνω σειρά προσέθεσε και τον βασιλιά. Ο ανακριτής καρδινάλιος d' Aily άρπαξε την ευκαιρία και ζήτησε από τον Σιγισμούνδο να μπει στην αίθουσα. Όταν αυτός εισήλθε, ο d' Aily ζήτησε από τον Hus να επαναλάβει τον ισχυρισμό του. Όταν το έπραξε, ο Σιγισμούνδος απάντησε ότι κανείς δεν είναι αναμάρτητος και ο d' Aily δήλωσε παρεμβαίνοντας, ότι ο Hus δεν ζητούσε να υπονομεύσει μόνο την εκκλησιαστική εξουσία. Υπονόμευε ταυτόχρονα και την κοσμική εξουσία[198].

Οι ισχυρισμοί του Hus ήταν έκφραση του ορισμού που αυτός έδινε στην πραγματική εκκλησία. Γι' αυτόν εκκλησία ήταν το σύνολο των προορισμένων για σωτηρία με κεφαλή τον Χριστό, ακριβώς όπως και για τον Wyclif. Με βάση την δική του θεώρηση οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι δεν ήταν απαραίτητα και μέλη της[199]. Η άγνοια του ποιος είναι προορισμένος για σωτηρία και ποιος όχι θέτει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα του παπικού καθιδρύματος, όπως και τους εκπροσώπους του, καθώς αυτοί πιθανόν να μην συγκαταριθμούνται στους προορισμένους, συνεπώς ούτε καν στην εκκλησία[200].

Με τέτοιου είδους εκκλησιολογία δεν είναι περίεργο το ότι όλοι στην σύνοδο στράφηκαν εναντίον του. Αν και δεν αμφισβήτησε ποτέ την αναγκαιότητα της εκκλησίας, ούτε επιθυμούσε την διάλυσή της, και μόνο η ιδέα της μεταρρύθμισης ήταν αρκετή για να ενοχλήσει τους συνοδικούς σε βαθμό εχθρότητας. Έτσι, δεν του δόθηκε ποτέ η δυνατότητα να αναλύσει την διδασκαλία του. Μετά τις 8 Ιουνίου οι συνοδικοί και ο αυτοκράτορας Σιγισμούνδος είχαν πειστεί για το πείσμα και την ενοχή του Hus. Η τιμωρία του ήταν πλέον σίγουρη[201].

Ακόμη και ο ίδιος ο Hus κατάλαβε ότι η πορεία του ήταν προδιαγεγραμμένη. Άρχισε, λοιπόν, να στέλνει επιστολές στους φίλους και υποστηρικτές του και να τους αποχαιρετάει. Είχε, βέβαια, μια αμυδρή ελπίδα, ότι η κατάσταση θα μπορούσε να αντιστραφεί[202]. Πράγματι, αυτό θα μπορούσε να γίνει, διότι στην δίκη αυτή υπήρχε μία πολιτική διάσταση, την οποία ο αυτοκράτορας Σιγισμούνδος, μέλλοντας βασιλιάς της Βοημίας, δεν αμελούσε. Η εκτέλεση του Hus θα δημιουργούσε αντιδράσεις σε μια επαρχεία, η οποία αργότερα θα προσθετόταν στην αυτοκρατορία του.

Για τον λόγο αυτό τού προσφέρθηκε η δυνατότητα της μετάνοιας και πλήρους αποκήρυξης των όσων πρέσβευε. Μάλιστα, οι αυλικοί γραμματείς εργαζόταν πυρετωδώς να διορθώσουν τα καταδικαστέα κεφάλαια της διδασκαλίας του. Ο Hus θα μπορούσε να σώσει την ζωή του με την αποκήρυξη των αιρετικών άρθρων του, αλλά αν το έπραττε θα παραδεχόταν εμμέσως ότι είναι αιρετικές διδασκαλίες.

Αν δεχόταν την συμφωνία, θα αναγνώριζε εμμέσως την αρμοδιότητα του δικαστηρίου και της συνόδου, κάτι που βάρυνε την συνείδηση και την ηθική του. Πίστευε, ότι αν το κάνει, θα γλίτωνε μεν την φυσική πυρά, αλλά θα καιγόταν αιωνίως στην γέεννα του πυρός, επειδή αθέτησε την Αλήθεια που είναι ο Χριστός[203]. Τις προσπάθειες που έκαναν οι συνοδικοί, ακόμη και ο ίδιος ο Σιγισμούνδος για να τον πείσουν να μετανοήσει, τις θεωρούσε ως ενέργειες του πειρασμού[204]. Έτσι, ενημέρωσε μέσω επιστολής τους οπαδούς του, ότι δεν πρόκειται να μετανοήσει[205].

Σύμφωνα με τον Jiří Kejř, τρεις είναι οι λόγοι, για του οποίους ο Hus δεν μετανόησε: α) πρώτον, διότι είχε μία εσωτερική πεποίθηση και βεβαιότητα ότι έπραττε το σωστό, το σύμφωνο με τον θείο νόμο. Επίσης, δεν πίστευε ότι η διδασκαλία του έβλαπτε την εκκλησία του Χριστού[206], β) δεύτερον, το προσωπικό ενδιαφέρον του να ενδυναμώσει το κίνημα των οπαδών του στην Βοημία, το οποίο θα έχανε το θεωρητικό μανιφέστο του αν ο Hus μετανοούσε και ανακαλούσε τις διδαχές του, γ) τρίτον, διότι θεωρούσε καθήκον που του ενέπνεε η αφοσίωση των οπαδών του, να μην τους απογοητεύσει[207].

Στις 6 Ιουλίου του 1415 μ.Χ. απέρριψε την τελευταία προσφορά που του έγινε, οπότε ανακοινώθηκε η ετυμηγορία της ενοχής του. Παραδόθηκε στις κοσμικές αρχές για την ποινή που δεν ήταν άλλη από τον διά πυρός θάνατο.

8.13.6 Η απόπειρα αποκατάστασης του Hus.

Η μεταγενέστερη παράδοση του αποδίδει δύο παροιμιώδεις φράσεις, χωρίς να έχουν ειπωθεί από αυτόν.

Η πρώτη φέρεται να ειπώθηκε την στιγμή της εκτέλεσης. Αναφέρεται από τον Μαρτίνο Λούθηρο, στην εισάγωγή του στις επιστολές του Hus, που ο ίδιος εξέδωσε το 1587 μ.Χ. Εκεί, λοιπόν, λέει ότι, όταν ο Hus είδε ένα γραΐδιο να μεταφέρει ξυλαράκια στην στοίβα, αναφώνησε: “Ο sancta simplicitas”. Ο ίδιος ο Λούθηρος θεωρεί ότι ο Hus χρησιμοποίησε μια φράση του αγίου Ιερωνύμου[208]. Η φράση πάντως αποδίδεται στον Ιερώνυμο της Πράγας[209].

Η δεύτερη γράφτηκε επίσης από τον Λούθηρο, στον επίλογο Σχολίου του στην υποτιθέμενη αυτοκρατορική έδικτο[210] και έχει ως εξής:

“ Ο άγιος[211] Jan Hus προφήτευσε περί εμού, όταν έγραφε από την φυλακή του στην Βοημία: 'θα ψήσουν μία χήνα[212] τώρα[213], αλλά σε εκατό χρόνια[214] θα ακούσουν έναν κύκνο να τραγουδά, και αυτόν θα πρέπει να τον υπομείνουν'. Και έτσι θα γίνει, αν το θέλει ο Θεός”.

Αν και τίποτα από αυτά αυτά δεν αντιστοιχούσε στην αλήθεια, η προπαγάνδα που ξεκίνησε από την αφιέρωση λαϊκών τραγουδιών στον όνομα του Hus στην Βοημία αμέσως μετά τον θάνατό του[215], και την συγγραφή θεατρικών έργων από τα πρώτα χρόνια της Μεταρρύθμισης, όπως αυτό του Johannes Agricola με τίτλο Tragedia Johannis Hus, το 1537 μ.Χ., θα φτάσει στον Paul de Voogt, τον Βέλγο Βενεδικτίνο, ο οποίος μελέτησε τα έργα του Hus στην Πράγα και κατέληξε, ακολουθώντας το οικουμενιστικό πνεύμα της Β' Βατικάνειας Συνόδου, ότι ο Hus δικαιώθηκε de facto αν όχι de jure. Μάλιστα, ο καθηγητής Stefan Swiezawski, Πολωνός ιστορικός, μέλος της επιτροπής Justitia et Pax της Β' Βατικανής, και προσωπικός φίλος του Karol Wojtyla, εξέλαβε τον Jan Hus ως πρωτεργάτη της συνόδου[216]. Στις 21 Απριλίου 1990 ο πάπας Ιωάννης Παύλος σε ομιλία του στο κάστρο της Πράγας αναφέρθηκε στον Jan Hus, λέγοντας τα εξής:

“Θυμάμαι, κατά την διάρκεια της Β' Βατικανής, ο Καρδινάλιος Beran, ο Τσέχος Αρχιεπίσκοπος, υπερασπίστηκε τις βασικές αρχές της θρησκευτικής ελευθερίας και ανοχής. Μίλησε με μεγάλη θλίψη για την μοίρα του Jan Hus, του Τσέχου ιερέα ο οποίος στεναχωρήθηκε από τις τεράστιες καταχρήσεις οι οποίες γινόταν ανεξέλεγκτα στις ημέρες του και αρκετά αργότερα. Θυμάμαι καλά ότι ο Αρχιεπίσκοπος της Πράγας μίλησε γι' αυτόν τον ιερέα, ο οποίος έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην θρησκευτική και πολιτιστική ιστορία του τσέχικου έθνους. Εξαρτάται πλέον από τους ακαδημαϊκούς, πάνω από όλα, από τους Τσέχους θεολόγους να προσδιορίσουν ακριβέστερα την θέση του Jan Hus ανάμεσα στους άλλους μεταρρυθμιστές της Εκκλησίας και ανάμεσα στους άλλους μεταρρυθμιστές, όπως ο Tomáš of Štítný και ο Jan Milíč of Kroměříž. Πέρα από τις θεολογικές ιδέες τις οποίες υπερασπίστηκε, είναι αδύνατον να αρνηθεί κανείς την προσωπική ακεραιότητα του Jan Hus και τις γνωστές του προσπάθειες σχετικά με την ηθική ανύψωση και μόρφωση του έθνους του[217]”.

Η δήλωση αυτή του πάπα έδωσε το έναυσμα για την προσπάθεια αποκατάστασης της φήμης του Jan Hus στον παπισμό. Η πρόθεση δεν ήταν ειλικρινής, καθώς ο ίδιος δεν προχώρησε ποτέ σε κάποια ρηξικέλευθη δήλωση υπέρ του τελευταίου, ούτε ξανάνοιξε την υπόθεση του για δικαστική επανεξέταση. Ο στόχος ήταν η εξομάλυνση των σχέσεων με την ουσιτική αδελφότητα. Επρόκειτο για ένα πείραμα οικουμενιστικού χαρακτήρα με στόχο, αν όχι την ενσωμάτωση της αδελφότητας αυτής στον παπισμό, τουλάχιστον την διευκόλυνση της λειτουργίας του παπικού καθιδρύματος στην Τσεχία[218].

Για τον σκοπό αυτό δημιουργήθηκε μία εικοσιεξαμελής επιτροπή τον Ιούνιο του 1993 μ. Χ. από τον παπικό Αρχιεπίσκοπο της Πράγας Miloslav Vlk[219], με τον στόχο που έθεσε ο Ιωάννης Παύλος ΙΙ στην ομιλία του. Πρώτη σημαντική εκδήλωση της επιτροπής ήταν ένα συμπόσιο στο Bayreuth της Γερμανίας την ίδια χρονιά. Προεδρεύοντες ήταν ο καρδινάλιος Edward Cassidy, υπεύθυνος για την προώθηση της χριστιανικής ενότητας στο Βατικανό, και ο Johannes Hanselmann, επίσκοπος της Λουθηρανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας στην Γερμανία. Τα πρακτικά των εκδηλώσεων του συμποσίου έχουν εκδοθεί[220].

Ύστερα από επτά χρόνια εργασίας της επιτροπής τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν σε συμπόσιο, το οποίο έλαβε χώρα στο παπικό Πανεπιστήμιο του Λατεράνου στην Ρώμη, τον Δεκέμβριο του 1999. Ο στόχος του συμποσίου δεν ήταν να γίνουν υποδείξεις στον πάπα Ιωάννη -Παύλο ΙΙ, κατά την δήλωση του František Holeček, γραμματέα της επιτροπής. Εδώ τώρα βρίσκεται η παγίδα· στις 17 Δεκεμβρίου του 1999 μ.Χ. ο πάπας Ιωάννης-Παύλος ΙΙ απευθύνθηκε στους συνέδρους. Παρών ήταν και ο πρόεδρος της Τσεχίας, Václav Havel, γι' αυτό και ο πάπας μίλησε λίγα λεπτά στα τσέχικα. Ο David R. Holeton έγραψε ότι στην ομιλία αυτή ο πάπας αναγνώρισε τον Jan Hus, ως μεταρρυθμιστή της Εκκλησίας[221]. Μια τέτοια δήλωση θα σήμαινε ότι ο πάπας απάλλαξε τον Hus από την καταδίκη της αίρεσης. Αλλά η δήλωση αυτή δεν έγινε ποτέ και δεν υπάρχει καταχωρημένη στο εκδοθέν κείμενο της ομιλίας[222]. Ούτε και στο βίντεο της ομιλίας που υπάρχει αρχειοθετημένο στο Vatican Television Center φαίνεται ο πάπας να λέει κάτι τέτοιο[223].

Ο πάπας Ιωάννης-Παύλος δεν θα μπορούσε να παραδεχτεί και να ομολογήσει ποτέ κάτι τέτοιο, ούτε και κάποιος άλλος πάπας για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι μια τέτοια παραδοχή θα απάλλασσε τον Jan Hus από την κατηγορία της αίρεσης. Αυτό το είχε αναλάβει ο Paul de Vooght και παρά τις καλές προθέσεις του δεν το κατάφερε, διότι ο Jan Hus ήταν αιρετικός. Ακόμη και ο τίτλος της εργασίας του Η Αίρεση του Jan Hus, κάνει μία δήλωση, δεν θέτει ερώτημα. Ο de Vooght βρήκε ότι οι ιδέες του Jan Hus ήταν ετερόδοξες και κάποιες ήταν αιρετικές[224]. Η εργασία αυτή του de Vooght δεν μπορεί να θεωρηθεί απλά ως έκφραση του παπισμού του, διότι στην διαδικασία της εξέτασης των ιδεών του Hus, απέρριψε πολλά δεδομένα, όπως αυτό τις ιδεολογικής συνέχειας μεταξύ Wyclif και Hus. Αφού, λοιπόν, ο de Vooght βρήκε πολλές από τις θεολογικές απόψεις του Hus κανονικές, σε αντίθεση με ότι υποστηριζόταν μέχρι τότε, εστίασε την ρίζα της αίρεσης του Hus στο 1413 μ.Χ., όταν ο τελευταίος υιοθέτησε τον ορισμό του Wyclif για την εκκλησία, ως κοινωνία των προορισμένων για σωτηρία[225]. Αυτή η αντίληψη του Hus για την εκκλησία αναπτύχθηκε στο ομώνυμο έργο του και ήταν αιρετική σε σύγκριση με την παπική εκκλησιολογία, ακόμη και αν δανειζόταν την ορολογία του αγίου Αυγουστίνου. Στο ερώτημα, λοιπόν, αν ο Hus ήταν αιρετικός, ο de Vooght απάντησε καταφατικά[226].

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η απαλλαγή του Hus θα σήμαινε ότι η σύνοδος της Κωνσταντίας έπεσε σε δικαστική πλάνη. Αυτό ανέλαβε να το διαλευκάνει ο κανονολόγος Jiři Kejř, ο οποίος μετά από πολύχρονη και κοπιαστική έρευνα στα πρακτικά της συνόδου και άλλες ιστορικές πηγές, κατέληξε στην άποψη, ότι η απαλλαγή του Hus ήταν αδύνατη και αργότερα δημοσίευσε τις απόψεις του[227]. Όπως δήλωσε, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αναπαραστήσει όλη την νομική διαδικασία εναντίον του Hus, κάτι απαραίτητο για την επαναξιολόγηση της υπόθεσης. Το πώς διεξήχθησαν οι ανακρίσεις στην φυλακή, ποια ήταν τα αποτελέσματά τους, ποια αρχεία κρατήθηκαν πέραν του Relatio του Πέτρου της Mladoňovice και των διάσπαρτων στοιχείων στην αλληλογραφία του Jan Hus, όλα αυτά θα έπρεπε να είναι διαθέσιμα και να αξιολογηθούν, για να καταστεί δυνατή η ακριβής διερεύνηση της ενδεχόμενης δικαστικής πλάνης και να ακυρωθεί η δικαστική απόφαση. Τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ανεπαρκή για μια τέτοια διαδικασία[228].

Το οικουμενιστικό πείραμα απέτυχε! Ο πάπας δεν ήταν διατεθειμένος να ακυρώσει τις αποφάσεις μίας συνόδου που για τους παπικούς θεωρείται οικουμενική, ούτε να κάνει εκπτώσεις στην δογματική του παπισμού, όσο και αν πιεζόταν από το οικουμενιστικό πνεύμα. Αυτό το γεγονός θα πρέπει να διδάξει και τους ασχολούμενους με τις οικουμενιστικές συζητήσεις. Η υπόθεση του Jan Hus δεν θεωρείται ήσσονος σημασίας στην Δύση. Ωστόσο, η εκτέλεση του αιρετικού διδασκάλου είναι συγκεκριμένη. Από την άλλη οι Δυτικοί έχουν αμαρτήσει πολλάκις στις σχέσεις τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ποια διάθεση συνδιαλλαγής υπάρχει σ' αυτήν την περίπτωση; Οι γενικόλογες συγνώμες δεν είναι αρκετές και το συγκεκριμένο παράδειγμα δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων. Άρα, όσο και αν ποθούν πάπες και πατριάρχες την ένωση και όσο και αν πιέζουν γι' αυτήν οι συγκεκριμένοι οικουμενιστικοί κύκλοι, η αδιαλλαξία του πάπα αφήνει ελπίδα στον γράφοντα, ότι πέραν των κακών θεατρικών παραστάσεων δεν θα επιτευχθεί κάτι ουσιαστικότερο. Αυτό το δίδαγμα βγαίνει από την μελέτη της ιστορίας του Hus.
__________________________

1 Από την ευρεία βιβλιογραφία για την ζωή και το έργο του Jan Hus αναφέρουμε ενδεικτικά τα κάτωθι έργα:
Αγγλόφωνα έργα
- Matthew Spinka, John Hus. A Biography, Princeton 1968,
- του ιδίου, John Hys' Concept of the Church, Princeton 1966,
- Robert R. Betts, “John Hus,” in Essays in Czech History, London, 1969, 176–194, (ο οποίος ετοίμαζε εκτενή μονογραφία για τον βίο του Jan Hus, αλλά απώλεσε όλο το υλικό του σε βομβαρδισμό κατά την διάρκεια του Β' Π.Π.)
- Thomas Fudge, Jan Hus: Religious Reform and Social Revolution in Bohemia, London 2010, (πρόκειται για την πιο πρόσφατη μονογραφία πάνω στο θέμα)
- του ιδίου, The Memory and Motivation of Jan Hus, Medieval Priest and Martyr, Turnhout 2013
- του ιδίου, The Trial of Jan Hus: Medieval Heresy and Criminal Procedure, New York, 2013

στην γαλλόφωνη βιβλιογραφία
- Paul De Vooght, L' Hérésie de Jean Huss, Louvain 1960,
- του ιδίου, L' Hérésie de Jean Huss, I-II, Louvain 1975, (πρόκειται για επαυξημένη έκδοση του προηγούμενου έργου)
- Amedeo Molnár, Jean Hus. Temoin de la vérité, Saint-Germain-en-Laye Paris 1978,

στην γερμανόφωνη βιβλιογραφία
- Franz Machilek, Ergebnisse und Aufgaben monderner Hus-Forschung. Zu einer neuen Biographie des Johannes Hus, in Zeitschrieft für Ostforschung 22 (1973), ss. 302-330,
- František M. Bartoš, Die Hussitische Revolution III, Hannover 2002,
- Ernst Werner, Jan Hus. Welt und Umwelt eines Prager Frühreformators, Weimar, 1991
- Peter Hilsch, Johannes Hus. Prediger Gottes und Ketzer, Regensburg, 1999

στην ιταλόφωνη βιβλιογραφία
- Amedeo Molnár, Jan Hus. Testimone della verità, Torino, 1973
- του ιδίου, Jean Hus. Témoin de la vérité, Saint-Germain- en-Laye, 1978

στην τσέχικη βιβλιογραφία
- Václav Flajšhans, Mistr Jan řečený Hus z Husince, Prague 1904 (εκλαϊκευμένο έργο, το οποίο αντικαταστάθηκε από το επόμενο του ιδίου)
- του ιδίου, M. Jan Hus, Prague 1915
- Jan Sedlák, M. Jan Hus, Prague 1915 (το οποίο εξετάζει τα γεγονότα με την οπτική των παπικών)
-Václav Novotný, M.Jan Hus I: Život a dílo 1-2, Prague 1919-1921 (δίτομη μονογραφία που θεωρείται από τις καθοριστικές μέχρι σήμερα, αν και η έρευνα για την ζωή και το έργο του Jan Hus έχει προχωρήσει αρκετά έκτοτε)
- Vlastimil Kybal, M.Jan Hus II: Učení 1-3 (πρόκειται για την συνέχεια του προηγούμενου έργου, όπου καλύπτει την διδασκαλία του Jan Hus σε τρεις τόμους)
-František M. Bartoš, Co víme o Husovi nového, Prague 1946, (το οποίο συνοψίζει τα νέα δεδομένα της έρευνας μέχρι την εποχή της συγγραφής του, όπως μαρτυρεί και ο τίτλος του)
- František M. Bartoš & Pavel Spunar, Soupis pramenů k literární ćinnosti M.Jana Husa a M. Jeronýma Pražského, Prague 1965 (επόμενη ενημέρωση μέχρι το 1965).
- του ιδίου, Husitská revoluce IV, Prague 1996,
- Jiři Kejř, Jan Hus zná a neznámý, Prague 2009,
- iří Kejř, Die Causa Johannes Hus und das Prozessrecht der Kirche, Regensburg, 2005 (δίνει έμφαση στην δίκη του Jan Hus στην Κωνσταντία).

Το Corpus με τα έργα του Jan Hus είναι το Magistri Iohannis Hus Opera Omnia [=M I H O συντομογραφία στις υποσημειώσεις] και οι τόμοι που το αποτελούν είναι οι εξής:
I: Mistr Jan Hus, Výklady [Expositions], ed. Jiří Daňhelka [anon.] (Prague, 1975).

II: Mistr Jan Hus, Česká nedělní postila. Vyloženie svatých čtení nedělních [Exposition on holy Sunday pericopes], ed. Jiří Daňhelka (Prague, 1992).

III: Mistr Jan Hus, Česká sváteční kázání [The Czech Holyday Sermons], ed. Jiří Daňhelka (Prague, 1995).

IV: Mistr Jan Hus, Drobné spisy české [Small Czech Works], ed. Jiří Daňhelka [anon.] (Prague, 1985).

VII: Magistri Iohannis Hus, Sermones de tempore, qui Collecta dicuntur, ed. Anežka Schmidtová (Prague, 1959).

VIII: Magistri Iohannis Hus, Passio Domini nostri Iesu Cristi, ed. Anežka VidmanováSchmidtová (Prague, 1973).

IX: Magistri Iohannis Hus, Leccionarium bipartitum. Pars hiemalis, ed. Anežka Vidmanová-Schmidtová (Prague, 1988).

XIII: Magistri Iohannis Hus, Postilla adumbrata, ed. Bohumil Ryba [anon.] (Prague, 1975).

XXII: Magistri Iohannis Hus, Polemica, ed. Jaroslav Eršil (Prague, 1966).

Η έκδοση των έργων του στο Corpus Christianorum είναι η Magistri Iohannis Hus Opera omnia sub auspiciis Academiae Scientorum Rei Publicae Bohemorum vulgata. In Corpus Christianorum Continuatio Mediaevalis [=CCCM συντομογραφία στις υποσημειώσεις] και οι τόμοι που το αποτελούν είναι οι εξής:

XVII: Magistri Iohannis Hus, Enarratio psalmorum (Ps. 109–118), ed. Jana Nechutová et alii, cccm 253 (Turnhout 2013).

XIXa: Magistri Iohannis Hus, Quaestiones, ed. Jiří Kejř, cccm 205 (Turnhout, 2004).

XX: Magistri Iohannis Hus, Quodlibet, ed. Bohumil Ryba (Prague, 1948). New Edition, cccm 211 (Turnhout, 2006).

XXII: Magistri Iohannis Hus, Polemica, ed. Jaroslav Eršil, cccm 238 (Turnhout, 2010).

XXVIa–b: Magistri Iohannis Hus, Dicta De tempore Magistro Iohanni Hus attributa, ed. Jana Zachová, cccm 239, 239 A (Turnhout, 2011)

2 Πρόκειται για συμπέρασμα της νεότερης έρευνας, καθώς σε παλαιότερες βιογραφίες ο τόπος γέννησης του Jan Hus αγνοούνταν, όπως και η ημερομηνία γέννησής του. Μια δεύτερη θεωρία τοποθετεί τον τόπο γέννησης στο χωριό Husinec, πλησίον της πόλης Klecany λίγα χιλιόμετρα απόσταση από την Πράγα.

3 F. Palacký, ed., Documenta mag. Joannis Hus: vitam, doctrinam, causam in Constantiensi concilio actam et controversias de religione in Bohemia, annis 1403–1418 motas illustrantia(Prague, 1869), 165

4 Mistr Jan Hus, “Výklad menší na páteř,” in Výklady, ed. J. Daňhelka, miho I (Prague, 1975) 392:35: “a matka má učila mě řiekati: Amen, tak bóh daj. [... και η μητέρα μου με δίδαξε να λέω, Αμήν, μακάρι ο Θεός να τα φέρει έτσι.]”

5 V. Novotný, ed., “Život, to jest šlechetné obcování ctného svatého kněze, Mistra Jana Husi, kaza-tele českého,” in Fontes rerum Bohemicarum VIII (Prague, 1932), 377 . Η πηγή είναι μεταγενέστερη του τέλους του ΙΣΤ' αιώνα.
Αντίθετα, γίνεται δεκτή εν μέρει από τον Matthew Spinka, ως εξής: “Μια παράδοση, που καταγράφεται από έναν Ουσσίτη ιερέα, τον Γεώργιο Ερημίτη, πάνω από έναν αιώνα αργότερα – αλλά η οποία θα μπορούσε να κυκλοφορεί πολύ νωρίτερα – εξιστορεί ότι η μητέρα του Jan, συνοδεύοντας τον γιο της στο σχολείο της Prachtice, κουβαλούσε ένα καρβέλι ψωμί, ως δώρο για τον διευθυντή του σχολείου. Γονάτισε επτά φορές καθ' οδόν για να προσευχηθεί γι' αυτόν. Αν και οι λεπτομέρειες ακούγονται αγιογραφικές, η παράδοση παρέχει επιβεβαίωση στην υπόθεση ότι ο Hus έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην Prachatice, και ότι κύριος παράγοντας στο καθοριστικό βήμα που έγινε, ήταν η αποφασιστικότητα της μητέρας του να δει τον γιο της να γίνεται ιερέας”, Matthew Spinka, John Hus. A Biography, Princeton 1968, p.24. Για την παράδοση από τον Γεώργιο Ερημίτη, βλ. F.M. Bartoš, Jiří, Život, to jest šlechetné obcováni ciného svatého kněze, Mistra Jana Husi, kazatele českého, Praha 1947.

6 Eva Doležalová, Svӗcenci pražské diecése 1395-1416, Prague 2010, όπου υπάρχει έκδοση του Liber ordinatorum cleri.

7 V. Novotný, ed., Mistra Jana Husi korespondence a dokumenty (Prague, 1920), Ep. no. 132, p. 278. Η αλληλογραφία του Jan Hus έχει εκδοθεί από τον Matthew Spinka στο The Letters of Jan Hus, Manchester 1973.

8 Το ότι γνώριζε τα γερμανικά είναι γνωστό, από το εξής γεγονός· κατά την μετάβασή στον τόπο της εκτέλεσής του απευθύνθηκε στο πλήθος που τον συνόδευε και τους μίλησε στα γερμανικά. Ulirch von Richental, Chronicle, εν Louise R. Loomis (trans), The Cuncil of Constance; the Unifcation of the Church, ed. John H. Mundy- Kennerly M. Woody, New York Columbia University Press 1961, p. 134.

9 Ota Pavliček, The Chronology of the Life and Work of Jan Hus, στο συλλογικό František Šmahel (ed), A Companion to Jan Hus, στην σειρά Brill's Companions to the Christian Tradition, vol 54 (2015), p.12.

10 Mistr Jan Hus, “Knížky o svatokupectví,” in Drobné spisy české, ed. J. Daňhelka, miho IV (Prague, 1985), Chap. 6 F, p. 228:156–159. Στην ομιλία του Περί Σιμωνίας, ομολογεί τα εξής: “Όταν ήμουν νεαρός σπουδαστής, ομολογώ ότι μου είχε περάσει από το νου μια πονηρή επιθυμία, διότι είχα σκεφτεί να γίνω γρήγορα ιερέας με σκοπό να εξασφαλίσω μια καλή βιοτή και να ντύνομαι όμορφα και να με έχουν σε υπόληψη οι άνθρωποι” μετάφραση Matthew Spinka, Advocates of Reform, Philadelphia, The Wetmnister Press 1953, στην σειρά Library of the Christian Classics XIV, p. 239.

11 Mistr Jan Hus, “Výklad modlitby páně,” miho I, Chap. 77, 321:147–149.

12 ο. π. miho I, Chap. 83, 346–347:54–57

13 František M. Bartoš, “Hus jako student a profesor Karlovy university,” Acta Universitatis Carolinae – Philosophica et Historica 2 (1958): 11n7.

14 Η μία πηγή αναφέρει ότι ήταν τρόφιμος στην φοιτητική εστία που ανήγειρε ο βασιλιάς Wenceslas (. Jan Stejskal, Podivuhodný příběh Jana Jeronýma (Prague, 2004), 87–88),
Η δεύτερη πηγή αναφέρει ότι έμενε στο Carolinum (František M. Bartoš, “Hus jako student a profesor Karlovy university,” Acta Universitatis Carolinae – Philosophica et Historica 2 (1958), pp. 11-12.

15 František M. Bartoš, “Hus jako student a profesor Karlovy university,” Acta Universitatis Carolinae – Philosophica et Historica 2 (1958), p.12 n.9.

16 Ο Bartoš θεωρεί ότι ήταν τρόφιμος, αλλά στην πραγματικότητα της τότε εποχής ήταν υπηρέτης στους κοιτώνες του πανεπιστημίου. Για τις υπηρεσίες του αυτές ο σπουδαστής λάμβανε δωρεάν χρήση κοιτώνα και όλα του τα γεύματα. Οι υπηρέτες κρατούσαν τα δωμάτια των καθηγητών καθαρά και σε τάξη. Επίσης, ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και στην κουζίνα. Στο Carolinum υπήρχαν ευρύχωρα δωμάτια για δώδεκα καθηγητές και ανάλογος αριθμός δωματίων για τους υπηρέτες αυτών. Matthew Spinka, John Hus. A Biography, Princeton 1968, p. 34.

17 “zelator patriae ferventissimus”, n M. Jan Hus, Univerzitní promluvy, ed. A. Schmidtová (Prague, 1958) η αναφορά στην ομιλία με τίτλο Confirmate corda vestra is on pp. 119–130 και η αναφορά στους Βοημούς θεολόγους στις σελίδες 125-6.

18 Jan Sedlák, “Učil Hus remanenci?,” Studie a texty k náboženským dějinám českým I (1914): 450–506. Το κείμενο της ομιλίας στις σελίδες 482-491.

19 Jiří Stočes, Pražské univerzitní národy do roku 1409 (Prague, 2010),
Martin Nodl, Dekret kutnohorský (Prague, 2010).

20 B. Ryba, ed., Promoční promluvy mistrů artistické fakulty, 41–49.

21 Monumenta historica universitatis Carolo-Ferdinandeae Pragensis (mupr) I/1 (Prague, 1830), 309.

22 Mistr Jan Hus, Česká nedělní postila, ed. J. Daňhelka, miho II (Prague, 1992), 421:78–81

23 Mistr Jan Hus, “Výklad delší na desatero přikázanie,” in Výklady, miho I, Chap. 40, p. 180:190–193.

24 Mistra Jana Husi korespondence, No. 86, p. 205.

25 Mistra Jana Husi korespondence, No. 86, pp. 204–205; cf. Spinka, John Hus: A Biography, 43.

26 J. Emler, ed., ‟Chronicon universitatis Pragensis,” in Fontes rerum Bohemicarum V (Prague, 1893), 568.

27 Iohannes Hus, “Defensio libri de Trinitate,” in Polemica, ed. J. Eršil, cccm 238 (Turnhout, 2010), 26.

28 John Wycliff, De universalibus, ed. I. Müller – John Wyclif, On Universals, volume 2, trans. A. Kenny with an introduction by P. V. Spade, Oxford Clarendon Press 1985, Chap. 3, p. 82: 268–272: “Ego autem statui mihi ipsi pro regula, quod quotienscumque videro rationem praevalidam, declino ab opinione priori, non obstante fama vel affectione virorum quos sequerer, considerans quod ex infirmitate naturae longe plus habeo ignorantiae quam certitudinis”.

29 O Jan Hus βοήθησε τουλάχιστον 12 πτυχιούχους και 11 μεταπτυχιακούς φοιτητές να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Ο αριθμός αυτός ενδέχεται να είναι μεγαλύτερος. František M. Bartoš, “Hus jako student a profesor Karlovy university,” Acta Universitatis Carolinae – Philosophica et Historica 2 (1958), p.15-26.

30 Βλ. Index of Works of Jan Hus στο František Šmahel, A Companion to Jan Hus, p. 424. Για το Summa Naturalium βλ. František M. Bartoš and Pavel Spunar, Soupis pramenů k literární činnosti M. Jana Husa a M. Jeronýma Pražského, Prague 1965, pp. 66-67.

31 Για τους Βοημούς πραγματιστές βλ. Vilém Herold, Pražská univerzita a Wyclif , Prague 1985 και František Šmahel, Život a dílo Jeronýma Pražského: Zpráva o výzkumu , Prague 2010, pp. 161–207.

32 Stanislaus von Znaim ή de Znoyma (λατινικά) ή Stanislav ze Znojma (τσέχικα) γεννήθηκε το 1360 στο Znaim και πέθανε το 1414 μ.Χ. στο Neuhaus. Υπήρξε πρύτανης το πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα από το 1404/5 μ.Χ. και καθηγητής του Jan Hus. Θεωρείται ο κύριος υπεύθυνος για την εισήγηση της φιλοσοφίας του Wyclif στο Πανεπιστήμιο της Πράγας και κυρίως της υιοθέτησης της από τους Βοημούς για εθνικιστικούς λόγους. Βλ. Stanislav Sousedík, “Stanislav von Znaim (†1414). Eine Lebenskizze”, εν Medievalia Philosophica Polonorum 17 (1973): 37–56. Για την σχέση του Jan Hus με τον Stanislaus βλ. Stephen Páleč, Antihus, εν J.V. Polc and S. Přibyl, eds., Miscellanea husitica Ioannis Sedlák, Prague 1996, pp.373 και 435. Επίσης, Jan Sedlák, “Pálčův Antihus”, εν Miscellanea, 180–207. και Zénon Kaluza, “La création des universaux selon Jan Hus” εν Septuaginta Paulo Spunar oblata, ed. J. Kroupa, Prague 2000, pp.367–375

33 František Šmahel, Hus und Wyclif: Opinio media de universalibus in re, εν Die Prager Universität, 515–525, στο οποίο συνοψίζεται όλη η προηγούμενη βιβλιογραφία στο θέμα της συμφωνίας Hus και Wyclif.

34 František Šmahel, “Einleitung”, εν Hieronymus de Praga, Quaestiones, polemica, epistulae, ed. F. Šmahel and G. Silagi, Turnhout 2010, XIII.

35 Για το έργο του Jan Hus ως ιεροκήρυκα βλ. Pavel Soukup, Jan Hus as a Preacher, στο συλλογικό František Šmahel (ed), A Companion to Jan Hus, pp. 96-129.

36 Vilém Herold,The Spiritual Background of the Czech Reformation: Precursors of Jan Hus. Στο συλλογικό František Šmahel (ed), A Companion to Jan Hus, pp. 69-95.

37 Mistr Jan Hus, Česká nedělní postila, miho II, 366:214–218

38 Mistra Jana Husi korespondence, 70, 171.

39 Anežka Vidmanová, Hus als Prediger, εν Communio viatorum 19 (1976): 66

40 Mistra Jana Husi korespondence, No. 63, p. 17

41 Historia et Monumenta Johannis Hus et Hieronymi Pragensis II (Nuremberg, 1558), ff. 105r–228v.

42 Historia et Monumenta II, ff. 229r–339v.

43 W. Flajšhans, ed., Mag. Joannis Hus Super IV Sententiarum, hoo 2/I-IV (Prague, 1904– 1906).

44 Για την συγκεκριμένη διαμάχη στο πανεπιστήμιο της Πράγας Stanislav Sousedík, Učeni o eucharistii v dile M. Jana Husa (Prague, 1998), 15–17.

45 Documenta mag. Joannis Hus, 178–179.

46 Η ανακοίνωση του γραμματέα των πρακτικών είναι καταχωρημένη στο Documenta mag. Joannis Hus, 327–331; Η δημόσια συζήτηση ανασκευάστηκε από τον Sedlák, M. Jan Hus, 93–94; Επίσης στο Novotný, M. Jan Hus I/1, 109–111, και Šmahel, Die Hussitische Revolution II, 794–797.

47 Jan Sedlák, M. Jan Hus,

48 Η εμπιστοσύνη του αρχιεπισκόπου στον Jan Hus αναφέρεται στο Mistra Jana Husi korespondence, No. 11, p. 29.

49 M. Jan Hus, Univerzitni promluvy, 99–113.

50 F. Escher and H. Kühne, eds., Die Wilsnackfahrt. Ein Wallfahrts- und Kommunikationszentrum Nord- und Mitteleuropas im Spatmittelalter (Frankfurt am Main, 2006), και Carolyn W. Bynum, Wonderful Blood. Theology and Practice in Late Medieval Northern Germany and Beyond , Philadelphia, 2007, 25-47.

51 Pražske synody, p. 274; cf. Zdeňka Hledíková, “Ještě k počátkům blanické pověsti,” in Svět česke středověke cirkve, ed. Z. Hledíková (Prague, 2010), 303–310.

52 Mag. Joannis Hus, De sanguine Christi, ed. W. Flajšhans, Spisy M. Jana Husi 3, Opera Omnia 1/III (Prague, 1904).

53 Martin Nodl, “Veřejné versus soukromé. Odpřísahnutí hereze v pražském univerzitním prostředí,” in Ritualy, ceremonie a festivity ve středni Evropě 14. a 15. stoleti, ed. M. Nodl and F. Šmahel (Prague, 2009), 402–411.

54 Sedlák, M. Jan Hus, 125–127 and Šmahel, Die Hussitische Revolution II, 814–815

55 Documenta mag. Joannis Hus, 340–341; cf. Jiří Kejř, Die Causa Johannes Hus, 30.

56 Šmahel, Die Hussitische Revolution II, 818.

57 Mistra Jana Husi korespondence, No. 11, pp. 28–30

58 Šmahel, Die Hussitische Revolution II, 820

59 Jiří Kejř, Die Causa Johannes Hus und das Prozessrecht der Kirche , Regensburg, 2005, ss. 17-18.

60 Η παραδοχή του γεγονότος από τον Ιερώνυμο στο Hermann von der Hardt, ed., Magnum oecumenicum Constantiense concilium IV (Frankfurt and Leipzig, 1699), 758. Για τις αλλαγές στο συμβούλιο Jaroslav Mezník, Praha před husitskou revoluci, Prague 1990, 158–160.

61 Mistra Jana Husi korespondence, No. 12, pp. 30–41

62 Historia et Monumenta I, ff. 149r–153v. Για το περιεχόμενο του έργου Novotný, M. Jan Hus I/1, 252–263

63 Šmahel, Hussitische Revolution II, 824.

64 Mistra Jana Husi korespondence, No. 14, pp. 44–52

65 Το έργο του Στέφανου του Dolany στο B. Pez, ed., ‟Medulla tritici seu Antiwikleffus,” in Thesauri anecdotorum novissimi 2/IV (Augsbourg, 1723), 150–359. Μετάφραση στο Novotný, M. Jan Hus I/1, 267–269.

66 Mistra Jana Husi korespondence, No. 32, p. 101 & Kejř, Die Causa Johannes Hus, 19–20.

67 J.V. Polc- Z. Hledíková, eds., Pražske synody a koncily předhusitske doby, Prague, 2002, pp. 287-288. Επίσης, Martin Nodl, Dekret kutnohorsky, Prague 2010, 190-198.

68 Petrus de Mladoniowicz, ‟Relatio de Magistro Johanne Hus,” in Fontes rerum Bohemicarum VIII, ed. V. Novotný (Prague, 1932), 78.

69 J. Kejř, ed., Magistri Iohannis Hus Quaestiones, CCCM 205, Turnhout, 2004, 33–49.

70 Hieronymus de Praga, Quaestiones, polemica, epistulae, ed. F. Šmahel and G. Silagi, Turnhout 2010, XIII, pp. 199–222.

71 Λέγοντας “Γερμανοί” εννοούμε τα τρία ξένα έθνη του πανεπιστημίου, δηλαδή τους Βαυαρούς, Σάξονες και Πολωνούς.

72 Λέγοντας έθνος εννοείται ομάδα εθνών. Στο Πανεπιστήμιο είχαν οργανωθεί τέσσερις ομάδες εθνών· οι Σάξονες, οι Βαυαροί, οι Πολωνοί και οι Τσέχοι. Στους Σάξονες συγκαταλεγόταν οι προερχόμενοι από την Β. Γερμανία, την Σκανδιναβία και την Φινλανδία. Στους Βαυαρούς συγκαταλεγόταν οι προερχόμενοι από Ν. Γερμανία, Αυστρία, Τυρόλο, Ελβετία, την κοιλάδα του Ρήνου και τις Κάτω Χώρες. Οι Πολωνοί περιελάμβαναν όσους καταγόταν από Πολωνία, Πρωσσία, Λιθουανία, Σιλεσία, Λουσατία και Θουριγκία. Στους Τσέχους ανήκαν οι Βοημοί, Μοραβοί, Σλοβάκοι, Ούγγροι, Κροάτες, Τρανσυλβανοί και οι Ισπανοί. Στις ομάδες ανήκαν καθηγητές και σπουδαστές. Εφαρμόστηκε το μοντέλο που ίσχυε και στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου το προσωπικό χωριζόταν στα τέσσερα έθνη των Γάλλων, των Πικάρδων, των Νορμανδών και των Άγγλων.

73 Martin Nodl and František Šmahel, Kuttenberger Dekret nach 600 Jahren. Eine Bilanz der bisherigen Forschung, εν Acta Universitatis Carolinae – Historia Universitatis Carolinae Pragensis 49/2 (2009): 19–54.

74 Ο Κάρολος Δ' είχε δώσει τρεις ψήφους στα ξένα έθνη και μόνο μία στους Τσέχους, διότι ήθελε να προσελκύσει προσωπικό από όλη την Ευρώπη και έτσι να αυξήσει την αίγλη του ιδρύματός του. Τότε, κύριος ανταγωνιστής ήταν Πανεπιστήμιο της Βιέννης, το οποίο είχε ιδρύσει ο γαμπρός του το 1365 μ.Χ. Το 1381 μ.Χ. οι Γερμανοί οπαδοί του πάπα Ουρβάνου VI εγκατέλειψαν το Παρίσι, εξαιτίας της αναγνώρισης που έλαβε ο πάπας την Αβινιόν Κλήμης VII από τον Φράγκο μονάρχη. Πάντως την εποχή αυτοί ιδρύθηκαν πανεπιστήμια στην Χαιδελβέργη, την Ερφούρτη και την Κολονία, ενώ και στην Πολωνία ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο της Κρακοβίας. Το γερμανικό στοιχείο μειωνόταν συνεχώς στην Πράγα, ωστόσο διατηρούσαν την αναλογία 3 προς 1 στις ψήφους.

75 Documenta mag. Joannis Hus, 181 & Mag. Joannis Hus Super IV Sententiarum, 519.

76 Documenta mag. Joannis Hus, 183–184.

77 Mag. Joannis Hus Super IV Sententiarum, 482–483. Επίσης František Šmahel, “Le mouvement des étudiants a Prague dans les années 1408–1412,” Historica 14 (1967), p. 43.

78 Jan Sedlák, “Prameny Husovy Lektury na III. knihu Sentencí,” Studie a texty k naboženskym dějinam českym I (1914): 436–449.
Του ιδίου, “K pramenům Husovy Lektury na Sentence,” Studie a texty k naboženskym dějinam českym II (1914–1915): 125–131, cf. 531–536
Novotný, M. Jan Hus I/1, 194–205, 351–363;
František M. Bartoš, “Nad největším dílem Husovým,” Sbornik historicky 4 (1956): 43–55.
Του ιδίου, Hus’ Commentary,” 145–157;
De Vooght, L’Heresie I,2 60–65, 134;
Matthew Spinka, John Hus’ Concept of the Church, 64–78.
Jiří Kejř, Kdo je “Parisiensis” ve spisech Husových, εν Studie o rukopisech 18 (1979): 3–27,

79 Mag. Joannis Hus Super IV Sententiarum, 495 & 621.

80 Pražske synody, 289.

81 Documenta mag. Joannis Hus, 402

82 Mistra Jana Husi korespondence, No. 4, p. 5.

83 M. Jan Hus, Univerzitni promluvy, ed. A. Schmidtová, Prague, 1958, pp. 125-126.

84 František M. Bartoš, “Dvě rektorské řeči Husovy,” Jihočesky sbornik historicky 10 (1937): 1–15

85 MUPR I/1, 405–407, 409.

86 Mistr Jan Hus, Česka nedělni postila, miho II, 165:188, 320:39–40

87 Documenta mag. Joannis Hus, 374–376; Επίσης, Die Causa Johannes Hus, 32–33.

88 Pražske synody, 291–299. Επίσης Die Causa Johannes Hus, 34–35

89 Πέντε ημέρες μετά την έκδοση του διατάγματος του αρχιεπισκόπου η ακαδημαϊκή κοινότητα αποφάσισε να μην συμμορφωθεί με την εντολή του, στη βάσει της μη αρμοδιότητας του τελευταίου σε θέματα διδασκαλίας και βιβλίων επί του πανεπιστημίου. Η αρμοδιότητα ανήκε στις κοσμικές, όχι στις εκκλησιαστικές αρχές. Το πανεπιστήμιο έκανε έκκληση στον βασιλιά και αυτός έπεισε τον αρχιεπίσκοπο να καθυστερήσει την εκτέλεση της απόφασής του μέχρι να έρθει στην Πράγα ο μαρκήσιος Jost της Μοραβίας, ο οποίος είχε ακαδημαϊκή μόρφωση και φήμη και θα μπορούσε να ελέγξει τα βιβλία. Ο Jan Hus είχε στείλει στον πρίγκιπα ένα χειρόγραφο του Trialogus του Wyclif. David S. Schaff, John Huss, his Life, Teachings and Death, after Five Hundred Years, New York 1915, pp. 88-89.

90 Mistra Jana Husi korespondence, No. 17, pp. 56–69

91 Στην ομιλία του Σαββάτου εκείνης της εβδομάδος αναφέρθηκε στην πραπληροφόρηση που έγινε στον πάπα Αλέξανδρο Vαπό τον αρχιεπίσκοπο. Αυτός είχε αναγκαστεί να πιστέψει ότι οι Βοημοί υιοθέτησαν ιδέες του Wyclif, αντίθετες με την πίστη. O Hus δόξασε τον Θεό, διότι ο ίδιος δεν βρήκε ούτε έναν αιρετικό στην Βοημία. Τότε το ακροατήριο φώναξε: “Ψεύδονται, ψεύδονται!”. Ο Hus απευθύνθηκε και πάλι στους ακροατές του, κάνοντας την ερώτηση: “Έχω κάνει έκκληση στον πάπα εναντίον της απόφασης του αρχιεπισκόπου. Θα με υποστηρίξετε;” Το πλήθος απάντησε: “Θα σε υποστηρίξουμε”. Συνεχίζοντας ο Hus είπε ότι είναι καθήκον του να κηρύττει και θα συνεχίσει να κηρύττει εκτός και αν τον εξορίσουν ή τον ρίξουν στην φυλακή να πεθάνει, διότι οι πάπες μπορεί να λένε και λένε ψέμματα, αλλά ο Θεός δεν μπορεί. Κάλεσε το εκκλησίασμα να είναι σταθεροί και να μη φοβούνται την απειλή του αφορισμού. David S. Schaff, John Huss, his Life, Teachings and Death, after Five Hundred Years, New York 1915, p. 89.

92 Η συγκεκριμένη ομιλία έχει δημοσιευθεί στο Sedlák, M. Jan Hus, 159–64. Η διδασκαλία περί της υπακοής στο θέλημα του Θεού συστηματικά στο De Ecclesia ειδικότερα στο κεφ. 17.

93 Documenta mag. Joannis Hus, 405.

94 Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, p. 16: “Το κακό που με βρήκε προέρχεται από την εποχή που μέρος της Εκκλησίας απέσυρε την υπακοή του από τον Γρηγόριο ΧΙΙ. Τότε, συνέστησα με επιτυχία στις ομιλίες μου ενώπιον των Βαρώνων, Πριγκήπων, Κλήρου, και Λαού, την προσήλωσή τους στο Κολλέγιο των Καρδιναλίων, για την ενότητα της μητρός μου Εκκλησίας. Όπως φαίνεται, ο Αιδεσιμώτατος Πατέρας εν Χριστώ, Sbynko, ο Αρχιεπίσκοπος της Πράγας, ένας αντίπαλος του Ιερού Κολλεγίου, ανάγκασε να θυροκολληθεί μία επιστολή στους ναούς, απαγορεύοντας σε όλους τυς καθηγητές του Πανεπιστημίου της Πράγας, και κυρίως σε εμένα, να επιτελούμε τα ιερατικά μας καθήκοντα, με την αιτιολογία ότι οι καθηγητές του Πανεπιστημίου της Πράγας, οι οποίοι προσκολλήθηκαν στο Ιερό Κολλέγιο, απέσυραν την συμμαχία τους από τον Άγιο Πατέρα Γρηγόριο ΧΙΙ και την Αγία Έδρα. Αλλά τα γεγονότα πρέπει να κρίνοντα από τα αποτελέσματά τους, και προκύπτει ότι ο Αρχιεπίσκοπος ήταν υποχρεωμένος, από τις αποφάσεις της Συνόδου της Πίζα, να εγκρίνει την διαγωγή των καθηγητών.- Αυτή ήταν η πρώτη πηγή των κατηγοριών που μου εκτοξεύθηκαν, και όλων των προβλημάτων μου”.

95 Iohannes Hus, ‟De libris hereticorum legendis,” in Polemica, cccm 238, 1–22.

96 Για τις νομικές υποθέσεις του Jan Hus βλ. Jiří Kejř, “Johannes Hus als Rechtsdenker,” εν Ferdinand Seibt (ed), Jan Hus – Zwischen Zeiten Völkern, Konfessionen: Vorträge des internationalen Symposions in Bayreuth vom 22. bis 26. September 1993, Μünchen 1997, ss. 213–226, και του ιδίου , “Právo a právní prameny v díle Husově,” εν Husův sbornik , Prague 1966, 84–94

97 Iohannes Hus, “Defensio libri de Trinitate,” in Polemica, cccm 238, 23–43. Εϊναι η μόνη ομιλία από όσες έγιναν εκείνη την ημέρα, η οποία έχει εκδοθεί. Για τις υπόλοιπες βλ. Επόμενη υποσημείωση.

98 Olivier Marin, “Libri hereticorum sunt legendi: Svoboda výuky na pražské univerzitě (1347–1412),” Acta Universitatis Carolinae – Historia Universitatis Carolinae Pragensis 42 (2002): 33–58.

99 Loserth, Hus und Wyclif, ss. 309-316.

100 ο.π., σελ. 308 απόσπασμα.

101 ο. π. σ. 322 “Istius autem magistri lohannis Wykleff, qui a plurimis ut speratur bonis hominibus et signanter in Anglia doctor ewangelicus appellatur, cuius vita et conversacio communiter a pauperibus spiritu, in Deum autem divitibus in bona et sancta memoria commendatur, licet a mundi divitibus, avaris, deliciosis, lascivis, mundi gloriosis et ypocritis erroneusymmo et hereticus verbotenus nominatur”. Όλος ο απολογητικός στις σσ. 317- 328.

102 ο.π. σ. 330: “Consequencia est eorum et mains est tarn verum immo verius, quam eorum, cum impossibile sit in libris magistri lohannis Wyklef contineri manifestam heresim et errores nisi in mundo ipsa heresis sit contenta. Immo si racio eorum efficaciter ad eorum velle procederet, omnes homines errantes combureret, cum in omnibus errantibus hominibus sunt hereses et errores. Cur ergo non comburunt errantes focarias, cur non comburunt ludeos, qui manifeste negant lesum Christum dominum esse Deum et per consequens pertinaciter et sic heretice negant legem eius et dogmatizant, quod lex Christi non est vera?” Όλος ο απολογητικός σσ. 328-334.

103 ο.π. σσ. 335-336.

104 M. Jan Hus, Univerzitni promluvy, 149–156.

105 Η πληροφορία για το ποσό βρίσκεται στο έργο του Στέφανου Páleč, Antihus, εν Miscellanea, 376.

106 Αναφορές σε αυτές τις επιστολές υπάρχουν στο Ordo procedendi, “K pramenům Husova procesu: Tzv. Ordo procedendi,” in Z počatků česke reformace,ed. J. Kejř , Brno, 2006, pp. 227-228, καθώς επίσης και στο κείμενο απολογίας του Ιωάννη της Jesenice, Repetitio pro defensione causae M. Ioannis Hus, εν Historia et Monumenta I, ff. 330v–331r

107 Die Causa Johannes Hus, 56–58.

108 Για τις σχέσεις των Τευτόνων Ιπποτών με τον Βοημό μονάρχη βλ. Jaroslav Goll, Čechy a Prusy ve středověku , Prague 1897, 128–129

109 Θεωρούσε ότι ιερείς σε θανάσιμη αμαρτία, όπως ο πάπας και οι καρδινάλιοι δεν έχουν δικαίωμα να αναθεματίζουν: “Προσδιορίζουν με αυτές τις επιστολές, όλους τους ιερείς, οι οποίοι ανάρμοστα σφετερίζονται το ιερατικό λειτούργημα εξαιτίας της αγάπης για τον πλούτο, την ηδονή, τα αξιώματα, ή άλλες ικανοποιήσεις της σάρκας. Ρίχνουν αναθέματα, και φωνασκούν σαν αναίσθητοι ακόλουθοι του Ιούδα, καθώς είναι σιμωνιακοί και ανήθικοι. Ας προσευχηθούμε στον Θεό, αγαπητοί, ώστε να καταδεχθεί να συνεχίσει να μας προσφέρει τις ευλογίες Του· τότε κανένα ανάθεμα δεν θα φτάσει σε εμάς, αλλά ο Ύψιστος Ποντίφικας, Ιησούς Χριστός, θα μας ευλογήσει λέγοντας: 'δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου' (σ.τ.μ. Ματθ. 25,34)” Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, p. 45.

110 Είναι ενδεικτικό της σκέψης του Jan Hus ότι θεωρεί τις καινοτομίες του παπισμού, ως εργαλεία χειραγώγησης των πιστών γράφει σε επιστολή του: “Έχουν εφεύρει (σ.τ.μ. Αναφέρεται σε αυτούς που τον αφόρισαν, οι οποίοι ενεργούν όπως οι Ιουδαίοι και θεωρώντας ότι κάνουν καλό αντιτίθενται στον Θεό και τον Λόγο Του) συγκεκριμένες πρακτικές λατρείας συμμορφούμενοι σε ανθρώπινα κελεύσματα, με σκοπό να θέσουν υπό έλεγχο το θέλημα των απλοϊκών ανθρώπων, και να τους αναγκάσουν να τους ακολουθούν· αλλά ο Θεός θα χορηγήσει στους πιστούς Του την αναγκαία γνώση για να δουν με διάκριση αυτές τις πρακτικές, και να αναγνωρίσουν σε αυτές ανθρώπινες παραδόσεις, μέσω των οποίων καινοτομιών ξεστρατίζουν άνθρωποι με αδύναμο νου, και τους χωρίζουν από τον νόμο του Θεού, και τους συντρίβουν, απειλώντας τους με κεραυνούς αναθεματισμών”, Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, p. 44.

111 Mistra Jana Husi korespondence, No. 28, p. 91-92.

112 Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, pp. 61-64. Η επιστολή υπογράφεται ως εξής: “Vester servus cupiens in labore fieri socius, Ricus Wychewitze, infimus Sacerdotum”. Παλαιότερα αποδιδόταν λανθασμένα στον Wyclif.

113 Mistra Jana Husi korespondence, No. 24, p. 85.

114 Mistra Jana Husi korespondence, No. 25, pp. 86–87.

115 F. Šmahel, Die Hussitische Revolution II, 866.

116 Šmahel, Die Hussitische Revolution I, 595–596. Το κείμενο της ομιλίας στο Historia et Monumenta Johannis Hus et Hieronymi Pragensis II , Nuremberg, 1558, ff. 47r–48r.

117 Documenta mag. Joannis Hus, 434–437.

118 ο.π. 437-439.

119 Documenta mag. Joannis Hus, 441–442

120 Mistra Jana Husi korespondence, No. 31, pp. 96–98 και No. 32, pp. 101–102.

121 František M. Bartoš, “Neznámý projev rektora Karlovy univerzity na obranu Husovu,” Jihočesky sbornik historicky 7 (1934): 84–86.

122 Iohannes Hus, Polemica, cccm 238, 45–61, p. 51, l. 118–119: “…cum in occultis de proximo debeo meliorem partem eligere.”

123 Iohannes Hus, Polemica, cccm 238, 63–108.

124 Iohannes Hus, Polemica, cccm 238, 109–132. Mistra Jana Husi korespondence, No. 34, 35, pp. 104–108.

125 M. Jan Hus, Univerzitni promluvy, 157–178.

126 Historia et Monumenta II, ff. 83r–104v.

127 Historia et Monumenta I, f. 154r.

128 Historia et Monumenta I, ff. 167v–9r

129 Quaestiones, cccm 205, 57–66.

130 Bohumil Ryba (ed), Magistri Iohannis Hus Quodlibet, Praha 1948. Οι συζητήσεις στο František Šmahel, “Kvodlibetní diskuse ke kvestii principalis mistra Michala z Malenic roku 1412,” Acta Universitatis Carolinae – Historia Universitatis Carolinae Pragensis 21 (1981): 27–52

131 F. Šmahel, The Charles University in the Middle Ages, Leiden 2007, p. 249.

132 Mistra Jana Husi korespondence, No. 36, p. 111

133 Mistra Jana Husi korespondence, No. 41, p. 121

134 ο.π. Νο 101, pp.228-229.

135 Die Causa Johannes Hus, 58–71.

136 Θα εξεταστούν αναλυτικά στο επόμενο.

137 Eva Doležalová, Jiří Hrdina, František Šmahel, and Zdeněk Uhlíř, “The Reception and Criticism of Indulgences in the Late Medieval Czech Lands,” εν Promissory Notes on the Treasury of Merits. Indulgences in Late Medieval Europe, ed. R.N. Swanson (Leiden – Boston, 2006), 126–138

138 Documenta mag. Joannis Hus, 223

139 Documenta mag. Joannis Hus, 449–451.

140 Quaestiones, cccm 205, 67–155. Την συμφωνία των επιχειρημάτων του Hus με τον Wyclif έχει αποδείξει ο Johann Loserth, Hus und Wyclif. Zur Genesis der hussitischen Lehre, Prag-Leipzig 1884, ss. 209-213. Το ίδιο θέμα αναλύει ο Hus στο πολεμικό του έργο Contra cruciatam, στο Polemica, CCCM 238, 133-144. Στον Hus αποδίδεται η πατρότητα του φυλλαδίου ενάντια στα συγχωρητήρια με τίτλο Contra bullam papae, στο Historia et Monumenta I, ff189v-91r.

141 Novotný, M. Jan Hus I/2, 107–112. Το έργο Gloriosus εκδόθηκε στο Johann Loserth, “Beiträge zur Geschichte der husitischen Bewegung 4. Die Streitschriften und Unionsverhandlungen zwischen den Katholiken und Husiten in den Jahren 1412 und 1413,” Archiv fur osterreichische Geschichte 75 (1889): 333–339.

142 Documenta mag. Joannis Hus, 456.

143 Mezník, Praha před husitskou revoluci, Prague 1990, pp. 161–165.

144 Mistr Jan Hus, Česka nedělni postila, miho II, 114–115:149–176.

145 Documenta mag. Joannis Hus, 460-461.

146 Mistra Jana Husi korespondence, No. 44, pp. 125–128, και Fontes rerum Bohemicarum V, 573–574: “Forma processus moderni dati contra Magistrum Johannem Hus de Hussinecz continet materiam infrascriptam: Primo dominus Petrus cardinalis processus et sentencias domini cardinalis de Columpna gravando mandavit, quatenus Magister Johannes denuncietur excommunicatus.”

147 Bohumil Ryba, Betlemske texty (Prague, 1951), 39–63.

148 Fontes rerum Bohemicarum V, 573–574: “Item monet omnes et singulos Christi fideles, ut dictum Johannem Hus excommunicatum secundum obedienciam in cibo, potu, loquela, empcione, vendicione, conversacione, ad hospicia recepcione, ignis et aque dacione, omnibusque et singulis aliis actibus legittimis prorsus publice et occulte devitent atque eciam familias predicti excommunicati et aggravati ab ecclesiasticis et divinis officiis peremptorie removeantQ alioquin in omnes et singulos eidem excommunicato participantes excomunicacionis sentencia fertur in hiis scriptis.”

149 Fontes rerum Bohemicarum V, 573–574: “Item si prefatus Johannes Hus et alii secum participantes huiusmodi sentencie censuras contempnentes in ipsis sentenciis per XX dies post huiusmodi denunciacionem animo perseveraverint indurato. Trium dierum pro omnibus dilacionibus et monicionibus canonica assignatur. Tunc processus huiusmodi reaggravantur et mandatur omnibus et singulis, quatenus dictum Johannem Hus excomunicatum. Aggravatum et reaggravatum iuxta presentis et prioris processuum continenciam in ecclesiis, monasteriis, capellis ac alibi, ubi, quando et quocies necesse fuerit, singulis dominicis diebus et festivis, candelis accensis, demum extinctis et in terram projectis intiment et insinuent per se ipsos et per ipsorum vicarios etc.”

150 Šmahel, Die Hussitische Revolution II, 882–884

151 Mistra Jana Husi korespondence, No. 47, pp. 137–139.

152 Mistra Jana Husi korespondence, Νο 54, pp.157-158.

153 Die Causa Johannes Hus, 102

154 Historia et Monumenta I, ff. 324v–33r.

155 Novotný, M. Jan Hus I/2, 230–231, 237–238, 270

156 Documenta mag. Joannis Hus, 475–480.

157 Documenta mag. Joannis Hus, 499

158 Mistra Jana Husi korespondence, No. 60, pp. 166–168

159 Mistra Jana Husi korespondence, No. 59–60, pp. 164–168

160 Τα γεγονότα της συνάντησης και οι συζητήσεις καταγράφονται από τον Στέφανο Páleč στο Documenta mag. Iohannis Hus, 507-510. Επισης βρίσκονται στο Fontes rerum Bohemicarum V, 576-579. Η επιστολή του βασιλιά με τις τιμωρίες στο Documenta mag. Iohannis Hus, 511.

161 Mistra Jana Husi korespondence, No. 63, pp. 169–171

162 Alexander Patschovsky, “Ekklesiologie bei Johannes Hus,” in Lebenslehren und Weltentwurfe im Ubergang vom Mittelalter zur Neuzeit. Politik, Bildung, Naturkunde, Theologie, ed. W. Boockman, B. Moeller, and K. Stackmann (Göttingen, 1989), 384.

163 František M. Bartoš, Literarni činnost M.J. Husi, Prague 1948, p. 123

164 Anežka Vidmanová, “Ke spisku Orthographia Bohemica,” Listy filologicke 105 (1982): 75–89, με περαιτέρω βιβλιογραφία
Johann Schröpfer,(ed)., Hussens Traktat “Ortographia Bohemica“. Die Herkunft des diakritischen Systems in der Schreibung slavisher Sprachen und die alteste zusammenhangende Beschreibung slavischer Laute (Wiesbaden, 1968).

165 “postila” ή “postilla” είναι όρος που αναφέρεται στα βιβλικά σχόλια. Προέρχεται από το λατινικό “post illa verba textus” δηλ. “κατά τα λόγια της γραφής”. Στην ομιλητική αναφέρεται σε επεξήγηση ευαγγελικών χωρίων. Τέτοιες ομιλίες εξέδωσε και ο Μαρτίνος Λούθηρος, Ennarationes epistolarum et evangeliorum quas postillas vocant, Wittenberg 1521.

166 Οι πραγματείες του Jan Hus στην τσέχικη γλώσσα έχουν εκδοθεί σε κριτική έκδοση από την Jiři Daňhelka στο Magistri Iohanni Hus Opera Omnia I-IV. Ανάλυση στο Pavlína Rychterová, The Vernacular Theology of Jan Hus, στο συλλογικό František Šmahel (ed), A Companion to Jan Hus, pp. 170-213. Επίσης στα
Novotný, M. Jan Hus I/2, 317–327, 335–337
Matthew Spinka, John Hus’ Concept of the Church , New Jersey 1966, 290–328
του ιδίου, John Hus. A biography, Princeton, 1968, 192–218
Paul De Vooght, L’Heresie de Jean Huss, Louvain 1975, I 258–268
Peter Hilsch, Johannes Hus. Prediger Gottes und Ketzer, Regensburg, 1999, 208–221

167 Iohannes Wyclif, Tractatus de ecclesia, ed. J. Loserth (London, 1886), XXVI–XXVII, η έκδοση του έργου. Στο J. Loserth, Hus und Wiclif. Zur Genesis der hussitischen Lehre, Prag-Leipzig 1884. Για τα δάνεια από άλλους συγγραφείς του Μεσαίωνα Zénon Kaluza, “Auteur et plagiaire: quelques remarques,” στο συλλογικό Was ist Philosophie im Mittelalter?, ed. J.A. Aertsen, Berlin-New York 1998, 312–320.

168 Για τις διαφορές μεταξύ Wyclif και Hus βλ. τα εξής έργα:
Vlastimil Kybal, M. Matěj z Janova, Jeho život a učeni, Prague, 1905, p. 318
του ιδίου, M. Jan Hus II/1–2
Jan Sedlák, “Husův traktát De ecclesia,” Studie a texty k naboženskym dějinam českym II (1915), 478–527
Matthew Spinka, John Hus: Concept of the Church, New Jersey, 1966
Howard Kaminsky, A History of the Hussite Revolution, Berkeley-Los Angeles 1967, pp. 35–36

169 Για την εξάρτηση του Hus από τον Άγιο Αυγουστίνο βλ.
De Vooght, L’Heresie II,2 521–778
Jana Nechutová, K předhusitské a Husově eklesiologii, εν Sbornik praci Filosoficke fakulty brněnske univerzity B19 (1972): 97–102
Alexander Patschovsky, Ekklesiologie bei Johannes Hus, εν Lebenslehren und Weltentwurfe im Ubergang vom Mittelalter zur Neuzeit. Politik, Bildung, Naturkunde, Theologie, ed. W. Boockman, B. Moeller-K. Stackmann (eds), Göttingen 1989,
Töpfer, Bernhard, Lex Christi, dominium und kirchliche Hierarchie bei Jan Hus im Vergleich mit John Wyklif, εν Jan Hus. Zwischen Zeiten, Volkern, Konfessionen, Ferdinand Seibt (ed), Munich 1997, 157–165
Werner, Ernst, Jan Hus. Welt und Umwelt eines Prager Fruhreformators , Weimar 1991, 57–173;
Vilem Herold, Hus a Wyclif. Srovnání dvou traktátů De ecclesia, εν Jan Hus na přelomu tisicileti. Mezinarodni rozprava o českem reformatoru 15. stoleti a o jeho recepci na prahu třetiho milenia, M. Drda, F.J. Holeček- Z. Vybíral (eds), Tábor 2001, Husitský Tábor, Supplementum 1, 129–154. 129–154
του ιδίου, Wyclif’s Ecclesiology and Its Prague Context, εν The Bohemian Reformation and Religious Practice 4 (2002): 15–30
Molnar, Enrico, Wyclif, Hus and the Problem of Authority, εν Jan Hus. Zwischen Zeiten, Volkern, Konfessionen, Ferdinand Seibt (ed) , Munich 1997, 167–182.

170 Η έκδοση των έργων ως εξής:
- Contra Stephanum Palecz, Iohannes Hus, Polemica, cccm 238, XXV, pp.259-303,
- Contra Stanislaum de Znoyma, Iohannes Hus, Polemica, cccm 238, XXV, pp. 305-425,
- Contra octo doctores, Iohannes Hus, Polemica, cccm 238, XXV, pp. 427-574.

171 Stanislaus de Znoyma, “Alma et venerabilis, εν Johannes Loserth Johann Loserth(ed), Beiträge zur Geschichte der husitischen Bewegung 4. Die Streitschriften und Unionsverhandlungen zwischen den Katholiken und Husiten in den Jahren 1412 und 1413,” Archiv fur osterreichische Geschichte 75 (1889): 361–413

172 Stephanus de Palecz,“Contra quiddamistas,” ed. Johann Loserth, “Beiträge zur Geschichte der husitischen Bewegung 4. Die Streitschriften und Unionsverhandlungen zwischen den Katholiken und Husiten in den Jahren 1412 und 1413,” Archiv fur osterreichische Geschichte 75 (1889): 344–361.

173 Stephanus de Palecz, “De ecclesia,” ed. J. Sedlák, M. Jan Hus (Prague, 1915), 202–304.

174 “Antihus,” ed. J. Sedlák, in Miscellanea husitica Ioannis Sedlak, eds. Jaroslav V. Polc and Stanislav Přibyl (Prague, 1996), 366–514.

175 Mistra Jana Husi korespondence, No. 131, 275–276.

176 ο.π. Νο 86, pp. 204-206.

177 ο.π. Νο 106, pp. 239-240.

178 Ο Jan Hus εκφράζει την ελπίδα ότι θα επιστρέψει αλλά πιθανολογεί και το ενδεχόμενο να πεθάνει στην επιστολή προς τους πιστούς Βοημούς, στο Mistra Jana Husi korespondence, No. 87, 206–209. Επίσης από την αγγλική μετάφραση του Campbell McKenzie στο έργο του Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, p. 107: “Εάν κερδίσω δημόσια ακρόαση, ζητώ, ευγενή και εξοχώτατε Άρχοντα John, να είναι παρών ο αυτοκράτωρ, και να μου δοθεί θέση κοντά του, ώστε να με ακούσει με ευκολία. Επίσης εύχομαι, εσείς με τον Άρχοντα Wenceslaus,, και τους άλλους προστάτες μου, να είστε παρών, αν δύνασθε, και να ακροασθείτε τους λόγους που ο Χριστός, που με φροντίζει, θα βάλει στο στόμα μου, ώστε, είτε ζήσω είτε πεθάνω, να είστε αληθής μου μάρτυρας, και οι συκοφάντες να μην πουν ότι απαρνήθηκα την αλήθεια που εκήρυξα”.

179 Παραθέτουμε την σκηνή από την σύλληψή του που σχετίζεται με την προστασία που του πρόσφερε ο Σιγισμούνδος και πως αγνοήθηκε από τους καρδινάλιους. Την περιγράφει ο Eustace Kitts, Pope John the Twenty-Third and Master John Hus of Bohemia, London 1910, pp.261-262:
“Τότε σηκώθηκε ο άξιος ιππότης (σ.τ.μ. Ιωάννης του Chlum) με οργή, λέγοντας 'Γνωρίζετε, σεβαστοί πατέρες, πως και γιατί ήρθε ο Jan Hus εδώ; Αν δεν το γνωρίζετε, θα σας το ειπώ. Όταν ο Wenceslaus της Lesta και εγώ ήμασταν στο Friuli με τον Κύριο τον Βασιλέα, και επρόκειτο να επιστρέψει στην χώρα του, μάς έδωσε εντολή να ενεργήσουμε ως φύλακες στου κυρίου Jan Hus για την ασφαλή μετάβαση σε αυτή την Σύνοδο. Μάθετε, λοιπόν, ότι δεν πρέπει να κάνετε κάτι αντίθετο στην τιμή του Βασιλέα”.
Τότε ο Ιωάννης του Chlum στράφηκε στον δήμαρχο και του είπε στα γερμανικά, 'Εσύ ξέρεις πολύ καλά ότι ακόμη και ο διάβολος ο ίδιος να έρθει εδώ να δικαστεί, πρέπει να λάβει μια δίκαιη ακρόαση'. Έπειτα, στράφηκε προς του επισκόπους, ενημερώνοντάς τους ότι ο Σιγισμούνδος τόνισε ειδικά να μην μιλήσει ο Jan Hus για την υπόθεσή του, παρά μόνο παρουσία του βασιλιά.
Ο Jan Hus, που μέχρι τότε καθόταν στο τραπέζι απαρατήρητος, απευθύνθηκε στους πατέρες, και είπε “Δεν ήρθα εδώ για να δω τους καρδινάλιους, ούτε και είχα επιθυμία να μιλήσω μαζί τους, αλλά ήρθα στη Σύνοδο, και εκεί θα μιλήσω, όπως με φωτίσει ο Θεός, σχετικά με ό,τι ερωτηθώ· κατόπιν απαίτησης των κυρίων μου καρδιναλίων, είμαι έτοιμος να έρθω αμέσως σε αυτούς, και αν με ρωτήσουν σχετικά με την υπόθεσή μου, πιστεύω ότι θα προτιμούσα τον θάνατο από το να αρνηθώ την αλήθεια που γνωρίζω από της Γραφή ή αλλού'. Έτσι με δικιά του σύμφωνη γνώμη, και απείθεια στην καλύτερη κρίση του ευγενή του προστάτη, ο Jan Hus αποφάσισε να πάει με τους επισκόπους. Αυτοί και ο δήμαρχος είχαν περικυκλώσει το σπίτι με οπλισμένους άνδρες. ...
Στις επόμενες ημέρες, ο Ιωάννης του Chlum περιφερόταν στην πόλη, κατηγορώντας δημόσια τον Πάπα και τους καρδινάλιους για παραβίαση της πίστης, δείχνοντας το διαβατήριο του Βασιλέα σε όλους όσους μπορούσαν να διαβάσουν, και τελικά θυροκολλώντας ένα μανιφέστο στα λατινικά και γερμανικά στον καθεδρικό ναό, χρεώνοντας στον Πάπα την περιφρόνηση και την ακύρωση του διαβατηρίου του Βασιλέα για την ασφάλεια και προστασία που χορηγήθηκε από την βασιλική και αυτοκρατορική υψηλότητα.
Στην συνέχεια έφυγε από την Κωνσταντία και πήγε να βρει τον τον Βασιλιά των Ρωμαίων. Του ανάφερε όσα είχαν συμβεί. Ο Σιγισμούνδος οργίστηκε· ορκίστηκε ότι θα ελευθέρωνε τον Jan Hus, ακόμη και αν έπρεπε να γκερμίσει τις πόρτες της φυλακής”.

180 Mistra Jana Husi korespondence, No. 126, pp. 264–265, No. 143, p. 298, No. 145, p. 300. Επίσης , από την αγγλική μετάφραση του Campbell McKenzie στο έργο του Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, p. 140: “Ο Paletz ήρθε να με επισκεφθεί στην φυλακή, και μου προκάλεσε βαθιά θλίψη, λέγοντάς μου, παρουσία των επιτρόπων, ότι από την γέννηση του Χριστού, δεν ανεφάνη αιρετικός περισσότερο επικίνδυνος από τον Wycliffe κι εμένα. Επίσης μου δήλωσε, ότι όλα αυτά που καταγράφηκαν από τις διδασκαλίες μου είναι προσβεβλημένα με αυτή την αίρεση, που συνίσταται στην δήλωση ότι ο υλικός άρτος παραμένει στο μυστήριο του θυσιαστηρίου. 'Ω Paletz', απάντησα, 'πόσο σκληρά είναι αυτά τα λόγια! Και πόσο πολύ αμαρτάνεις εναντίον μου. Πρόκειται να πεθάνω· ίσως όταν εγερθώ από την κλίνη μου να με δέσουν στον πάσσαλο. Πώς θα σε ανταμείψουν στην Βοημία;”

181 ο.π. Νο 93, p. 124 & No 100, p.224.

182 ο.π. Νο 97, pp. 219-220.

183 Documenta mag. Joannis Hus, 221

184 Hermann von der Hardt, ed., Magnum oecumenicum Constantiense concilium II, Frankfurt & Leipzig 1697, cols. 253-255.

185 Heinrich Finke, ed., Acta concilii Constantiensis II , Münster 1923, 203: “Addidit etiam ipse rex, quod factum Johannis Hus et alia minora non debebant reformacionem ecclesie et Romani imperii impedire, quod erat principale, pro quo fuerat concilium congregatum”.

186 Στην σύγχρονη έρευνα τίθεται το ερώτημα της νομιμότητας της εκτέλεσης του Jan Hus, λόγω της προστασίας του αυτοκράτορα. Βλ. Σχετ. Rudolf Hoke, “Der Prozess des Jan Hus und das Geleit König Sigmund: Ein Beitrag zur Frage nach der Kläge- und Angeklagtenrolle im Konstanzer Prozess von 1414/1415,” Annuarium Historiae Conciliorum 15 (1983): 172– 193

187 Eustace Kitts, Pope John the Twenty-Third and Master John Hus of Bohemia, London 1910, p.271. Στην σελίδα 272 η απειλή των επισκόπων προς τον αυτοκράτορα: “Τελικά οι σεβαστοί ιεράρχες χρησιμοποίησαν το τελευταίο τους επιχείρημα· ήταν το ίδιο επιχείρημα όπως του βασιλιά, η εγκατάλειψη της Συνόδου. Εάν η Σύνοδος, της οποίας ένας στόχος ήταν η αντιμετώπιση της αίρεσης, δεν ήταν επαρκής ν' ασχοληθεί με τέτοιου είδους υποθέσεις, τότε θα την εγκατέλειπαν πάραυτα, και ήταν προτιμότερο από το να γίνουν περίγελος ενώπιον των ανθρώπων· ο Βασιλιάς πρέπει να επιλέξει μεταξύ της Συνόδου και του Jan Hus· εάν επέμενε στην αποφυλάκιση του κρατουμένου, τότε η Σύνοδος θα τελείωνε· εάν επιθυμούσε να συνεχιστεί η Σύνοδος τότε και η δίωξη του Jan Hus έπρεπε να συνεχιστεί σύμφωνα με τον πνευματικό νόμο που εφαρμόζεται σ' αυτές τις περιπτώσεις. Ο Σιγισμούνοδος δεν είχε άλλη επιλογή από το να συμβιβαστεί· εάν η Μεγάλη Σύνοδος διαλυόταν επειδή αρνήθηκε αυτός να κάνει πίσω σε ένα θέμα που ήταν ο ίδιος λάθος, τότε όχι μόνο θα γινόταν ο γελωτοποιός της Ευρώπης, αλλά θα είχε αποτύχει σε έναν από τους τρεις μεγάλους αντικειμενικούς στόχους της ζωής του· είχε περιέλθει σε δεινή θέση και για να ξεφύγει έπρεπε να εγκαταλείψει τον Jan Hus. Το έπραξε· την ίδια στιγμή, εξασφάλισε στον μεταρρυθμιστή το προνόμιο της ανοικτής δίκης”

188 Από την αγγλική μετάφραση του Campbell McKenzie στο έργο του Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, p. 100: “Ο αφέντης John, επιμένει με τους Βοημούς, ότι η κλήτευση όσων έχουν ενημερωθεί να παραστούν, ίσως να ακυρωθεί· ότι ο αυτοκράτορας ίσως αναλογιστεί την κληρονομιά του, και δεν ανεχθεί κακοπροαίρετο άτομο να την βλάψει. Γιατί δεν μπορώ να τού μιλήσω για μια φορά πριν καταδικαστώ; διότι ήρθα εδώ σύμφωνα με την επιθυμία του, και με υπόσχεση ότι θα μου επιτραπεί να επιστρέψω ασφαλής στην Βοημία”. (σ.σ. Ακολουθείται η στίξη του κειμένου).

189 Mistra Jana Husi korespondence, No. 131, p. 276. Επίσης Από την αγγλική μετάφραση του Campbell McKenzie στο έργο του Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, p. 137: “Πολλά άτομα με προειδοποίησαν στην Βοημία να μην βασίζομαι στην προστασία του (σ.τ.μ. Αυτοκράτορα)͘ κάποιοι άλλοι μου είπαν ότι ο Σιγισμούνδος θα με παρέδιδε στους εχθρούς μου· ο άρχοντας Mykest ήταν ένας απ' αυτούς. O Duvoki μου είπε, παρουσία του Jesenice, 'Καθηγητά, να το θεωρείς σίγουρο ότι θα καταδικαστείς'. Υποθέτω ότι ήταν ενήμερος για τις προθέσεις του αυτοκράτορα. Πίστευα ότι ο τελευταίος γνώριζε καλά τον νόμο του Θεού και την αλήθεια. Αντιλαμβάνομαι τώρα ότι η σοφία του δεν είναι μεγάλη. Με καταδίκασε ενώπιον των εχθρών μου. Διότι, δεν έπραξε όπως ο Πιλάτος, ο οποίος, έχοντας ακούσει τους κατηγόρους, αποφάνθηκε – Δεν βρίσκω τίποτα καταδικαστέο σε αυτόν τον άνθρωπο”. (σ.σ. Ακολουθείται η στίξη του κειμένου)

190 Die Causa Johannes Hus, 138–141.

191 Mistra Jana Husi korespondence, No.125, p.263.

192 Petrus de Mladoniowicz, “Relatio de Magistro Johanne Hus,” ed. Václav Novotný, εν Fontes rerum Bohemicarum VIII (Prague, 1932), 25–120 [=Petri de Mladoniowicz Relatio].45 and 56–57.

193 Αυτά είναι τα 45 άρθρα από τα έργα Dialogus, Tralogus και άλλα έργα του Wyclif, τα οποία καταδικάστηκαν ως αιρετικά:
ARTICULI XLV., WICLEFI
PUBLICA SENTENTIA NUNC CONDEiMNATI, PER PILEUM ARCHIEPISCOPUM
GENUENSEM PR/ELECTI

I. Substantia panis materialis, que similiter substantia vini materialis, manent in Sacramento altaris.
II. Accidentia panis non manent sine subjecto in eodem sacramento.
III. Christus non est in eodem sacramento identice que realiter in propria persona (in Vind. Lips, que Goth, prsesentia) corporali.
IV. Si Episcopus vel sacerdos est in peccato mortali, non ordinat, non conficit, non consecrat, nee baptizat.
V. Non est fundatum in Evangelio, quod Christus missam ordinarit.
VI. Deus debet obedire diabolo.
VII. Si homo debite fuerit contritus, omnis confessio exterior est sibi superflua que inutilis.
VIII. Si Papa sit prsescitus que malus, que per consequens membrum diaboli, non habet potestatem super fideles ab aliquo sibi datam, nisi forte a Csesare.
IX. Post Urbanum sextum non est aliquis recipiendus in Papam, sed vivendum est more Grsecorum sub legibus propriis.
X. Contra Scripturam sacram est, quod viri Eccle. habeant possessiones.
XI. NuUus prselatus debet aliquem excommunicare, nisi piius sciat, eum excommunicatum a Deo, que qui sic excommunicat, fit hsereticus ex hoc vel excommunicatus.
XII. Proelatus excommunicans Clericum, qui appellavit ad Regem que ad concilium regni, eo ipso traditor est Regis que regni.
XIII. lUi qui dimittunt prsedicare, sive verbum Dei audire, propter excommunicationem hominum, sunt excommunicati, que in diejudicii traditores Christi habebuntur.
XIV. Licet alicui diacono vel presbytero prsedicare verbum Dei absque autoritate sedis Apostolicse vel Episcopi Catholici.
XV. Nullus est Dominus civilis, nulhis est praelatus, nullns est Episcopus, dum est in peccato mortali.
XVI. Domini temporales possunt ad arbitrium suum au.erre bona temporalia ab Ecclesia possessionatis habitualiter delinquentibus, id est, ex habitu, non soloaptu delinquentibus.
XVII. Populares possunt ad suum arbitrium dominos delinquentes corrigere.
XVIII. Decimfe sunt purse eleemosynse, que parochiani possunt propter peccata suorum Prselatorum ad libitum suum eas auferre.
XIX. Speciales orationes applicatse uni persons per prselatos vel religiosos, non plus prosunt eidem, quam generales, caeteris paribus.
XX. Conferens eleemosynam fratribus, est excommunicatus eo facto.
XXI. Si quis ingreditur religionem privatam qualemcunque, tam possessionatorum, quam mendicantium, redditur ineptior que inhabilior ad observantiam mandatorum Dei.
XXII. Sancti instituentes religiones privatas, sic instituendo peccaverunt.
XXIII. Religiosi viventes in religionibus privatis, non sunt de religione Christiana.
XXIV. Fratres tenentur per labores manuum victum acquirere, que non per mendicitatem. Prima pars est scandalosa que prassumtuose asserta, pro quanto sic generaliter que indistincte loquitur. Et secunda erronea, pro quanto asserit, mendicitatem fratribus non licere.
XXV. Omnes sunt Simoniaci, qui se obligant orare pro aliis, eisin temporalibus subvenientibus.
XXVI. Oratio pra;sciti nulli valet.
XXVII. Omnia de necessitate absoluta eveniunt,
XXVIII. Confirmatio juvenum, clericorum ordinatio, locorum consecratio, reservantur Papse que Episcopis propter cupiditatem lucri temporalis que honoris.
XXIX. Universitates, studia, collegia, graduationes que magisteria in eisdem, sunt vana gentilitate introducta, que tantum prosunt Ecclesise sicut diabolus.
XXX. Excommunicatio Papae vel cujuscunque prselati non est timenda, quis est censura Anti-Christi.
XXXI. Peccant fundantes claustra, que ingredientes sunt viri diabolici.
XXXII. Ditare clerum est contra Christi mandatum.
XXXIII. Sylvester Papa que Constantinus Imperator erraverunt Ecclesiam dotando.
XXXIV. Omnes de ordine mendicantium sunt heretici, que dantes eis eleemosynam sunt excommunicati.
XXXV. Ingredientes religionem aut aliquem ordinem, eo ipso inhabiles sunt adobservandum divina prsecepta, que per consequens perveniendiad regna ccelorum, nisi apostataverint ab eisdem.
XXXVI. Papa cum omnibus clericis suis possessionem habentibus sunt haeretici, eo, quod possessionem habent, que omnes consentientes eis, omnes scilicet Domini seculares, que laici ceteri.
XXXVII. Ecclesia Romana est Synagoga Satana, nee Papa est immediatus que proximus Vicarius Christi que Apostolorum.
XXXVIII. Decretales Epistolte sunt apocryphse, que seducunt a fide Christi, que clerici sunt stulti, que student eas.
XXXIX. Imperator que Domini seculares seducti sunt a diabolo, ut Ecclesiam dotarent de bonis temporalibus.
XL. Electio Papae a Cardinalibus per diabolum est introducta.
XLI. Non est de necessitate salutis, credere, Romanam Ecclesiam esse supremam inter alias Ecclesias. Error est, si per Romanam Ecclesiam intelligalur universalis Ecclesia, aut Concilium generale, aut pro quanto negaret piimatum summi Pontificis super alias Ecclesias peculiares.
XLII. Fatuum est, credere indulgentiis Papae que Episcoporum.
XLIII. Juramenta illicita sunt, quas fiunt ad roborandum humanos contractus que commercia civilia.
XLIV. Augustinus, Benedictus que Bernhardus damnati sunt, nisi poenituerint de hoc, quod habueruntpossessiones, que instituerunt, queintraverunt religiones. Et sic a Papa usque ad infimum religiosum omnes sunt hccretici.
XLV. Omnes religiones indiffertnterintroductae sunt a diabolo. Hermann von der Hardt, Rerum Concilii Oecumenici Constantiensis, Francofurti et Lipsiae 1697, Tomus iv, cols. 153-5.

194 Sedlák, M. Jan Hus, 339

195 Jiří Kejř, Jan Hus znamy a neznamy, Prague 2009, p. 80.

196 Από την αγγλική μετάφραση του Campbell McKenzie στο έργο του Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, p. 105: “Η σύνοδος έσφαλε αρκετές φορές με το να απορρίψει λανθασμένα μερικά άρθρα από τα βιβλία μου, ως διεφθαρμένα, και κολοβώνοντας μερικά αποσπάσματα, όπως θα φανεί από την σύγκριση αυτών των άρθρων με τα βιβλία μου”.

197 Mistra Jana Husi korespondence, No. 124, p. 261.

198 Petrus de Mladoniowicz, ‟Relatio de Magistro Johanne Hus,” 95: “ARTICULI EX TRACTATU EXTRACTATI FACTO CONTRA MAGISTRUM STEPHANUM PALECZ, SED RARUS VERE.
1.Si papa, episcopus vel prelatus est in peccato mortali, quod tunc non est papa, episcopus vel prelatus. …

Et cum hic finitus esset articulus, tunc Magister dixit: Ymo qui est in peccato mortali, nec est digne rex corm deo,...
Interim autem rex Sigismundus Hungarie erexerat se extra fenestram refectorii, hec audiencia fuit in claustro aput Minores, surgens et loquens ac narrans comiti pallatino Reni et purgrawio Norbegensi, qualiter in tota christianitate non fuit major hereticus quam iste, denotando Magistrum Iohannem Hus....
… clamaverunt prelati dicentes: “Vocate regem”. Ipso vero rege non audiente propter predicta, quae principibus narravit...
… erant regi “trahatis eum, regem, ut audiat, quia hic tangit eum”.
Et fecerunt Magistro Iohanni Hus eandem materiam resumente.
Et cum finivisset et limitasset, rex Sigismundus dixit: “Iohannes Hus, nemo sine crimine vivit”.

199 Για παράδειγμα, τους λοιδωρεί σκαιότατα όταν, οι ίδιοι που αποκαλούσαν τον πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ άγιο και αλάνθαστο, τόν καθαιρούν, μετά την φυγή του από την Κωνσταντία. Από την αγγλική μετάφραση του Campbell McKenzie στο έργο του Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, p.104: “Γνωρίζετε τι είδους είναι αυτοί οι πνευματικοί άρχοντες που αυτο-αποκαλούνται αληθινοί βικάριοι του Χριστού και απόστολοί του· που αυτο-ανακηρύσσονται η Αγία Εκκλησία, και η Αγιοτάτη Σύνοδος που είναι αλάνθαστη· και η οποία, παρ' όλα αυτά, διέπραξε αμαρτία με το να λατρεύει τον Ιωάννη ΚΓ', και να τον αποκαλεί αγιότατο, όταν ήξεραν ότι ήταν ανθρωποκτόνος, ακάθαρτος, σιμωνιακός, και αιρετικός, όπως τον ανακήρυξαν ότι είναι στην απόφαση που τον καταδικάζει. Ιδού πως χτύπησαν την κεφαλή της Εκκλησίας· ξερίζωσαν την καρδιά της Εκκλησίας· στέρεψαν την ανεξάντλητη πηγή της Εκκλησίας· παραβίασαν και κατέστρεψαν το αναλλοίωτο καταφύγιο της Εκκλησίας, όπου κάθε Χριστιανός θα έπρεπε να καταφεύγει”. (σ.σ. Ακολουθείται η στίξη του κειμένου).

200 Για την εκκλησιολογία του Hus βλέπε τις υποσημειώσεις νο 152&153.

201 Die Causa Johannes Hus, 160.

202 Mistra Jana Husi korespondence, No. 128–132, pp. 267–279, No. 134, p. 280, No. 139–140, pp. 286–294, No. 152–161, pp. 315–332, No. 163–165, pp. 334–339.

203 Mistra Jana Husi korespondence, No. 136, p. 286.

204 ο.π. Νο 136-138, σσ 281-286, νο 149, σ.311 & νο 165, σ,339.

205 ο.π. Νο 143, σσ. 296-297.

206 Σε επιστολιμαία ομολογία πίστεως γράφει τα εξής: “Η τελευταία μου και ακλόνητη απόφαση είναι, να αρνηθώ να παραδεχθώ ως εσφαλμένα τα αληθινά αποσπάσματα των έργων μου, και να αρνηθώ να απορρίψω αυτά που μου καταλογίζουν ψευδομάρτυρες· διότι το να απαρνείται κανείς υπονοεί ότι αυτός είχε εσφαλμένες απόψεις - δηλαδή στην πραγματικότητα να τις απορρίψει και να υιοθετήσει άλλες αντίθετης κατεύθυνσης. Ο Θεός γνωρίζει ότι δεν έχω διδάξει ποτέ αυτά τα άτοπα, που μου αποδίδονται από αυτούς που συνέλεξαν από τα έργα μου πολλές αλήθειες και τις διαστρέβλωσαν. Εάν ήμουν ενήμερος ότι, στα άρθρα που ομολογώ, υπήρχε κάτι αντίθετο με την αλήθεια, θα το διόρθωνα και θα το εξέβαλα με ενθουσιασμό. Όχι, θα δίδασκα και θα κήρυττα το αντίθετο. Αλλά, αν και μερικά σημεία μπορεί να θεωρήθηκαν σκανδαλώδη και εσφαλμένα από αυτούς που είναι δυσαρεστημένοι με τέτοιου είδους δόγματα, πάντως δεν πιστεύω ότι υπάρχει έστω και ένα απόσπασμα που να είναι αντίθετο με τον νόμο του Χριστού ή τα λόγια των αγίων αποστόλων” Επίσης Από την αγγλική μετάφραση του Campbell McKenzie στο έργο του Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, p. 148.

207 Kejř, Jan Hus znamy, 91 Ενδεικτικά είναι τα όσα γράφει σε επιστολή του προς τους φίλους του τα εξής: “ Ένας άξιος υποδηματοποιός, ο André Polonus, είπε, καθώς με αποχαιρετούσε (σ.τ.μ. Όταν αποχωρούσε για την Κωνσταντία), ' Είθε ο Θεός να είναι μαζί σου: δεν τολμώ να ελπίσω ότι θα επιστρέψεις ασφαλής, προσφιλή καθηγητά John, εσύ που είσαι τόσο δυνατά προσκολλημένος στην αλήθεια. Είθε ο Βασιλεύς, όχι της Ουγγαρίας, αλλά του Ουρανού, να σου χορηγήσει τις ευλογίες του για τα αληθινά και εξαίσια δόγματα που έμαθα από εσένα'. Επίσης Από την αγγλική μετάφραση του Campbell McKenzie στο έργο του Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, p. 141.

208 Η φράση απαντάται για πρώτη φορά στον γραπτό λόγο στην Επιστολή νο 57 του αγίου Ιερωνύμου ως εξής: “Venerationi mihi semper fuit non verbosa rusticitas, sed sancta simplicitas”, δηλ. “Η ευσέβεια δεν ήταν ποτέ για μένα ξιπασμένη φλυαρία, αλλά αγία απλότης”. Για την εμφάνιση της φράσης και την μετέπειτα χρήση της βλ. Hieronymus, Liber de optimo genere interpretandi (Epistula 57), ein Kommentar von G. J. M. Bartelink, στη σειρά Mnemosyne, Supplements vol.61, Leiden:Brill 1980, s.117.

209 Αγγλική μετάφραση Campbell Mckenzie στο έργο του Émile de Bonnechose, The Reformers before the Reformation, The Fifteen Century, John Huss and the Council of Constance, Edibourgh 1844, vol.II, book III, chap. XII. p.167

210 Martini Luther, Auff das Vermeint keiserlich Edict...Glossa, Wittenberg: Nicholas Schirlentz 1531, στην σειρά Martin Luthers, Werke (Weimarer Ausgabe/ WA) Band III, Weimar: Hermann Böhlau 1885, ss.321-388.

211 Για την αγιοποίηση του Jan Hus από τον Προτεσταντισμό βλ Rodney Petersen, Preaching in the Last Days: The Theme of “Two Witnesses” in the Sixteenth and Seventeenth Centuries, New York: Oxford University Press 1993, p.149 κ.ε. Ο Λούθηρος αναγνώριζε τον Hus και τον εαυτό του ως τους δύο προφήτες μάρτυρες της Αποκάλυψης στην προπαγάνδα της Μεταρρύθμισης.

212 Το επίθετό του “Hus” στην μητρική του γλώσσα σημαίνει “χήνα”. Πολλές φορές οι αντίπαλοί του χρησιμοποίησαν αυτή την ιδιαιτερότητα, για να τον λοιδωρήσουν, αλλά και ο ίδιος αυτοσαρκάζεται σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην επιστολή τους προς του πιστούς της Πράγας την σχετική με την ρήση του Λούθηρου: “Ζήτησαν να τυλίξουν το απλό πουλί στην παγίδα των κλητεύσεων και των αφορισμών· και έχουν στήσει ήδη την παγίδα τους ακόμα και για κάποιους από εσάς. Αλλά αν αυτό το πουλί, το οποίο είναι ένα οικόσιτο πτηνό, του οποίου η πτήση είναι περιορισμένη, και καθόλου υψηλή, διαπέρασε τα δίκτυα τους, πόσο περισσότερο άλλα πτηνά, τα οποία πετάνε ψηλότερα καθώς διαδίδουν τον λόγο του Θεού, παρά τα όποια αναποτελεσματικά τεχνάσματα”. αγγλική μετάφραση του Campbell McKenzie στο έργο του Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, p. 35.

213 Πρόκειται για κάτι που είχε γράψει ο Hus σε επιστολή του προς τους κατοίκους της Πράγας, το 1412 μ.Χ. Όταν βρισκόταν σε εξορία. Στην επιστολή του αυτή εξέφρασε έναν ευσεβή πόθο μάλλον, παρά πρόβλεψε ή προφήτευσε, ότι ο Θεός θα έστελνε γεράκια και αετούς να διαδεχθούν την ευπαθή και αδύναμη χήνα του. Φυσικά αναφέρεται στους συμπατριώτες του που τον διαδέχθηκαν στο κίνημα των Ουσιτών, όχι στον Λούθηρο : “Αυτή η ίδια η Αλήθεια δεν ενεργεί υποτονικά και αναποτελεσματικά και έστειλε δυνατούς αητούς και γεράκια, τα οποία ξεπερνούν όλα τα άλλα πουλιά, με το διεισδυτικό τους βλέμμα και είναι υψιπετή, και κερδίζουν άλλους για τον Χριστό, ο οποίος θα ενδυναμώσει όλους όσους είναι πιστοί σ' αυτόν” αγγλική μετάφραση του Campbell McKenzie στο έργο του Émile de Bonnechose, Letters of John Hus, written during his Exile and Imprisonment, Ediburgh 1846, p. 36.

214 Αυτό προέρχεται από την τελευταία ομιλία του Ιερώνυμου της Πράγας, ο οποίος καταδικάστηκε επίσης στην σύνοδο της Κωνσταντίας και εκτελέστηκε στις 30 Μαΐου του 1416 μ.Χ. Αυτός, λοιπόν, είπε στην εν λόγω ομιλία, ότι πριν παρέλθουν εκατό χρόνια από την εκτέλεσή του, οι εκτελεστές του, όχι μόνο οι δήμιοι αλλά και οι συμμετέχοντες στην σύνοδο της Κωνσταντίας που τον βρήκαν αιρετικό και αποφάσισαν, θα πρέπει να λογοδοτήσουν σ' αυτόν ενώπιον του Θεού: “Vobis certum est, meinique et maligne condmnare, nulla noxa etiamnum inventa. Ego vero post fata mea vestris consientiis stimulum infigo et morsum, ac appello ad celsissimum simul et aequissimum judicem Deum omnipotentem, u t c o r a m e o c e n t u m a n n i s r e v o l u t I s r e s p o n d e a t I s m ih i” . Τα τελευταία λόγια του Ιερώνυμου της Πράγας καταγράφηκαν από τον Πέτρο της Mladoňovice στο έργο του Vita Magistri Hieronymi, pro Christi nomine Constantiae exusti, το οποίο εκδόθηκε στη σειρά Fontes Rerum Bohemicarum 8 (1932), pp. 351-367. Η μετάφρασή του στα τσέχικα κυκλοφόρησε μέσα στο έργο Passional του 1495. Εμείς το βρήκαμε στο Adolf Hauffen, Husz eine Gans-Luther ein Schwan,εν Prager Deutschen Studien 9 Teil 2 (1908), s.2. Για την διάδοση της προφητείας στον προτεσταντικό κόσμο βλ. R. W. Scribner, Incombustible Luther: The Image of the Reformer in Early Modern Germany, εν Past and Present 110 (1986), pp.36-68.

215 Βλ. Σχετ. Thomas A. Fudge, Art and Propaganda in Hussite Bohemia, εν Religio: Revue pro religionistiku 1,2 (1993), pp. 135-153.

216 Stefan Świeżawski, Jan Hus - heretik nebo předchůdce Druhégo vatikánského koncilu, Tygodnik Powszechny, 9, February 1986. Αγγλική μετάφραση Richard T. Davies, ‘John Huss - Heretic or Precursor of Vatican II?’, εν Religion in Communist Dominated Areas 25, (1986), pp. 148–152

217 Jan Turnau, ‘Jan Hus: An Examination of Conscience’: Interview with Prof. Stefan Świeżawski, αγγλική μετάφραση ., Alexandra C. Moravec, Religion in Communist Dominated Areas, 31, (No. 4, 1992), p. 71.

218 Ο καρδινάλιος Ιωσήφ Beran (1888-1969) αναφέρθηκε στον Jan Hus στις τελευταίες συνεδριάσεις της Β' Βατικανής το 1965 και δήλωσε ότι ο παπισμός αντιμετώπιζε αξεπέραστες δυσκολίες στην Τσεχοσλοβακία, 550 χρόνια (τότε) μετά την εκτέλεση του. Κάλεσε την σύνοδο να δικαιώσει τον Hus επανεξετάζοντας την υπόθεσή του. Βλ. Σχετ. Thomas Fudge, Jan Hus: Religious Reform and Social Revolution in Bohemia, New York- London 2010, p. 227.

219 O Miloslav Vlk ήταν πρόεδρος της επιτροπής μέχρι το τέλος του 1996 μ.Χ.. Στην συνέχεια ανέλαβε ο επίσκοπος του Plzeň František Radkovský και γραμματέας ο František Holeček. Τα μέλη της επιτροπής προερχόταν από την Ευαγγελική Εκκλησία της Τσέχικης Δημοκρατίας, την Ουσσιτική Αδελφότητα, την θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου της Πράγας, τις σχολές ιστορίας και φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών της Τσεχίας. Ο František Šmahel, διευθυντής του Κέντρου Μεσαιωνικών Μελετών της Πράγας, ασχολήθηκε επίσης με το έργο της επιτροπής.

220 Δύο εκδόσεις, η πρώτη Jab Blahoslav Lášek (ed.), Jan Hus mezi epochami, národy a konfesemi, Praha : Česká křesťanská akademie : Husitská teologická fakulta Univerzity Karlovy, 1995 και η δεύτερη Seibt (ed.), Jan Hus. Zwischen Zeiten, Völkern, Konfessionen. Vorträge des internationalen Symposions in Bayreuth vom 22. bis 26. September 1993, München 1997.

221 David R. Holeton, The Celebration of Jan Hus in the Life of the Churches, εν Studia Liturgica 35 (2005), 58-59, όπου στον πάπα αποδίδει την φράση “ο Hus ήταν μεταρρυθμιστής ολόκληρης της εκκλησίας”. Αυτό στην συνέχεια το διασκεύασε σε “ο Hus ήταν ένας σημαντικός μεταρρυθμιστής για τη ζωή όλων των εκκλησιών” David R. Holeton- David V. Zdeněk, Introduction, στο BRRP, vol.3, p.11.

222 Βλ. Σχετ. Thomas Fudge, Jan Hus: Religious Reform and Social Revolution in Bohemia, New York- London 2010, p. 320, n. 86.

223 Το footage έχει επιθεωρήσει ο ίδιος ο Thomas Fudge, όπως γράφει στην προηγούμενη υποσημείωση. Ευχαριστεί τον Jerry Griffith (συγγραφέας, παραγωγός και σκηνοθέτης, όπως αναφέρει στο Linkedin) που του έστειλε το υλικό από την Ρώμη.

224 Paul de Vooght, L' Hérésie de Jean Huss, Louvain 1960, p.95.

225 De Vooght, Hussiana, pp. 9–25.

226 De Vooght, L' Hérésie de Jean Huss, pp. 413–415, 506–510

227 Jiří Kejř, Z počátků české reformace, Brno, L. Marek, 2006, pp.245-261με την δήλωση στην σελίδα 247.

228 Thomas Fudge, “Infoelix Hus”: The Rehabiliation of a Medieval Heretic, εν Fides et Historia: The Journal of the Conference on Faith and History, XXX (1998), pp.64-72 & Jiří Kejř, Z počátků české reformace, p.247.

 

© 2021 impantokratoros.gr
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου, κατόπιν αδείας του διαχειριστή του ιστοχώρου, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές, που πιθανόν να το αλλοιώνουν, για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή:
http://www.impantokratoros.gr/0B2EA715.el.aspx





Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 24/4/2024 2:06:28 μμ