ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄
Ὅταν ὁ καθηγητὴς Βλ. Φειδᾶς “προφήτευε”
τὶς συνέπειες τοῦ Οὐκρανικοῦ «αὐτοκεφάλου»:
«διὰ τῆς καταπατήσεως τῆς κανονικῆς παραδόσεως διαβιβρώσκει
καὶ διασπᾶ τὴν ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καὶ ἀγάπῃ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας»
Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται καὶ συνεπῶς ἕνας καλὸς μελετητής της δὲν εἶναι δύσκολο νὰ .. “προφητεύσει” τί θὰ συμβεῖ στὸ μέλλον, διότι γνωρίζει νὰ τό “διαβάζει” ὄχι μέσα ἀπὸ τὴ μαγικὴ γυάλα, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὶς πηγές.
Αὐτὲς οἱ σκέψεις μοῦ ἦρθαν ὅταν διάβασα μία σύντομη ἀλλὰ περιεκτικὴ καὶ τεκμηριωμένη στὶς πηγὲς παλαιότερη μελέτη τοῦ καθηγητοῦ Βλ. Φειδᾶ μὲ τίτλο «Τὸ “αὐτοκέφαλον” καὶ τὸ “αὐτόνομον” ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἐν Ἱεροσολύμοις 1979, σσ. 30. Ἂν καὶ δημοσιεύθηκε πρὸ 40 ἐτῶν (τὸ 1979), διαβάζοντας την κάποιος ἔχει τὴν αἴσθηση πὼς γράφτηκε γιὰ νὰ ἀπαντήσει καὶ νὰ ἀξιολογήσει ἱστορικοκανονικὰ τὴν ἀπόφαση γιὰ χορήγηση, τὴ διαδικασία ποὺ ἀκολουθήθηκε καὶ τέλος τὴν ἀπόδοση «αὐτοκεφάλου» στὴν «ἐκκλησία» τῆς Οὐκρανίας.
Οἱ ἀπόψεις τοῦ καθηγητοῦ, ποὺ δημοσιεύθηκαν στὴν πιὸ πάνω ἐργασία, ἔχουν ἐξαιρετικὴ σοβαρότητα, διότι α) ἡ ἐπιστημονικὴ κατάρτιση καὶ προσφορὰ τοῦ καθηγητοῦ στὴν ἐπιστήμη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας εἶναι ἀδιαμφισβήτητη, β) ἡ δημοσίευση ἔγινε σὲ ἀνύποπτο χρόνο καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ καταλογίσει στὸν συγγραφέα σκοπιμότητες (ἄλλωστε ἕνας καθηγητὴς τοῦ ἐπιπέδου καὶ τοῦ κύρους τοῦ Βλ. Φειδᾶ δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ ὅτι θὰ ἐπέτρεπε ποτὲ νὰ αὐτοαναιρεθεῖ ὡς ἱστορικός, ὑπηρετώντας ὁποιεσδήποτε σκοπιμότητες), γ) ὁ καθηγητὴς εἶναι σημαῖνον στέλεχος καὶ στενὸς συνεργάτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[1] καὶ δ) ὃπως ἢδη σημειώσαμε, ἡ μελέτη αὐτὴ συνετάγη κατόπιν αἰτήσεως τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἔτυχε ἐγκρίσεως ἀπὸ τὴν Ἱ. Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου καὶ ὑπεβλήθη «ὡς συμβολὴ» του στὴν Γραμματεία ἐπὶ τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου[2]
Γράφει, λοιπόν, ὁ καθηγητὴς Βλ. Φειδᾶς, στὸ ἔργο του «Τὸ ”αὐτοκέφαλον” καὶ τὸ “αὐτονομον” ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ»[3]
Καί καταλήγει ὁ καθηγητής Βλ. Φειδᾶς τήν ἐργασία του συνοψίζοντας:
9α. «2. Τὸ «Αὐτοκέφαλον», ὡς καὶ ἡ καθ’ ὅλου διοικητικὴ ὀργάνωσις τῆς Ἐκκλησίας, καταξιώνεται εἰς τὴν ὀρθόδοξον κανονικὴν παράδοσιν ὡς ὑπηρετικός της ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας θεσμός, διὸ καὶ δὲν δύναται νὰ ἐφαρμόζηται πρὸς ἱκανοποίησιν ἑτέρων μὴ ἀμιγῶς κανονικῶν σκοπῶν (ἐθνοφυλετισμός, πολιτικὴ φιλοδοξία, ἡγεμονισμὸς κ.ἂ.) (σημ. συντ.: θὰ προσθέταμε: ἐκδίκηση, τιμωρία, ἐκβιασμός…)
9β. «3. Ἡ κανονικὴ διοικητικὴ ἀρχὴ τοῦ «αὐτοκεφάλου» δύναται νὰ ἐφαρμόζηται ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας μόνο ὅταν δὲν προσκρούῃ εἰς ἄλλην ἢ ἄλλας θεμελιώδεις κανονικάς ἀρχὰς διοικητικῆς ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας, ὡς λ.χ. τὴν ἀρχὴν τῆς ὑπάρξεως μιᾶς διοικητικῆς «κεφαλῆς» εἰς τὴν ὡς αὐτοκέφαλον ἀνακηρυσσομένην ἐκκλησίαν, ἢ τὴν ἀρχὴν τῆς ὑπάρξεως ἑνὸς ἐπισκόπου εἰς ἑκάστην ἐπισκοπήν, κ.ἂ. ……
9γ. «5) Ἡ ἀνακήρυξις τοῦ «αὐτοκεφάλου» πρέπει νὰ διασφαλίζῃ ὄχι μόνον τὴν Οἰκουμενικὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὴν τοπικὴν ἑνότητα τῆς ἀνακηρρυσσομένης ὡς αὐτοκεφάλου τοπικῆς ἐκκλησίας, ὄχι μόνο καθ’ ἑαυτή, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰς ἄλλας αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας» (σ. 29).…
9δ. «7. Ἡ ἀνακήρυξις τοῦ «αὐτοκεφάλου» τοπικῆς τινὸς ἐκκλησίας δέον νὰ γίνῃ ἐπὶ τῇ βάσει τῆς καθ’ ὅλου κανονικῆς παραδόσεως καὶ ἰδίᾳ τῶν ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων καὶ τῆς μακραίωνος ἐκκλησιαστικῆς πράξεως καθιερωθέντων κριτηρίων, διότι μόνον οὕτως ἡ ἀνακήρυξις θὰ εἶναι κανονική. Τὰ κριτήρια αὐτὰ εἶναι:
α) Ἡ καθ’ ὅλου Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, κατὰ τὴν κανονικήν της διοικητικὴν διάρθρωσιν, ἀνακηρύσσει τοπικὴν τινα ἐκκλησίαν ὡς αὐτοκέφαλον, διὸ καὶ ἡ αὐθαίρετος, ἡ αὐτογνώμων ἢ ὑπὸ ὁμάδος αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μονομερὴς ἀνακήρυξις, μὴ ὑπηρετοῦσα τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ προσκρούουσα εἰς τὴν κανονικὴν παράδοσιν αὐτῆς, εἶναι ἀντικανονική.
β) Κανονικῶς ἁρμόδιον διὰ τὴν ἀνακήρυξιν τοῦ «αὐτοκεφάλου» ὄργανον εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ κατ’ ἀκολουθίαν διὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ἡ ὁποία, ἐφαρμόζουσα τὴν κανονικὴν παράδοσιν καὶ ἰδία τὰ ἀνωτέρω κανονικὰ κριτήρια, προβαίνει διὰ κανονικῆς διαδικασίας εἰς τὴν ἀνακήρυξιν.
γ) Ἡ κανονικὴ διαδικασία κινεῖται, κατὰ τὴν κανονικὴν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑπὸ τοῦ ἔχοντος τὰ πρεσβεία τιμῆς Οἰκουμενικοῦ θρόνου, ὁ ὁποῖος συντονίζει τὴν καθ’ ὅλου κανονικὴν ἀντιμετώπισιν τοῦ θέματος εἰς πανορθόδοξον βάσιν.
δ) Εἰς ἐξαιρετικάς περιπτώσεις εἶναι δυνατὴ ἡ κατ’ ἀρχὴν ἀνακήρυξις ἐκκλησίας τινὸς ὡς αὐτοκεφάλου διὰ τῆς ὁμοφώνου ἐκφράσεως τοῦ φρονήματος τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀλλ’ ἡ τοιαύτη κατ’ ἀρχὴν δι’ ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλ. οἰκονομίας ἀνακήρυξις τελειοῦται μόνον δι’ ἀποφάσεως Πανορθοδόξου Συνόδου.
ε) Ἡ ἀνακήρυξις τοῦ «αὐτοκεφάλου» ἢ καὶ τοῦ «αὐτονόμου» εἰσέτι τοπικῆς τινὸς ἐκκλησίας προϋποθέτει τὴν συγκατάθεσιν τοῦ θρόνου ἐκ τῆς δικαιοδοσίας τοῦ ὁποίου θὰ ἀποσπασθεῖ ἡ συγκεκριμένη καὶ σαφῶς κατὰ τὰ γεωγραφικὰ ὅρια περιγραφομένη ἐκκλησιαστικὴ περιφέρεια. Ἄνευ τῆς συγκαταθέσεως τοῦ ἀσκοῦντος τὴν διοικητικὴν δικαιοδοσίαν θρόνου, οἱαδήποτε ἀνακήρυξις εἶναι ἀντικανονική, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι δὲν εἶναι ὁμόφωνος καὶ προσκρούει εἰς τὴν κανονικὴν παράδοσιν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι προκαλεῖ τὴν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (σ. 30).
Τὸ κείμενο τοῦ καθηγητοῦ εἶναι ἀπολύτως σαφὲς καὶ ἡ σπουδαιότητά του ἔγκειται στὸ ὅτι εἶναι ἑδραιωμένο στὴν ἐκκλησιαστικὴ πράξη καὶ κανονικὴ παράδοση, στὴν ὁποία παραπέμπει δαψιλῶς.
Συγκρίνοντας τὰ ὅσα ἔγιναν γιὰ τὸ οὐκρανικὸ «αὐτοκέφαλο» (ἀπόφαση, διαδικασία καὶ τὴν ἴδια τὴ χορήγησή του) χωρὶς δυσκολία διαπιστώνουμε ὅτι ὅλες οἱ κανονικὲς προϋποθέσεις πού ἀναφέρει πιὸ πάνω ὁ καθηγητὴς ὡς ἀναγκαῖες γιὰ τὴν ἀπόδοση αὐτοκεφαλίας δὲν πληροῦνται:
Καὶ ἐνῶ δὲν τηρήθηκε καμία ἀπὸ τὶς προϋποθέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως γιὰ τὴν ἀπόδοση «αὐτοκεφαλίας» στὴν Οὐκρανία ἐν τούτοις ἔχουν ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ οἱ πιὸ κάτω ἀρνητικὲς ἐπισημάνσεις τοῦ καθηγητοῦ:
Συμπερασματικά, ὁ καθηγητὴς Βλ. Φειδᾶς πολὺ εὔστοχα “προέβλεψε” πρὸς 40ετίας καὶ γιὰ τὸ οὐκρανικὸ «αὐτοκέφαλο» ὅτι ἡ «διαδικασία εἶναι ἀντικανονικὴ καὶ ὄχι μόνο δὲν ἐξυπηρετεῖ τὴν ἑνότητα, ἀλλὰ τουναντίον διὰ τῆς καταπατήσεως τῆς κανονικῆς παραδόσεως διαβιβρώσκει καὶ διασπᾶ τὴν ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καὶ ἀγάπῃ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας». Αὐτὸ συνέβη διότι στὴν οὐκρανικὴ «αὐτοκεφαλία» δὲν ὑπῆρξε τὸ ἀπαραίτητο ἐκκλησιολογικὸ ὑπόβαθρο σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο «ἡ αὐτοκεφαλία ἐκκλησίας τινὸς ἔχει ὡς ἀποκλειστικὸν σκοπὸν τὴν ὑπηρεσίαν τῆς τοπικῆς καὶ οἰκουμενικῆς ἑνότητος τῆς ἐκκλησίας, ἄλλως, δι΄ ἄλλους λόγους διεκδικουμένη, καθίσταται αὐτοσκοπὸς καὶ ξένη πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς καθ’ ὅλου ἐκκλ. διοικήσεως».
[1] Ὁ καθηγητὴς Βλ. Φειδᾶς, εἶναι ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἐκ τῶν σημαντικοτέρων στελεχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τιμηθείς μὲ τὸ Ὀφίκιο τοῦ Ἄρχοντος Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ σήμερα ὑπηρετεῖ ὡς Κοσμήτορας τοῦ Ἰνστιτούτου Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης.
[2] ΒΛ. ΦΕΙΔΑΣ, Τό «αὐτοκέφαλον» καί τό «αὐτόνομον» ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ἐν Ἱεροσολύμοις 1979, σ. 7.
[3] ΒΛ. ΦΕΙΔΑΣ, Τό «αὐτοκέφαλον» καί τό «αὐτόνομον» ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ἐν Ἱεροσολύμοις 1979, σσ. 30.
[4] Ἀναφέρεται στήν περίπτωση τοῦ μονοφυσίτου πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Τιμοθέου Αἲλουρου, ὁ ὁποῖος μόνος του ἀπέκοψε τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀσιανῆς Διοίκησης (τῆς Ἐφέσου) ἀπό τό Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν ἀνακήρυξε αὐτοκέφαλη (σ. 19-20).
[5] Γιά τήν ἀδιαμφισβήτητη ἱστορική καί κανονική πραγματικότητα ὃτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπάγεται τούς τελευταίους τρισείμησι αἰῶνες στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, βλ. Ἀν. Γκοτσόπουλος, «Μικρή συμβολή στό διάλογο γιά τό Οὐκρανικό», μέρος α΄.