Υπό Ιερομ. Seraphim Rose

Στις περιπτώσεις των εμφανί­σεων αυτών που συμβαίνουν μόλις πεθάνη ο άνθρωπος, την ψυχή την συναπαντούν συνήθως δύο άγγελοι. Να πώς το περιγράφει αυτό ο συγγραφέας του βιβλίου Απίστευτο για πολ­λούς και όμως πραγματικό γεγονός. «Μόλις πρόφερε αυτές τις λέξεις η ηλικιωμένη νοσο­κόμα ("Ας κληρονομήση την Βασιλεία των Ουρανών, ας εύρη αιώνια γαλήνη") εμφανί­σθηκαν στο πλευρό μου δύο άγγελοι. Στο πρόσωπο του ενός ανεγνώρισα κατά κάποιον τρόπο τον προστάτη μου άγγελο άλλα ο άλ­λος άγγελος μού ήταν άγνωστος»[1]. Αργότε­ρα κάποιος ευλαβής περιπλανώμενος προ­σκυνητής του είπε ότι αυτός ήταν ο «άγγελος της υποδοχής». Η αγία Θεοδώρα, της οποί­ας η διάβασις μέσα από τα εναέρεια «τελωνεία» εξιστορείται στον βίο του αγίου Βασιλείου του νέου[2], διηγείται ότι: «Όταν πια μ' εγκατέλειψαν εντελώς οι δυνάμεις μου είδα ξαφνικά δύο ακτινοβολούντες αγγέλους του Θεού που είχαν όψι λαμπρών νέων ανέκφρα­στου ωραιότητος. Τα πρόσωπά τους ήταν λαμπρότερα κι απ’ τον ήλιο, η ματιά τους γε­μάτη αγάπη, τα μαλλιά τους ήταν λευκά σαν το χιόνι, γύρω από το κεφάλι τους ξεχυνόταν μία χρυσή ανταύγεια, τα ενδύματα τους αστραποβολούσαν και στο στήθος ήταν περιζωσμένοι σταυρωτά με οράρια»[3]. Ο άγιος Σάλβιος επίσκοπος Γαλατίας κατά τον 6ο αι. περιγράφει την δική του εμπειρία θανάτου κατά τον ακόλουθο τρόπο: «Όταν σειόταν το κελλί μου πριν από τέσσερις ημέρες και με είδατε να κοίτωμαι νεκρός, με σήκωσαν δύο άγγελοι και με μετέφεραν στο υψηλότερο ση­μείο του ουρανού»[4]. 

Η αποστολή των αγγέλων αυτών είναι να οδηγούν την ψυχή του αποθανόντος κατά την διάβασί της προς την άλλη ζωή. Δεν υπάρχει επάνω τους τίποτε το ασαφές και αόριστο ού­τε ως προς την μορφή ούτε ως προς τις ενέρ­γειές τους. Έχουν μορφή ανθρώπινη και πιά­νουν σταθερά το «λεπτό σώμα» της ψυχής για να το μεταφέρουν. «Οι φωτοφόροι άγγε­λοι πήραν την ψυχή μου αμέσως στα χέρια τους»[5]. «Οι άγγελοι με πήραν από τα χέρια και μ' έβγαλαν από τον θάλαμο περνώντας μέσα από τον τοίχο»[6]. Τον άγιο Σάλβιο τον «σήκωσαν δύο άγγελοι». Τέτοια παραδείγ­ματα υπάρχουν πολλά. 

Δεν μπορεί λοιπόν να υποστηριχθή ότι το «φωτεινό ον» που αναφέρεται στις σύγχρονες εμπειρίες και που δεν έχει συγκεκριμένη μορ­φή, που δεν οδηγεί τις ψυχές πουθενά, που στέκεται να συνομιλήση με την κάθε ψυχή και που της δείχνει με αστραπιαία αναδρομή σκηνές από την περασμένη της ζωή, είναι ο οδηγός άγγελος εις την μετά θάνατον ζωή. Όλα τα όντα που «φαίνονται» σαν άγγελοι δεν είναι αναγκαστικά και άγγελοι, αφού α­κόμη και αυτός ο Σατανάς μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός[7]· και συνεπώς αυτά τα όν­τα που δεν έχουν καν την όψι αγγέλων δεν μπορεί οπωσδήποτε να χαρακτηρισθούν σαν άγγελοι. Στις «μεταθανάτιες» εμπειρίες του καιρού μας φαίνεται ότι σχεδόν ποτέ δεν συμ­βαίνουν αδιαμφισβήτητες συναντήσεις με αγ­γέλους και τούτο για έναν λόγο που θα επι­χειρήσουμε να εξηγήσουμε κατωτέρω. 

Είναι λοιπόν δυνατόν αυτά τα «φωτεινά όντα» να είναι στην πραγματικότητα δαίμο­νες μασκαρεμένοι σε άμορφους «αγγέλους φωτός», με σκοπό να εκπειράσουν τον ετοι­μοθάνατο ακόμη και στις τελευταίες στιγμές, που η ψυχή αφήνει το σώμα του; Ο Δρ Μούντυ[8] και διάφοροι άλλοι ερευνητές θέτουν πρά­γματι αυτό το ερώτημα, αλλά μόνο και μόνο για να αποκλείσουν αυτήν την πιθανότητα, επειδή δήθεν ταιριάζει με τις «αγαθές» εντυ­πώσεις που δημιουργεί στον ετοιμοθάνατο η εμφάνισις τέτοιων όντων. Οι απόψεις βέβαια που έχουν αυτοί οι ερευνητές περί «πονηρού» είναι αφελείς στο έπακρον. Ο Δρ Μούντυ λ.χ. νομίζει ότι: «ο Σατανάς θα έλεγε προ­φανώς στους υπηρέτες του να ακολουθήσουν και σ' αυτήν την περίπτωσι ένα τρόπο δράσε­ως γεμάτο μίσος και καταστροφή»[9] και φαί­νεται ότι του είναι εντελώς άγνωστα τα χριστιανικά κείμενα, όπου περιγράφεται η πραγματική φύσις του δαιμονικού πειρασμού, αυτού δηλαδή που παρουσιάζουν σταθερά οι δαί­μονες στα θύματά τους σαν κάτι το «αγαθό». 

Ποια είναι λοιπόν η ορθόδοξη διδασκαλία σχετικά με τον δαιμονικό πειρασμό κατά την ώρα του θανάτου; Ο Μέγας Βασίλειος ερμη­νεύοντας τους λόγους του Ψαλτηρίου σώσόν με εκ πάντων των διωκόντων με και ρύσαί με, μη ποτέ αρπάση ως λέων την ψυχήν μου[10], δί­δει την παρακάτω εξήγησι[11]: «Νομίζω δε ότι οι γενναίοι αθληταί του Θεού αφού ηγωνίσθησαν εις ολόκληρον την ζωήν των αξίως κατά των αοράτων εχθρών, όταν διαφύγουν από όλας τας καταδιώξεις αυτών και φθάσουν εις το τέλος της ζωής των, εξετάζονται από τον άρχοντα του αιώνος- και, εάν μεν ευρε­θούν τραυματισμένοι από τους αγώνας των ή κάπως στιγματισμένοι, ή να έχουν αποτυπώ­ματα της αμαρτίας, θα κρατηθούν αιχμάλω­τοι- εάν όμως ευρεθούν απρόσβλητοι και ακηλίδωτοι θα τους αναπαύση ο Χριστός επει­δή είναι ανίκητοι και ελεύθεροι.

Παρακαλεί λοιπόν ο ψαλμωδός και περί της παρούσης και περί της μελλούσης ζωής διότι λέγει, σώ­σε με εδώ από τους διώκτας- λύτρωσέ με εκεί εις τον καιρόν της εξετάσεως μήπως ως λέων αρπάξη την ψυχήν μου. Και αυτά δύνασαι να τα μάθης από τον ίδιον τον Κύριον που έλεγε κατά τον καιρό του πάθους Του: Νυν ο άρχων του κόσμου τούτου έρχεται και εν εμοί έξει ου­δέν[12] ». 

Δεν είναι όμως μόνο οι χριστιανοί αγωνι­στές που έχουν να αντιμετωπίσουν τους πει­ρασμούς των δαιμόνων κατά την ώρα του θα­νάτου. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στις ομιλίες του στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον περιγράφει ζωντανά τι συμβαίνει συ­νήθως στους κοινούς αμαρτωλούς κατά το θάνατό τους: «Διά τούτο λοιπόν και είναι δυνατόν τότε ν' ακούσης πολλούς να διηγούνται φοβερές ιστορίες και οράματα φρικτά, που δεν ημπορούν ούτε καν να τα αντικρύσουν οι μελλοθάνατοι, και τινάσσονται με μεγάλη ορμή πάνω στο κρεββάτι που είναι εξαπλω­μένοι και βλέπουν με τρόμο τους παρευρισκο­μένους, επειδή η ψυχή τους προσπαθεί να εισ­χώρηση βαθύτερα και διστάζει εξ αιτίας του φόβου ν' αποχωρισθή από το σώμα και δεν υ­ποφέρει την θέα των αγγέλων που έρχονται. Πραγματικά, αν κυριευόμαστε από φόβο ό­ταν αντικρύζωμε απλώς ανθρώπους φοβερούς, τι δεν θα πάθωμε όταν ιδούμε απειλητικούς αγγέλους και αδυσώπητους δυνάμεις να κα­ταφθάνουν, ενώ η ψυχή μας θα αποχωρίζεται από το σώμα μας και θα σύρεται και θα οδύ­ρεται συνεχώς άσκοπα και μάταια;»[13] 

Στους βίους των αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπάρχουν πολλές αναφορές σε δαιμονικές οράσεις που παρουσιάζονται κατά την ώρα του θανάτου με τον απώτερο σκοπό συνήθως να εκφοβίσουν τον ετοιμοθάνατο και να τον κάνουν να χάση κάθε ελπίδα για την σωτηρία του. Επί παραδείγματι ο άγιος Γρηγόριος στους Διάλογους του κάνει λόγο για κάποιον πλούσιο που ήταν σκλάβος πολλών παθών: «Φθάνοντας στα τελευταία του..., με ανοιχτά τα μάτια είδε βδελυρά και κατάμαυ­ρα πνεύματα να παραστέκονται μπροστά του και επίμονα να τον βιάζουν για να τον αρπά­ξουν στα κλείθρα του άδη... Με θορυβώδεις θρήνους συγκεντρώθηκε όλη η οικογένεια. Οι ίδιοι όμως δεν μπορούσαν να ιδούν τα πονηρά πνεύματα, των οποίων τις πιέσεις τόσον οδυ­νηρά εκείνος υπέμενε, αλλά έβλεπαν την παρουσία τους με την ομολογία, την χλωμάδα και τον τρόμο εκείνου που έσερναν. Από την φρίκη της βδελυράς μορφής εκείνων περιστρε­φόταν πέρα-δώθε στο κρεββάτι. Ξάπλωνε στο αριστερό πλευρό- δεν μπορούσε να υποφέρη τη θέα τους. Γυρνούσε προς τον τοίχο- βρισκόντουσαν εκεί. Κι όταν απελπίσθηκε πια πως θα μπορούσε να βρη λίγη χαλάρωσι, άρχισε με μεγάλες φωνές να κραυγάζη: "Δώ­στε μου καιρό τουλάχιστον μέχρι το πρωί. Αφήστε με τουλάχιστον μέχρι το πρωί". Αλλά καθώς τα φώναζε αυτά, μέσα στις ίδιες τις φωνές του αποσπάσθηκε από την κατοικία του σώματος»[14]. 

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος αναφέρει κι άλλα παρόμοια περιστατικά, όπως άλλω­στε και ο Βέδας στο βιβλίο του Historia ecclesiastika gentis anglorum[15]. Ακόμη και στην Αμερική του 19ου αιώνος τέτοιες εμπει­ρίες δεν φαίνεται να είναι καθόλου ασυνήθι­στες. Μία σχετική συλλογή αναλόγων περιστατικών που εκδόθηκε πρόσφατα και αναφέ­ρεται στην περίοδο αυτή περιλαμβάνει πολ­λές οράσεις που είχαν διάφοροι αμετανόητοι αμαρτωλοί στην κλίνη του θανάτου κι εκεί υπάρχουν εκφράσεις όπως: «Είμαι μέσα στις φλόγες, βγάλτε με!», «Ω, σας ικετεύω, σώ­στε με! Με τραβούν κάτω!», «Πηγαίνω στην κόλασι!» και «Έρχεται ο διάβολος να κατεβάση την ψυχή μου στην κόλασι!»[16]. 

Όμως ο Δρ Μούντυ δεν αναφέρει τίποτε τέτοιο. Ουσιαστικά όλες οι εμπειρίες των ε­τοιμοθάνατων στο βιβλίο του —με την χα­ρακτηριστική εξαίρεσι των περιπτώσεων αυ­τοκτονίας[17]— είναι ευχάριστες, άσχετα αν τα εν λόγω άτομα είναι Χριστιανοί ή αλλόθρη­σκοι, θρησκεύοντες ή όχι. Αφ' ετέρου οι δό­κτορες Όσις και Χάραλντσον βρήκαν κι αυ­τοί κάτι στις μελέτες τους που δεν απέχει πο­λύ απ’ αυτήν την τοποθέτησι. Στις περιπτώ­σεις όπου οι μελέτες αναφέρονται στην Αμε­ρική είχαν τα ίδια αποτελέσματα και συνεπώς και συμπεράσματα με τον δόκτορα Μούντυ. Η εμφάνισις δηλαδή επισκεπτών από τον άλλο κόσμο θεωρείται σαν κάτι θετικό, ο α­σθενής αποδέχεται τον θάνατο, η εμπειρία εί­ναι ευχάριστη και προκαλεί γαλήνη, συναρπαγή χαράς, συχνά δε και το σταμάτημα του πόνου προ του θανάτου.

Στις περιπτώσεις όμως όπου οι μελέτες αναφέρονται στις Ινδίες, τουλάχιστον το ένα τρίτο των ασθενών που είδαν σχετικές ορά­σεις δοκίμασαν φόβο, κατάθλιψι και αγωνία σαν αποτέλεσμα της εμφανίσεως του «γιαμντού»[18]. Οι Ινδοί αυτοί ασθενείς αντιστά­θηκαν και προσπάθησαν να ξεφύγουν από τους αγγέλους αυτούς του άλλου κόσμου. Έ­τσι σε μία περίπτωσι ένας Ινδός, υπάλληλος γραφείου, καθώς πέθαινε άρχισε ξαφνικά να λέη: «Κάποιος στέκεται εκεί. Έχει ένα κα­ρότσι μαζί του και πρέπει να είναι γιαμντού. Πρέπει κάποιον να πάρη μαζί του και με πει­ράζει λέγοντας ότι ήλθε να πάρη εμένα!... Σας παρακαλώ κρατήστε με. Δεν θέλω να με πά­ρη!» Μετά οι πόνοι του μεγάλωσαν και ξεψύχησε[19] .

Ένας άλλος Ινδός ετοιμοθάνατος είπε ξαφνικά: «Το γιαμντού έρχεται να με πάρη. Πάρτε με απ’ το κρεββάτι για να μη με βρη!» Μετά έδειξε προς τα έξω και πάνω και είπε πάλι- «Να το!» Ο θάλαμος του νοσοκομείου ήταν στο ισόγειο και έξω δίπλα στον τοίχο του κτιρίου ήταν ένα μεγάλο δένδρο και στα κλαδιά του καθόταν ένα πλήθος κόρακες. Την στιγμή που ο ασθενής έβλεπε αυτό το όραμα πέταξαν ξαφνικά από το δένδρο όλοι οι κόρα­κες με τέτοια βία σαν να τους είχαν πυροβο­λήσει. Τόσο πολύ ξαφνιαστήκαμε που τρέξα­με όλοι σε μίαν ανοιχτή πόρτα, αλλά δεν εί­δαμε τίποτε που θα μπορούσε να είχε τρομά­ξει τους κόρακες. Συνήθως αυτά τα πουλιά ήταν αρκετά ήσυχα και γι’ αυτό έκανε μεγά­λη εντύπωσι σ' όλους όσους ήμασταν εκεί ό­ταν πέταξαν μακρυά με τέτοιο θόρυβο την στιγμή ακριβώς που ο ετοιμοθάνατος έβλεπε αυτό το όραμα. Ήταν σαν να καταλάβαιναν κι αυτά ότι συνέβαινε κάτι φρικτό. Μετά απ’ αυτό ο ασθενής έπεσε σε κώμα και ξεψύχισε λίγα λεπτά αργότερα[20]. Μερικά «γιαμντού» έχουν φοβερή όψι και προκαλούν ακόμη με­γαλύτερο τρόμο στον ετοιμοθάνατο.

Αυτή είναι και η πιο χτυπητή διαφορά με­ταξύ των εμπειριών στην Αμερική και εκεί­νων στις Ινδίες, όπως αναφέρονται αυτές στο βιβλίο των Όσις και Χάραλντσον, αλλά οι συγγραφείς δεν είναι εις θέσιν να δώσουν κα­μία εξήγησι. Φυσικά λοιπόν διερωτάται κα­νείς γιατί στις εμπειρίες της εποχής μας που αναφέρονται στην Αμερική λείπει σχεδόν εν­τελώς το στοιχείο εκείνο που είναι τόσο κοι­νό σε ανάλογες παλιές εμπειρίες χριστιανών και στις σημερινές εμπειρίες των Ινδών, ο τρόμος δηλαδή που προκαλείται στο αντίκρυσμα όντων του άλλου κόσμου:

Δεν είναι απαραίτητο να ορίσουμε επακρι­βώς την φύσι των δράσεων των ετοιμοθάνα­των για να καταλάβουμε ότι αυτή εξαρτάται σ' ένα βαθμό, όπως ήδη είδαμε, από το τι «α­ναμένει» να δη ή τι «είναι προετοιμασμένος» να δη ο ετοιμοθάνατος. Έτσι οι Χριστιανοί των περασμένων αιώνων που είχαν ζωντανή πίστι στην ύπαρξι της κολάσεως και τους ο­ποίους έτυπτε η συνείδησις κατά την ώρα του θανάτου, έβλεπαν συχνά δαίμονες. Οι σημε­ρινοί Ινδοί που οπωσδήποτε είναι πιο «πρω­τόγονοι» από τους Αμερικανούς ως προς την πίστι και την νοοτροπία βλέπουν συχνά όντα που αντιστοιχούν στον πολύ υπαρκτό φόβο που νοιώθουν για την άλλη ζωή, ενώ οι σύγ­χρονοι Αμερικανοί με τις «φωτισμένες» α­πόψεις τους βλέπουν οράσεις που βρίσκονται σε αρμονία με την «άνετη» ζωή και τα πιστεύω τους, που γενικά δεν περιγράφουν κανένα ρε­αλιστικό φόβο για την κόλασι και καμία ιδέα για την ύπαρξι των δαιμόνων.

Αν κριθή αντικειμενικά το πράγμα, οι ίδι­οι οι δαίμονες προκαλούν πειρασμούς τέτοι­ους που ανταποκρίνονται στο πνευματικό ε­πίπεδο ή τις προσδοκίες αυτών που τους δο­κιμάζουν. Σε κείνους που φοβούνται την κό­λασι οι δαίμονες μπορεί να εμφανισθούν με τρομακτική μορφή για να τους κάνουν να πε­θάνουν σε μία κατάστασι απογνώσεως, αλλά σε κείνους που δεν πιστεύουν στην κόλασι —ή στους Προτεστάντες που πιστεύουν ότι σίγουρα θα «σωθούν» και συνεπώς δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν από την κόλασι— οι δαί­μονες θα προκαλέσουν φυσικά άλλης μορφής πειρασμούς που δεν θα προδίδουν τόσο καθα­ρά την πονηρή τους πρόθεσι.

Κατά παρόμοιο τρόπο ακόμη και σ' ένα Χριστιανό αγωνιστή που υπέφερε ήδη αρκετά πολεμώντας τους, οι δαίμονες μπορεί να εμφανισθούν με τέτοιο τρόπο, ώστε μάλλον να τον αποπλανήσουν παρά να τον εκφοβίσουν. Ο δαιμονικός πειρασμός που αντιμετώπισε η αγία Μαύρα, που μαρτύρησε κατά τον 3ο αι­ώνα, καθώς πέθαινε, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του τελευταίου αυτού είδους πει­ρασμού που παρουσιάζεται κατά την ώρα του θανάτου. Αφού είχε ήδη παραμείνει επάνω στον σταυρό όπου την είχαν σταυρώσει, κα­θώς και τον σύζυγο της τον άγιο Τιμόθεο[21], επί εννέα ήμερες επειράσθηκε από τον διάβο­λο. Στον βίο των αγίων αυτών αναφέρεται ο πειρασμός, όπως τον περιέγραψε η αγία Μαύ­ρα στον σύζυγο και συμμάρτυρά της:

«Έχε θάρρος, αδελφέ μου, και διώξε τον ύπνο από τα βλέφαρα σου. Μείνε άγρυπνος και άκου τι είδα: Ήλθα σ' ένα είδος εκστάσεως και μου φάνηκε ότι μπροστά μου ήταν έ­νας άνδρας που κρατούσε στο χέρι του ένα κύπελο γεμάτο με μέλι και γάλα. Αυτός λοι­πόν ο άνδρας μου είπε: "Πάρε αυτό και πιες το". Εγώ όμως τον ρώτησα: "Και συ ποιος είσαι;" Εκείνος μου απάντησε: "Είμαι άγγε­λος του Θεού". 'Εγώ τότε του είπα: " "Ας προσευχηθούμε λοιπόν στον Κύριο". Αυτός όμως συνέχισε: "Ήλθα κοντά σου για να α­παλύνω το μαρτύριό σου. Είδα ότι είχες με­γάλη επιθυμία να φας και να πιης γιατί μέχρι αυτή τη στιγμή δεν πήρες καμία τροφή". Τό­τε τον ρώτησα: "Ποιος σε ωδήγησε να μου δείξης αυτό το έλεος; Και τι σημασία μπορεί να έχη για σένα η καρτερία και η νηστεία μου; Δεν ξέρεις ότι ο Θεός είναι παντοδύνα­μος και μπορεί να κάνη όλα όσα είναι αδύνα­τα στους ανθρώπους;" "Άρχισα λοιπόν να προσεύχωμαι και τότε είδα εκείνον τον άνδρα να γυρίζη το πρόσωπο του απ’ την άλλη με­ριά προς την δύσι. Απ' αυτό κατάλαβα ότι ή­ταν μία σατανική άπατη. Ο σατανάς θέλησε να μας πειράξη ακόμη και πάνω στον σταυρό. Σε λίγο αυτή η όρασις εξαφανίσθηκε.

Τότε ήλθε κοντά μου κάποιος άλλος άν­δρας που μου φάνηκε ότι με πήγε σ' ένα πο­τάμι που έτρεχε μέλι και γάλα και μου είπε: "Πιες!" Εγώ όμως απάντησα: "Σου το είπα ήδη ότι δεν θα πιω ούτε νερό ούτε οποιοδή­ποτε άλλο γήϊνο ποτό μέχρι να πιω για τον Χριστό τον Κύριο μου το ποτήριον του θανά­του, που Εκείνος θα το αναμείξη με την σωτηρία μου και την αθανασία της αιωνίου ζω­ής". "Όταν τέλειωσα αυτά τα λόγια, εκείνος έσκυψε και ήπιε από το ποτάμι και ξαφνικά εξαφανίσθηκαν από μπροστά μου και το πο­τάμι κι αυτός».

Αργότερα θα αναφέρουμε και την τρίτη εμφάνισι που έγινε στην αγία Μαύρα, αυτή την φορά ενός αληθινού αγγέλου. Μέχρι τώ­ρα όμως γίνεται φανερό το πόσο επιφυλακτι­κοί είναι οι αληθινοί χριστιανοί όταν πρόκει­ται να δεχθούν «αποκαλύψεις» κατά την ώρα του θανάτου.

Η ώρα του θανάτου είναι λοιπόν ώρα δαι­μονικού πειρασμού και οι «πνευματικές» εμ­πειρίες που έχουν οι άνθρωποι αυτήν την ώ­ρα, έστω και αν φαίνωνται «μεταθανάτιες» —σημείο που θα ερευνηθή αργότερα—, πρέ­πει να κριθούν με τα ίδια κριτήρια της χρι­στιανικής διδασκαλίας που κρίνονται και ο­ποιεσδήποτε άλλες πνευματικές εμπειρίες. Κατά παρόμοιο τρόπο και τα «πνεύματα» που παρουσιάζονται αυτήν την ώρα πρέπει να κριθούν βάσει του καθολικού κριτηρίου που εννοεί ο απόστολος Ιωάννης όταν λέγει: δο­κιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον[22] .

Μερικοί κριτικοί των «μεταθανάτιων» εμ­πειριών της εποχής μας ομιλούν ήδη για την ομοιότητα των «φωτεινών όντων» προς τα «πνεύματα οδηγούς» και τα «φιλικά πνεύμα­τα» του πνευματισμού των μέντιουμ. Ας δούμε λοιπόν σύντομα ποια είναι η πνευματιστική διδασκαλία για τα «φωτεινά όντα» και τα μηνύματά τους.

Σ' ένα κλασσικό πνευματιστικό βιβλίο[23] επισημαίνεται ότι «η διδασκαλία περί πνευμά­των βρίσκεται πάντοτε ή σχεδόν πάντοτε σε αρμονία με τα υψηλά ηθικά πρότυπα. Όσον αφορά την πίστι, αυτή έχει πάντα σχέσι με τον Θεό και την ευλάβεια προς Αυτόν, αλλά δεν πολυενδιαφέρεται για τα διανοητικά ε­κείνα κατασκευάσματα που απασχολούν τους επισκόπους στις εκκλησιαστικές συνόδους»[24]. Στο ίδιο βιβλίο επίσης αναφέρεται ότι το «κλειδί» και το «κεντρικό δόγμα» της πνευματιστικής διδασκαλίας είναι η αγάπη[25], ότι η «θαυμάσια γνώσις» λαμβάνεται από τα πνεύματα και παρακινεί τους πνευματιστές να αναλάβουν το ιεραποστολικό έργο της διαδώσεως «της ιδέας ότι η μετά θάνατον ζωή είναι βεβαία»[26] και τέλος ότι τα «ανώτερα» πνεύματα ξεφεύγουν από τα όρια της ατομικότητος και γίνονται περισσότερο μία «δύναμις επιρροής» παρά άτομα, ενώ αποκτούν ό­λο και μεγαλύτερη φωτεινότητα[27]. Είναι α­λήθεια ότι οι πνευματιστές στους ύμνους τους επικαλούνται στην κυριολεξία «φωτεινά όντα»:

«Άγιοι λειτουργοί του φωτός!
Κρυμμένοι από την θνητή μας όρασι...
Του φωτός τους υπηρέτες στείλετε,
για ν' ανοίξουν την εσωτερική μας την όρασι»[28].

Όλ' αυτά είναι αρκετά για να μας κάνουν πολύ καχύποπτους ως προς το «φωτεινό ον» που εμφανίζεται σε πρόσωπα τελείως ανυπο­ψίαστα για την φύσι και την λεπτότητα των δαιμονικών ενεργειών. Η υποψία μας αυτή αυξάνεται ακόμη περισσότερο όταν ακούμε τον Δρα Μούντυ να αναφέρη ότι μερικοί πε­ριγράφουν αυτό το ον σαν «κάποιο αστείο πρόσωπο» που έχει την «αίσθησι του χιούμορ» και «διασκεδάζει» και «ευχαριστεί» τον ετοιμοθάνατο[29]. Τέτοια όντα, με το μήνυμα της «αγάπης και κατανοήσεως», μοιάζουν καταπληκτικά με τα συνηθισμένα και συχνά με χιούμορ «πνεύματα» των σεάνς[30], που αδιαμφισβήτητα είναι δαίμονες (όταν βέβαια η σεάνς δεν είναι φτιαχτή).

Το γεγονός αυτό ωδήγησε μερικούς στο να καταδικάσουν όλες τις «μεταθανάτιες» εμ­πειρίες και τις αναφέρουν τώρα σαν δαιμονι­κές άπατες. Σ' ένα βιβλίο που έγραψαν οι Ευαγγελικοί Προτεστάντες διακηρύσσεται ότι: «Νομίζουμε πως παρουσιάζονται μερικοί νέοι και άγνωστοι μέχρι τώρα κίνδυνοι μ' ό­λη αυτή την άπατη που αναφέρεται στην με­τά θάνατον ζωή. Πιστεύουμε ότι ακόμα και μία αμυδρά πίστις σ' αυτές τις κλινικές εμ­πειρίες μπορεί να έχη σοβαρές συνέπειες στους ανθρώπους που πιστεύουν στην Βίβλο.

Μερι­κοί ειλικρινείς Χριστιανοί δέχθηκαν ότι αυτό το φωτεινό ον είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός και δυστυχώς οι άνθρωποι αυτοί είναι έτοιμοι να γελοιοποιηθούν»[31]. Για να υποστηρίξουν την θέσι αυτή οι συγγραφείς του βιβλίου κά­νουν μερικούς αξιοσημείωτους παραλληλι­σμούς μεταξύ μερικών από τις «μεταθανά­τιες» εμπειρίες της εποχής μας και των προ­σφάτων εμπειριών των μέντιουμ και των αποκρυφιστών, ενώ ταυτόχρονα τονίζουν και το αναμφισβήτητο γεγονός ότι μερικοί από τους ερευνητές των «μεταθανάτιων εμπειρι­ών» ενδιαφέρονται επίσης και για τον απο­κρυφισμό κι ότι ήλθαν σε επαφή με διάφορα μέντιουμ[32].

Φυσικά σ' αυτές τις παρατηρήσεις υπάρχει μεγάλο ποσοστό αληθείας. Δυστυχώς όμως χωρίς την πλήρη χριστιανική διδασκαλία πε­ρί της μετά θάνατον ζωής ακόμη και οι πιο καλοπροαίρετοι «πιστοί» πλανώνται απορρί­πτοντας τις πραγματικές μεταθανάτιες εμ­πειρίες της ψυχής μαζί με εκείνες που μπορεί πράγματι να είναι αποτέλεσμα δαιμονικής ά­πατης. Οι «πιστοί» αυτοί δέχονται εύκολα διάφορες παραπλανητικές «μεταθανάτιες» εμπειρίες, όπως θα δούμε παρακάτω.

Οι δόκτορες Όσις και Χάραλντσον, που και οι δύο είχαν «διαρκείς και άμεσες εμπει­ρίες με μέντιουμ», σημειώνουν κάποια ομοι­ότητα μεταξύ των εμφανίσεων που παρουσιά­ζονται στους ετοιμοθάνατους και των εμπει­ριών που απαντώνται στους πνευματιστικούς κύκλους. Σημειώνουν όμως και μία «κραυ­γαλέα διαφορά» μεταξύ των δύο αυτών ειδών εμπειριών: «Αντί για την επανάληψι του εγ­κόσμιου τρόπου ζωής (που περιγράφουν τα μέντιουμ), η επιστροφή από την κατάστασι του θανάτου στην ζωή φαίνεται να βυθίζη τον άνθρωπο σ' ένα ριζικά νέο πρότυπο υπάρξεως κι ένα νέο τρόπο ζωής»[33].

Πράγματι το Βασίλειο των «μεταθανάτι­ων» εμπειριών φαίνεται να είναι καθ' ολο­κληρίαν ξεχωριστό από το βασίλειο των μέν­τιουμ και του πνευματισμού. Είναι όμως ένα βασίλειο στο οποίο οι δαιμονικές απάτες και επιρροές όχι μόνο είναι πιθανές, αλλά αναμέ­νονται οπωσδήποτε, ιδιαίτερα στους έσχατους αυτούς καιρούς που ζούμε, όπου ήδη έχουμε όλο και νεώτερους και πιο εκλεπτυσμένους πειρασμούς και μάλιστα σημεία μεγάλα και τέρατα, ώστε πλανήσαι ει δυνατόν και τους εκλεκτούς[34].

Πρέπει λοιπόν να είμαστε πάρα πολύ δι­στακτικοί ως προς τα «φωτεινά όντα» που φαίνεται ότι εμφανίζονται κατά την στιγμή του θανάτου. Μοιάζουν πράγματι πάρα πολύ να είναι δαίμονες που παρουσιάζονται ως «άγ­γελοι φωτός» με σκοπό να αποπλανήσουν ό­χι μόνο το ίδιο το πρόσωπο που πεθαίνει, αλ­λά ακόμη περισσότερο εκείνους στους οποί­ους θα διηγηθή την εμπειρία του εάν ανάνη­ψη —και τις πιθανότητες να ανανήψη τις ξέ­ρουν φυσικά οι δαίμονες πολύ καλά.

Τελικά η κρίσις μας γι' αυτό καθώς και για τα άλλα «μεταθανάτια» φαινόμενα πρέ­πει να στηρίζεται στις δοξασίες που επακο­λουθούν, είτε αυτές τις διδάσκει κάποιο «πνευ­ματικό ον» που εμφανίζεται την στιγμή του θανάτου, είτε απλώς τις συμπεραίνουμε από τα φαινόμενα. Θα προσεγγίσουμε το θέμα της κρίσεως αυτής, αφού πρώτα τελειώσουμε την εξέτασι των ιδίων των φαινομένων.

Μερικοί από εκείνους που «πέθαναν» και επανήλθαν στην ζωή —συνήθως εκείνοι που ήταν ή έγιναν πολύ «πιστοί»— ταύτισαν το «φωτεινό ον» που συνάντησαν όχι με κάποιον άγγελο αλλά με την αόρατη «παρουσία» του ίδιου του Χριστού. Η εμπειρία των ανθρώ­πων αυτών συνδέεται συχνά μ' ένα άλλο φαι­νόμενο, το οποίο για τους Ορθοδόξους Χρι­στιανούς αποτελεί ίσως, εκ πρώτης όψεως, το πιο δύσλυτο πρόβλημα που συναντάται στις «μεταθανάτιες» εμπειρίες της εποχής μας, την όρασι δηλαδή του «παραδείσου».
 
Αγιορείτικη Μαρτυρία
Τριμηνιαία έκδοση Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
Τεύχος 14-15
Δεκέμβριος 1991 - Ιούνιος 1992

[1] Κ. Uekskuell, «Uneblievable for Many but Actually a True Occurrence», Orhodox Life, July-August 1976, σ. 22. Ελληνική έκδοσις: Επιστροφή από την άλλη ζωή, Θεσσαλονίκη, 1985, σ. 51
 
[2] Όσιος Βασίλειος ο νέος (870-944 ή 952). Αναφέρεται ως άγιος μόνον εις τα σλαβικά λειτουργικά βι­βλία, τα οποία εορτάζουν την μνήμην του την 26ην Μαρτίου. Ο βίος του ευρίσκεται εις το βιβλίον του Πρωθιερέως Ευγενίου Τόμπρου, Βιβλίον ονομαζόμενον Στόμα Θανάτου..., εκδ. β', Αθήναι, 1971, σ. 11-106
 
[3] Eternal Mysteries Beyond the Grave , Jordanville, N.Y., 1968, σ. 70. Βλ. και Πρωθιερέως Ευγενίου Τόμπρου, Βιβλίον ονομαζόμενον Στόμα Θανάτου…, ένθ.  αν., σ. 35
 
[4] Αγίου Γρηγορίου Τουρώνης, Ιστορία των Φράγγων, VII, 1
 
[5] Eternal Mysteries..., σ. 71 (36)

[6] K.Uekskuell, Unbelievable..., σ.22 (51)

[7] Β’ Κορ. ια’ 14

[8] Dr. Raymond A. Moody, Jr., Life After Life, Mockingbird Books, Atalanta, 1975, σ. 107-8 και Reflections on Life After Life, A Bantam-Mockingbird Book, 1977, σ. 58-60

[9] Dr. Raymond A. Moody, Jr., Life After Life, σ. 108

[10] Ψαλμ.ζ'1-2

[11] Βασιλείου του Μεγάλου, Ομιλία εις τον Ζ' Ψαλμόν, Ε.Π.Ε., τ. 5, Θεσσαλονίκη, 1974, σ. 44-47, με­τάφρ. Σοφίας Καρακασίδου. Η παράγραφος αυτή αναφέρεται ιδιαίτερα στα τελωνεία που συναντά η ψυχή μετά τον θάνατο. Κατωτέρω στο κεφάλαιο ΣΤ' γίνεται λεπτομερής έκθεσις των εμπειριών δαι­μονικών δοκιμασιών και πειρασμών που υφίσταται η ψυχή τόσον πριν, όσο και μετά θάνατον.

[12] Ιωάν. ιδ’ 30

[13] Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον Ομιλία ΝΓ', Ε.Π.Ε., τ. 11, Θεσσαλονίκη, 1979, σ. 170-1, μετάφρ. Ελευθ. Μερετάκη

[14] Αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου, Διάλογοι, IV, 40, 7-8, εις Ιωάννου μ., Άγιου Γρηγορίου του Διαλόγου, Βίοι αγνώστων ασκητών, εκδ. β', Άγιον Όρος, 1988, σ.360-1

[15] Βιβλ. V, κεφ. 13 & 15

[16] John Myers, Voices from the Edge of Eternity, Spire Books, Old Tappan, N.J., 1973, σ. 71, 109, 167,196,κλπ.

[17] Dr. Raymond A. Moody, Jr., Life After Life, a. 127-8

[18] yamdoot: άγγελος θανάτου για τους Ινδούς

[19] Karl Osis & Erlendur Haroldsson, At the Hour of Death, Avon Books, New York, 1977, σ. 90

[20]ενθ.αν.σ.41-2

[21] Η μνήμη των εορτάζεται την 3η Μαΐου, όπου και το σχετικό συναξάριο.

[22] Α’ Ιωάν. δ’ 1

[23] J. Arthur Hill, Spiritualism, Its History, Phenomena and Doctrine, George H. Doran Co, New York,1919

[24] ενθ. αν. σ. 235

[25] ενθ. αν. σ. 283

[26] ενθ. αν. σ. 185-6

[27] ενθ. αν. σ. 300-1

[28] ενθ. αν. σ. 186-7

[29] Dr. Raymond A. Moody, Jr., Life After Life, σ. 49 & 51

[30] seance: πνευματιστική συγκέντρωσις

[31] Jon Weldon and Zola Levitt, Is There Life After Death? Harvest House Publishers, Irvine, Calif., 1977, s. 76

[32]  ενθ. αν. σ. 64-70

[33] Karl Osis & Erlendur Haroldsson, At the Hour of Death…, σ. 200

[34] Ματθ. κδ’ 24



ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΩΝ "ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΩΝ" ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ1

Του π. Σεραφείμ Ρόουζ

Το θέμα της ζωής μετά τον θάνα­το έχει γίνει εντελώς ξαφνικά αντικείμενο εκτεταμένου λαϊκού ενδιαφέροντος στον δυτικό κό­σμο. Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί πολλά βιβλία στα οποία επιδιώκεται μία περιγραφή των «μεταθανάτιων» εμπειριών. Διάσημοι επιστήμονες και ιατροί έχουν συγγράψει τέτοια βιβλία ή έχουν υποστηρίξει θερμά την έκδοσί τους. Μία εξ αυτών, η παγ­κοσμίου φήμης ιατρός και «ειδικός» επί προ­βλημάτων θανάτου και επιθανάτιας αγωνίας Έλίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος, υποστηρίζει ότι οι έρευνες αυτές σχετικά με τις μεταθανάτιες εμπειρίες «θα διαφωτίσουν πολλούς και θα επιβεβαιώσουν αυτό που διδασκόμαστε εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, ότι δηλαδή υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο».

Όλα αυτά βέβαια αποτελούν μία απότομη αλλαγή του κλίματος που επικρατούσε μέχρι σήμερα στους ιατρικούς και επιστημονικούς κύκλους, οι οποίοι γενικά αντιμετώπιζαν το θέμα του θανάτου σαν «ταμπού» και τοποθε­τούσαν κάθε ιδέα περί συνεχίσεως της ζωής μετά τον θάνατο στον χώρο της φαντασίας ή της δεισιδαιμονίας ή, στην καλύτερη περίπτωσι, των προσωπικών πεποιθήσεων, για τις ο­ποίες δεν υπάρχουν αντικειμενικές αποδείξεις.

Η εξωτερική αιτία της ξαφνικής αυτής αλ­λαγής τρόπου σκέψεως είναι απλή: Τα τε­λευταία χρόνια χρησιμοποιούνται ευρύτατα νέες τεχνικές διεγέρσεως της σταματημένης καρδιάς για την επαναφορά των αρτιθανών ή «κλινικά νεκρών» ασθενών στη ζωή.  Έτσι ένας μεγάλος αριθμός ατόμων «εξ ορισμού» νεκρών για την ιατρική επιστήμη (χωρίς σφυγμό ή καρδιακούς παλμούς) έχουν επα­νέλθει στη ζωή και πολλοί απ' αυτούς μιλούν ήδη ανοιχτά για τις «μεταθανάτιες» εμπει­ρίες τους, εφ' όσον έχει εκλείψει η σχετική προκατάληψις και ο φόβος να τους χαρακτηρίσουν τρελούς.

Όμως το πιο ενδιαφέρον για μας είναι το βαθύτερο αίτιο αυτής της αλλαγής, καθώς επίσης και η «ιδεολογία» της. Για ποιο λόγο το φαινόμενο αυτό να γίνη ξαφνικά τόσο ε­ξαιρετικά δημοφιλές και βάσει ποιας θρη­σκευτικής ή φιλοσοφικής θεωρίας γίνεται συ­νήθως κατανοητό από τους περισσότερους;  Αν έχη γίνει πια κι αυτό ενα από τα «ση­μεία των καιρών», ενα σύμπτωμα του θρη­σκευτικού ενδιαφέροντος των ημερών μας, ποια πρέπει να είναι η σημασία του; Θα επανέλθουμε στα ερωτήματα αυτά, αφού εξετά­σουμε από πιο κοντά το ίδιο το φαινόμενο.

Πρώτα-πρώτα όμως πρέπει να διερωτη­θούμε: Με ποια κριτήρια θα εξετάσουμε αυτό το φαινόμενο; Αυτοί οι ίδιοι που το περιγρά­φουν δεν έχουν να δώσουν κάποια σαφή ερ­μηνεία σ' αυτό. Συχνά αναζητούν μιά τέτοια ερμηνεία σε αποκρυφιστικά ή πνευματιστικά κείμενα. Μερικοί θρησκευόμενοι (όπως επί­σης και μερικοί επιστήμονες), επειδή διαισθάνονται κάποια απειλή για τις καθιερωμένες πεποιθήσεις τους, απλά απορρίπτουν αυτές τις εμπειρίες, έτσι όπως περιγράφονται, και τις τοποθετούν συνήθως στον χώρο των «πα­ραισθήσεων». Αυτό εχει γίνει από μερικούς Προτεστάντες οι οποίοι είναι προσκολλημέ­νοι στην άποψι ότι η ψυχή μετά τον θάνατο βρίσκεται σε κατάστασι ασυνειδησίας ή πη­γαίνει αμέσως «κοντά στον Χριστό». Το ίδιο κάνουν και κάποιοι δογματικοί άθεοι, οι οποίοι απορρίπτουν εξ υπαρχής την ιδέα ότι η ψυχή επιζεί, οποιαδήποτε κι αν είναι τα τεκ­μήρια που τους προσφέρονται.  Όμως οι εμ­πειρίες αυτές δέν μπορούν να εξηγηθούν διά μιας απλής απορρίψεως. Πρέπει να κατανοη­θούν σωστά αυτές καθεαυτές, αλλά και μέσα στο γενικώτερο πλαίσιο των όσων γνωρίζου­με για την τύχη της ψυχής μετά τον θάνατο.

Δυστυχώς ακόμη και μερικοί Όρθόδοξοι Χριστιανοί, επηρεασμένοι συνήθως από κά­ποιες σύγχρονες υλιστικές ιδέες, που πέρασαν συγκεκαλυμμένες μέσα στον Προτεσταντισμό και τον Ρωμαιοκαθολικισμό, φθάνουν να έχουν μάλλον αόριστη και συγκεχυμένη γνώ­μη σχετικά με την πέραν του τάφου ζωή. Ο συγγραφεύς κάποιου από τα νέα βιβλία για τις μεταθανάτιες εμπειρίες ζήτησε τις από­ψεις διαφόρων ομολογιών σχετικά με την κατάστασι της ψυχής μετά τον θάνατο. Έτσι επισκέφθηκε κι έναν ιερέα της Ελληνορθοδό­ξου Αρχιεπισκοπής, ο οποίος του μίλησε γε­νικά για παράδεισο και κόλασι, του είπε ό­μως ότι η Ορθοδοξία δεν έχει «κάποια συγ­κεκριμένη άποψι για το πώς είναι η μέλλου­σα ζωή». Έτσι ο συγγραφεύς συνεπέρανε ότι «η Ελληνορθόδοξη άποψι για την μέλλουσα ζωή δεν είναι σαφής»2.

Βέβαια η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αρκε­τά συγκεκριμένη διδασκαλία και άποψι για την μεταθανάτια ζωή, ξεκινώντας μάλιστα από αυτήν την ίδια την στιγμή του θανάτου. Η διδασκαλία αυτή περιέχεται στην Αγία Γραφή (ερμηνευμένη σε συνάρτησι με το σύ­νολο των χριστιανικών δογμάτων), στα κεί­μενα των Αγίων Πατέρων και, ειδικώτερα, όσον άφορα τις συγκεκριμένες εμπειρίες της ψυχής μετά τον θάνατο, σε πολλούς βίους α­γίων και ανθολογίες σχετικών προσωπικών εμπειριών. Ολόκληρο το τέταρτο βιβλίο των Διαλόγων του αγίου Γρηγορίου πάπα Ρώ­μης του Μεγάλου († 604) είναι αφιερωμένο στο θέμα αυτό. Στις μέρες μας εκδόθηκε στα αγγλικά μία ανθολογία από τέτοιες εμπει­ρίες, παρμένες τόσο από παλαιούς Βίους Α­γίων όσο και από πρόσφατες προσωπικές πε­ριγραφές3. Επίσης τελευταία επανεκδόθηκε στα αγγλικά ενα αξιόλογο κείμενο, που γρά­φτηκε στα τέλη του 19ου αιώνος από κάποιον που ξαναγύρισε στη ζωή, αφού παρέμεινε νε­κρός επί τριάντα έξι ώρες4. Ο Ορθόδοξος λοιπόν έχει στην διάθεσί του μία πλούσια γραμματεία, με την βοήθεια της οποίας μπορεί να κατανοήση και να αξιολογήση τις νεώ­τερες «μεταθανάτιες» εμπειρίες κάτω από το φως της σύνολης χριστιανικής διδασκαλίας περί μελλούσης ζωής.

Το βιβλίο που αναζωπύρωσε το σύγχρονο ενδιαφέρον επί του θέματος πρωτοκυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1975 και γράφτηκε από ενα νεαρό ψυχίατρο από τις νότιες Ηνω­μένες Πολιτείες5, ο οποίος όμως τότε αγνο­ούσε οποιαδήποτε άλλη σχετική μελέτη ή βι­βλιογραφία. Καθώς όμως το βιβλίο ακόμη τυπωνόταν, έγινε εμφανές ότι είχε ήδη προϋ­πάρξει μεγάλο ενδιαφέρον επί του θέματος και ότι πολλά είχαν ήδη γραφεί περί αυτού. Η καταπληκτική επιτυχία του βιβλίου του δόκτορος Μούντυ (πουλήθηκαν πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα) έφερε τις εμπει­ρίες των ετοιμοθάνατων στο φως της ανοι­χτής δημοσιότητος και τα επόμενα τέσσερα χρόνια ένας αξιόλογος αριθμός βιβλίων και άρθρων για τις εμπειρίες αυτές εμφανίστηκε στον τύπο. Μεταξύ των σπουδαιότερων είναι τα άρθρα της δόκτορος Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρός, της οποίας οι διαπιστώσεις είναι όμοιες με εκείνες του δόκτορος Μούντυ, και οι επιστημονικές μελέτες των ιατρών  Όσις και Χάραλντσον. Επίσης ο ίδιος ο Μούντυ έγραψε ενα δεύτερο βιβλίο σαν συνέχεια του πρώτου6 με συμπληρωματικό υλικό και και­νούργιες σκέψεις επί του θέματος. Τις διαπι­στώσεις αυτών και άλλων νεωτέρων βιβλίων (που κατά βάσιν συμφωνούν μεταξύ τους ως προς τα εν λόγω φαινόμενα) θα εξετάσουμε παρακάτω. Και θα ξεκινήσουμε από το πρώ­το βιβλίο του δόκτορος Μούντυ, που αποτε­λεί μια αρκετά αντικειμενική και συστημα­τική προσέγγισι του όλου θέματος.

Μέσα σε δέκα χρόνια ο Μούντυ συγκέν­τρωσε τις προσωπικές μαρτυρίες 150 περί­που ατόμων, τα οποία είτε είχαν γευθεί τον ίδιο τον θάνατο ή είχαν φθάσει στα πρόθυρά του, είτε του μετέφεραν τις εμπειρίες άλλων τους οποίους είχαν δει να πεθαίνουν. Από ό­λους αυτούς επικέντρωσε τις έρευνές του σε πενήντα περίπου άτομα, με τα οποία είχε λε­πτομερείς συνεντεύξεις. Προσπαθεί να είναι αντικειμενικός στην παρουσίασι των στοιχεί­ων αυτών, μολονότι παραδέχεται ότι το βιβλίο «είναι φυσικό να αντικατροπτίζη την παιδεία, τις γνώμες και τις προκαταλήψεις του συγγραφέως του»7, ο οποίος από πλευ­ράς θρησκευτικής καταγωγής είναι μεθοδιστής προτεστάντης με φιλελεύθερες μάλλον απόψεις. Και πράγματι υπάρχουν κάποια μειονεκτήματα στο βιβλίο αυτό, αν θέλουμε να το δούμε σαν μία αντικειμενική μελέτη των «μεταθανάτιων» φαινομένων:

Πρώτον, ο συγγραφεύς δεν καταγράφει ού­τε μία ολοκληρωμένη εμπειρία θανάτου από την αρχή ως το τέλος. Δίνει μόνο αποσπά­σματα (συνήθως πολύ σύντομα), τα οποία είναι και αντιπροσωπευτικά των δεκαπέντε χωριστών στοιχείων που κατά την γνώμη του συγγραφέως απαρτίζουν το «πρότυπο» μιας «πλήρους» εμπειρίας θανάτου. Στην πραγματικότητα όμως οι εμπειρίες των ετοι­μοθάνατων που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό, καθώς και σε άλλα μεταγενέστερα, διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους ως προς τις λεπτομέρειες, ώστε να φαίνεται τουλάχιστον πρόωρη η προσπάθεια να συμπεριληφθούν ό­λες μέσα σε ένα «πρότυπο». Το «πρότυπο» του δόκτορος Μούντυ φαίνεται σε ωρισμένα σημεία τεχνητό και βεβιασμένο, χωρίς αυτό βεβαίως να μειώνη την αξία των καθαυτό μαρτυριών που καταγράφει ο συγγραφεύς.

Δεύτερον, ο συγγραφεύς έχει ενοποιήσει δύο μάλλον διαφορετικά είδη εμπειριών: τις καθαυτό εμπειρίες του «κλινικού θανάτου» και τις εμπειρίες των «πρόθυρων του θανά­του» . Και δέχεται μεν ότι τα δύο είδη διαφέ­ρουν μεταξύ τους, υποστηρίζει όμως ότι σχη­ματίζουν μία «αλληλουχία»8 και γι' αυτό πρέπει να μελετηθούν μαζί. Στις περιπτώσεις που οι εμπειρίες αρχίζουν πριν από τον θάνα­το και καταλήγουν με τον ίδιο τον θάνατο —άσχετα με το αν το άτομο επανέλθη στη ζωή ή όχι— υπάρχει πράγματι μία «αλλη­λουχία» στην εμπειρία. Πολλές όμως από τις εμπειρίες που μας περιγράφει (π.χ. η ταχύ­τατη και με χρονολογική σειρά αναπαράστασις των γεγονότων της ζωής μέσα στην μνή­μη ενός άτομου που κινδυνεύει να πνιγή ή η εμπειρία της εισόδου σε μία «σήραγγα», όταν χορηγηθή σε κάποιον ένα αναισθητικό, όπως ο αιθέρας) είναι αρκετά συνήθεις εμπειρίες ανθρώπων που δεν είχαν ποτέ κάποια πείρα του «κλινικού θανάτου» και γι' αυτό ίσως να ανήκουν στο «πρότυπο» κάποιας γενικώτερης εμπειρίας που μόνο συμπτωματικά συναντά­ται στην εμπειρία του θανάτου. Μερικά από τα νεώτερα βιβλία είναι ακόμη λιγώτερο επι­λεκτικά ως προς τις εμπειρίες που καταγρά­φουν. Συμπεριλαμβάνουν αδιάκριτα «εξω­σωματικές» εμπειρίες μαζί με πραγματικές εμπειρίες θανάτου και επιθανάτιας αγωνίας.

Τρίτον, το γεγονός ότι ο συγγραφεύς αντι­μετωπίζει το φαινόμενο αυτό επιστημονικά, χωρίς να έχη εκ των προτέρων σαφή αντίληψι του τι πράγματι συμβαίνει στην ψυχή κα­τά την ώρα του θανάτου, τον αφήνει εκτεθει­μένο στον κίνδυνο πολλών συγχύσεων και παρερμηνειών της εμπειρίας αυτής. Αυτό βε­βαίως κανείς δεν μπορεί να το αποφύγη, όταν απλώς συγκεντρώνη κάποιες περιγραφές, αφού αυτοί που δίνουν τις συνεντεύξεις προσθέ­τουν αναπόφευκτα και την δική τους ερμη­νεία στα περιγραφόμενα. Ο ίδιος ο συγγρα­φεύς παραδέχεται ότι στην πραγματικότητα είναι αδύνατον να μελετηθή το ζήτημα αυτό «επιστημονικά» και έτσι τελικά προσπαθεί να βρή μια εξήγησι σε παράλληλες εμπειρίες που περιέχονται σε τέτοια αποκρυφιστικά κείμενα όπως αυτά του Σβέντενμποργκ9 και της Θιβετιανής Βίβλου των Νεκρών10 . Ση­μειώνει μάλιστα ότι σκοπεύει τώρα να εξετάση καλύτερα «την τεράστια γραμματεία που αναφέρεται σε παραψυχολογικά και αποκρυφιστικά φαινόμενα», για να κατανοήση πε­ρισσότερο τα γεγονότα που μελέτησε .

Όλα αυτά τα στοιχεία μας οδηγούν τελι­κά στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να περιμέ­νουμε πάρα πολλά από αυτό το βιβλίο και τα άλλα όμοιά του, διότι δεν μπορούν να μας δώσουν μία πλήρη και εσωτερικά συνεπή πε­ριγραφή για το τι συμβαίνει στην ψυχή μετά τον θάνατο. Υπάρχει ωστόσο σ' αυτά τα βι­βλία  ένα ικανοποιητικό λήμμα αληθινών εμ­πειριών κλινικού θανάτου, που τα καθιστά ά­ξια ιδιαίτερης μελέτης, εφ' όσον μάλιστα υπάρχουν ήδη μερικοί που ερμηνεύουν τις εμ­πειρίες αυτές κατά τρόπο εχθρικό προς την παραδοσιακή χριστιανική πίστι περί επέκεινα ζωής, θέλοντας ειδικώτερα να αποδείξουν οτι δεν υπάρχει ούτε παράδεισος ούτε —κυρί­ως— κόλασις. Πώς λοιπόν θα εξηγήσουμε εμείς τις εμπειρίες αυτές;

Τα δεκαπέντε στοιχεία που περιγράφει ο Μούντυ σαν συστατικά μέρη μιας «πλήρους» εμπειρίας θανάτου μπορούν, χάριν διαλεκτι­κής σκοπιμότητος, να περιορισθούν σε μερικά κύρια χαρακτηριστικά, τα οποία εμείς θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, συγκρίνοντάς τα με την αντίστοιχη ορθόδοξη γραμματεία.

1. Η «εξωσωματική» εμπειρία

Το πρώτο πράγμα που συμβαίνει σε έναν άνθρωπο που έχει πεθάνει, σύμφωνα με τις περιγραφές αυτές, είναι ότι αφήνει το σώμα του και εξακολουθεί να υπάρχη εντελώς χω­ριστά από αυτό, χωρίς να χάνη ούτε για μία στιγμή την συνείδησί του. Συνήθως μπορεί να παρατηρή τα πάντα ολόγυρα του, ακόμη και το ίδιο το νεκρό σώμα του καθώς και τις προσπάθειες που γίνονται, για να το επανα­φέρουν στη ζωή. Αισθάνεται ότι βρίσκεται σε μιά κατάστασι όπου υπάρχει έλλειψις πόνου, ζεστασιά και άνεσις, περίπου κάτι σαν να «επιπλέη» ή να «αιωρήται». Είναι εντελώς ανίκανο να επηρεάση το περιβάλλον του με λόγια ή με την αφή και έτσι συχνά αισθάνε­ται μεγάλη «μοναξιά». Η λειτουργία της σκέψεώς του είναι συνήθως πολύ ταχύτερη από τότε που ήταν μέσα στο σώμα. Παραθέ­τω μερικά σύντομα αποσπάσματα από τις εμπειρίες αυτές:

«Εκείνη την ημέρα έκανε τσουχτερό κρύο. Και όμως, όσο βρισκόμουν μέσα σ' εκείνη την μαυρίλα, το μόνο που αισθανόμουν ήταν ζε­στασιά και η μεγαλύτερη άνεσις που είχα νοιώσει ποτέ μου... Θυμούμαι ότι σκεφτό­μουν: Θά πρέπη να είμαι νεκρός»12.

«Άρχισα να αισθάνωμαι τα πλέον υπέρο­χα συναισθήματα. Δεν αισθανόμουν τίποτε άλλο εκτός από ειρήνη, άνεσι, χαλάρωμα· με μιά λέξι: γαλήνη»13.

«Τους έβλεπα να προσπαθούν να με επα­ναφέρουν στη ζωή. Ήταν πραγματικά παρά­ξενο. Δεν ήμουν πολύ ψηλά. Ήταν σχεδόν σαν να βρισκόμουν σε ένα βάθρο, όχι όμως πολύ επάνω από αυτούς· μόλις που κοίταζα από πάνω τους. Προσπαθούσα να τους μιλή­σω, αλλά κανείς δεν μπορούσε να με ακούση, κανείς δεν με πρόσεχε»14.

«Από παντού έβλεπα κόσμο να τρέχη στον τόπο του δυστυχήματος... Καθώς με πλησία­ζαν προσπάθησα να παραμερίσω για να μη με ποδοπατήσουν, αλλά εκείνοι απλώς περνού­σαν μέσα από το σώμα μου»15.

«Δεν ήμουν σε θέσι να αγγίξω τίποτε, ή­μουν ανίκανος να επικοινωνήσω με οποιον­δήποτε από αυτούς που ήταν γύρω μου. Ή­ταν ένα τρομερό αίσθημα μοναξιάς, ένα αί­σθημα πλήρους απομονώσεως.  Ήξερα πως ήμουν ολομόναχος»16.

Μερικές φορές υπάρχει κάποια εντυπωσια­κή «αντικειμενική απόδειξις» για το ότι το άτομο βρίσκεται πράγματι έξω από το σώμα του την στιγμή εκείνη. Υπάρχουν περιπτώ­σεις ανθρώπων που είναι σε θέσι να διηγη­θούν συζητήσεις ή συγκεκριμένες λεπτομέρει­ες γεγονότων που συνέβησαν σε διπλανά δω­μάτια ή ακόμη πιο μακρυά, όσο αυτοί ήταν «νεκροί». Μεταξύ άλλων παρομοίων παρα­δειγμάτων, η Δρ Κιούμπλερ-Ρος αναφέρει την αξιόλογη περίπτωσι μιας τυφλής που «εί­δε» και αργότερα περιέγραψε με λεπτομέρεια το κάθε τι μέσα στο δωμάτιο όπου «πέθανε», αν και όταν επανήλθε στη ζωή ήταν και πάλι τυφλή17. Το περιστατικό αυτό αποτελεί μία καταπληκτική απόδειξι ότι ο άνθρωπος δεν βλέπει με το μάτι, ούτε σκέπτεται με τον εγ­κέφαλο, αφού οι διανοητικές λειτουργίες εί­ναι ταχύτερες μετά τον θάνατο. Η ψυχή εί­ναι αυτή που επιτελεί τις λειτουργίες αυτές διά μέσου των φυσικών οργάνων, όσο το σώ­μα είναι ζωντανό, και μόνο με την δική της δύναμι, όταν το σώμα νεκρωθή.

Τίποτε από αυτά δεν θα πρέπη να φαίνεται παράξενο σε εναν Ορθόδοξο Χριστιανό. Η εμπειρία που περιγράφεται εδώ είναι αυτό α­κριβώς που γνωρίζουν οι Χριστιανοί ως χω­ρισμό της ψυχής από το σώμα κατά την ώρα του θανάτου. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα της απιστίας της εποχής μας το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί σπανίως χρησιμοποιούν την χριστιανική ορολογία ή αντιλαμβάνονται ότι η ψυχή τους είναι εκείνη που απελευθε­ρώνεται από το σώμα και αισθάνεται όλα αυτά τα πράγματα. Τις περισσότερες φορές είναι απλώς προβληματισμένοι για την νέα κατάστασι στην οποία βρέθηκαν.

Η περιγραφή μιας μεταθανάτιας εμπειρί­ας με τίτλο Απίστευτο για πολλούς και ό­μως πραγματικό γεγονός18, γράφτηκε ακριβώς από εναν τέτοιον άνθρωπο. Πρόκειται για κάποιον βαπτισμένο Ορθόδοξο Χριστια­νό, ο οποίος επηρεασμένος από το πνεύμα του τέλους του 19ου αιώνος παρέμενε αδιά­φορος προς τις αλήθειες της πίστεώς του και μάλιστα δεν πίστευε ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή. Αυτή του η εμπειρία η οποία συνέβη πριν από ενενήντα περίπου χρόνια19 έχει για μας σημέρα μεγάλη αξία και είναι μάλλον έργο της Θείας Προνοίας, εν όψει μάλιστα των καινούργιων μεταθανάτιων εμπειριών της εποχής μας. Αποτελεί μία ολοκληρωμέ­νη εμπειρία του τι συμβαίνει στην ψυχή μετά τον θάνατο και προχωρεί πολύ πιο πέρα από τις σύντομες και αποσπασματικές περιγραφές των νεωτέρων βιβλίων. Γράφτηκε από έναν ευαίσθητο άνθρωπο, ο οποίος ξεκινώντας μέ­σα από την σύγχρονη κατάστασι της απι­στίας έφτασε στο τέλος να αναγνωρίση τις αλήθειες της Ορθοδοξίας, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε να τελείωση την ζωή του σαν μοναχός. Αυτό το μικρό βιβλίο μπορεί πράγ­ματι να μας χρησιμεύση σαν σημείο αναφοράς, προκειμένου να αξιολογήσουμε τις νέ­ες εμπειρίες. Δεδομένου ότι δεν περιέχει τί­ποτε το αντίθετο προς την ορθόδοξη διδασκα­λία περί μελλούσης ζωής, έχει εγκριθεί από έναν από τους διακεκριμένους ιεραποστολι­κούς εκδότες του τέλους του περασμένου αιώ­νος, τον Αρχιεπίσκοπο Νίκωνα της Βολογκντά. Μετά την περιγραφή της τελικής επιθα­νάτιας αγωνίας και του τρομακτικού βάρους που τον ωθούσε κάτω προς τη γη, ο συγγρα­φεύς της διηγήσεως εξιστορεί:

«Ξαφνικά ένοιωσα μέσα μου μια ηρεμία.  Ανοιξα τα μάτια μου, και όλα όσα είδα εκεί­νη την στιγμή, μέχρι και την παραμικρή λε­πτομέρεια, καταγράφηκαν στη μνήμη μου με πλήρη διαύγεια.

Είδα ότι στεκόμουν μόνος σε ενα δωμάτιο. Δεξιά μου, όρθιο μαζεμένο σε ημικύκλιο γύ­ρω από κάτι, ήταν στριμωγμένο όλο το ια­τρικό προσωπικό... Η σύναξις αυτή των για­τρών μου προξένησε έκπληξι. Εκεί που στέ­κονταν υπήρχε μόνο ένα κρεββάτι. Τι ήταν αυτό που τραβούσε την προσοχή τους, αφού εγώ δεν ήμουν εκεί, αλλά στεκόμουν στη μέ­ση του δωματίου;

Κινήθηκα μπροστά και κοίταξα προς τα εκεί που κοίταζαν όλοι. Εκεί επάνω στο κρεββάτι ήμουν ξαπλωμένος εγώ!...

Δεν θυμάμαι να ένοιωσα κάτι σαν φόβο, όταν είδα τον δεύτερο εαυτό μου. Είχα μόνο μία απορία. Πώς μπορεί να βρίσκωμαι εδώ και συγχρόνως να είμαι και εκεί; Πώς γίνε­ται αυτό;...

 Ήθελα να αγγίξω τον εαυτό μου, να πιά­σω το αριστερό μου χέρι με το δεξί, αλλά το χέρι μου διαπερνούσε το σώμα μου... Φώνα­ξα τον γιατρό, αλλά η ατμόσφαιρα αποδεί­χθηκε εντελώς ακατάλληλη. Δεν δεχόταν ούτε μετεβίβαζε τους ήχους της φωνής μου και κατάλαβα ότι βρισκόμουν σε μία κατάστασι πλήρους αποξενώσεως από όλα όσα ή­ταν τριγύρω μου.  Όταν συνειδητοποίησα αυ­τή την παράξενη απομόνωσί μου, με κυρίευσε ενα αίσθημα πανικού. Πραγματικά, υπήρχε κάτι το ανείπωτα φρικτό σ' αυτή την αλλόκο­τη απομόνωσι...

Έρριξα μία ματιά, και τότε μου ήλθε για πρώτη φορά η σκέψις: Είναι δυνατόν αυτό που μου συνέβη, στη γλώσσα μας, στη γλώσσα των ζωντανών ανθρώπων, να αποκαλήται με την λέξι «θάνατος»; Αυτή η σκέψις μου ήλθε, διό­τι το σώμα που ήταν ξαπλωμένο στο κρεββάτι είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός πτώματος...

Η έννοια της λέξεως «θάνατος» είναι συ­νυφασμένη με την ιδέα μιας κάποιας κατα­στροφής, μιας διακοπής της ζωής. Πώς όμως μπορούσα να σκέπτωμαι ότι πέθανα, αφού δεν είχα χάσει ούτε μία στιγμη την αυτοσυ­νειδησία μου; Ένοιωθα ακριβώς σαν να ή­μουν ζωντανός, τα άκουγα όλα, τα έβλεπα και τα αντιλαμβανόμουν όλα, ήμουν ικανός να κινούμαι, να σκέπτωμαι και να μιλώ...

Η αποξένωσις αυτή από κάθε τι γύρω μου και ο διχασμός της προσωπικότητάς μου, θα μπορούσαν να με κάνουν να αντιληφθώ αυτό που μου συνέβη, αν πίστευα στην ύπαρξι της ψυχής και αν ήμουν θρησκευόμενος. Επειδή όμως εγώ δεν πίστευα, με ωδηγούσε μόνο αυτό που αισθανόμουν. Η αίσθησις της ζωής ήταν τόσο ξεκάθαρη, ώστε ένοιωθα μόνο αμηχανία γι' αυτό το παράξενο φαινόμενο. Μου ήταν εντελώς αδύνατο να συνδέσω τα συναισθήματά μου με την παραδοσιακή αντίληψι περί θανάτου, να πιστέψω δηλαδή ότι δεν υπάρχω, ενόσω είχα αίσθησι και συνείδησι του εαυτού μου...

Αργότερα, ενθυμούμενος και αναλογιζό­μενος αυτή την κατάστασι, παρετήρησα ότι οι διανοητικές μου ικανότητες πρέπει να λει­τουργούσαν με καταπληκτική έντασι και τα­χύτητα»20.

Η κατάστασις της ψυχής κατά τα πρώτα λεπτά μετά τον θάνατο δεν περιγράφεται με τόσες λεπτομέρειες στην χριστιανική γραμ­ματεία της αρχαιότητος. Εκεί όλη η έμφασις δίνεται πάντοτε στις πολύ εντυπωσιακώτερες εμπειρίες που ακολουθούν.  Ίσως μόνο στην σύγχρονη εποχή, όπου η ταύτισις της «ζωής» με την «ζωή εν τω σώματι» έχει γίνει τόσο ολοκληρωτική και πειστική, θα μπορούσαμε να περιμένουμε να δίνεται τόση μεγάλη προσοχή σ' εκείνα τα πρώτα λίγα λεπτά, στη διάρκεια των οποίων οι προσδοκίες των περισσοτέρων συγχρόνων ανθρώπων α­νατρέπονται τόσο ριζικά, καθώς συνειδητο­ποιούν ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, ότι η ζωή συνεχίζεται και ότι ένας ολόκληρος και­νούργιος κόσμος ανοίγεται για την ψυχή!

Ασφαλώς δεν υπάρχει τίποτε στην εμπει­ρία αυτή που να έρχεται σε αντίθεσι με την ορθόδοξη διδασκαλία περί καταστάσεως της ψυχής μετά τον θάνατο. Κάποιοι, σχολιάζον­τας την εμπειρία αυτή, εξέφρασαν αμφιβολίες για το αν ένα άτομο έχη πράγματι πεθάνει, εφ' όσον επανέρχεται στη ζωή μέσα σε μερικά λεπτά.  Όμως αυτό είναι απλώς ένα θέμα επιστημονικό, που εν καιρώ θα σχολιάσουμε. Το γεγονός που παραμένει είναι ότι μέσα στα λίγα αυτά λεπτά —μερικές φορές μάλιστα και μέσα στα λεπτά που προηγούνται από τον θάνατο— υπάρχουν συχνά εμπειρίες που δεν μπορούν να ερμηνευθούν σαν απλές «πα­ραισθήσεις». Ο σκοπός μας τώρα είναι να α­νακαλύψουμε πώς πρέπει να καταλάβουμε τις εμπειρίες αυτές.

2. Η συνάντησις με άλλους

Η ψυχή παραμένει στην αρχική κατάστασι της μοναξιάς μετά τον θάνατο για πολύ λί­γο χρονικό διάστημα. Ο Δρ Μούντυ αναφέ­ρει αρκετές περιπτώσεις ανθρώπων που ακό­μη και πριν πεθάνουν, είδαν ξαφνικά πεθαμέ­νους συγγενείς και φίλους τους.

«Ο γιατρός με είχε ξεγράψει και είπε στους συγγενείς μου ότι ψυχορραγούσα...  Έβλεπα ένα πλήθος ανθρώπων να αιωρούνται μαζί μου, γύρω μου, στο ταβάνι του δωματί­ου μου. Ήταν όλοι άνθρωποι που είχα γνω­ρίσει στην προηγούμενη ζωή μου, αλλά τότε είχαν ήδη όλοι πεθάνει. Αναγνώρισα την γιαγιά μου, μία συμμαθήτρια μου από το σχολείο και πολλούς άλλους συγγενείς και φίλους... Ήταν μία πολύ ευτυχισμένη στιγμη και ένοιωσα ότι ήλθαν για να με προστατεύ­σουν και να με οδηγήσουν»21.

Αυτή η εμπειρία της συναντήσεως με νε­κρούς φίλους και συγγενείς κατά την στιγμή του θανάτου δεν είναι καθόλου μια νέα ανακάλυψι, ακόμη και για τους σύγχρονους επιστη­μονικούς κύκλους. Πριν εξήντα περίπου χρό­νια το θέμα απετέλεσε αντικείμενο μελέτης ενός μικρού βιβλίου του σερ Ουίλλιαμ Μπάρρετ, ενός κάποιου πρωτοπόρου της σύγχρονης «παραψυχολογίας» ή, αν προτιμάτε, των «ψυχικών ερευνών»22. Μετά την δημοσίευσι του πρώτου βιβλίου του δόκτορος Μούντυ, οι δόκτορες  Όσις και Χάραλντσον, εμπνευσμέ­νοι από το βιβλίο του σερ Ουίλλιαμ, κυκλο­φόρησαν μία πολύ λεπτομερέστερη περιγρα­φή της συγκεκριμένης αυτής εμπειρίας.  Ό­πως απεδείχθη εκ των υστέρων, οι δύο αυτοί συγγραφείς είχαν κάνει συστηματική έρευνα πάνω στις εμπειρίες των ετοιμοθάνατων για πολλά χρόνια. Πρέπει λοιπόν εδώ να πούμε κάτι για τα πορίσματα αυτού του βιβλίου23.

Το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο καθαρά «επιστημονικό» σύγγραμμα που εκδίδεται περί των εμπειριών των ετοιμοθάνατων. Βα­σίζεται σε αποτελέσματα διεξοδικών ερωτη­ματολογίων και συνεντεύξεων με γιατρούς και νοσοκόμους, επιλεγμένους στην τύχη από τις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες και την Βόρεια Ινδία. (Η χώρα αυτή επελέγη για μέγιστη αντικειμενικότητα, ώστε να ελεγ­χθούν οι διαφορές που μπορεί να προκύπτουν από τη διαφορά εθνικότητος, ψυχολογίας και θρησκεύματος). Το υλικό που συνελέγη πε­ριλαμβάνει πάνω από χίλιες περιπτώσεις εμφανίσεων και οπτασιών που σημειώθηκαν σε ετοιμοθάνατους και σε λίγες περιπτώσεις κλινικώς νεκρών που ανεβίωσαν. Οι συγγρα­φείς συμπεραίνουν ότι σε γενικές γραμμές τα πορίσματα του δόκτορος Μούντυ εναρμονί­ζονται με τα δικά τους24.

Βρίσκουν επίσης ότι οι εμφανίσεις νεκρών συγγενών και φίλων (και στην Ινδία πολλές εμφανίσεις ινδουϊστικών θεοτήτων) συμβαίνουν συχνά μέσα στην τελευταία ώρα και σχεδόν πάντοτε μέσα στο τελευταίο εικοσιτετράωρο πριν από τον θάνατο. Στις μισές περίπου περιπτώσεις υ­πάρχει η οπτασία ενός μεταφυσικού, «ουρανί­ου» περιβάλλοντος που προκαλεί σε όλους τα ίδια συναισθήματα. (Θα μιλήσουμε πιο κά­τω γι' αυτήν την «ουράνια» εμπειρία). Η με­λέτη αυτή έχει ιδιαίτερη αξία, για τον λόγο ότι διακρίνει προσεκτικά τις ασύνδετες, φυσι­κές παραισθήσεις από τις καθαρά και με εν­άργεια ειδωμένες, μεταφυσικές εμφανίσεις και οπτασίες και αναλύει στατιστικά την πα­ρουσία διαφόρων παραγόντων, όπως η χρήσις παραισθησιογόνων φαρμάκων, ο υψηλός πυρετός, οι ασθένειες και βλάβες του εγκεφά­λου, που μπορούν να προκαλέσουν παραισθή­σεις μάλλον παρά πραγματικές εμπειρίες κά­ποιων πραγμάτων που βρίσκονται έξω από το μυαλό του ασθενούς. Είναι πολύ χαρακτη­ριστική η διαπίστωσις των συγγραφέων ότι οι εμπειρίες με την μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή και τον ευκρινέστερο μεταφυσικό χα­ρακτήρα συμβαίνουν σε ασθενείς με τον με­γαλύτερο βαθμό επαφής με την φυσική πραγματικότητα και την μικρότερη πιθανότητα υ­παγωγής σε παραισθήσεις. Ειδικώτερα, εκεί­νοι που βλέπουν εμφανίσεις νεκρών ή κάποι­ων πνευματικών όντων έχουν συνήθως πλή­ρη πνευματική διαύγεια και βλέπουν αυτά τα όντα, έχοντας πλήρη επίγνωσι του κλινικού τους περιβάλλοντος. Επιπλέον διαπιστώθη­κε ότι εκείνοι που έχουν παραισθήσεις βλέ­πουν συνήθως πρόσωπα που είναι στη ζωή, ενώ οι γνήσιες εμφανίσεις σε ετοιμοθάνατους αφορούν μάλλον πρόσωπα που έχουν πεθά­νει. Οι συγγραφείς, μολονότι είναι επιφυλα­κτικοί ως προς τα συμπεράσματά τους, τεί­νουν μάλλον προς την «παραδοχή της θεωρί­ας περί επέκεινα ζωής ως της πλέον βασίμου εξηγήσεως των δεδομένων μας»25. Το βιβλίο αυτό συμπληρώνει έτσι τα ευρήματα του δό­κτορος Μούντυ και επιβεβαιώνει κατά τρόπο εντυπωσιακό την εμπειρία της συναντήσεως πεθαμένων προσώπων και πνευματικών όν­των κατά την στιγμη του θανάτου. Κατά πό­σον όμως τα όντα αυτά είναι πράγματι εκεί­να που νομίζει ο ετοιμοθάνατος, είναι ένα ζή­τημα που θα το εξετάσουμε παρακάτω.

Τέτοιου είδους πορίσματα προκαλούν δι­καιολογημένα κάποια έκπληξι, όταν προέρ­χονται από το περιβάλλον του αγνωστικι­σμού και της απιστίας που επί τόσον καιρό χαρακτήριζε τις θεωρίες της σύγχρονης επι­στήμης.  Ομως για έναν Ορθόδοξο Χριστια­νό δεν έχουν τίποτε το καταπληκτικό.

Γνω­ρίζουμε ότι ο θάνατος είναι απλώς μία μετάβασις σε μία άλλη μορφή υπάρξεως και είμα­στε εξοικειωμένοι με πολλές εμφανίσεις και οπτασίες που συμβαίνουν σε ετοιμοθάνατους, τόσο σε αγίους, όσο και σε κοινούς αμαρτω­λούς.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας, περιγρά­φοντας πολλές από τις εμπειρίες αυτές στους Διάλογους του, εξηγεί αυτό το φαινόμενο της συναντήσεως άλλων προσώπων: «Συμβαίνει αρκετά συχνά, η ψυχή που πρόκειται να βγη από το σώμα να αναγνωρίζη αυτούς με τους οποίους πρόκειται να μοιραστή την ίδια αιώ­νια κατοικία, λόγω ισότητος πταισμάτων ή ανταμοιβών»26. Και ειδικά όσον άφορα αυ­τούς που έζησαν ενάρετη ζωή, ο άγιος Γρη­γόριος σημειώνει: «Συμβαίνει συχνά στους δικαίους κατά την ώρα του θανάτου τους, να δέχωνται οπτασίες των προηγηθέντων αγί­ων, για να μη φοβηθούν την απόφασι του θα­νάτου τους, αλλά μέσα στο όραμα αυτό του ομίλου των πολιτών της Ουράνιας Βασιλείας να λυθούν από τον δεσμό του σώματος χωρίς αγωνία και φόβο»27. Αναφέρει επίσης παρα­δείγματα, όπου άγγελοι, μάρτυρες, ο από­στολος Πέτρος, η Παναγία και ο ίδιος ο Χρι­στός εμφανίστηκαν σε ετοιμοθάνατους28.

Ο Δρ Μούντυ σημειώνει ένα παράδειγμα συναντήσεως ενός ετοιμοθάνατου με κάποιον που του ήταν τελείως άγνωστος. «Μία γυ­ναίκα μού διηγήθηκε ότι κατά την διάρκεια της μεταθανάτιας εμπειρίας της είδε, έκτος από το δικό της εξαϋλωμένο σώμα, το σώμα κάποιου ο οποίος είχε πεθάνει πολύ πρόσφα­τα και τον οποίον ωστόσο δεν γνώριζε η ί­δια»29.

Ο άγιος Γρηγόριος περιγράφει ένα α­νάλογο φαινόμενο στους Διαλόγους. Διηγεί­ται διάφορα περιστατικά, κατά τα οποία κάποιος που πέθαινε ανέφερε το όνομα ενός άλ­λου που πέθαινε την ιδια στιγμη σε διαφορε­τικό τόπο. Κι αυτό βέβαια δεν είναι θέμα διοράσεως, την οποία έχουν μόνο οι άγιοι, διότι ο άγιος Γρηγόριος περιγράφει πως ένας κοι­νός θνητός, προοριζόμενος προφανώς για την κόλασι, κάλεσε κάποιον άγνωστό του Στέφα­νο, που επρόκειτο να πεθάνη την ίδια στιγμή, για να του πη ότι «το πλοίο μας είναι έτοιμο να μας πάρη στην Σικελία»30 (η Σικελία εί­ναι νησί με μεγάλη ηφαιστειακή δραστηριό­τητα που θυμίζει κόλασι). Είναι φανερό ότι εδώ πρόκειται γι' αυτό που σημέρα ονομάζε­ται εξωαισθητική αντίληψις31 και που σε πολλούς γίνεται ιδιαίτερα οξεία λίγο πριν από τον θάνατο και φυσικά συνεχίζει μετά τον θάνατο, όταν πια η ψυχή βρίσκεται εντελώς έξω από τον χώρο των φυσικών αισθήσεων.

Έτσι η συγκεκριμένη αύτη «ανακάλυψις» της σύγχρονης ψυχολογικής έρευνας επιβε­βαιώνει απλώς αυτό που ο αναγνώστης της αρχαίας χριστιανικής γραμματείας ήδη γνω­ρίζει, όσον άφορα τα συναπαντήματα κατά την ώρα του θανάτου. Τα συναπαντήματα αυ­τά, μολονότι δεν φαίνεται να συμβαίνουν σε όλους τους ετοιμοθάνατους, μπορούν να χαρακτηρισθούν παγκόσμια, υπό την έννοια ότι συμβαίνουν ανεξαρτήτως εθνικότητος, θρη­σκεύματος ή αγιότητος ζωής του υποκειμένου.

Η εμπειρία ενός χριστιανού αγίου αφ' ετέ­ρου, αν και περιέχει τα ίδια γενικά χαρακτη­ριστικά με τις εμπειρίες των υπολοίπων, έχει μία εντελώς άλλη διάστασι, που δεν μπορεί να προσδιορισθή από τους ερευνητές των ψυ­χικών φαινομένων. Κατά την εμπειρία αυτή εκδηλώνονται συνήθως κάποια ειδικά σημεία της χάριτος του Θεού και η θέα του άλλου κόσμου γίνεται αισθητή ακόμη και στους πα­ρευρισκομένους.  Ας αναφέρουμε ενα ακόμη παράδειγμα από τους Διαλόγους του αγίου Γρηγορίου.

«Ενώ στέκονταν γύρω από το κρεββάτι της Ρωμύλας, ξαφνικά τα μεσάνυκτα ενα φως έλαμψε από τον ουρανό, πλημμυρίζον­τας ολόκληρο το δωμάτιο. Το μεγαλείο και η λάμψις του προκάλεσαν φόβο και τρόμο στις καρδιές τους... Μετά άκουσαν τον ήχο από ενα τεράστιο πλήθος. Η πόρτα του δω­ματίου άνοιξε διάπλατα, λες και ένας μεγά­λος αριθμός ανθρώπων συνωστιζόταν για να μπη μέσα. Εκείνοι που στέκονταν γύρω στο κρεββάτι είχαν την εντύπωσι ότι το δωμάτιο γέμιζε από κόσμο, αλλά από τον υπερβολικό τους φόβο και την εξαιρετική λάμψι δεν μπορούσαν να δούνε τίποτε. Ο φόβος τούς είχε παραλύσει και το λαμπρό φως θάμπωνε τα μάτια τους. Την ίδια στιγμη μία υπέροχη ευ­ωδία γέμισε την ατμόσφαιρα και ηρέμησε τις ψυχές τους, που ήταν ακόμη τρομαγμένες από το ξαφνικό φως... [Η Ρωμύλα] κοιτάζον­τας την πνευματική της μητέρα Ρεδέμπτα, είπε με ευχάριστη φωνή:  "Μη φοβάσαι, μη­τέρα, δεν θα πεθάνω ακόμη"». Η ευωδία παρέμεινε επί τρεις ημέρες και «την τέταρτη νύκτα η Ρωμύλα κάλεσε πάλι την πνευματι­κή της μητέρα και ζήτησε να μεταλάβη τα  Άχραντα Μυστήρια. Μόλις η Ρεδέμπτα και η άλλη μαθήτριά της απομακρύνθηκαν από την κλίνη, είδαν δύο χορούς ψαλτών που στέ­κονταν στην πλατεία μπροστά από το μονα­στήρι... Η ψυχή της Ρωμύλας απελευθερώθηκε από το σώμα για να οδηγηθή κατ' ευ­θείαν στον ουρανό. Και καθώς οι χοροί συνώδευαν την ψυχή της, ανεβαίνοντας όλο και ψηλότερα, ο ήχος του άσματός τους εξασθενούσε βαθμιαία, έως ότου τελικά χάθηκαν εντελώς τόσο η μελωδία των ψαλμών όσο και η ευωδία»32. Ανάλογα περιστατικά ανα­φέρονται στην ζωή πολλών αγίων της Εκ­κλησίας (αγ. Σισώη, αγ. Ταϊσίας, μακαρίου Θεοφίλου του Κιέβου κ. ά.).

Όσο περισσότερο προχωρούμε σ' αυτή τη μελέτη των εμπειριών του θανάτου, θα πρέπη να έχουμε υπ' όψιν μας τις μεγάλες δια­φορές που υπάρχουν ανάμεσα στην γενική εμπειρία του θανάτου, η οποία προκαλεί σημέρα τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, και στην εμ­πειρία του θανάτου που η θεία χάρις παρέχει στους ενάρετους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Αυτό θα μάς βοηθήση να καταλάβουμε καλύ­τερα μερικές από τις προβληματικές πλευρές των εμπειριών που περιγράφουμε.

Η διάκρισις αυτή, λόγου χάριν, μπορεί να μας βοηθήση να προσδιορίσουμε τις εμφανί­σεις που συμβαίνουν στους ετοιμοθάνατους.  Έρχονται πράγματι οι συγγενείς και οι φί­λοι από τον κόσμο των νεκρών, για να εμφα­νισθούν σ' αυτόν που πεθαίνει; Και μήπως αυτές οι συγκεκριμένες εμφανίσεις είναι δια­φορετικές από τις οπτασίες αγίων που συμ­βαίνουν σε ενάρετους Χριστιανούς κατά την στιγμή του θανάτου τους;

Για να απαντήσουμε στο πρώτο από τα δύο αυτά ερωτήματα, ας θυμηθούμε ότι οι δόκτορες Όσις και Χάραλντσον αναφέρουν ότι πολλοί ετοιμοθάνατοι Ινδοί βλέπουν τις θεότητες του ινδουϊστικού πανθέου (Κρίσνα, Σίβα, Κάλι, κλπ.) και όχι εκείνους τους στε­νούς συγγενείς και φίλους που συνήθως ανα­φέρουν οι ετοιμοθάνατοι στην Αμερική. Και όμως, όπως τόσο καθαρά μας διδάσκει ο απόστολος Παύλος, οι «θεοί» αυτοί δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα33. Σε κάθε «πραγματική» εμπειρία «θεών» είναι βέβαιο ότι εμπλέκονται δαίμονες34.

Τότε λοιπόν ποιόν βλέπουν στην πραγματικότητα αυτοί οι ετοιμοθάνατοι Ινδοί; Οι δόκτορες  Όσις και Χάραλντσον πιστεύουν ότι ο προσδιορισμός των όντων που εμφανίζονται είναι κατά μέγα μέρος αποτέλεσμα υποκειμενικών ερμηνειών, ανάλογα με το θρησκευτικό, πολιτιστικό και προσωπικό υπόβαθρο του υποκειμένου. Αυτό φαίνεται να είναι ένα λογικό συμπέρασμα, που ταιριάζει στις περισσότερες περιπτώσεις.

Στις περιπτώσεις της Αμερικής επίσης, θα πρέπη οι εμφανιζόμενοι νεκροί συγγενείς να μην είναι στην πραγματικότητα «παρόντες», όπως πιστεύει συνήθως ο ετοιμοθάνατος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας λέγει ότι ο ετοιμοθάνατος «αναγνωρίζει» άτομα, ενώ στον ενάρετο «εμφανίζονται οι άγιοι των ουρανών»: μία διάκρισις που δεν δείχνει μόνο την διαφορά της επιθανάτιας εμπειρίας των ενάρετων από έκείνην των κοινών αμαρτωλών, αλλ' έχει και άμεση σχέσι με την διαφορετική μεταθανάτια κατάστασι των αγίων και των κοινών αμαρτωλών. Οι άγιοι έχουν μεγάλη ελευθερία να πρεσβεύουν για τους ζώντες και να σπεύδουν προς βοήθειά τους, ενώ οι αμαρτωλοί, εκτός ωρισμένων ειδικών περιπτώσεων, δεν έχουν καμμία επαφή με τους ζώντες.          

Η διάκρισις αυτή προσδιωρίστηκε σαφώς από τον ιερό Αυγουστίνο, Λατίνο Πατέρα της Εκκλησίας του 5ου αιώνος, στην πραγματεία που έγραψε κατ' αίτησιν του αγίου Παυλίνου επισκόπου Νώλης, περί της «φροντίδος των νεκρών». Εκεί προσπαθεί να συμβιβάση το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι πολλοί άγιοι, όπως ο μάρτυς Φήλιξ της Νώλης, εμφανίσθηκαν σαφέστατα σε πιστούς με το εξίσου αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι νεκροί κατά κανόνα δεν εμφανίζονται στους ζώντες.

Αφού παρουσιάση την βασισμένη στην  Αγία Γραφή ορθόδοξη διδασκαλία, ότι «οι ψυχές των νεκρών βρίσκονται σε ένα μέρος όπου δεν βλέπουν τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην θνητή ζωή»35 και την άποψι ότι οι εμφανίσεις νεκρών στους ζώντες είναι συνήθως είτε «έργο των αγγέλων» είτε «απατηλά οράματα» κατ' ενέργειαν των δαιμόνων, των οποίων σκοπό αποτελεί επίσης και η αποπλάνησις των ανθρώπων σε εσφαλμένη διδασκαλία περί μελλούσης ζωής36, ο ιερός Αυγουστίνος προβαίνει κατόπιν στην διάκρισι μεταξύ των φαινομενικών εμφανίσεων των νεκρών και των αληθινών εμφανίσεων των αγίων. «Πώς γίνεται οι μάρτυρες να δείχνουν ότι ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα πράγματα μέσω των ευεργεσιών που παρέχουν σε όσους τις ζητούν, αφού οι νεκροί δεν γνωρίζουν τι κάνουν οι ζώντες; Γιατί ο άγιος Φήλιξ ο ομολογητής, εκτός από την βοήθεια που προσέφερε στους ανθρώπους, εμφανίσθηκε και μπροστά στα μάτια τους, όταν η Νώλα επολιορκείτο από τους βαρβάρους; Σεις (ο επίσκοπος Παυλίνος) διακατέχεσθε από ευσεβή αγαλλίασι λόγω αυτής της εμφανίσεως του.         

Μάθαμε αυτό το γεγονός όχι από αδέσποτες φήμες, αλλά από αξιόπιστους μάρτυρες.         Πράγματι, κατά θείο τρόπο παρουσιάζονται πολλές φορές πράγματα τα οποία διαφέρουν  από την συνήθη τάξι που η φύσις έχει δώσει στα διάφορα γένη των κτισμάτων. Το γεγονός ότι ο Κύριος μετέτρεψε το νερό σε κρασί, όταν κάποτε το θέλησε, δεν μάς δίνει το δικαίωμα να μην αντιλαμβανώμαστε την πραγματική αξία του νερού σαν νερού. Αυτό είναι  ένα σπάνιο, μάλλον ένα μοναδικό γεγονός θείας επενέργειας.

Επίσης το γεγονός ότι ο Λάζαρος ανέστη εκ νεκρών δεν σημαίνει ότι κάθε νεκρός ανίσταται, όταν το επιθυμή ή ότι κάποιος μπορεί να αναστήση έναν νεκρό, όπως ξυπνά κάποιον που κοιμάται. Μερικά γεγονότα είναι χαρακτηριστικά των ανθρωπίνων ενεργειών, ενώ άλλα αποτελούν σημεία της δυνάμεως του Θεού. Μερικά πράγ­ματα συμβαίνουν φυσικά, ενώ άλλα γίνονται θαυματουργικά, μολονότι ο Θεός παρίσταται και στις φυσικές διεργασίες και η φύσις είναι συνδεδεμένη με το θαύμα. Δεν πρέπει λοιπόν να πιστεύη κανείς ότι ένας νεκρός μπορεί να επέμβη στις υποθέσεις των ζώντων, απλώς και μόνο επειδή οι μάρτυρες είναι παρόντες, όταν θεραπεύουν ή βοηθούν ωρισμένους ανθρώπους. Θα πρέπη μάλλον να σκέπτεται ότι οι μάρτυρες δια μέσου της θείας δυνάμεως μετέχουν στις υποθέσεις των ζώντων, ενώ οι νεκροί από μόνοι τους δεν έχουν την δύναμι να επέμβουν σ' αυτές»37.

Πράγματι, οι άγιοι Πατέρες των νεωτέρων χρόνων, όπως ο όσιος Αμβρόσιος της Όπτινα, διδάσκουν ότι τα όντα που επικοινωνούν με τους ανθρώπους κατά τις πνευματιστικές συνεδριάσεις είναι δαίμονες και όχι τα πνεύμα­τα των νεκρών. Ακόμη και αυτοί που έχουν μελετήσει διεξοδικά το φαινόμενο του πνευ­ματισμού, όταν έχουν κάποια χριστιανικά κριτήρια, καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα38.

Δεν πρέπει λοιπόν να αμφιβάλλουμε ότι οι άγιοι εμφανίζονται στους ενάρετους την στιγ­μή του θανάτου, όπως περιγράφεται σε πολ­λούς βίους αγίων. Για τους κοινούς αμαρτω­λούς αφ' ετέρου, συμβαίνουν συχνά εμφανί­σεις συγγενών, φίλων ή «θεών» ανάλογα με αυτό που περιμένουν ή είναι προετοιμασμένοι να δουν. Η ακριβής φύσις των τελευταίων αυτών εμφανίσεων είναι ίσως αδύνατον να προσδιορισθή. Ασφαλώς δεν είναι απλές πα­ραισθήσεις, αλλά φαίνεται ότι αποτελούν μέ­ρος της φυσικής εμπειρίας του θανάτου και μία ένδειξι για εκείνον που πεθαίνει ότι πρό­κειται να εισέλθη σε ενα νέο χώρο, όπου οι συνηθισμένοι νόμοι της υλικής φύσεως δεν ισχύουν πλέον. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτε το τόσο εκπληκτικό σχετικά με την εμπειρία αυτή, η οποία άλλωστε δείχνει να παραμένη σταθερή σε όλες τις εποχές, τους τόπους και τα θρησκεύματα.

Η εμπειρία της «συναντήσεως με άλ­λους» συμβαίνει συνήθως λίγο πριν από τον θάνατο και δεν πρέπει να συγχέεται με την μάλλον διαφορετική συνάντησι που θα περι­γράψουμε ευθύς αμέσως: την συνάντησι με την «φωτεινή ύπαρξι».

 

3. Η «φωτεινή ύπαρξις»

Την εμπειρία αυτή ο Δρ Μούντυ την περι­γράφει ως «ίσως το πλέον απίστευτο κοινό στοιχείο των περιγραφών που μελέτησα και ασφαλώς το στοιχείο που έχει την πλέον βαθειά επίδρασι στο άτομο»39. Τα περισσότερα άτομα περιγράφουν την εμπειρία αυτή σαν εμφάνισι ενός φωτός που η λαμπρότητα του αυξάνεται ταχύτατα.  Όλοι το αναγνωρίζουν σαν κάποια ύπαρξι με συγκεκριμένη προσω­πικότητα, γεμάτη ζεστασιά και αγάπη, που μαγνητίζει κυριολεκτικά αυτόν που μόλις έχει πεθάνει. Ο προσδιορισμός της ταυτότη­τος αυτού του όντος φαίνεται να εξαρτάται από το θρησκευτικό υπόβαθρο του ανθρώπου. Αυτό καθ' εαυτό δεν έχει συγκεκριμένη μορ­φή. Μερικοί λένε ότι είναι ο Χριστός και άλ­λοι ότι είναι άγγελος.  Όλοι φαίνεται να κα­ταλαβαίνουν ότι είναι ένα ον που έχει σταλεί, για να τους οδηγήση κάπου. Να μερικές πε­ριγραφές της εμπειρίας αυτής:

«Άκουσα τους γιατρούς να λένε ότι ήμουν νεκρός και την ίδια στιγμή ένοιωσα να κλυδωνίζωμαι, ή μάλλον κάτι σαν να έπλεα ή πετούσα...  Όλα γύρω ήταν κατάμαυρα, εκτός από αυτό το φως που ήταν ορατό αρκετά μακρυά από μένα. Ήταν ένα πάρα πολύ λα­μπρό φως, αλλά στην αρχή δεν ήταν πολύ με­γάλο.  Όσο όμως το πλησίαζα, όλο και μεγά­λωνε»40.

Όταν κάποιος άλλος πέθανε, ένοιωσε να πλέη «προς αυτό το αγνό, κρυστάλλινο και καθαρό φως... Δεν υπάρχει τέτοιο φως πάνω στη γη και γι' αυτό δεν μπορώ να το περιγρά­ψω. Δεν είδα βέβαια κάποιο πρόσωπο μέσα σ' αυτό το φως, κι όμως είναι σίγουρο πως έχει μία ιδιαίτερη οντότητα. Είναι ένα φως τέλει­ας κατανοήσεως και τέλειας αγάπης»41.

«Ήμουν έξω από το σώμα μου, δεν υπάρ­χει αμφιβολία γι αυτό, γιατί το έβλεπα πάνω στο χειρουργικό κρεββάτι. Η ψυχή μου ήταν ελεύθερη!  Όλα αυτά με έκαναν στην αρχή να νοιώσω πολύ άσχημα, μα σε λίγο ήλθε εκείνο το λαμπρό φως. Στην αρχή ήταν αμυδρό, σιγά σιγά όμως μεγάλωσε και έγινε μία τερά­στια δέσμη από ακτίνες...  Όταν πρωτοεμφα­νίστηκε το φως, δεν ήμουν βέβαιος για το τι μου συνέβαινε, μα το συνειδητοποίησα μόλις με ρώτησε αν ήμουν έτοιμος να πεθάνω»42.

Αμέσως μετά την εμφάνισί του αυτό το ον αρχίζει να επικοινωνή με αυτούς που μόλις έχουν πεθάνει (περισσότερο με ένα είδος «με­ταβιβάσεως της σκέψεως» παρά με προφο­ρικά λόγια). Αυτό που τους «λέει» είναι πάν­τοτε το ίδιο και ερμηνεύεται από όσους έχουν αυτή την εμπειρία ως εξής: «Είσαι προετοι­μασμένος να πεθάνης;» ή «Τι έχεις καταφέ­ρει με τη ζωή σου που μπορείς να μου παρου­σίασης;»43 Μερικές φορές πάλι αυτός που πε­θαίνει, σε συνάρτησι με το ον αυτό, βλέπει και ένα είδος αναδρομής («φλας μπακ») των περασμένων γεγονότων της ζωής του.  Όλοι ωστόσο υπογραμμίζουν ότι το φωτεινό ον σε καμμιά περίπτωσι δεν προβαίνει σε κάποια «κρίσι» της ζωής τους ή των πράξεων τους. Απλώς τους παρακινεί να συλλογισθούν για την ζωή τους.

Οι δόκτορες  Όσις και Χάραλντσον έχουν καταγράψει και αυτοί κάποιες εμπειρίες ενός τέτοιου όντος στις μελέτες τους. Παρατηρούν ότι η εμπειρία του φωτός είναι «μία χαρα­κτηριστική ιδιότητα των μεταφυσικών επι­σκεπτών»44 και προτιμούν να ακολουθήσουν τον δόκτορα Μούντυ στον προσδιορισμό των όντων που βλέπει ή αισθάνεται κανείς μέσα σ' αυτό το φως σαν απλών «φωτεινών μορ­φών» και όχι σαν των πνευματικών όντων και θεοτήτων που συχνά αναγνωρίζουν σ' αυτά οι ετοιμοθάνατοι.

Ποια —ή τι— είναι αυτά τα «φωτεινά όντα»; Πολλοί τα αποκαλούν «αγγέλους» και υπογραμμίζουν τις θετικές τους ιδιότη­τες: Είναι «φωτεινές» υπάρξεις, γεμάτες «α­γάπη και κατανόησι» και υποβάλλουν στην ψυχή την έννοια της «ευθύνης» για την προη­γούμενη ζωή της.  Όμως οι άγγελοι τους οποίους γνωρίζει η ορθόδοξη χριστιανική παράδοσις είναι πολύ πιο καθωρισμένοι, και ως προς την εμφάνισι και ως προς το συγκεκρι­μένο έργο τους, από ό,τι αυτά τα «φωτεινά όντα». Για να το καταλάβουμε αυτό και για να αρχίσουμε να βλέπουμε τι θα μπορούσαν να είναι αυτά τα «φωτεινά όντα», θα χρειασθή εδώ να παρουσιάσουμε την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία περί αγγέλων και κατόπιν να εξετάσουμε ειδικώτερα την φύσι των αγγέλων που οδηγούν την ψυχή στη με­ταθανάτια της κατάστασι.

(Στο επόμενο: Η ορθόδοξη διδασκαλία περί των Αγγέλων)

 

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 11
ΜΑΡΤΙΟΣ ΜΑΪΟΣ 1991

 


 

1. Hieromonk Seraphim Rose, The soul after death, Contemporary "after-death" experiences in the light of the Orthodox teaching on the afterlife, Platina, California, 1977
2. David R. Wheeler, Journey to the Other Side, Ace Books, New York, 1977, Σ. 130
3. Eternal Mysteries Beyond the Grave, Jordanville, N, Y., 1968
4. K. Uekskuell, "Unbelievable for Many but Actually a True Occurrence", Orthodox Life, July-August, 1976. Ελληνική έκδοσις: Επιστροφή από την άλλη ζωή, Θεσσαλονίκη, 1985.
5. Dr. Raymond A. Moody, Jr., Life, Mockingbird Books, Atlanda, 1975. Ελλήνική έκδοσις: Η ζωή μετά τον σωματικό θάνατο, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1977.
6. Reflections on Life After Life, A Bantam-Mockingbird Book, 1977.
7. Dr. Raymond A. Moody, Jr., Life After Life, σ. 9 (15)
8. ενθ. αν., σ. 20 (29)
9. Emanuel Swedenborg, Heaven and Hell, tr. by George F. Dole, Swedenborg Foundation, New York, Inc., 1976
10. W. Y. Evans-Wentz, ed. The Tibetan Book of the Dead, Oxford University Press, Oxford, 1960
11. Dr. Raymond A. Moody, Jr., Life After Life, σ. 9 (15)
12. ενθ. αν., σ. 27 (39)
13. ενθ. αν., σ. 27 (40)
14. ένθ.αν.,σ.37 (51)
15. ενθ. αν., σ. 37 (52)
16. ενθ. αν.,.σ. 43 (60)

17. Dr. Elizabeth Kubler-Ross, "Death Does Not Exist", The Co-Evolution Quarterly, Summer, 1977, σ. 103-104

18. βλ. σημ. αρ. 4

19. "Ογδόντα" στο πρωτότυπο. Η μετάφρασις έγινε με τρόπο που να ανταποκρίνεται στα σημερινά δοδομένα.
20. K. Uekskuell, "Unbelievable...", σ. 16-21(41-48)
21. Dr. Raymond A. Moody, Jr., Life After Life, σ. 44 (61)
22. Sir William Barrett, Death-Bet Visions, Methuen, London, 1926
23. Karlis Osis&Erlendur Haraldson, At the Hour of Death, Avon Books, New York, 1977
24. ενθ. αν., σ.24
25. ενθ. αν., σ. 194
26. Διάλογοι ΙV, 36
27. ενθ. αν., σ.ΙV, 12
28. ενθ. αν., σ.ΙV, 13-18
29. Dr. Raymond A. Moody, Jr., Life After Life, σ. 45 (62)
30. Διάλογοι, IV, 36
31. αγγλ.: extra-sensory perception (ESP)
32. ενθ. αν., ΙV, 17
33.Α'Κορ.η'4-5
34. Α'. Κορ. ι'20
35. Iερού Αυγουστίνου, "Φροντίδα για τους νεκρούς" στην Πραγματεία περί γάμου και άλλων θεμάτων, κεφ.13
36. ενθ. αν., κεφ. 10
37.  ενθ. αν., κεφ. 16
38. βλ. λ.χ., Simon A Blackmore, S.J., Spiritism: Facts and Frauds, Benziger Bros., New York, 1924
39. Dr. Raymond A. Moody, Jr., Life After Life, σ.45 (64)
 
40. ενθ. αν., σ. 48 (67)
41.ενθ. αν., σ.48 (68)
42. ενθ. αν., σ. 48 (68)
43. ενθ. αν., σ. 47 (66)
44. Karlis Osis & Erlendur Karaldson, At the Hour..., σελ. 38



Η Ψυχή μετά τον θάνατον

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

Του π. Σεραφείμ Ρόουζ 

Από τους λόγους του ίδιου του Κυρίου γνωρίζουμε ότι την ψυχή κατά τον θάνατο την προϋπαντούν άγγελοι. Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ[1].

Την μορφή επίσης με την οποία εμφανίζονται οι άγγελοι την γνωρίζουμε κι αυτήν από το Ευαγγέλιο: Άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς... Ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών[2]. Είδον νεανίσκον περιβεβλημένον στολήν λευκήν[3]. άνδρες δύο εν εσθήσεσιν αστραπτούσαις[4], δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους[5].

Στην ιστορία της Χριστιανικής θρησκείας οι άγγελοι παρουσιάζονται πάντοτε με την ίδια μορφή, δηλαδή σαν εξαστράπτοντες νεανίσκοι περιβεβλημένοι στολήν λευκήν. Η παράδοσις επίσης στην τέχνη της εικονογραφίας έχει επιδείξει διά μέσου των αιώνων συνέπεια ως προς την όψι των αγγέλων, που απεικονίζονται ακριβώς σαν εξαστράπτοντες νεανίσκοι, (συχνά με πτέρυγες, που είναι βέβαια ένα συμβολικό χαρακτηριστικό και δεν απαντάται συνήθως στις οράσεις αγγέλων).

Εξ άλλου η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος του 787 μ.Χ. ώρισε ότι οι άγγελοι πρέπει να περιγράφωνται μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με ανδρική μορφή.

Οι «ερωτιδείς» της δυτικής τέχνης της Αναγεννήσεως και των μεταγενεστέρων εποχών είναι παγανιστικής εμπνεύσεως και δεν έχουν καμμία σχέσι με τους αληθινούς αγγέλους. Πράγματι, η Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική Δύσις έχει ξεφύγει πολύ από την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και από την αρχαία χριστιανική παράδοσι όχι μόνον ως προς την απεικόνισι των αγγέλων στην τέχνη, αλλά γενικότερα απ’ όλην την διδασκαλία περί πνευματικών όντων. Αν θέλουμε να καταλάβουμε την αληθινή χριστιανική διδασκαλία για την κατάστασι της ψυχής μετά τον θάνατο, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε καλά το σφάλμα τούτο.

Ο επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ6 (†1867), ένας από τους μεγάλους Πατέρες της εποχής μας, επεσήμανε το σφάλμα αυτό και αφιέρωσε σχεδόν ένα ολόκληρο τόμο από την συλλογή των έργων του για να το αποκαλύψη και παράλληλα να εκθέση την αληθινή Ορθόδοξη διδασκαλία επί του θέματος τούτου[7]. Επικρίνοντας τις απόψεις που περιέχονται σ’ ένα τυπικό Ρωμαιοκαθολικό έργο του 19ου αιώνος, το Λεξικό της Θεολογίας του Αββά Μπερζιέ, ο επίσκοπος Ιγνάτιος αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του τόμου αυτού (σελ. 185-302) για να καταπολεμήση την «μοντέρνα» ιδέα —που βασίζεται στην φιλοσοφία του Ντεκάρτ του 17ου αιώνα— ότι κάθε τι που βρίσκεται έξω από το υλικό βασίλειο ανήκει αναγκαστικά στο βασίλειο του «αμιγούς πνεύματος». Στην πραγματικότητα η αρχή αυτή τοποθετεί τον άπειρο Θεό στο ίδιο επίπεδο με τα διάφορα πεπερασμένα πνεύματα (αγγέλους, δαίμονες, ψυχές μεταστάντων). Η ιδέα αυτή έχει σήμερα εξαπλωθή υπερβολικά (αν και εκείνοι που την ασπάζονται δεν διακρίνουν τις απώτερες συνέπειές της) και αποτελεί κατά μέγα μέρος την πραγματική αιτία της συγχύσεως που επικρατεί στον σύγχρονο κόσμο ως προς τα «πνευματικά» θέματα. Υπάρχει δηλαδή μεγάλο ενδιαφέρον για ο,τιδήποτε βρίσκεται πέραν του υλικού κόσμου, ενώ συνήθως γίνεται μια ασήμαντη μόνο διάκρισις μεταξύ θείου, αγγελικού, δαιμονικού και του αποτελέσματος ασυνήθιστων ανθρωπίνων δυνάμεων ή ακόμη και αυτής της φαντασίας.


Ο αββάς Μπερζιέ εδίδαξε ότι άγγελοι, δαίμονες και ψυχές μεταστάντων είναι όντα «απολύτως πνευματικά». Επομένως δεν υπόκεινται στους νόμους του χρόνου και του χώρου, μπορούμε να ομιλούμε για την μορφή και την κίνησί τους μόνο μεταφορικά και «έχουν ανάγκη να περιβάλωνται ένα λεπτό σώμα, όταν ο Θεός τους επιτρέπει να ενεργούν ως ενσώματοι»[8]. Ακόμη και μία κατά τα άλλα ενημερωμένη Ρωμαιοκαθολική εργασία του 20ού αιώνος περί του συγχρόνου πνευματισμού επαναλαμβάνει την διδασκαλία αυτή, αναφέροντας επί παραδείγματι ότι τόσο οι άγγελοι όσο και οι δαίμονες «μπορούν να δανεισθούν την ύλη που χρειάζονται (ώστε να είναι ορατοί από τους ανθρώπους) από μία κατώτερη έμψυχη ή άψυχη ουσία»[9]. Οι ίδιοι οι πνευματιστές και αποκρυφιστές έχουν πάρει αυτές τις ιδέες από την σύγχρονη φιλοσοφία.

Ο Αγγλικανός C. S. Lewis, ένας οξυδερκής απολογητής των απόψεων του Χριστιανισμού περί υπερφυσικού, κατακρίνει μεν ορθά την σύγχρονη αντίληψι, ότι ο ουρανός είναι «απλώς μία κατάστασις του νοός», αλλά είναι φανερό ότι είναι ακόμη τουλάχιστον μερικώς προσηλωμένος στην σύγχρονη άποψι ότι «το σώμα, ο τόπος, η κίνησις και ο χρόνος φαίνονται άσχετα προς τις υψηλότερες προσβάσεις της πνευματικής ζωής»[10]. Παρόμοιες απόψεις είναι αποτέλεσμα μιας υπεραπλουστεύσεως της πνευματικής πραγματικότητος, κάτω από την επίδρασι του σύγχρονου υλισμού και οφείλονται στην απώλεια επαφής με την αυθεντική διδασκαλία και με τις πνευματικές εμπειρίες.

Για να κατανοήσουμε την Ορθόδοξο διδασκαλία περί αγγέλων και άλλων πνευμάτων είναι κατ’ αρχήν ανάγκη να λησμονήσουμε την υπεραπλουστευμένη διάκρισι της εποχής μας «ύλη - πνεύμα». Η αλήθεια είναι πιο σύνθετη από την διάκρισι αυτή, αλλά και ταυτόχρονα τόσο απλή, ώστε εκείνοι που είναι ακόμη ικανοί να την πιστεύσουν θα θεωρηθούν προφανώς από τους ευρύτερους κύκλους σαν «αφελώς προσηλωμένοι στο γράμμα». Ο επίσκοπος Ιγνάτιος γράφει (κι’ εμείς τονίζουμε) ότι «όταν ο Θεός ανοίξη τους (πνευματικούς) οφθαλμούς του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος μπορεί να ιδή τα πνεύματα με την πραγματική τους μορφή»[11] και ότι «οι άγγελοι όταν παρουσιάζωνται στους ανθρώπους έχουν ανθρώπινη μορφή»[12]. Γράφει επίσης ότι «είναι φανερό από την Αγία Γραφή ότι η ψυχή έχει την μορφή ανθρωπίνου σώματος, όπως ακριβώς και τα άλλα πνευματικά δημιουργήματα»[13]. Για ν’ αποδείξη αυτό το σημείο αναφέρει πληθώρα πατερικών πηγών.

Ας δούμε λοιπόν κι εμείς μόνοι μας την πατερική διδασκαλία. Ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας στο έργο του περί Αγίου Πνεύματος λέγει ότι «ως προς τας αγγελικάς δυνάμεις η μεν ουσία αυτών είναι πνεύμα αέριον ή ίσως πυρ άυλον... Διά τούτο και ευρίσκονται εις τόπον συγκεκριμμένον και καθίστανται ορατοί διά της εμφανίσεώς των εις τους αξίους υπό την μορφήν των ιδικών των σωμάτων». Επίσης ότι «διά τους αγγέλους πιστεύεται ότι έκαστος εξ αυτών ευρίσκεται εις ένα ωρισμένον τόπον, διότι ο άγγελος ο οποίος επαρουσιάσθη εις τον Κορνήλιον δεν ευρίσκετο ταυτοχρόνως και δίπλα εις τον Φίλιππον[14], ενώ εκείνος ο οποίος συνωμίλει μετά του Ζαχαρίου εις το θυσιαστήριον[15], δεν ευρίσκετο συγχρόνως και εις την θέσιν του εις τον ουρανόν»[16].
Ομοίως ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει: «Εκείνοι είναι μετά την Τριάδα δεύτερα φώτα μετά δόξης βασιλικής, άγγελοι λαμπροί και άμορφοι, οι οποίοι περιστοιχίζουν τον μεγάλον θρόνον και επειδή είναι νόες ταχυκίνητοι, φλόγα και πνεύματα θεϊκά, ίπτανται γοργώς εις τον αιθέρα»[17].

Έτσι λοιπόν ενώ οι άγγελοι είναι πνεύματα και πυρός φλόγα[18] και ενοικούν σ’ ένα βασίλειο όπου δεν ισχύουν οι ανθρώπινοι νόμοι του χρόνου και του χώρου, εν τούτοις περιορίζονται κι αυτοί από τον χώρο και τον χρόνο και δρουν κατά ένα τέτοιο «υλικό» (ας πούμε) τρόπο, ώστε ωρισμένοι Πατέρες να μη διστάζουν να αναφέρωνται στα «αέρια σώματα» των αγγέλων.

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ανακεφαλαιώνοντας κατά τον Η’ αιώνα την διδασκαλία των προ αυτού Πατέρων γράφει: «Εν τούτοις ο άγγελος λέγεται ασώματος και άυλος όταν συγκρίνεται με μας, γιατί κάθε τι που συγκρίνεται με τον Θεό, τον μόνον ασύγκριτο, βρίσκεται παχύ και υλικό. Πραγματικά άυλο και ασώματο είναι μόνον το θείον». Επίσης διδάσκει: «Οι άγγελοι είναι περιγραπτοί, γιατί όταν βρίσκωνται στον ουρανό δεν βρίσκονται στη γη και όταν στέλνωνται από τον Θεό στη γη δεν μένουν στον ουρανό. Εν τούτοις δεν περιορίζονται από τείχη και πόρτες και κλειδαριές και σφραγίσματα, γιατί δεν έχουν όρια. Βέβαια λέγω ότι δεν έχουν όρια, γιατί δεν φανερώνονται όπως ακριβώς είναι στους αξίους και σ’ αυτούς που θα θελήση ο Θεός να φανερωθούν, αλλά μετασχηματισμένοι, όπως δηλαδή μπορούν να τους δουν αυτοί που τους βλέπουν»[19].

Βεβαίως όταν ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι οι άγγελοι «δεν φανερώνονται όπως ακριβώς είναι», δεν αντιφάσκει προς τον Μέγα Βασίλειο, που διδάσκει ότι οι άγγελοι εμφανίζονται «υπό την μορφήν των ιδικών των σωμάτων». Και οι δύο αυτές διατυπώσεις αντικατοπτρίζουν την αλήθεια, όπως τούτο γίνεται καθαρά αντιληπτό από τις πολυάριθμες εμφανίσεις αγγέλων που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη. Έτσι ο Αρχάγγελος Ραφαήλ συνταξίδευε με τον Τωβία επί πολλές εβδομάδες, δίχως να κινήση έστω και μία φορά την υποψία ότι δεν ήταν άνθρωπος. Όταν δε τελικά με δική του πρωτοβουλία αποκαλύφθηκε, είπε: Πάσας τας ημέρας ωπτανόμην υμίν και ουκ έφαγον ουδ’ έπιον αλλά όρασιν υμείς εθεωρείτε[20].

Επίσης οι τρεις άγγελοι που παρουσιάσθηκαν στον Αβραάμ, έδωσαν την εντύπωσι ότι έτρωγαν και εξελήφθησαν ως άνθρωποι[21]. Ομοίως ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, στις Κατηχήσεις του, μας πληροφορεί για τον άγγελο που εμφανίστηκε στον Δανιήλ και λέγει ότι, όταν ο Δανιήλ αντίκρυσε τον Γαβριήλ «κατετρόμαξεν και έβαλε το πρόσωπόν του εις την γην και μέχρις ότου ο άγγελος λάβη μορφήν ανθρωπίνην δεν ετόλμα να απαντήση»[22]. Αλλά στο βιβλίο του Δανιήλ[23] διαβάζουμε επίσης ότι ο άγγελος ακόμη και κατά την πρώτη του απαστράπτουσα παρουσία είχε την μορφή ανθρώπου, με την διαφορά ότι η παρουσία αυτή είχε τέτοια λαμπρότητα (το πρόσωπον αυτού ωσεί όρασις αστραπής και οι οφθαλμοί αυτού ωσεί λαμπάδες πυρός και οι βραχίονες αυτού και τα σκέλη ως όρασις χαλκού στίλβοντος) ώστε να μην μπορούν να την αντέξουν τα ανθρώπινα μάτια. Συνεπώς η εξωτερική εμφάνισις των αγγέλων είναι όμοια μ’ εκείνη των ανθρώπων. Αλλ’ επειδή το αγγελικό «σώμα» δεν είναι υλικό και το αντίκρυσμα και μόνο της φλογερής και λαμπρής όψης του αρκεί για να κατακεραυνώση οποιονδήποτε άνθρωπο που βρίσκεται ακόμη στο σαρκίο του, η εμφάνισις αυτή πρέπει αναγκαστικά να προσαρμόζεται στην αντοχή της οράσεως των ανθρώπων, ώστε να φαίνεται λιγότερο λαμπρή και να προκαλή μικρότερο δέος απ’ ότι στην πραγματικότητα.

Για την ανθρώπινη ψυχή ο ιερός Αυγουστίνος διδάσκει ότι, όταν αυτή αποχωρισθή από το σώμα, «ο άνθρωπος αν και ευρίσκεται σε μία καθαρώς πνευματική κατάστασι και όχι σωματική, βλέπει τον εαυτόν του τόσον όμοιο προς το σώμα του, ώστε να μη μπορή να διακρίνη την παραμικρή διαφορά»[24]. Η αλήθεια αυτή έχει επιβεβαιωθή πλήρως στην εποχή μας, με τις προσωπικές εμπειρίες χιλιάδων ίσως αρτιθανών ανθρώπων που επανέκαμψαν στην ζωή.

Όταν όμως μιλούμε για τα σώματα των αγγέλων και των άλλων πνευμάτων, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην αποδίδουμε σ’ αυτά οποιαδήποτε χονδροειδή υλικά χαρακτηριστικά. Τελικά ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ότι «μόνο ο Δημιουργός γνωρίζει την μορφή και τον χαρακτήρα της ουσίας των αγγέλων»[25]. Στην Δύσι ο ιερός Αυγουστίνος έγραφε ότι είναι το ίδιο το να μιλούμε περί «αερίων σωμάτων» των δαιμόνων και άλλων πνευμάτων, ή το να αποκαλούμε όλα αυτά απλώς «ασώματα»[26].

Ο επίσκοπος Ιγνάτιος επέδειξε ίσως έναν κάπως υπερβολικό ζήλο, στην προσπάθειά του να εξηγήση την φύσι των αγγελικών «σωμάτων» με βάσι τις επιστημονικές γνώσεις του 19ου αιώνα περί των αερίων. Γι’ αυτό επήλθε μία μικρή διαφωνία μεταξύ αυτού και του αγίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, που έκρινε αναγκαίο να τονίση την απεριόριστη φύσι των πνευμάτων, (που δεν αποτελούνται βέβαια από μόρια χημικών στοιχείων, όπως συμβαίνει μ’ όλα τα αέρια). Πάνω στο βασικό όμως σημείο —«το λεπτό περίβλημα» που έχουν όλα τα πνευματικά όντα— ήταν και αυτός σύμφωνος με τον επίσκοπο Ιγνάτιο[27]. Ίσως κάποια παρόμοια παρεξήγησι για ένα δευτερεύον σημείο ή για κάποιο ζήτημα ορολογίας να ήταν και η αιτία για την διαμάχη που ξέσπασε στην Δύσι κατά τον 5ο αιώνα, όταν ο Λατίνος Πατέρας άγιος Φαύστος του Λερίν εδίδαξε το ίδιο δόγμα για την σχετική «υλικότητα» της ψυχής, βασισμένος στην διδασκαλία των Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας.

Αν ο ακριβής χαρακτήρας της φύσεως των αγγέλων είναι γνωστός μόνο στον Θεό, η γνώσις της δράσεως των αγγέλων (τουλάχιστον σ’ αυτόν τον κόσμο) είναι προσιτή στον καθένα, επειδή υπάρχουν γι’ αυτήν πολλές μαρτυρίες τόσο στην Αγία Γραφή και στα Πατερικά κείμενα, όσο και στους βίους των αγίων. Για να κατανοήσουμε πλήρως τις οράσεις που παρουσιάζονται σ’ αυτούς που πεθαίνουν, θα πρέπη να γνωρίζουμε ιδιαιτέρως πώς εμφανίζονται οι πεπτωκότες άγγελοι (δαίμονες). Οι αληθινοί άγγελοι εμφανίζονται πάντοτε με την μορφή τους (λιγότερο όμως λαμπρή απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα) και ενεργούν αποκλειστικά με τον σκοπό να εκτελέσουν το θέλημα και τις εντολές του Θεού. Αντίθετα, οι πεπτωκότες άγγελοι, αν και κάπου-κάπου εμφανίζονται κι αυτοί με την πραγματική μορφή τους (που ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ την περιέγραψε από προσωπική του πείρα σαν «φρικτή»), συνήθως παίρνουν διάφορες άλλες μορφές και ενεργούν πολυάριθμα «σημεία», με τις δυνάμεις που έχουν σαν υποτελείς του άρχοντος της εξουσίας του αέρος[28]. Η ιδιαίτερη διαμονή τους είναι ο αέρας και το κύριο έργο τους είναι να πειράζουν και να εκφοβίζουν τους ανθρώπους, ώστε να τους οδηγήσουν μαζί τους στην απώλεια. Ο αγώνας των Χριστιανών κατευθύνεται ακριβώς εναντίον των δαιμόνων: Ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις[29].

Ο ιερός Αυγουστίνος στο κάπως άγνωστο δοκίμιό του Η Μαντεία των Δαιμόνων, που έγραψε όταν ζητήθηκε να εξηγήση μερικές από τις πολλές δαιμονικές οράσεις στον αρχαίο παγανιστικό κόσμο, δίνει μια καλή γενική εικόνα της δραστηριότητος των πνευματικών αυτών όντων. «Η φύσις των δαιμόνων είναι τέτοια, ώστε η ικανότητα αντιλήψεως των αισθήσεων που διαθέτουν τα αέρια σώματά τους υπερβαίνει την αντίστοιχη ικανότητα των γηίνων σωμάτων. Ως προς την ταχύτητα δε, λόγω της μεγαλυτέρας κινητικότητας αυτών των σωμάτων, υπερτερούν οι δαίμονες ασύγκριτα σε σχέσι όχι μόνο προς τις κινήσεις των ανθρώπων και των θηρίων, αλλά και προς αυτό το πέταγμα των πτηνών. Συνεπώς οι δαίμονες με το να διαθέτουν αυτές τις ικανότητες, που οφείλονται στις ιδιότητες των αερίων σωμάτων, δηλαδή την οξύτητα στην αντίληψι και την ταχύτητα στις κινήσεις, προβλέπουν και διαλαλούν πολλά πράγματα που έχουν παρατηρήσει πριν από πολύ χρόνο και όταν συμβαίνη τούτο οι άνθρωποι θαυμάζουν, εξ αιτίας της γηίνης βραδείας αντιλήψεώς τους. Οι δαίμονες επίσης, καθ’ όλον αυτόν τον μακρότατο χρόνο υπάρξεώς τους έχουν αποκτήσει μία πολύ μεγαλύτερη πείρα των γεγονότων από αυτήν των ανθρώπων, που η ζωή τους έχει μικρή διάρκεια. Εξ αιτίας λοιπόν αυτών των ιδιοτήτων που διαθέτουν από την φύσι των αερίων σωμάτων τους, οι δαίμονες όχι μόνο προλέγουν πολλά γεγονότα που συμβαίνουν αργότερα, αλλά ενεργούν και πολλά θαυμαστά σημεία».

Πολλά από τα «θαύματα» και τις οράσεις των δαιμόνων περιγράφονται στην μακρά ομιλία του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, που περιέχεται στον βίο του που συνέγραψε ο Μέγας Αθανάσιος, όπου επίσης γίνεται αναφορά και στα «ελαφρότερα σώματα» των δαιμόνων. Ο βίος επίσης του αγίου Κυπριανού, που υπήρξε πρώην μάγος, περιέχει πολυάριθμες περιγραφές δαιμονικών μεταμορφώσεων και σημείων σύμφωνα με την διήγησι κάποιου που έλαβε ενεργό μέρος σ’ αυτά τα περιστατικά. Στην εβδόμη και ογδόη από τις Διαλέξεις του αγίου Ιωάννου του Κασσιανού, του μεγάλου αυτού Πατέρα της Γαλατίας του 5ου αιώνος που πρώτος μετέφερε πλήρη διδασκαλία του Ανατολικού μοναχισμού στην Δύσι, υπάρχει μία κλασσική περιγραφή της δαιμονικής δραστηριότητας. Ο άγιος Κασσιανός γράφει: «Είναι τόσο το πλήθος των πονηρών πνευμάτων που πληρούν τον εναέριο χώρο, που εκτείνεται μεταξύ ουρανού και γης και στον οποίον αιωρούνται μέσα σε ταραχή και όχι σε αδράνεια, ώστε η Θεία Πρόνοια για δικό μας συμφέρον το απέκρυψε και απομάκρυνε τους δαίμονες από τα βλέμματα των ανθρώπων. Αν δεν γινόταν αυτό, οι άνθρωποι, εξ αιτίας του φόβου των δαιμονικών επιθέσεων ή του φοβερού θεάματος των προσώπων στα οποία μετασχηματίζονται και μεταλλάσσονται αυτόβουλα οι δαίμονες όποτε θελήσουν, θα κατελαμβάνοντο από ανυπόφορο τρόμο και θα ήταν έτοιμοι να καταρρεύσουν...»

Όσο για το γεγονός ότι τα ακάθαρτα πνεύματα κατευθύνονται από τις πονηρότατες δυνάμεις και υπόκεινται σ’ αυτές, το πληροφορούμαστε όχι μόνο από την μαρτυρία της Αγίας Γραφής, που βλέπουμε στην απάντησι του Κυρίου προς τους Φαρισαίους που τον διέβαλαν: Ει εγώ εν Βεελζεβούλ τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλω τα δαιμόνια[30], αλλά και από τα ευκρινή οράματα και τις πολλαπλές εμπειρίες των αγίων της Εκκλησίας μας.

«Όταν κάποιος αδελφός μας ταξίδευε σ’ αυτήν την έρημο, βρήκε μία σπηλιά μετά το σούρουπο, εστάθμευσε εκεί και θέλησε να κάμη την βραδυνή προσευχή του. Ενώ λοιπόν κατά την συνήθεια έλεγε τους ψαλμούς, πέρασε η ώρα μέχρι που έφθασε περασμένα μεσάνυχτα. Όταν τελείωσε τον κανόνα του, θέλησε ν’ αναπαύση λίγο το καταπονημένο σώμα του και ξάπλωσε. Ξαφνικά άρχισε να βλέπη αναρίθμητες ορδές δαιμόνων που συνέκλιναν απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Έρχονταν σ’ ατελείωτες παρατάξεις και μακρυές σειρές, ενώ άλλοι προηγούντο του αρχηγού των και άλλοι ακολουθούσαν πίσω του. Τέλος ήλθε ο άρχοντας που ήταν ψηλότερος απ’ όλους στο ανάστημα και φρικτότερος απ’ όλους στην εμφάνισι. Αφού του έστησαν ένα θρόνο πάνω σ’ ένα υπερυψωμένο βήμα, κάθισε και άρχισε να ερευνά σχολαστικά την δραστηριότητα του κάθε δαίμονα. Εκείνους που είπαν ότι δεν μπόρεσαν να παρασύρουν τους αντιπάλους τους, τους διέταξε με βρισιές και επιπλήξεις να εξαφανισθούν από μπροστά του επειδή ήταν τεμπέληδες και αμελείς και τους κατηγορούσε ότι σπατάλησαν τόσο χρόνο και προσπάθεια χωρίς να καταφέρουν τίποτε. Εκείνους όμως που δήλωσαν ότι παρέσυραν στην αμαρτία αυτούς που τους είχαν ορίσει, τους απέλυσε με μεγάλες τιμές, ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι δαίμονες έδειχναν τον ενθουσιασμό τους και επευφημούσαν, επειδή υπήρξαν πολύ θαρραλέοι πολεμιστές. αυτοί εδοξάσθηκαν για να παραδειγματισθούν όλοι.

Τότε ένα πονηρότατο πνεύμα επροχώρησε μέσα από το πλήθος και ανέφερε με κακεντρεχή χαρά, σαν να επρόκειτο για κάποια περιφανή νίκη, ότι τελικά, μετά από ένα ακατάπαυστο πειρασμικό αγώνα που κράτησε δεκαπέντε χρόνια είχε κατανικήσει ένα περίφημο μοναχό παρασύροντάς τον εκείνη ακριβώς την νύχτα στην πορνεία... Όταν ακούσθηκε η αναφορά αυτή, επεκράτησε αμέσως υπερβολική χαρά σ’ όλο το πλήθος των δαιμόνων κι’ εκείνος απεχώρησε εξυψωμένος από τους μεγάλους επαίνους του άρχοντα του σκότους και στεφανωμένος με δόξα. Καθώς πλησίαζε η αυγή, όλο εκείνο το πλήθος των δαιμόνων εξαφανίσθηκε. Αργότερα ο αδελφός που έγινε μάρτυρας αυτού του θέματος πληροφορήθηκε ότι η αναφορά αυτή σχετικά με τον μοναχό που έπεσε ήταν πράγματι αληθινή»[31].

Στους Ορθοδόξους Χριστιανούς συμβαίνουν τέτοιες εμπειρίες συνεχώς μέχρι και στον αιώνα μας. Οπωσδήποτε δεν πρόκειται για όνειρα ή οπτασίες, αλλ’ αντίθετα για αφυπνιστικές εμπειρίες οράσεως δαιμόνων στην πραγματική τους μορφή, μόνο σ’ εκείνους βέβαια που έχουν ανοιχθή οι πνευματικοί τους οφθαλμοί και μπορούν να βλέπουν αυτά τα όντα, που υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι αόρατα. Μέχρι πρόσφατα υπήρχαν ίσως λίγοι μόνο Ορθόδοξοι Χριστιανοί «της παλαιάς σχολής» ή «απλοϊκοί», που μπορούσαν να πιστεύσουν ακόμη στην «κατά γράμμα αλήθειαν» αυτών των γεγονότων. Ακόμη και σήμερα ωρισμένοι Ορθόδοξοι δυσκολεύονται να τα παραδεχθούν. τόσο πολύ έχει διεισδύσει η σύγχρονη αντίληψις ότι οι άγγελοι και οι δαίμονες είναι «αμιγή πνεύματα» και δεν ενεργούν κατά τέτοιον «υλικό» τρόπο. Μόνο λόγω της κατά πολύ αυξημένης δραστηριότητας των δαιμόνων κατά τα πρόσφατα χρόνια τα περιστατικά αυτά αρχίζουν για μια φορά ακόμη να φαίνωνται τουλάχιστον εύλογα. Σήμερα επίσης οι πολύ διαδεδομένες «μεταθανάτιες» εμπειρίες έχουν ανοίξει το βασίλειο της μη υλικής πραγματικότητος σε πολλούς από τους κοινούς ανθρώπους, που στο παρελθόν δεν είχαν καμμία επαφή με τον απόκρυφο κόσμο, ενώ η συνεπής και αληθινή εξήγησις του κόσμου αυτού και των όντων του έχει γίνει πλέον μία από τις ανάγκες του καιρού μας. Την εξήγησι αυτή μπορεί να δώση μόνο ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός που διέσωσε την αυθεντική Χριστιανική διδασκαλία μέχρι τις ημέρες μας.


1. Λουκ. ιστ’ 22
2. Ματθ. κη’ 23
3. Μαρκ. ιστ’ 5
4. Λουκ. κδ’ 4
5. Ιωαν. κ’ 12
6. Προσφάτως ανεκηρύχθη άγιος υπό του Πατριαρχείου Ρωσίας.
7. Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Έργα, τόμ. 3, έκδ. Τουζώφ, Αγία Πετρούπολις, 1883
8. ένθ. αν., σελ. 195
9. Simon Α. Blackmore, Spititism: Facts and Frauds, Benziger Brothers, New York, 1924, σελ. 522
10. C.S. Lewis, Miracles, The Macmillan Co, New York, 1967, σελ. 164-5
11. Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Έργα, τόμ. 3, σελ. 216
12. ένθ. αν., σελ. 227
13. ένθ. αν. σελ. 233
14. Πράξ. ι’ 3, η’ 26
15. Λουκ. α’ ΙΙ
16. Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, Περί του Αγίου Πνεύματος, κεφ. 16 & 23.
17. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Περί Νοερών ουσιών, Έπη δογματικά 7
18. Ψαλμ. ργ’ 4, Εβρ. α’ 7
19. Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, «Περί αγγέλων», Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, κεφ. Β. (3) 17
20. Τωβ. ιβ’ 19    
21. Γέν., κεφ. ιη’ - ιθ’
22. Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, Θ’, α’
23. Δαν., κεφ. ι’
24. Ιερού Αυγουστίνου, Η πολιτεία του Θεού, βιβλ. XXI, 10
25. βλ. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, ένθ. αν.
26. βλ. Ιερού Αυγουστίνου, ένθ. αν.
27. π. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Οι δρόμοι της Ρωσικής Θεολογίας, εις την Ρωσικήν, Παρίσι, 1937, σελ. 394-5.
28. Εφεσ. β’ 2
29. Εφεσ. ς’ 12.
30. Ματθ. ιβ’. 27
31. Αββά Κασσιανού, Διαλέξεις, VII, 12, 16


ΠΗΓΗ: “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
    ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
    ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ – ΤΕΥΧΗ 12-13



Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης