Παύλου Ἑλούσης: Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ΘΕΟΓΝΙΟΥ


Παύλου Ἑλούσης,
Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ΘΕΟΓΝΙΟΥ τοῦ ἀσκητοῦ καὶ ἀναχωρητοῦ, ἐπισκόπου Βιτυλίου, εὐλόγησον πάτερ [1].

(Μετάφραση στὴν καθομιλουμένη: ὑπὸ Χρήστου Καζίλα, Θεολόγου)

1. «Νὰ λάμπει τὸ φῶς σας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ βλέπουν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Πατέρα σας στὸν οὐρανό» διέταξε ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, τοὺς μαθητές Του. Αὐτοί, λοιπόν, δεχόμενοι τὸ πρόσταγμα πρόθυμα, γέμισαν ὁλόκληρη τὴν ὑφήλιο μὲ τὴν ἀστραπὴ τῶν κατορθωμάτων τους, ἐκπλήρωσαν τὴν διακονία ποὺ τοὺς ἀνατέθηκε ἀκέραια, τὰ πολύτιμα σώματά τους, τὰ ὄργανα τὰ κατασκευασμένα ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ ὁ παλαιὸς Νόμος τὰ ἀποκάλεσε κατακόκκινα δέρματα κριαριῶν, τὰ ἐγκατέλειψαν στὴν γῆ, ὅπως τὴν μηλωτή του ὁ Προφήτης Ἡλίας, καὶ ἀναχώρησαν γεμᾶτοι χαρὰ πρὸς τὸν δημιουργὸ τῶν ὅλων, παρέστησαν δὲ στὸν βασιλικὸ καὶ ὑπερούσιο θρόνο μὲ παρρησία. Ἀλλὰ ὄχι μόνο στοὺς Ἀποστόλους ὑπῆρχε δεδομένη ἡ πίστη στὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐφαρμόζουν τὶς ἐντολὲς καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν ἀμοιβὲς τῶν ἀγώνων καὶ τῶν ἱδρώτων τους ἀπὸ τὴν παντοκρατορικὴ δεξιά, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς ἔγιναν μαθητὲς καὶ μιμητὲς τοῦ Λόγου. Ἔτσι, ὁ Παῦλος, ὁ μέγας κήρυκας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θρέφει τὴν Ἐκκλησία μὲ λόγια μελίρρυτα, αὐτὸ ἤθελε νὰ μᾶς ὑποδείξει ὅταν ἔλεγε «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἀγωνίσθηκα» καὶ συγκεκριμένα «λοιπὸν μοῦ ἀπομένει ὁ στέφανος τῆς δικαιοσύνης, τὸν ὁποῖο θὰ μοῦ ἀποδώσει ὁ Κύριος ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὁ δίκαιος κριτής, ὄχι μόνο σ᾽ ἐμένα, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους ποὺ ἔχουν ἀγαπήσει τὴν παρουσία Του».

2. Ἔτσι, λοιπὸν καὶ ὁ Θεόγνιος ὁ Καππαδόκης προσηλωμένος ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων στὸν πόθο τοῦ Χριστοῦ καὶ κάνοντας πράξη τὸ ρητὸ τοῦ Ἰερεμία «Ποτέ μου δὲν κουράστηκα νὰ σὲ ἀκολουθῶ» κατεκόσμησε τὸν ἑαυτό του μὲ ἀγαθὰ ἔργα καὶ μὲ τὴν ἀγαμία καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς ἀρέσκεται, εὐωδίασε δὲ τὴν ψυχή του καὶ ὅλους ὅσους τὸν συνάντησαν· ἀπέκτησε δύναμη, κατὰ τὸν Ἠσαΐα, καὶ σὰν ἀετὸς, μὲ ἕνα πέταγμα, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος ἀνέβηκε μὲ εὐφροσύνη στὸν οὐρανὸ, ἄφησε δὲ τὴν μνήμη του, ὅπως μιὰ στήλη φωτὸς, κληρονομιὰ στοὺς μετέπειτα.

3. Ἐγὼ σκεπτόμενος τὰ ὅσα ἔχουν εἰπωθεῖ γιὰ αὐτὸν τὸν θαυμαστὸ ἄνδρα, πὼς ἔζησε δηλ. καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, πόσο ταπεινόφρων τύγχανε, καὶ πὼς νύχτα καὶ μέρα μὲ μεγάλο πόνο καρδιᾶς καὶ ἄφθονα δάκρυα παρακαλοῦσε γιὰ τὸ καλύτερο, γιὰ χάρη τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ σὲ ποιές ἤδη ἀνείπωτες, αἰώνιες σκηνὲς καὶ ἄφθαρτα βασίλεια αὐλίζεται μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἀναλογιζόμενος τὴν δική μου ραθυμία, τὴν ἄβυσσο τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου καὶ ἀναμένοντας νὰ παραδοθῶ στὰ βασανιστήρια ποὺ δὲν ἔχουν τέλος, ἤθελα νὰ σιωπήσω μπροστά σας, (ἄλλωστε ὁ νόμος θέσπισε τοῦ πληγωμένου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τὸ στόμα νὰ καλύπτεται μὲ σιγή), νὰ κατακλειστῶ σὲ ἕνα ζοφερὸ σπήλαιο καὶ νὰ κλαίω καὶ νὰ κόπτομαι. Διότι ἔχω συναίσθηση καὶ ἀπὸ τὴν συνείδησή μου ἐλέγχομαι. Τὸν δρόμο ἀμελῶς πορεύθηκα τῆς παρούσας ζωῆς, καταφρονώντας τὴν συμβουλὴ νὰ ἀποστρέφω τὰ βήματά μου ἀπὸ τραχεία ὁδὸ καὶ νὰ προτιμῶ νὰ βαδίζω στὴν λεία. Ἀλλὰ γιὰ χάρη τῆς ἀγαπημένης μου συνάθροισής σας καὶ τῶν ἐδῶ συναγμένων γιὰ τὸ μνημόσυνο ὁσίων ἀνδρῶν, νὰ μὴ στεναχωρηθοῦν καὶ θυμώσουν, θὰ πῶ μικρὰ ἀντὶ γιὰ μεγάλα, καὶ ἀπὸ πολλὰ θὰ ἐπιχειρήσω λίγα, νὰ ἀπομακρύνω μὲ βαθὺ στεναγμὸ τὸ σύννεφο τῆς ἀθυμίας.

4. Τοῦ Θεογνίου, τοῦ σὲ ὅλους προσφιλέστατου μύρου, ἐπειδὴ ἡ ἐνθύμιση ἔρχεται μὲ τὰ χείλη, ἡ χορεία τῶν οὐρανίων ἀστέρων νὰ χαίρεται καὶ νὰ πανηγυρίζει, ἡ δὲ γῆ νὰ εὐφραίνεται, ὁ ἀέρας νὰ γελᾶ, οἱ οὐράνιες δυνάμεις μὲ τὴν μνήμη τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ νὰ συγχαίρονται, ποὺ ἀκόμα καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ θαύμαζαν νὰ τὸν βλέπουν νὰ ἀγωνίζεται, πὼς μὲ ἄσαρκους πολεμιστὲς ἀντιπαρατάχθηκε αὐτὸς ποὺ φέρει σάρκα, πὼς τὶς ἀρχές, τὶς ἐξουσίες, τοὺς κοσμοκράτορες τοῦ σκότους καὶ πνεύματα τῆς πονηρίας ὁ μικρός, καημένος καὶ ἄοπλος χτυποῦσε, ἀπέκοπτε, κατανικοῦσε καὶ αἰχμαλώτιζε.

5. Πατρίδα του ἦταν ἡ Καππαδοκία. Σὲ ἐκείνη τὴ χώρα φόρεσε μοναχικὸ ἔνδυμα ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία του. Ἐκεῖ, ἀφοῦ πέρασε κάποια χρόνια μὲ ἡσυχία καὶ τὴν κατάλληλη ζωὴ γιὰ τοὺς μοναχούς, πρόσεξε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν πατριάρχη Ἀβραὰμ νὰ λέει: «Φύγε ἀπὸ τὴν γῆ σου καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου καὶ πήγαινε στὴν γῆ ποὺ ἐγὼ θὰ σοῦ ὑποδείξω». Καὶ ἀμέσως, σὰν νὰ διατάχθηκε ἐκεῖνος νὰ τὸ κάνει, ἐγκαταλείπει τὴν πατρίδα του καὶ μεταβαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα ἐξ αἰτίας τῆς εὐλογίας τῶν σεβασμίων τόπων. Καὶ ἐκεῖ φιλοξενήθηκε στὸ μοναστήρι τῶν εὐσεβῶν ἀνδρῶν, ποὺ ὀνομάζεται «τῆς Φλαβίας» καὶ παρέμεινε ἐκεῖ ζώντας ἥσυχα καὶ ἤρεμα, ὠφελώντας ὅλους ὅσους τὸν πλησίαζαν, προτιμώντας νὰ μὴ σκανδαλίσει κανέναν οὔτε μιὰ φορά. Μέσα σὲ λίγο χρόνο, μὲ πολλὲς παρακλήσεις ἡ φιλόχριστη γυναίκα ποὺ εἶχε κτίσει τὸ μοναστήρι τὸν ἔπεισε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν φροντίδα τῆς διοικήσεώς του (τὸ μοναστήρι αὐτὸ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη στὴν τοποθεσία ποὺ λέγεται Γεθσημανή). Ὁ Θεόγνιος φρόντιζε γιὰ ὅσα χρειάζονταν τὸ μοναστήρι καὶ ἡ ἀδελφότητα.

6. Ὕστερα διαπιστώνοντας ὅτι εἶχε πολλοὺς περισπασμοὺς, ποὺ ἀναμφίβολα τὸν ἀποσποῦσαν ἀπὸ τὴν ἀμέριμνη προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὶς ἱερὲς ἐνασχολήσεις, δεδομένου ὅτι ὑπῆρχε ἀφθονία ὅλων τῶν ἀναγκαίων πραγμάτων καὶ ὅτι οἱ ἐπισκέπτες ποτὲ δὲν ἔπαυαν νὰ ἐνοχλοῦν τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς λαϊκοὺς τοῦ μοναστηριοῦ, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ κοντὰ στὴν πόλη, φοβήθηκε, μήπως, λόγῳ τῆς πυκνότητας τῶν περισπασμῶν καὶ τοῦ πλήθους τῶν ὑποχρεώσεων, ἀλλὰ καὶ τῶν πολλῶν ἐπαίνων ὅσων τὸν κολάκευαν, χαυνωθεῖ ὁ λογισμὸς καὶ δράσει ἢ διανοηθεῖ κάτι ἀνάξιο τῆς ἄνω κλήσεως. Γι᾽ αὐτὸ προσῆλθε σὲ κάποιον γέροντα, πεπειραμένο νὰ διακρίνει τοὺς λογισμοὺς, καὶ τοῦ ἀπεκάλυψε τοὺς κρυφοὺς λογισμούς του. Τοῦ ἔδωσε λοιπὸν ὁ γέροντας τὴν παρακάτω ἀπάντηση: «Ὅσοι θέλουν νὰ διαφυλάττουν τὴν ψυχή τους ἀπρόσκοπτα πρὸς τὰ ἀνώτερα, ὅπως καὶ ἐσὺ μοῦ φαίνεσαι, δὲν ἐμπλέκονται μὲ μέριμνες, ἀκόμα καὶ ἂν ἁρμόζει στοὺς μοναχοὺς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ κτήματα, ἀλλὰ ἀφήνοντας ὅλα αὐτὰ στοὺς κατάλληλους ἀνθρώπους ποὺ μποροῦν νὰ περισπῶνται ἀβλαβῶς, κατακτοῦν τὴν ἀρετὴ τῆς ἀπραγμοσύνης. Ἀκόμα ἐπιδιώκουν νὰ ἀποφεύγουν τὶς πολλὲς συναντήσεις, ὥστε ὁ λύχνος νὰ μὴν καλυφθεῖ ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ κρεββατιοῦ ἢ τοῦ δοχείου, ἂν βέβαια τὸ κρεββάτι καὶ τὸ δοχεῖο εἶναι τεκμήρια ραθυμίας καὶ φιλοπραγμοσύνης. Πολλὲς φορὲς συνέβη νὰ σβήσει τὸ δυνατὸ φῶς ἐξαιτίας ἑνὸς μεγάλου ξαφνικοῦ ρεύματος ἀέρα. Ἐὰν θέλεις νὰ ὑπακούσεις σὲ ἐμένα, φύγε ἀπὸ ἐδῶ καὶ κατοίκησε τὴν ἔρημο». Σὲ αὐτὰ ὁ Θεόγνιος ἀπάντησε: «Πολὺ μοῦ ἀρέσει ἡ συμβουλὴ τῆς ἁγίας σου ψυχῆς, ἀλλὰ δειλιάζω μπροστὰ στὶς θλίψεις καὶ τοὺς κόπους». Καὶ ὁ γέροντας εἶπε πρὸς αὐτόν: «Ἐὰν ἐπιλέξεις τὴν ἔρημο ὠθούμενος ἀπὸ τὴν φιλία πρὸς τὸν Θεό καὶ ὄχι γιὰ χάρη τῆς κενοδοξίας, ζήτησε θλίψεις καὶ θὰ βρεῖς ἀνέσεις, ἀλλιῶς ἀνάπαυση θὰ ζητήσεις καὶ θὰ θερίσεις θλίψεις».

7. Ἀφοῦ ἄκουσε αὐτὰ καὶ ἀσπάστηκε τὸν γέροντα, βγῆκε στὴν ἔρημο καὶ πῆγε κοντὰ στὸν θεοφιλέστατο καὶ ὁσιότατο ἀρχιμανδρίτη Θεοδόσιο, φημισμένο ἄνδρα, παρέμεινε δὲ μαζί του ἀρκετὰ χρόνια. Μετά, ἐξαιτίας ἑνὸς πειρασμοῦ, σχηματίστηκαν ἐκβλαστήματα γύρω ἀπὸ τὸν δακτύλιο τοῦ Θεογνίου, καὶ μαζεύοντας πάρα πολὺ πύον ἔσπασαν, ὥστε κάθε μέρα νὰ βγαίνει πολὺ αἷμα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο. Ἐνῷ ἦταν στενοχωρημένος γιὰ αὐτό, τὸν συμβούλευσε κάποιος ποὺ γνώριζε ἀπὸ αὐτά, ὅτι: «Ἐπειδὴ ὑπάρχει ψύχος στὰ ὀρεινά, καὶ ὁ πόνος ποὺ σὲ κυριεύει ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ θερμότερο ἀέρα, κατέβα στὰ μέρη τοῦ Ἰορδάνου καὶ ἐκεῖ θὰ θεραπευτεῖς μέσα σὲ λίγες ἡμέρες». Κατέβηκε, λοιπόν, ἐκεῖ καὶ κατοίκησε στὴ λαύρα τοῦ Καλαμώνα καὶ πολὺ σύντομα ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τοὺς πόνους. Ἀντιμετώπιζε μὲ ἀγάπη τὴν ἐρημία καὶ τὴν προσευχή. Πρὶν πάει ὁ Θεόγνιος, ἕνα μεγάλο φίδι συνήθιζε νὰ ἔχει τὴν φωλιά του σὲ ἐκεῖνο τὸ σπήλαιο καὶ μετὰ τὸν ὕπνο του νὰ ἕρπει στὴν ἔρημο καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἔρημο νὰ ἐπιστρέφει σὲ αὐτό. Τὸ φίδι, λοιπόν, ἐρχόμενο ἀπὸ ἔξω κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα, ὅπου ὁ μακάριος ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τὸ κελλί, τὸν εἶδε νὰ κάθεται μέσα καὶ νὰ κρατᾶ καλάθια καὶ νὰ ἐργάζεται. Διότι, τὸ νὰ ἐργάζεται δὲν τὸ ἀμέλησε μέχρι τέλους, καὶ ὅταν ἐργαζόταν καὶ δὲν τὸν ἐνοχλοῦσε κανεὶς κατέβρεχε τὸ ἐργόχειρο μὲ δάκρυα. Ἐκεῖνο, λοιπόν, τὸ θηρίο βάζοντας τὸ κεφάλι του μέσα ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ ἔχοντας τὸ ὑπόλοιπο σῶμα ἔξω ἀπὸ τὸ κελί, ἔμεινε ἀκίνητο βλέποντας μόνο τὸν Θεόγνιο·  λέγει τότε πρὸς αὐτὸ ὁ μακάριος: «Ἐὰν συνηθίζεις νὰ μένεις ἐδῶ, μπές, δὲν σὲ ἐμποδίζω». Καὶ ἀφοῦ σύρθηκε σὲ μία γωνία, κουλουριάστηκε καὶ ἡσύχαζε. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε αὐτό, ὅποτε ἤθελε ἔμπαινε μέσα, ἐνῷ ὁ ἅγιος ἔμενε ἀπτόητος, μέχρι νὰ φύγει ἀπὸ ἐκεῖ.

8. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτά, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὶς ἔγνοιες τῶν φροντίδων γιὰ τὸν Καλαμώνα, ἔφτασε σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο. Καί βρίσκοντας σπήλαιο κατοίκησε σ᾽ αὐτὸ μόνος, μὲ ἕνα μικρὸ κομμάτι ψωμὶ καὶ μὲ λίγα χαρούπια γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖ τὴν πείνα του καὶ μὲ ἕνα μικρὸ δοχεῖο νεροῦ γιὰ νὰ σβήνει τὴν ἀνάγκη τῆς δίψας του, ἔδινε δὲ μάχη μέ καρτερία πρὸς τοὺς δαίμονες τοὺς πολεμοῦντες μέσῳ ἀκάθαρτων λογισμῶν. Καὶ ἦταν ἀληθινά, σὰν ἐπίγειος φωστήρας στὸ σπήλαιο, τηρώντας τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἄσκηση, ὑπομένοντας τὶς νηστεῖες, τὶς χαιμαικοιτίες καὶ τὰ δάκρυα, τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὶς συχνὲς γονυκλισίες καὶ τὴ μελέτη τῶν θείων λόγων. Τότε, νομίζω, ὅτι ἦταν πενήντα ἐτῶν. Πολλοὶ ἔρχονταν πρὸς αὐτὸν γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν. Ἡ φήμη του δὲ κυκλοφοροῦσε, καὶ κάθε ἕνας ποὺ ἐρχόταν ἐξαιτίας διαφόρων θλίψεων, ἐπέστρεφε μὲ πολλὴ χαρὰ αἰσθανόμενος πολλὴ παρηγοριὰ καὶ ἀναψυχή.

9. Μιὰ νύχτα τοῦ ὑποβάλλει ὁ δόλιος λογισμοὺς δειλίας καὶ μετὰ ἀπ᾽ αὐτὸ σὲ πολὺ σκοτάδι, δείχνει ἕνα δῆθεν Σαρακηνὸ νὰ τραβᾶ τὸ ξίφος του καὶ νὰ τὸν ἀπειλεῖ ὅτι, ἐὰν δὲν βγεῖ γρήγορα ἀπὸ τὸ σπήλαιο, θὰ τὸν ἀποκεφαλίσει μὲ σβελτάδα. Κυριευόμενος ἀπὸ δειλία ὁ ἄνδρας βγαίνει τρέχοντας ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ ἱκετεύει τὸν Θεὸ νὰ παρέμβει. Καὶ ἀμέσως, τοῦ ἐμφανίστηκε ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε μὲ αὐστηρὴ φωνή: «Πολὺ δειλὸς μοῦ φαίνεσαι. Μπὲς στὸ σπήλαιό σου, μὴ φοβᾶσαι τίποτα. Διότι, δὲν εἶναι, ὅπως ἐσὺ νομίζεις, Σαρακηνὸς, ἀλλὰ ἀκάθαρτο πνεῦμα ποὺ ἔλαβε σχῆμα Σαρακηνοῦ». Εὐθὺς φεύγει ἀπὸ αὐτὸν ἡ δειλία καὶ γέμισε θάρρος καὶ ἄρρητη χαρά, ὁ δὲ δαίμονας ἐξαφανίστηκε.Ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε ἀκόμα περισσότερο καὶ τὸν πλησίασαν κάποιοι φιλόχριστοι ἄνδρες παρακαλώντας τον μὲ θέρμη νὰ χτίσουν κελλιὰ δίπλα του, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε. Παρ᾽ ὅλο ποὺ πολλοὶ ἤθελαν νὰ μονάσουν κοντά του, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ συναναστρέφεται μὲ πλῆθος, καὶ δεχόμενος λίγους διέμενε μαζί τους μὲ φόβο Θεοῦ ἐκτελώντας τὰ ἀπαραίτητα ἀσκητικὰ γυμνάσματα.

10. Καθὼς πέρασαν χρόνια, μὲ αἴτημα κάποιων καὶ μὲ πειθαναγκασμὸ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων γίνεται ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βητυλίου, ποὺ εἶναι μιὰ μικρὴ πόλη σὲ ἐνενήντα μίλια ἀπόσταση. Ἀρκετὸ καιρὸ παρέμεινε στὴν πόλη ἐκείνη καὶ κάποιον καιρὸ περνοῦσε ἐδῶ [στὴ μονή του] μένοντας μαζὶ μὲ τὰ ἀγαπημένα πνευματικὰ τέκνα του. Ἤδη ὑπῆρχε καὶ αὐτὴ ἡ ἐκκλησία, ἀρχικὰ μικρή, ὕστερα ὅμως, δέκα χρόνια πρὶν τὴν τελευτὴ τοῦ ἁγίου, εἶχε κτιστεῖ μεγαλύτερη καὶ γι᾽ αὐτὸ ὁ ἀριθμὸς τῶν εὐλαβῶν μοναχῶν μὲ τὴν βούληση τοῦ Θεοῦ εἶχε αὐξηθεῖ. Τὸ κελλί, ὅπου συνήθιζε νὰ κατοικεῖ ὁ μακάριος, ὅταν ἐρχόταν ἀπὸ τὸ Βητύλιο ἦταν πολὺ μικρὸ καὶ τόσο χαμηλό, ὥστε ἐὰν δὲν πρόσεχε ὅποιος ἔμπαινε μέσα, νὰ κτυπᾶ τὸ κεφάλι του στὴν ὀροφή. Ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν πεδιάδα [τὸ Βητύλιο] καὶ ἔμπαινε στὸ προαναφερθὲν κελλί, σήκωνε τὰ χέρια ψηλὰ καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Κύριο καὶ μετὰ ἔλεγε: «Χαῖρε παλάτι, γιατὶ εἶναι στὴν πραγματικότητα παλάτι τὸ παλιὸ σπίτι, καὶ ὅπως ὅποιος ἔχει ταλαιπωρηθεῖ σὲ μεγάλο πέλαγος καὶ γλιτώσει ἀπὸ τὰ κύματα, ἔτσι καὶ ἐγὼ στὸ λιμάνι τοῦ κελιοῦ προσφεύγω, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἐπαναφέρω τὴν διάνοιά μου στὴν πρότερη κατάσταση». Μιὰ φορὰ κάποιος ἀδελφὸς πετάχτηκε καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐσύ, πάτερ, μετὰ ἀπὸ τόσα γηρατειὰ καὶ τὴν ἐκμηδένιση τῶν ἀντιπάλων παθῶν, δὲν ἀντιμετωπίζεις κάποια ψυχικὴ βλάβη ἀλλὰ καὶ στὴν πόλη σου καὶ ἐδῶ τὴν ἴδια κατάσταση ἔχεις». Καὶ τοῦ ἀπαντᾶ ὁ καλόγηρος: «Πίστευε τέκνο μου, ὅτι μέχρι νὰ χωρισθεῖ ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὸ σῶμα δὲν εἶμαι σίγουρος οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ ξεθαρρεύω. Σάρκα μᾶς περιβάλλει, καὶ διαβαίνοντας ἀνάμεσα ἀπὸ παγίδες φοβούμαστε μήπως αἰχμαλωτιστοῦμε».

11. Στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου, οἱ κάτοικοι τοῦ Βητυλίου ἀξίωσαν ἀπὸ τὸν μεγάλο [ἄνδρα] νὰ ταξιδεύσει στὴν βασιλίδα τῶν πόλεων [Κωνσταντινούπολη] γιὰ δημόσιες ὑποθέσεις. Καὶ κάνοντας ὑπομονή, ἐξέπλευσε πρὸς τὸ Βυζάντιο παίρνοντας μαζί του κάποιους ἀδελφούς. Φτάνοντας, λοιπόν, στὴν μεγάλη πόλη παρουσιάστηκε στὸν  βασιλέα καὶ μετὰ τοὺς ἐθιμοτυπικοὺς λόγους τοῦ προσέφερε τρία δῶρα τοποθετημένα σὲ ἕνα κομμάτι ὕφασμα. Καὶ τοῦ λέγει ὁ βασιλεύς: «Θέλεις νὰ πάρω μόνο τὰ δῶρα ἢ καὶ τὸ μαντήλι ποὺ εἶναι στρωμένο κάτω ἀπ᾽ αὐτά;». Καὶ ἀπάντησε στὸν βασιλέα: «Ἐὰν σοῦ ἀρέσει τὸ μαντήλι, εὐχαρίστως νὰ σοῦ τὸ χαρίσω». Εὐχαριστημένος ὁ βασιλέας μὲ τὴν ἀπάντηση τὸν κατεφίλησε καὶ δέχτηκε ὅσα τοῦ εἶχε προσφέρει, ἀφοῦ δὲ ἐνημερώθηκε γιὰ ὅλες τὶς ὑποθέσεις γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ γέροντας εἶχε ὑποβληθεῖ σὲ αὐτὴν τὴν ταλαιπωρία, τὶς τακτοποίησε σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα καὶ, μὲ κάθε ἐπισημότητα καὶ ἐφόδια, τὸν βοήθησε νὰ ἐπιστρέψει στὸ Βιτύλιο. Ὅσα θαύματα καὶ ἰάσεις φανέρωσε ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς μέσῳ αὐτοῦ, τὰ γνωρίζουν πάρα πολλοὶ ποὺ ἦταν ἐκεῖ, ἐγὼ ὅμως τὰ παρασιωπῶ ἀφήνοντας σὲ ἄλλους νὰ τὰ διηγηθοῦν.

12. Ὅσα συνέβησαν στὴν Καισάρεια, στὴν Ἀσκαλώνα καὶ στὴ Γάζα τὰ περισσότερα θὰ τὰ ἀποσιωπήσω, ἀναφέροντας μόνο λίγα ἀπ᾽ αὐτὰ, μὲ κάθε λεπτομέρεια. Στὸ Μαϊουμᾶ τῆς Γάζας εἶχαν ναυπηγηθεῖ δύο πλοῖα ἀπὸ πιστοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶχαν ἐξοπλιστεῖ μὲ τὸν κατάλληλο τρόπο στὴν παραλία. Ἤθελαν οἱ πλοιοκτῆτες νὰ τὰ ρίψουν στὴ θάλασσα καὶ γι᾽ αὐτὸ εἶχαν καλέσει πάρα πολὺ κόσμο ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ κουνήσουν ἐξαιτίας τῶν γητειῶν ποὺ εἶχαν κάνει ἐπίβουλοι ἄνθρωποι, προκειμένου νὰ ἐμποδίσουν τὰ σκάφη. Ἔτσι, γιὰ πολλὲς ἡμέρες συντονισμένα τὸ πλῆθος κτυποῦσε καὶ ἔχοντας [οἱ πλοιοκτῆτες] ὑποστεῖ πλῆθος ζημιῶν  περιῆλθαν σὲ ἀπόγνωση καὶ ἀπορία καὶ δὲν γνώριζαν τί πρέπει νὰ κάνουν. Μὲ τὴν προτροπὴ ἑνὸς ἀγαθοῦ ἀνθρώπου ὁ μακάριος πῆγε στὸν τόπο ἐκεῖνο καὶ μὲ τὰ ὅπλα τῆς προσευχῆς ἀντιπαρατάχθηκε ἐναντίον τῶν κακῶν μαγγανιῶν, κυκλώνοντας δὲ δύο καὶ τρεῖς φορὲς τὰ πλοῖα καὶ ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πῆρε τριάντα ἐργάτες καὶ τοὺς διέταξε νὰ καθελκύσουν τὰ πλοῖα. Ἕνας ἰδιοκτήτης τοῦ ἀντέτεινε ὅτι «Τὶς προηγούμενες ἡμέρες βάζοντας διακόσιους δυνατοὺς ἄνδρες κάθε μέρα τίποτα δὲν κατάφερα καὶ πῶς γίνεται τώρα μόνο μὲ τριάντα νὰ μετακινηθεῖ τὸ πλοῖο»; Τοῦ εἶπε ὁ γέροντας: «Κάνε ὅ,τι σοῦ εἶπα καὶ μὴ λὲς πολλά»! Καὶ λέγοντας αὐτὰ σιγά-σιγά ἄρχισε νὰ ἐπιστρέφει στὸ κατάλυμά του. Οἱ ἰδιοκτῆτες πραγματοποίησαν τὶς διαταγὲς καὶ μὲ λίγες προσπάθειες εὔκολα καὶ συντονισμένα καθέλκυσαν τὰ πλοῖα. Ἀμέσως θαυμασμὸς κατέλαβε ὅλους τοὺς παρόντες καὶ προσερχόμενοι στὴν οἰκία ποὺ διέμενε ὁ Γέροντας, τὸν προσκυνοῦσαν σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐνδόξους Ἀποστόλους καὶ τοῦ προσέφεραν δῶρα.

13. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ἦταν καὶ μιὰ φιλόθεη γυναίκα, ἡ ὁποία ἀπὸ παλαιὰ εἶχε θάψει τὸν ἄνδρα της καὶ στὸν τάφο τοῦ νεκροῦ ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη. Τὰ μάτια της εἶχαν καταρράκτη καὶ πλέον δὲν ἔβλεπε τίποτα. Ἀφοῦ πληροφορήθηκε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Γέροντα καὶ λαμβάνοντας κάποιον νὰ τὴν ὁδηγεῖ, πῆγε σ᾽ αὐτὸν, κρατώντας δὲ τὸ κεφάλι του, ἔτριβε σ’αὐτὸ τοὺς ὀφθαλμούς της μὲ κλάματα· καὶ καθὼς διώχτηκε μακριὰ τὸ σύννεφο τοῦ καταρράκτη, ἀμέσως ἐκείνη εἶδε καθαρά. Τὸ δὲ πλῆθος ἐκστασιασμένο μὲ τὸ θαῦμα φώναζε: «Δόξα σοι Κύριε, ποὺ κάνεις θαύματα». Καὶ τόσοι πολλοὶ ἔτρεξαν καταφιλώντας ὅλα τὰ μέλη τοῦ δικαίου, ὥστε παρὰ λίγο νὰ πνιγεῖ, ἐὰν δὲν ἀφαιροῦσε γρήγορα τὸ ροῦχο του καὶ τὸ ἄφηνε στὸ πλῆθος· ἀφοῦ δὲ κατέφυγε στὸ διακονικὸ ἑνὸς ναοῦ, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία. Στὴν Καισάρεια πάλι, ἐξαιτίας μιᾶς παθήσεως ὁ μαστὸς τῆς συζύγου τοῦ ἄρχοντα πρήστηκε σὰν ἀσκί. Ἐνῷ ὅλοι οἱ γιατροὶ χρησιμοποίησαν κάθε μέσο καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν θεραπεύσουν, ὁ μακάριος Θεόγνιος καὶ αὐτὴ τὴν θεράπευσε μὲ τρεῖς γονυκλισίες, μὲ πολλὰ δάκρυα καὶ τὴν ἐπίχριση εὐλογημένου ἐλαίου.

14. Τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε στὸ Βιτύλιο ὄχι μόνο τὰ παράλια τὸ γνωρίζουν, ἀλλὰ τὴν εἴδηση τὴν ἔμαθαν καὶ ὁλόκληρη ἡ Αἴγυπτος, ἡ Κιλικία καὶ ἡ Καππαδοκία, ἀκόμα καὶ τὸ Βυζάντιο. Ἡ γειτονικὴ θάλασσα ξεπερνώντας τὰ παραδοσιακὰ ὅριά της, χτυποῦσε τὴν πολίχνη μὲ ἀλλεπάλληλα ἀγριεμένα κύμα ἀπειλώντας νὰ τὴν ξεριζώσει καὶ νὰ τὴν ἀφανίσει μὲ βίαια χτυπήματα. Αὐτὸ συνέβαινε κατὰ τὴν θεία οἰκονομία προκειμένου νὰ σωφρονιστοῦν μὲ φόβο οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ νὰ δοξαστεῖ μὲ περισσὸ τρόπο ἡ χάρις ποὺ εἶχε δοθεῖ στὸν δίκαιο. Ὅλοι λοιπὸν οἱ κάτοικοι ἐκείνων τῶν τόπων εἶχαν τρομάξει καὶ εἶχαν παραλύσει τὰ χέρια καὶ τὰ γόνατά τους βλέποντας νὰ περνᾶ ὁ χρόνος καὶ ἡ κατάσταση νὰ χειροτερεύει. Ἔτσι μὲ πολλοὺς ὀδυρμοὺς παρεκάλεσαν τὸν ὑπηρέτη τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀνακόψει μὲ τὴν προσευχὴ τὴν ὁρμὴ τῆς θάλασσας. Σηκώθηκε ὁ γέροντας καὶ κατέβηκε μαζί τους μέχρι ἕνα σημεῖο καὶ ἔτεινε τὰ χέρια του σὲ προσευχητικὴ στάση καὶ πιστεύοντας στὸ Θεὸ ποὺ εἶπε: «Ἐνῶ ἐσὺ ἀκόμα μιλᾶς, ἐγὼ ἔφτασα», ἔπηξε στὸν τόπο ἐκεῖνο σταυρὸ καὶ ἀπεύθυνε στοὺς παρόντες τὰ ἑξῆς λόγια: «Ἐπειδὴ ἐμεῖς ἀπολαμβάνουμε πάντοτε τὴ βοήθεια τοῦ Δεσπότου [Χριστοῦ], ὅσο κι ἂν ἀγριέψει ἡ θάλασσα, θὰ φτάσει μέχρι τοῦ σημείου ποὺ εἶναι ὁ σταυρός. Μὴ φοβᾶσθε, λοιπόν, τέκνα μου· μόνο τὸ νὰ ἁμαρτάνετε νὰ φοβᾶστε καὶ ὄχι τὴν ἀπειλὴ τῆς θάλασσας». Καὶ ἔτσι, ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα ἡ διαταγὴ τοῦ ἁγίου μὲ τὴν ἄνωθεν δύναμη παρέμεινε ἀδιάφθορη, ἄλυτη καὶ ἀμείωτη.

15. Ἄλλη φορά, ἐπιθυμώντας νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ καὶ φανερώνοντας τὴν ἐπιθυμία στοὺς κοντινούς του -ἦταν τότε στὴν ἁγία Πόλη- βλέπει στὸ ὄνειρό του τὸν Σατανᾶ νὰ τοῦ λέγει: «Ἐπειδὴ ἀπὸ καιρὸ ἔχεις σκοπὸ νὰ ἐπισκεφθεῖς τὴ μάνδρα σου καὶ χαίρεις γι᾽ αὐτό, ἐγὼ τὴν χαρὰ θὰ σοῦ τὴν μετατρέψω σὲ λύπη». Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφυγε πρωί-πρωί ἀπὸ τὴν πόλη μαζὶ μὲ δύο ἀκολούθους του καθισμένος σὲ μουλάρι, ὅταν ἔφθασε ἀπέναντι ἀπὸ τὴν μονὴ τοῦ μακαρίου ἀββᾶ Εὐσταθίου, τὸ δεξὶ πόδι τοῦ ζώου σκόνταψε καὶ ἔτυχε νὰ κυλιστεῖ καὶ νὰ πέσει στὸ χαμηλότερο μέρος τοῦ δρόμου καὶ νὰ σπάσει τὸ πόδι του ὁ μοναχός. Φτάνοντας ἀμέσως ἐκεῖ οἱ ἀδελφοὶ, βρῆκαν τὸ μὲν ἄλογο νὰ στέκεται ὄρθιο, τὸν δὲ γέροντα νὰ ἀγωνιᾶ καὶ νὰ ἀναπνέει μὲ δυσκολία λόγῳ τοῦ πόνου στὸ σπάσιμο. Ἀμέσως, κάποιος ἀπὸ τοὺς συνοδοὺς ἔχοντας στὰ χέρια του λινὸ σεντόνι ἔδεσε τὸ πόδι τοῦ γέροντα· ἐπιβιβάζοντάς τον ἐκεῖνοι πάλι στὸ ζῶο, ἐπέστρεψαν σὲ ἐμᾶς μὲ λυπημένα πρόσωπα. Συνέβη αὐτὸς νὰ ἀναστενάζει πυκνὰ ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ ἐμεῖς ἀντὶ γιὰ χαρὰ νὰ εἴμαστε στὸ πένθος.  Μετὰ προσκαλέσαμε ἄνδρα ἀπὸ τὴν πόλη ποὺ γνώριζε νὰ θεραπεύει θλάσεις. Ἀφοῦ ἦρθε καὶ ἔκανε ὅλα του τὰ καθήκοντα παραμένοντας γιὰ μιάμιση ἡμέρα, ἔφυγε γιὰ τὴν πόλη  δένοντας τὸ σπασμένο πόδι μὲ καλάμια καὶ δίνοντας ἐντολὴ σ᾽ αὐτὸν νὰ μὴ μετακινεῖται γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες καὶ νὰ βάλουν ἕνα δοχεῖο κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα ὥστε, ὅταν καλεῖ ἡ ἀνάγκη, νὰ μπορεῖ ἀκίνητος νὰ ἀπομακρύνει τὰ περιττώματα. Γιατί, τώρα, ὁ παντοκράτωρ Θεὸς παραχωρεῖ πρόσκαιρα στὸν Σατανᾶ νὰ δοκιμάζει τοὺς ἐκλεκτούς, ἂς ζητηθεῖ σὲ ἄλλη εὐκαιρία. Πάντως, γιὰ δύο ἡμέρες ἔμεινε ἀκίνητος μὲ πικροὺς πόνους καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἄγγελος τὸν ἐπισκέφθηκε ἀθόρυβα τραβώντας τὸ σκέπασμα -ἦταν καλοκαίρι- καὶ λέγει στὸν γέροντα μὲ ἤρεμη φωνή: «Ὁ πόνος σου ἔχει πάψει. Μὴ φοβηθεῖς, εἶσαι ὑγιής». Καὶ λέγοντας αὐτὰ ἐξαφανίστηκε ἀπὸ μπροστά του διώχνοντας τοὺς πόνους. Ἀμέσως μᾶς φώναξε ὁ μακάριος καὶ μᾶς διηγήθηκε αὐτὰ· δοκιμάζοντας δὲ ἂν μποροῦσε νὰ μετακινήσει τὸ πόδι του, μποροῦσε κανονικά. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀνακάθισε, παίρνοντας μιὰ ράβδο περπατοῦσε χωρὶς πόνο ἀνεμπόδιστα, πλὴν ἡ δειλία ἀπὸ τὸν προηγούμενο πόνο τὸν ἐμπόδιζε λίγο νὰ τὸ κάνει. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἐπέστρεψε στὸ Βιτύλιο καὶ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἰατρὸ ποὺ τὸν φρόντισε ἀναπέμψαμε εὐχαριστήριες προσευχὲς στὸν παντοδύναμο δεσπότη Χριστὸ γιὰ τὴν παράδοξη καὶ σύντομη νοσηλεία τοῦ μακαρίου.

16. Λένε μάλιστα ὅτι συνέβη καὶ κάτι ἄλλο θαυμαστό. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὸν ἐμπόδισε ὁ γιατρὸς νὰ κυκλοφορεῖ καὶ μέχρι τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἀγγέλου, ὡραῖο περιστέρι πετοῦσε στὸν ἀέρα τῆς μονῆς ἐνῷ ὅλοι τὸ ἔβλεπαν ἢ καθόταν ἤρεμο στὸ ἀνατολικὸ παράθυρο, κοντὰ στὰ πόδια τοῦ ὁσίου, μέχρι ποὺ ὁ μακάριος ἀνακουφίστηκε ἀπὸ τοὺς πόνους· μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ ἀναφερόμενο περιστέρι ἐξαφανίστηκε. Ἔλεγε γιὰ αὐτὸ ὁ μακάριος: «Μὴν ἀπορεῖτε, τέκνα, γιὰ ποιό λόγο ἔχει ἐξαφανιστεῖ. Σίγουρα ἔχει νὰ πάει νὰ βοηθήσει καὶ ἄλλους».

17. Ὁ Ἀλέξανδρος, τῆς γενιᾶς μας τίμιο μαργαριτάρι, μεγάλος διδάσκαλος στὴν Ἀσκαλώνα, συγκαταλεγόμενος δὲ στοὺς φιλερήμους καὶ ἐνάρετους πατέρες, ποὺ δὲν ἀγαπήθηκε γνήσια μόνο ἀπὸ τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴν χρηστότητα καὶ τὴν φιλαγαθότητα τῶν τρόπων του ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἄπιστους, ὅταν ἐγὼ εἶχα ἐγκαταλείψει τὴν Ἑλλάδα καὶ εἶχα φτάσει στὴν Παλαιστίνη, συνάντησα δὲ τὸν ἄνδρα καὶ τὸν ρώτησα ποῦ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταβιώσω γιὰ τὴν ψυχική μου ὠφέλεια, μοῦ εἶπε ὅτι: «Συνάντησε τὸν κύριο Θεόγνιο καὶ θὰ ὠφεληθεῖς μὲ κάθε τρόπο. Ἂν μάλιστα σοῦ ἀρέσει νὰ μείνεις στὸ μοναστήρι του γιὰ πάντα, θὰ ἀποκομίσεις μεγάλη ὠφέλεια ἀπὸ τὶς συμβουλές του. Συνάντησε τὸν Θεόγνιο καὶ θὰ συναντήσεις τὸν Θεὸ μὲ ἕναν τέτοιο καθοδηγητή. Ὁ Αἰμιλιανὸς ὁ καλὸς ἡγούμενος, ὅπως ἔμαθα, ἔχει προπαρασκευάσει τὴν ψυχή σου μὲ πολὺ φόβο Θεοῦ· ἂν μάλιστα δεῖς τώρα τὸν κύριο Θεόγνιο, θὰ εἶσαι ἀσφαλέστερος. Γιὰ τὴν ταπείνωση εἶναι ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχει νὰ πεῖ τὰ περισσότερα. Ἐπειδὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὑπάρχει κενόδοξο καὶ ἕλκεται εὔκολα στὴν ἀλαζονεία, γι᾽ αὐτὸ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ διδασκάλους ὄχι τῶν κενῶν λόγων ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μὲ τὰ ἔργα τους καλλιεργοῦν τὸ καλύτερο βλάστημα τῆς ταπεινοφροσύνης. Ὅπως ὁ Ἰακὼβ ὁ τιμωρὸς τῶν  παθῶν, περιέτεμε τὸ σαρκίο τῆς ἀκροβυστίας, ὅπως καὶ οἱ πρόγονοι, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ζηλώσουμε τὸ πνεῦμα τοῦ πατριάρχη ἀποκόπτοντας τὴν σαρκικὴ ἡδονὴ μὲ τὸ σίδερο τῆς ἐγκρατείας. Ἐπὶ πλέον σὲ ἄλλο καιρὸ τόλμησε κάποιος νὰ ἀκουμπήσει τὸ πλάτος τοῦ μηροῦ του καὶ ἀμέσως ἔπεσε σὲ κῶμα. Συμφέρει καὶ ἐμᾶς νὰ ἔχουμε ἐπαφὴ μὲ τὸν λόγο τῆς ταπεινοφροσύνης, ἀκουμπώντας τον καὶ οἰκοδομώντας τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση, ὥστε μὲ αὐτὸ νὰ ἀδειάσει ἀπὸ μέσα μας τὸ πλάτος καὶ ἡ διάχυση τοῦ ἀλόγου ἐγωϊσμοῦ καὶ νὰ δυνηθεῖ ὁ νοῦς νὰ συσταλεῖ στὸν ἑαυτό του μαθαίνοντας τὰ ὅριά του, νὰ προκόψει δὲ κατὰ Χριστόν, ὁ ὁποῖος ταπεινώθηκε γιὰ ἐμᾶς καὶ ὑποδουλώθηκε στοὺς δικούς του δούλους καὶ λύτρωσε ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ δουλεία τῶν δαιμόνων τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός, λοιπόν, καὶ σὲ ἐσένα, ἐφ᾽ ὅσον καταφεύγεις πρὸς αὐτὸν καὶ ἐπιθυμεῖς ξενιτεία καὶ πενία θὰ ἀνοίξει τὶς θύρες τοῦ ἐλέους εὐμενῶς, δοῦλε τοῦ Θεοῦ.

18. Ὁ Θεόγνιος, ποὺ τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν κενοδοξία, ρίζες καὶ τροφοὺς ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων, σὰν δύο κεφάλια δρακόντων ποὺ λυμαίνονται πολλούς, τὶς ξερίζωσε μόνος του μὲ τὴν ἄνωθεν συνδρομή, ὁ κύριος Θεόγνιος, τὸ μύρο τῶν μοναχῶν, αὐτὸς τὸν ἀδελφό μου Ἀνδρόνικο ἀπάλλαξε ἀπὸ ἐντερικὴ νόσο καὶ κύστεις. Αὐτὸς ἀνέστησε καὶ τὸ παιδὶ τοῦ Αἰλιανοῦ, τοῦ φιλόχριστου διδασκάλου στὴ Γάζα ποὺ εἶχε ἔρθει σὲ ἀπόγνωση. Αὐτὸς εἶναι ποὺ παρέχει εὐχὲς σὲ στεῖρες γυναῖκες νὰ τεκνογονήσουν. Κάποιοι κακοὶ ἄνδρες διέρρηξαν μέσα στὸ μεσονύκτιο τὴν οἰκία ἑνὸς φιλάρετου ἀνθρώπου καὶ ἤθελαν νὰ ἀρχίσουν τὴν μεταφορὰ τῶν οἰκοσκευῶν ποὺ βρῆκαν. Ὁ ἰσάγγελος Θεόγνιος ἐμφανίστηκε στὸν οἰκοδεσπότη ποὺ κοιμόταν βαριὰ καὶ τὸν ξύπνησε, ἐμπόδισε τὴν κλοπὴ τῶν πραγμάτων καὶ παρέδωσε τοὺς διαρρῆκτες στὰ χέρια τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου. Πάλι, κάποιος ἀσκητής, ἄνδρας θαυμαστὸς καὶ γνώστης ὑψηλῶν πραγμάτων, φιλοξενούμενος στὴν οἰκία μου εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ ἀπευκταία ἀρρώστια. Εἶχα φέρει σ᾽ αὐτὸν ὅλους τοὺς γιατροὺς τῆς πόλης μηχανευόμενος πολλὰ γιὰ τὴ θεραπεία του, ὅμως δὲν μπόρεσα νὰ ὠφελήσω τὸν ἄνδρα καὶ πολὺ θλιβόμουν ἀκούγοντας τὶς ἔντονες φωνὲς καὶ κραυγὲς τοῦ ἀσκητοῦ. Ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἐξέχοντες τῆς πόλης καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ ἔκαναν θυσίες καὶ σπονδὲς στὴν Ἀσκαλώνα, γνώριζαν ἀπὸ πρὶν τὸν ἀσκητὴ καὶ ἔρχονταν νὰ τὸν ἐπισκεφτοῦν, μὴν μπορώντας νὰ συνδράμουν στὴν θεραπεία του, μόνο γιὰ νὰ κλάψουν μαζὶ μὲ τὸν ἄρρωστο. Μετὰ ἀπὸ σύντομο χρόνο, ὅταν βρέθηκε ὁ μακάριος στὸ Βιτύλιο, τὸν κράτησα παρακαλώντας τον νὰ {…} [2] χρησιμοποιοῦσαν. Ἦταν πολὺ ἀφιλάργυρος, ἐλεήμων περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, συμπαθὴς καὶ φιλάνθρωπος».

19. Τὸν Ἀντίπατρο φυσικὰ καὶ τὸν γνωρίζετε, ποὺ εἶχε ἀναλάβει παλαιότερα τὸ ἀξίωμα τοῦ δούκα, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπότομος καὶ πολὺ θρασύς, ὅπως λένε οἱ παλαιότεροι ποὺ τὸν γνώρισαν· ἐγὼ στὴν ἔρημο ποὺ βρισκόμουν δὲν γνώρισα τὸν ἄνδρα. Κληρικὸς ἀπὸ τὸ Βιτύλιο κατηγορούμενος ὡς ἔνοχος γιὰ κάποιο ἔγκλημα παραπέμφθηκε στὸν δούκα καὶ μὲ ἐντολή του ἐγκλείστηκε στὴ φυλακὴ νομίζοντας ὅτι κινδυνεύει μέχρι θανάτου. Ὅλοι οἱ φίλοι ἀπομακρύνθηκαν φοβούμενοι καὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε ἢ δὲν ἤθελε νὰ βοηθήσει. Ὁ Θεόγνιος βιαζόταν νὰ πάει στὸν δούκα γιὰ νὰ ὑποστεῖ προσβολές. Πολλοὶ τὸν ἐμπόδισαν λέγοντάς του : «Σκέψου τὴν ἀξιοπρέπειά σου, πάτερ, καὶ μεῖνε ἐδῶ. Ἐὰν παρουσιαστεῖς στὸν Ἀντίπατρο, ἀφοῦ σὲ ὑβρίσει, θὰ ἐπανέλθεις ἄπρακτος. Συνηθίζει πάντα αὐτὸς ὁ ἄνδρας νὰ ἀτιμάζει τοὺς φιλάρετους ἄνδρες». Ἀπάντησε ὁ μοναχός: «Εγὼ μέχρι τώρα δὲν ἐπιζήτησα τιμὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γι᾽ αὐτὸ σκοπεύω στὸ ὄνομα τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Χριστοῦ νὰ λυτρώσω ἀπὸ τὴν θλίψη τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν βρῆκε ἀπροσδόκητη συμφορά, καὶ ἐὰν γι᾽ αὐτὸ λάβω ἀτιμία καὶ ὕβρεις δὲν θὰ λυπηθῶ καθόλου, ἀλλὰ μάλιστα θὰ χαρῶ». Καὶ λέγοντας αὐτὰ κατευθύνθηκε πρὸς τὸν δούκα. Βλέποντάς τον [ὁ δούκας] νὰ ἔρχεται μὲ σπουδὴ κατέβηκε σὲ συνάντησή του καὶ τὸν χαιρέτησε θερμά. Ὁ Γέροντας ἀμέσως παρακάλεσε τὸ δούκα γιὰ τὸν φυλακισμένο. Αὐτὸς τοῦ εἶπε: «Μεῖνε πάτερ, πρῶτα νὰ ἑτοιμασθεῖ γεῦμα καὶ νὰ λάβω ἀπὸ τὰ χέρια σου εὐλογία, καὶ μετὰ θὰ σοῦ δώσω εὐνοϊκὴ ἀπάντηση». Ἔτσι καὶ ἔγινε. Κάθησαν στὸ τραπέζι, ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρὰ τοῦ τραπεζιοῦ καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ ἔτρωγαν. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ γεύματος ὁ Ἀντίπατρος ὁρκίστηκε μὲ φρικτοὺς ὅρκους ὅτι: «Πρὶν ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες ὁ Χριστὸς μοῦ ἔδειξε τὴν τίμιά σου ὄψη, ὅπως τώρα σὲ βλέπω νὰ τρῶς μαζὶ μου καὶ νὰ μιλᾶμε. Ἀπὸ τότε ἐπιθυμοῦσα νὰ σὲ δῶ μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος. Νά, λοιπόν, ἡ ἐπιθυμία ἐπιτελέσθηκε καὶ ἐγὼ ἀπόλαυσα τὴν εὐλογία σου. Λοιπόν, ὁ κληρικὸς ἀπὸ τώρα νὰ ἀπολυθεῖ ἀπὸ τὴν φυλακὴ χωρὶς νὰ ὑποστεῖ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ὁποιαδήποτε κατηγορία». Λαμβάνοντας μαζί του τὸν κληρικὸ ἀπὸ τὸν Ἀντίπατρο ὁ μακάριος ἐπέστρεψε στὴν Ἐκκλησία του δοξάζοντας τὸν Κύριο.

20. Πολλὲς φορὲς ἐγὼ εἶδα τὸν μακάριο γεμᾶτο δάκρυα νὰ ἱκετεύει τὸν Θεὸ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Μακάρι καὶ ἐμεῖς νὰ προσκομίσουμε στὸν Κριτή φιάλη γεμάτη μὲ δάκρυα καὶ ἄλαλους στεναγμοὺς, ὥστε μὲ αὐτὸ νὰ μετάσχουμε στὴ χαρὰ τῶν δικαίων στὸ μελλοντικὸ αἰώνα. Βλέπουμε στὰ εὐαγγέλια νὰ βασανίζονται οἱ γελαστοὶ καὶ νὰ μακαρίζονται οἱ πενθοῦντες. Ξέρω ὅτι ὁ προαναφερόμενος ἄνδρας μετὰ ἀπὸ πολλὴ καὶ θερμὴ προσευχὴ πήγαινε γιὰ ὕπνο καὶ καθὼς κοιμόταν, δονοῦνταν τὰ χείλια του σχηματίζοντας ψαλμούς.  Αὐτὸς ὅλες τὶς ἀρετὲς ἐπαινοῦσε καὶ θαύμαζε, περισσότερο τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν ἐγκράτεια τῶν τροφῶν. Δὲν μιλοῦσε ἄσκοπα καὶ τὸν νοῦ τὸν κρατοῦσε συγκεντρωμένο στὰ ἱερὰ κείμενα, γιὰ νὰ μπορεῖ μὲ αὐτὰ νὰ ἔχει καθημερινὰ δάκρυα· «γιατὶ ἐὰν κανεὶς δὲν παρακινηθεῖ μὲ τὴν θέρμη τῶν δακρύων νὰ κόψει τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη ποὺ εἶναι τὸ ἐπιστέγασμα τοῦ Νόμου», συνεχῶς νουθετοῦσε ὅσους τὸν ἄκουγαν.

21. Στὶς ἀρχὲς τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστίνου τοῦ βασιλιᾶ, γιὰ κάποια ἀνάγκη ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔλαβε τιμὴ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἐπίσκοπο ποὺ εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ. Συνέβη νὰ πληροφορηθεῖ ὁ βασιλεὺς ἀπὸ ὁρισμένους τῆς συγκλήτου, ποὺ τὸν σέβονταν, τὶς ἀρετὲς τοῦ ἀνδρός, καὶ ἱκανοποίησε μὲν ὁ βασιλεύς τὸ αἴτημα γιὰ τὸ ὁποῖο βρέθηκε ἐκεῖνος στὸ Βυζάντιο, μὲ μεγάλες δὲ τιμὲς μαζὶ μὲ τὴν σύγκλητο ἀποχαιρέτησε τὸν ἅγιο, ὁ ὁποῖος ἔφτασε ὑγιὴς καὶ χαρούμενος στὸ Βιτύλιο. Ἀνέβηκε ἐδῶ καὶ ἀσπάστηκε τὰ τέκνα του καὶ πάλι γρήγορα ἐπέστρεψε στὴν πόλη του. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἀνέβηκε σὲ ἐμᾶς, καὶ ὅταν συμπληρώθηκε τὸ μέτρο τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ εἶχε διασχίσει τὸ φοβερὸ πέλαγος τῆς πρόσκαιρης ζωῆς, διέσωσε στὸ λιμάνι τοῦ Χριστοῦ τὸ σκάφος τῆς βαθύπλουτης ψυχῆςτου φορτωμένο μὲ ἀρετὲς, σὰν καλὸς κυβερνήτης καὶ ταυτόχρονα ναύκληρος. Καὶ τὸ μὲν χοϊκὸ σῶμα ἀπέδωσε στὸ χῶμα, τὸ δὲ πνεῦμα παρέδωσε σὰν καθαρὸ χρυσάφι στὰ χέρια τοῦ Σωτῆρα, συμπληρώνοντας ἐνενήντα ἑπτὰ ἔτη μέχρι τὸ τέλος τῆς ὀγδόης ἡμέρας τοῦ Φεβρουαρίου τῆς δεκάτης πέμπτης Ἰνδικτιῶνος.

22. Κατὰ τὴν κοίμηση τοῦ ὁσίου ὑπῆρχε ξηρασία καὶ σύντομα ἡ δεξαμενὴ μὲ τὸ βρόχινο νερὸ ἐπρόκειτο νὰ ἐξαντληθεῖ, ἐνῶ οἱ ἀδελφοὶ ἤθελαν νὰ φύγουν ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης τοῦ νεροῦ. Μετὰ μία ἑβδομάδα ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ μεγάλου ἕνα μεγάλο σύννεφο γεμᾶτο βροχὴ ἦλθε ἀπὸ τὰ δυτικὰ καὶ, ἐνῶ ἀπὸ τὰ μέρη ποὺ πέρασε τὰ ράντισε μὲ μιὰ ψιλὴ βροχή, ὅταν ἔφτασε ἐδῶ καὶ στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸ βουνὸ ἔριξε τόσο πολλὴ βροχή, ποὺ ἔσπασαν οἱ σωλῆνες, στοὺς ὁποίους συνήθιζε τὸ νερὸ νὰ κυλᾶ, μὴν ἀντέχοντας τὴν ὁρμὴ τοῦ νεροῦ, ὥστε νὰ εἰσρεύσει στὴ δεξαμενὴ τὸ ἀναγκαῖο νερὸ καὶ τὸ ὑπόλοιπο οἱ ἀδελφοὶ νὰ τὸ μαζεύουν καὶ νὰ τὸ πετοῦν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ. Διότι εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τους μήπως οἱ μεγάλες ποσότητες τοῦ νεροῦ πέφτοντας μέσα στὰ οἰκήματα [τῆς Μονῆς] σαρώσουν τὰ θεμέλια τοῦ μοναστηριοῦ. Αὐτὰ ἔγιναν ἑπτὰ ἡμέρες μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ὁσίου. Κατὰ τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ κοιμήθηκε, πάρα πολὺς κόσμος ἔφτασε ἐδῶ. Ὁ ἀποθηκάριος εἶχε ἀποθηκεύσει δύο φουρνιὲς ψωμί, ποὺ ἀρκοῦσε δεκατέσσερις ἡμέρες γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἀσκητῶν μας. Πάντως ὅλος ὁ κόσμος ποὺ εἶχε μαζευτεῖ ἐδῶ ἔφαγε καὶ χόρτασε, ἐνῶ παραδόξως τὰ περισσεύματα τοῦ ψωμιοῦ, ποὺ μαζεύτηκαν, ἐξοικονομήθηκαν γιὰ τοὺς πατέρες γιὰ ἄλλες δυὸ ἑβδομάδες. Μετὰ ἀπὸ πολὺ καιρὸ κάποιος ἔμπορος ποὺ εἶχε ἀνέβει γιὰ μικρὸ προσκύνημα στὴν Ἁγία Πόλη, ἀνήγγειλε στοὺς οἰκείους του ὅτι, ὅταν εἶχε βρεθεῖ πρὶν δύο μῆνες νὰ πλέει  κοντὰ στὴν ἀκτὴ, εἶχε δεῖ μιὰ θύελλα στὴ θάλασσα καὶ ἄκουσε μαζὶ μὲ τοὺς ναυτικοὺς μιὰ φωνὴ νὰ λέει: «Ἄντλησε γρήγορα νερὸ καὶ πήγαινέ το στὸ μοναστήρι τοῦ Θεογνίου». Ἀκούγοντας αὐτὸ οἱ κάτοικοι κατάλαβαν ὅτι τὸ νερὸ ποὺ τότε μᾶς χαρίστηκε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ σύννεφου, εἶναι αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶπε ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρθαν γρήγορα νὰ μᾶς ποῦν τὰ καθέκαστα.

Ἐπίλογος

23. Ἐσύ, λοιπόν, πάτερ Θεόγνιε, ἐγκαταλείποντας τὴν πολύμοχθο καὶ γεμάτη ναυάγια καὶ μέριμνες θάλασσα καὶ ζώντας πάντα ἐκείνη τὴν ἀθόρυβη ζωή, ἀναπαύεσαι μὲ ἀτελείωτες εὐφροσύνες καὶ χαρὲς στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἐμεῖς, πλέοντας ἀκόμα τὸ πέλαγος τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, δοκιμάζουμε κάθε μέρα τό θόρυβο καὶ τίς ἀναταράξεις καὶ τήν ἁλμύρα τῶν κυμάτων, καὶ μέχρι τώρα δὲν γνωρίζουμε πότε θὰ μᾶς βρεῖ τὸ τέλος τῆς ζωῆς. Σὲ κατάσταση ἆραγε εὐσέβειας καὶ δικαιοσύνης θὰ βρεθοῦμε τότε ἢ σὲ πράξεις ἐνάντιες στὴν ἀρετὴ θὰ καταληφθοῦμε ἀπὸ τοὺς φοβερωτάτους ἀγγέλους ποὺ ζητοῦν τὴν ψυχή μας; Ὤ ματαιοπονία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὤ ἡδονὴ γεμάτη μὲ ὀδύνη, ὤ ἀπάτη καὶ πολὺ κοροϊδία! Παραμελοῦμε τὴν πανεύφημη καὶ ἔνδοξη ἀρετή, καὶ ἑκούσια πλανώμαστε χαζεύοντας ὅσα δὲν ἔχουν ὑπόσταση ἀλλὰ εἶναι παροδικὰ. Ὁ Θεόγνιος οἰκοδόμησε τὴν πόλη του στὸν οὐρανό μὲ τετράπλευρους λίθους τῆς ἀρετῆς, ἐνῶ ἐμεῖς χτίζουμε σταθερὸ καταγώγιο μὲ τὶς ἁμαρτωλὲς πράξεις μας ἀπὸ τετράγωνους λίθους κακίας καὶ λογισμῶν ποὺ μᾶς ἀπομακρύνουν ἐντελῶς ἀπὸ τὸ συμφέρον. Ὄντας φίλοι τοῦ πλούτου καὶ τῶν θορύβων τῶν πόλεων καὶ τῶν προσωρινῶν πραγμάτων, ἀποξενωμένοι γίναμε τῆς ἀγάπης τῶν ἀνωτέρων. Εἴμαστε φλύαροι καὶ τεμπέληδες, γογγυστές, καὶ μεμψίμοιροι. Διηγεῖται κάποιος κοσμικὰ καὶ αἰσχρὰ θέματα ποὺ δὲν ὠφελοῦν τὴν ψυχὴ, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν βλάπτουν καὶ ὅλοι χάσκοντας ἀφήνουμε ἐλεύθερη τὴν ἀκοή μας στὰ πονηρὰ λόγια, ἐντρυφώντας στὸ κακό. Κάποιος πολλὲς φορὲς ἀναφέρεται στὴν ἐπιστροφὴ καὶ στὴ σωτηρία, καὶ ἐμεῖς ἀφήνοντας τέσσερα ἢ πέντε χασμουρητά, καὶ κάνοντας ὅλοι μαζὶ ἤχους ἀπὸ τὸ στόμα σὰν τὶς καμῆλες, ξύνοντας τὴν γενειάδα πέφτουμε σὲ βαθὺ ὕπνο ποὺ εἶναι γείτονας τοῦ θανάτου, κλείοντας τὰ αὐτιὰ τῆς καρδιᾶς μας μὲ ἀσφάλεια μήπως κάποια ψυχωφελῆ λόγια περάσουν στὰ ἐνδότερα τοῦ μυαλοῦ μας. [Ὁ Θεός] μᾶς παιδεύει μὲ συσσωρευμένες δοκιμασίες καὶ ἐμεῖς δὲν θέλουμε νὰ διορθωθοῦμε. Μᾶς ἔγιναν γνωστὲς κατὰ τόπους ἐπιδρομὲς βαρβάρων καὶ ἐμεῖς προσποιούμαστε ὅτι τὶς ἀγνοοῦμε. Πλούσιοι καὶ γνωστοὶ ἄνδρες καὶ ἡ δόξα τῶν βασιλέων ἰσοπεδώνεται, γίνονται μεταβολὲς καὶ καταστροφὲς καὶ κατεδαφίσεις, σεισμοὶ καὶ ἐμπρησμοί, ἀναβρασμοὶ καὶ καταποντίσεις διαφόρων πόλεων. Μέσῳ ἐκείνων ποὺ τὰ παθαίνουν αὐτά, θέλει ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φοβήσει, ἀλλὰ ἐμεῖς περισσότερο καὶ ἀκόμα περισσότερο νοσώντας ἀπὸ ἀφοβία καὶ μένοντας ἀδιόρθωτοι, αὐξάνουμε τὴν κακία μας. Μή, σᾶς παρακαλῶ καὶ ἱκετεύω, μὴ πεθάνουμε μὲ τέτοια πρόθεση, μὴ παραμείνουμε σὲ ἄχρηστες συνήθειες καὶ στὴν χαύνωση τῶν λογισμῶν μέχρι τέλους, ἀλλὰ νὰ μετακινήσουμε τὴ ζωή μας πρὸς τὴν καλύτερη καὶ στέρεη βιωτὴ, σ᾽ αὐτὴν ποὺ μᾶς κάλεσε ὁ Θεὸς, γιὰ νὰ μὴ πέφτουμε πρὸς τὴν ἄβυσσο τοῦ πυρὸς ὅταν ἄλλοι πετοῦν πρὸς τὸν οὐρανὸ μὲ ἀγγελικὸ τρόπο.

24. Ἂς σκεφτοῦμε ἀκριβῶς ὅ,τι ἤδη ἔχει γίνει καὶ ὅσα γίνονται καὶ ὅσα πρόκειται νὰ γίνουν. Τὰ τόσο μεγάλα πλήθη ἀκρίδας καὶ βρούχου καταστρέφουν τὴ γῆ, στερεύουν πηγὲς καὶ σταματοῦν βροχές, πεῖνες καὶ ἀρρώστιες, θάνατοι ἀνθρώπων καὶ ζώων, καὶ γιὰ νὰ συντομεύω, χιλιάδες εἴδη θεόσταλτων μαστίγων μᾶς ἦρθαν, ὅπως τότε στοὺς Αἰγύπτιους, μήπως δειλιάσουμε ἢ ἐντραποῦμε καὶ μετανοήσουμε καὶ θεραπεύσουμε τὰ τραύματά μας. Καὶ ἐμεῖς ὄντας σκληροτράχηλοι οὔτε λίγο νὰ κατανυχθοῦμε δὲν θέλουμε, οὔτε νὰ τροποποιήσουμε πρὸς τὸ καλύτερο τὶς κακὲς συνήθειες ποὺ εἴχαμε. Ἀλλὰ μιμούμαστε μὲ τρεῖς τρόπους τὰ γουρούνια: καὶ πότε μέν κλείνοντας τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς μας καὶ σπάζοντας τὰ ἐμπόδια ποὺ θέτουν οἱ θεῖες ἐντολὲς κρινόμαστε παραβάτες, ποθώντας τὰ παρόντα, μὴ θέλοντας δὲ οὔτε ἐνθύμηση νὰ ἔχουμε τῶν μελλοντικῶν· πότε δὲ κυλιόμαστε στὴ λάσπη τῆς φιλοπραγμοσύνης, τῆς φιλαυτίας καὶ τῆς φιλονικίας μὲ εὐχαρίστηση, μὴ ἐπιθυμώντας νὰ σηκώσουμε ὅσο ζοῦμε τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς στὸν οὐρανό, οὔτε νὰ ἀνεχόμαστε νὰ σκεφτόμαστε κάτι ἀπὸ τὰ οὐράνια μυστήρια· ἀλλὰ μὲ τὰ γήϊνα ἀσχολούμενοι πάντοτε καὶ συγκατανεύοντας στὰ κατώτερα, θὰ φανοῦμε ἴσως ἀθλιότεροι τῶν προαναφερθέντων γουρουνιῶν καὶ ἐλεεινότεροι, ἀφοῦ βέβαια αὐτὰ μετὰ τὸν θάνατο οὔτε ἀνάσταση ἀναμένουν οὔτε σὲ κρίση βαδίζουν. Ἀλίμονο, σὲ ἐμᾶς ποὺ τιμηθήκαμε μὲ λογικὴ καὶ λάβαμε ὑπόσχεση μεγάλων ἐπαγγελιῶν καὶ κληθήκαμε νὰ ζήσουμε αἰώνια καὶ μὲ ἀγγελικὴ ζωή, ἂν τρέχουμε νὰ φανοῦμε ἀτιμότεροι {μὲ ἔργα τῶν ἀτιμοτάτων ζώων τῆς} [3] ἀλογίας. Καταφρονώντας τὸν Θεό, εἴμαστε ἀσυμπαθεῖς, ἀδιαφοροῦμε γιὰ τοὺς διπλανούς μας, ἀμελοῦμε νὰ κάνουμε ἀπερίσπαστα εὐχὲς καὶ προσευχές, αὐτοπροσδιοριζόμαστε πιστοὶ καὶ κάνουμε πράγματα τῶν ἀπίστων. Ὅταν ἀκούσεις ὅτι κάποιοι ἄνθρωποι ἔχουν πέσει σὲ ἀθεράπευτες συμφορές, νὰ μὴν πεῖς ὅτι αὐτοὶ μόνο ἔχουν ἁμαρτήσει καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀποδίδουν λόγο, ἀλλὰ κατάλαβε ὅτι μᾶλλον γιὰ σένα ἐκεῖνοι παιδεύονται, ὥστε ἐσὺ ἀκούγοντας γιὰ τὶς πληγές τους νὰ σωφρονιστεῖς χωρὶς πόνο, ἐνῶ ἐσὺ ὁ ἴδιος, ποὺ βρίσκεσαι στὰ δεινά, δὲν θέλεις οὔτε νὰ ἀναστενάξεις. Στὴν ἔρημο κάθομαι καὶ ὁ νοῦς μου ἀγναντεύει τὶς πόλεις, διάφορα θέματα ἐπινοεῖ καὶ συναλλαγὲς, ἀλλάζει ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο καὶ κάνει συναντήσεις. Μπῆκα στὸν ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθῶ γιὰ τὰ πλημμελήματά μου, διότι πρέπει αὐτὸς ποὺ προσεγγίζει τὸν Θεὸ νὰ μὴν τὸ κάνει μὲ κανένα τρόπο μέσα στὸν κόσμο. Ἐγὼ λοιπόν, ὁ ἀπρόσεκτος δοῦλος, ὅταν προσευχόμουν, ἂν καὶ ἔπρεπε νὰ ἐκπέμπω μὲ φόβο καὶ ἐγρήγορση πρὸς τὰ ἄνω τὴν προσευχή μου, μέτρησα τὰ κρεμασμένα καντήλια καὶ τὰ καθίσματα τοῦ ναοῦ, παρατήρησα ἐπακριβῶς τὰ σανίδια τῆς στέγης μὲ τὶς κολόνες καὶ ὑπολόγισα μὲ δάχτυλα τὸ τελείωμα τοῦ τοίχου τοῦ οἴκου τῆς προσευχῆς, ἀφήνοντας δὲ τὸ κέρδος τῆς προσευχῆς μάζεψα τὴν βλάβη τοῦ κακοῦ περισπασμοῦ. Ποιός ἆραγε νὰ μὴ κλάψει, ποιός ἄρα νὰ μὴ θρηνήσει τὴ νύστα τῆς παναθλίας ψυχῆς;

25. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ πλατειάσω ἄλλο τὴν διήγηση καὶ ἴσως ἐκνευρίζω τοὺς παρόντες, σταματῶ τὴν δημοσιοποίηση τῶν ρεμβασμῶν τῆς ψυχῆς ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό μου καὶ τοὺς παρεισφρύσαντες [ρεμβασμούς] στὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεώς μου. Σὲ σένα τὸν καλύτερο ποιμένα, νικητὴ καὶ θεοφόρε Θεόγνιε θὰ μεταφέρω τὸν λόγο. Ἄκουσα καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ γιὰ κάποιον πλούσιο ποὺ μὲ κακόμοιρο τρόπο ἔλεγε: «Πατέρα Ἀβραὰμ ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βάλει τὸ δάχτυλό του στὸ νερὸ καὶ νὰ μοῦ δροσίσει τὴν καυτὴ γλώσσα», ἀλλὰ δὲν εἰσακούστηκε ἡ παράκλησή του, διότι εἶχε ἤδη ἀναχωρήσει ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Μετὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴ ζωὴ μένει ἄπρακτη ἡ μετάνοια καὶ ἡ θύρα τῆς φιλανθρωπίας κλείνει ἀμέσως σὲ ὅσους δὲν θέλουν νὰ μετανοήσουν. Ἐγὼ ἀκόμα δὲν ἀπαιτεῖται νὰ ἀποδώσω τὸ χρέος, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ψυχή μου ἀκόμα κατασκηνώνει σὲ αὐτὸ τὸ φθαρτὸ σκήνωμα, ἂν κραυγάσω φωνή ὀδυρμοῦ νομίζω ὅτι θὰ λάβω ἔλεος. Πάτερ Θεόγνιε, ἐλέησέ με, τὸν ἤδη φλογισμένο ἀπὸ τὴ φλόγα τῶν πταισμάτων πρὶν κἂν ἔρθει ἡ ὀργή· ἐλέησέ με καὶ παρακάλεσε γιὰ μένα τὸν Κύριο. Πιστεύω ὅτι λαμβάνεις τὸ αἴτημα ἀπὸ αὐτὸν ποὺ πάντα φωνάζει καὶ λέγει: «Αἰτεῖτε καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ, κτυπᾶτε καὶ θὰ σᾶς ἀνοίξει». Ἐὰν δὲν τολμᾶς νὰ προσέλθεις στὸν Δεσπότη [Χριστό], πάρε μαζί σου, πάτερ, ὅλους τοὺς ἁγίους ποὺ σὲ ἀγαποῦν καὶ πρόσφερε μαζί τους  τὴν παράκληση γιὰ ἐμᾶς στὸν εὔσπλαγχνο βασιλέα. Συμπάσχουν οἱ δίκαιοι, πολὺ συμπάσχουν μὲ ὅσους φοροῦν σάρκα, διότι καὶ αὐτοὶ πρὶν εἶχαν σάρκα. Μᾶς παρακολουθεῖς πάντα, πάτερ Θεόγνιε, μᾶς φροντίζεις πάντα, τώρα μπορεῖς νὰ εἶσαι εὐκίνητος, ἀπελευθερωμένος ἀπὸ τὸ σύννεφο καὶ τὸ φορτίο τῆς σάρκας, προσπέρασε τὸ χάος τὸ μεταξὺ νεκρῶν καὶ ζωντανῶν. Ἔλα πρὸς ἐμᾶς πετώντας μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἀρετῆς ποὺ εἶχες ἀπὸ παλιά, φέρνοντας μαζί σου τὰ θεῖα δωρήματα. Γύμνωσέ μας ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς κακίας· ντύσε μας ἀόρατα μὲ ἀστραφτερὲς στολές, αὐτὲς ποὺ ὑφαίνει ἡ παντοδύναμη χάρη. Ἕνας σπινθήρας προσευχῆς σου μπορεῖ νὰ ἀποτεφρώσει πάρα πολλὲς θημωνιὲς ἁμαρτημάτων. Ἂς καθαριστοῦμε ἀπὸ τὴ βρωμιὰ τῶν σφαλμάτων, ἂς διορθωθοῦμε καὶ ἂς σωθοῦμε μὲ τὶς εὐχές σου καὶ τῶν ὁσίων καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ ἔχουμε ἀπολογία ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Θεὸς μὲ χιλιάδες ἀγγέλων νὰ κρίνει δίκαια καὶ νὰ ἀνοίξει γιὰ τοὺς εὐσεβεῖς τὶς πύλες τῆς βασιλείας του· στοὺς δὲ ἁμαρτωλούς, αὐτοὺς ποὺ μέχρι νὰ πεθάνουν δὲν ἤθελαν νὰ μετανοήσουν γιὰ νὰ βρέξει καταρράκτες καὶ πηγὲς τοῦ πυρός [τῆς κολάσεως], διότι δική του εἶναι ἡ ἐξουσία καὶ σ᾽ αὐτὸν πρέπει καὶ ὀφείλεται ἡ προσκύνηση ἀπὸ ὅλους, στὸν Πατέρα, στὸν Υἱὸ καὶ στὸ πανάγιο Πνεῦμα, νῦν καὶ ἀεί.

[1] Josephus van den Gheyn, «Acta Sancti Theognii episcopi Beteliae» [Paulo Elusensi et Cyrillo Scithopolitano autoribus ex codice parisino Coisliniano no 303], Anallecta Bollandiana 10 (1981), σελ. 73-113.
[2] Χάσμα στὸ πρωτότυπο.
[3] Ἡ φράση λείπει ἀπὸ τὸ πρωτότυπο.






Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 19/4/2024 2:58:54 μμ