ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΔΟΝΑΤΙΣΜΟ

Επειδή δεν έχει γίνει καμιά αναφορά στον Δονατισμό στο σύνολο αυτής της εργασίας, θα δοθούν κάποια εισαγωγικά στοιχεία επί της αίρεσης αυτής, ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης να κατανοήσει όσα θα ειπωθούν στο επόμενο κεφάλαιο.

Στις 24 Φεβρουαρίου του 303 μ.Χ. ο Διοκλητιανός διέταξε διωγμό κατά των Χριστιανών. Σε αυτήν την ημερομηνία ο Ρωμαίος αυτοκράτορας εξέδωσε έδικτο (γνωστή και ως η πρώτη έδικτος, στα πλαίσια αυτού του διωγμού), με την οποία διέταξε την καταστροφή των χριστιανικών ναών και των εκκλησιαστικών βιβλίων. Αυτός ο διωγμός χαρακτηρίζεται από κάποιους1, ως η τελευταία προσπάθεια εκ μέρους των ειδωλολατρών αυτοκρατόρων να καταπολεμήσουν αυτό που θεωρούσαν ως έναν ανατολίτικο μύθο, αλλά ήταν τόσο ισχυρός ώστε να θεωρείται επικίνδυνος για το σύνολο του ρωμαϊκού πολιτισμού2.

Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτού του διωγμού ήταν η στόχευση των ιερών κειμένων του Χριστιανισμού, η κατάσχεση και καταστροφή τους, κάτι το οποίο δεν είχε συμβεί σε προηγούμενους. Έτσι, πίστευαν οι διώκτες, ότι οι Χριστιανοί θα στερούνταν τις πηγές της πίστης τους· άρα διώκονταν τα ιδρύματα και οι εικόνες του Χριστιανισμού. Σε αυτήν την πρώτη φάση του διωγμού δεν ήταν απαραίτητο οι Χριστιανοί να θυσιάσουν στα είδωλα, για να σώσουν την ζωή τους. Αν παρέδιδαν τα βιβλία τους και οι επίσκοποι τους ναούς τους προς καταστροφή, τότε ήταν ελεύθεροι να φύγουν. Η θυσία στα είδωλα επιβλήθηκε με την τέταρτη έδικτο το 304 μ.Χ.

Με την απόσυρση του Διοκλητιανού και του συν-αυτοκράτορα Μαξιμιανού το 305 μ.Χ., τα διατάγματα εξακολουθούσαν να ισχύουν, διότι κανένα αυτοκρατορικό διάταγμα δεν ακυρωνόταν στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αλλά σταμάτησαν να εφαρμόζονται από τους Κωνστάντιο και Σεβήρο, τους διαδόχους τους. Ο διωγμός κατέπαυσε.

Οι έδικτοι του διωγμού δεν εφαρμόστηκαν πάντα και παντού με την ίδια ακρίβεια. Στη Βόρεια Αφρική και κυρίως στον περιβάλλοντα χώρο της Καρχηδόνας, όπου διοικούσε ο ανθύπατος Anulinus, οι αξιωματούχοι δεν ήταν και τόσο πρόθυμοι να εφαρμόσουν μέχρι κεραίας τα εκδοθέντα διατάγματα, και έτσι άφηναν κενά, ώστε αν κάποιος Χριστιανός κρατούσε χαμηλό προφίλ, να μπορεί να διαφεύγει της προσοχής των αρχών. Δίπλα, στην επαρχία της Νουμιδίας, ο έπαρχος Florus ήταν περισσότερο σκληρός έναντι των Χριστιανών και με μεγάλη προθυμία να εφαρμόσει τα διατάγματα3.

Υπήρχαν, λοιπόν διαβαθμίσεις στην σκληρότητα εφαρμογής των μέτρων κατά των Χριστιανών ανά περιοχή και αυτή είναι μία χρήσιμη πληροφορία που σχετίζεται με τις συνθήκες γέννησης του Δονατισμού. Το ότι υπήρχε στην Αφρική ένας ανθύπατος λιγότερο εχθρικός προς τους Χριστιανούς, έδινε την δυνατότητα να επιζήσουν χωρίς να αρνηθούν την πίστη τους, αρκεί να φαινόταν ότι εφαρμόζονται τα διατάγματα4.

Η στάση των Χριστιανών έναντι των διωγμών είχε καθοριστεί ήδη στους προηγούμενους διωγμούς: κανένας συμβιβασμός με τους διώκτες. Ειδικά στην Βόρεια Αφρική, από όπου προέρχονται και τα αρχαιότερα μαρτυρολόγια της χριστιανικής γραμματείας, το μαρτύριο της Αγίας Περπετούας ήταν πηγή έμπνευσης αλλά και ενδυνάμωσης πολλών Χριστιανών Μαρτύρων5.

Πέρα από τα μαρτυρολόγια, υπήρχαν πιο επίσημες εκκλησιαστικές τοποθετήσεις για την στάση των Χριστιανών απέναντι στο μαρτύριο. Σύνοδος στην Καρχηδόνα υπό τον άγιο επίσκοπο Κυπριανό (210-258 μ.Χ.) πενήντα χρόνια πριν τον διωγμό του Διοκλητιανού είχε αποφασίσει την θέση της Εκκλησίας έναντι των πεπτωκότων (lapsi), αυτών, δηλαδή, που προτίμησαν να θυσιάσουν στα είδωλα, για ν' αποφύγουν τις συνέπειες του διωγμού του Δέκιου.

Η Σύνοδος της Καρχηδόνας του 251 μ.Χ. είχε δεχθεί την άποψη του αγίου Κυπριανού, ότι η Εκκλησία μπορούσε να δεχθεί όσους θυσίασαν στα είδωλα,ύστερα από μακρά, έμπρακτη και ειλικρινή μετάνοια. Ωστόσο, οι κληρικοί και επίσκοποι που είχαν θυσιάσει δεν έχαναν την ιεροσύνη τους. Τον ίδιο κανόνα μετανοίας επέβαλε η σύνοδος και σε όσους, αν και δεν είχαν θυσιάσει πραγματικά, έλαβαν λίβελλο (λιβελλοφόροι, λατ. Libellatici), είτε μέσω δωροδοκίας είτε μέσω κάποιου άλλου τεχνάσματος.

Το σκεπτικό πίσω από αυτήν την απόφαση ήταν αυτό που εξηγεί ο άγιος Κυπριανός, ότι, δηλαδή, εμφανιζόμενοι ως συμφωνούντες με τις αρχές, οι λιβελλοφόροι είχαν αρνηθεί τον Χριστό, διότι “πώς μπορεί κάποιος να είναι με τον Χριστό, όταν ντρέπεται ή φοβάται να ανήκει στον Χριστό;6”. Με την πρόφαση της υποταγής στις κοσμικές αρχές και της εφαρμογής των αναγκαστικών, πλην αντίθετων με τον νόμο του Θεού μέτρων, “είχαν υπακούσει στην κοσμική εξουσία αντί στον νόμο του Θεού7”.

Κατά την διάρκεια του διωγμού του Διοκλητιανού αμέτρητοι Χριστιανοί στην Βόρεια Αφρική μαρτύρησαν, εφαρμόζοντας τις υποδείξεις του αγίου Κυπριανού. Αυτοί αρνήθηκαν να παραδώσουν τις ιερές Γραφές στις κοσμικές αρχές, ισχυριζόμενοι, σύμφωνα με τα λόγια του αγίου Φήλικα, επισκόπου Thibiuca (στην ρωμαϊκή επαρχία Africa Proconsularis) και μάρτυρα, ότι:

Είναι προτιμότερο για εμένα να καώ στην πυρά, παρά οι ιερές Γραφές, διότι είναι προτιμότερο να υπακούσω στον Θεό, παρά σε ανθρώπινη εξουσία8”.

Ωστόσο, κάποιοι Χριστιανοί παρέδωσαν τα ιερά βιβλία στις αρχές για κάψιμο, ενώ άλλοι, αν και δεν παρέδωσαν ιερά βιβλία, αλλά βιβλία φαρμακευτικής ή βιβλία αιρετικών, θεωρήθηκαν εξίσου ένοχοι, διότι συμμορφώθηκαν και συνεργάστηκαν με τις κοσμικές αρχές. Αυτοί θεωρήθηκαν ότι βρέθηκαν στην ίδια κατηγορία με τους λιβελλοφόρους του διωγμού του Δέκιου. Και οι δύο κατηγορίες ονομάστηκαν traditores, διότι παρέδωσαν βιβλία, από αυτούς που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν.

Στο σημείο αυτό επενέβη ο επίσκοπος Καρχηδόνας Μενσούριος, εκφράζοντας μια πιο διαλλακτική άποψη. Θεωρείται ότι σε αυτό έπαιξε ρόλο η ανεκτικότητα του επίσης διαλλακτικού και συνεργάσιμου ανθύπατου Anulinus9. O Mensurius παρέδωσε βιβλία αιρετικών (Novorum quaecumque reproba scripta haereticorum10) στις αρχές και ο Anulinus σταμάτησε την περαιτέρω έρευνα στην οικία του επισκόπου, ακόμα και μετά την καταγγελία ενός πληροφοριοδότη, ότι εκεί υπήρχαν ακόμη χριστιανικά βιβλία.

Στο έργο του κατά των δονατιστών, ο Οπτάτος της Milevis φαίνεται να απηχεί τις απόψεις του Μενσούριου, όταν γράφει στο δεύτερο βιβλίο του έργου, ότι:

Είναι πιο σοβαρό να αρνείται κάποιος Αυτόν που μίλησε, από το να παραδίδει τα λόγια που είπε11”.

Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτή η διαφωνία του Μενσούριου. Στην επιστολή του προς τον Σεκούνδο, επίσκοπο Tigisis και πάσης Νουμιδίας, δηλώνει ότι υπήρχαν πολλοί Χριστιανοί οι οποίοι επιζητούσαν το μαρτύριο12. Για τον Μενσούριο, αυτοί οι Χριστιανοί ήταν φανατικοί και επικίνδυνοι για την ειρήνη της Εκκλησίας, καθώς οι πράξεις τους θα μπορούσαν να τραβήξουν την προσοχή των αρχών σε ολόκληρο το ποίμνιο. Έτσι, απαγόρευσε να τιμώνται ως μάρτυρες αυτοί, οι οποίοι: “οικειοθελώς ομολόγησαν ότι κατείχαν Γραφές, τις οποίες κανείς δεν είχε αναζητήσει”.

Σε αντίθεση με τον Μενσούριο, ο Σεκούνδος αρνήθηκε οποιαδήποτε συνεργασία με τις αρχές. Όταν του ζητήθηκε να παραδώσει τις Γραφές, αυτός απάντησε: “Χριστιανός είμαι και επίσκοπος, όχι παραδίδων13”. Όταν οι αγγελιοφόροι προσπάθησαν να τον πείσουν να προσποιηθεί ότι παραδίδει βιβλία ή να παραδώσει άλλα βιβλία, όχι χριστιανικά, αυτός αρνήθηκε φέρνοντας το παράδειγμα του Μακκαβαίου Ελεάζαρ, “ο οποίος δεν καταδέχτηκε να προσποιηθεί ότι μασάει κρέας χοίρων, ούτε και έγινε παράδειγμα συμπαιγνίας σε άλλους14”. Η θέση αυτή του Σεκούνδου έγινε το ιδεολογικό μανιφέστο των Δονατιστών.

Μετά το τέλος του διωγμού υπήρχαν στην Βόρεια Αφρική δύο κέντρα αντιπολίτευσης στον Μενσούριο. Το πρώτο βρισκόταν μέσα στην Καρχηδόνα, καθώς δεν συμφωνούσαν όλοι οι Χριστιανοί με την συνεργασία του ιεράρχη με την ρωμαϊκή διοίκηση. Η εύπορη χήρα Lucilla, η οποία αναφέρεται στα κείμενα του Οπτάτου και του αγίου Αυγουστίνου15, ήταν ονομαστή για την τιμή που απέδιδε στους μάρτυρες, προτιμώντας τον ασπασμό των λειψάνων από την Θεία Κοινωνία, παρά τις διαφωνίες του Μενσούριου ή του Καικιλιανού. Αρκετοί ομολογητές της πίστης τάχθηκαν, επίσης, στην αντίθετη με τον Μενσούριο μερίδα.

Το δεύτερο κέντρο εναντίωσης στον Μενσούριο ήταν οι επίσκοποι της Νουμιδίας. Αυτοί είχαν συγκαλέσει σύνοδο με πρόεδρο τον Σεκούνδο στην Σύρτη, στις 5 Μαρτίου του 305 μ.Χ16. Σε αυτήν συμμετείχαν 14 ίσως και περισσότεροι επίσκοποι και ο λόγος σύγκλησης ήταν η χειροτονία νέου επισκόπου για την πόλη της Σύρτης17, μετά τον θάνατο του επισκόπου Παύλου. Η σύνοδος αυτή εξέλεξε ως νέο επίσκοπο τον υποδιάκονο Σιλβάνο, έναν άνθρωπο, ο οποίος δεκαοκτώ μήνες πριν είχε παραδώσει την εκκλησιαστική περιουσία της μητροπόλεως στους ειδωλολάτρες μάγιστρους18. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος καταδικάστηκε για σιμωνία, traditio και κατάχρηση εξουσίας. Μάλιστα, ο ίδιος είχε καυχηθεί ότι παρέδωσε στον κουράτορα Munatius Felix τα χρυσά και αργυρά δισκοπότηρα19.

Στην σύνοδο αυτοί τέσσερις επίσκοποι ομολόγησαν ότι ήταν παραδιδότες, αλλά ως επίσκοποι, ισχυρίστηκαν, ότι λογοδοτούν μόνο στον Θεό20. Επίσης, εξετάστηκε και ο Σεκούνδος για την κατηγορία της παράδοσης, αλλά δεν ομολόγησε. Θεωρήθηκε ένοχος, διότι, ενώ ήταν δέσμιος, ελευθερώθηκε. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί, αν δεν είχε παραδώσει κάτι. Ωστόσο, άπαντες αποφάσισαν να σταθούν μαζί με τους ζηλωτές Χριστιανούς, των οποίων επιλογή ήταν ο Σιλβανός, και να τον χειροτονήσουν επίσκοπο Σύρτης.

Ακολούθησε η αλληλογραφία του Σεκούνδου με τον Μενσούριο, στην οποία ο πρώτος καυχιέται ότι δεν παρέδωσε τίποτα στους stationarii (τους επιφορτισμένους με την συλλογή και φύλαξη των κατασχεμένων κειμηλίων, Ρωμαίους στρατιώτες). Με την στάση του αυτή ο Σεκούνδους προσέγγισε τους ζηλωτές της Καρχηδόνας, ωστόσο ο φιλικός τόνος της επιστολής δείχνει ότι ακόμη δεν είχε εκδηλωθεί το σχίσμα.

Στους ακραίους ζηλωτές της μερίδας των επισκόπων της Νουμιδίας ανήκε ο Δονάτος της Casae Nigra, ο οποίος μετακόμισε στην Καρχηδόνα και αντιτάχθηκε ανοικτά στον Μενσούριο. Συντάχθηκε με τους ακραίους ζηλωτές της πόλεως, προχώρησε σε αναβαπτισμό των αποστατών και αναχειροτονία των πεπτωκότων επισκόπων21.

Το 311 μ.Χ. ο Μενσούριος κλήθηκε στην Ρώμη για να λογοδοτήσει για τις πράξεις ενός διακόνου της μητροπόλεώς του, του Φήλικα, ο οποίος είχε γράψει μία επιστολή κατά του αυτοκράτορα Μαξέντιου. Πέθανε την ίδια χρονιά, πριν προλάβει να επιστρέψει στην έδρα του. Σύμφωνα με τον Οπτάτο, ο επίσκοπος της Νουμιδίας, σ' αυτήν την περίπτωση ο Σεκούνδος, είχε δικαίωμα λόγου στην εκλογή του επισκόπου της Καρχηδόνας22, με αποτέλεσμα να αποκλείει υποψηφίους με την άσκηση αρνησικυρίας σε συγκεκριμένους υποψηφίους23.

Ο Σεκούνδος δεν ήθελε κανέναν από το περιβάλλον του Μενσούριου και για τον λόγο αυτό αποφάσισε να πάει προσωπικά στην Καρχηδόνα. Πριν προφτάσει όμως να μεταβεί εκεί, έλαβε ανακοίνωση ότι εξελέγη ο αρχιδιάκονος του Μενσούριου, Καικιλιανός, ως επίσκοπος της πόλης και χειροτονήθηκε από έναν επίσης συνεργάτη του μακαριστού επισκόπου Μενσούριου, τον Φήλικα της Aptunga. Ο Σεκούνδος, βέβαια, είχε έναν δικό του άνθρωπο στην Καρχηδόνα, τον Δονάτο και βρήκε σύμμαχους στα πρόσωπα των seniores laici, των επιτρόπων που ήταν επιφορτισμένοι με την φύλαξη και τον έλεγχο της κινητής περιουσίας την επισκοπής. Ενδεχομένως, ο Σεκούνδος έλαβε την είδηση από κάποιον από αυτούς.

Ο Φήλικας κατηγορήθηκε για traditio, αν και ο άνθρωπος που πλαστογράφησε τα αποδεικτικά στοιχεία, ο Ingentius, αργότερα παραδέχθηκε ότι αρχικά τον είχε κατηγορήσει επειδή κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν παραδιδούς (traditor). Είχε καταφύγει, λοιπόν, στην πλαστογραφία για ν' αποδείξει αυτού που επιθυμούσε να είναι αλήθεια24. Πάντως, η αλήθεια ή όχι της φήμης δεν απασχολούσε ιδιαίτερα τους επισκόπους της Νουμιδίας. Η χειροτονία του Καικιλιανού από τον Φήλικα, έστελνε το μήνυμα σε αυτούς, ότι ο επίσκοπος της Καρχηδόνας θα κρατούσε μια πιο χαλαρή στάση προς τους πεπτωκότες.

Η πρώτη αντίδραση του Σεκούνδου ήταν να θεωρήσει άκυρη την χειροτονία του Καικιλιανού και να ορίσει έναν interventor, έναν τοποτηρητή του θρόνου θα λέγαμε σήμερα25. Αυτός δολοφονήθηκε στον ναό και η υποψία έπεσε στους οπαδούς του Καικιλιανού26. Ο Σεκούνδος συγκάλεσε σύνοδο στην Νουμιδία και κάλεσε τον Καικιλιανό να παραστεί. Ο τελευταίος αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι ο Σεκούνδος όφειλε να παρουσιαστεί σε σύνοδο της Καρχηδόνας και να καταθέσει την διαμαρτυρία του. Αν το έπραττε, όμως, θα αναγνώριζε την νομιμότητα του Καικιλιανού, οπότε η κατάσταση έφτασε σε αδιέξοδο.

Για την άρση του αδιεξόδου ο Καικιλιανός έκανε μία πρόταση στους επισκόπους της Νουμιδίας· εφόσον αυτοί θεωρούσαν την χειροτονία του από τον Φήλικα άκυρη, θα μπορούσαν να τον χειροτονήσουν οι ίδιοι, ωσάν να ήταν ακόμη διάκονος27. Οι επίσκοποι Νουμιδίας άδραξαν την ευκαιρία, καθώς με αυτήν την πρόταση ο Καικιλιανός παραδέχονταν έμμεσα, ότι η χειροτονία ενός traditor ήταν άκυρη. Ο Σεκούνδος προχώρησε σε συνοδική καταδίκη του Καικιλιανού. Η απόφαση πάρθηκε το φθινόπωρο του 312 μ.Χ.

Στην συνέχεια, οι συνοδικοί της Νουμιδίας έλαβαν ένα δώρο από την Λουκίλλα, ύψους 400 folles28 και εξέλεξαν τον Majorinus στην θέση του Καικιλιανού. Τα χρήματα αυτά δεν δόθηκαν ποτέ σε ελημοσύνες, όπως ήταν η πρόφαση της δωροδοκίας. Ο Purpurius της Limata έλαβε 100 folles και τα υπόλοιπα ακούστηκε ότι μοιράστηκαν ανάμεσα στον Σιλβάνο της Σύρτης και τους κληρικούς του.

Στην συνέχεια, οι συνοδικοί της Νουμιδίας έστειλαν πρέσβεις στις εκκλησίες της Ρώμης, της Ισπανίας και της Γαλατίας υπέρ του Majorinus. Με επιστολές ανήγγειλαν την επιλογή τους στο πρόσωπο του Majorinus στην υπόλοιπη Αφρική. Μετά ταύτα οι συνοδικοί επέστρεψαν στις επισκοπές των. Έτσι ξεκίνησε το σχίσμα, όπου σύμφωνα με την έκφραση του Οπτάτου: “το ένα θυσιαστήριο σηκώθηκε εναντίον του άλλου29.

O Majorinus πέθανε το καλοκαίρι του 313 μ.Χ. και σχεδόν αμέσως εξελέγη ο Δονάτος της Casae Nigra, ο άνθρωπος που από το όνομά του προέρχεται ο όρος “Δονατισμός”. Αυτός παρέμεινε στην θέση του σχισματικού ιεράρχη της Καρχηδόνας για τα επόμενα σαράντα χρόνια.

Ποια ήταν τα πραγματικά αίτια αυτού του σχίσματος; Η Εκκλησία είχε υποστεί διωγμούς ήδη από τα αποστολικά χρόνια. Μεγάλοι διωγμοί, όπως αυτός του Διοκλητιανού είχαν υπάρξει και τα προηγούμενα χρόνια, όπως αυτοί του Σεβήρου και του Δέκιου. Πεπτωκότες Χριστιανοί υπήρχαν σε όλους τους διωγμούς, όπως και μεγάλοι ομολογητές και μάρτυρες. Επίσης, και σε όλους τους τόπους˙ Παλαιστίνη, Ρώμη, Αλεξάνδρεια κ.α. Αντιπαραθέσεις για την επάνοδο των πεπτωκότων είχαν αντιμετωπίσει όλες οι κατά τόπους εκκλησίες και καμία από αυτές δεν οδήγησε σε σχίσμα.

Από όσα εκτέθηκαν παραπάνω, τα αίτια του σχίσματος, όσον αφορά τους πρωταγωνιστές του, μπορούν να βρεθούν στις προσωπικές φιλοδοξίες των υποψηφίων, την αρχομανία μερικών επισκόπων, την προσπάθεια επέκτασης της επιρροής σε αλλότριες επισκοπές, τον αδιάκριτο ζηλωτισμό μερικών λαϊκών και την άρνηση υπακοής και συμμόρφωσης αυτών στις αποφάσεις της Εκκλησίας. Αυτά τα κίνητρα που βρίσκουν την ρίζα τους στα πάθη της ψυχής των ανθρώπων είναι κοινά σε κάθε είδους σχίσμα. Ο δονατισμός κυριάρχησε μέσα σε μια γενιά στην Νουμιδία και παρά τις προσπάθειες αντιμετώπισής του επιβίωσε μέχρι την αραβική κατάκτηση.

 Η Θεολογία του δονατισμού

Οι απόψεις των δονατιστών που θα αναφερθούν παρακάτω εξελίχθηκαν σε ώριμη θεολογία της αίρεσης πολύ γρήγορα, σε διάστημα σχεδόν μίας γενιάς. Ενώ, δηλαδή, αρχικά οι δονατιστές φαίνονταν να απηχούν τις απόψεις του αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος, γρήγορα ανέπτυξαν δική τους θεολογία με διαφορετικές από τις απόψεις της καθολικής Εκκλησίας σε θέματα εκκλησιολογίας, εσχατολογίας, σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, ελευθερίας της ανθρώπινης θελήσεως, αναβαπτίσεως και εγκυρότητας των Μυστηρίων για λόγους αμαρτίας των ιερέων. Πρόκειται για τα ίδια θέματα, στα οποία αποστασιοποιήθηκε ο ουσσιτισμός από τον παπισμό.

 

-Εκκλησιολογία.

Ένα καθοριστικό για την ταυτότητα των δονατιστών ζήτημα, το οποίο καθόρισε τις απόψεις τους για την αληθινή καθολική Εκκλησία, ήταν οι σχέσεις τους με τις υπόλοιπες τοπικές εκκλησίες ή, όπως, τίθεται στην φρασεολογία της εποχής, με τους υπερπόντιους επισκόπους. Ως “υπερπόντιοι” νοούνταν ακόμη και οι επίσκοποι των υπόλοιπων αφρικανικών τοπικών εκκλησιών, της Κυρηναϊκής και της Αιγύπτου, καθώς η Νουμιδία χωριζόταν δια ξηράς από αυτές τις επαρχίες από μεγάλες εκτάσεις ερήμου, οπότε η πρόσβαση σε αυτές ήταν ευκολότερη δια θαλάσσης.

Σημαντικό θέμα, το οποίο όφειλαν οι δονατιστές να λάβουν υπ' όψιν πριν καθορίσουν την άποψή τους γα την πραγματική καθολική Εκκλησία, ήταν το ότι οι άλλες τοπικές εκκλησίες, για παράδειγμα αυτή της Ρώμης δεν είχαν “μολυνθεί” από traditores, και η αποστολική διαδοχή ήταν συνεχής. Οι πρώτοι, λοιπόν, δονατιστές θεωρούσαν αυτές τις τοπικές εκκλησίες ως έγκυρες, καθώς δεν είχε ακόμη καταλήξει το ζήτημα της νομιμότητας της χειροτονίας του Καικιλιανού. Μάλιστα, στην Σύνοδο της Σαρδικής επιχείρησαν να αποκτήσουν κοινωνία με αυτές.

Μετά την δίωξη των δονατιστών από τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα Κώνστα Α' (337-350) Μακάριο και Παύλο το 347 μ.Χ., έγινε πλέον κατανοητό σε αυτούς, ότι όλες οι υπόλοιπες τοπικές εκκλησίες συντάχθηκαν με την πλευρά του Καικιλιανού και των διαδόχων του. Αναπτύχθηκε, λοιπόν, στους δονατιστές η ιδέα, ότι όλες οι υπόλοιπες τοπικές εκκλησίες είχαν εκπέσει, επειδή είχαν κοινωνία με αυτούς που είχαν χειροτονήσει traditores και με αυτόν τον τρόπο κοινωνούσαν των αμαρτιών τους. Πλέον γι' αυτούς η μόνη εναπομείνασα αληθινή Εκκλησία ήταν αυτή της Αφρικής και κάποιες δονατιστικές κοινότητες στην Ρώμη και την Ισπανία30.

Πλέον, οι δονατιστές ισχυριζόταν ότι είναι η αληθινή “Εκκλησία του Πέτρου” και ποτέ δεν αμφέβαλαν ότι είναι η καθολική Εκκλησία στην Αφρική, μια Εκκλησία καθαγιασμένη από το αίμα των Μαρτύρων και απαλλαγμένη από πλάνες, μέσω του Δονάτου31. Έβλεπαν στον εαυτό τους την συνέχεια της Εκκλησίας του αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος32. Το θέμα της εδαφικής συγκέντρωσης της Εκκλησίας δεν του απασχολούσε και θεωρούνταν δευτερεύων. Πρωταρχικό ζήτημα για τους δονατιστές ήταν η αγιότητα των Μυστηρίων και βρισκόταν μόνο στην δική τους εκκλησία33.

Σύγχρονες γνώμες αναθεωρούν την άποψη των δονατιστών για την καθολικότητα της Εκκλησίας. Για παράδειγμα η Maureen Tilley, αναθεωρώντας τη δονατιστική εκκλησιολογία, θεωρεί ότι αυτοί δεν έβλεπαν την δική τους εκκλησία ως την μοναδική, απλά πίστευαν ότι οι ορθόδοξες υπερπόντιες τοπικές εκκλησίες είχαν κοινωνία με την λάθος μερίδα, αυτή των Καικιλιανιστών34. Δύο παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν σχετικά με αυτήν την θέση.

Πρώτον, η Maureen Tilley καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα εξετάζοντας τα στενογραφημένα αρχεία (Gesta)35 της συνόδου της Καρχηδόνας το 411 μ.Χ. Η σύνοδος, όμως αυτοί προέκυψε ύστερα από εντολή των αυτοκρατόρων Ονόριου και Θεοδόσιου, οι οποίοι στις 14 Οκτωβρίου του 410 μ.Χ. όρισαν ως δικαστή τον κόμη Φλάβιο Μαρκελλίνο και διέταξαν του επισκόπους των Ορθοδόξων και των δονατιστών να συγκεντρωθούν στην Καρχηδόνα. Άρνηση παρουσίας ισοδυναμούσε με ανυπακοή σε αυτοκρατορική διαταγή. Άρα, η συμμετοχή τους δεν ήταν οικειοθελής και τα προσκόμματα που έθεσαν οι δονατιστές στις εργασίες της συνόδου με συνεχείς διακοπές, θέτουν σε αμφισβήτηση την ειλικρίνεια των ισχυρισμών τους.

Δεύτερον, σχιζοφρενική συμπεριφορά έχουν επιδείξει και σε άλλα θεολογικά θέματα, όπως αυτό των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους. Ενώ, δηλαδή, αφενός ζητούσαν να μην επεμβαίνει το κράτος στα ζητήματα της εκκλησίας και ειδικά της δικής τους, αφετέρου έκαναν συνεχείς εκκλήσεις σε όλους τους αυτοκράτορες της περιόδου, ακόμη και στον αποστάτη Ιουλιανό, όπως θα δούμε στην οικεία παράγραφο.

Στην σύνοδο αυτή επιβεβαιώθηκε η παραπάνω διατυπωθείσα εκκλησιολογία των δονατιστών σε πρακτικό επίπεδο. Οι δονατιστές ζήτησαν ατομική ταυτοποίηση καθενός από τους συμμετέχοντες Ορθοδόξους, με σκοπό την αναγνώριση της αντιπροσωπεία των τελευταίων ως απογόνων των traditores. Για παράδειγμα, ένας από τους συμμετέχοντες δονατιστές, ο Petilian, αμφισβήτησε την χειροτονία του αγίου Αυγουστίνου, ρωτώντας: “Τί είσαι; Είσαι γιος του Καικιλιανού ή όχι;36”.

Αυτές οι ad hominem επιθέσεις εναντίον των προσώπων των συμμετεχόντων από πλευράς ορθοδόξων φανερώνουν ότι στην εκκλησιολογία των δονατιστών το πρόσωπο έχει κεντρικό ρόλο και πιο συγκεκριμένα η αγιότητα του προσώπου καθορίζει την αγιότητα της Εκκλησίας. Πρόκειται για εξόφθαλμη αίρεση, καθώς η αγιότητα της Εκκλησίας προκύπτει από την αγιότητα του ιδρυτή της και την αγιότητα του Πνεύματος, το οποίο τελειοποιεί τα Μυστήρια και όχι από τους λειτουργούντες ή τους μετέχοντες του Μυστηρίου.

Το επόμενο επιχείρημα των Ορθοδόξων σχετιζόταν με την καθολικότητα της Εκκλησίας. Για την επίτευξη αυτής απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η αναγνώριση μίας τοπικής εκκλησίας από τις υπόλοιπες, μία αναγνώριση την οποία δεν είχαν οι δονατιστές. Η απάντηση των δονατιστών σε αυτό το επιχείρημα ήταν ότι οι υπόλοιπες τοπικές εκκλησίες είχαν κοινωνία με την λάθος μερίδα, αυτή των Καικιλιανιστών. Με αυτήν, όμως, την δήλωση οικειοποιούνταν το δικαίωμα των υπόλοιπων εκκλησιών να αναγνωρίζουν και να έχουν κοινωνία με την τοπική εκκλησία, την οποία κρίνουν ως ορθόδοξη, εν ολίγοις αμφισβητούν την ορθή λειτουργία του συνοδικού συστήματος.

Έπειτα, ο ισχυρισμός του Cresconius, ότι ο Δονάτος της Καρχηδόνας διέσωσε την αγιότητα όλης της Εκκλησίας από τη αίρεση, έθεσε τις βάσεις παρακολούθησης μιας θρησκευτικής πρακτικής που διατηρήθηκε στο όνομά του (εννοεί τον δονατισμό) σε όλον τον κόσμο37. Δηλαδή, αυτό που εννοεί εδώ ο Cresconius είναι ότι η διάσωση της Εκκλησίας από την αίρεση, μια διάσωση η οποία οφείλεται στον Δονάτο, είναι ένα έργο παγκόσμιας εμβέλειας ακόμη και αν η δονατιστική εκκλησία δεν είναι καθολική. Πρόκειται για σοφιστεία.

Σε αυτό το σημείο η άποψη των δονατιστών ήταν ότι η καθολικότητα της Εκκλησίας δεν αφορούσε την εδαφική εξάπλωσή της αλλά την δογματική καθαρότητά της. Όπως αναφέρει ο άγιος Αυγουστίνος, οι οπαδοί του Rogatus, μια εσωτερική δονατιστική διάσπαση επέμεναν ότι ο όρος “καθολικός”: “δεν αναφέρεται στην κοινωνία όλου του κόσμου, αλλά στην τήρηση όλων των εντολών του Θεού και όλων των Μυστηρίων38”.

Το ότι αυτή ήταν η θέση των δονατιστών και όχι μία κακόβουλη συκοφαντία του αγίου Αυγουστίνου, λόγω του ότι ήταν πολέμιος και υπό αυτή την οπτική εξετάζονται τα θέματα από την σύγχρονη ακαδημαϊκή έρευνα, το γνωρίζουμε και από τον Petilian, στην επιστολή του προς τον άγιο Αυγουστίνο. Αυτός, λοιπόν, ισχυριζόταν ότι η λέξη “καθολικός” ήταν ελληνική και σημαίνει “ολικός” ή “συνολικός” και οι καικισλιανιστές δεν είχαν δικαίωμα να διεκδικούν τον όρο, επειδή είχαν μολύνει τα Μυστήρια, οπότε δεν ανήκαν στο “όλον” αλλά στο “επί μέρους39”.

 Εσχατολογία

Τα στοιχεία της εσχατολογικής θεολογίας των δονατιστών που σταχυολογούνται από τα έργα του αγίου Αυγουστίνου είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις αιρετικές ιδέες τους για την πραγματική εκκλησία. Αρχικά η εσχατολογία των δονατιστών ήταν έτσι διαμορφωμένη ώστε να παρέχει στους οπαδούς τους ελπίδα, ώστε να υπομείνουν τους διωγμούς, μία ελπίδα που διατηρήθηκε μέχρι και την δίωξή τους από τους Μακάριο και Παύλο το 347 μ.Χ. Στη συνέχεια έγιναν κάποιες αλλαγές στην ρητορική τους, ώστε να μπορούν να δικαιολογήσουν την φθίνουσα πορεία του αριθμού των μελών τους, απέναντι στην καθολικότητα των Ορθοδόξων.

Με αυτό το σκοπό γινόταν συνεχής χρήση αποσπασμάτων της Αποκάλυψης του Ιωάννου, προσδίδοντας χιλιαστικό χαρακτήρα στην εσχατολογία τους. Η πλειοψηφία των δονατιστών δικαιολογούσε το λιγοστό ποίμνιο, λέγοντας ότι πρόκειται γα εκπλήρωση της προφητείας. Ο άγιος Αυγουστίνος στο έργο του De agone christiano συζητά το πώς οι δονατιστές χρησιμοποιούσαν εσχατολογικά μοτίβα για να απομειώσουν την ισχύ των επιχειρημάτων του. Το σκεπτικό του αγίου ήταν ότι η Αγία Γραφή είχε προφητεύσει την διάδοση του Χριστιανισμού σε όλη την γη, οπότε ο ισχυρισμός των δονατιστών ότι η Εκκλησία είχε σβήσει πέρα από την Βόρεια Αφρική ήταν αντι-βιβλικός.

Οι δονατιστές αντιμετώπιζαν το συγκεκριμένο επιχείρημα λέγοντας ότι η διάδοση του Χριστιανισμού σε όλη την γη είχε ήδη συμβεί πριν από την δική τους εμφάνιση40. Γι' αυτούς, η εποχή που ζούσαν ήταν μία περίοδος αποστασίας που είχε επακολουθήσει την διάδοση του Ευαγγελίου σε όλο τον κόσμο και η δική τους εκκλησία στην Βόρεια Αφρική ήταν το εναπομείναν λείμμα41. Γι' αυτόν τους τον ισχυρισμό επικαλούνταν το Β' Θεσ. 2, 3-442.

Σύμφωνα με αυτό το βιβλικό εδάφιο, το τέλος του κόσμου δεν θα έρχονταν πριν εκδηλωθεί η γενική αποστασία. Σύμφωνα με τους δονατιστές, η αποστασία ξεκίνησε με την εκλογή του Καικιλιανού και πλέον μόνο οι ίδιοι αποτελούσαν την αληθινή εκκλησία. Το σχίσμα του Καικιλιανού το έβλεπαν ως θεία επέμβαση, με σκοπό να ξεχωρίσει η ήρα από το σιτάρι.

Θεωρούσαν, λοιπόν, ότι ζούσαν τις έσχατες ημέρες και η εκπλήρωση της εσχατολογικής προφητείας ήρθε με την κατάκτηση των Βανδάλων. Υπολόγιζαν την αριθμητική αξία του ονόματος του Βάνδαλου βασιλιά Γιζέριχου (428-477), ο οποίος εισέβαλε στην Βόρεια Αφρική από το Γιβραλτάρ το 428 μ.Χ. και προκάλεσε πολλές καταστροφές, σε 666, οπότε τον εξέλαβαν ως το θηρίο της Αποκαλύψεως43.

Οι δονατιστές προσάρμοζαν πολλά βιβλικά εδάφια, όλα εσχατολογικού προσανατολισμού, για να αντιμετωπίσουν την επιχειρηματολογία του αγίου Αυγουστίνου. Ειδικά το Ματθ. 24.12: “καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν" προσφερόταν για να δείξουν ότι η γενική αποστασία προηγούνταν του τέλους του κόσμου44. Από την πλευρά τους οι οπαδοί του Rogatus δίδασκαν ότι αυτοί ήταν οι λίγοι εκλεκτοί στους οποίους “ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;” (Λουκ. 18.8).

 

Ενδιαφέρουσα προσωπικότητα έντονο στίγμα στην εσχατολογία των δονατιστών είναι ο Tyconius45. Αυτός έγραψε τέσσερα έργα46, εκ των οποίων μόνο ένα σώζεται σήμερα. Από τη θεματολογία των έργων του γίνεται κατανοητό ότι αυτός ασχολείται κυρίως με εσχατολογικά θέματα και σε συνάρτηση αυτών με την οικουμενικότητα της Εκκλησίας.

Λεπτομέρειες για τα επιχειρήματά του εξάγονται από το μόνο σωζόμενο έργο του Liber regularum47. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτόν, ο Νόμος εφαρμόζεται μέσω επτά κανόνων. Αυτοί οι κανόνες είναι mysticae: είναι οι αρχές σύνθεσης των Γραφών, κωδικοποιημένες στο ίδιο το κείμενο, το οποίο καλύπτει ή θολώνει το νόημά τους.

- Για παράδειγμα, η Αγία Γραφή μιλά για τον Κύριο. Άλλες φορές μιλά για την Εκκλησία, η οποία, όμως, είναι το Σώμα του Κυρίου (1ος κανόνας, Domino et corpore eius).

- Το σώμα του Κυρίου είναι διμερές: είναι και 'μαύρο' και 'ωραίο'˙ το καλό και το κακό συνυπάρχουν (2ος Κανόνας, Domini corpore bipertito).

- Ο Νόμος είναι η Αγία Γραφή και περιλαμβάνει η επαγγελία του Θεού˙ μιλά στην Παλαιά Διαθήκη για τον Ισραήλ και στην Καινή για την Εκκλησία. Η επαγγελία και ο Νόμος συμβαδίζουν σε όλες τις εποχές (3ος Κανόνας, de promisis et lege).

- Η Αγία Γραφή μπορεί και εκφράζει γενικές αλήθειες με αμφισημίες, κάνοντας απλές αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα (4ος Κανόνας, de specie et genere)

- Κάνοντας αναφορές σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, δεν υπόκειται σε επαληθεύσεις μέσω υπολογισμών, διότι τα ίδια τα νούμερα είναι ελαστικά και επιδέχονται μυστική ερμηνεία (5ος Κανόνας, de temporibus)

- Η συνεχόμενη αφήγηση δεν αντιστοιχεί σε συνεχόμενη ροή των γεγονότων, καθώς αυτά μπορεί να είναι και επαναλαμβανόμενα, άρα αυτό που φαίνεται ως συνέχεια είναι στην πραγματικότητα επανάληψη (6ος Κανόνας, de recapitulatione)

- Ακόμη και οι αναφορές στον διάβολο δεν είναι πάντα ξεκάθαρες. Όταν η Αγία Γραφή μιλά για τον Σατανά, μπορεί να αναφέρεται σε αυτούς που τον ακολουθούν, τους αμαρτωλούς (7ος Κανόνας, de diabolo et eius corpore).

Αυτή του η σύλληψη για τους επτά κανόνες της συγγραφής της Βίβλου, του έδωσε την δυνατότητα να αμφισβητήσει κάθε ορθόδοξη ερμηνευτική, και εφαρμόζοντας τους στην Αποκάλυψη να εξαφανίσει τον εσχατολογικό της χαρακτήρα, με τον ισχυρισμό ότι ήδη αυτή αναφέρεται σε γεγονότα που έχουν συμβεί ή συμβαίνουν συνεχώς στην εκκλησιαστική κυρίως ιστορία. Για παράδειγμα, το “μυστήριο της ανομίας” (Β' Θεσ. 2,7) επιτελείται σε περιπτώσεις διωγμών, κατά τον Tyconius, ενώ στην ορθόδοξη ερμηνευτική η προειδοποίηση του Κυρίου αφορά ψευτο-προφήτες και ψευδομεσσίες.

Αντίστοιχα, εφόσον η Αποκάλυψη αναφέρεται, σύμφωνα με την ερμηνευτική του Tyconius, στην Εκκλησία και τους αμαρτωλούς μέσα σε αυτήν, τα σε αυτήν αναφερόμενα γεγονότα συμβαίνουν σε κάθε εποχή της εκκλησιαστικής ιστορίας και όχι μόνο στο τέλος της. Συνεπώς, η δεινή θέση των δονατιστών στην εποχή του είχε προφητευτεί στην Αποκάλυψη και τον Δανιήλ και αυτό που συνέβαινε τότε στην Αφρική, έπρεπε να συμβεί παγκοσμίως (per orbem), ενώ ο διωγμός δεν σήμαινε αναγκαστικά ότι έφθασε το τέλος του κόσμου48.

Η διαφορά του Tyconius με τους άλλους δονατιστές της εποχής του είναι ότι αυτός δέχεται την συνύπαρξη αγίων και αμαρτωλών στην Εκκλησία. Όμως, αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά που ξεχωρίζει τους δονατιστές και προσδιορίζει την δική τους εκκλησία, όποτε η στάση του Tyconius είναι μία αίρεση μέσα στην αίρεση και όπως λέει ο άγιος Αυγουστίνος η αποδοχή της θέσης του Tyconius από τους δονατιστές θα διαρρηγνύει τα θεμέλια της δονατιστικής θεολογίας. Γι' αυτό, βέβαια και δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τους υπολοίπους49.

Η μέθοδος ερμηνείας της Αγίας Γραφής που χρησιμοποιεί ο Tyconius δίνει έμφαση στην ιστορική διάσταση της προφητείας, ενώ απέχει από συστάσεις προς το εκκλησίασμα και την κοινωνία, ως προ την στάση τους έναντι αυτής, με αποτέλεσμα η εσχατολογία του να στερείται χιλιαστικών προσδοκιών, όπως συνέβαινε στις δονατιστικές σέκτες. Ο χρόνος που θα συμβούν τα αποκαλυπτικά γεγονότα είναι άγνωστος και μέχρι τότε η Εκκλησία θα είναι ένα corpus permixtum, που θα περιλαμβάνει αμαρτωλούς και αγίους50.

Η στάση αυτή του Tyconius επιδέχεται εξήγησης. Αφενός οι διωγμοί για τους δονατιστές δεν είχαν τελειώσει. Αφετέρου, αυτοί, όπως και οι Ουσσίτες είχαν αναπτύξει τις δικές τους ένοπλες ομάδες τους Circumcelliones, τους οποίους θα πρέπει να κατανοούμε κυρίως σαν ληστρικές ομάδες με έντονο, όμως, το αντι-ρωμαϊκό, αντι-αυτοκρατορικό συναίσθημα, το οποίο θα μπορούσε να εκληφθεί και ως εθνικιστικό, αν η Νουμιδία δεν κατοικούνταν από βαρβαρικά φύλα, τα οποία δεν είχαν μετάσχει της ελληνιστικής παιδείας, όπως η ΒΔ Αφρική. Η ταύτιση της Ρώμης με την Βαβυλώνα ήταν το βιβλικό ιδεολογικό μανιφέστο φυλών ξένων προς τον ελληνο-ρωμαϊκό πολιτισμό και έκφραση μιας αντιπάθειας εθνικά δικαιολογημένης.

Ο Tyconius θεώρησε ότι θα μπορέσει να δημιουργήσει τις συνθήκες μιας πολιτιστικής συνύπαρξης, καθώς ο Χριστιανισμός προσφέρονταν για κάτι τέτοιο. Στην εκ μέρους του αποδοχή της συνύπαρξης αμαρτωλών και αγίων στην Εκκλησία, αντιστοιχεί η συνύπαρξη Ρωμαίων και Αφρικανών στα όρια της αυτοκρατορίας. Ήταν, όμως, ιδεολόγος. Οι δονατιστές δεν το δέχτηκαν ποτέ και παρέμειναν πεισματικά στην ιδέα της αποκοπής των αμαρτωλών από την Εκκλησία, όπως ακριβώς θα ήθελαν και τους Ρωμαίους μακριά από την Νουμιδία. Δηλαδή η αίρεση συνέβαλε για ακόμη μια φορά στην έκφραση δυσαρέσκειας και αποστασιοποίησης για εθνικιστικούς λόγους.

 

    • Ελεύθερη Βούληση.

Το θέμα της ελεύθερης βούλησης καθόρισε περισσότερο από κάθε άλλο θέμα την θεολογία των δονατιστών σε ύστερο χρόνο και τροποποίησε προηγούμενες απόψεις των ιδίων. Η σπουδαιότητα του θέματος στην ύστερη θεολογία των δονατιστών βρίσκεται στο ότι φανερώνει μια σημαντική εξέλιξη στην σκέψη της σέκτας. Στην αρχή του σχίσματος οι δονατιστές είχαν στηρίξει τους ισχυρισμούς τους στην διδασκαλία του αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος, ειδικά σε ότι αφορά τους αναβαπτισμούς και την εγκυρότητα των Μυστηρίων.

Το θέμα της ελεύθερης βούλησης σχετίζεται και με το θέμα των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, θέμα το οποίο θα εξεταστεί στην συνέχεια. Ο λόγος είναι ότι οι δονατιστές δέχθηκαν διώξεις από τις ρωμαϊκές αρχές, οπότε άμεση απάντησή τους ήταν ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται εξαναγκασμός για την επίτευξη μεταστροφής, αλλά αυτή θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής.

Γράφει, λοιπόν, ο Petilianus, ο δονατιστής συνομιλητής του αγίου Αυγουστίνου:

Γιατί δεν επιτρέπουμε στον καθένα ν' ακολουθεί την ελεύθερη βούλησή του, την στιγμή που ίδιος ο Κύριος και Θεός έχει δώσει την ελεύθερη βούληση στους ανθρώπους, δείχνοντας σε αυτούς, όμως, την οδό της δικαιοσύνης, ώστε να μην απωλεσθεί κανείς από άγνοια αυτής; Διότι είπε, έχω θέσει ενώπιόν σας το καλό και το κακό, έχω θέσει ενώπιόν σας φωτιά και ύδωρ˙ επιλέξατε ό,τι θέλετε51

Είναι ενδιαφέρον το ότι αυτά λέγονται από κάποιον που αποσπάστηκε από τους ορθόδοξους γονείς του βίαια και ενάντια στην θέλησή του από τους δονατιστές και προσηλυτίστηκε από αυτούς. Είναι προφανές ότι η θεολογία της ελεύθερης βούλησης ήταν για τους δονατιστές ένα μέσο απολογητικής, ενάντια στα επιχειρήματα των ορθοδόξων και όχι τόσο μια συνειδητή στάση ζωής. Θα δούμε ότι μέσω αυτής απαντούσαν και στο θέμα της καθολικότητας της Εκκλησίας.

Ένα επιχείρημα που απευθυνόταν στην ελεύθερη βούληση, χρησιμοποιούνταν και ως εξήγηση για το γιατί η εκκλησία είχε εξαφανιστεί και περιοριζόταν μόνο στην Βόρεια Αφρική, στην σέκτα τον δονατιστών. Στο έργο του De Unitate Ecclesiae, ο άγιος Αυγουστίνος ρωτούσε τους δονατιστές γιατί η εκκλησία εξαφανίστηκε, ενώ είχε απλωθεί τα προηγούμενα χρόνια σε όλον τον γνωστό τότε κόσμο. Η απάντησή τους ήταν η εξής:

Επειδή οι άνθρωποι δεν το επιθυμούσαν. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε με ελεύθερη βούληση, και αν το βούλεται, πιστεύει στον Χριστό˙ εάν δεν βούλεται δεν πιστεύει. Εάν θέλει κρατά την πίστη του, εν δεν θέλει, δεν την κρατά. Συνεπώς, όταν η εκκλησία είχε αρχίσει να μεγαλώνει σε όλο τον κόσμο, οι άνθρωποι δεν ήταν πρόθυμοι να διατηρήσουν την πίστη τους και η χριστιανική θρησκεία εξαφανίστηκε από όλα τα έθνη, εκτός από την μερίδα των δονατιστών52”.

Επίσης, ο Tyconius καταγράφει ότι οι συντηρητικοί δονατιστές όταν εξηγούσαν το αγιογραφικό χωρίο της διαθήκης του Θεού με τον Αβραάμ, έλεγαν ότι προϋπόθεση αυτής ήταν η με ελεύθερη βούληση επιλογή του πατριάρχη: “αυτοί, επειδή ήθελαν να διατηρήσουν την ελεύθερη βούληση, ισχυριζόταν ότι ο Θεός πραγματικά υποσχέθηκε όλα τα έθνη στον Αβραάμ, αλλά μόνο αν τα έθνη τηρούσαν το νόμο53”.

Ωστόσο, ο Tyconius εισήγαγε και μία δική του μορφή ντετερμινισμού, η οποία οδηγούσε αναγκαστικά στον απόλυτο προορισμό. Αυτός, αφενός, ήταν αντίθετος στην νομικίστικη θεώρηση του ζητήματος λέγοντας ότι “Πράγματι, αυτό το ρητό, καὶ εἰ ἤκουσας τῶν ἐντολῶν μου54 είναι μία υπενθύμιση της δικαιοσύνης του Θεού και μια μορφή υπόσχεσης, ώστε κανείς να μην νομίσει ότι από θεία προδιάθεση, και όχι από ελεύθερη βούληση, κάποιοι ήταν φτιαγμένοι για θάνατο και κάποιοι για την ζωή55”.

Και ενώ αρνείται τον ντετερμινισμού του απόλυτου προορισμού, λόγω της αντίληψης των δονατιστών περί ελεύθερης βουλήσεως, φτάνει σε αυτόν λέγοντας, ότι “όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι καλά˙ ο διάβολος άλλαξε την χρήση τους, αλλά όχι την φύση τους56”. Τι να πει τώρα εδώ κάποιος; Πρώτον, αρνείται το τρεπτόν της ανθρώπινης φύσης, ισχυριζόμενος ότι, εφόσον ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο, αυτός είναι καλός εκ φύσεως. Το ίδιο ισχυριζόταν και ο Νοβατιανός. Δεύτερον, αυτός ο ισχυρισμός δίνει ηθική αξία στην φύση του ανθρώπου και έμμεσα καταργεί την ηθική διάσταση των επιλογών.

 

    • Εγκυρότητα Μυστηρίων.

Οι δονατιστές αξίωναν την ηθική τελειότητα όλων των μελών τους. Όπως φάνηκε και στην εκκλησιολογία τους στην Εκκλησία δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν αμαρτωλοί. Ήταν, λοιπόν, μια αυστηρά ηθικιστική σέκτα. Έτσι, όταν ανακάλυπταν την αμαρτία στις συναθροίσεις τους, θεωρούσαν ως χρέος να την αντιμετωπίσουν και όχι να την αγνοήσουν. Ο άγιος Αυγουστίνος πολλές φορές στα αντιαιρετικά του έργα μέμφεται τους δονατιστές, για την άσπλαχνη αντιμετώπιση του αμαρτωλού, και τους νουθετούσε λέγοντας ότι είναι αδύνατον να ισχυρίζονται για τον εαυτό τους την απόλυτη αναμαρτησία.

Από την πλευρά τους οι δονατιστές απαντούσαν με το ακόλουθο επιχείρημα: ότι η άγνωστη αμαρτία δεν είχε επίπτωση στην κοινότητά τους, δηλαδή δεν εμπόδιζε την αδιάσπαστη αποστολική διαδοχή, όπως ισχυρίζονταν ότι συνέβαινε στην ορθόδοξη Εκκλησία. Η αμαρτία ακύρωνε τα Μυστήρια μόνο αν γινόταν γνωστή και δεν αντιμετωπιζόταν από την συνάθροιση, πάντα κατά την άποψή τους.

Οπτάτος και Αυγουστίνος αντιμετωπίζουν το θέμα αρχικά σε σχέση με τους αναβαπτισμούς των δονατιστών. Ο Οπτάτος γράφει:

Ξαναβαπτίζετε ανθρώπους από εμάς, αλλά στους δικούς σας συντρόφους οι οποίοι έχουν πέσει σε σφάλμα δεν το κάνετε. Διότι έχετε πει, αν ένας ιερέας είναι σε πτώση, τα δώρα λειτουργούνται μόνα τους57

Από την πλευρά του ο άγιος Αυγουστίνος σημειώνει ότι οι δονατιστές δέχονταν την εγκυρότητα των Μυστηρίων, ακόμη και αν κάποιος από τους ιερείς τους βρισκόταν αργότερα σε πτώση. Υπ' αυτήν την έννοια τους καλεί να δεχτούν την εγκυρότητα των Μυστηρίων των Ορθοδόξων και να ταχθούν στην Εκκλησία:

Καταδικάζετε κάποιον που παραμένει άγνωστος για λίγο καιρό και στην συνέχεια προδίδεται και καταδικάζεται, έτσι δεν είναι; Ρωτώ, λοιπόν, σας μόλυνε κατά τον χρόνο που παρέμενε άγνωστος; Απαντάτε, με κανέναν τρόπο. Τότε, δεν θα σας μόλυνε ποτέ, αν η αμαρτία παρέμενε κρυμμένη για πάντα, διότι συμβαίνει συχνά να έρχονται στο φως οι πράξεις των ανθρώπων, αφ' ότου αυτοί πεθάνουν, αλλά αυτό δεν προκαλεί ζημιά στους Χριστιανούς που ήταν σε επαφή μαζί τους, όσο ζούσαν. Γιατί, λοιπόν, έχετε αποκόψει τον εαυτό σας από την κοινωνία των αμέτρητων Ανατολικών, λόγω ενός βιαστικού και καταραμένου σχίσματος, από αυτούς που δεν ήξεραν τίποτα για τα όσα συνέβαιναν στην Αφρική, σύμφωνα με αυτά που διδάσκετε ή υποκρίνεστε [ότι εφαρμόζετε];58 ”.

Από την δύσκολη θέση, να απαντήσουν σε ένα εύλογο ερώτημα που προέκυπτε από τον τρόπο που οι ίδιοι ο δονατιστές είχαν εμπλέξει τους εαυτούς τους, ανέλαβε να τους βγάλει ο Petilianus. Αυτός εφέστησε την προσοχή στον δεχόμενο το Μυστήριο και όχι στον τελούντα το Μυστήριο, μια θεωρία που ανάπτυξε κυρίως λόγω των επιπλοκών που η θεολογία τους δημιουργούσε σε περίπτωση που λειτουργός βρισκόταν σε πτώση, οπότε προέκυπτε το ερώτημα της εγκυρότητας των βαπτίσεων που είχε τελέσει ή των χειροτονιών που είχε κάνει, αν ήταν επίσκοπος.

Ο Petilianus, λοιπόν, σκέφτηκε την εξής σοφιστία: Αν ο βαπτιζόμενος δεν γνώριζε την αμαρτία του λειτουργούντα την εποχή της βαπτίσεώς του, το βάπτισμα ήταν έγκυρο, διότι πρόθεσή του ήταν να ενώσει τον εαυτό του με την εκκλησία και όχι με την αμαρτία του ιερέα ή επισκόπου. Αυτή η αρχή επεκτάθηκε λίγο αργότερα και σε όλα τα Μυστήρια, τα οποία είχε ιερουργήσει ιερέας ή επίσκοπος, ο οποίος αποκαλύφθηκε αργότερα σε πτώση.

Σύμφωνα με την θεωρία του Petilianus, δεν ήταν η ίδια η αμαρτία αυτή που ακύρωνε ένα Μυστήριο, αλλά η αδιαμαρτύρητη αποδοχή της εκ μέρους του εκκλησιάσματος, για λογαριασμό του ιεράρχη. Αυτή η συνειδητή αποδοχή της αμαρτίας του ιερέα ή του επισκόπου από το εκκλησίασμα, καθιστά το ποίμνιο κοινωνό αυτής. Συνεπώς, επίσκοπος που είχε αποστατήσει μπορούσε να τελεί Μυστήρια, όσο η αμαρτία παρέμενε κρυφή και δεν αποκαλυπτόταν. Όταν αποκαλυπτόταν τότε ακυρώνονταν τα τελούμενα Μυστήρια, και το ποίμνιο διά της αποδοχής του προσώπου του επισκόπου αποδεχόταν και την αμαρτία.

Ως απάντηση σε αυτόν τον ισχυρισμό, ο άγιος Αυγοουστίνος έφερε το παράδειγμα του Ιούδα, τον οποίο ο Κύριος επέτρεψε να βρίσκεται στον κύκλο των αποστόλων, αν και γνώριζε την αμαρτία του: “Ήταν ο Χριστός αυτός που έστειλε αυτόν που τον πρόδωσε μαζί με τους άλλους αποστόλους, για να κηρύξει την βασιλεία των Ουρανών... και Αυτός τον έστειλε να κηρύξει με σκοπό να δείξει ότι τα δώρα του Θεού δίδονται σε αυτούς που τα λαμβάνουν με πίστη, ακόμη και αν αυτοί μέσω των οποίων τα λαμβάνουν είναι σαν τον Ιούδα59”.

Στην σύνοδο της Καρχηδόνας του 411 μ.Χ. οι δονατιστές απάντησαν ότι μπορεί ο Κύριος να προγνώριζε την αμαρτία του Ιούδα, ωστόσο οι άλλοι απόστολοι δεν την γνώριζαν. Ο Ιούδας εξέπεσε όταν έγινε γνωστή η αμαρτία του:

Ο Peilianus είπε: ο Κύριος είπε με τα ίδια του τα λόγια, ὁ λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει ἢ τοὺς πόδας νίψασθαι, ἀλλ' ἔστι καθαρὸς ὅλος· καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε, ἀλλ' οὐχὶ πάντες. Αλλά αυτό το είπε για τον Ιούδα, ο οποίος θα το παρέδιδε, ᾔδει γὰρ τὸν παραδιδόντα αὐτόν· διὰ τοῦτο εἶπεν· οὐχὶ πάντες καθαροί ἐστε. Όποιος, λοιπόν, υφίσταται στην ενοχή της προδοσίας, στερήθηκε, όπως εσείς, το βάπτισμα. Μετά που καταδικάστηκε ο προδότης του Χριστού, τότε επαλήθευσε πλήρως τα λόγια Του προς τους έντεκα αποστόλους, ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν. 4 μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. Και πάλι είπε στους ίδιους έντεκα, Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· Βλέποντας, λοιπόν, ότι αυτά ειπώθηκαν στους αποστόλους, όταν ο προδότης είχε καταδικαστεί, όπως είδαμε, έτσι κι εσείς επειδή είστε traditores, στερείστε της ειρήνης και του βαπτίσματος60”.

Έτσι, προκύπτει μία σχετικοποίηση των Μυστηρίων, μέσω της συσχέτισης της εγκυρότητας αυτών με την αξία του λειτουργούντα ιερέα ή επισκόπου και μέσω της εκλαμβανόμενης από τους δονατιστές συνυπευθυνότητας των πιστών και του εν γένει εκκλησιάσματος μέσω της σύλληψης της ελεύθερης βουλήσεως με την αξία του δεχομένου το Μυστήριο. Άρα, κανένα Μυστήριο που τελέστηκε δεν μπορεί να είναι ποτέ αποδεδειγμένα έγκυρο.

Σε αυτά ο άγιος Αυγουστίνος απαντά ότι η εγκυρότητα, η αξία, η αγιότητα των Μυστηρίων και ειδικά του Βαπτίσματος, δεν εξαρτάται από τους ανθρώπους, είτε πρόκειται για τον ιερουργούντα ή τον δεχόμενο την χάρη του Μυστηρίου, αλλά από την αξία και αγιότητα του ίδιου του Θεού. Γράφει, λοιπόν, στο De Baptismo contra donatistas:

Δεν παραχωρούμε το βάπτισμα σε αυτούς˙ αλλά αναγνωρίζουμε το βάπτισμα ως δικό του, για τον οποίο ειπώθηκε: οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ61, όπου το βρούμε. Αλλά αν ο πονηρός και βλάσφημος άνθρωπος συνεχίζει την πονηριά και βλασφημία του, δεν λαμβάνει άφεση αμαρτιών, είτε εντός είτε εκτός της Εκκλησίας˙ και αν από την δύναμη του Μυστηρίου την λαμβάνει στιγμιαία, η ίδια δύναμη ενεργεί είτε εντός, είτε εκτός, όπως η δύναμη του ονόματος του Χριστού εξόρκιζε τους δαίμονες ακόμη και χωρίς την Εκκλησία62”.

Και στην επιστολή νο 89.5.

Ενώ η καθολική Εκκλησία διαφυλάττει αυτήν την εμφανέστατη αλήθεια του Ευαγγελίου, όπου ο Ιωάννης είπε: ἀλλ' ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ' ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ' αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ. Συνεπώς, η Εκκλησία εναποθέτει με ασφάλεια την ελπίδα της όχι σε άνθρωπο, μην τυχόν και πέσει πάνω σε αυτό που είναι γραμμένο: επικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ' ἄνθρωπον, αλλά έχει την ελπίδα της στον Χριστό που έλαβε μορφή δούλου χωρίς να χάσει την μορφή του Θεού, για τον οποίο έχει γραφεί: οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων. Συνεπώς, ό,τι είδους ανθρώπος και αν είναι ο τελών το βάπτισμα και ό,τι βάρος και αν βαστάει, δεν είναι αυτός, αλλά Εκείνος επί την κεφαλή του οποίου κατέβηκε το περιστέρι, αυτός που βαπτίζει63”.

Και στην επιστολή νο 98.2

Για να καταστεί δυνατόν να αναγεννηθεί κάποιος μέσω ξένης επέμβασης και όχι αυτενέργειας, αυτού που τον προσφέρει για το μυστήριο (σ.τ.μ. Εννοεί τους γονείς ενός παιδιού), είναι το ένα Άγιο Πνεύμα αυτό που ενεργεί, και αυτό χορηγεί την αναγέννηση. Διότι δεν έχει γραφεί: ἐὰν μή τις γεννηθῇ εκ της θελήσεως των γονέων του, ούτε μέσω της πίστης των πνευματικών γονέων του ή των λειτουργών, αλλά ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος. Το ύδωρ, συνεπώς, δηλώνει το Μυστήριο της χάριτος εξωτερικά, και το Πνεύμα, ενεργώντας την επενέργεια της Χάριτος εσωτερικά, λύοντας τα δεσμά της ενοχής, και αποκαθιστώντας το καλό στην φύση του, και τα δύο αναγεννούν εν Χριστώ τον άνθρωπο που εξέπεσε από τον ένα Αδάμ64”.

Και στην ομιλία στην Καινή Διαθήκη νο 49.8 γράφει:

Ο καλός ιατρός (σ.τ.μ. Ο Χριστός) όχι μόνο θεράπευσε τους ασθενείς που ήταν παρόντες, αλλά τους παρείχε τα αναγκαία για το μέλλον. Διότι επρόκειτο να υπάρξουν στο μέλλον άνθρωποι που θα λένε: Εγώ συγχωρώ αμαρτίες, εγώ δικαιώνω, εγώ αγιάζω, εγώ θεραπεύω όποιον βαπτίζω. Από αυτούς είναι κάποιοι που λένε: μη μου άπτου. Μάλιστα, τόσο απόλυτοι είναι αυτοί, ώστε πρόσφατα στην σύνοδό μας, όπως μπορείς να διαβάσεις στα πρακτικά αυτής, όταν τους προσφέρθηκε θέση από τον υπεύθυνο, για να κάτσουν μαζί μας, θεώρησαν σωστό να απαντήσουν: μάς λέει η Γραφή, με τέτοιους να μην καθόμαστε, μην τυχόν από την επαφή των θέσεων η μόλυνσή μας, όπως νομίζουν, τούς φτάσει. Δες, λοιπόν, αν αυτό δεν σημαίνει: μην μ' αγγίζεις, διότι είμαι καθαρός. Αλλά την επόμενη μέρα, όταν βρήκα την ευκαιρεία, τους παρουσίασα αυτή την σκαιότατη ματαιοδοξία, όταν τέθηκε ερώτημα σχετικά με την Εκκλησία, πως η αμαρτία σε αυτήν δεν μολύνει τους καλούς˙ τούς απάντησα, επειδή για τον λόγο αυτό δεν θα κάθονταν μαζί μας και είπαν ότι έτσι τούς συμβούλευε η Γραφή του Θεού, και κάποιος μπορεί να δει ότι γράφει: οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος65. Και είπα: Εάν δεν κάθεστε μαζί μας επειδή έχει γραφεί οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος γιατί εισήλθατε εδώ μαζί μας, εφόσον στην συνέχεια γράφει καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω; Έτσι, λοιπόν, σε αυτό που λένε: μην με αγγίζεις, διότι είμαι καθαρός, μοιάζουν με τον Φαρισαίο, ο οποίος προσκάλεσε τον Κύριο, και νόμιζε ότι δεν γνωρίζει την γυναίκα, επειδή δεν την απέτρεψε από το να αγγίζει το πόδι Του. Από την άλλη, ο Φαρισαίος ήταν καλύτερος [από αυτούς], επειδή, υποθέτοντας ότι ο Κύριος είναι άνθρωπος, δεν πίστευε ότι οι αμαρτίες θα μπορούσαν να συγχωρεθούν από άνθρωπο. Οι Εβραίοι έδειξαν περισσότερη κατανόηση από τους αιρετικούς. Τι είπαν οι Εβραίοι; τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν66; Τολμά κανείς να το διεκδικήσει αυτό για τον εαυτό του; Τι, όμως, λένε οι αιρετικοί; Εγώ συγχωρώ, εγώ καθαρίζω, εγώ αγιάζω. Να απαντηθεί σε αυτούς, όχι εγώ, αλλά ο Χριστός. Ω άνθρωπε, όταν νόμιζαν οι Ιουδαίοι ότι είμαι άνθρωπος, έδιδα άφεση αμαρτιών λόγω πίστης. Όχι εγώ, απαντά σε αυτούς ο Χριστός. Κι εσύ αιρετικέ, αν και είσαι απλώς άνθρωπος, λες: έλα, γυναίκα, εγώ θα σε σώσω! Ενώ εγώ, ο υποτιθέμενος άνθρωπος, λέω: ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην67”.

O Optatus συνοψίζει μέσα σε λίγες λέξεις, λέγοντας: “sacramenta per se esse sancta non per homines68

Οι τελευταίες γραμμές της ομιλίας του Αγίου Αυγουστίνου οδηγούν το κείμενο στην ανάλυση της αιρετικής ιδέας του πουριτανισμού.

 

    • Ο πουριτανισμός των δονατιστών.

Η τάση αυτή των δονατιστών να προβάλλουν μία φαινομενική καθαρότητα της σέκτας τους και των μελών της, συνεισέφερε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της δονατιστικής θεολογίας. Ήταν το βαθύτερο αίτιο του σχίσματος εξ' αρχής. Εξ' αυτής της καθαρότητας θεώρησαν ότι λαμβάνουν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν την χειροτονία του Καικιλιανού και να τον καθαιρέσουν, όπως έμμεσα έπραξαν μέσω του σχίσματος.

Οι εκκλήσεις τους προς τις λοιπές εκκλησιαστικές αρχές είχαν πάντα τον προσχηματικό λόγο της κατηγορίας της κοινωνίας των Ορθοδόξων με traditores, άρα της μετάδοσης της αμαρτίας ακόμη και σε αυτούς που δεν είχαν παραδώσει στις ειδωλολατρικές αρχές εκκλησιαστικά αντικείμενα ή βιβλία. Η έμφαση των δονατιστών στην καθαρότητα και η διακοπή οποιασδήποτε κοινωνίας με τις ορθόδοξες επισκοπές της Εκκλησίας της Αφρικής πρόβαλε την άποψη τους, ότι οι τοπικές εκκλησίες που είχαν κοινωνία με την σε πτώση εκκλησία της Καρχηδόνας, δεν ήταν καν εκκλησίες διότι κοινωνούσαν με traditores. Οι δονατιστές έβλεπαν εαυτούς, ως την μόνη εκκλησία και όλους τους άλλους, ως τις δυνάμεις του Αντιχρίστου69.

Με αυτό το σκεπτικό, κάθε προσπάθεια λύσης του σχίσματος φάνταζε στα μάτια των πουριτανών, ως ένωση του καθαρού με το ακάθαρτο˙ ένωση με τους προδότες δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί: ¨δεν ήταν δίκαιο να υπάρχουν μάρτυρες και traditores στην Εκκλησία του Χριστού, ταυτόχρονα70”. Εξ αρχής ο Δονάτος το διατύπωσε ως εξής:

Συνεπώς, αυτός που διαφθείρει την αγία υπακοή θα μπορούσε να παραβιάσει την αγνότητα της πίστεως στο όνομα της ενότητας, προωθώντας την ενότητα με τον εαυτό του, όχι με τον Θεό71”.

Για τους δονατιστές η ορθόδοξη Εκκλησία δεν ήταν μία νόμιμη εκκλησία, με την οποία θα μπορούσαν να συνάψουν σχέσεις ή να αποκαταστήσουν κοινωνία, αλλά η μερίδα των οπαδών του Καικιλιανού. Γι' αυτούς, το σχίσμα δεν ήταν σχίσμα, αλλά κάθαρση της εκκλησίας. Όσοι αποτελούσαν την πραγματική εκκλησία συνέχιζαν να κρατάν και να διατηρούν την καθαρότητά της, ενώ όσοι την είχαν προδώσει, αφορίστηκαν. Ο Καικιλιανός και οι οπαδοί του ήταν γα τους δονατιστές ακόλουθοι του Σατανά72.

Η καθαρότητα στον δονατισμό προκύπτει από την σταθερή και ακλόνητη τήρηση των εντολών. Αυτός είναι ο πυρήνας της πνευματικότητας του πουριτανισμού. Η αξία της ίδιας της Αγίας Γραφής, ως φυσικό σώμα, ως πραγματικό βιβλίο θεωρείται δεδομένη. Το σχίσμα προέκυψε από την μη διαφύλαξη των βιβλίων κατά την διάρκεια του διωγμού.

Σε ύστερες δονατιστικές ιστορίες, όταν ο επίσκοπος Αβιτηνής Fundanus παρέδωσε τις Γραφές, “ξέσπασε ξαφνικά βροχή στον καθαρό ουρανό... έπεσε χαλάζι και όλη η περιοχή ερήμωσε από την μανία του καιρού για λογαριασμό των Γραφών του Κυρίου73”. Εάν, λοιπόν, το φυσικό σώμα του βιβλίου έχει τέτοια αξία, τότε τα γραμμένα σε αυτό έχουν μεγαλύτερη. Η τήρηση των εντολών είναι αδιαμφισβήτητη.

Ωστόσο, ο πουριτανισμός των δονατιστών δεν αφορά μόνο την τήρηση των εντολών. Αφορά και την υποχρέωση τους να διαχωρίζουν και να ξεχωρίζουν εαυτούς από τους όλους τους αμαρτωλούς, πολύ δε περισσότερο από τους traditores. Οι τελευταίοι δεν είχαν καμία θέση στην σέκτα του Δονάτου και μαζί με αυτούς όσοι είχαν επαφές ή κοινωνία μαζί τους. Ο Petilianus το δηλώνει απερίφραστα, όταν λέει για τους δονατιστές, ότι “είναι όλοι δεσμευμένοι έναντι αυτής της απαγόρευσης: μην έχετε κοινωνία των αμαρτιών των άλλων74”.

Η αντιμετώπιση των αμαρτωλών από τους δονατιστές στηριζόταν στην σχεδόν κυριολεκτική εφαρμογή του ψαλμικού “μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν75”. Γι' αυτούς ήταν καθήκον κάθε πραγματικού Χριστιανού να εκδιώξει τους αμαρτωλούς από την εκκλησία, αμέσως μόλις η αμαρτία αποκαλύπτονταν και οι αμαρτωλοί γνωστοποιούνταν. Άρα, η διαπόμπευση του αμαρτωλού ήταν επιβεβλημένη76.

Τις απόψεις αυτές εξέφρασε ο Tyconius, ο οποίος κατά τα άλλα είχε κρατήσει αποστάσεις από τις απόψεις των λοιπών δονατιστών στο θέμα τις καθολικότητας της εκκλησίας. Στο θέμα της καθαρότητας συμφωνούσε απόλυτα με τους ομοϊδεάτες του.

 

    • Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας.

Και στο θέμα αυτό οι δονατιστές εμφανίζουν σχιζοφρενική συμπεριφορά. Η δοναστική ρητορική δαιμονοποίησε τις σχέσεις των Χριστιανών με το παλάτι, εξ' αφορμής της προσφυγής της Εκκλησίας στην αυτοκρατορική αρχή για την σύγκληση συνόδων και την λήψη θεολογικών αποφάσεων. Ωστόσο, δεν παρέλειπαν και οι ίδιοι να αναφέρονται στον αυτοκράτορα, όποτε αυτό ήταν ευνοϊκό για τους σκοπούς τους.

Τι δουλειά έχουν οι Χριστιανοί με τους βασιλείς; Ή τι δουλειά έχουν οι επίσκοποι με το παλάτι; ρωτούσε ο Δονάτος Καρχηδόνας77. Και όταν ο αυτοκράτορας Κώνσταντας έστειλε ελεημοσύνες για τους φτωχούς της Καρχηδόνας, αρνήθηκε να τις δεχτεί, διότι ως φαντασμένος νόμιζε ότι μιμείται τον προφήτη Δανιήλ78. Ψέγει, λοιπόν, ο άγιος Οπτάτος την στάση του Δονάτου λέγοντας τα εξής:

Αλλά ο άγιος Δανιήλ φάνηκε σοφός με το να αρνηθεί τις ανταμοιβές που του προσφέρθηκαν εκείνη την ημέρα˙ διότι αυτό που του ζητήθηκε ήταν ακόμη στον ουρανό, και θα ήταν ανόητο να δεχθεί κάποιου είδους μισθό από τον βασιλιά γι' αυτό που δεν ήταν ακόμη στην δυνατότητα του. Για τον λόγο αυτό δεν μπορούσε εκείνη την ώρα να δεχθεί τις αμοιβές που του προσφέρθηκαν εκείνη την ημέρα.

Στην συνέχεια, όταν ο Θεός του έδειξε τι θα πρέπει να αναγγείλει στον αναφερθέντα βασιλιά, το μετέφερε στον Βαλτάσαρ και αυτό που πριν απέρριψε, τώρα το αποδέχθηκε. Δικαίως ο Θεός δυσανασχετεί με τον πρίγκηπα της Τύρου, τον Δονάτο, όταν λέει, μὴ σοφώτερος εἶ σὺ τοῦ Δανιήλ;79 Αλλά, πόσο απέχει η θρασύτητα του Δονάτου από τον χαρακτήρα του Δανιήλ!

Διότι αυτό που έδωσε ο Βαλτάσαρ, το έδωσε στον Δανιήλ, όχι στους φτωχούς˙ό,τι έστειλε ο Χριστιανός αυτοκράτορας Κώνστας εκείνο τον καιρό, το έστειλε για τους φτωχούς, όχι για τον Δονάτο. Άρα [ορθά] λέει, οὐκ ἔστι σοφῶν, μάγων, ἐπαοιδῶν, γαζαρηνῶν ἀναγγεῖλαι τῷ βασιλεῖ,80 αφού εσύ αρνήθηκες να μάθεις από τον Σολομώντα, το ρητό το δικό του, σύγκλεισον ἐλεημοσύνην ἐν τοῖς ταμείοις σου, καὶ αὕτη ἐξελεῖταί σε ἐκ πάσης κακώσεως81.

Κατόπιν, αρνήθηκε να μάθει από τον Δανιήλ την συμβουλή που έδωσε στον Ναβουχοδονόσορα, ως προς το πώς θα μπορέσει να εξιλεωθεί, αφότου προσέβαλε τον Θεό. Διὰ τοῦτο, βασιλεῦ, είπε, ἡ βουλή μου ἀρεσάτω σοι καὶ τὰς ἁμαρτίας σου ἐν ἐλεημοσύναις λύτρωσαι καὶ τὰς ἀδικίας ἐν οἰκτιρμοῖς πενήτων82. Ο Δανιήλ παρότρυνε έναν αμαρτωλό και βλάσφημο βασιλιά να κάνει ελεημοσύνες˙ ο Δονάτος, ο οποίος άξιζε αποδοκιμασία, αντιτάχθηκε στην ελεήμονα διάθεση του Χριστιανού αυτοκράτορα Κώνσταντα.

Ο λόγος για να αποδοκιμαστεί είναι ότι οι σοφοί δεν του δίδαξαν την σοφία τους, εφόσον δεν δέχθηκε αυτό που έστειλε ο αυτοκράτορας να δοθεί μέσω αυτού. Συνεπώς, είναι ολοφάνερο ότι ο Δονάτος ήταν πηγή κακών83

Είναι πολύ σημαντικό αυτό το επιχείρημα του αγίου Οπτάτου, που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα της Εκκλησίας˙ ότι η Εκκλησία, όταν λαμβάνει από το κράτος, δεν λαμβάνει για το εαυτό της, αλλά για να επιτελέσει φιλανθρωπικό έργο. Δεν λαμβάνει για να ωφεληθεί η ίδια, αλλά προς όφελος των φτωχών. Και καλό θα ήταν να αποφεύγει κάποιος να μιμείται τον αιρετικό Δονάτο, στο θράσος, την έπαρση και την ασοφία του.

Το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία στην προσπάθειά της για την αντιμετώπιση της αίρεσης των δονατιστών είχε αρωγό το κράτος, οδήγησε τους τελευταίους να εκφράσουν την ιδέα του χωρισμού Εκκλησίας και κράτους, σε μια εποχή κατά την οποία οι αυτοκράτορες ήταν συνειδητοί Χριστιανοί. Παρ' όλα αυτά, για τους δονατιστές, το κράτος δεν είχε δικαίωμα ν' αποφασίζει, τι είναι ορθόδοξο και τι όχι: “οι διαταγές των βασιλέων δεν πρέπει να έχουν καμία σχέση με το κήρυγμα της πίστης και την πρόληψη της ιεροσυλίας84”.

Πάνω σε αυτό, ο άγιος Αυγουστίνος απαντώντας τούς θυμίζει γιατί ήταν απαραίτητη η βοήθεια του κράτους στην προσπάθεια της Εκκλησίας να επαναφέρει τους σχισματικούς στους κόλπους της:

Αν είστε θυμωμένοι μαζί μας επειδή υποχρεωθήκατε από τις διαταγές των αυτοκρατόρων να ενωθείτε μαζί μας, εσείς οι ίδιοι το φέρατε αυτό πάνω σας, με το να καταφεύγετε στην βία και τις απειλές, όποτε θέλαμε να κηρύξουμε την αλήθεια, και προσπαθείτε να αποτρέψετε κάποιον από το ν' ακούσει αυτήν με ασφάλεια ή να την επιλέξει εθελοντικά.

Μη σφυρίζετε και μην αναστατώνεστε˙ σκεφτείτε με ανεκτικότητα, αν μπορείτε, πάνω σε ό,τι λέμε˙ θυμηθείτε τις πράξεις των circumcelliones σας και των κληρικών σας που ήταν πάντα οι αρχηγοί τους, και θα δείτε τι το προκάλεσε αυτό σε εσάς. Τα παράπονά σας είναι αβάσιμα, επειδή εσείς εξαναγκάσατε την έκδοση αυτών των διαταγών. Για να μην πάω πίσω, στα αναρίθμητα παραδείγματα του παρελθόντος, αναλογιστείτε, τουλάχιστον, την πρόσφατη διαγωγή σας.

Ο Μάρκος, ο ιερέας από την Casphaliana, έγινε Καθολικός με την δική του ελεύθερη βούληση, χωρίς εξαναγκασμό από κανέναν˙ αμέσως μετά οι δικοί σας τον κυνήγησαν και θα τον είχαν σκοτώσει, αν το χέρι του Θεού δεν είχε συγκρατήσει την βία τους μέσω κάποιων περαστικών. Ο Restiutus της Victoriana επέστρεψε στην καθολική πίστη χωρίς κανέναν εξαναγκασμό, και σύρθηκε έξω από την οικία του, δάρθηκε, κυλίστηκε στο νερό, ενδύθηκε καλάμια, κρατήθηκε με φύλαξη δεν ξέρω για πόσο καιρό, και σίγουρα δεν θα είχε απελευθερωθεί, αν ο Proculeianus85 δεν έβλεπε ότι απειλείται για λογαριασμό του.

Ο Μαρκιανός της Urga επέλεξε την ενότητα της καθολικής Εκκλησίας με δική του ελεύθερη βούληση, και, όταν πήγε να κρυφτεί, οι ιερείς σας έπιασαν τον υποδιάκονό του, τον χτύπησαν σχεδόν μέχρι θανάτου, και τον λιθοβόλησαν. Γι' αυτό το έγκλημα πυρπολήθηκαν οι οίκοι σας. ...

...Τι άλλο σκοπό να είχαμε, όταν ένας δικός μας, ο Ποσείδιος, ο επίσκοπος της Calam, ταξίδεψε στο κτήμα της Figulina, για να επισκεφτεί το ποίμνιο, όπως ήταν ολιγάριθμο, και να δώσει την ευκαιρία σε όποιον το επιθυμούσε να ακούσει τον λόγο του Θεού και να επιστρέψει στην ενότητα του Χριστού; Αλλά, ενώ ήταν καθ' οδόν, του έστησαν ενέδρα σαν συμμορία ληστών και επειδή απέτυχαν να τον πιάσουν στα χέρια τους, τού επιτέθηκαν βίαια στην αγροικία της Oliveta, αφήνοντας αυτόν μισοπεθαμένο και επιχείρησαν να πυρπολήσουν την οικεία, από την οποία είχε δραπετεύσει. Και θα το είχαν κάνει σίγουρα, εάν οι ενοικιαστές της αγροικίας δεν είχαν καταφέρει να σβήσουν τρεις φορές τις φλόγες, που απειλούσαν την ασφάλειά τους.

Εάν εσείς, ως ιδιώτες, με τόσο θράσος και βία αναγκάζεται ανθρώπους, είτε να δεχθούν την πλάνη, είτε να παραμείνουν σε αυτή, πόσο περισσότερο δικαίωμα και καθήκον έχουμε εμείς να αντισταθούμε στις ωμότητές σας με μέσα της νόμιμης εξουσίας, την οποία ο Θεός έκανε να πιστεύει στον Χριστό, σύμφωνα με την προφητεία του, κι έτσι να σώσει δυστυχείς ψυχές από την τυραννία σας, να τις ελευθερώσει από την μακρόχρονη πλάνη και να τις αφήσει να αναπνεύσουν τον καθαρό αέρα της αλήθειας; ...

Αλλά, εμείς από την πλευρά μας δεν στηριζόμαστε σε καμιά ανθρώπινη δύναμη, αν και αναμφίβολα θα ήταν περισσότερο τίμιο να στηριζόμαστε στους αυτοκράτορες, παρά στους circumcelliones, και να στηριζόμαστε στους νόμους απ' ότι στις εξεγέρσεις, αλλά θυμόμαστε το γεγραμμένο: Επικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ' ἄνθρωπον86. Έτσι, λοιπόν, αν θέλετε να μάθετε σε ποιον στηριζόμαστε, σκεφτείτε Αυτόν για τον οποίο ο Προφήτης προείπε, λέγοντας: καὶ προσκυνήσουσιν αὐτῷ πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, πάντα τὰ ἔθνη δουλεύσουσιν αὐτῷ87. Γι' αυτό χρησιμοποιούμε αυτή την δύναμη της Εκκλησίας, την οποία ο Θεός υποσχέθηκε και έδωσε88”.

Η επιχειρηματολογία του αγίου Αυγουστίνου προβάλει την σχέση Κράτους-Εκκλησίας, ως μία σχέση προστασίας της δεύτερης από τις εις βάρος της επιβουλές των δονατιστών. Αναφέρει τρεις περιπτώσεις στις οποίες η Εκκλησία χρειαζόταν την προστασία της πολιτείας. Πρώτον για την προστασία όσων μεταστράφηκαν από τον δονατισμό στην Ορθοδοξία με ελεύθερη επιλογή. Δεύτερον, για την προστασία των Ορθοδόξων που ζούσαν σε περιοχές με πλειοψηφία δονατιστών. Τρίτον, για την προστασία των περιοχών που λυμαίνονταν οι circumcelliones.

Οι circumcelliones89 ή “αγωνιστικοί” ήταν ένοπλες συμμορίες, οι οποίες ευαγγελίζονταν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις συνδυάζοντάς αυτές με χιλιαστικές προσδοκίες. Έδρασαν στην Νουμιδία και στην Μαυριτανία. Ο άγιος Αυγουστίνος αναφέρει ότι οι αγωνιστικοί ενάντια στους νόμους του Κράτους και παρακινούσαν τους αγρότες (στων οποίων τα κελάρια τριγυρνούσαν) για να ξεσηκωθούν ενάντια στους γαιοκτήμονες90. Στις περιοχές δράσης τους οι κύριοι φοβούνταν τους σκλάβους τους, οι φόροι δεν μπορούσαν να εισπραχθούν, επειδή οι εφοριακοί δεν τολμούσαν να πλησιάσουν, και η έννομη τάξη είχε καταλυθεί από τους αγροίκους91. Εννοείται ότι οι Ορθόδοξοι διώκονταν αλύπητα92.

Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο ότι κάθε οργανωμένο κράτος έχει την υποχρέωση να επιβάλλει την ειρήνη και την τάξη ακόμη και στην πιο απομακρυσμένη γωνιά της επικράτειάς του. Πάνω σε αυτό δεν τίθεται θέμα σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας.

Το θέμα βρίσκεται αλλού. Με την άνοδο του αγίου Κωνσταντίνου στον θρόνο της αυτοκρατορίας εκδόθηκε διαταγή να επιστραφούν όλα τα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία, κινητά και ακίνητα, στους Χριστιανούς93. Πιο συγκεκριμένα, για τον επίσκοπο Καρχηδόνας επιτράπηκε η χρήση των αυτοκρατορικών πόρων για το ποίμνιό του94. Την απόφαση αυτή υπέρ του Καικιλιανού οι σχισματικοί την αντιμετώπισαν με έντονη δυσαρέσκεια. Για τον λόγο αυτό υπέβαλαν αίτημα μέσω του ανθύπατου Ανυλίνου προς τον αυτοκράτορα, για να εξετάσει την υπόθεση της εγκυρότητας της χειροτονίας του Καικιλιανού95.

Ο άγιος Κωνσταντίνος δεν μπήκε καν στον πειρασμό να κρίνει επίσκοπο της Εκκλησίας. Γι' αυτό συγκάλεσε στην Ρώμη σύνοδο, όπου μαζί με τον Μιλτιάδη της Ρώμης δεκαπέντε Ιταλούς επισκόπους και τρεις επίσκοπους από την Γαλατία συσκέφθηκαν επί του ζητήματος. Η σύνοδος αποφάσισε υπέρ του Καικιλιανού, επειδή οι πρακτικές αναβαπτισμού και αναχειροτονίας των δονατιστών ήταν ξένες για την Εκκλησία, και ο αυτοκράτορας υποστήριξε την απόφασή της με δική του επιστολή, η οποία σήμερα δεν σώζεται ολόκληρη96.

Στην συνέχεια έκανε έκκληση στον άγιο Κωνσταντίνο ο ίδιος ο Δονάτος97, κάνονντας χρήση της “παρρησίας98”, του δικαιώματος, δηλαδή, που έδωσε ο ίδιος ο αυτοκράτορας στους επισκόπους να απευθύνονται άμεσα σε αυτόν. Ο άγιος Κωνσταντίνος έστειλε επιστολή στον βικάριο Aelius Paulinus, μέσω της οποίας διέταξε έρευνα για την περίπτωση του Φήλικα, του επισκόπου που χειροτόνησε τον Καικιλιανό99. Το θέμα παραπέμφθηκε σε σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε στην Αρελάτη το 314 μ.Χ. Σ' αυτήν δεν συμμετείχε ο Σίλβεστρος Ρώμης.

Η σύνοδος αποκατέστησε την φήμη του Φήλικος, διότι αποδείχθηκε ότι ένας δονατιστής, ο ingentius, είχε πλαστογραφήσει τα έγραφα κατηγορίας του Φήλικος100 και θεώρησε την υπόθεση ως πλήγμα στην πίστη και την παράδοση της Εκκλησίας από ανθρώπους με αδόκιμο νου101. Από το σημείο αυτό και μετά οι δονατιστές αντιλήφθηκαν ότι το Κράτος δεν ήταν με την πλευρά της αίρεσης. Η αντίδρασή τους ήταν να αυτο-ανακηρυχθούν ως η πραγματική εκκλησία, αυτή που ήταν καθαρή και ανέγγιχτη από την επιρροή του Κράτους102. Για τον Παρμενιανό ο αυτοκράτορας και η σύνοδος είχαν διαφθαρεί από μεροληψία103.

Η άρνηση του αγίου Κωνσταντίνου να συνταχθεί με τους δονατιστές104, είχε το εξής αρνητικό αντίκτυπο στην νοοτροπία τους. Δεν τους επέτρεψε να αντιληφθούν ότι πλέον ζούσαν σε μία χριστιανική αυτοκρατορία. Η σκέψη τους παρέμεινε κολλημένη στην προ του διατάγματος των Μεδιολάνων εποχή. Έτσι παρέμεινε και η οπτική τους, όπως και η ρητορική τους, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να υπάρχει αγεφύρωτη απόσταση μεταξύ Κράτους-Εκκλησίας.

Ωστόσο, ούτε οι ισχυρισμοί τους ούτε οι προθέσεις τους ήταν ειλικρινείς, διότι συνέχισαν τις εκκλήσεις τους προς τον αυτοκράτορα, ακόμη και όταν στον θρόνο κάθισε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Αυτός πίστεψε ότι με το να αποκαταστήσει τους σχισματικούς και τους αιρετικούς επισκόπους στις έδρες τους θα διέλυε την Εκκλησία105. Και πραγματικά τούς αποκατέστησε106. Ο άγιος Αυγουστίνος τους ψέγει γι' αυτήν τους την κίνηση, να απευθυνθούν σε έναν αποστάτη αυτοκράτορα:

Διότι τι [λόγο] είχατε εσείς, που έτσι αποδοκιμάζετε εμάς, να απευθυνθείτε σε έναν ειδωλολάτρη αυτοκράτορα, και τι είναι χειρότερο με τον Ιουλιανό τον αποστάτη και εχθρό του ονόματος του Χριστού, στον οποίον, όταν παρακαλούσατε να σας αποδώσει τις βασιλικές ωσάν να ήταν δικές σας, απευθύνατε αυτό το εγκώμιο, Εις αυτόν μόνο η δικαιοσύνη βρίσκει τόπο, στα οποία λόγια – διότι πιστεύω καταλαβαίνετε την λατινική φωνή – η ειδωλολατρία και η αποστασία του Ιουλιανού βαφτίζονται δικαιοσύνη107”.

Την ίδια εποχή επέστρεψε στην Αφρική ο Παρμενιανός με την άδεια του Ιουλιανού. Γράφει ο άγιος Οπτάτος:

Τότε, όπως όλοι ξέρουν, ακολούθησε άλλος αυτοκράτορας, ο οποίος, συλλαμβάνοντας δόλια σχέδια μαζί σας, από δούλος του Θεού έγινε όργανο του εχθρού, και αυτο-ανακηρύχθηκε αποστάτης με τις διαταγές του108. Κάνατε ένα αίτημα σ' αυτόν, ώστε να μπορέσετε να επιστρέψετε˙ αυτές τις ικεσίες, αν το αρνηθείτε, μπορούμε να τιςς διαβάσουμε. Και αυτός στον οποίον κάνατε αίτηση, δεν έφερε καμία αντίρρηση˙ για να εκπληρώσει το δικό του σχέδιο, τούς πρόσταξε να φύγουν, καθώς ήξερε ότι θα ταράξουν την ειρήνη της Εκκλησίας με την τρέλα τους. Θα έπρεπε να ντρέπεστε, αν έχετε καμία ντροπή˙ η ελευθερία σας δόθηκε από την ίδια φωνή που πρόσταξε το άνοιγμα των ναών των ειδώλων109”.

Οι δονατιστές λειτούργησαν ως οπορτουνιστές. Δεν έχασαν ευκαιρία να κάνουν έκκληση σε όποιον αυτοκράτορα περίμεναν να υποστηρίξει τους σκοπούς τους. Ο άγιος Οπτάτος έγραψε:

Σε πολλές περιπτώσεις θεωρήσατε σωστό να χρησιμοποιήσετε τα κοσμικά δικαστήρια και τους νόμους του κράτους για να αρπάξετε τα όργανα του θεϊκού νόμου, μέσω της εκτελεστικής εξουσίας των αξιωματούχων, επιθυμώντας για τον εαυτό σας αυτά που σε καιρούς ειρήνης ήταν κοινόχρηστα110”.

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι η άποψη των δονατιστών περί του χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας δεν ήταν κάτι παραπάνω από ένα θεωρητικό επιχείρημα, που το χρησιμοποιούσαν μόνο για να ψέξουν τους ορθοδόξους και όχι για να το εφαρμόσουν. Δεν ήταν μία απόλυτη αρχή και δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ της πεποίθησης τους αυτής και της συμπεριφοράς ή πρακτικής τους.

Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στο θέμα του δονατισμού. Τα παραπάνω εισαγωγικά είναι αρκετά για να καταστεί δυνατή η ανίχνευση της δονατιστικής χροιάς του ουσιτισμού.

 

________________

1 Ακολουθεί, βέβαια, η προσπάθεια του Ιουλιανού, αλλά σε αυτήν την περίπτωση ο θάνατος του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα δεν του επέτρεψε να προχωρήσει και να ολοκληρώσει τον διωγμό σε βάθος χρόνου, όπως οι προηγούμενοι.

2 Βλ. σχετ. Geoffrey de St. Croix, Why Were the Early Christians Persecuted, στο συλλογικό Michael Whitby-Joseph Streeter (eds), Christian Persecution, Martyrdom and Orthodoxy, Oxford University Press 2006, pp. 105-152.

Περισσότερο εξειδικευμένη εργασία για τα αίτια του διωγμού του Διοκλητιανού,

-W. H. C. Frend, Martyrdom in the Early Church: A Study of a Conflict from the Maccabees to Donatus, Oxford: Basil Blackwell 1965, pp. 477-490.

3 Αναφέρεται στο έργο του επισκόπου Milevis στην Νουμιδία, αγίου Optatus, το οποίο είναι χωρίς τίτλο αλλά σήμερα έχει μεταφραστεί Κατά Δονατιστών ή Κατά Παρμενία Δονατιστή (Contra Parmeniam Donatistam). βλ. σχετική μετάφραση από τον Mark Edwards, Optatus:Against the Donatistis, στην σειρά Texts for Historians 27, Liverpool University Press, p. 76.

4 Αναφέρεται από τον Mensurius η απροθυμία του Anulinus να τον ανακρίνει περαιτέρω, από την στιγμή που παρέδωσε κάποια βιβλία αιρετικών, αντί χριστιανικών. Καταγράφεται στην επιστολή του Mensurius προς τον Secundus, την οποία διασώζει ο άγιος Αυγουστίνος στο έργο του Breviculus Collationis cum Donatistis III.13.25 Jacques Paul Migne (ed),Patrologia cusrsus completus, Series Latina, tomus 43 cols. 613-650).

5 Για τα μαρτύρια των Χριστιανών της Βόρειας Αφρικής βλ. Ως πηγή το έργο του Τερτυλλιανού, Ad Scapulam στην μετάφρασή μας, εδώ https://www.impantokratoros.gr/6C293A2A.el.aspx

Επίσης το κεφάλαιο The Turn of the Tide 180-235, στο

W. H. C. Frend, Martyrdom in the Early Church: A Study of a Conflict from the Maccabees to Donatus, Oxford: Basil Blackwell 1965, pp. 303-346.

Για το μαρτύριο των Χριστιανών της πόλης Scilli, λίγο έξω από την Καρχηδόνα, οι οποίοι θεωρούνται από τους πρώτους μάρτυρες της Βόρειας Αφρικής, βλ. Acta martyrum Scillitanorum, A Literary Commentary, Vincent Hunink (ed), στην σειρά Giornale Italiano de Filologia Bibliotheca 24, Turnhout: Brepols 2021.

Για το μαρτύριο της Αγίας Περπετούας πηγή είναι το Passio Sanctarum Perpetuae et Felicitatis, κείμενο και νέα αγγλική μετάφραση στο Thomas J. Heffernan (ed), The Passion of Perpetua and Felicity, Oxford University Press 2012. Το ελληνικό κείμενο στο J. Armitage Robinson, The Passion of St. Perpetua, Cambridge University Press 1891, p. 60 κ. ε.

6 Sancti Thasci Caecili Cypriani, De Lapsis XXVII: „quomodo potest esse cum Christo qui ad Christum pertinere aut erubescit aut metuit?”, (ed) Guilelmus Hartel,εν Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, vol. III pars I. Vindobonae 1868, p.258.

7 Sancti Thasci Caecili Cypriani, De Lapsis XXVII:

“Ούτε θα πρέπει να αφήνονται να ξεγελούν την συνείδησή τους, ότι πρέπει να μετανοιώσουν λιγότερο, αυτοί, οι οποίοι αν και δεν μόλυναν τα χέρια τους με απεχθείς θυσίες, ωστόσο έχουν μολύνει την συνείδησή τους με πιστοποιητικά. Αυτή η δήλωση είναι άρνηση, κάποιου που αποκηρύσσει ότι είναι Χριστιανός. Λέει ότι έχει κάνει κάτι, το οποίο κάποιος άλλος έχει πράξει πραγματικά, ενώ έχει γραφεί: Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν (Ματθ. Στ' 22), αυτός υπηρετεί έναν κοσμικό κύριο, με το να υπακούσει στην έδικτό του, όντας περισσότερο υπάκουος σε ανθρώπινη αρχή παρά στον Θεό”

“Nec sibi quo minus agant paenitentiam blandiantur qui etsi nefandis sacrificiis manus non contaminauerunt, libellis tamen consientam miscuerunt. Et illa professio est denegantis, contestatio est christiani quod fuerat abnuentis. Fecisse se dixit quidquid alius faciendo commisit, commisit, cumque scriptum sit: non potestis duobus dominis seruire, seruiuit saeculari domino, obtemperauit eius edicto, magis obaudiuit humano inperio quam Deo”, (ed) Guilelmus Hartel,εν Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, vol. III pars I. Vindobonae 1868, p.256-7.

8 Το μαρτύριο του αγίου Φήλικα της Thibiuca βρίσκεται στον Παρισινό Κώδικα NAF 15941 του ΙΔ' αι. Έχει εκδοθεί από τον Hippolyte Delehaye, Le Passion de S. Félix de Thibiuca, Analecta Bollandiana 39 (1921), pp. 241-276. Σε αγγλική μετάφραση υπάρχει στο Maureen A. Tilley, Donatist Martyr Stories: The Church in Conflict in Roman North Africa, στην σειρά Translated Texts for Historians 24, Liverpool University Press 1996, pp. 7-24. Το απόσπασμα στην σελίδα 10.

9 W. H. C. Frend, The Donatist Church: A Movement of Protest in Roman North Africa, Oxford University Press 2000, p. 6.

10 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Breviculus Collationis cum Donatistis III.13.25, PL XLIII col.638. Πιθανόν βιβλία των Μανιχαίων.

11 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam VII.3: „Gravius est enim negare eum, qui locutus sit, quam tradidisse verba, quae locutus sit”, το λατινικό κείμενο έχει εκδοθεί από τον Carolus Ziwsa, στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, το απόσπασμα στην σελίδα 171.

Αγγλική μετάφραση στο Mark Edwards, Optatus:Against the Donatistis, στην σειρά Texts for Historians 27, Liverpool University Press, p. 139.

12 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Breviculus Collationis cum Donatistis III.13.25, PL XLIII col.638.

13 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Breviculus Collationis cum Donatistis III.13.25, PL XLIII col.639: “Christianus sum et episcopus, non traditor”

14 ο. π. : “Et cum ab eo vellent aliqua ecbola, aut quodcumque accipere; neque hoc eis dedisse, exmplo Eleazari Machabei, qui nec fingere voluit suillam carnem se manducare, ne aliis praeberet praevaricationis exemplum”.

Η ιστορία στο Β' Μακκαβαίων 5.21-28.

15 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam I.16: „Σε κανέναν δεν διαφεύγει ότι αυτό συνέβη στην Καρχηδόνα μετά την χειροτονία του Καικιλιανού, και πραγματικά μέσω μια διχαστικής γυναίκας η οποία λεγόταν Lucilla, η οποία, ενόσω η Εκκλησία ήταν ακόμη σε ηρεμία και η ειρήνη δεν είχε ακόμη διαταραχθεί από τους τυφώνες του διωγμού, ήταν αδύνατον να υποφέρει την επίπληξη του αρχιδιακόνου Καικιλιανού. Λεγόταν ότι ασπαζόταν τα οστά κάποιων μαρτύρων ή του οποιουδήποτε ακουγόταν ότι ήταν μάρτυρα, πριν την πνευματική βρώση και πόση, και, εφόσον προτιμούσε το οστό κάποιου νεκρού από το ποτήριο της σωτηρίας, που αν ήταν μάρτυρας, πάντως δεν είχε ακόμη αγιοποιηθεί, της έγινε επίπληξη και απομακρύνθηκε ταπεινωμένη και εξαγριωμένη. Καθώς λυσσομανούσε και οδειρόταν, ξέσπασε ξαφνικά η καταιγίδα του διωγμού για ν' αποτρέψει την υπακοή της στην πειθαρχεία”.

Αγγλική μετάφραση στο Mark Edwards, Optatus:Against the Donatistis, στην σειρά Texts for Historians 27, Liverpool University Press, pp. 15-16.

16 Η ημερομηνία δίνεται από το άγιο Αυγουστίνο στο έργο του Breviculus Collationis III.13.25: “post consulatum Diocletiani IX et Maximiani VIII, tertio nonas Martii” (PL 43. Ο Οπτάτος δίνει ως ημερομηνία την 13η Μαρτίου του ίδιου έτους ( Contra Parmeniam Donatistam I.14) και απαντά στον ισχυρισμό των δονατιστών, ότι τέτοια σύνοδος δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εξαιτίας του διωγμού, λέγοντας ότι έγινε σε ιδιωτική κατοικία: “την οικεία του Urbanus Carisius, καθώς οι εκκλησίες δεν είχαν αποκατασταθεί ακόμη” (Ι.14: “quia basilicae necdum fuerunt restitutae, in domum Urbani Carisi”)

17 Σύμφωνα με τον 39ο Κανόνα της Συνόδου της Καρχηδόνας του 397 μ. Χ.: “nonnisi a duodecim censeatis episcoporum celebrari ordinationes”. Σύμφωνα με τον άγιο Κυπριανό Καρχηδόνας, η βάση αυτού του Κανόνα ήταν το Πραξ. 6.2 (Επιστολή 67 §4, (ed) Guilelmus Hartel,εν Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, vol. III pars II. Vindobonae 1868, p.738: “Quod postea secundum divina magisteria observatur in actis apostolorum, quando de ordinando in loco Iudae episcopo Petrus ad plebem loquitur... nec hoc in episcoporum tantum et sacerdotum, sed et in diaconorum ordinationibus observasse apostolos animadvertimus, …,illi duodecim totam plebem discipulorum et dixerunt eis”.

Η βασική, όμως, προϋπόθεση για να μπορέσουν οι επίσκοποι να χειροτονήσουν ήταν το Προς Τιμόθεον Α' 3.2: “δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι" το οποίο επαναλαμβάνει ο άγιος Κυπριανός στην Επιστολή 67 §5: “episcopum oportet esse sine crimine quasi Dei dispensatorem” και στην Επιστολή 65 § 2, όπου απαγορεύει σε όσους θυσίασαν στα είδωλα, να υπηρετούν το θυσιαστήριο του Θεού: “Qui ergo gravia delicta in se adduxerunt, id est qui idolis sacrificando sacrilega sacrificia fecerunt, sacerdotium Dei sibi vindicare non possunt nec ullam in conspectu eius precem pro fratribus facere, quando in evangelio scriptum sit: Deus peccatorem non audit, sed si qui Deum colverit et voluntatem eius fecerit, illum audit (Ιωαν. 9.31).

18 W. H. C. Frend, The Donatist Church: A Movement of Protest in Roman North Africa, Oxford University Press 2000, p. 12.

19 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam, Appendix I, Gesta apud Zenophilum, Carolus Ziwsa (ed), στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, p. 187 : “Μετά που βρέθηκαν άδεια τα ράφια στις βιβλιοθήκες, ο Σιλβανός προσκόμισε μία ασημένια κασετίνα και ένα ασημένιο κηροπήγιο και είπε ότι τα βρήκε πίσω από μία κανάτα. Ο Βίκτωρ του Aufidus είπε στον Σιλβανό: “Αν δεν τα είχες φέρει αυτά, θα ήσουν νεκρός”. Ο Φήλικας, ο αιώνιος ιερέας (σ. τ. μ. Flamen ήταν στην Ρώμη οι ειδωλολάτρες ιερείς, αφιερωμένοι σε κάποιον συγκεκριμένο θεό) και κουράτορας του κρατους: ψάξε προσεκτικά, μήπως έχει μείνει κάτι. Ο Σιλβανός είπε: Δεν έμεινε τίποτα, όλα τα βγάλαμε”

“postea quam in bibliothecis inuenta sunt [ibi] armaria inania, ibi potulit Silvanus capitulatam argenteam et lucernam argenteam, quod diceret se post orcam eas inuenisse. Victor Aufidi Siluano dixit: mortuus fueras, si non illas inuenisses. Felix flamen perpetuus curator reipublicae Siluano dixit: quaere diligentius, ne quid hic remanserit. Siluanos dixit: nihil remansit, totum hoc eiecimus”

Για την όλη υπόθεση βλ. Seeck, Die Anfänge des Donatismus, εν Zeitschrift fūr Kirchengeschichte 10 (1889), ss. 525-527.

20 Ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν ο Δονάτος της Mascula, ο οποίος αρνήθηκε την κατηγορία και ισχυρίστηκε ότι πραγματικά απέδρασε από την φυλακή του Φλώρου. Παρ' όλα αυτά καταδικάστηκε. Δεύτερος κατηγορούμενος ήταν ο Μαρίνος της Aquae Tibilitanae, ο οποίος παραδέχθηκε ότι παρέδωσε ιατρικά βιβλία, αντί για τα ιερά κείμενα. Ο Σεκούνδος τον καταδίκασε βάσει της θεολογίας που είχε αναπτύξει στον Μενσούριο. Ο επόμενος αναφερόμενος επίσκοπος ήταν ο Βίκτωρ της Russicade, ο οποίος ομολόγησε ότι παρέδωσε τις Γραφές προς καύση. Ο χειρότερος ήταν ο Purpurius της Limata, ο κύριος υποστηρικτής του Σιλβανού. Αυτός ήταν δολοφόνος, καθώς ήταν γνωστό ότι είχε δολοφονήσει τους δύο γιους της αδερφής του, και λίγο έλειψε να δολοφονήσει και τον Ορθόδοξο επίσκοπο Καρχηδόνας μετά το σχίσμα. Αυτός και ο Σιλβανός είχαν ληστέψει την αυτοκρατορική αποθήκη όξους, στον ναό του Σέραπη.

Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam, Appendix I, Gesta apud Zenophilum, Carolus Ziwsa (ed), στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, p. 196.

21 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam Ι.24: “Με αυτούς τους δέκα εννέα επισκόπους σε συνεδρίαση, η υπόθεση μεταξύ του Δονάτου και του Καικιλιανού ήρθε στην επιφάνεια, και αυτοί ανήγγειλαν τις ακόλουθες κατηγορίες εναντίον του Δονάτου, ότι είχε ομολογήσει ότι είχε ξαναβαπτίσει και αναχειροτονήσει τους πεπτωκότες επισκόπους, το οποίο είναι ξένο στην εκκλησία”

“His decem et nouem consedentibus episcopis causa Donati et Caeciliani in medium missa est. a singulis in Donatum sunt hae sententiae latae: quod confessus sit se rebaptizasse et episcopis lapsis manum inposuisse, quod ab ecclesia alienum est”

Carolus Ziwsa (ed), στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, p. 27.

22 Αυτή η συνθήκη μαρτυρείται από τον άγιο Αυγουστίνο στο έργο του Psalmus contra Partem Donati II.44-46:

“Cum Carthaginem venissent episcopum ordinare,

Invenerunt Caecilianum jam ordinatum in sua sede

Irati sunt quia ipsi non potuerunt ordinare” (PL 43.26).

23 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam Ι.24: “Η θύελα του διωγμού πέρασε και τελείωσε. Όταν ο Μαξέντιος, με το θέλημα του Θεού, έδωσε άφεση στους Χριστιανούς, η ελευθερία αποκαταστάθηκε. Λέγεται, ότι στην Καρχηδόνα οι Βότρος και Κελέστιος, λαχταρώντας την χειροτονία, κοπίασαν να εξασφαλίσουν, ότι μόνο τοπικοί επίσκοποι έπρεπε να προτιμηθούν στην χειροτονία της Καρχηδόνας, με τους της Νουμιδίας να απουσιάζουν. Τότε, με την ψήφο όλου του λαού εξελέγη ο Καικιλιανός και χειροτονήθηκε επίσκοπος από το χέρι του Φήλικα της Abthungi. Οι Βότρος και Κελέστιος απογοητεύθηκαν. Όταν ο Καικιλιανός ανέλαβε καθήκοντα, ο λογαριασμός του χρυσού και του αργύρου τού παραδόθηκε με μάρτυρες, όπως είχε γίνει και με τον Μενσούριο. Οι αναφερθέντες κύριοι, οι οποίοι συνέλαβαν την λεία με τα αδηφάγα σαγόνια τους, και καθώς βρίσκονταν υπό πίεση για τα επιστρέψουν, διέκοψαν την κοινωνία. Το ίδιο έπραξαν όσοι προσπάθησαν να αναλάβουν την επισκοπή με δωροδοκία, και η Λουκίλλα, η οποία δεν συμμορφωνόταν από καιρό. Αυτή η ισχυρή και δολοπλόκα γυναίκα, με όλη την παρέα της, αρνήθηκε να έρθει σε κοινωνία. Έτσι τρεις σκοπιμότητες και πρόσωπα συνωμότησαν για να εξασφαλίσουν ότι οι κακία θα έφερε αποτέλεσμα”.

“Tempestas persecutionis peracta et definita est. Iubente deo indulgentiam mittente Maxentio christianis libertas est restituta. Botrus et Celestius, ut dicitur, apud Carthaginem ordinari cupientes operam dederunt, ut absentibus Numidis soli vicini episcopi peterentur, qui ordinationem apud Carthaginem celebrarent. Tunc suffragio totius populi Caecilianus eligitur et manum inponente Felice Autumnitano episcopus ordinatur. Botrus et Celestius de spe sua deiecti sunt. Brevis auri et argenti sedenti Caeciliano, sicuti delegantum a Mensurio fuerat, traditur adhibitis testibus. Convocantur supra memorati seniores, qui faucibus avaritiae commendatam ebiberant praedam. Cum reddere cogerentur, subduxerunt communioni pedem, non minus et ambitores, quibus et ordinari non contigit, necnon et Lucilla, quae iamdudum ferre non potuit discipinam, cum omnibus suis potents et factiosa femina communioni misceri noluit. Sic tribus convenientibus causis et personis factum est, ut malignitae haberet effectum”.

Carolus Ziwsa (ed), στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, pp. 19-20.

 

24 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam, Appendix II, Acta purgationis Felicis episcopi Autumnitanis 8: “Ο Ingentius είπε, 'όταν ήρθε και η υπόθεση του Μαύρου, του επισκόπου της Ουτικής, ο οποίος είχε εξαγοράσει πίσω της επισκοπή του, ήταν σε εξέλιξη, ο Φήλικας, επίσκοπος Aptunga, έφτασε στην πόλη για να συμμετάσχει, και είπε· κανείς να μην κοινωνήσει [με αυτόν], επειδή παραδέχθηκε σφάλμα. Και είπα αντίθετα με αυτόν· ούτε με αυτόν, ούτε με εσένα, καθώς είσαι παραδιδούς, διότι θρηνούσα για την περίπτωση του Μαύρου, του ευεργέτη μου, καθώς για να αποφύγω την δίωξη είχα κοινωνήσει μαζί του με μεγάλο ρίσκο. Μετά, πήγα στην περιοχή του ίδιου του Φήλικα, και πήρα μαζί μου τρεις κυρίους, ώστε να δουν πραγματικά αν είχε συνεργαστεί ή όχι”.

Ingentius dixit: cum venissemus et ageretur causa Mauri ab Utica episcopi, qui episcopatum sibi redemit, ad urbem ascendit Autumnitanus episcopus Felix, ut tractaret, et dixit: nemo communicet, quia falsum admisit. Et dixi illi ego econtra: nec tibi nec illi, quia traditor es. Dolui enim causam Mauri hospitis mei, quia communicaveram cum illo in peregre, quia evasi persecutionem. Exinde ivi in patriam ipsius Felicis, duxi mecum tres seniores, ut viderent, an verum tradidisset annon”

Carolus Ziwsa (ed), στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, pp. 201.

25 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος Επιστολή 44.4.8: “dedisse quendam interventorem”.

26 ο.π. “Nunc ergo interventorem in suo conventiculo a nostris dicebat occisum”.

27 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam Ι.19: “Si Felix in se nihil contulisset, ipsi tamquam adhuc diaconum ordinarent”.

Ο άγιος Αυγουστίνος είδε το πόσο επικίνδυνη θα ήταν μια τέτοια ενέργεια και υπέθεσε ότι ο Καικιλιανός τους ειρωνευόταν, Breviculus Collationis III.16.29: “Quod quidem sic dictum est, ideo dici potest ad illos irridendos”.

28 Προφανώς, πρόκειται για 400 πουγγιά με νομίσματα, καθώς 400 folles του Διοκλητιανού θα ήταν ασήμαντο ποσό.

Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam, Appendix I, Gesta apud Zenophilum 17:

“ Η εξοχότης του ο πρόξενος Ζηνόφιλος είπε στον Nundinarius: Ποιος κατά την γνώμη σου θα έπρεπε να εξεταστεί σχετικά με τα τετρακόσια folles;

Ο Nundinarius είπε,: Ο διάκονος Λουκιανός πρέπει να παραστεί, διότι τα γνωρίζει όλα.

Η εξοχότης του ο πρόξενος Ζηνόφιλος είπε στον Nundinarius: Γνωρίζουν αυτοί;

O Nundinarius είπε: Όχι.

Η εξοχότης του ο πρόξενος Ζηνόφιλος είπε: Ας παρουσιαστεί ο Λουκιανός

O Nundinarius είπε: Aυτοί γνωρίζουν ότι εδόθησαν τετρακόσια folles, αλλά δεν γνωρίζουν πως τα μοίρασαν οι επίσκοποι.

Η εξοχότης του ο πρόξενος Ζηνόφιλος είπε στον Σατουρνίνο* και στον Βίκτωρ: Γνωρίζετε ότι εισπράχθηκαν folles από την Λουκίλλα;

Οι Σατουρνίνος και Βίκτωρ είπαν: Γνωρίζουμε.

Η εξοχότης του ο Ζηνόφιλος είπε: Τα έλαβαν οι φτωχοί;

Αυτοί απάντησαν: Κανείς δεν έλαβε τίποτα”.

*(σ. τ. μ. Διορθώνουμε σε Σατουρνίνο, ενώ το κείμενο γράφει Nundinario. Μάλλον πρόκειται για λάθος αντιγραφή από κάποιο χειρόγραφο. Οι εξεταζόμενοι ήταν οι Σατουρνίνος και Βίκτωρ, ενώ ο Nundinarius άνηκε στην ανακριτική ομάδα. Στην συνέχεια του κειμένου απαντάνε οι Σατουρνίνος και Βίκτωρ, και όχι ο Nundinarius, κάτι που ενισχύει την άποψη του λάθους και όχι την πλαστότητα των αρχείων.)

 

“Zenophilus v.c.** Consularis Nundinario dixit: de quadrigentis follibus quos putas interrogandos? Nundinarius dixit: Lucianus diaconus exhibeatur, quia ipse totum scit. Zenophilus u. c. consularis Nundinario dixit: hine sciunt? Nundinarius dixit: non sciunt. Zenophilus u. c. consularis dixit: exhibeatur Lucianus. Nundinarius dixit: sciunt isti acceptos esse quadrigentos folles, sed quia episcopi eos diviserunt, nesciunt. Zenophilus u. c. consularis Saturnino et Victori dixit: scitis acceptos esse folles a Lucilla? Saturninus et Victor dixerunt: scimus. Zenophilus u. c. consularis dixit: pauperes non acceperunt? Dixerunt: nemo nihil accepit”

** v. c. = vir clarissimus, εκλαμπρότατος.

Carolus Ziwsa (ed), στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, pp. 194-195.

Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam, Appendix I, Gesta apud Zenophilum 18:

“Η εξοχότης του ο πρόξενος Ζηνόφιλος είπε: Σχετικά με τα folles, τα οποία έδωσε η Λουκίλλα, έλαβαν οι φτωχοί τίποτα;

Ο Κάστος είπε: Δεν είδα να λαμβάνει κάποιος.

Η εξοχότης του ο πρόξενος Ζηνόφιλος είπε: Πού πήγαν, λοιπόν;

Ο Κάστος είπε: Δεν γνωρίζω.

Ο Nundinarius είπε: Τουλάχιστον άκουσες ή είδες αν ειπώθηκε στον κόσμο, η Λουκίλλα προσφέρει από την δική της περιουσία;

Ο Κάστος είπε: Δεν είδα να λαμβάνει κάποιος.

Η εξοχότης του ο πρόξενος Ζηνόφιλος είπε: Ο Κάστος ομολόγησε ξεκάθαρα, ότι δεν γνωρίζει για διανομή μεταξύ των φτωχών, των folles που έδωσε η Λουκίλλα· οπότε ας απομακρυνθεί”.

Zenophilus u. c. consularis dixit: de folles, quos Lucilla dedit, populus minutus nihil accepit? Castus dixit: non vidi accipere neminem. Zenophilus u. c. consularis Casto dixit: quo ergo pervenerunt? Castus dixit: nescio. Nundinarius dixit: utique vel audisti vel vidisti, si dictum est pauperibus: dat et nobis de re sua Lucilla? Castus dixit: non vidi aliquem accipere. Zenophilus u. c. consularis dixit: manifesta est Casti confessio, quod folles, quos Lucilla donavit, populo divisos esse nesciret, et ideo amoveatur”

Carolus Ziwsa (ed), στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, pp. 195-196.

29 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam Ι.15: “ et altare contra altare erectum est”.

30 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Epistola ad Catholicos contra Donatistas, III.6: “Ίσως κάποιος με ρωτήσει: γιατί θέλεις να αποσυρθούν αυτές οι κατηγορίες από ανάμεσά σας, ακόμη και αν είναι γνωστές και η κοινότητά σας παραμένει ασάλευτη; Δεν θέλω η αγία Εκκλησία να στηρίζεται σε ανθρώπινες αποδείξεις, αλλά στα θεία λόγια. Διότι αν η Αγία Γραφή περιόρισε την Εκκλησία στην Αφρική μόνο και ανάμεσα σε λίγους κατοίκους Cutzupitani ή Montenses της Ρώμης και σε μια οικεία ή ένα πατριμόνιο μιας Ισπανίδας γυναίκας, ό,τι και να λέγεται αλλού από άλλες γραφές μόνο οι δονατιστές θεωρούνται Εκκλησία”

“Querat fortasse aliquis, et deat mihi: Cur ergo ista vis auferri de medio, quando communio tua, etiamsi proferantur, invicta est? Quia nolo humanis documentis, sed divinis oraculis sanctam Ecclesiam demonstrari. Si enim sanctae Scripturae in Africa sola designaverunt Ecclesiam, et in paucis Romae Cutzupitanis vel Montensibus, et in domo vel patrimonio unius Hispane mulieris; quidquod de chartis aliis aliud proferatur, non tenent Ecclesiam nisi Donatistae” PL 43. col. 395.

31 Acta Saturnini 20: “beatissimorum martyrum succesio gloriosa, quae est Ecclesia sancta, una et vera catholica, ex qua martyres profecti sunt” PL VIII.col. 703.

32 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Contra Cresconium II.31&39, III.2.

33 W. H. C. Frend, The Donatist Church: A Movement of Protest in Roman North Africa, Oxford University Press 2000, p.318.

34 Maureen Tilley, Dilatory Donatists or Procrastinating Catholics?: The Trial at the Conference of Carthage, εν Church History vol. 60 issue 1 (March 1991), p. 17.

35 Έχουν εκδοθεί από τον Serge Lancel, Actes de la Conférence de Carthage en 411, 3 vols, στην σειρά Sources chrétiennes 194,195 και 224, Paris 1972 & 1975.

Παλαιότερες εκδόσεις στο Mansi, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio t.4 cols. 19-246.

& PL 11.1257-1418.

36 Gesta 221: “Tu quid es? Filius es Caeciliani, an non? Tenet te crime Caeciliani an non”.

37 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Contra Cresconium III.56.62: “Cum Ecclesiae catholicae sanctitatem vir memoriae venerabilis ab errore perfidiae Donatus adsereret, in eius nomen et cultum mundi paene totius observantia nutrita coaluit” PL 43.529.

38 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Επιστολή 93.7.23: “Νομίζεις ότι λες κάτι έξυπνο (σ. τ. μ. Απευθύνεται στον διάδοχο του Rogatus, Victor της Cartena) όταν εκλαμβάνεις το όνομα Καθολικός, όχι από την οικουμενική συμμετοχή στον κόσμο, αλλά από την τήρηση όλων των θεϊκών εντολών και όλων των μυστηρίων, λες και στηριζόμαστε στην σημασία της λέξης για ν' αποδείξουμε ότι η Εκκλησία είναι παγκόσμια, και όχι τόσο στην υπόσχεση του Θεού και στις τόσες πολλές και ξεκάθαρες αναγγελίες της ίδιας της αλήθειας”

Wilfrid Parsons (trans), Saint Augustine, Letters vol. II στη σειρά Fathers of the Church vol. 18, Washington: The Catholic University of America (4η επανεκτύπωση) 2008, p. 79.

39 Αγιου Αυγουστίνου Ιππώνος, Contra Litteras Petiliani Donatistae Cirtensis Episcopi II.38.90: “90. Ο Petilianus είπε: Αν δηλώνεται ότι κρατάτε την καθολική Εκκλησία, η λέξη “καθολικός' είναι απλώς το ελληνικό ισοδύναμο του “ολόκληρος” ή “συνολικός”. Αλλά είναι ξεκάθαρο ότι δεν είστε στο σύνολο, διότι παραμεριστήκατε στο μερικό (΄επί μέρους).

91. Ο Αυγουστίνος απάντησε” Έχω αποκτήσει και εγώ κάποια γνώση τη ελληνiκής γλώσσας, ίσα-ίσα που την λες γνώση, ωστόσο δεν ντρέπομαι να ειπώ ότι “όλον” δεν σημαίνει “ένα”, αλλά “το σύνολον”· και καθολικό σημαίνει κατά το όλον, απ΄ όπου και η καθολική Εκκλησία πήρε το όνομά της, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Κυρίου: 'εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ,
8 ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς*'. Εδώ έχετε την καταγωγή του ονόματος 'καθολικός'. Αλλά είστε τόσο τρελοί να τρέξετε με τα μάτια σφαλιστά ενάντια στο όρος που εγενήθη από τον λίθο, σύμφωνα με την προφητεία του Δανιήλ**, και πλήρωσαι πάσα την γην, ώστε μας λέτε ότι παραμεριστήκαμε στο επί μέρους, και δεν είμαστε στο σύνολο αυτών, των οποίων η κοινωνία απλώθηκε σε ολάκερη την γη”.

* Πραξ. 1.7-8.

** Δανιήλ 2.35

90.PETILIANUS dixit: Si vos tenere Catholicam dicitis, catholicos illud est quod graece dicitur unicum sive totum. Ecce in toto non estis, quia in parte cessistis. Quid significet nomen Katholicos.

91. AUGUSTINUS respondit: Et ego quidem graecae linguae perparum assecutus sum, et prope nihil; non tamen impudenter dico, me nosse o{lon non esse unum, sed totum; et kaq_o{lon secundum totum; unde Catholica nomen accepit, dicente ipso Domino: Non est vestrum scire tempora, quae Pater posuit in sua potestate, sed accipietis virtutem Spiritus sancti supervenientem in vos, et eritis mihi testes in Ierusalem, et in totam Iudaeam et Samariam, et usque in totam terram. Ecce unde Catholica vocatur. Sed ita clausis oculis offenditis in montem, qui ex parvo lapide, secundum prophetiam Danielis, crevit et implevit universam terram, ut nobis dicatis, quod in partem cesserimus, et in toto non simus, quorum communio universo orbe diffunditur

40 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, De agone christiano XXVIIII: “Εφόσον ο Κύριος λέει στο Ευαγγέλιο ότι το τέλος του κόσμου θα έρθει όταν το Ευαγγέλιο θα έχει κηρυχθεί σε όλα τα έθνη, πως οι δονατιστές διατείνονται ότι όλα τα έθνη έχουν αποστατήσει από την πίστη και μόνο στην δονατιστική σέκτα επιζεί η Εκκλησία; Είναι προφανές, ότι εφόσον αυτή η σέκτα έχει αποκοπεί από την ενότητα, ενώ μερικά έθνη έχουν αγκαλιάσει αργότερα την πίστη, και υπάρχουν ακόμη μερικά που δεν έχουν πιστέψει, στα οποία το Ευαγγέλιο δεν παύει να κηρύττεται καθημερινά. Ποιος δεν εκπλήσσεται να βρει ένα πρόσωπο, το οποίο, ενώ θέλει να λέγεται Χριστιανός, εξοργίζεται τόσο από την κακία ενάντια στη δόξα του Χριστού ώστε να τολμήσει να φωνάξει σε όλα τα έρθει που επίκειται να έρθουν στην Εκκλησία του Θεού, και βιάζονται να εκδηλώσουν την πίστη τους στον Υιό του Θεού, το κάνουν μάταια, επειδή δεν έχουν βαπτιστεί από δονατιστή”.

Augustine of Hippo, On Christian Combat, μετάφραση Bernard Peebles, στην σειρά Fathers of the Church vol. 2, Washington: The Catholic University Press 6η επανεκτύπωση 2002, pp. 347-348.

“Sed tamen cum Dominus dicat in Evangelio, cum per omnes gentes Evangelium fuerit praedicatum, tunc finem esse futurum ; quomodo isti dicunt quod iam caeterae omnes gentes ceciderunt a fide, et in sola parte Donati remansit Ecclesia, cum manifestum sit, ex quo ista pars ab unitate praecisa est, nonnullas gentes postea credidisse, et adhuc esse aliquas quae nondum crediderunt, quibus quotidie non cessatur Evangelium praedicari? Quis non miretur esse aliquem qui se christianum dici velit, et adversus Christi gloriam tanta impietate rapiatur, ut audeat dicere omnes populos gentium, qui modo adhuc accedunt Ecclesiae Dei, et in Dei Filium festinanter credunt, inaniter facere, quia non eos aliquis donatista baptizat?”. (PL 40. )

41 ο. π.: “Quod cum eis obiicimus, dicunt iam ista omnia fuisse completa, antequam esset pars Donati, sed postea totam Ecclesiam perisse, et in sola Donati parte reliquias eius remansisse contendunt"

42 "μή τις ὑμᾶς ἐξαπατήσῃ κατὰ μηδένα τρόπον· ὅτι ἐὰν μὴ ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον καὶ ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, 4 ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος ἐπὶ πάντα λεγόμενον Θεὸν ἢ σέβασμα, ὥστε αὐτὸν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ ὡς Θεὸν καθίσαι, ἀποδεικνύντα ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ Θεός"

43 Paula Fredriksen, Apocalypse and Redemption in Early Christianity, εν Vigiliae Christianae, Vol. 45, No. 2 (June, 1991), 167.

Πηγή αναφοράς το δονατιστικό χρονικό Liber Genealogus, γραμμένο το 452 μ. Χ. Αυτό το κείμενο είναι ένα ποτ πουρί παλαιότερων χρονογραφιών, όπως αυτή του Hilarianus, του χρονικού του Ιππόλυτου και του σχολιασμού στην Αποκάλυψη του Victorinus Petavionensis.

Liber Genealogus, στην σειρά Monumenta Germaniae Historica, υποσειρά Scriptores, Auctores Antiquissimi IX, Chronica Minora saec. IV, V, VI, VII, Theodor Mommsen (ed), Βερολινο 1892, s. 194:

“616. Sed haec ad certum computationis numerum discrepare videtur, iuxta quod alii doctores de numero bestiae tractaverunt. Sic enim ait sanctus victorinus episcopus: numeros eius, ait spiritus sanctus, nomen nominis (ή hominis cod. 54) est et numerus nominis eius DCLXVI, id est Antichristus. In mutato enim nomine veniet et duo sibi nomina inponet Antemus Graece et Gensericus Gotice, scilicet ut multas gentes seducat. ...

618. Item alium nomen Gotice quod dicebat Gensericus, ut gentiles seducat, computa per literam prudens et invenies in hoc numero, id est Graeco DCLXVI: (σ. τ. μ. Υπολογίζει με βάση το εξελληνισμένο όνομα Γηνσερικος) Γ gamma III sunt – E eta V sunt – N ne L sunt – C simma CC sunt – H eta VIII sunt – P ro C sunt – I iota X sunt – K cappa XX sunt – O u LXX sunt – C simma CC sunt hic numerus per litteras supra scripta Gensericus eundem computum explicabit”.

44 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Επιστολή 76.2: Πιστεύετε ότι μπορείτε να αποφύγεται την διασπορά των ζιζανίων πριν από την ώρα του θερισμού, επειδή εσείς μόνοι είστε τα ζιζάνια. Αν ήσασταν ο καλός σπόρος, θα υπομένατε την διασπορά των ζιζανίων, και δεν θα αποκοβόσασταν από τον αγρό του Χριστού. Για τα ζιζάνια έχει γραφεί: καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν, αλλά για τον καλό σπόρο έχει ειπωθεί: ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται. Γιατί πιστεύεται ότι τα ζιζάνια έχουν αυξηθεί και γέμισαν τον κόσμο, αλλά ο καλός σπόρος έχει μειωθεί και βρίσκεται μόνο στην Αφρική; ... Αυτός είπε: ὁ δὲ ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος· δεν είπε: ο αγρός είναι η Αφρική. Αυτός είπε: ὁ δὲ θερισμὸς συντέλεια τοῦ αἰῶνός ἐστιν· δεν είπε: ο θερισμός είναι οκαιρός του Δονάτου. Αυτός είπε: οἱ δὲ θερισταὶ ἄγγελοί εἰσιν· δεν είπε: οι θερισταί είναι οι αρχηγοί των Circumcellions”.

Wilfrid Parsons (trans), Saint Augustine, Letters vol. I στη σειρά Fathers of the Church vol. 12, Washington: The Catholic University of America (4η επανεκτύπωση) 2008, pp.369-370.

“Fingitis vos ante tempus messis fugere permixta zizania, quia vos estis sola zizania. Nam si frumenta essetis, permixta zizania toleraretis, et a segete Christi non vos divideretis. De zizaniis quidem dictum est: Quoniam abundabit iniquitas, refrigescet caritas multorum: sed et de tritico dictum est: Qui perseveraverit usque in finem, hic salvus erit. Quare creditis crevisse zizania et mundum replevisse, triticum autem decrevisse et in sola Africa mansisse? Christianos vos dicitis, et Christo contradicitis. Ipse dixit: Sinite utraque crescere usque ad messem; non dixit: Crescant zizania, decrescant frumenta. Ipse dixit: Ager est hic mundus; non dixit: Ager est Africa. Ipse dixit: Messis est finis saeculi; non dixit, messis est tempus Donati. Ipse dixit: Messores Angeli sunt; non dixit: Messores principes Circumcellionum sunt.” (PL 33)

45 Για τον Tyconius πηγή το Gennadius, De viris illustribus 18, PL 58.1071 και σε αγγλική μετάφραση, Gennadius, On Illustrious Men, 4, 5, and 18, in Nicene and Post-Nicene Fathers, Second Series,Vol. 3: Theodoret, Jerome, Gennadius, Rufinus: Historical Writings, Ernest Cushing Richardson (trans), Peabody: Hendrickson Publishers Inc. 1994, 386-87, 389.

46 Αυτά είναι α) το De bello intensimo, γραμμένο περίπου το 370 μ. Χ. Και πραγματεύεται την καθολικότητα της Εκκλησίας, β) το Expositiones diversarum (375 μ. Χ.) για το ίδιο θέμα, γ) το Liber regularum, το μοναδικό που σώζεται σήμερα και δ) και ένα ακό με σχόλια στην Αποκάλυψη, του οποίου αποσπάσματα σώζονται σε άλλα έργα. Βλ. σχ. The Turin Fragments of Tyconius’ Commentary on Revelation, Francesco Lo Bue (ed), Cambridge: Cambridge University Press 1963 για την ανασύνθεση του κειμένου.

47 Έκδοση του κειμένου F. C. Burkitt, The Book of Rules of Tyconius, Caambridge 1894; ανατύπωση Nendeln 1967. Υπάρχουν αρκετές μεταφράσεις στα αγγλικά, η πιο πρόσφατη είναι του W. S. Babcock, The Book of Rules of Tyconius, Atlanta: Society of Biblical Literature 1989.

Γαλλική μετάφραση στο Jean-Marc Vercruysse (trans), Tyconius: Le Livre des Règles, στην σειρά Sources Chrétiennes no 488, Paris 2004.

48 Francis Crawford Burkitt, The Book of Rules of Tyconius, Caambridge 1894; ανατύπωση Nendeln 1967, p. 67:

“3.1 Aliquotiens autem non sunt recapitulationes huius modi sed futurae similitudines, sicut dominus dicit: Cum videritis quod dictum est per Danihelem prophetam, tunc qui in Iudaea sunt fugiant in montes, et inducit finem. Quod autem Danihel dixit in Africa geriturm neque in eodem tempore finis. Sed quoniam, licet non in eo tempore finis, in eo tamen titulo futurum est, propterea Tunc dixit, id est cum simiiter factum fuerit per orbem, quod est discessio et revelatio hominis peccati.

3.2 Hoc genere locutionis dicit Spiritus in Psalmis: Cum averteret Dominus captivitatem Sion facti sumus velut consolati. Tunc repletum est gaudio os nostrum et lingua nostra exultatione. Tunc dicent in gentibus: Magnificavit Dominus facere cum illis, magnificavit Dominus facere nobiscum, facti sumus laetantes. Dicentum erat: Cum averterit Dominus captivitatem Sion, tunc dixerunt in gentibus; nunc autem: Cum avertet inquit tunc dicent in gentibus. Nos enim gentes quorum captivitatem avertit. Sicut et illorum in figuram tempus habemus dicentes: Magnificavit Dominus facere cum eis, magnificavit dominus facere nobiscum. De similitudine itaque tempus suum et nostrum unum fecit et iuncxit dicens: Tunc dicent in gentibus, id est cum similiter gentibus fecerit”.

Με πλάγια γραμματοσειρά τα αγιογραφικά αποσπάσματα.

Δεύτερος τρόπος σύνοψης

3.1 Μερικές φορές η σύνοψη δεν είναι αυτού του τύπου, αλλά είναι ανάλογες σε σχέση με το μέλλον, όπως όταν ο Κύριος λέει: ῞Οταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ρηθὲν διὰ Διανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ἐν τόπῳ ἁγίῳ –ὁ ἀναγινώσκων νοείτω, τότε οἱ ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ φευγέτωσαν ἐπὶ τὰ ὄρη (σ. τ. μ. Ματθ. 24,15-16) και εισάγει το τέλος. Αυτό που είπε ο Δανιήλ γίνεται τώρα στην Αφρική και δεν είναι ακόμα το τέλος του κόσμου. Αλλά, αν και δεν είναι ακόμη το τέλος του κόσμου, παρ' όλα αυτά θα συμβεί κατά παρόμοιο τρόπο, γι' αυτό ο Κύριος λέει: Τότε, δηλαδή κατά παρόμοιο τρόπο θα συμβεί παγκοσμίως (per orbem), το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον καὶ ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας (σ. τ. μ. Β' Θεσ. 2,3).

3.2 Με την ίδια έκφραση το Πνεύμα λέει στους Ψαλμούς: Εν τω ἐπιστρέψαι Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν Σιὼν ἐγενήθημεν ὡσεὶ παρακεκλημένοι. τότε ἐπλήσθη χαρᾶς τὸ στόμα ἡμῶν καὶ ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀγαλλιάσεως. τότε ἐροῦσιν ἐν τοῖς ἔθνεσιν· ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μετ᾿ αὐτῶν. ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μεθ᾿ ἡμῶν, ἐγενήθημεν εὐφραινόμενοι. (σ. τ. μ. Ψαλμ. 125,1-3). Έπρεπε να πει: Όταν επιστρέψει Κύριος τὴν αἰχμαλωσίαν Σιὼν, τότε ἐροῦσιν ἐν τοῖς ἔθνεσιν· ενώ λέει: Εν τω ἐπιστρέψαι, τότε ἐροῦσιν ἐν τοῖς ἔθνεσιν (σ. τ. μ. Εννοεί ότι ο ψαλμός είναι διατυπωμένος σε μέλλοντα χρόνο και όχι παρελθοντικό). Εμείς είμαστε το έθνος του οποίου την αιχμαλωσία ο Κύριος θα τελειώσει. Παρομοίως, έχουμε σε εκείνο τον καιρό την δική μας προτύπωση: ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μετ᾿ αὐτῶν. ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μεθ᾿ ἡμῶν. Ανάλογα ο Ψαλμωδός την δική του εποχή και την δική μας τις έκανε μία, λέγοντας: τότε ἐροῦσιν ἐν τοῖς ἔθνεσιν·δηλαδή όταν κάνει το ίδιος και στα έθνη”.

 

49 Paula Fredriksen, Apocalypse and Redmpton in Early Christianity, εν Vigiliae Christianae vol. 45 no. 2 (Ιούνιος 1991, p.159 & σημ. 49 σελ. 177.

50 Paula Fredriksen, Tyconius and the End of the World, εν Revue d'Études Augustiniennes et Patristiques vol. 28 issue 1-2 (1982), pp. 72-73.

51 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Contra Litterras Petiliani Donatistae Libri Tres II.84.185: “Cur autem vos non liberum arbitrium unicuique sequi permittitis, cum ipse Dominus Deus liberum arbitrium dederit hominibus; viam tamen iustitiae ostendens, ne quis forsitan nescius deperiret? Dixit enim: " Posui ante te bonum et malum, posui ante te ignem et aquam; quod volueris elige" ”

52 Αγίου Αυγουστινου Ιππώνος, De Unitate Ecclesiae 9.23: “Quia homines nolunt. Cum arbitrio libero, inquiunt, homo creatus est, et si vult credit in Christum, si non vult non credit; si vult perseverat in eo quod credit, si non vult no perserverant. Et ideo cum coepisset per orbem terrarum crescere Ecclesia, noluerunt homines perseverere et defecit ex omnibus gentibus christiana religio excepta parte Donati” (PL 43,407).

53 Francis Crawford Burkitt, The Book of Rules of Tyconius, Caambridge 1894, p. 22: “Dicunt enim quidam, qui promissionum firmitatem et quae ex lege est transgressionem nesciunt, promisisse quidem Deum Abrahae omnes gentes, sed salvo libero arbitrio, si legem custodisent”.

54 Ησαας 48.18.

55 Francis Crawford Burkitt, The Book of Rules of Tyconius, Caambridge 1894, p. 26: “III.23. hoc enim dictum si me audisses Israhel commemoratio est iustitiae Dei et conformatio promissionum, ne quis puaret non libero erbitrio sed dispositione Dei quosdam factos ad mortem quosdam vero ad vitam”.

56 Francis Crawford Burkitt, The Book of Rules of Tyconius, Caambridge 1894, p. 82: “omnia enim quae fecit Deus bona sunt: horum diabolus non natura mutauit”.

57 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam II.9: „dum post nos rebaptizantis et post socios vestros in peccato detectos hoc non facitis. Dixisti enim, quod, si sacerdos in peccato sit, solae possit dotes operari“.

58 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Επιστολή 87.1.1: “An non aliquanto tempore latentem, et postea proditum convictumque damnatis? Quaero igitur utrum vos contaminaverit eo tempore quo latebat? Respondebis: Nullo modo. Nullo ergo tempore contaminaret, etiamsi semper id lateret; nam et mortuorum nonnulla saepe commissa produntur, nec fraudi est Christianis, qui eis communicavere viventibus. Cur ergo vos tam temeraria atque sacrilega diremptione praecidistis a communione innumerabilium Ecclesiarum Orientalium, quas semper latuit, et adhuc latet quod in Africa gestum esse aut docetis aut fingitis?".

59 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Enarationes in psalmos X.6: “Christus quid vobis fecit, qui traditorem suum tanta patientia pertulit, ut ei primam Eucharistiam confectam manibus suis et ore suo commendatam, sicut caeteris Apostolis traderet? Quid vobis fecit Christus, qui eumdem traditorem suum, quem diabolum nominavit, qui ante traditionem Domini nec loculis dominicis fidem potuit exhibere, cum caeteris discipulis ad praedicandum regnum coelorum misit; ut demonstraret dona Dei pervenire ad eos qui cum fide accipiunt, etiamsi talis sit per quem accipiunt, qualis Iudas fuit?”.

60 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Contra Litterras Petiliani Donatistae Libri Tres II.22.49: “Petilianus Sic namque locutus est, dicens: "Qui semel lotus est, non habet causam nisi pedes lavandi, sed est mundus totus. Et vos mundi estis, sed non omnes. Hoc autem dixit propter Iudam, qui eum fuerat traditurusQuisquis ergo traditor factus es, Baptismum perdidisti. Denique postquam ipse damnatus est traditor Christi apostolus, undecim sic plenius confirmavit: "Iam vos mundi estis, propter sermonem quem locutus sum vobis. Manete in me, et ego in vobis".Et iterum his undecim dixit: "Pacem meam do vobis, pacem meam dimitto vobis".Cum haec ergo damnato, ut diximus, traditore, Apostolis undecim dicta sint, vos quoque traditores similiter pacem et Baptismum non habetis.

61 Ιωαν. 1,33.

62 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, De Baptismo contra donatistas IV.11 “Non nos concedimus haeretico Baptismum; sed illius Baptismum, de quo dictum est: Hic est qui baptizat, ubicumque invenerimus, agnoscimus. Perfidus autem et blasphemus si in perfidia et blasphemia permanserit, nec extra Ecclesiam, nec intra Ecclesiam remissionem accipit peccatorum: aut si propter vim Sacramenti ad punctum temporis accipit, et foris et intus eadem vis operatur, sicut vis nominis Christi expulsionem daemoniorum foris etiam operabatur.

63 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Epistola LXXXIX.5 Ad Festo: “cum et hinc teneat orbis terrarum evidentissimam et evangelicam veritatem, ubi Ioannes ait: Qui me misit baptizare in aqua, ipse mihi dixit: Super quem videris Spiritum descendentem quasi columbam, et manentem super eum, ipse est qui baptizat in Spiritu sancto. Unde secura Ecclesia spem non ponit in homine, ne incidat in illam sententiam in qua scriptum est: Maledictus omnis qui spem suam ponit in homine; sed spem suam ponit in Christo, qui sic accepit formam servi, ut non amitteret formam Dei, de quo dictum est: Ipse est qui baptizat. Proinde homo quilibet minister baptismi eius, qualemcumque sarcinam portet, non iste, sed super quem columba descendit, ipse est qui baptizat”.

64 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Epistola XCVIII.2: “Ut autem possit regenerari per officium voluntatis alienae, cum offertur consecrandus, facit hoc unus Spiritus, ex quo regeneratur oblatus. Non enim scriptum est, Nisi quis renatus fuerit ex parentum voluntate, aut ex offerentium vel ministrantium fide; sed: Nisi quis renatus fuerit ex aqua et Spiritu Sancto. Aqua igitur exhibens forinsecus sacramentum gratiae, et Spiritus operans intrinsecus beneficium gratiae, solvens vinculum culpae, reconcilians bonum naturae, regenerant hominem in uno Christo, ex uno Adam generatum.

65 Ψαλμ. 25,4.

66 Λουκ. 7,49.

67 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Sermo 99 De verbis Evangelii Luc. 7,36-50: 8.Medicus bonus aegros non solum praesentes sanabat, sed et futuros etiam praevidebat. Futuri erant homines qui dicerent: Ego peccata dimitto, ego iustifico, ego sanctifico, ego sano quemcumque baptizo. Ex ipso numero et isti sunt, qui dicunt:Noli me tangere.Usque adeo ex ipso numero sunt, ut nuper in collatione nostra, quod etiam in Gestis ipsis legere potestis, cum eis a Cognitore esset consessus oblatus, ut sederent nobiscum, respondendum putarent, Scriptum est nobis, cum talibus non sedere, scilicet ne per contactum subselliorum ad eos velut nostra contagio perveniret. Vide si non est:Noli me tangere, quia mundus sum.Alio autem die, ubi opportunius erat, commemoravimus eos huius miserrimae vanitatis, cum ageretur de Ecclesia, quia mali in ea non contaminant bonos; respondimus eis, quia ideo nobiscum sedere noluerunt, et dixerunt, se Scriptura Dei fuisse commonitos, quia videlicet scriptum est: Non sedi in concilio vanitatis: diximus, Si ideo nobiscum sedere noluistis, quia scriptum est:Non sedi in concilio vanitatis;quare nobiscum ingressi estis, cum consequenter scriptum sit:Et cum iniqua gerentibus non introibo? Ergo in hoc quod dicunt:Noli me tangere, quia mundus sum,similes sunt illi pharisaeo qui Dominum invitaverat, et propterea putabat eum nescisse mulierem, quia non eam prohibuerat a contactu pedum suorum. Sed in alio melior Pharisaeus, quia cum putaret hominem Christum, non credebat ab homine posse dimitti peccata. Melior ergo Iudaeis quam haereticis apparuit intellectus. Iudaei quid dixerunt? Quis est hic, qui et peccata dimittit? Audet sibi homo hoc usurpare? Quid contra haereticus? Ego dimitto, ego mundo, ego sanctifico. Respondeat illi, non ego, sed Christus: O homo, quando ego a Iudaeis putatus sum homo, dimissionem peccatorum fidei dedi. Non ego, respondet tibi Christus. O haeretice, tu cum sis homo, dicis: Veni, mulier; ego te salvam facio! Ego cum putarer homo, dixi:Vade, mulier; fides tua salvam te fecit.

 

68 Optatus Milevitanis, De schismate donatistarum 5.4.

69 Στα Acta Martyrum Saturnini presbyteri, Felicis, Dativi, Ampelii et aliorum, γνωστών και ως Πράξεις των Μαρτύρων της Αβιτίνα, κωμόπολης λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Καρχηδόνα, ένα κείμενο καθαρά δονατιστικό, γράφει τα εξής:

“Το καλό πρέπει να αποφεύγει την συνωμοσία των εξωμοτών, τον οίκο των υποκριτών, και τις κρίσεις των Φαρισαίων, και η αφοσίωση θα πρέπει πάντα να τους αποφεύγει. Αν το κάνουν αυτό θα επιτύχουν την υιοθεσία των υιών και των θυγατέρων του Θεού στην αγία εκκλησία και αν το κάνουν αυτό δεν θα βυθιστούν στις αμαρτίες των άλλων, κτώντες το σκότος αντί του φωτός, θάνατο αντί για ζωή, καταστροφή αντί για σωτηρία! Τέτοια ειναι η φύση της εκκλησίας του Χριστού, ώστε δεν λέω 'εν μέρει' επειδή είναι μία ενιαία και δεν διαιρείται σε δύο. Αλλά μετά την φοβερή νύχτα του διωγμού και την λοιμώδη λαίλαπα των τυράννων, ο διάβολος, με την πιο επιδέξια πανουργία συγκάλεσε σύνοδο των ναυαγών* για να παραπλανήσει τους αθώους και να λεηλατήσει τις ψυχές των ανθρώπων. Έτσι, αν δεν μπορεί να καταπιεί τους ανθρώπους με την καταστροφή του διωγμού και δεν μπορεί να τους κρατήσει δεμένους με τα δεσμά της αμαρτίας σε μια ανίερη σέκτα στην υπηρεσία των ειδώλων για την αιώνια απώλειά τους, ενώνοντάς αυτούς με μολυσμένους εξωμότες, τους οδηγεί στην απώλεια με το πρόσχημα της ιερωτάτης θρησκείας”.

Σε αγγλική μετάφραση Maureen Thilley (trans), Donatist Martyr Stories: The Church in Conflict in Roman North Africa, Liverpool University Press 1996, pp. 47-48.

*Εδώ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τα ίδια ρητορικά σχήματα με τον άγιο Κυπριανό Καρχηδόνας, όπως αυτός εκφράζεται στο De Lapsis XV. Βλ. Guilelmus Hartel (ed), εν Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, vol. III pars I. Vindobonae 1868, p.247-8..

70 Maureen Thilley (trans), Donatist Martyr Stories: The Church in Conflict in Roman North Africa, Liverpool University Press 1996, p. 29.

71 Από ομιλία, η οποία αποδίδεται στον Δονάτο και αφορά το μαρτύριο ενός ανώνυμου επισκόπου στην πόλη Avioccala, με την παραφθορά του ονόματος του οποίου προκύπτει το όνομα Advocatus, οπότε η ομιλία έχει τίτλο Ομιλία στο Μαρτύριο των Αγίων Donatus και Advocatus δοθείσα την 4η ημέρα πριν από τα μέσα του Μαρτίου. (Στον τίτλο λέει Idus Martiae, που στο ρωμαϊκό ημερολόγιο αντιστοιχεί στην 15η Μαρτίου, ημέρα κατά την οποία δολοφονήθηκε ο Ιούλιος Καίσαρας και έκτοτε χρησιμοποιούνταν ως έκφραση που αντιστοιχεί στο ελληνικό “αποφράδα ημέρα”.

Σε αγγλική μετάφραση Maureen Thilley (trans), Donatist Martyr Stories: The Church in Conflict in Roman North Africa, Liverpool University Press 1996, p. 56

Λατινικό κείμενο PL 8,755: “Poterat igitur disciplinae salutaris eversor castitatem fidei unitatis vocabulo violare, id est, unitatem ipsam sibi non Deo cogere”.

72 Ομιλία στο Μαρτύριο των Αγίων Donatus και Advocatus §1: “Όσο είναι εύκολο για όσους δεν ξέρουν, να απατηθούν από τους ψεύτες που χρησιμοποιούν το όνομα του Χριστού, έτσι είναι αναγκαίο για τους λειτουργούς του Αντιχρίστου να φύγουν μακριά από αυτό το Όνομα. Οπότε,όταν κάποιος ανακαλύπτει λύκους προβατόσχημους, ή αυτοί που έχουν πλανηθεί από άγνοια θα γλιτώσουν (εφόσον έχουν καθοδήγηση), ή οι αυθάδεις θα απωλεσθούν στην κακία τους (χωρίς να σφάλει το χριστιανικό κήρυγμα ή να κινδυνεύει). Έτσι, υπάρχει λόγος να εκτίθεται τι έχει γίνει, και είναι ωφέλιμο και δίκαιο, επειδή ενδυναμώνονται οι πιστοί με το να θυμούνται αυτά τα γεγονότα και οι νεόφυτοι τους οποίους προκαλούν να αντέξουν στις δίκες τους, ενδυναμώνονται επίσης, και ανακαλύπτοντας τους εχθρούς τους, μαθαίνουν να τους καταδικάζουν”.

Σε αγγλική μετάφραση Maureen Thilley (trans), Donatist Martyr Stories: The Church in Conflict in Roman North Africa, Liverpool University Press 1996, pp. 52-53.

Λατινικό κείμενο PL 8.753: “Quoniam quidem, ut facile est, incautos apellatione nominis Christi a fallacibus decipi, ita necesse est fugere hoc nomen ministros Antichristi. Proditione ergo luporum latentium sub vestito ovium aut liberabuntur instrucii, quia imperitia fallebantur, aut contumaces vitio suo perient sine culpa et periculo praedicantium Christianorum ergo causa repetendi quae gesta sunt, et utilitatis et justitiae plena sunt, quia fideles commemorando corroborantur, et rudes quosque ad tolerantiam tentationum instigant, et inimicos detegendo condemnat”.

73 Acta Martyrum Saturnini presbyteri, Felicis, Dativi, Ampelii et aliorum § 3: “Στην ίδια αγορά ο ουρανός είχε ήδη δώσει μάχη για τις Γραφές του Κυρίου, όταν ο Fundanus, παλαιότερα ο επίσκοπος της πόλης, παρέδωσε τις Γραφές του Κυρίου για να καούν. Όταν οι αξιωματούχοι άναψαν τις ανίερες φωτιές κάτω από αυτές, ξέσπασε βροχή στον καθαρό ουρανό. Όπως οι φλόγες πλησίαζαν τις ιερές Γραφές, εξαφανίζονταν. Χαλάζι έπεσε και όλη η περιοχή ερημώθηκε από την μανία του καιρού για χάρη των Γραφών του Κυρίου”

Σε αγγλική μετάφραση Maureen Thilley (trans), Donatist Martyr Stories: The Church in Conflict in Roman North Africa, Liverpool University Press 1996, p. 30

Λατινικό κείμενο PL 8: “In isto namque foro jam pro scripturis dominicis dimicaverat coelum, cum Fundanus civitatis quondam episcopus scripturas dominicas traderet exurendas: quas cum magistratus sacrilegus igni apponeret, subito imber sereno coelo diffunditur, ignis scripturis sanctis admotus extinguitur, grandines adhibentur,omnisque ipsa regio pro scipturis dominicis, elementis furentibus, devastabantur”.

74 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Contra Litterras Petiliani Donatistae Libri Tres II.106.242: “PETILIANUS dixit: Ac ne se vindicet a delicto qui laicus est, hoc interdicto tenetur: " Ne communices peccatis alienis"

Η απαγόρευση από το Α' Τιμ. 5,22 “μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις”

75 Ψαλμ. 136,9.

76 Tyconius, Liber regularum IV.19.1: “Όλα γίνονται με πνευματικό τρόπο, όπως είναι γραμμένο για την ίδια Βαβυλώνα: μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν. Διότι δεν αποκάλεσε τον βασιλέα των Μήδων μακάριο, αλλά μάλλον την Εκκλησία, η οποία κρατά και εδαφιεί τα νήπια της Βαβυλώνας προς την πέτρα. Και υποστηρίζει, όπως έχει γραφεί: μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται (σ. τ. μ. Β' Θεσ. 2,7). Και μετά από πολλά είδη και γένη και περιπτώσεις φαίνεται ξεκάθαρα στο απόσπασμα που αναφέρθηκε ότι η Ββυλώνα συμβολίζει όλα τα έθνη και θα τα εξολοθρεύσει στην γη του και στα όρη, τα οποία είναι η Εκκλησία: Καὶ ἐπαναστήσομαι αὐτοῖς, λέγει Κύριος σαβαώθ, καὶ ἀπολῶ αὐτῶν ὄνομα καὶ κατάλειμμα καὶ σπέρμα. τάδε λέγει Κύριος , καὶ θήσω τὴν Βαβυλωνίαν ἔρημον, ὥστε κατοικεῖν ἐχίνους, καὶ ἔσται εἰς οὐδέν· καὶ θήσω αὐτὴν πηλοῦ βάραθρον εἰς ἀπώλειαν. τάδε λέγει Κύριος σαβαώθ· ὃν τρόπον εἴρηκα, οὕτως ἔσται, καὶ ὃν τρόπον βεβούλευμαι, οὕτως μενεῖ, τοῦ ἀπολέσαι τοὺς ᾿Ασσυρίους ἀπὸ τῆς γῆς τῆς ἐμῆς καὶ ἀπὸ τῶν ὀρέων μου (σ. τ. μ. Ησ. 14,22-25).

Francis Crawford Burkitt, The Book of Rules of Tyconius, Cambridge 1894, pp. 52-53.

Omnia spiritaliter, sicut de eadem Babylonia scriptum est : Felix est qui obtinebit et conlidet paruulos tuos ad petram. Neque enim regem Medorum quod obtinuerit aduersum Babylonem dixit felicem, et non Ecclesiam quae obtinet et conlidet filios Babylonis ad petram scandali. Obtinet autem, sicut scriptum est : Qui obtinet modo, donec de medio fiat. Et post multa speciei et generis in clausula periochae aperte ostendit omnes gentes esse Babylonem et eas in terra atque in montibus suis, id est in Ecclesia, perdere. Haec dicit Dominus : Ponam Babylonem desertam, ut inhabitent hericii in illa, et erit in nihilum, et ponam illam luti uoraginem in perditionem. Haec dicit Dominus Sabaoth dicens : Quomodo dixi sic erit, et quomodo cogitaui sic perseuerabit, ut perdam Assyrios in terra mea et in montibus meis".

77 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam I.22: “Quid Christianis cum regimbus? Aut quid episcopis cum palatio?

78 Δανιήλ κεφ. 5.

79 Ιεζ. 28,3.

80 Δαν. 2,27.

81 Σοφία Σειράχ 29,12. Εδώ το πρωτότυπο λατινικό κείμενο έχει “absconde panem in corde pauperis et ipse pro te rogabit”, το οποίο είναι από το Ecclesiasticus 29,15 , όπως λένε την Σοφία Σειράχ οι Λατίνοι. Επίσης το απόσπασμα του Οπτατου είναι στην λατινική γλώσσα που χρησιμοποιούνταν στην Βόρεια Αφρική της εποχής του και έχει κάποιες διαφορές από την Βουλγάτα, στην οποία το κείμενο έχει ως εξής: “conclude elemosynam in corde pauperis et haec pro te exorabit ab omni malo".

Η Vetus Latina έχει το ίδιο κείμενο με την Βουλγάτα: “ conclude elemosynam in corde pauperis et haec pro te exorabit ab omni malo”. Πηγή Bibliorum Sacrorum Latinae Versiones Antiquae, (ed) Petrus Sabatier, tomus secundus, Remis:Τύποις Reginaldus Florentain 1743, σελ. 466

Και τα δύο έχουν διαφορά από το ελληνικό κείμενο ως προς την έκφραση και ως προς την αρίθμηση. Το ελληνικό 29,12 στα λατινικά έπρεπε να είναι “Conclude eleemosynam in cellis tuis, et ipsa eruet te ex omni malo”.

Ο Walter Thiele κάνει εδώ και καιρό ένα τιτάνιο έργο για την έκδοση της Vetus Latina με όλες τις παραλλαγές όλων των χειρογράφων, αλλά δεν έχει εκδώσει ακόμα το κεφ. XXIX της Σοφίας Σειράχ.

Προτιμήθηκε την μετάφραση των Ο' , αν και ο Οπτάτος ενδεχομένως δεν την χρησιμοποιούσε.

82 Δαν. 4,24.

83 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam ΙΙΙ.3: “Sed Daniel sanctus sapiens inventus est, ut munera oblata illa die non acciperet. Illud enim quod ab eo patebatur, adhuc in caelo erat, et insipientis esset huius rei quasi mercedem accipere, quam nondum habuit in potestate; idcirco munera oblata ille die ad tempus accipere noluit.

Denique cum ei deus ostenderet, quod regi supradicto indicaret, Baltassari retulit, et quod iamdudum repudiasse visus est, postea libenter accepit. Merito increpat deus principem Tyri, Donatum, cum dicit: numquid tu sapientior quam Daniel? Sed o quam longe est praesamptio Donati a persona Danielis!

Quod enim Baltassar dabat, Danieli dabat, non pauperibus; quod Constans christianus imperator tunc miserat, pauperibus transmiserat, non Donato. Denique ait: sapientes te non docuerunt sapientiam suam, quia illud a Salomone discere noluisti. Quod ait: absconde panem in corde pauperis et ipse pro te rogabit.

Quia etiam illud ab ipso Daniele discere noluit, quod dedit Nabuchodonosor consilium, quomodo satisfaceret,qui offenderat deum. Et tu, inquit, rex, audi consilium meum et placeat tibi; peccata tua eleemosynis redime et iniustitias tuas in miserationibus pauperum. Daniel regi peccatori et sacrilego faciendas eleemosynas suadet; Donatus, qui increpari meruit, Constanti imperatori christiano, ne misericorsesset, obstitit.

Ideo increpatur, quod eum sapientes non docuerunt sapientiam suam, qui, quod a rege missum fuerat, per se dari passus non est. unde constant Donatum malarum fontem fuisse causarum”,

στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, το απόσπασμα στις σελίδες 80-81.

Αγγλική μετάφραση από τον Mark Edwards, Optatus:Against the Donatistis, στην σειρά Texts for Historians 27, Liverpool University Press, pp. 67-68

Ο χωρισμός των παραγράφων δικός μας.

84 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Epistola CV 2.7: “Εάν οι διαταγές των βασιλέων δεν πρέπει εκτείνονται στην διδασκαλία της πίστεως και την πρόληψη της ιεροσυλίας, γιατί υπογράφεται τη έδικτο ενός βασιλιά που δίνει τέτοιες εντολές;”

Si iussiones regum non pertinent ad praedicandam religionem et sacrilegia prohibenda, quare ad edictum regis talia iubentis etiam ipsi vos signatis?”

85Επίσκοπος των δονατιστών.

86 Ιερ. 17,5.

87 Ψαλμ. 71,11.

88 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Epistola CV:

“2.3 Si autem ideo vobis displicemus, quia per Imperatorum iussiones ad unitatem cogimini, hoc vos fecistis, qui ubicumque vellemus praedicare veritatem, ut eam quisque securus audiret et volens eligeret, numquam permisistis per violentias et terrores vestros.

Nolite stridere, et perturbare animas vestras; patienter, si fieri potest, considerate quod dicimus, et recolite facta Circumcellionum vestrorum, et clericorum qui duces eorum semper fuerunt, et videbitis quae causa vobis hoc excitaverit. Unde iniuste querimini, quia vobis omnia ista ut iuberentur coegistis. Nam ut longe praeterita et multa non repetamus, saltem recentia facta vestra cogitate.

Marcus presbyter Casphalianensis a nemine coactus, propria voluntate catholicus factus est. Quare illum vestri persecuti sunt, et pene occidissent, nisi Dei manus per homines supervenientes violentias eorum compressisset. Restitutus Victorianensis ad catholicam nullo cogente se transtulit. Quare raptus est de domo sua, caesus, in aqua volutatus, buda vestitus, et nescio quot dies in captivitate retentus est, nec libertati proprie fortasse restitutus esset, nisi iam pene propter ipsam causam Proculeianus sibi exhibitionem videret imminere.

Marcianus Urgensis catholicam unitatem propria voluntate delegit. Quare subdiaconum eius, cum ipse fugisset, prope usque ad mortem caesum, clerici vestri lapidibus obruerunt, quorum domus pro suo scelere eversae sunt. 

2.4 … Quid aliud agebamus, quando unus nostrum Calamensis episcopus Possidius ibat ad fundum Figulinensem, nisi ut nostri, quamvis pauci qui illic erant, visitarentur, et audito verbo Dei ad unitatem Christi qui vellent converterentur? Cui ambulanti viam suam, latronum more insidiati sunt, et quia in eorum insidias cadere non potuit, eum aperta violentia in fundo Livetensi pene vivum cum domo quo fugerat, incenderant, nisi tertio suppositas flammas coloni eiusdem fundi propter periculum suae salutis exstinguerent:

2.5 … Si ergo vos privata vestra audacia tam violenter cogitis homines aut ire in errorem, aut permanere in errore; quanto magis nos debemus per ordinatissimas potestates, quas Deus secundum suam prophetiam subdidit Christo, resistere furoribus vestris, ut miserae animae de vestra dominatione liberatae, eruantur de vetustissima falsitate, et assuescant in apertissima veritate?...

2.6 De nulla quidem nos hominis potestate praesumimus, quamvis utique multo sit honestius praesumere de Imperatoribus quam praesumere de Circumcellionibus, praesumere de legibus quam praesumere de seditionibus. Sed meminimus scriptum esse: Maledictus omnis qui spem suam ponit in homine. Unde ergo praesumimus, si vultis nosse, illum cogitate de quo propheta praenuntiavit, dicens: Adorabunt eum omnes reges terrae, et omnes gentes servient illi. Et ideo hac Ecclesiae potestate utimur, quam ei Dominus et promisit et dedit.

 

89 Το όνομά τους προέρχεται από τη λατινική έκφραση “circum cellas euntes”, αυτοί που περιτριγυρίζουν στα κελάρια.

90 Αγίου Αυγουστίου Ιππώνος Epistola CLXXXV 4.15: “Και πραγματικά, ακόμη και πριν εφαρμοστούν αυτοί οι νόμοι από τους Χριστιανούς αυτοκράτορες, το δόγμα της ειρήνης και της ενότητας του Χριστού σταδιακά διαδιδόταν, και πολλοί, καθώς το διδάχθηκαν και βρήκαν την τάση και την ικανότητα, επέστρεψαν στην Εκκλησία από αυτή την σέκτα, αν και είναι αλήθεια ότι ανάμεσά τους αχαλίνωτες συμμορίες άθλιων ανθρώπων ενοχλούσαν την ειρήνη των αθώων σε πολλές περιπτώσεις. Ποιος αφέντης δεν αναγκάστηκε να φοβάται το ίδιο του τον σκλάβο, εάν αυτός έβρισκε καταφύγιο στην προστασία τους; Ποιος θα τολμούσε να απειλήσει έναν βλαβερό υπηρέτη ή τον υποκινητή του; Ποιος θα τολμούσε να απολύσει έναν σπάταλο οικονόμο, ή έναν οφειλέτη, αν ζητούσε την βοήθεια και την προστασία τους; Υπό τον φόβο των ροπάλων και της πυράς και του ακαριαίου θανάτου, τα έγγραφα των ανάξιων σκλάβων σκίζονταν, ώστε να ελευθερωθούν. Τα γραμμάτια αποσπώνταν από τους χρεώστες και επιστρέφονταν. Όποιοι περιφρονούσαν τα σκληρά τους λόγια υποχρεώνονταν από ακόμα σκληρότερα χτυπήματα να κάνουν ότι πρόσταζαν. Αθώοι άνθρωποι που τους προσέβαλαν είδαν τις οικίες τους να κρημνίζονται συθέμελα ή να καίγονται. Μερικοί γαιοκτήμονες ευγενούς καταγωγής και ανατροφής σύρθηκαν μισοπεθαμένοι μετά από μαστίγωμα ή δέθηκαν σε μυλόπετρα και αναγκάστηκαν με χτυπήματα να την γυρνάνε σαν να ήταν υποζύγια. Ποια βοήθεια από τους νόμους του κράτους ή τις τοπικές αρχές είχε αποτέλεσμα πάνω τους. Ποιος δικαστικός υπάλληλος επέδειξε ζήλο παρουσία τους; Ποιος φοροεισπράκτορας μάζεψε φόρους χωρίς αυτοί να το θέλουν; Ποιος θα τολμούσε να εκδικηθεί τα θύματά τους, εκτός και αν η δική του τρέλα ζητούσε βεντέτα από αυτούς...”.

Et prius quidem quam istae leges a catholicis imperatoribus mitterentur, pacis atque unitatis Christi paulatim doctrina crescebat, et in eam quisque sicut discebat, et volebat, et poterat, ex ipsa parte transibat; cum tamen apud illos perditorum hominum dementissimi greges in diversis causis quietem innocentium perturbarent. Quis non dominus servum suum timere compulsus est, si ad illorum patrocinium confugisset? quis eversori minari saltem audebat? aut auctori? Quis consumptorem apothecarum, quis quemlibet poterat exigere debitorem, auxilium eorum defensionemque poscentem? Timore fustium et incendiorum mortisque praesentis, pessimorum servorum, ut liberi abscederent, tabulae frangebantur. Extorta debitoribus chirographa reddebantur. Quicumque dura illorum verba contempserant, durioribus verberibus, quod iubebant, facere cogebantur. Innocentium qui eos offenderant, domus aut deponebantur ad solum, aut ignibus cremabantur. Quidam patresfamilias honesto loco nati, et generoso cultu educati, vix vivi post eorum caedes ablati sunt, vel vincti ad molam, et eam in gyrum ducere, tamquam iumenta contemptibilia, verbere adacti sunt. Quod enim de legibus auxilium a civilibus potestatibus adversus eos aliquid valuit? quis in praesentia eorum officialis anhelavit? quis, quod illi noluissent, exactor exegit? quis eos qui eorum caedibus exstincti sunt, vindicare tentavit, nisi quod propria de illis poenas poscebat insania, ...”.

91 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Epistola CVIII 5.14: “Στο μετξύ, σας συνόδευσαν κατά την είσοδό σας σε αυτήν την χώρα, με τις στρατιωτικές τους μοίρες, κραυγάζοντας Δόξα τω Θεώ με φωνές που ήταν όμοιες με πολεμικές σάλπιγγες, όταν εμπλέκονταν στο να ρημάξουν τα πάντα”

quorum duces, quando te ingrediente in hanc patriam, cum suis cuneis deduxerunt, Deo laudes inter cantica conclamantes, quasi voces, velut tuba praeliorum in suis omnibus latrociniis habuerunt”

Η πολεμική ιαχή των αγωνιστικών ήταν “Laudes Deo”, Δόξα τω Θεώ.

92 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Epistola CVIII 5.14: “Η σέκτα σας παραθέτει εναντίον μας, με περισσότερη κακία παρά αλήθεια, τις λέξεις: ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα ( Ρωμ. 3,15), αλλά εμείς είμαστε αυτοί μάλλον, οι οποίοι έχουμε εμπειρία τέτοιων πράξεων ληστείας στα χέρια των circumcelliones σας και των κληρικών, που έσφαξαν ανθρώπινα θύματα με τέτοια φοβερή σφαγή και λέρωσαν τόσα μέρη με το αίμα των ανθρώπων μας”.

Nam et illud, quod contra nos a vestra parte magis ore maledico quam veridico solet dici:Veloces pedes eorum ad effundendum sanguinem, nos potius ista in tantis latrociniis Circumcellionum, clericorumque vestrorum experti sumus, qui corporibus humanis caede atrocissima laniatis, tot loca nostrorum sanguine cruentarunt”

93 Ευσέβιος Καισαρείας , Εκκλησιαστική Ιστορία 10.: “ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ ΕΤΕΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΣ ΗΝ
ΑΥΘΙΣ ΠΕΠΟΙΗΤΑΙ, ΜΟΝΗΙ ΤΗΙ ΚΑΘΟΛΙΚΗΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙ ΤΗΝ ΔΩΡΕΑΝ ΔΕΔΟΣΘΑΙ ΥΠΟΣΗΜΗΝΑΜΕΝΟΣ

«Χαῖρε Ἀνυλῖνε, τιμιώτατε ἡμῖν. ἔστιν ὁ τρόπος οὗτος τῆς φιλα-
γαθίας τῆς ἡμετέρας, ὥστε ἐκεῖνα ἅπερ δικαίῳ ἀλλοτρίῳ προσήκει,
μὴ μόνον μὴ ἐνοχλεῖσθαι, ἀλλὰ καὶ ἀποκαθιστᾶν βούλεσθαι ἡμᾶς,
Ἀνυλῖνε τιμιώτατε. ὅθεν βουλόμεθα ἵν᾿, ὁπόταν ταῦτα τὰ γράμ-
ματα κομίσῃ, εἴ τινα ἐκ τούτων τῶν τῇ ἐκκλησίᾳ τῇ καθολικῇ τῶν
Χριστιανῶν ἐν ἑκάσταις πόλεσιν ἢ καὶ ἄλλοις τόποις διέφερον [καὶ]
κατέχοιντο νῦν ἢ ὑπὸ πολιτῶν ἢ ὑπό τινων ἄλλων, ταῦτα ἀποκατα-
σταθῆναι παραχρῆμα ταῖς αὐταῖς ἐκκλησίαις ποιήσῃς, ἐπειδήπερ
προῃρήμεθα ταῦτα ἅπερ αἱ αὐταὶ ἐκκλησίαι πρότερον ἐσχήκεσαν, τῷ
δικαίῳ αὐτῶν ἀποκατασταθῆναι. ὁπότε τοίνυν συνορᾷ ἡ καθο-
σίωσις ἡ σὴ ταύτης ἡμῶν τῆς κελεύσεως σαφέστατον εἶναι τὸ πρόσ-
ταγμα, σπούδασον, εἴτε κῆποι εἴτε οἰκίαι εἶθ᾿ ὁτιουνδήποτε τῷ
δικαίῳ τῶν αὐτῶν ἐκκλησιῶν διέφερον, σύμπαντα αὐταῖς ἀποκατα-
σταθῆναι ὡς τάχιστα, ὅπως τούτῳ ἡμῶν τῷ προστάγματι ἐπιμελεστάτην
σε πειθάρχησιν παρεσχηκέναι καταμάθοιμεν. ἔρρωσο, Ἀνυλῖνε,
τιμιώτατε καὶ ποθεινότατε ἡμῖν.»

 

94 Ευσέβιος Καισαρείας , Εκκλησιαστική Ιστορία 10.5-7: “ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΔΙ᾿ ΗΣ
ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΑΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙΣ ΔΩΡΕΙΤΑΙ

«Κωνσταντῖνος Αὔγουστος Καικιλιανῷ ἐπισκόπῳ Χαρταγένης.
ἐπειδήπερ ἤρεσεν κατὰ πάσας ἐπαρχίας, τάς τε Ἀφρικὰς καὶ τὰς
Νουμιδίας καὶ τὰς Μαυριτανίας, ῥητοῖς τισι τῶν ὑπηρετῶν τῆς ἐνθέσμου
καὶ ἁγιωτάτης καθολικῆς θρῃσκείας εἰς ἀναλώματα ἐπιχορηγηθῆναι
τι, ἔδωκα γράμματα πρὸς Οὖρσον τὸν διασημότατον καθολικὸν τῆς
Ἀφρικῆς καὶ ἐδήλωσα αὐτῷ ὅπως τρισχιλίους φόλλεις τῇ σῇ στερρότητι
ἀπαριθμῆσαι φροντίσῃ. σὺ τοίνυν, ἡνίκα τὴν προδηλουμένην
ποσότητα τῶν χρημάτων ὑποδεχθῆναι ποιήσεις, ἅπασι τοῖς προειρη-
μένοις κατὰ τὸ βρέουιον τὸ πρὸς σὲ παρὰ Ὁσίου ἀποσταλὲν ταῦτα τὰ
χρήματα διαδοθῆναι κέλευσον. εἰ δ᾿ ἄρα πρὸς τὸ συμπληρωθῆναί
μου τὴν εἰς τοῦτο περὶ ἅπαντας αὐτοὺς προαίρεσιν ἐνδεῖν τι καταμάθοις,
παρὰ Ἡρακλείδα τοῦ ἐπιτρόπου τῶν ἡμετέρων κτημάτων ἀναμφι-
λέκτως ὅπερ ἀναγκαῖον εἶναι καταμάθοις, αἰτῆσαι ὀφείλεις. καὶ γὰρ
παρόντι αὐτῷ προσέταξα ἵν᾿ εἴ τι ἂν χρημάτων παρ᾿ αὐτοῦ ἡ σὴ
στερρότης αἰτήσῃ, ἄνευ δισταγμοῦ τινος ἀπαριθμῆσαι φροντίσῃ.
καὶ ἐπειδὴ ἐπυθόμην τινὰς μὴ καθεστώσης διανοίας τυγχάνοντας
ἀνθρώπους τὸν λαὸν τῆς ἁγιωτάτης καὶ καθολικῆς ἐκκλησίας φαύλῃ
τινὶ ὑπονοθεύσει βούλεσθαι διαστρέφειν, γίνωσκέ με Ἀνυλίνῳ ἀνθυ-
πάτῳ, ἀλλὰ μὴν καὶ Πατρικίῳ τῷ οὐικαρίῳ τῶν ἐπάρχων παροῦσι
τοιαύτας ἐντολὰς δεδωκέναι ἵν᾿ ἐν τοῖς λοιποῖς ἅπασι καὶ τούτου
μάλιστα τὴν προσήκουσαν φροντίδα ποιήσωνται καὶ μὴ ἀνάσχωνται
περιορᾶν τοιοῦτο γινόμενον. διόπερ εἴ τινας τοιούτους ἀνθρώπους
ἐν αὐτῇ τῇ μανίᾳ ἐπιμένειν κατίδοις, ἄνευ τινὸς ἀμφιβολίας τοῖς
προειρημένοις δικασταῖς πρόσελθε καὶ αὐτὸ τοῦτο προσανένεγκε ὅπως
αὐτοὺς ἐκεῖνοι, καθάπερ αὐτοῖς παροῦσιν ἐκέλευσα, ἐπιστρέψωσιν.
ἡ θειότης τοῦ μεγάλου θεοῦ σε διαφυλάξει ἐπὶ πολλοῖς ἔτεσιν.»

 

95 Οι δονατιστές που υπέβαλαν το αίτημα ήταν οι Lucianus, Dignus, Nasutius, Capito, Fidentius. Τα ονόματα, όπως και το αίτημα σώζονται στο Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam Ι.22: “ Αιτούμεθα προς εσένα, Κωνσταντίνε, ύπατε των αυτοκρατόρων, εφόσον είσαι ανώτερης καταγωγής, όπως και ο πατέρας σου, ο οποίος δεν ακολούθησε στην μερίδα των άλλων αυτοκρατόρων και δεν συμμετείχε στον διωγμό, και η Γαλατία έμεινε ανέγγιχτη από αυτή την οργή, βλέποντας ότι στην Αφρική υπάρχουν διχοστασίες μεταξύ ημών και άλλων επισκόπων: αιτούμεθα, όπως η ευσέβειά σου σπεύσει και κάνει κρίση από την Γαλατία. Εδόθη παρά των Lucianus, Dignus, Nasutius, Capito, Fidentius και τους άλλους επισκόπους της μερίδας του Δονάτου”

“Rogamus te, Constantine optime imperator – quoniam de genere iusto es, cuius pater inter ceteros imperatores persecutionem non exercuit et ab hoc facinore inmunis est Gallia, nam in Africa inter nos et ceteros peiscopos contentiones sunt – petimus, ut de Gallia nobis iudices dari praecipiat pietas tua. Datae a Luciano, Digno, Nasutio, Capitone, Fidentio et ceteris episcopis partis Donati”.

Οι δονατιστές ζήτησαν σύνοδο των επισκόπων της Γαλατίας, διότι θεώρησαν ότι θα φαίνονταν περισσότερο συμπαθείς στην υπόθεσή τους από τους επισκόπους της Ιταλίας.

Η υποβολή του αιτήματος στον αυτοκράτορα από τον Ανυλίνο σώζεται στην επιστολή νο 88 §2 του αγίου Αυγυστίνου:

“Αναφορά Ανυλίνου ανθυπάτου προς Κωνσταντίνο αυτοκράτορα.

Η αφοσίωσή μου υπήρξε προσεκτική στο να συμπεριλάβει ανάμεσα στις πράξεις της ουτιδανότης μου τις θεϊκές διαταγές της Μεγαλειότητάς σου, η οποία ελήφθη και δόθηκε στον Καικιλιανό και αυτούς που υπηρετούν υπό την ευλογία του και λέγονται κληρικοί· και τους πίεσα να φέρουν την ενότητα με ομοφωνία, και , κάνοντας χρήση κάθε προνομίου της καλοσύνης της Μεγαλειότητάς σου, να θεωρήσουν εαυτούς ελεύθερους να αφιερωθούν στην υπηρεσία του Θεού, με όλο τον σεβασμό και σύμφωνα με την αγιότητα του καθολικού κανόνα. Αλλά λίγες ημέρες αργότερα εμφανίστηκαν κάποιοι, οι οποίοι μάζεψαν πλήθος κόσμου γύρω τους, πιστεύοντας ότι ο Καικιλιανός έπρεπε να καθαιρεθεί, και πρόσφεραν προς την σεπτότητά μου ένα έγγραφο σφραγισμένο σε δέρμα, και ένα φυλλάδιο όχι σφραγισμένο, και μου ζήτησαν με πολύ ειλικρίνεια να το στείλω στο άγιο και σεπτό δικαστήριο της θειότητάς σου. Με τον Καικιλιανό να παραμένει στην θέση του, και οι πράξεις αυτού ανεστάλησαν επί του παρόντος, η ουτιδανότης μου σου στέλνει αυτά, ώστε η Μεγαλειότητά σου να μπορέσει να τα κρίνει. Τα δύο αποστελλόμενα έγγραφα είναι: ένα σε ταχυδρομικό σάκο που επιγράφεται έτσι, Λίβελλος της καθολικής Εκκλησίας, κατά του Καικιλιανού, παραδιδόμενος από την μερίδα των του Μαγιορίνου· το άλλο χωρίς σφραγίδα, μέσα στον ίδιο σάκο. Δόθηκε στην δέκατη έβδομη ημέρα των καλένδων του Μαΐου, στην Καρχηδόνα, κατά την τρίτη Υπατεία του Κυρίου ημών Κωνσταντίνου Αυγούστου”

Scripta coelestia Maiestatis vestrae accepta atque adorata, Caeciliano et his qui sub eodem agunt, quique clerici appellantur, devotio mea apud Acta parvitatis meae insinuare curavit, eosdemque hortata est ut, unitate consensu omnium facta, cum omni omnino munere indulgentia Maiestatis vestrae liberati esse videantur, catholicae custodita, sanctitate legis debita reverentia ac divinis rebus inserviant. Verum post paucos dies exstiterunt quidam adunata secum populi multitudine, qui Caeciliano contradicendum putarent, quique fasciculum in aluta signatum et libellum sine signo obtulerunt dicationi meae, atque impendio postularunt, ut ad sacrum et venerabilem comitatum Numinis vestri dirigerem, quae manente Caeciliano in statu suo, subiectis eorumdem actis, quo cuncta Maiestas vestra possit dignoscere, parvitas mea dirigere curavit. Transmissi libelli duo, uno in aluta suprascriptus ita: "Libellus Ecclesiae catholicae, criminum Caeciliani, traditus a parte Maiorini;" item alius sine sigillo cohaerens eidem alutae datus die decimo septimo calend. maias, Carthagine, Domino nostro Constantino Augusto tertium Cos".

Ως μερίδα του Μαγιορίνου αυτοπροσδιορίζονταν οι δονατιστές πριν το Δονάτο, οπότε και έγιναν μερίδα του Δονάτου.

96 Αναφορές γίνονται στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου Καισαρείας (10,5) και στον άγιο Οπτάτο Milevis, Contra Parmeniam Donatistam Ι.23.

97Contra Parmeniam Donatistam Ι.25.

98 Claudia Rapp, Holy Bishops in Late Antiquity: The Nature of Christian Leadership in an Age of Transition, The Transformation of the Classical Heritage 17 (Berkeley: University of California Press, 2005), pp. 267-69.

99 Η επιστολή του άγιου Κωνσταντίνου στο Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam, Carolus Ziwsa (εδ), στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, Appendix 3.

100 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam, Carolus Ziwsa (εδ), στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, Appendix 2,9-10.

101 Σώζεται επιστολή της συνόδου προς τον πάπα Ρώμης Σύλβεστρο στο Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam, Carolus Ziwsa (εδ), στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, Appendix 4.

102  R. Miles, ‘Textual Communities and the Donatist Controversy’, στο συλλογικό The Donatist Schism: Controversy and Contexts, ed. by R. Miles, στην σειρά Translated Texts for Historians 2, Liverpool: Liverpool University Press, 2016, p. 254.

103 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Contra Epistulam Parmeniani Libri tres 1.6.11: “Fatetur etiam Parmenianus ad Arelatense oppidum et episcopos iudices et partes ex Africa convenisse, Caecilianum scilicet atque donatistas. Ubi omnia suis credidit, qui nihil victi potuerunt nisi de iudicibus conqueri, nec tamen negat rursus eos ad Constantinum venisse et, quia ibi quoque ultimo iudicio superati sunt, etiam ipsum gratia corruptum esse criminatur”.

104 Η επιστολή του αγίου Κωνσταντίνου στους δονατιστές επισκόπους στην Αρελάτη στο Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam, Carolus Ziwsa (εδ), στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, Appendix 6.

105 Ο άγιος Αυγουστίνος αναφέρει τα ονόματα των δονατιστών επισκόπων που έλαβαν έδρες επί Ιουλιανού.

Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Contra Litterras Petiliani Donatistae Libri Tres II.83.184:

“Όταν ο Ιουλιανός, φθονώντας την ειρήνη του Χριστού, σας απέδωσε τις βασιλικές που ανήκαν στην ένωση, ποιος θα μπορούσε να αναφερθεί σε όλες τις σφαγές που διαπράχθηκαν από εσάς, όταν οι ίδιοι οι δαίμονες χάρηκαν μαζί σας για το άνοιγμα των ναών τους; Στον πόλεμο με τον Firmus και την μερίδα του, ας μιλήσει η ίδια η [επαρχία] Mauritania Caesariensis για το τι υπέφερε ο Μαυριτανός Rogatus στα χέρια σας. Τον καιρό του Gildo, επειδή ένας από τους συνεργάτες σας (σ. τ. μ. Ο Optatus της Thaumugade) ήταν στενός φίλος του, ας μαρτυρήσουν οι ακόλουθοι του Μαξιμιανού για τα βάσανά τους. Διότι, αν κάποιος μπορούσε να εμφανιστεί στον ίδιο τον Felicianus, ο οποίος είναι πλέον μαζί σας, και να ορκιστεί, αν ο Οπτάτος δεν τον εξώθησε ενάντια στην θέλησή του να επιστρέψει σε κοινωνία μαζί σας, δεν θα τολμούσε να ανοίξει τα χείλη του, ειδικά αν οι άνθρωποι της Musti μπορούσαν να βρεθούν μπροστά του, αυτοί που ήταν μάρτυρες όσων έγιναν”.

“Quando Iulianus vobis, Christi invidens paci, basilicas reddidit unitatis, quae strages a vobis factae sint, quando vobiscum apertis templis suis etiam daemones exsultabant, quis commemorare sufficiat? Bello Firmiano quae a vobis Rogatus Maurus pertulerit, ipsa Mauritania Caesareensis interrogetur. Tempore Gildoniano, quia unus collega vester familiarissimus amicus eius fuit, viderint Maximianistae quae senserint. Nam Felicianum ipsum qui modo vobiscum est, si ad iusiurandum liceret provocare, utrum ad communionem vestram non invitum Optatus redire compulerit; movere labia non auderet, praesertim si eius faciem populus Mustitanus intueretur, quo teste illa tunc facta sunt”

106 Παρόμοια πρακτική εφάρμοσε και το σοβιετικό καθεστώς για την διάλυση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Σοβιετική ένωση.

107 Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος, Contra Litterras Petiliani Donatistae Libri Tres II.83

“Vobis enim, qui sic nos arguitis, quid fuit cum rege pagano, et, quod est gravius, apostata et christiani nominis hoste Iuliano, a quo vobis basilicas quasi vestras reddi deprecantes, hoc in eius laude posuistis, quod apud eum sola iustitia locum haberet? Quibus verbis (credo enim vos latine intellegere) et idololatria Iuliani, et apostasia iustitia est appellata”.

108 Για τα επίσημα κείμενα της βασιλείας του Ιουλιανού σχετικά με τους δονατιστές βλ. Jean-Louis Maier, Le Dossier du Donatisme, Tome 2, De Julien d'Apostat à Saint Jea Damascène (361-750), Berlin: Akademie Verlag 1989.

109 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam ΙΙ.16: “Deinde, ut omnibus notum est, secutus alius imperator, vobiscum vota sinistra concipiens ex famulo dei factus est minister inimici, apostatam se edictis suis testatus est, quem precibus rogastis, ut reverti possetis, quas preces, si vos negatis misisse, nos legimus. Nec difficultatem praebuit, quem rogastis: ire praecepit pro voto suo, quos intellexerat ad disturbandam pacem cum furore esse venturos. Erubescite, si ullus est pudor: eadem voce vobis libertas est reddita, qua voce idolorum patefieri iussa sunt templa”.

Carolus Ziwsa (ed), στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, pp. 50-51.

110 Sancti Optati Milevitani, Contra Parmeniam Donatistam VI.5: “Per iudicia saecularia et leges publicas divinae legis instrumenta executione officiorum a plurimis extorquenda esse duxistis, volentes soli habere, quod pax in commune possederat”

Carolus Ziwsa (ed), στην σειρά Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 26, Pragae-Vidobonae-Lipsiae: F. Tempsky 1893, p. 152.

 

 

 © 2022 impantokratoros.gr
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου,
κατόπιν αδείας του διαχειριστή του ιστοχώρου,
αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές, που πιθανόν να το αλλοιώνουν, για μη εμπορικούς σκοπούς,
με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή:
https://www.impantokratoros.gr/556E9EF0.el.aspx



Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης