Βογόμιλοι - Πρακτικές


ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΜΕΡΟΣ Ε'

ΟΙ ΒΟΓΟΜΙΛΟΙ

5.3.6. Πρακτικές

α. Προσηλυτισμός.

Πρώτο μέλημα των Βογομίλων, όπως και όλων των αιρετικών σεκτών, ήταν η διάδοση της αίρεσης. Στην περίπτωση αυτών, διάδοση της αίρεσης σήμαινε πρωτίστως προσυλητισμό νέων μελών και όχι διάδοση της διδασκαλίας τους. Τις πραγματικές πεποιθήσεις τους τις κρατούσαν κρυφές και τις αποκάλυπταν μόνο σε αυτούς που εμπιστεύονταν, σε αυτούς που τους θεωρούσαν ότι είχαν δεθεί στην σέκτα και δεν υπήρχε κίνδυνος να τις αποκαλύψουν.

Για τον προσυλητισμό νέων οπαδών δρούσαν ύπουλα και υποκριτικά. Προσποιούνταν τους Χριστιανούς και προσπαθούσαν να εμφανίζουν μία σωστή χριστιανική ζωή. Το μόνο που θα μπορούσε να υποψιάσει ήταν ο κάπως επιδεικτικός τρόπος με τον οποίον συμμετείχαν στην κοινή εκκλησιαστική ζωή. Αυτά τα ομολογούσαν και οι ίδιοι:

«ὅμως οἱ δόλιοιμέσον ἡμῶν περιπατοῦντες καί συναναστρεφόμενοι ἐν ὑποκρίσει φαίνονται τά ἡμέτερα πάντα φρονοῦντες. Κτίζουσιν ἐκκλησίας οἱ ἀσεβεῖς, καθώς αὐτοί ταῦτα πάντα ὡμολόγησαν, οὐ πίστει, ἀλλά εἰς τό ἑμπαίζειν, καί μιαίνειν αὐτάς, ἐν αὐτῷ τῷ θυσιαστηρίῳ τάς μιαράς πράξεις, καί μίξεις αἰσχράς ποιεῖν μή παραιτούμενοι. Ζωγραφοῦσιν εἰκόνας, οὐ πίστει, ἀλλ’ εἰς τό ὑβρίζειν αὐτάς. Ποιοῦσι σταυρούς εἰς τό καταπατεῖν, καί μιαίνειν αὐτούς˙ βαπτίζουσι τά ἄθεα αὐτῶν νήπια ἐν ἐκκλησίαις φανερῶς οἴκοι δέ ἀπελθῶντες ἀποσπογγίζουσιν αὐτά ἐξανάτριχα μετά μεμιασμένου ὕδατος καί οὔρων, ὑπαναγινώσκοντες αὐτοῖς Σατανικήν ἐπῳδήν, καί τό τοιοῦτον ἀπόλουμα χέουσιν ἐν αἰσχρῷ τόπῳ καί μιαρῷ, ἀπαλλοτριοῦντες αὐτά τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Κοινωνοῦσι τῶν ἀχράντων μυστηρίων, οὐ νήστεις˙ εἰ δέ καί λαθεῖν δυνηθῶσι, πτύουσι τά ἅγια, καί καταπατοῦσιν οἱ παμμίαροι, κοινόν ἄρτον ταῦτα καί οἶνον ἡγούμενοι[i]».

Τον τρόπο της υποκρισίας κληρονόμησαν από τους Μανιχαίους, στους οποίους είχε διδάξει ο ίδιος ο Μάνης να πράττουν:

«Τότε ξανά του είπαμε, “Εφόσον, όπως παραδέχεσαι, όσα κάνετε και ο θεατρινισμός προέρχεται από τον διάβολο, τότε γιατί μιμείστε τα των Χριστιανών;” Ο δυστυχισμένος απάντησε έτσι, “Ο,τιδήποτε δεν ξεκινά από την πίστη είναι αμαρτία. Αν τα κάνουμε όλα, ωστόσο δεν τα κάνουμε από πίστη, είτε βάπτισμα, είτε ιεροσύνη, είτε μοναχικούς όρκους, είτε ό,τι άλλο χριστιανικό. Τα κάνουμε όλα προς επίδειξη, ή καλύτερα για κοροϊδία, με σκοπό την συγκάλυψη. Ο άρχοντάς μας μάς δίδαξε να συμπεριφερόμαστε έτσι λέγοντας, Κανείς δεν θα κινδυνέψει για χάρη μου. Προσποιηθήτε σε όλα. Δεν είμαι σκληρόκαρδος όπως ο Χριστός, για να πώ στους οπαδούς μου, όπως αυτός, «ὅστις δέ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10.33), αλλά σε περίπτωση ανάγκης να με αρνηθείτε και να με καταραστείτε. Πράξτε και πέστε τα πάντα εναντίον μου, προσποιηθήτε σε όλες ις δραστηριότητες τους Χριστιανούς, τότε επστρέψτε σε μένα και θα σας δεχθώ ξανά με χαρά[ii]».

Για την υποκριτική συμπεριφορά τους εύρισκαν αγιογραφικά ερείσματα:

«Ἔτι προσεγγεγράφθαι καί ταύτην ἔλεγε τοῦ Κυρίου φωνήν, Τρόπῳ σώθητε˙ τουτέστι, Μετά μηχανῆς καί ἀπάτης ὑποκρινόμενοι τήν πίστιν τῶν ἀναγκαζόντων ὑμᾶς, καί οὕτω σωζόμενοι ἀπό κινδύνου, καί θανάτου τοῦ παρ’ αὐτῶν, εἰς τοῦτο γάρ φέρειν καί τό, Ὅσα ἄν εἴπωσιν ὑμῖν ποιεῖν, ποιεῖτε, ἐν ὑποκρίσει δηλονότι, κατά δέ τά ἔργα αὐτῶν μή ποιεῖτε, ἐν ἀληθεία[iii]»


β. Τελετή μύησης – Σατανική Επωδή.

Όταν κάποιος από τους Χριστιανούς εξαπατούνταν και έπεφτε στα δίκτυα της αίρεσής τους, έπρεπε να περάσει από τελετή μύησης. Περιγράφεται από τον Ευθύμιο της Περιβλέπτου:

« Όταν με την συγκαλυμμένη διδασκαλία πείθαμε κάποιον ν’ απομακρυνθεί από τον Θεό και τον παρασέρναμε στο θέλημά μας, δηλ. στο θέλημα του διαβόλου, καί ξέραμε ότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, την οποία έλαβε κατά το βάπτισμα τόν άφησε, τότε”, είπε, “τότε έχουμε τυπικό να διαβάζουμε αυτή τη σατανική επωδή πάνω από το κεφάλι του σαν επισφράγισμα. Την στιγμή που τελειώνει το διάβασμα, η χάρις του Αγίου Πνεύματος τον εγκαταλείπει, την οποία έλαβε με το βάπτισμα, και σατανική ενέργεια έρχεται στον πλανεμένο, κι έκτοτε αν θέλει κάτι μιλά”. Όταν ρωτήθηκε αν το πλανεμένο άτομο γνωρίζει ότι διαβάζεται η σατανική επωδή επάνω του, είπε ότι δεν γνωρίζει: “Τον ξεγελάμε λέγοντας, Προτιθέμεθα να διαβάσουμε τα τέσσερα ευαγγέλια πάνω σου. Τοποθετούμε το βιβλίο πάνω από το κεφάλι του και ξεκινάμε με γνωστές λέξεις από το Ευγγέλιο, ώστε να μην αντιληφθεί. Έτσι, μυστικά μαζί με τις λέξεις του Ευαγγελίου απαγγέλουμε την επωδή πάνω στο κεφάλι του. Όταν τελείωσει αυτό και η χάρις του Αγίου Πνεύματος τον έχει εγκαταλείψει, λαμβάνει το σφράγισμα του διαβόλου, και πνεύμα πονηρίας εισέρχεται και εμφωλεύει στην καρδιά του. Στο μέλλον κανείς δεν μπορεί να τον γλιτώσει από τα χέρια του διαβόλου˙ δεν ξέρω αν θα μπρούσε και ο Θεός ο ίδιος”… Μετά τον ρωτήσαμε ξανά να μας πει, Μαθαίνει αργότερα αυτός που έχει παραστρατήσει σχετικά με την επιβολή της επωδής; Απάντησε: “Όχι δεν γνωρίζει, μόνο οι διδάσκαλοι του κακού το γνωρίζουν[iv]”».

Από την παρπάνω διήγηση επιβεβαιώνεται ο σατανιστικός χαρακτήρας των τελετών των Βογομίλων. Δεν γνωρίζει ο γράφων αν μπορεί ακόμα το θέμα να συζητείται ως αίρεση ή αν πρέπει να γίνει επαναπροσδιορισμός και κατάταξη στις σατανιστικές λατρείες. Οπωσδήποτε, ο Βογομιλισμός ήταν μια καταστροφική λατρεία. Επίσης επιβεβαιώνεται και η ύπαρξη της εσωτερικής διδασκαλίας, την οποία γνωριζαν όχι οι τέλειοι αλλά ένας ακόμη πιο στενός κύκλος, αυτός των διδασκάλων. Το τυπικό της τελετής επιβεβαιώνεται και από τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό:

«Διό καί τόν προσερχόμενον αὐτοῖς ἀναβαπτίζουσι, πρώτα μέν αφορίζοντες αὐτῷ καιρόν εἰς ἐξομολόγησιν, καί ἀγνείαν, καί σύντονον προσευχῆν. εἶτα τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον ἐπιτιθέντες, καί τό παρ’ αὐτοῖς ἅγιον Πνεῦμα ἐπικαλούμενοι, καί τό Πάτερ ἡμῶν ἐπάδοντες[v]».


γ. Consolamentum.

Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός περιγράφει και δεύτερη τελετή, η οποία ακολουθεί την άσκηση του νεοσκότιστου:

«εἶτα μαρτυρίαν ἀπαιτοῦσιν, εἰ ἐφύλαξε πάντα, εἰ σπουδαίως διηγωνίσατο, καί μαρτυρούντων ἀνδρῶν, ὀμοῦ καί γυναικῶν ἄγουσιν αὐτόν ἐπί τήν θρυλλουμένην τελείωσιν, καί στήσαντες τον ἄθλιον κατά ἀνατολάς ἐπιτιθέασιν αὖθις τῇ μιαρᾷ τούτου κεφαλῇ τό Εὐαγγέλιον, καί τάς ἐναγεῖς αὐτῶν ἐπέχοντες χεῖρας οἱ παρατυχόντες ἄνδρες καί γυναῖκες τήν ἀνόσιον ἐπάδουσι τελετήν. Αὕτη δέ ἐστιν εὐχαριστήριος ὕμνος, ὅτι διεφύλαξε τήν παραδεδομένην ἀσέβειαν. Καί οὗτω τελοῦσι, μᾶλλον δέ συντελοῦσι, καί καταποντίζουσι τόν βυθοῦ καί διαφθορᾶς ἐπάξιον[vi]».

Αυτή η δεύτερη τελετή, στην οποία γίνονταν και επιχειρίαση, ενδέχεται να ήταν το consolamentum των δυτικών πηγών. Την σατανική επωδή είχε συνθέσει ο Λυκοπέτρος. Η ιστορία του Πέτρου Λυκοπέτρου βρίσκεται σε μετάφραση στο παράρτημα.


δ. Οργιαστικές τελετές.

Οι Βογομίλοι κατηγορήθηκαν πολλές φορές για συμμετοχή σε οργιαστικές τελετές. Πολλοί ιστορικοί δυσφορούν ότι πρόκειται για κοινό θέμα στις αιρέσεις και είναι αλήθεια ότι για τις ίδιες κατηγορίες βρέθηκαν ένοχοι οπαδοί πολλών αιρέσεων, κυρίως αντινομικών. Είναι, όμως γεγονός ότι ο αντινομισμός, απορρέων από την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης και του μωσαϊκού νόμου, είναι χαρακτηριστικό και του βογομιλισμού, όπως ήταν και του μανιχαϊσμού. Επίσης είναι γεγονός ότι αναφέρεται δίκη, με κατηγορούμενο τον Τζουρίλα, η οποία αναφέρθηκε παραπάνω. Στην δίκη αυτή ο Τζουρίλας βρέθηκε ένοχος για φθορά παρθένου. Παρόμοιες δίκες έγιναν κατά την μαρτυρία του αγίου Αυγουστίνου στην επαρχία του και βρέθηκαν ένοχοι μανιχαίοι, για την ίδια κατηγορία. Λοιπόν, δεν αρκεί η δυσφορία του τάδε και του τάδε, για να γίνει η μαρτυρία που διασταυρώνεται σε πολλές πηγές, φαντασιά ή πολεμική κακεντρέχεια.

        Η τελετή περιγράφεται πλήρως στο Περί δαιμόνων του Ψελλού:

«Ἑσπέρας γάρ περί λύχνων ἁφάς ὁπόθ’ ἡμῖν τό σωτήριον ἐξυμνεῖται πάθος, εἰς ἀποτεταγμένον δωμάτιον ἀγηοχότες τάς παρ’ αὐτοῖς ἐνασκουμένας κόρας, τούς τε λύχνους ἀποσβέννυντες, ἵνα μή τό φῶς τοῦ γινομένου μύσους ἔχωσι μάρτυρα, ταῖς κόραις ἐνασελγαίνουσιν ὁποίᾳ ἄν ἕκαστος, κἄν ἀδελφῇ, κἄν ἰδίᾳ θυγατρί ξυντύχῃ˙ οἴονται γάρ κἀν τούτῳ χαριεῖσθαι τοῖς δαίμοσιν, εἰ παραλύουσι τούς θείους θεσμούς, ἐν οἷς τά περί τῶν ἐξ αἵματος ὁμογνίου γάμων ἀπαγορεύουσι. Καί τότε μέν ταυτί τελέσαντες ἀπαλλάττονται[vii]»

Στην συνέχεια της διήγησης περιγράφεται σατανιστική θυσία βρέφους. Σκοπός και αυτών των τελετών κατά τον Θράκα του διαλόγου είναι η εξάλειψη από την ψυχή των θείων συμβόλων, ώστε να λάβει την ευκαιρία ο δαίμονας να εγκατοικίσει.


ε. Ασκητισμός.

Σημαντική διαφορά του βογομιλισμού από τον παυλικιανισμό είναι η αποδοχή του μοναχισμού από τον πρώτο. Θέλοντας κάποιοι ιστορικοί να δείξουν ότι ο ασκητισμός των βογομίλων ακολουθούσε την μανιχαϊκή παράδοση, ξεκίνησαν μια άστοχη συζήτηση για το πώς η παράδοση έφτασε στους Βογομίλους από τους Μανιχαίους. Έτσι υπέθεσαν ότι, αν και ο μανιχαϊσμός έσβησε από την Ρωμανία περίπου το 600, επέζησε στον Ισλαμικό κόσμο. Ο χαλίφης αλ-Μουχταδίρ (908-932) εδίωξε τους Μανιχαίους. Την ίδια εποχή ο μανιχαϊσμός ήταν η επίσημη θρησκεία στο βασίλειο των Ουιγούρων στο Τουρφάν, ενώ στην Κίνα υπήρχε ισχυρή μανιχαϊκή κοινότητα. Σε θεωρητικό επίπεδο, λοιπόν, προτείνουν ότι ο ασκητισμός πέρασε στους Βογομίλους από τους Μανιχαίους[viii].

Σε πρακτικό επίπεδο κάτι τέτοιο ήταν απίθανο. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τις τεράστιες αποστάσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων, οι οποίες με τα μέσα της εποχής καθιστούσαν την επικοινωνία ανέφικτη, τις διαφορές της γλώσσας, οι οποίες μεγαλοποιούνται, όταν πρόκειται για εξειδικευμένους όρους, θρησκευτικού ή φιλοσοφικού περιεχομένου, και βέβαια, θα πρέπει να εξηγηθεί, γιατί οι Βογομίλοι υιοθέτησαν επιλεκτικά στοιχεία από τον Μανιχαϊσμό.

Τα πράγματα είναι πιο απλά. Ασκητισμό είχαν και οι Μεσσαλιανοί, και είναι πιθανότερο οι Βογομίλοι να επηρεάστηκαν σε αυτό το ζήτημα από τους γείτονές τους παρά από του απόμακρους Κινέζους ή Ουιγούρους ομοϊδεάτες τους. Στα Βαλκάνια δρούσαν οι Μεσσαλιανοί, όπως και οι Παυλικιανοί, και το μόνο που μένει να συζητηθεί είναι ο βαθμός επιρροής της κάθε σέκτας στην άλλη. Δεν είναι αναγκαίες εξωτικές θεωρίες.

Υπάρχει πάντα και η εξήγηση των εκκλησιαστικών συγγραφέων:

«Στολίζονται κατά μοναχούς, καί τό σχῆμα τούτων ὡς δέλεαρ, περιβάλλονται, τῷ κωδίῳ τόν λύκον ὑποκρύπτοντες, ὡς ἄν εὐλαβῶς διά τό σχῆμα παραδεχόμενοι, καί χώραν ὀμιλίας λαμβάνοντες, ἀνυπόπτως διά της χρηστολογίας ἐναποπτύωσι τον ἰόν ταῖς ἀκοαῖς τῶν ἀκροωμένων[ix]»

Για την ειλικρίνια του ασκητισμού τους αμφιβάλει ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός με παραδείγματα:

«Πάσης ἐβδομάδος δευτέραν, καί τετράδα, καί παρασκευήν παραγγέλλουσι νηστεύειν ἕως ὤρας ἐνάτης. Εἰ δέ τις αὐτούς ἐπί τράπεζαν καλέσειεν, εὐθύς ἐκλαθόμενοι τῆς παραγγελίας ἐσθίουσι, καί πίνουσιν ὡς ἐλέφαντες. Ἐκ τούτου δέ πρόδηλον, ὅτι ἀσελγαίνουσιν, εἰ καί πορνείαν καί τήν ἄλλην ἀκαθαρσίαν λόγῳ κολάζουσιν, ὡς ἄσαρκοι καί ἀσώματοι[x]».

Η ασκητική ηθική των Βογομίλων είχε την ίδια βάση με την ηθική όλων των δυαρχικών συστημάτων, την θεώρηση της κακότητας της ύλης. Έτσι απέρριπταν την συζυγική ζωή, την κρεωφαγία και την οινοποσία. Αναγκαστικά η αυστηρότητα δημιουργούσε δύο τάξεις πιστών. Ο βογομιλικός ασκητισμός υποθετικά εφαρμοζόταν στην τέλεια μορφή του από τους εκλεκτούς.


στ. Προσευχή.

Παρά την απόρριψη της ιερωσύνης, της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, της αποστολικής και της ιεράς Παράδοσης, παρά την αντιεκκλησιαστική και αντικληρικαλιστική οπτική τους, οι Βογομίλοι ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται. Ως μόνη προσευχή αναγνώριζαν το Πάτερ ημών, ενώ απέρριπταν όλες τις άλλες ακολουθίες και προσευχές της Εκκλησίας:

«Μόνην ὁνομάζουσι προσευχήν τήν ὑπό του Κυρίου παραδοθείσαν ἐν τοῖς εὐαγγελίοις, ἥγουν τό Πάτερ ἡμῶν, καί τά ἐξῆς. Καί ταύτην μόνην προσεύχονται ἐπτάκις τῆς ἡμέρας, πεντάκις δέ τη νυκτός[xi]».


ζ. Επαιτία.

Κάθε κίνημα, ομάδα, σέκτα, αίρεση, η οποία θέλει ν’ αποσπάσει πιστούς από την Εκκλησία και να τους προσκολλήσει στην δική της οργάνωση, οφείλει να εμφανίζει αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά. Οφείλει επίσης να αιτιολογεί αυτή την συμπεριφορά. Η πιο συνηθισμένη δικαιολογία είναι ο υποτιθέμενος ξεπεσμός της Εκκλησίας, προβαλλόμενος σε συνδυασμό με πραγματικές ή φανταστικές ατοπίες του κλήρου. Σε αυτήν την περίπτωση προβάλλεται το αίτημα της επιστροφής στην πρώτη αποστολική εποχή, το αίτημα της μίμησης της ζωής της πρώτης Εκκλησίας (vita apostolici). Αυτό το αίτημα ακούγεται αντιφατικό, ειδικά όταν προβάλλεται από οργανώσεις, οι οποίες απορρίπτουν την αποστολική διαδοχή και Παράδοση. Κι όμως συμβαίνει ακόμη και σήμερα.

Στην περίπτωση του βογομιλισμού, έχουμε την «κλασσική» λύση της επαιτίας. Στον Μεσαίωνα η επαιτία είχε καταντήσει θρησκευτικό κίνημα κυρίως στην Δύση, και αντιμετωπίστηκε από τον Παπισμό με την δημιουργία των επαιτικών ταγμάτων (π.χ. Φραγκισκανών). Το θέμα θα αναλυθεί εκτενέστερα σε επόμενο κείμενο. Εδώ δίνεται μια εισαγωγική πληροφόρηση για την κατανόηση της υιοθέτησης της επαιτίας από τους Βογομίλους. Όλοι οι θρησκευτικοί επαίτες κήρυτταν την λεγόμενη «μίμηση του Χριστού» μέσω αυτής, αλλά είναι πιθανό πίσω από την δικαιολογία να κρύβονταν στυγνοί εκμεταλλευτές. Για την εφαρμογή της επαιτίας και την αγιογραφική παρελκυστική αιτιολόγησή της από τους Βογομίλους, καταγράφει ο πρεσβύτερος Κοσμάς:

«Θα ήθελα ν’ αναφέρω σ’ εσάς τις απόψεις τους, τις οποίες χρησιμοποιούν για να παγιδεύσουν ψυχές˙ “Δεν πρέπει ν’ απασχολείσθαι με ανθρώπινες δραστηριότητες, διότι ο Κύριος λέγει, μή οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα; πάντα γάρ ταῦτα τά ἔθνη ἐπιζητεῖ. (Ματθ. 6.31) Γι’ αυτό τον λόγο κάποιοι από αυτούς ζουν σε αργία και είναι απρόθυμοι να εμπλακούν με χερωνακτικές εργασίες˙ πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και τρώνε από τα αγαθά των άλλων, αυτών που έχουν εξαπατήσει. Ας ακούσουν τον απ. Παύλο, εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω. (Β’ Θεσσ. 3.10) Οι αιρετικοί έτσι πετυχαίνουν διπλή καταδική, για την διάδοση αιρετικών δογμάτων και διότι γίνονται οι νέοι απόστολοι και πρόδρομοι του αντιχρίστου, ετοιμάζοντας τον κόσμο να δεχθεί τον υιό της απωλείας».

Όπως πολύ ωραία το τοποθετεί ο παπα-Κοσμάς, οι αιρετικοί με τν ψευδαίσθηση ότι μιμούνται τους αποστόλους, γίνονται ψευδο-απόστολοι του αντιχρίστου.

Στην Βουλγαρία η συγκεκριμένη πρακτική έβρισκε απήχηση εξαιτίας της καταπίεσης των χωρικών από τος βογιάρους[xii]. Στα εδάφη της Ρωμανίας, όπου η φεουδαρχία δεν ευδοκίμησε, δεν υπήρξαν αντίστοιχα κοινωνικά ερεθίσματα. Αυτό προκύπτει από το γεγονός της αποδοχής του Βογομιλισμού και από μέλη της πρωτευουσιάνικης αριστοκρατίας.


η. Αποφυγή όρκου.

Τέλος, οι Βογομίλοι απέφευγαν τους όρκους. Η πληροφορία δεν υπάρχει ούτε στην Ομιλία του Κοσμά, ούτε στην Πνευματική Πανοπλία του Ζιγαβηνού. Την αναφέρει ο Ούγο Ετεριάνο στο Contra Patarenos:

«Πάλι, μιλάνε καθαρά και απροκάλυπτα κατά του Χριστού και της ίδιας της αλήθειας όταν αφαιρούν τους όρκους από την εκκλησία, αδυνατώντας να κατανοήσουν τι διέταξε ο Χριστός στο Ευαγγέλιο και ο Ιάκωβος στην Επιστολή του, καθώς επαναλαμβάνει τον Κύριο. Δεν απαγόρευσαν ποτέ τον όρκο στον Θεό αλλά μόνο στα πλάσματα, λέγοντας Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὀμόσαι ὅλως˙ μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστι τοῦ Θεοῦ˙ μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιον ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ (Ματθ. 5.35), ούτε σε κανένα άλλο πλάσμα, και αυτό για τον λόγο ότι δεν θα πρεπε να υπάρχει χώρος για την ειδωλολατρία, διότι θεοποιούσαν τον ουρανό και τη γη και τα άλλα κτιστά, στα οποία ορκίζονταν. Μόνο ο Θεός, ο οποίος δεν είναι υποκείμενος κανενός, ορκίζεται στον εαυτό του, αλλά εμείς που δεν έχουμε καμιά εξουσία δική μας, πως θα μπορούσαμε να ορκιστούμε στο κεφάλι μας – αφού ανήκει σε άλλον – αν σου ανήκει το κεφάλι σου άλλαξε, αν μπορείς, το φυσικό χρώμα μιας τρίχας. Ο όρκος δεν πρέπει ν’ απαγορεύεται, ούτε να επιθυμείται, σαν να είναι κάτι καλό. Το να ορκίζεται κανείς ελέυθερα και χωρίς ενδοιασμό, η να ορκίζεται ψευδώς, είναι αμαρτία, αλλά ο όρκος από ανάγκη, προς απόδειξη της αθωότητας ή προς επικύρωση μια συνθήκης ειρήνης ή για να πεισθούν οι ακροατές για το συμφέρον τους είναι καλό και αναγκαίο[xiii]».

Το σκεπτικό του Ούγου περί όρκου προέρχεται από τις αντίστοιχες απόψεις του Paschasius Radbertus[xiv] (Θ’ αι.). Ο αναγνώστης μπορεί να βρει την ορθόδοξη άποψη στην Θ’ Ομιλία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στις Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ε’-στ’ (PG 60.81-84). Συμπληρωματικά, για την ερμηνευτική του χωρίου τον Ι’ αι. Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Σχόλια εις το Κατά Ματθαίον, κεφ. ε’[xv].

 


[i] Ευθυμίου της Περιβλέπτου, Συγγραφή Στηλιτευτική (PG 131.56A-B)

[ii] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.148 (Ευθύμιος)

[iii] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 21 (PG 130.1316D)

[iv] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.147 (Ευθύμιος)

[v] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 16 (PG 130.1312B-C)

[vi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 16 (PG 130.1312C-D)

[vii] Μ. Ψελλός, Περί δαιμόνων, ed. P. Gautier, p. 141.

[viii] B. Hamilton, Christian dualist heresies, p.30

[ix] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 25 (PG 130.1320C)

[x] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 26 (PG 130.1320C)

[xi] Ευθύμιος Ζιγαβηνός, Πνευματική Πανοπλία ΚΖ’ 19 (PG 130.1313D)

[xii] D. Obolensky, The Bogomils, p.140

[xiii] Hough Eteriano, Contra Patarenos, ed. J. Hamilton, p.179.

[xiv] PL 120.254-5

[xv] PG 129.217B-220D







Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 29/3/2024 11:38:29 πμ