ΜΕΡΟΣ Ζ’
 

Ο Στάρετς και οι υπερήφανες κυρίες 

Όταν απουσίαζε από το ερημητήριο, ο μακάριος Θεόφιλος δεν κλείδωνε ποτέ το κελλί του, ακόμη και όταν έ­λειπε και ο συγκελλιώτης του στην πόλι. Αυτό το έκανε διότι και κατά την διάρκεια της απουσίας του συναθροιζόταν κόσμος στο κελλί του, κυρίως γυναίκες. Δεν υπήρχε τρόπος να τους αποφύγη. Πήγαιναν σ' αυ­τόν προτού ακόμη να πάνε στην εκκλησία και όταν έβλεπαν τον μακάριο, μετά από μακρά αναμονή έξω από το παράθυρό του, έτρεχαν πίσω του σαν κοπάδι.

 Ο στάρετς δεχόταν όλους τους ανθρώ­πους συχνά μόνο με το τραχύ ζωστικό του. Όταν άνοιγε την πόρτα του, οι γυναίκες σπρώχνονταν η μία με την άλλη, προσπα­θώντας να του δώσουν κάποιο δώρο. Μία έτεινε προς το μέρος του μία κανάτα γάλα, άλλη τυρί, βούτυρο ή αυγά, άλλη ένα μπου­κάλι κβας, πίττες κ. ά. Και ω, Θεέ μου, τι απεγνωσμένο παζάρι επακολουθούσε! Η κάθε μία προσπαθούσε να βάλη τα αγαθά της στα χέρια του, η κάθε μία ήθελε να ελ­κύση την προσοχή του. 

Για να τις ευχαριστήση για όσα του έ­φερναν, ο στάρετς Θεόφιλος ανέθετε σ' αυ­τές μία ποικιλία από αγγαρείες. Κάποια κουβαλούσε νερό ή ξύλα, κάποια ασβέστωνε τη χτιστή σόμπα ή σκάλιζε στον κήπο. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κυρίες επιδει­κτικές ή διαζευγμένες[1]. Ο μακάριος ποτέ δεν ήταν εθιμοτυπικός προς αυτές: τις έβα­ζε να πετάξουν τα νερά της πλύσεως και τα σκουπίδια, να ζυμώσουν ή να καθαρίσουν πατάτες. 

Κάποτε ήρθε στον στάρετς Θεόφιλο μία έγγαμη αρχόντισσα. Μπροστά από το κελλί του στάρετς υπήρχε μεγάλο πλήθος. Πέρασε λοιπόν σπρώχνοντας και παραμερίζοντας τους άλλους και άρχισε να φωνάζη:
«Πατερούλη, ευλογείτε! Πατερούλη, ευ­λογείτε!»
«Και συ ήρθες σε μένα για ευλογία;» «Ναι, πατερούλη, σε σένα. Θέλω να μιλή­σω μαζί σου». «Καλά, τώρα...» 

Ο στάρετς μπήκε στο κελλί του και έφερε μία μεγάλη γαβάθα με λαχανόσουπα. 

«Κράτησε τον ποδόγυρο σου. Ο Θεός θα ευλογήση». 

Και έχυσε τη λαχανόσουπα στην αναση­κωμένη φούστα. Η γυναίκα τρόμαξε. Φο­ρούσε καινούργιο μεταξωτό φόρεμα! Αλλά ο μακάριος δεν της έδωσε καιρό να μιλήση και διέκοψε τις θυμωμένες σκέψεις της. 

«Απατάς τον άνδρα σου καθημερινά... Και ήρθες σε μένα για ευλογία με μεταξωτό φόρεμα; Για κοίταξε καλά, που αποπλανάς τους νέους με την ομορφιά σου. Για κοίταξε καλά...» 

Μία άλλη φορά ήρθε στον μακάριο μία σπουδαία γαιοκτήμονας. Περιστοιχισμένη από ολόκληρη ακολουθία δουλοπάροικων σταμάτησε με την άμαξά της μπροστά στην κατοικία του μακαρίου και, χαμογελώντας, άρχισε να κοιτάζη προς όλες τις κατευθύν­σεις μ' ένα φασαμέν[2]. 

«Πείτε μου, παρακαλώ. Πού μένει ο Θεό­φιλος;» ρώτησε δυνατά τον συγκελλιώτη που ήρθε προς το μέρος της. 

«Νάτος, σκάβει στον κήπο». 

Η λεπτεπίλεπτη κυρία κοίταξε προς τα πίσω και, βλέποντας τον μακάριο να σκάβη στην πρασιά φορώντας μόνο το ζωστικό του, έφτυσε στο πλάι με περιφρόνησι. 

«Ντροπή! Τι αγένεια! Να τριγυρνά στο μοναστήρι μόνο με μία πουκαμίσα!» 

«Μόνο με μία πουκαμίσα!», είπε ο στά­ρετς μιμούμενός την καθώς πλησίαζε. «Ε, συ ασπροχέρα πριγκίπισσα! Και γιατί έγδυ­σες τους δουλοπάροικούς σου μέχρι το τε­λευταίο πουκάμισο; Και γιατί τους άφησες στον κόσμο χωρίς ένα κομμάτι ψωμί; Δεν έχεις τύψεις που αφανίζεις ανθρώπους και εμφανίστηκε η ντροπή σου μπροστά σ' ένα ταπεινό μοναχό; Μετανόησε, άμετρη υπε­ρηφάνεια! Αγάπησε τον πλησίον σου[3], αλλιώς θα πικραθής όταν η αμαρτωλή ψυχή σου σταθή ενώπιον της κρίσεως του Θεού μέσα στη γύμνια των αισχρών της πράξεων». 

Αυτός ο έλεγχος τόσο συγκλόνησε την γυναίκα, που βγήκε αμέσως από την άμαξα με δάκρυα μετανοίας και πέρασε μία ολό­κληρη ώρα στο κελλί του στάρετς, ικετεύον­τάς τον να την συγχωρήση και να προσεύ­χεται γι' αυτήν. 

Μία άλλη φορά το πράγμα έγινε κάπως διαφορετικά. Παρουσιάστηκε μία λεπτεπί­λεπτη αριστοκράτισσα. Ο στάρετς δεν ήταν στο μοναστήρι την ώρα που αυτή έφθασε για να πάρη την ευλογία του· ήταν ως συ­νήθως περιπλανώμενος στο δάσος της μονής. Μερικοί όμως που βρίσκονταν στην κορυφή του ψηλού καμπαναριού του Κιτάγιεφ είδαν τον στάρετς να επιστρέφη στο κελλί του. Βάδιζε με το κεφάλι χαμηλωμένο και είχε βρώμικα κουρέλια και πετσέτες κρεμασμένες πάνω του. Ένας Θεός ξέρει που τα βρήκε! Μία δε από τις πετσέτες αυ­τές ήταν φοβερά λερωμένη με περιττώματα. Προχωρώντας προς την κυρία εκείνη, ο Θε­όφιλος σταμάτησε και είπε σε απλή μικρορωσική διάλεκτο: 

«Ω, αυτή είναι μεγάλη κυρία! Πρέπει να σκουπίσω τα χέρια μου!» 

Και τα σκούπισε με την λερωμένη πετσέ­τα. 

«Να, ασπάσου το!», είπε τείνοντας το χέ­ρι του προς εκείνη. 

Εκείνη, όπως καταλαβαίνετε, οπισθοχώ­ρησε τρομοκρατημένη. 

«Τέτοιες είναι οι αρετές σου ενώπιον Κυ­ρίου του Θεού», είπε ο μακάριος. «Βρωμούν, κυρία μου, βρωμούν!»
Ακόμη και η γνωστή φιλάνθρωπος και ευλαβέστατη κόμισσα Άννα Αλεξέγιεβνα Ορλόβα Τσεσμένσκαγια δεν γινόταν δεκτή με αβρότητα από τον στάρετς. Η κόμισσα ήρθε κάποια φορά στον πατέρα Θεόφιλο με προτροπή του μητροπολίτου Φιλάρετου και ζήτησε την ευλογία του για να αρχίση κά­ποια σημαντική υπόθεσι. Ο στάρετς δεν της απάντησε λέξι, μόνο μάζεψε από την γωνιά του δωματίου του διάφορα σκουπίδια και τα έριξε στην ποδιά του φορέματος της. Η Ορλόβα ήταν τόσο ευσεβής και τόσο ευλαβείτο τον μακάριο στάρετς, ώστε έφυγε τα­πεινά με αυτά τα σκουπίδια για το σπίτι της και σε όλο τον δρόμο συλλογιζόταν για το νόημα αυτής της πράξεως του στάρετς. 

Μία άλλη φορά ήρθε σ' αυτόν την παρα­μονή της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτό­κου. Ο στάρετς είχε την συνήθεια αυτή την ημέρα να καθαρίζη το κελλί του και έτσι η κόμισσα Ορλόβα τον βρήκε να πλένη τσουκάλια και πιάτα. Μόλις την είδε, ο μακάρι­ος φώναξε χαρούμενος; 

«Α, μία υπηρέτρια, ήρθε μία υπηρέτρια! Ακριβώς πάνω στην ώρα! Σε παρακαλώ, α­γαπητή, πήγαινε στον Δνείπερο και πλύνε μου ένα-δυο τσουκαλάκια». 

Και της έβαλε στα χέρια μία στίβα βρώμι­κα πιάτα. Η Άννα Αλεξέγιεβνα μόνο χα­μογέλασε και χωρίς καμμία αντίρρησι πήγε στον Δνείπερο, όπου ατάραχη άρχισε με ε­πιμέλεια να καθαρίζη τη βρωμιά από τα πα­λιά τσουκάλια με τα ίδια της τα χέρια, τα στολισμένα με ακριβά δακτυλίδια. Ο υπη­ρέτης της καθόταν με σεβασμό σε απόστασι και θαύμαζε βλέποντας την κόμισσα σε μία τέτοια ρυπαρή και ταπεινωτική εργασία. 

 

Παραβολές και προρρήσεις 

Ο στάρετς δεν μιλούσε ανοιχτά σε όλους. Σε μερικούς εκφραζόταν μέσω παραβολών. Επίσης είχε τη συνήθεια να δίνη στον επι­σκέπτη του κάποια πράγματα χωρίς προ­φανή σημασία γι' αυτόν, αλλά που υπαινίσσονταν προφητικά το μέλλον του. Ένα κε­ραμίδι, μία φλούδα από ξύλο, ένα σάπιο μήλο, ένα αχλάδι, ένα κομμάτι πίττα, ένα αγγούρι, ένα κουρέλι, ένα πρόσφορο, ένα κομμάτι κερί, ή ακόμη μία χούφτα κοπριά που συχνά βρισκόταν στο καλάθι του. Όλα αυτά είχαν για τον στάρετς ένα συμβολικό νόημα που σχετιζόταν με το συγκεκριμένο πρόσωπο. 

Κάποτε έστειλε τον συγκελλιώτη του στον ιερομόναχο Μόδεστο, τον υπεύθυνο της Λαύρας, με μερικά βρώμικα πανιά που τυλίγουν με κορδόνια στις κνήμες και τα πόδια.
«Δώσε τα σ' αυτόν να τα πλύνη», είπε ο μακάριος στον συγκελλιώτη του.
Μετά από λίγο τα πανιά επεστράφησαν πλυμμένα. 

«Ε, όχι έτσι!», φώναξε ο στάρετς. «Πάρε τα ξανά. Να τα κάνη πιο λευκά». 

Και τα έστειλε στον Μόδεστο για δεύτερη φορά. Τι σήμαιναν αυτά τα βρώμικα πανιά; Σήμαιναν τους ακάθαρτους λογισμούς που εκείνο τον καιρό τάραζαν τον νου του ιερο­μόναχου και τα έστελνε πάλι σ' αυτόν για πλύσιμο, μέχρις ότου καθάρισε ο νους του και δροσίσθηκε μ' ένα ρεύμα νέων, πιο κα­θαρών λογισμών. 

Ο ιεροδιάκονος Αγαπητός, ο οποίος αρ­γότερα έγινε ηγούμενος, διορίστηκε γραμ­ματέας της εκκλησίας της Μεγάλης Λαύρας. Το διακόνημα αυτό ήταν πολύ κουραστικό και κοινωνικό και δεν ταίριαζε στον χαρα­κτήρα του. Έπρεπε να έχη διαρκείς συνο­μιλίες με τους πολλούς προσκυνητές που ε­πισκέπτονταν την Λαύρα, να ικανοποιή την περιέργειά τους και να τους ψυχαγωγή, πράγμα που περιόριζε τον χρόνο του για μελέτη και περισυλλογή στο ελάχιστο. Κάποτε τον κατέλαβε απελπισία· και τότε εμ­φανίστηκε ξαφνικά ένας απεσταλμένος του στάρετς Θεοφίλου και έδωσε ένα πρόσφορο στον π. Αγαπητό με την εντολή να το φάη. Εκείνος έφαγε το πρόσφορο και αμέσως η απελπισία εξαφανίστηκε. 

Μία φορά ήρθε στον στάρετς η χήρα ενός ψάλτη και έκλαιγε μπροστά του παραπονούμενη για την μοίρα της. Οι συγγενείς της αρνούνταν να την βοηθήσουν, αν και η οι­κογένεια της ήταν μεγάλη, και σχεδόν πέ­θαινε από την πείνα. 

Ο στάρετς την κοίταξε με προσοχή και με τα ίδια του τα χέρια σκούπισε τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπο της. Μπήκε στο κελλί του και έφερε έξω μία μεγάλη γαβάθα με λαχανόσουπα. 

«Για σένα... Παρακαλώ, παρηγορήσου. Μόνο που όταν θα τα πάρης, πρόσεξε να μη δώσης σε κανένα. Δεν σε βοήθησαν και συ μη τους δώσης». 

«Μα δεν έχω τίποτε να δώσω, πατερού­λη».
«Καλά, καλά, πρόσεξε μη δώσης. Κρύψε τα όλα για τον εαυτό σου». 

Η χήρα επέστρεψε σπίτι με την λαχανό­σουπα. Μόλις έφθασε στο χωριό, πληροφο­ρήθηκε ότι ένας άτεκνος πριοθιερεύς εξάδελ­φός της είχε πεθάνει και της άφησε ένα με­γάλο κτήμα. Οι άπληστοι συγγενείς, που αδιαφόρησαν για την φτώχεια της, θέλησαν ώρα να επωφεληθούν από τον πλούτο της, αλλά δεν τους έδωσε τίποτε. 

Μία άλλη φορά ήρθε στον μακάριο ένας χωρικός με την κόρη του. 

«Γιατί ήρθες;» 

«Ευλόγησε πατερούλη την κόρη μου να πάη σε μοναστήρι. Είναι τόσο καλωσυνάτη, γλυκομίλητη, υπάκουη. Εγώ και η μητέρα της υποσχεθήκαμε από καιρό να την αφιε­ρώσουμε στον Θεό. Ευλόγησε την...» 

«Καλά, τώρα...»
Ο χωρικός περίμενε να δη τι θα συμβή στη συνέχεια. Ο στάρετς τους έφερε ένα κε­ρί από λίπος και έβγαλε από αυτό το φυτίλι. 

«Ορίστε». 

«Τι είναι αυτό, πατερούλη;» «Η ευλογία της κόρης σου. Πηγαίνετε, φύγετε...» 

Μισό χρόνο αργότερα η «καλή, γλυκομί­λητη, υπάκουη» κόρη γέννησε ένα μωρό. Ούτε λόγος για παρθενία ή μοναστήρι· μόνο για γάμο. 

Δυο χωρικοί από την επαρχία Σαράτωφ, ο Ιωνάς Κυρίλλωφ και ο Δαμιανός Ν., ξε­κίνησαν για το Άγιον Όρος Άθω. Στον δρόμο τους σταμάτησαν στο Κίεβο να προ­σκυνήσουν όλα τα άγια μέρη και να επισκε­φθούν τον στάρετς Θεόφιλο, για να λάβουν ευλογία για το ταξίδι. 

«Δεν μπορείτε να πάτε στον Άθωνα, μεί­νετε εδώ», τους είπε ο στάρετς. «Έτσι και αλλιώς δεν θα πάτε». 

Οι νέοι δεν τον άκουσαν και πήγαν στην Οδησσό. Η ρωσική πρεσβεία όμως δεν τους έδωσε βίζα εξ αιτίας της φήμης για επικεί­μενη σύρραξι Ρωσίας και Τουρκίας. 

Οι φίλοι γύρισαν στο Κίεβο και έγιναν δεκτοί ως δόκιμοι στην Λαύρα. Μετά μία εβδομάδα επισκέφθηκαν τον μακάριο. Ο στάρετς Θεόφιλος τους έφερε ένα μικρό τσουρέκι, το χώρισε στη μέση και έδωσε από μισό στον καθένα. 

Σύντομα οι φίλοι χωρίστηκαν: ο Δαμια­νός στάλθηκε στο μοναστήρι του Σάρωφ, ε­νώ ο Ιωνάς έμεινε στην Λαύρα Πετσέρσκαγια του Κιέβου. 

Στην Χερσώνα ζούσε η Μαρία Ματφέγιε­βνα Γκένζο, χήρα ενός πλούσιου γαιοκτήμονα. Αυτή είχε εμπλακεί σε μακροχρόνια δι­καστική υπόθεσι με τους κουνιάδους της σχετικά με ιδιοκτησία γης, από αδράνειά της όμως έχασε την υπόθεσι. Αντιμετωπί­ζοντας την καταστροφή, την φτώχεια και την καταισχύνη, η Γκένζο θέλησε να δοκιμάση και το έσχατο μέσον και υπέβαλε αίτησι στην Γερουσία για ακύρωσι της δικα­στικής αποφάσεως. Έχοντας δε ακούσει από ευλαβείς ανθρώπους για τον διορατικό στάρετς Θεόφιλο, ταξίδεψε αμέσως στο Κίεβο και κατέφυγε στον μακάριο για συμ­βουλή. 

Ο στάρετς εκείνο τον καιρό ζούσε στο ερημητήριο του Κιτάγιεφ. Όταν συναντή­θηκε με την επισκέπτρια, της έδωσε ένα τε­ράστιο ζεστό λευκό ψωμί. Αυτό ήταν χωρι­σμένο στα δύο, στο κάτω δε μισό υπήρχε έ­να βαθούλωμα στην ψίχα, όπου ο στάρετς είχε χύσει τόσο λάδι, ώστε ξεχείλισε και έσταζε στο πάτωμα. 

«Να, να, πάρε. Μην ντρέπεσαι. Αυτό εί­ναι από μένα για σένα, για την μεγάλη σου υπομονή».
Η Γκένζο απόρησε αλλά πήρε το ψωμί. Επιστρέφοντας στο σπίτι της, έλαβε ξαφ­νικά την είδησι ότι η Γερουσία έκρινε την υπόθεσι υπέρ αυτής και απεφάσισε να της επιστραφή η γη της και επί πλέον οι καταπιεστές της να πληρώσουν όλες τις ζημιές και τα δικαστικά έξοδα. 

Ευτυχής η Γκένζο έστειλε με ευγνωμοσύ­νη πενήντα ρούβλια στον στάρετς, ο οποίος τα μοίρασε αμέσως σε φτωχούς που είχαν ανάγκη. 

 

Η ευλογία του Δεσπότη 

Ένας ηγούμενος κάποιου μοναστηριού του Κιέβου διηγήθηκε για τον εαυτό του τα εξής: «Το 1852 είχα τελειώσει τις σπουδές μου στο εκκλησιαστικό σεμινάριο του Κουρσκ και ένιωσα την επιθυμία να καρώ μοναχός· γι' αυτό πήγα στην Λαύρα Πετσέρσκαγια του Κιέβου για προσκύνημα. Είχα ακούσει ότι ο στάρετς Θεόφιλος δεν δέχεται όλους το ίδιο ευνοϊκά, και πριν πάω στο κελλί του έστειλα ένα σύντροφό μου να πάρη ευλογία, ενώ εγώ κρύφτηκα πίσω από ένα δένδρο και παρατηρούσα πώς θα τον δεχθή ο στάρετς. Ο Θεόφιλος δέχθηκε φιλικά τον σύντροφό μου, τον ευλόγησε και του είπε λίγα ευγενικά λόγια. Ενθουσι­ασμένος από αύτη την υποδοχή, βγήκα αμέ­σως από το δένδρο, γονάτισα και έτεινα τα χέρια μου[4] για να λάβω την ευλογία του. 

"Φύγε από δω", μου είπε ο στάρετς. "Δεν είμαι αρχιερεύς να σε ευλογήσω. Πήγαινε σε αρχιερέα· αυτός θα σε ευλογήση". 

Ομολογώ ότι πικράθηκα πάρα πολύ, έ­πνιγα τα δάκρυα μου και με δυσκολία στε­κόμουν στα πόδια μου. Ο σύντροφός μου πρόσεξε την κατάστασί μου, με πήρε από το χέρι και με ωδήγησε έξω από το ερημητήριο. Ούτε ξέρω πώς περπάτησα ως την Λαύρα. Θυμάμαι μόνο ότι ο σύντροφός μου με παρηγορούσε, ερμηνεύοντας την άσχημη υποδοχή του Θεοφίλου ως ένα ευτυχές γεγονός. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι αυτό δεν ήταν προσβολή, αλλά δοκιμασία που έπρεπε να υπομείνω αγόγγυστα και στο εξής εμπιστεύθηκα τον εαυτό μου στις πρε­σβείες της Βασίλισσας των Ουρανών. Επι­στρέφοντας στην Λαύρα πήγαμε στην Με­γάλη Εκκλησία, προσευχηθήκαμε και προ­σκυνήσαμε τα άγια λείψανα. Όταν κατόπιν βγήκαμε έξω, είδαμε σε μία είσοδο μία στα­ματημένη άμαξα και γύρω της συγκεντρωμένους μερικούς προσκυνητές. "Ποιον περι­μένουν;" "Τον Δεσπότη. Τώρα θα βγη". Πράγματι σε πέντε περίπου λεπτά βγήκε ο Μητροπολίτης κι εγώ πήγα βιαστικά προς το μέρος του για ευλογία. Του εξήγησα τον σκοπό της επισκέψεώς μου και εξέφρασα την επιθυμία μου να μείνω για πάντα στο μοναστήρι. Ήταν μεγάλη η έκπληξις και η χαρά μου όταν εκείνη ακριβώς την στιγμή έλαβα από τον δεσπότη την ευλογία και την συγκατάθεσί του να εισέλθω στην αδελφό­τητα της Λαύρας. Σύντομα με έκειραν μο­ναχό και μόνο τότε κατάλαβα την πρόρρησι του στάρετς Θεοφίλου: "Εγώ δεν είμαι αρχιερεύς- πήγαινε σ' αυτόν, αυτός θα σε ευλογήση..." 

 

Ο πειρασμός του νεαρού δοκίμου 

Ένας χωρικός ήρθε στο Κίεβο για προ­σκύνημα και κατέφυγε στον μακάριο για συμβουλή, ζητώντας την ευλογία του να μπη στο μοναστήρι. Ο στάρετς Θεόφιλος τον άκουσε και τον ρώτησε:
«Θέλεις να φας;» 

Ο χωρικός κούνησε καταφατικά το κε­φάλι.
«Ορίστε, φάε». 

Και του έδωσε ένα πιάτο σούπα, στο βά­θος της οποίας υπήρχε κάτι σκληρό, που εκείνος δεν μπορούσε να μασήση. Ο στά­ρετς ήταν περίεργος να δη αν ο νέος θα τα καταφέρη τελικά με αυτό που υπήρχε στον πάτο και τον κοιτούσε από την πόρτα του κελλιού του. Βέβαιος όμως ότι η δοκιμασία ξεπερνούσε τις δυνάμεις του νέου, τον πλη­σίασε και του είπε: 

«Καλά λοιπόν, αρκετά. Πήγαινε στο μο­ναστήρι του άγιου Μιχαήλ και μείνε εκεί».
Ο νέος μπήκε στο μοναστήρι και έγινε ο­νομαστός για την πραότητα, την απλότητα και τις διανοητικές του ικανότητες, διορί­σθηκε δε και βοηθός κελλάρη. Σύντομα όμως του συνέβη ένας μεγάλος πειρασμός. Ο κελλάρης, ιερομόναχος Μιχαήλ (από τους ιερείς του Ορλώφ), αντιπάθησε τον ταπεινό βοηθό του και προσπαθούσε να τον διώξη από το μοναστήρι. Με δάκρυα στα μάτια ο δόκιμος μάζεψε όλα του τα πράγματα, τα άφησε σε κάποιον να τα προσέχη και έσπευσε στον στάρετς Θεόφιλο για συμ­βουλή. Φθάνοντας στην πόρτα του κελλιού του, στάθηκε να πη την ευχή: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς...» 

Ο στάρετς όμως δεν τον άφησε να τελειώση και, ανοίγοντας την πόρτα, τον επέπληξε άγρια. 

«Εσύ, Παύλε, γιατί ήρθες; Πήγαινε πίσω αμέσως! Αχ εσύ, μοναχέ του αγίου Μι­χαήλ! Πήγαινε, πήγαινε».
Ο νέος έφυγε ανικανοποίητος και στο δρόμο συλλογιζόταν: 

«Άλλο και τούτο! Λένε ότι έχει προορατικό χάρισμα και με είπε Παύλο. Τι Παύλος είμαι, αφού το όνομα μου είναι διαφορετι­κό;» 

Ο βοηθός επίσκοπος του Κιέβου Απολλινάριος ήταν ένας πολύ απλός και δίκαιος άνθρωπος, που ενδιαφερόταν ξεχωριστά για κάθε μοναχό και κάθε δόκιμο. Ακού­γοντας για την αδικία που έγινε στον νεαρό δόκιμο, ο δεσπότης κάλεσε τον ιερομόναχο Μιχαήλ και τον διέταξε αυστηρά να αναζητήση τον άνθρωπο που αδίκησε και να τον αποκαταστήση. Έγινε αναταραχή, στάλθη­καν αγγελιοφόροι προς κάθε κατεύθυνσι... Σύντομα, πριν προλάβουν να τον βρουν, ο δόκιμος επέστρεψε από τον Θεόφιλο στο μοναστήρι του αγίου Μιχαήλ. Ο δεσπότης ενημερώθηκε και ο αθώος νέος εγκαταστά­θηκε στον προηγούμενο τόπο του. Σύντομα εκάρη μοναχός. Προς μεγάλη του έκπληξι έλαβε το όνομα Παύλος, όπως προφήτευσε ο Θεόφιλος. 

 

Το τελευταίο προσκύνημα 

Η Μαρία Ντουντάρεβα, σύζυγος ενός με­σίτη, ετοιμαζόταν από πολύ καιρό να πάη στο Κίεβο. Εξ αιτίας της επιδημίας χολέρας του 1853 ανέβαλε το ταξίδι, διότι φοβόταν υπερβολικά μήπως μολυνθή. Τελικά τόλμη­σε να ξεκινήση. Όταν επισκέφθηκε το ερημητήριο του Κιτάγιεφ, αποφάσισε να πάη και στον στάρετς Θεόφιλο. Μόλις είχε πλη­σιάσει την πόρτα του κελλιού του, όταν και ο ίδιος ο στάρετς βγήκε να την συναντήση κρατώντας ένα μικρό κουτί με καπάκι, από αυτά που προσφέρουν πούρα.
«Γεια σου, γεια σου, κυρία μεσίτη! Να, σου ετοίμασα ένα κουτάκι... Σου αρέσει;»
«Μου αρέσει, πατερούλη».
«Και αν κλείσουμε έτσι το καπάκι, θα εί­ναι καλά τότε;»
«Πολύ καλά, πατερούλη».
«Καλά λοιπόν, πάρε το. Αλλά πρόσεξε· πήγαινε σπίτι γρήγορα. Ακούς; Μη σταματήσης πουθενά στον δρόμο, γιατί θα συμβή κάτι κακό».
«Μα ήλθα στο Κίεβο για προσκύνημα, πατερούλη, θα ήθελα να μείνω μια-δυο μέ­ρες».
«Ούτε να τολμήσης να το σκεφθής. Πή­γαινε όσο γρήγορα μπορείς».
Η Μαρία έφυγε αμέσως για το σπίτι και έφθασε εκεί τρομαγμένη. Η καϋμένη, μόλις είχε προλάβει να χαιρετήση τους δικούς της, όταν την έπιασαν σπασμοί και εμετοί· μελά­νιασε ολόκληρη και έπεσε στο κρεββάτι. Υ­πέφερε τρεις μόνο ώρες από την χολέρα και μετά παρέδωσε την ψυχή της στον θεό. 

 

Το νεκρό σπουργίτι 

Μία εξ ίσου ενδιαφέρουσα διήγησις είναι και η εξής. Στην πόλι Τούλα ζούσαν δύο προσκυνητές, η Κατερίνα Σ. και ο αδελφός της Ιβάν. Δεν είχαν οικογένεια ή συγγενείς. Τον χειμώνα έμεναν σπίτι και την άνοιξι αναχωρούσαν για προσκύνημα σε άγια μέρη· εκείνος στον βορρά και εκείνη στον νότο. Όταν έφθανε το κρύο, επέστρεφαν σπίτι για τον χειμώνα. 

Έτσι η Κατερίνα ήρθε κάποτε στο Κίεβο και, κατά την συνήθεια της, σταμάτησε στον στάρετς Θεόφιλο. Ο μακάριος την ευλόγη­σε και της έδωσε ως ενθύμιο ένα μικρό πή­λινο δοχείο τυλιγμένο με χαρτί.
«Ορίστε, πάρε. Μόνο πρόσεξε, μη το λύ­σης προτού φθάσης στο σπίτι». 

Η Κατερίνα έφυγε, αλλά στον δρόμο η περιέργεια άρχισε μέσα της να δουλεύη. «Τι μπορεί να είναι στο σκεύος; Προφανώς ο στάρετς πρόβλεψε κάτι καλό για μένα και έβαλε βούτυρο μέσα σ' αυτό». Τελικά, μη μπορώντας να συγκρατηθή άλλο, αποφάσι­σε να το ανοίξη. Σταμάτησε στο δάσος, έλυ­σε το χαρτί και κοίταξε μέσα στο δοχείο. Προς μεγάλη της έκπληξι, μέσα βρισκόταν ένα νεκρό σπουργίτι. 

«Α, τι αστείο είναι αυτό; Για δες τι σκέ­φθηκε ο γεροντάκος. Ένα νεκρό σπουργί­τι».
Έφτυσε θυμωμένη και έσπασε το δοχείο με το σπουργίτι πάνω σ' ένα δένδρο. Ένα μήνα αργότερα, η Κατερίνα γύρισε σπίτι από το προσκύνημα.
«Τι, ο αδελφούλης μου δεν γύρισε ακόμη;» 

«Όχι, δεν γύρισε», είπαν οι γείτονες, «υ­πάρχει μόνο ένα δέμα στο όνομά σου».
Αποδείχθηκε τελικά ότι αυτό δεν ήταν τί­ποτε άλλο από τα νέα ότι ο αδελφός της λη­στεύθηκε και φονεύθηκε στον δρόμο. Η Κατερίνα κατάλαβε την σημασία του νεκρού σπουργιτιού και αναλύθηκε σε πικρά δά­κρυα. 

 

Η τιμωρία του ζωέμπορου 

Στο Κίεβο ζούσε ένας πολύ πλούσιος ζω­έμπορος, ο Α. Ντ. Η γυναίκα του ήταν μει­λίχια και θεοφοβούμενη, ο ίδιος όμως ήταν άνθρωπος τραχύς, σκληρός και ολιγόπιστος. Η γυναίκα του σύχναζε στις εκκλη­σίες και στα μοναστήρια, έδινε ελεημοσύνη, δεχόταν τους φτωχούς και τους ξένους, είχε ευλάβεια στους ασκητές, ήταν δε από καρ­δίας αφοσιωμένη στον στάρετς Θεόφιλο και συχνά τον προσκαλούσε στο σπίτι. Ο δε σύζυγός της, ως άνθρωπος διεφθαρμέ­νος και σκληρόκαρδος, δεν μπορούσε να ανεχθή τον στάρετς Θεόφιλο στο σπίτι του και κάθε φορά μάλωνε γι' αυτό την γυναίκα του και την κορόιδευε. 

«Πώς δεν ντρέπεσαι να ασχολείσαι μ' αυ­τόν τον παράξενο τρελλό και να τον δέχε­σαι σπίτι σου;» της έλεγε.
Ένα ωραίο πρωινό, που ο Ντ. δεν ήταν σπίτι, ήρθε ο στάρετς Θεόφιλος εφοδια­σμένος με κομμάτια κάρβουνο και άρχισε να γράφη αριθμούς στην ταπετσαρία, άλ­λους πενταψήφιους και άλλους εξαψήφιους. 

Η σύζυγος δεν τόλμησε να τον σταματήση και στεκόταν παράμερα, κοιτώντας τον μα­κάριο. Σύντομα επέστρεψε ο άνδρας της. Αντιλήφθηκε τον ταύρο του Θεοφίλου στην αυλή και θέλησε να πειράξη τον στάρετς. Μόλις όμως μπήκε στο δωμάτιο και είδε τους τοίχους, έφριξε· η ακριβή ταπετσαρία ήταν μαύρη με αριθμούς γραμμένους με κάρβουνο. 

«Ποιος τόλμησε να κάνη τέτοιο πράγμα; Ο Θεόφιλος; Φυσικά!» 

Και διέσχισε τα δωμάτια ψάχνοντας για τον Θεόφιλο. Βλέποντας τον στην κρεββατοκάμαρα, ρίχθηκε επάνω του με κατηγορί­ες και βρισιές. Αλλά ο Θεόφιλος, παριστά­νοντας τον τρελλό, άρχισε να βγάζη τα ρού­χα του. Ο Ντ. έφτυσε και πετάχθηκε έξω από το σπίτι. Η σύζυγός του, ξαναβρίσκον­τας την ψυχραιμία της από την βαναυσότη­τα του συζύγου της, άρχισε να ζητά συγγνώμη από τον Θεόφιλο και του πρόσφερε λίγο λάχανο τουρσί που του άρεσε πολύ. Εκείνος όμως το αρνήθηκε και της έδωσε μία αυστηρή και διφορούμενη απάντησι. 

«Όχι, όλα τελείωσαν! Ο Θεός είναι δί­καιος. Με πρόσβαλαν, με κατέστρεψαν και με άφησαν ζητιάνο. Κύριος έδωκε, Κύριος αφείλετο[5]». Και αμέσως βγήκε από το σπίτι. 

Σε λίγο καιρό η οικογένεια του Ντ. έπαθε μεγάλη συμφορά. Η δουλειά τους άρχισε να μην πηγαίνη καλά, τα κεφάλαιά τους άρ­χισαν να εξαφανίζονται και εμφανίσθηκαν τεράστια χρέη. Σύντομα η περιουσία τους εκπλειστηριάσθηκε και ο υπερόπτης πλού­σιος Ντ. έγινε ένας ζητιάνος, σέρνοντας την ύπαρξί του σε κάποια άθλια καλύβα που του παρεχώρησαν οι αρχές του Κιέβου από λύπη και οίκτο...
Συνεχίζεται


[1] Την εποχή εκείνη το διαζύγιο ήταν σκανδαλώδες
[2] φακός για τον ένα οφθαλμό (μονόκλ)
[3] πρβλ. Ματθ. ιθ’ 19 κ.ά.
[4] Κατά τον ρωσικό τύπο: οι παλάμες απλωμένες σταυρωτά, όπου ο ευλογών βάζει το χέρι του σε σχήμα ευλογίας και ο ευλογούμενος το ασπάζεται.
[5] Ιώβ α’ 21

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 14
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1991 - ΙΟΥΝΙΟΣ 1992






Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης