21 Μαΐου

ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΣΤΕΠΤΩΝ ΚΑΙ  ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Είναι γνωστό πως λίγα πρόσωπα στη μακραίωνη πορεία της ανθρωπότητας τιμήθηκαν από την Ιστορία με τον τίτλο του Μεγάλου. Εξέχουσα ανάμεσά τους μορφή αποτελεί αναμφίβολα ο Μέγας Κωνσταντίνος. Κι αναδείχτηκε πραγματικά Μεγάλος, όχι μόνο σε έργα πολιτικής σύνεσης, οικονομικής διαχείρισης, διοικητικής μεταρρύθμισης, στρατιωτικής δεξιοτεχνίας, φρόνησης και ανδρείας, αλλά, με άριστο συνδυασμό, Μεγάλος και σε έργα μεγάλα, στερέωσης του μέχρι τότε χειμαζομένου Χριστιανισμού, ενίσχυσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποκατάστασης της εσωτερικής της ενότητας, τιμής των αγίων Μαρτύρων, ανέγερσης ναών, σύγκλησης Συνόδων...



ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΣΤΕΠΤΩΝ ΚΑΙ  ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ


Δείτε επίσης

Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδώρος Ζήσης

Ο σημερινός Ελληνισμός και η κληρονομιά του Μεγάλου Κωνσταντίνου



ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Είναι γνωστό πως λίγα πρόσωπα στη μακραίωνη πορεία της ανθρωπότητας τιμήθηκαν από την Ιστορία με τον τίτλο του Μεγάλου. Εξέχουσα ανάμεσά τους μορφή αποτελεί αναμφίβολα ο Μέγας Κωνσταντίνος. Κι αναδείχτηκε πραγματικά Μεγάλος, όχι μόνο σε έργα πολιτικής σύνεσης, οικονομικής διαχείρισης, διοικητικής μεταρρύθμισης, στρατιωτικής δεξιοτεχνίας, φρόνησης και ανδρείας, αλλά, με άριστο συνδυασμό, Μεγάλος και σε έργα μεγάλα, στερέωσης του μέχρι τότε χειμαζομένου Χριστιανισμού, ενίσχυσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποκατάστασης της εσωτερικής της ενότητας, τιμής των αγίων Μαρτύρων, ανέγερσης ναών, σύγκλησης Συνόδων...

Και μαζί του ασφαλώς μεγαλύνεται η Αγία μητέρα του Ελένη, παιδαγωγός, και συμβοηθός, και συντελεστής στα θεία έργα, στη φιλανθρωπία, στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού και ανάδειξη των Αγίων Τόπων, στη στήριξη των πιστών, στον εκχριστιανισμό των απίστων...

Πόσα άραγε δεν οφείλει σήμερα ο χριστιανικός κόσμος στη βασιλική τούτη δυάδα, την οποία, δίκαια και θεόπνευστα, η Εκκλησία μας κατέταξε στον χορό των Αγίων, απονέμοντάς τους επάξια και τον τίτλο των ισαποστόλων;

Αλλά και σύμφωνα με παλαιά βυζαντινή παράδοση, για την οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια, η ιστορική πορεία της μεγαλονήσου μας Κύπρου σηματοδοτήθηκε ανεξίτηλα από την εδώ παρουσία της βασιλομήτορος Ελένης, κατά την επιστροφή της από τους Αγίους Τόπους, όπου, ως γνωστό, είχε σταλεί απ' τον Μεγάλο βλαστό της κατά θεία υπόδειξη. Η ίδια παράδοση αποδίδει στην Αγία Ελένη, και άρα έμμεσα και στον υιό της, την ίδρυση της καθ' ημάς Μονής του Τιμίου Σταυρού, την οποία τότε προικοδότησε με τα άγια Σύμβολα του Δεσποτικού Πάθους (τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, ένα από τους αγίους Ήλους και τον Σταυρό του Καλού Ληστού).

Είναι για τους λόγους αυτούς, που η Μονή μας, αποτίουσα χρέος υιικό και φιλάγιο στους Αγίους της Κτήτορες, οδηγήθηκε στην απόφαση να εκδώσει τον παρόντα Βίο τους. Ένα Βίο σε συνοπτική βεβαίως μορφή, για την ωφέλεια των εν Κυρίω αδελφών μας. Μα κι ένας λόγος παραπάνω: Η από καιρού επιχειρουμένη συστηματική αλλοίωση και παραποίηση του προσώπου και του έργου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τόσο από ορθολογιστές ιστορικούς, όσο και από αιρετικές ομάδες, αλλά και από έργα φθηνής φιλολογικής παραγωγής, με οπωσδήποτε υστερόβουλες αντιχριστιανικές ή και αντορθόδοξες διαθέσεις.

Στον Βίο αυτό επισυνάπτεται η παλαιότερη έκδοσή μας, «Το Σημείο του Σταυρού», του ιερού Σημείου, που στάθηκε η έμπνευση, ενίσχυση και παρηγορία των Αγίων τούτων, που τόσο άμεσα συνδέθηκε μαζί τους και στήριξε την άνωθεν δεδομένη σ' αυτούς βασιλική εξουσία, το Σημείο, που αποτελεί το καύχημα και τη δόξα όλων των απ' αιώνος πιστών.

 

Γέννηση και καταγωγή των Αγίων

Ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο ενδοξότατος πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας, ο ιδρυτής της βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης, γεννήθηκε στην πόλη Ναϊσσό, τη σημερινή Νίσσα της κεντρικής Σερβίας, γύρω στο έτος 275.

Πατέρας του ήταν ο ελληνοϊλλυρικής καταγωγής Κωνστάντιος ο Χλωρός, αξιωματούχος τότε του ρωμαϊκού κράτους, ο οποίος κατόπιν, όπως θα δούμε, ανακηρύχθηκε Καίσαρας και Αύγουστος των δυτικών επαρχιών.

Μητέρα του υπήρξε η πολύ ευσεβής και ενάρετη Ελένη, που γεννήθηκε στην πόλη Δρέπανο της Βιθυνίας (Μικράς Ασίας) περί το έτος 247, από πατέρα ξενοδόχο. Την πόλη αυτή ο Μ. Κωνσταντίνος μετονόμασε αργότερα Ελενόπολη, προς τιμή της μητέρας του.

Ο Κωνστάντιος νυμφεύθηκε την Ελένη γύρω στο 273. Ο Μέγας Κωνσταντίνος υπήρξε ο πρωτότοκος από τα παιδιά που απέκτησαν.

 

Η τότε κατάσταση του κράτους

Την εποχή εκείνη της γέννησης του Κωνσταντίνου η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε περιέλθει σε χαώδη κατάσταση. Οι βασιλείς, ο ένας μετά τον άλλο, φονεύονταν, και ανερχόταν ο εκάστοτε επικρατέστερος στον θρόνο. Το 284, μετά τη δολοφονία του Νουμεριανού, ανακηρύχθηκε στη Χαλκηδόνα ως νέος αυτοκράτορας ο Διοκλητιανός, που καταγόταν από τη Δαλματία, και έγινε αργότερα μεγάλος διώκτης των χριστιανών. Βασίλευσε για 21 έτη (μέχρι το 305), δύο όμως έτη μετά (286) διαίρεσε το Ρωμαϊκό κράτος σε δύο τμήματα, το Ανατολικό ή Ιλλυρικό και το Δυτικό τμήμα. Το Ανατολικό τμήμα περιλάμβανε την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο, και είχε πρωτεύουσα τη Νικομήδεια, όπου εγκαταστάθηκε ο ίδιος και απ' όπου διεύθυνε την όλη αυτοκρατορία. Στο Δυτικό τμήμα, που περιλάμβανε την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Βρεταννία και τη Βόρεια Αφρική, με έδρα τα Μεδιόλανα (Μιλάνο της Ιταλίας) εγκατέστησε αυτοκράτορα τον έμπιστο φίλο του Μαξιμιανό τον Ερκούλιο (Ηρακλή).

Προχωρώντας στη διοικητική μεταρρύθμισή του ο Διοκλητιανός, το 293 διόρισε άλλους δύο βοηθούς στην ενάσκηση της εξουσίας, τους οποίους ονόμασε Καίσαρες, ενώ ο ίδιος και ο Μαξιμιανός διατήρησαν τον τίτλο του Αυγούστου (Σεβαστού). Οι Καίσαρες θα ήσαν συμβασιλείς, βοηθοί και διάδοχοι των Αυγούστων. Στην Ανατολή ο Διοκλητιανός προσέλαβε ως Καίσαρα τον γαμβρό του Γαλέριο, ενώ στη Δύση όρισε τον Κωνστάντιο Α' τον Χλωρό, υπό την εξουσία του Μαξιμιανού.

Ο Κωνστάντιος με την ανακήρυξή του σε Καίσαρα (το 293) αναγκάσθη­κε να διαζευχθεί την Ελένη, λόγω της ταπεινής καταγωγής της, την οποία η ρωμαϊκή νομοθεσία θεωρούσε ασυμβίβαστη για την άνοδο σε υψηλά αξιώματα του κράτους. Η Ελένη έδειξε απόλυτη κατανόηση στο δίλημμα του Κωνσταντίου, ο οποίος υποχρεώθηκε να νυμφευθεί τη θετή θυγατέρα του Αυγούστου της Δύσης Μαξιμιανού Θεοδώρα. Αποσύρθηκε τότε η Ελένη από τον δημόσιο βίο και επιδόθηκε σε ποικίλα έργα φιλανθρωπίας, είχε δε τη συμπαράσταση του υιού της Κωνσταντίνου σε όλους τους σταθμούς της εξέλιξής του (Καίσαρ, Αύγουστος, Αυτοκράτορας). Αλλά στο έργο της Ελένης θα επανέλθουμε αργότερα.

 

Ο Κωνσταντίνος όμηρος στους Διοκλητιανό και Γαλέριο. Ο Θεός τον διασώζει

Τότε (293) ο Διοκλητιανός, για περισσότερη ακόμη ασφάλειά του, κράτησε όμηρο κοντά του τον Κωνσταντίνο, ως εγγυητή της πιστότητας του πατέρα του. Στην αυτοκρατορική αυλή της Ανατολής παρέμεινε ο Κωνσταντίνος μέχρι και που βασίλευσε ο Γαλέριος (έτος 305), συναναστρεφόμενος με ασεβείς και τυράννους. Δεν εξομοιώθηκε όμως στα ήθη και τις πράξεις με αυτούς, γιατί η αγία του μητέρα Ελένη φρόντισε να του δώσει ορθή ανατροφή. Κατ' αυτό το διάστημα είχε την ευχέρεια να μαθητεύσει σε πολύ αξιόλογους διδασκάλους. Παράλληλα εντάχθηκε στις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού και έλαβε μέρος σε εκστρατείες με το υψηλό αξίωμα του τριβούνου.

Ο νεαρός Κωνσταντίνος διακρινόταν για την ωραιότητα του σώματος, το εντυπωσιακό παράστημα, τη μεγάλη του δύναμη και τις φυσικές δεξιότητες, αλλά και τα έξοχα πνευματικά του χαρίσματα, τη σωφροσύνη, τη φρόνηση, τη σοφία και ευγένεια των τρόπων, που καθιστούσαν παντού αισθητή την παρουσία του.

Οι ειδωλολάτρες τύραννοι τον ζήλευαν τρομερά για τα ποικίλα του χαρίσματα, και σχεδίαζαν να τον θανατώσουν με τρόπο πονηρό και μυστικό. Ο Πανάγαθος όμως Θεός, που γνωρίζει τα μέλλοντα να συμβούν, διαφύλαξε αβλαβή τον Κωνσταντίνο από τις δολοπλοκίες και πανουργίες τους και, τελικά, εξολόθρευσε τους φθονερούς εχθρούς του.

Το έτος 305, κατόπιν συμφωνίας, οι δύο Αύγουστοι Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτήθηκαν από κοινού και αποσύρθηκαν από την εξουσία. Τότε στη θέση τους ανακηρύχθηκαν Αύγουστοι, στη Δύση μεν ο πατέρας του Κωνσταντίνου Κωνστάντιος και στην Ανατολή ο γαμβρός του Διοκλητιανού Γαλέριος. Ο Κωνσταντίνος όμως κρατήθηκε στην αυλή του Γαλερίου, που φθονούσε τα εξαίρετα προτερήματά του, και προσπάθησε κι αυτός με δολιότητα να τον εξοντώσει. Με τη βοήθεια όμως του Κυρίου διέμεινε και πάλιν αβλαβής και, με έγκριση τελικά του Γαλερίου, αφού ο ίδιος ο Κωνστάντιος το είχε ζητήσει, έσπευσε στα Τρέβηρα της Γαλατίας το ίδιο έτος (305) να συναντήσει τον ασθενή πατέρα του, που είχε αναλάβει εκστρατεία για τη Μεγάλη Βρεταννία.

 

Ο Κωνσταντίνος ανακηρύσσεται βασιλέας

Μόλις ο Κωνστάντιος είδε τον υιό του, χάρηκε υπερβολικά, γιατί τον δέχθηκε στην πιο κατάλληλη στιγμή, αφού επιθυμούσε να τον αφήσει διάδοχο του θρόνου του. Και είχε μεν ο Κωνστάντιος άλλους τρεις υιούς από τη σύζυγό του Θεοδώρα, αλλ' ο Κωνσταντίνος κέρδισε αμέσως την πλήρη εμπιστοσύνη του πατέρα του, καθώς και τον θαυμασμό του στρατού, για τα έξοχα διοικητικά και στρατηγικά του προσόντα. Για τούτο και πριν αποθάνει, διόρισε τον Κωνσταντίνο βασιλέα. Έτσι ο θάνατος του Κωνστάντιου στις 7 Ιουλίου του 306 στην πόλη Εβόρακο (Υόρκη) της Βρεταννίας δεν δημιούργησε προβλήματα διαδοχής, γιατί ο στρατός με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις ανακήρυξε ως διάδοχό του τον Κωνσταντίνο, ο οποίος νυμφεύθηκε τη Μινερβίνα, απ' την οποία απέκτησε υιό τον Κρίσπο. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν στέφθηκε Καίσαρας στις 24 Ιουλίου του 306.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε και τις αρετές του Κωνσταντίου. Αυτός, αν και δεν ήταν χριστιανός, αγαπούσε όμως και τιμούσε πολύ τους χριστιανούς. Και ήταν ο μόνος ηγεμόνας, που δεν άσκησε διωγμούς στις επαρχίες που εξουσίαζε, όταν οι άλλοι τρεις (Διοκλητιανός, Γαλέριος και Μαξιμιανός) είχαν κινήσει τους γνωστούς μεγάλους διωγμούς, κατά τους οποίους αναδείχτηκαν πλήθη Μαρτύρων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά τίμησε τους πιστούς χριστιανούς της αυλής του με υψηλά αξιώματα. Ήταν ακόμη πολύ ελεήμονας και φιλάνθρωπος, γιατί ποτέ δεν θησαύρισε χρυσάφι ή ασήμι πέρα από τις ανάγκες που είχε, και βοηθούσε πάντοτε τους πτωχούς. Και ο σεπτός υιός του κληρονόμησε τις πατρικές αυτές αρετές, επαυξάνοντάς τες.

Στο διάστημα αυτό ο Διοκλητιανός είχε ορίσει Καίσαρα της Ανατολής τον Μαξιμίνο Δαΐα, ενώ στη Δύση τον στρατηγό Σεβήρο, που έστειλε στη Ρώμη. Αυτός, με τον θάνατο του Κωνσταντίου του Χλωρού, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στη Δύση. Τότε όμως ο υιός του παραιτηθέντος αυτοκράτορος Μαξιμιανού, ο Μαξέντιος, που ήταν και γαμβρός του Γαλερίου, ανάγκασε τον πατέρα του να επανέλθει στον θρόνο, και οι δύο κατανίκησαν στη συνέχεια τον Σεβήρο, τον φόνευσαν και  ανακηρύχθηκαν αυτοί αυτοκράτορες στη Ρώμη (28.10.306). Κατόπιν συνήψαν συμμαχία με τον Κωνσταντίνο, ο οποίος και διαζεύχθηκε την πρώτη σύζυγό του Μινερβίνα, νυμφεύθηκε δε με την κόρη του Μαξιμιανού και αδελφή του Μαξεντίου Φαύστα (31 Μαρτίου 307), νέα περίφημη για την ομορφιά της, αλλά πονηρή και κακότροπη, όμοια στον χαρακτήρα με τον πατέρα της.

Θάνατος των Μαξιμιανού και Γαλερίου

Αποκαταστάθηκε τότε προσωρινά η ειρήνη στα πολιτικά πράγματα της αυτοκρατορίας, κι ο Κωνσταντίνος εγκατέστησε την έδρα του στην πόλη Αρελάτη της νότιας Γαλλίας, απ' όπου διακυβερνούσε το βασίλειό του με κάθε δικαιοσύνη, γι' αυτό και αγαπήθηκε πολύ απ' τον λαό.

Ενωρίς ο Μαξιμιανός ήλθε σε ρήξη προς τον υιό του Μαξέντιο, και επιχείρησε να του αφαιρέσει τον θρόνο. Νικήθηκε όμως απ' αυτόν, και κατέφυγε στον γαμβρό του Κωνσταντίνο, που τον δέχθηκε με πραγματική καλωσύνη. Επειδή όμως κι εκεί επιδόθηκε σε μηχανορραφίες και συνωμοσία εναντίον του Κωνσταντίνου, αυτός διέταξε τη φυλάκισή του. Τελικά, απελπισμένος, ο Μαξιμιανός αυτοκτόνησε (Ιούλιος του 310), κι αυτοτιμωρήθηκε έτσι για όσα κακά είχε διαπράξει.

Ο Γαλέριος, σκοπεύοντας να κυριαρχήσει και στη Δύση, συγκέντρωσε πολυάριθμο στρατό και εκστράτευσε εναντίον των Μαξεντίου και Κωνσταντίνου. Καθ' οδόν προς τη Ρώμη έπεσε σε παγίδα του Μαξεντίου και έπαθε μεγάλη καταστροφή. Φοβήθηκε λοιπόν, υποχώρησε, και στράφηκε κατά του Κωνσταντίνου. Αλλά και στη μάχη μ' αυτόν έπαθε τέτοια πανωλεθρία, ώστε σε λίγο διάστημα το στράτευμά του αφανίστηκε τελειωτικά. Τότε αφαίρεσε τη βασιλική στολή και φόρεσε πτωχική, για να μην αναγνωρίζεται και, μαζί με λίγους έμπιστους στρατιώτες του, διέφυγε και κρυβόταν από χώρα σε χώρα. Ο Κωνσταντίνος έστειλε παντού ανθρώπους να τον βρουν και να τον θανατώσουν, αλλ' η θεία Δίκη πρόλαβε και τον βρήκε πιο πριν, γιατί περιέπεσε σε φοβερή ασθένεια και απέθανε (Μάιος 311).

 

Η εμφάνιση του Τιμίου Σταύρου στον ουρανό
και του Χριστού στον ύπνο του Κωνσταντίνου

Μετά τον θάνατο του Γαλερίου οι αυτοκράτορες της Ανατολής Αύγουστος Λικίνιος και Καίσαρας Μαξιμίνος ήλθαν σε ρήξη. Τότε ο Μαξιμίνος συνήψε συμμαχία με τον Μαξέντιο, ο δε Λικίνιος με τον Κωνσταντίνο, και, ως εχέγγυο, νυμφεύθηκε την Κωνσταντία, θετή αδελφή του Κωνσταντίνου.

Ο Μαξέντιος τότε άρχισε να συγκεντρώνει πολυάριθμο στρατό από την Ιταλία και Αφρική, με σαφή προοπτική την εξουδετέρωση της απειλής του Κωνσταντίνου στη Δύση, και σκόπευε να κάμει αιφνιδιαστική εισβολή στη Γαλατία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν είχε άλλη επιλογή, ακούοντας μάλιστα τις αισχρουργίες και την τυραννία του Μαξεντίου στους Ρωμαίους, γι' αυτό και ανέλαβε με αποφασιστικότητα την πρώτη κίνηση, αν και διέθετε πολύ μικρότερες δυνάμεις. Αφού διαπέρασε με τον στρατό του τις Άλπεις, κατέλαβε με αστραπιαία προέλαση, τη μια μετά την άλλη, τις πόλεις της βόρειας Ιταλίας μέχρι τον Ηριδανό (Πάδο) ποταμό (Σεπτέμβριος 312). Η θριαμβευτική είσοδός του στα Μεδιόλανα άνοιξε τον δρόμο προς τη Ρώμη, την οποία ο Μαξέντιος επέλεξε ως τόπο της αναμέτρησής του. Έτσι λοιπόν ο Κωνσταντίνος, προελαύνοντας αήττητος, έφθασε στα πρόθυρα της Ρώμης, όπου τον περίμενε ο Μαξέντιος με πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις. Τα δύο στρατεύματα αντιπαρατάχθηκαν τότε, έτοιμα για την τελική μάχη. Ενώ λοιπόν ο Κωνσταντίνος παρατηρούσε περίλυπος τα εχθρικά στρατεύματα και συλλογιζόταν πώς θα μπορούσε να επιτύχει τη νίκη, κατά τις πρώτες απογευματινές ώρες της ημέρας εκείνης είδε στον ουρανό φωτεινό το σημείο του Τιμίου Σταύρου και γύρω του την επιγραφή, «Εν τούτω νίκα». Μάρτυρας της θαυμαστής αυτής θεοσημίας υπήρξε όλο το στράτευμα του Κωνσταντίνου! Απορούσε δε ο ευσεβής βασιλέας για το νόημα του οράματος.

Γι' αυτό τη νύχτα φάνηκε στον ύπνο του και ο ίδιος ο Χριστός με το σημείο του Σταυρού, ερμηνεύοντάς το σ' αυτόν και τον προέτρεψε να κατασκευάσει ένα σταυρικό λάβαρο, σαν εκείνο που είδε, να το φέρει με πίστη ως φυλακτήριο στους πολέμους, και θα νικούσε με τη δύναμή Του πάντοτε τους εχθρούς του.

Πράγματι την επομένη το πρωί κάλεσε τεχνίτες και διέταξε και κατασκεύασαν το λάβαρο του Σταυρού, το οποίο επιχρυσώθηκε και στολίσθηκε στο άνω μέρος με στεφάνι από πολύτιμους λίθους, που έφερε στο μέσο το χριστόγραμμα. Από το εγκάρσιο κέρας κρεμόταν ύφασμα, επίσης στολισμένο με πολύτιμους λίθους. Τούτο το θείο λάβαρο πρόσταξε πενήντα εκλεκτούς στρατιώτες να το μεταφέρουν εναλλάξ μπροστά απ' όλο το στράτευμα.

 

Το ιερό λάβαρο θριαμβεύει

Ο Μαξέντιος, έχοντας βεβαιότητα ότι θα νικήσει τον Κωνσταντίνο, κατασκεύασε κάτω από την παλαιά γέφυρα του Τίβερη ποταμού Μουλβία άλλη, χαμηλότερη και εύθραυστη. Με την πανουργία του αυτή έλπιζε πως ο Κωνσταντίνος, σαν θα νικόταν και θα προσπαθούσε να διαφύγει, θα περνούσε απ' αυτή τη δόλια γέφυρα με το στράτευμά του. Αλλ' ο Θεός οικονόμησε πολύ διαφορετικά τα πράγματα!

Πραγματικά, όταν συγκροτήθηκε η τελική μάχη στους Κόκκινους Βράχους (28 Οκτωβρίου 312), νίκησε ο Σταυρός, το ανίκητο σύμβολο, που προπορευόταν του στρατεύματος του Κωνσταντίνου! Τόσος φόβος κατέλαβε τότε τον Μαξέντιο, που τα έχασε, και δεν έβλεπε προς τα πού πήγαινε! Καταδιωγμένος, όρμησε απερίσκεπτα να περάσει από τη δόλια εκείνη γέφυρα. όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και ανώτεροι αξιωματικοί και αρκετοί στρατιώτες του. Αμέσως όμως αποκόπηκε η γέφυρα και, αφού πέσανε όλοι μέσα στον Τίβερη ποταμό, πνίγηκαν! Ο Κωνσταντίνος τότε δόξασε τον Θεό, και θαύμασε τη δύναμη του Σταυρού, βλέποντας τέτοιο θαύμα. Σε λίγο ο υπόλοιπος στρατός του Μαξεντίου αποδεκατίσθηκε και διαλύθηκε.

Τον θρίαμβο του Κωνσταντίνου γιόρτασαν με μεγάλη χαρά όλοι οι πολίτες της Ρώμης. Στόλισαν μεγαλόπρεπα την πόλη και υποδέχτηκαν συγκινημένοι τον μεγάλο νικητή με κραυγές ευφημικές. Αλλ' ο Κωνσταντίνος απέδωσε μεγαλόφωνα τη νίκη στον Θεό, και πρόσταξε να στήσουν αναμνηστικές στήλες με τον Τίμιο Σταυρό στα κυριώτερα μέρη της πόλης. Ακόμη να ερευνήσουν προσεκτικά για την ανεύρεση των ιερών λειψάνων των αγίων Μαρτύρων, που είχανε χύσει το αίμα τους για την αγάπη του Χριστού, και να τα ενταφιάσουν με την πρέπουσα τιμή και ευλάβεια. Αλλά συνεχίστηκαν οι ευεργεσίες του θεοπρόβλητου βασιλέα: Ανακάλεσε από την εξορία τους εξορίστους, απελευθέρωσε τους κρατουμένους από τις φυλακές, απέδωσε τιμές στον κλήρο, ανήγειρε ναούς του αληθινού Θεού, σκόρπισε πλουσιοπάροχη ελεημοσύνη προς τους ενδεείς και πένητες!

Αλλά και μετά το διπλό πιο πάνω όραμα (του Σταυρού και του Χριστού) και τη θαυμαστή νίκη με τη βοήθειά Τους, ο Κωνσταντίνος, που ήταν ήδη ευνοϊκά προδιατεθειμένος προς τον Χριστιανισμό, ζήτησε ιερωμένους ευλαβείς, οι, οποίοι τον κατήχησαν και τον δίδαξαν ποιος ήταν ακριβώς ο Θεός, που του εμφανίσθηκε και το βαθύτερο νόημα του οράματός του, καθώς και τα κύρια δόγματα της χριστιανικής πίστης. Κι αυτός μαθήτευσε ταπεινά κοντά τους. Έκτοτε επιδόθηκε σε ιερά αναγνώσματα και κατέστησε εναρέ­τους ιερείς ως συμβούλους του.

 

Το Διάταγμα των Μεδιολάνων

Λίγους μήνες μετά τη μεγάλη αυτή νίκη (στις αρχές Φεβρουαρίου του 313) οι δύο νικητές και σύμμαχοι αυτοκράτορες, ο Αύγουστος της Δύσης Κωνσταντίνος και ο Αύγουστος της Ανατολής Λικίνιος, συναντήθηκαν στα Μεδιόλανα (σημερινό Μιλάνο) της Ιταλίας, όπου εξέδωσαν και υπέγραψαν μαζί τις περίφημες Αποφάσεις των Μεδιολάνων, ευρύτερα γνωστές ως Διάταγμα των Μεδιολάνων. Με αυτές καθιερώθηκε η γενική αρχή της ανεξιθρησκίας, με κύριο στόχο την κατοχύρωση και αναγνώριση της θρησκευτικής ελευθερίας για τον Χριστιανισμό. Με τις πρόνοιες του Διατάγματος αυτού έμμεσα κατηργείτο η εθνική λατρεία (ειδωλολατρία). Οι Αποφάσεις αυτές δημοσιεύτηκαν και στην Ανατολή, με σχετικό διάταγμα του Λικινίου.

 

Ο Κωνσταντίνος γίνεται μονοκράτορας

Ενόσω ζούσε στην Ανατολή ο Καίσαρας Μαξιμίνος Δαΐας, πολλοί Χριστιανοί βρήκαν επώδυνο θάνατο απ' αυτόν στον διωγμό, που κήρυξε εναντίον τους. Ο Μαξιμίνος, έχοντας επιθυμία να κυριαρχήσει σ' όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μάζεψε στρατό και κίνησε πόλεμο κατά του Λικινίου. Αφού λοιπόν πέρασε τον Βόσπορο και συγκρότησε μάχη με τον Λικίνιο στην Πέρινθο (313), έπαθε πανωλεθρία. Κατέφυγε ύστερα στην Ταρσό, όπου απέθανε από θεήλατη φοβερή ασθένεια.

Αμέσως μετά τον θάνατο του Μαξιμίνου τελέστηκε ο γάμος του Λικινίου με την Κωνσταντία, αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, για να επισφραγιστεί η συμμαχία των δύο αυτοκρατόρων. Αλλ' η συμμαχία αυτή δεν διάρ­κεσε για πολύ.

Ήδη από το 314 αρχίζουν οι συγκρούσεις των δύο μοναρχών στο Ιλλυρικό, το μεγαλύτερο τμήμα του οποίου κατέκτησε ο Μέγας Κωνσταντίνος, και την 1η Μαρτίου 317 εισήλθε θριαμβευτικά στη Σαρδική (Σόφια). Από τότε άρχισε προοδευτικά η στροφή των χριστιανών της Ανατολής προς τον Μέγα Κωνσταντίνο, που έγινε ιδιαίτερα αισθητή το 322, όταν αυτός νίκησε τους Σαρμάτες και κατέβηκε ανεμπόδιστος μέχρι τη Μακεδονία. Ο ενθουσιασμός των πιστών προκάλεσε τον φθόνο του Λικινίου, τόσο, που λησμονώντας τους όρκους που έδωσε, άρχισε να κακοποιεί τους πιστούς στις ανατολικές επαρχίες. Αρχικά έλαβε μέτρα κατά των επισκόπων, και απαγόρευσε τη συνάθροισή τους σε συνόδους, καθώς και τον εκκλησιασμό των γυναικών (322), και, τέλος, κίνησε φανερό διωγμό κατά των πιστών, αναδεικνύοντας πλήθη Μαρτύρων.

Το 323 ο Κωνσταντίνος, οπλισμένος με νηστεία, αγνότητα και προσευχή, εισέβαλε στη Θράκη, με την πρόφαση της εξουδετέρωσης των Γότθων. Ύστερα προχώρησε στην τελική αναμέτρηση με τον Λικίνιο. Η πρώτη μάχη έγινε κοντά στην Αδριανούπολη (Ιούλιος 324). Τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου προέλαυναν, έχοντας πάντοτε μπροστά το ιερό λάβαρο του Σταυρού, που έτρεπε τους αντιπάλους σε άτακτη φυγή. Νικημένος ο Λικίνιος, αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει και οχυρώθηκε στο Βυζάντιο. Αλλά κι εκεί νικήθηκε από τον στρατό του Κωνσταντίνου και τον στόλο του, που είχε ως αρχηγό τον υιό του Κρίσπο. Γι' αυτό και διαπεραιώθηκε στη Μικρά Ασία, στη Χρυσόπολη (το σημ. Σκουτάρι). Στην εκεί μεγάλη τελική μάχη νικήθηκε και πάλιν ο Λικίνιος, και, φεύγοντας, συνελήφθη στη Νικομήδεια. Ο Κωνσταντίνος, με τις παρακλήσεις της αδελφής του, του χάρισε τη ζωή και τον περιόρισε μόνο στη Θεσσαλονίκη, παραχωρώντας του εκεί πλούσια εισοδήματα, για να συντηρείται. Αλλ' όταν και πάλιν ο Λικίνιος αθέτησε τις υποσχέσεις του, και άρχισε να οργανώνει συνωμοσίες εναντίον του ευεργέτη του Κωνσταντίνου, τότε αυτός διέταξε και τον αποκεφάλισαν. Εκριζώθηκε έτσι και το τελευταίο ζιζάνιο της ειδωλολατρίας και αναταραχής, και ο Μεγάλος νικητής Κωνσταντίνος παρέμεινε πλέον μονοκράτορας σ' όλο το Ρωμαϊκό κράτος, εξασφαλίζοντας στην αυτοκρατορία του την πολυπόθητη ομόνοια και ειρήνη.

 

Τα Θεάρεστα έργα του μονοκράτορα Κωνσταντίνου

Ο ένδοξος νικητής Κωνσταντίνος δεν κενοδόξησε για τα πολεμικά και άλλα κατορθώματά του! Αντίθετα, απέστειλε σ' όλες τις επαρχίες του κράτους του επιστολές, στα ελληνικά και λατινικά, άλλες προς τις κατά τόπους Εκκλησίες, κι άλλες προς τους εκτός Εκκλησίας εθνικούς κατά πόλη, όπου, μεταξύ άλλων, διακήρυττε τον Θεό ως αίτιο της νίκης του, αλλά και όλων των αγαθών γενικά.

Απαλλαγμένος πια απ' τους πολέμους, ο ευσεβής βασιλέας επιδόθηκε σε έργα Θεάρεστα. Καταρχήν θέσπισε ευεργετικές νομοθεσίες για ανάκληση των εξορίστων και απελευθέρωση των καταδικασμένων για την πίστη τους στους προηγουμένους διωγμούς, καθώς και για την τιμή των Αγίων Μαρτύρων και την απόδοση των κατασχεθέντων εκκλησιαστικών κτημάτων στους νομίμους κατόχους τους (τις τοπικές Εκκλησίες). Ακόμη, με σχετικούς νόμους προήγαγε τους Χριστιανούς στα ποικίλα αξιώματα, έπαυσε τις ειδωλικές θυσίες και επιχορήγησε την ανοικοδόμηση νέων ναών, καθώς και τη διεύρυνση και συντήρηση παλαιοτέρων. Περαιτέρω, με σχετικό του διάταγμα, όπου αναφέρεται εκτενώς στους παρελθόντες διωγμούς και το φοβερό τέλος όλων των διωκτών, προτρέπει, αλλά δεν εξαναγκάζει, τους παραμένοντες στην απιστία να γίνουν Χριστιανοί, και τέλος προστάζει να μην ενοχλεί πλέον κανείς κανένα για την πίστη του. Οι ελεημοσύνες και ευεργεσίες του Κωνσταντίνου έρρεαν ως ακένωτος κρουνός προς τους πάντες, προκαλώντας τον σεβασμό και την άμετρη εκτίμηση στο πρόσωπό του.

Πέραν απ' αυτά, θα αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα και με συντομία και στα εξής σπουδαιότατα έργα του, που απαθανάτισαν στους αιώνες τη μνήμη του. Αυτά ήσαν: (α) Η σύγκληση της Α' Οικουμενικής Συνόδου, (β) η αποστολή της μητέρας του, της Αγίας Ελένης, στα Ιεροσόλυμα για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού, (γ) η ανοικοδόμηση της Κωνσταντινούπολης, και (δ) η ολοκλήρωσή του στην Χριστιανική Πίστη με τη βάπτισή του.

 

Η Α' Οικουμενική Σύνοδος

Την ειρήνη της Εκκλησίας, που πέτυχε με τόσους αγώνες ο Μ. Κωνσταντίνος, καταπαύοντας τους διωγμούς των χριστιανών, ήλθε να διασαλεύσει ο αιρετικός Άρειος, πρωτοπρεσβύτερος και δάσκαλος σχολής στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αυτός άρχισε να κηρύττει βλάσφημα πως ο Υιός του Θεού δεν είναι Ομοούσιος (της ίδιας ουσίας) με τον Πατέρα Του, αλλά δημιούργημα του Θεού, άρα όχι αληθινός Θεός. Πατριάρχης τότε στην Αλεξάνδρεια ήταν ο αγιώτατος Πέτρος, που, μετά από θεϊκή οπτασία, στην οποία ο Χριστός του αποκάλυψε το βέβηλο της διδασκαλίας του Αρείου, καθαίρεσε της ιερωσύνης τον Άρειο.

Μετά τον θάνατο του Πέτρου ο νέος πατριάρχης Αχιλλάς κατόρθωσε με τις συμβουλές του να επαναφέρει τον Άρειο στην ευσέβεια. Και όσο καιρό ζούσε ο Αχιλλάς, ο Άρειος σιωπούσε και δεν κήρυττε τις αιρετικές του δοξασίες. Αφού όμως έγινε πατριάρχης ο Άγιος Αλέξανδρος, άρχισε και πάλιν ο Άρειος να διδάσκει τα αιρετικά φρονήματά του, και παρέσυρε μάλιστα μαζί του πολλούς λαϊκούς και κληρικούς, όπως τους επισκόπους Ευσέβιο της Νικομηδείας, Παυλίνο της Τύρου, Θεωνά και Σεκούνδο κ.ά. Τότε ο πατριάρχης Αλέξανδρος συγκάλεσε τοπική Σύνοδο, η οποία καθαίρεσε και πάλιν τον Άρειο και τους οπαδούς του.

Ο ευσεβής αυτοκράτορας Κωνσταντίνος παρακολουθούσε με μεγάλη του λύπη τα έκτροπα του Αρείου και των οπαδών του, καθώς και τη μεγάλη σύγχυση, που προκαλούσαν σ' όλες τις τοπικές Εκκλησίες. Επιθυμώντας λοιπόν να επαναφέρει την ομόνοια και ειρήνη στην Εκκλησία του Χριστού, προσέταξε να συγκεντρωθούν στη μεγαλούπολη Νίκαια της Βιθυνίας επίσκοποι από όλες τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, για να μελετήσουν το όλο ζήτημα. Πράγματι τον Μάιο του έτους 325 συναθροίστηκαν εκεί 318 θεοφόροι Πατέρες και συγκρότησαν Σύνοδο, η οποία αναγνωρίσθηκε στη συνέχεια ως η Πρώτη Οικουμενική, στην οποία παρακάθισε προσωπικά και ο ίδιος ο φιλόχριστος βασιλέας.

Αφού λοιπόν ο Κωνσταντίνος προέτρεψε τους Επισκόπους να μελετήσουν το θεολογικό ζήτημα, κάλεσε τον Άρειο να παρουσιασθεί με τους ακολούθους του, για να εκθέσει τις απόψεις του και ν' ακούσει για το θέμα αυτό τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου. Παρουσιάσθηκε πράγματι ο Άρειος, ακολουθούμενος από πολλούς φιλοσόφους και ρήτορες, που οι Άγιοι Πατέρες νίκησαν κατά τη γενόμενη συζήτηση καθ' ολοκληρία, αφού εξήγησαν σ' αυτούς τις αλήθειες της αγίας Πίστεώς μας με ταπεινό πνεύμα. Κατόρθωσαν έτσι να επαναφέρουν πολλούς στον ορθό δρόμο με τα θεόπνευστα λόγια τους και τα θαύματα, που επετέλεσαν. Τέτοια θαύματα γίνανε μπροστά στην αγία Σύνοδο απ' τον Άγιο Σπυρίδωνα (θαύμα του κεραμιδιού) κι απ' τον Άγιο Αχίλλειο (θαύμα πέτρας, που με την προσευχή του ανάβλυσε λάδι). Άλλοι ακόμη Πατέρες συντάραξαν τους φιλοσόφους, και επανέφεραν πολλούς απ' αυτούς στην αλήθεια, με την απλότητα της συμπεριφοράς τους και τη θεοπνευστία των επιχειρημάτων τους. Ο Άρειος όμως και πάλιν δεν θέλησε να παραδεχθεί το λάθος του. Τότε η αγία Σύνοδος καθαίρεσε και αναθεμάτισε αυτόν και τη διδασκαλία του και όσους μείνανε προσκολλημένοι στην πλάνη του.

Η αγία αυτή Σύνοδος συνέταξε και τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεώς μας (δηλαδή του «Πιστεύω»), και εξέδωσε επίσης ορισμένους Κανόνες για την καλύτερη λειτουργία και διακυβέρνηση των Εκκλησιών. Μεταξύ άλλων ρύθμισε και το πότε πρέπει να γιορτάζεται το άγιο Πάσχα σ' όλο τον κόσμο. Όρισε δηλαδή να τελείται το Πάσχα την πρώτη Κυριακή, ύστερα απ' την πρώτη πανσέληνο της εαρινής (ανοιξιάτικης) ισημερίας, και οπωσδήποτε μετά από το Πάσχα των Εβραίων. Τον Τόμο των Πρακτικών της Συνόδου με τις σχετικές αποφάσεις υπέγραψαν όλοι οι Αρχιερείς και τελευταίος απ' όλους υπέγραψε ο φιλόχριστος βασιλέας με ερυθρά γράμματα, επισημοποιώντας έτσι τις αποφάσεις της Συνόδου.

Ύστερα απ' όλα αυτά ο Μ. Κωνσταντίνος ευχαρίστησε πάλιν τον Θεό, διότι τον καταξίωσε να καταπολεμήσει και να εξαλείψει, παλαιότερα μεν την ειδωλολατρία, τώρα δε και τις αιρέσεις.

Μετά το πέρας της Συνόδου, άρχισαν στις 25 Ιουλίου του 325 οι εορτασμοί για τα εικοσάχρονα της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου, στους οποίους, μεταξύ άλλων, ο αυτοκράτορας κάλεσε και όλους τους Πατέρες της Συνόδου, και απένειμε σ' αυτούς πλούσια δώρα. Καταφιλούσε τότε τα βγαλμένα μάτια του Αγίου Παφνουτίου και των λοιπών Αγίων Ομολογητών, καθώς και τα παραμορφωμένα και πληγωμένα μέλη τους, στα οποία τα σημάδια των πληγών παρέμειναν ανεξίτηλα απ' την εποχή των διωγμών. Αυτά όλα τα έκαμνε με μεγάλη ταπείνωση, ζητώντας απ' αυτούς συγχώρεση των αμαρτιών του!

Συμβούλευσε τέλος όλους τους επισκόπους να έχουν μεταξύ τους ειρήνη κι ομόνοια στην Πίστη, να δείχνουν αγάπη στους πάσχοντες και να μην υβρίζουν ή να προσβάλλουν την αξιοπρέπεια των αδελφών τους. Όταν μερικοί του ανέφεραν κατηγορίες για κάποιους επισκόπους, αυτές τις αναφορές δεν δέχτηκε να τις εξετάσει, ούτε τις υποθέσεις των κατηγορουμένων επισκόπων διερεύνησε, αλλά μπροστά σε όλους έσχισε όλες τις κατηγορίες, λέγοντας τα ακόλουθα βαρυσήμαντα λόγια: «Αν εγώ ο ίδιος προσωπικά τύγχαινε να έβλεπα αρχιερέα να παρανομεί, εξάπαντος θα τον σκέπαζα με την βασιλική πορφύρα μου»!

Αφού λοιπόν οι Άγιοι Πατέρες αποχαιρέτισαν τον βασιλέα και τον πατριάρχη Αλέξανδρο, τον οποίο αυτοί είχαν χειροτονήσει ως διάδοχο του Αγίου Μητροφάνη, που εκοιμήθη κατά τη διάρκεια της Συνόδου (4.6.325), επέστρεψαν στις επαρχίες τους, όπου κήρυτταν τα δόγματα της αγίας Συνόδου.

 

 

Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης

Το άλλο πρωταρχικής σημασίας έργο του Κωνσταντίνου υπήρξε η ίδρυση μιας νέας πρωτεύουσας του κράτους στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου και στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, αποικίας των Μεγαρέων του 7ου αι. π.Χ.

Όταν ο Κωνσταντίνος πήρε τη σχετική απόφαση, δεν επέλεξε αμέσως το Βυζάντιο, αλλά σκέφθηκε αρχικά τη γενέτειρά του Ναϊσσό, τη Σαρδική (Σόφια) και τη Θεσσαλονίκη στη συνέχεια. Απ' τα εμπόδια όμως που προέκυψαν, εννόησε ότι δεν ήταν θέλημα Θεού να προχωρήσει εκεί και μετέβη στο αρχαίο Ίλιο, όπου λέγεται πως είχαν στρατοπεδεύσει οι Αχαιοί στον πόλεμο κατά της Τροίας. Εκεί σχεδίασε την πόλη όσο μεγάλη έπρεπε να γίνει και κατασκεύασε ακόμη και τις πύλες της. Αλλά κάποιο βράδυ παρου­σιάσθηκε ο Κύριος στον ευσεβή βασιλέα, προτρέποντάς τον να επιλέξει άλλη τοποθεσία για πρωτεύουσά του. Υπακούοντας στο θείο κέλευσμα, ο Κωνσταντίνος κατέληξε τελικά στο Βυζάντιο, του οποίου τη θέση θεώρησε ως την πλέον κατάλληλη για τον σκοπό του και αρεστή στον Θεό.

Κατά τη χάραξη των ορίων της νέας πόλης από τον Κωνσταντίνο, Άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε σ' αυτόν μόνο και τον καθοδηγούσε, προπορευόμενός του, μέχρι που σημείωσαν όλο τον χώρο, μέσα στον οποίο ήταν θέλημα Θεού να κτισθεί η πρωτεύουσα.

Η τελετή για τη θεμελίωση της πόλης έγινε στις 8 Νοεμβρίου του 324, και για τα έργα ανοικοδόμησης, που άρχισαν στη συνέχεια, μαζεύτηκαν εργάτες και υλικά από παντού, ενώ πολλά αρχαία προχριστιανικά μνημεία της Ρώμης, της Αθήνας, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας, της Εφέσου κ.ά. πόλεων χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα για τη διακόσμηση της βασιλεύουσας. Αλλά και λείψανα Αγίων και Μαρτύρων μετέφερε ο Κωνσταντίνος, για τον εξαγιασμό της. Και δεν κόσμησε την πόλη ο ευσεβής βασιλέας μόνο με ιππόδρομο, κρήνες, στοές και άλλα λαμπρά οικοδομήματα, αλλά και με περικαλλείς ναούς, όπως αυτούς των Αγίων Αποστόλων, της Αγίας Ειρήνης, του Αγίου Μωκίου και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Τίμησε ακόμη την πόλη με Σύγκλητο, αφού κάλεσε από τη Ρώμη και αλλού ευγενείς και λογίους άρχοντες, για τη διαμονή των οποίων έκτισε κατάλληλες οικοδομές, και συνέστησε ιεραρχία βασιλικών αξιωματούχων, κατά την τάξη, που επικρατούσε και στη Ρώμη.

Μετονόμασε λοιπόν τη νέα πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, την οποία αφιέρωσε στην Υπεραγία Θεοτόκο (26 Νοεμβρίου του 328) και της οποίας τα εγκαίνια τελέστηκαν πανηγυρικά στις 11 Μαΐου του 330. Βεβαίως τα οικοδομικά έργα συνεχίστηκαν και αργότερα. Η Κωνσταντινούπολη κατέστη σύντομα το πολιτικό, εκκλησιαστικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο της μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

 

Η εύρεση του Τιμίου Σταυρού

Μέσα στα μεγαλόπνοα σχέδια του Μ. Κωνσταντίνου για την εδραίωση του Χριστιανισμού εντάσσεται και η απόφασή του να αποστείλει τη μητέρα του Ελένη στα Ιεροσόλυμα, για την αναζήτηση και εύρεση του Τιμίου Ξύλου του Σταυρού, και, ευρύτερα, για την ανάδειξη των Αγίων Τόπων, όπου έζησε, μαρτύρησε, σταυρώθηκε, τάφηκε και αναστήθηκε ο Χριστός, και τους οποίους οι καταστροφές από τον χρόνο, τους πολέμους, αλλά και η ζηλοφθονία των Εβραίων, είχαν σκεπάσει και αποκρύψει ολότελα.

Η ιεραποδημία αυτή της Αγίας Ελένης έλαβε χώρα μετά την ανάδειξή της από τον υιό της σε Αυγούστα (περί τον Οκτώβριο του 324), γύρω στα έτη 325/326. Παράλληλα προς τη σχετική επιθυμία του Κωνσταντίνου, και η ίδια η Αγία Ελένη είχε δει οπτασία, που την παρακινούσε προς την ιερή της αυτή αποστολή. Εφοδιασμένη λοιπόν με βασιλικά γράμματα προς τον τότε αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων Άγιο Μακάριο, με αφθονία χρημάτων, καθώς και με την αρμόζουσα συνοδία στρατού και επισήμων αρχόντων, φθάνει «με σπουδή και νεανική δύναμη η ηλικιωμένη (ήταν τότε περίπου 78 ετών) και γεμάτη φρόνηση (Ελένη), να επισκεφθεί την αξιοσέβαστη γη και συγχρόνως να δει τις επαρχίες, τους δήμους, και τους λαούς της Ανατολής με βασιλική αξιοπρέπεια». Ο πατέρας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Ευσέβιος μας φανερώνει στο χωρίο του αυτό και τον ευρύτερο ιεραποστολικό και φιλανθρωπικό χαρακτήρα της ιεραποδημίας της Αγίας.

Στην αναζήτηση του Τιμίου Σταυρού η τιμία βασίλισσα συναντά αρκετές δυσχέρειες. Σύμφωνα με αρχαιότατη παράδοση, η εύρεση του Τιμίου Σταυρού από την Αγία είναι συνυφασμένη με το πρόσωπο του Αγίου Ιερομάρτυρος Κυριακού, επισκόπου στα Ιεροσόλυμα. Ο Άγιος Κυριακός, Εβραίος στην καταγωγή, με το αρχικό όνομα Ιούδας, ήταν ο άνθρωπος που γνώριζε από τους προγόνους του το μέρος, όπου ήταν κρυμμένος ο Σταυρός του Κυρίου, αλλά δεν ήθελε να το αποκαλύψει στην Αγία Ελένη. Αυτή τότε πρόσταξε να τον βάλουν σε ξεροπήγαδο για μια εβδομάδα, οπότε αναγκάστηκε από την πείνα και δίψα να υποδείξει τον χώρο του Γολγοθά και του Μνήματος του Χριστού. Ο τόπος είχε καταχωσθεί από τους Εβραίους, ένεκα φθόνου, οι δε ειδωλολάτρες, βλέποντας να προσκυνείται από τους Χριστιανούς με ευλάβεια για τα εκεί τελούμενα θαύματα, είχαν ανεγείρει στον χώρο αυτό τέμενος της θεάς Αφροδίτης. Με προσταγή της Αγίας το τέμενος κρημνίζεται και ανασκάπτεται ο χώρος, οπότε ανευρέθηκαν ο Γολγοθάς, το Πανάγιο Μνήμα, οι τρεις Σταυροί, του Χριστού και των δύο ληστών και οι άγιοι Ήλοι (καρφιά) της Σταύρωσης.

Η αναγνώριση του Τιμίου Σταυρού έγινε με το εξής θαύμα: Μία νεκρή γυναίκα οδηγείτο προς ενταφιασμό. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος είπε να σταματήσει η νεκρική πομπή. Μετά από θερμή προσευχή και τοποθετώντας διαδοχικά και χωριστά τους τρεις Σταυρούς πάνω στη νεκρή, ω του θαύματος! Αυτή αναστήθηκε, όταν την άγγιξε ο τρίτος Σταυρός, ο Σταυρός του Κυρίου! Τότε η Αγία διέταξε και διαιρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός. Και το μεν ένα τμήμα τοποθέτησε σε αργυρή πολύτιμη θήκη και το άφησε στα Ιεροσόλυμα, το δε άλλο μετέφερε σε ταξίδι της από τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη. Είναι απ' αυτό το δεύτερο τμήμα, που άφησε κατά τόπους τεμάχια, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, για την οποία θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο. Την εύρεση του Τιμίου Ξύλου και των αγίων Ήλων τιμά η Εκκλησία μας στις 6 Μαρτίου.

Με το θαύμα της αναστάσεως της νεκρής γυναίκας από τον Σταυρό πιστεύει ο πιο πάνω Εβραίος Ιούδας, βαπτίζεται και μετονομάζεται Κυριακός, χειροτονείται αργότερα επίσκοπος (μάλλον χωρεπίσκοπος) στα Ιεροσόλυμα, και μαρτυρεί επί Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363). Η Εκκλησία μας τελεί τη μνήμη του στις 28 Οκτωβρίου.

Αναφορικά με τους δύο άλλους Σταυρούς των ληστών, επειδή η Αγία αδυνατούσε να διακρίνει ποιος ανήκε στον «εκ δεξιών» Καλό Ληστή και ποιος στον «εξ αριστερών» και επειδή από την άλλη σκέφθηκε πως τόσα χρόνια θαμμένοι με τον Σταυρό του Χριστού είχαν πάρει κι αυτοί ευλογία, και δεν έπρεπε να παραμεληθούν, πρόσταξε να αποσυναρμολογηθούν, και με την εναλλαγή των οριζοντίων ξύλων τους να σχηματισθούν δύο νέοι Σταυροί. Έτσι ο καθένας τους περιείχε τεμάχιο του Σταύρου του Καλού Ληστή.

Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Μ. Κωνσταντίνος, χάρηκε ιδιαίτερα και με επιστολή του προς τον Άγιο Μακάριο όρισε να ανεγερθεί στον χώρο του Παναγίου Τάφου ναός λαμπρός και περικαλλής, παρέχοντας ο ίδιος ο αυτοκράτορας τα μέσα προς τούτο. Η Αγία Ελένη, εκτός από την επίβλεψη στην ανέγερση του ναού τούτου, ανήγειρε θαυμάσιο ναό στη Βηθλεέμ (στο άγιο Σπήλαιο της Γεννήσεως του Κυρίου) και άλλον εφάμιλλο της Αναλήψεως στο όρος των Ελαιών.

Στη συνέχεια η ευσεβής βασίλισσα περιήλθε όλες τις χώρες της Ανατολικής αυτοκρατορίας, στολίζοντας τους ναούς του Θεού με λαμπρά κειμήλια και κάνοντας ποικίλα έργα φιλανθρωπίας: Ελεούσε αφθονοπάροχα κατοίκους πόλεων συλλογικά, αλλά κι όσους την πλησίαζαν ατομικά, στρατιώτες, πένητες, γυμνούς και απροστάτευτους, παρέχοντας όλα τα αναγκαία του σώματος. Αλλά και από τα δεσμά, την καταπίεση και την εξορία απάλλαξε πολλούς καταδίκους, από μεγάλη φιλανθρωπία κινούμενη.

Το θαυμαστό έργο της Αγίας Ελένης στα Ιεροσόλυμα και την Παλαιστίνη και η ιεραποστολική και πλούσια φιλανθρωπική της περιοδεία στις πέριξ επαρχίες της Ανατολής διήρκεσε γύρω στα δύο με τρία χρόνια (325/326-328/329).

 

Η έλευση της Αγίας Ελένης στην Κύπρο

Στα πλαίσια της ως άνω μακρόχρονης αγαθοεργούς δράσης της Αγίας βασίλισσας εντάσσεται βεβαίως και η διέλευσή της από την Κύπρο. Συγκεκριμένες αναφορές των παλαιών ιστορικών για το γεγονός τούτο δεν υπάρχουν, όπως ασφαλώς δεν υπάρχουν και για άλλα πολλά σημαντικά έργα της Αγίας. Οι σωζόμενες σήμερα γραπτές πηγές, από τον 12ο αιώνα κ.ε. (πρώτη γνωστή αναφορά αυτή του Ηγουμένου Δανιήλ το 1106) καταγράφουν την παράδοση, που από στόμα σε στόμα και από γενεά σε γενεά διασώθηκε μέχρι τότε. Ακριβώς και σ' αυτή την περίπτωση λειτούργησε ο παράγοντας της παράδοσης, για να διασώσει ό,τι δεν ήταν δυνατό να περισωθεί με άλλο τρόπο, και μάλιστα εξαιτίας των πολλών περιπετειών και συμφορών της Κύπρου, που τη στέρησαν από σπουδαίους θησαυρούς, μνημεία των παλαιών εκείνων γεγονότων.

Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση αυτή, πολύ ισχυρή μέχρι και σήμερα, η ευλογημένη βασίλισσα σε ταξίδι με πλοία από την Παλαιστίνη προς την Κωνσταντινούπολη, όπου μετέφερε τα άγια Σύμβολα του Πάθους του Κυρίου και τους Σταυρούς των ληστών, αναγκάστηκε από θαλασσοταραχή να προσορμισθεί στα νότια παράλια της Κύπρου, στις εκβολές του αρχαίου χειμάρρου Τετίου, που από τότε μετονομάστηκε προς τιμήν της Βασιλοπόταμος. Σύμφωνα με την ίδια παράδοση η Κύπρος μαστιζόταν τότε από φοβερή ανομβρία (δεν είχε βρέξει για πολλά συνεχή έτη), που προκάλεσε λοιμικές ασθένειες, το δε νησί είχε γεμίσει από θανατηφόρα φίδια. Η θεομηνία αυτή οδήγησε πολλούς κατοίκους να μεταναστεύσουν σε άλλα μέρη, για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

 

Η ίδρυση της Μονής του Τιμίου Σταύρου
(Σταυροβουνίου) στην Κύπρο

Εκεί λοιπόν στην περιοχή του Βασιλικού, όπου προσάραξε η βασίλισσα Ελένη, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον ύπνο της και της είπε ότι ήταν θέλημα Θεού να ανεγείρει ναούς και στην Κύπρο, όπως και στην Αγία Γη, στους οποίους να αφιερώσει τεμάχια του Τιμίου Ξύλου, για να τιμάται και εδώ ο Σταυρός του Κυρίου. Άλλο θαύμα τότε ακολούθησε, γιατί ο Τίμιος Σταυρός μεταφέρθηκε από θεία δύναμη στην κορυφή του όρους Ολύμπου, του σημερινού Σταυροβουνίου, υποδεικνύοντας στην Αγία τη θέση, όπου έπρεπε να ανεγείρει ναό προς τιμή Του.

Η ταπεινή αυτοκράτειρα ήλθε πράγματι προσωπικά στη βουνοκορφή του Ολύμπου και με τη βοήθεια κάποιων κατοίκων των γύρω περιοχών, καθώς και των ανθρώπων της, καταργεί τον προϋπάρχοντα εδώ ειδωλολατρικό ναό (που ήταν αφιερωμένος στον Ολύμπιο Δία) και ανεγείρει ναό προς δόξαν του αληθινού Θεού. Στον αρχικό τούτο ναό αφιέρωσε τον ένα από τους δύο Σταυρούς των ληστών, όπως και πιο πάνω αναφέραμε, τοποθετώντας στο κέντρο του τεμάχιο από το Τίμιο Ξύλο, καθώς επίσης και ένα αγιασμένο Ήλο (καρφί). Με το τέλος του έργου της ανέπεμψε δοξολογία και ευχαριστία στον Κύριο.

Κατά την ίδια παράδοση η Αγία Ελένη ανεγείρει και στην Τόχνη ναό, προικίζοντάς τον κι εκείνο με τεμάχια των αγιασμένων Συμβόλων του Πάθους του Κυρίου. Μεταφέρει επίσης με ενέργειές της ένα πλοίο γεμάτο γάτες από τη Μικρά Ασία (ο όρμος, που προσορμίστηκε το πλοίο ονομάστηκε έκτοτε Ακρωτήριο των Γάτων ή Κάβο Γάτα), που αφέθηκαν στην ξηραμμένη γη, για να εξαλείψουν τα πολλά φίδια. Και αργότερα, από την Κωνσταντινούπολη, μερίμνησε και πέτυχε την επιστροφή των Κυπρίων στο νησί τους, που είχαν ξενιτευθεί ένεκα της ανομβρίας.

Η παλαιά αυτή παράδοση είχε ήδη κωδικοποιηθεί στην Κύπρο κατά τους βυζαντινούς χρόνους (12ο-13ο αι.) και διασώθηκε από τους μεσαιωνικούς τοπικούς χρονογράφους (με αρχαιότερο τον Λεόντιο Μαχαιρά [15ος αι.]), οι οποίοι και την περιέλαβαν στα σχετικά ιστορικά τους έργα.

Η Κύπρος έτσι αναγεννάται αισθητά και πνευματικά. Αισθητά, γιατί με τη Χάρη του Τιμίου Σταυρού ξανάρχισαν οι βροχές, και ήλθε πάλιν η ευλογία του Θεού στον τόπο. Και πνευματικά, γιατί ο ταλαιπωρημένος Κυπριακός λαός στερεώθηκε με τη Χάρη  του εσταυρωμένου στον δρόμο της πίστης Του.

Έτσι λοιπόν διαθρυλούνται τα γεγονότα σχετικά με τη διέλευση της Αγίας Ελένης στη συνείδηση του λαού της Κύπρου, στη ζωντανή του παράδοση! Και η μνήμη των Αγίων Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, κτητόρων του ιερού ναού του Σταυροβουνίου, τιμάται με ιδιαίτερη λαμπρότητα σ' όλο το νησί. Τα δε ονόματά τους κοσμούν πλήθος των κατοίκων του. Είκοσι τουλάχιστο ναοί, παλαιοί και νεώτεροι, είναι αφιερωμένοι στην Κύπρο στους Αγίους αυτούς, καθώς και πολλά τοπωνύμια, όπου προφανώς βρίσκονταν παλαιότερα ναοί τους.

Η ανάμνηση της διέλευσης της Βασιλομήτορος Αγίας Ελένης από την Κύπρο και της ίδρυσης απ' αυτήν της Μονής του Τιμίου Σταυρού στο Σταυροβούνι διαιωνίζεται και με την επιγραφή πάνω σε πέτρινη πλάκα, που σήμερα βρίσκεται εντοιχισμένη στον διάδρομο στα βόρεια του Καθολικού (κεντρικού ναού) της Μονής. Η πλάκα αυτή ανακαλύφθηκε κατά την διάρκεια των εργασιών για επισκευή του Καθολικού, μετά την πυρκαγιά κατά τον Ιούλιο του 1888, και χρονολογείται από ειδικούς στους μεσαιωνικούς χρόνους, είναι δε πιθανό να αποτελεί αντίγραφο πρωτοτύπου της βυζαντινής εποχής.

 

Η κοίμηση της Αγίας Ελένης

Ο Μ. Κωνσταντίνος υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, που μετέφερε με μεγάλη ευλάβεια η μητέρα του στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά και τους αγίους Ήλους ο ευσεβής αυτοκράτορας αναφέρεται πως τοποθέτησε στην περικεφαλαία και τα χαλινάρια του αλόγου του, για προστασία και ευλογία στους πολέμους.

Αφού λοιπόν διήλθε η μακαρία Ελένη τη ζωή της με προσευχή, ταπείνωση και τόσα θαυμαστά έργα και αγαθοεργίες, ανεπαύθη εν Κυρίω πιθανώτατα στην Κωνσταντινούπολη περί τα έτη 328/329, σε ηλικία ογδόντα περίπου ετών. Το άγιο σκήνος της μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τον υιό της και κατατέθηκε στο μαυσωλείο (ροτόντα) γνωστό με το όνομα Tor Pignattara, μέσα σε μεγαλοπρεπή σαρκοφάγο από πορφυρίτη λίθο. Η σαρκοφάγος αυτή φυλάσσεται σήμερα στο Βατικανό Μουσείο.

 

Θανάτωση του Κρίσπου και της Φαύστας

Ο Κρίσπος ήταν υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου από την πρώτη του γυναίκα, τη Μινερβίνα. Με τη δεύτερή του γυναίκα, τη Φαύστα, ο Μ. Κωνσταντίνος απόκτησε άλλους τρεις υιούς, τον Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο και τον Κώνσταντα.

Η εκτίμηση του Μ. Κωνσταντίνου προς τον υιό του Κρίσπο ήταν πολύ μεγάλη, ιδίως μετά τη συμβολή του Κρίσπου στο να κατατροπωθεί ο Λικί­νιος, όπως πιο πάνω ήδη αναφέραμε. Τούτο όμως στάθηκε αιτία να φθονήσει θανάσιμα τον Κρίσπο η Φαύστα, γιατί φοβόταν πως η δόξα του Κρίσπου θα επεσκίαζε τα δικά της παιδιά. Συνέλαβε λοιπόν η πανούργα το εξής δαιμονικό σχέδιο: Κατηγόρησε έντεχνα τον Κρίσπο στον πατέρα του με ψεύτικες και ασύστολες κατηγορίες. Ότι δηλαδή επεχείρησε δήθεν ο Κρίσπος να την ατιμάσει, και στη συνέχεια να φονεύσει τον πατέρα του, για ν' αρπάξει, και τον θρόνο, και τη γυναίκα του! Δυστυχώς ο Κωνσταντίνος έπεσε στην παγίδα. Παρασύρθηκε και πίστεψε τη συκοφαντία, ώστε διάταξε τη θανάτωση του Κρίσπου (326).

Η Αγία Ελένη λυπήθηκε βαθύτατα για το θλιβερό αυτό γεγονός. Έλεγξε δριμύτατα τον αυτοκράτορα υιό της για το θανάσιμο σφάλμα του. Εκείνος, μετανοιωμένος και συντετριμμένος, διέταξε ξανά νέες ανακρίσεις. Αποδείχθηκε η φοβερή πλεκτάνη και η Φαύστα τιμωρήθηκε με θάνατο (326).

Τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα της προσωπικής ζωής του Μ. Κωνσταντίνου τον λυπούν βαθύτατα. Τον κάνουν να θρηνεί σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του και να ζητεί συγχώρηση από τον Θεό. Προς τιμή του αδικοσκοτωμένου υιού του Κρίσπου ο Μ. Κωνσταντίνος έστησε αργυρό ανδριάντα, με την επιγραφή· «Τω ηδικημένω υιώ μου».

Πολλοί είναι οι επικριτές του Αγίου για τα δυσάρεστα αυτά γεγονότα. Πρέπει όμως να γνωρίζουν ότι:

(1)   Όταν συνέβησαν τα θλιβερά αυτά γεγονότα, ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν ήταν ακόμη Χριστιανός. Πώς μπορούμε να απαιτούμε χριστιανική συνέπεια από κάποιον, που δεν ήταν βαπτισμένος χριστιανός;

(2)   Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος δεν ενέργησε με κακία και με εμπάθεια, αλλά έπεσε θύμα καλά στημένης ραδιουργίας και συκοφαντίας.

(3)   Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ακόμη δικαστήρια για την απονομή δικαιοσύνης. Η δικαστική εξουσία ήταν στα χέρια των αυτοκρατόρων, που δίκαζαν σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων. Αυτή τη διαδικασία πρόβλεπε ο νόμος της εποχής εκείνης, και έτσι εύκολα γίνονταν και λάθη.

(4)   Άγιος δεν είναι μόνον ο αναμάρτητος. Αλλά Άγιος είναι εκείνος που επιδεικνύει πραγματική μετάνοια για τις αμαρτίες που έπραξε, αλλάζει ζωή, και αγωνίζεται έπειτα να συμμορφώνεται προς το θέλημα του Θεού.

Ας μη μας διαφεύγει πως πολλοί Άγιοι ήσαν προηγουμένως μεγάλοι αμαρτωλοί, οι οποίοι όμως αργότερα μετανόησαν, άλλαξαν ζωή, ευαρέστησαν τον Θεό, και ο Θεός όχι μόνο τους συγχώρησε, αλλά και τους δόξασε, αναδεικνύοντάς τους Αγίους θαυματουργούς. Ο προφήτης και βασιλέας Δαβίδ έπεσε π.χ. στο αμάρτημα του φόνου και της μοιχείας. Ο βασιλέας και ισαπόστολος Κωνσταντίνος έπεσε και αυτός στο αμάρτημα του φόνου. Αλλά και οι δύο μετανόησαν πικρά. Έπραξαν έργα γνήσιας μετάνοιας, συγχωρέθηκαν, ευαρέστησαν τον Θεό, και τελικά αναδείχθηκαν και οι δύο μεγάλοι Άγιοι!

 

Τα τελευταία έργα του Μ. Κωνσταντίνου

Σύμφωνα με τις υπάρχουσες ιστορικές μαρτυρίες, και μάλιστα του συγχρόνου του Μ. Κωνσταντίνου ιστορικού Ευσεβίου, επισκόπου Καισαρείας, εκτός των καλών έργων, που αναφέραμε ήδη πιο πάνω, ο ευσεβής αυτοκράτορας επιδόθηκε σε πλείστα άλλα αξιομνημόνευτα θεάρεστα έργα κατά το υπόλοιπο της ζωής του.

Μεταξύ άλλων, προνοώντας για τους Χριστιανούς στην Περσία, έγραψε επιστολή προς τον βασιλέα των Περσών Σαβώρ Β' (310-381), όπου με λόγους κατάλληλους τον παρακινεί να φροντίζει, ώστε οι εκεί πιστοί να διάγουν ειρηνικά, και όπου ομολογεί ξεκάθαρα την πίστη του στον Χριστό. Δυστυχώς ο Σαβώρ δεν τήρησε τις υποσχέσεις του, και γι' αυτό ο Κωνσταντίνος, όπως θα δούμε, ανέλαβε εκστρατεία εναντίον του.

Ο Μ. Κωνσταντίνος αγαπούσε ιδιαίτερα τη μελέτη της αγίας Γραφής, αλλά και την προσευχή, προσευχόμενος στον αληθινό Θεό κατά μόνας, καθώς και με όλα τα μέλη του βασιλικού οίκου στα ανάκτορα. Γι' αυτό και σε ορισμένα από τα χρυσά νομίσματα που έκοψε αποτυπώνεται, έχοντας το βλέμμα στραμμένο προς τα άνω, σε σχήμα προσευχομένου. Θεσμοθέτησε μάλιστα πρώτος αυτός την Κυριακή, ως την κατεξοχήν ημέρα προσευχής, και την καθιέρωσε με νόμο ως ημέρα αργίας. Επιπρόσθετα δίδασκε τους στρατιώτες του να τιμούν την Κυριακή και να προσεύχονται κατ' αυτήν, όχι μόνο οι πιστοί Χριστιανοί, αλλά και οι εθνικοί, και έγραψε για όλους τους στρατιωτικούς (στα λατινικά) την εξής προσευχή:

«Σε μόνον γνωρίζουμε Θεόν, εσέ αναγνωρίζουμε βασιλέα, σε επικαλούμαστε βοηθό, από 'σένα τις νίκες κατορθώσαμε, με τη βοήθειά σου γίναμε ανώτεροι των εχθρών, σε ευχαριστούμε για τα αγαθά, τα οποία ήδη μας χορήγησες, από σένα ελπίζουμε (να λάβουμε) τα μέλλοντα (αγαθά), σου γινόμαστε όλοι ικέτες, παρακαλώντας να διαφυλάσσεται για χάρη μας σώος και νικητής ο βασιλέας μας Κωνσταντίνος και οι θεοφιλείς υιοί του.»

Περαιτέρω πρόσταξε και χαράχτηκε ο Σταυρός στα όπλα των στρατιωτών του.

Πόσο λοιπόν τιμούσε την προσευχή ο Άγιος! Ιδιαίτερα, μετείχε με λαμπρότητα στην εορτή και αγρυπνία του Πάσχα, παρέχοντας τότε και πλούσια ελεημοσύνη. Με εντολή του ακόμη τιμώνταν χαρμόσυνα οι ημέρες του μαρτυρίου των Αγίων Μαρτύρων, καθώς και οι λοιπές εορτές της Εκκλησίας μας. Αντίθετα, θέσπισε νόμους εναντίον των θυσιών και των ειδωλικών τελετών.

Καθώς ήταν και καλά καταρτισμένος ο Άγιος, έγινε άριστος λογογράφος για τα θεία σε ομιλίες, που έγραφε ο ίδιος και απεύθυνε προς τα πλήθη, μιλώντας εναντίον των παθών και της απληστίας και ελέγχοντας τους ανόμους! Ο ίδιος δε, τιμώντας τον Θεό, ακροαζόταν πάντοτε όρθιος τα θεία λόγια. Μάλιστα πρόσταξε τον πιο πάνω επίσκοπο Ευσέβιο να φροντίσει για την καλλιγράφηση 50 τόμων της αγίας Γραφής για τις ανάγκες του διδακτικού έργου της Εκκλησίας, παρέχοντας όλα τα αναγκαία σχετικά έξοδα, τους οποίους τόμους πράγματι απέστειλε ο Ευσέβιος στην Κωνσταντινούπολη.

Μέχρι τέλους φιλοσοφούσε άριστα ο καλός Κωνσταντίνος, και μάλιστα περί θανάτου, όπως αποδεικνύει επικήδειος λόγος, που εκφώνησε ο ίδιος. Είδαμε δε ότι στην Κωνσταντινούπολη ανήγειρε μεταξύ άλλων και τον ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου διέταξε και κατασκευάστηκαν δώδεκα λάρνακες (θήκες) προς τιμή των Αποστόλων, σκοπεύοντας να μεταφέρει εκεί τα τίμια λείψανά τους. Στο μέσο τους λοιπόν κατασκεύασε και τη δική του λάρνακα, τόσο για μνήμη θανάτου, όσο και ωφέλεια της ψυχής του, αφού η επιθυμία του ήταν να ταφεί εκεί.

Ακόμη, στις 13 Σεπτεμβρίου του 335, σύμφωνα με εντολή του, τελέστηκαν με λαμπρότητα τα εγκαίνια του πανιέρου ναού της Αναστάσεως, που είχε ανεγερθεί, όπως είπαμε, με δική του επιχορήγηση και τις οδηγίες του στον χώρο του Τάφου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα.

Πρέπει επίσης να μνημονεύσουμε εδώ και τον εκχριστιανισμό διαφόρων εθνών κατά την εποχή εκείνη, όπως των Ινδών, όταν τους κήρυξαν το Ευαγγέλιο ο φιλόσοφος Μερόπιος από την Τύρο με τους μαθητές του Αιδέσιο και Φρουμέντιο. Ο τελευταίος μάλιστα χειροτονήθηκε επίσκοπος Ινδίας από τον Άγιο Αθανάσιο τον Μεγάλο, αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας. Πίστευσαν ακόμη στον Χριστό και οι Ίβηρες (Γεωργιανοί), που διδάχθηκαν την Πίστη από μία αιχμάλωτη χριστιανή, την Αγία Νίνα, που τέλεσε μεγάλα θαύματα με τη δύναμη του Χριστού. Η Αγία Νίνα θεράπευσε μάλιστα, τόσο την βασίλισσα Νάνα από ανίατη ασθένεια, όσο και τον βασιλέα Μιριάν (265-342), όταν αυτός επέστρεψε τυφλός από το κυνήγι. Τότε ο Μιριάν έστειλε πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη προς τον Μ. Κωνσταντίνο, ζητώντας τη βοήθειά του για τον εκχριστιανισμό της Γεωργίας. Ανταποκρινόμενος ο φιλόθεος Κωνσταντίνος, του έστειλε ιερείς μαζί με εικόνες, άγια λείψανα και τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού. Σε λίγο διάστημα, όχι μόνο οι βασιλείς, αλλά και πλήθη λαού βαπτίστηκαν Χριστιανοί.

Την ίδια εποχή πίστεψαν στον Χριστό και οι Αρμένιοι, και πάλιν με τις ενέργειες του Μ. Κωνσταντίνου και την αποστολική δράση του Αγίου Γρηγορίου, επισκόπου και φωτιστού της Μεγάλης Αρμενίας.

 

Εκστρατεία κατά των Περσών και ασθένεια του Μ. Κωνσταντίνου

Στα τέλη της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου παρατηρήθηκαν εχθρικές προετοιμασίες των Περσών κατά των Ρωμαίων. Ο Κωνσταντίνος ανησύχησε, όχι μόνο για τον πόλεμο, αλλά και την τύχη των χριστιανών στην Περσία, για τους οποίους, όπως είδαμε, επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον (οι ανησυχίες του δικαιώθηκαν, καθώς από το 343 περίπου ο Σαβώρ εξαπέλυσε εκτεταμένους διωγμούς σ' όλη την Περσία, αναδεικνύοντας πλήθη Μαρτύρων). Ετοιμάστηκε λοιπόν για εκστρατεία εναντίον των Περσών, επικαλούμενος τον Θεό και παραλαμβάνοντας ως συνοδούς και μερικούς επισκόπους, για να τον ενισχύουν με τις ευχές τους. Ακόμη και η σκηνή του σ' αυτή την εκστρατεία είχε σχήμα σταυροειδές. Περνώντας όμως από τη Νίκαια ασθένησε και κατέφυγε στην Ελενόπολη για θεραπεία, καθώς εκεί υπήρχαν θερμά ιαματικά λουτρά. Επειδή όμως η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε, μεταφέρθηκε στη Νικομήδεια κι απ' εκεί σε προάστιό της, καλούμενο «Αχυρών», που ήταν τόπος κατάλληλος για ανάπαυση και ανακούφιση.

 

Η βάπτιση και η κοίμηση του Αγίου Κωνσταντίνου

Ο μέχρι τότε κατηχούμενος στη Χριστιανική Πίστη βασιλέας, αφού διέμεινε εκεί για λίγο διάστημα και είδε πως η κατάστασή του δεν βελτιωνόταν, κάλεσε κοντά του τους Ορθοδόξους επισκόπους, που τον συνόδευαν, και εξέφρασε σ' αυτούς την επιθυμία του να λάβει επιτέλους το άγιο Βάπτισμα, λέγοντας τα ακόλουθα αξιομνημόνευτα λόγια: «Αυτός είναι ο καιρός, που περίμενα από χρόνια με πόθο και προσευχή, ελπίζοντας να αξιωθώ της σωτηρίας από τον Θεό. Είναι πια καιρός να απολαύσω κι εγώ την αθανατοποιό σφραγίδα (έτσι ονόμασε το Βάπτισμα και το Χρίσμα)... κάτι το οποίο σκεπτόμουν να λάβω στα ρείθρα του Ιορδάνη ποταμού, στον οποίο, όπως αναφέρεται (στην Αγία Γραφή), μετέσχε του λουτρού του Βαπτίσματος και ο Χριστός, ως πρότυπο (παράδειγμα) για μας. Αλλ' ο Θεός, που γνωρίζει το συμφέρον μας, με αξιώνει να το λάβω εδώ. Ας τελεσθεί λοιπόν τούτο χωρίς αναβολή...».

Τότε οι αρχιερείς βάπτισαν τον μακάριο Κωνσταντίνο και τον μετέλαβαν τα άχραντα Μυστήρια. Κι αυτός, σαν βγήκε από την αγία κολυμβήθρα, φόρεσε τα λευκά ενδύματα του Βαπτίσματος, τα οποία και δεν απέβαλε μέχρι την κοίμησή του! Δεν θέλησε πια να περιβληθεί τη βασιλική πορφύρα! Ανέπεμψε δε αμέσως μετά τη βάπτισή του ευχαριστήρια προσευχή προς τον Θεό, επιλέγοντας τα εξής: «Τώρα γνωρίζω ότι είμαι πράγματι μακάριος. Τώρα γνωρίζω ότι δείχθηκα άξιος της αθάνατης ζωής. Τώρα γνωρίζω ότι έγινα μέτοχος του θείου φωτός»!

Έτσι λοιπόν, ευτυχής και ευχόμενος, αφού τακτοποίησε τα της διαδοχής και διαθήκης του, κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 22 Μαΐου του 337, ημέρα της Πεντηκοστής, κατά τις μεσημβρινές ώρες, αφού διετέλεσε τεσσαρακοστός τέταρτος αυτοκράτορας μετά τον Καίσαρα Οκταβιανό Αύγουστο (27 π.Χ. -14 μ.Χ.). Έζησε δε γύρω στα εξήντα τρία χρόνια, αφού βασίλευσε για περίπου τριάντα ένα χρόνια.

Στη διαθήκη του ο Κωνσταντίνος άφησε ως διαδόχους του τους τρεις υιούς του, παραχωρώντας στον Κωνστάντιο όλη την Ανατολή και την Κωνσταντινούπολη, στον Κώνσταντα τη Ρώμη και όλη την Ιταλία και στον Κωνσταντίνο τη Γαλλία και τις Βρεταννικές νήσους.

Το λείψανο του Κωνσταντίνου τοποθετήθηκε σε χρυσή λάρνακα και μεταφέρθηκε στα ανάκτορα στην Κωνσταντινούπολη, μέχρις ότου αφίχθηκε ο υιός του Κωνστάντιος, οπότε τελέστηκε μεγαλοπρεπής η κηδεία του και κατετέθη η σορός του στη λάρνακα, που είχε ο ίδιος προετοιμάσει, όπως είδαμε, στον ναό των Αγίων Αποστόλων. Και εκεί ευρισκόμενο το τίμιο λείψανό του, επετέλεσε πολλά θαύματα!

 

Αντί Επιλόγου

Αυτά ήταν, αγαπητέ αναγνώστη, σε γενικές γραμμές τα σπουδαιότερα γεγονότα και θαυμαστά έργα των αοιδίμων Μεγάλων Βασιλέων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπως τα παρουσιάσαμε στο συνοπτικό αυτό και λιτό Συναξάριο.

Ειδικώτερα για το πρόσωπο του Μ. Κωνσταντίνου, που για ορισμένους είναι δυστυχώς «σημείο αντιλεγόμενο», πρέπει να πούμε πως ο κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης και μελετητής του βίου του δεν μπορεί, παρά να δοξάσει τον θεό, που τον ανέδειξε αυτοκράτορα σε μια εποχή κρίσεως θεσμών και αξιών, και μάλιστα μετά από τρεις αιώνες σκληρών διωγμών και φρικτών θανατώσεων εκατομμυρίων αθώων ανθρώπων, μόνο και μόνο για την πίστη και αγάπη τους στον Χριστό! Μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε σήμερα αυτή τη μεγίστη του προσφορά στη Χριστιανική οικουμένη; Και να ήταν μόνη αυτή; Αναφέρθηκαν ήδη πιο πάνω οι πολυάριθμες θεάρεστες νομοθεσίες και ενέργειες του φιλοθέου αυτοκράτορα, με τις οποίες, οδηγούμενος από τον Θεό, εξάπλωσε και στερέωσε τη μέχρι τότε διωκόμενη χριστιανική πίστη σε πλείστα μέρη της οικουμένης.

Αντίθετα, οι γνωστές πράξεις βίας απέρρεαν από την ευθύνη της εξουσίας του αυτοκράτορα, και όχι από προσωπική του ευθύνη. Ας μη ξεχνούμε ακόμη ότι ο Κωνσταντίνος ήταν τότε και αβάπτιστος! Και η θεμελιώδης διδασκαλία της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία ο βαπτιζόμενος καθαρίζεται, τόσο από το προπατορικό αμάρτημα, όσο και από κάθε άλλο προσωπικό αμάρτημα (σε περίπτωση που είναι μεγάλης ηλικίας), ίσχυσε αναμφίβολα και στην περίπτωση του Μ. Κωνσταντίνου.

Ο Μ. Κωνσταντίνος βρέθηκε λοιπόν με την Πρόνοια του Θεού πνευματικά έτοιμος και πολιτικά ώριμος στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, για να πραγματοποιήσει το μεγάλο όραμα ενός βαθύτερου μετασχηματισμού των δομών της καταρρέουσας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Και ασπάσθηκε τον χριστιανισμό, όχι μόνο ως ένας απλός πολίτης της, αλλ' ως ο αυτοκράτορας και μονοκράτοράς της! Αυτό μάλιστα, το ότι βαπτίσθηκε στο τέλος της ζωής του για τους λόγους, που προεκθέσαμε, αποδεικνύει περίτρανα πως δεν υπήρχε οποιαδήποτε σκοπιμότητα στην επιλογή του αυτή, αλλά προερχόταν ξεκάθαρα από τη γνήσια εσωτερική παρόρμησή του. Μπορούμε άραγε να αντιληφθούμε αληθινά τί σήμαινε ένας Ρωμαίος μονοκράτορας, μετά από τόσες νίκες και δόξα, και ο οποίος δεν ήταν μόνο ο ύψιστος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της εποχής, αλλά και ο pontifex maximus (ο μέγιστος δηλαδή αρχιερέας της ειδωλολατρικής θρησκείας, που στη Ρώμη του αποδίδονταν τιμές λατρείας, αν και ο ίδιος κατήργησε με νόμους τη λατρεία αυτή στο πρόσωπό του), να βαπτισθεί Χριστιανός; Πράγματι η εξέχουσα θέση του Μ. Κωνσταντίνου στη συνείδηση της Εκκλησίας δεν είναι άσχετη προς το βάπτισμά του κατά το τέλος της ζωής του.

Και, τέλος, πρέπει να διευκρινιστεί πως η αναγνώριση της αγιότητας ενός κεκοιμημένου ορθοδόξου χριστιανού δεν είναι προϊόν ανθρώπινης αυθαιρεσίας ή καρπός οποιασδήποτε ανθρωπαρέσκειας! «Τους δοξάζοντάς με, δοξάσω», λέγει ο ίδιος ο Θεός. Μόνο ο Θεός στην πραγματικότητα ανακηρύσσει και δοξάζει τους Αγίους Του! Και πράγματι! Δεν είδαμε πόσης Θείας Χάρης αξιώθηκε ο Κωνσταντίνος, ενόσω ακόμη ζούσε; Την άμεση με οράματα θεϊκή καθοδήγηση, που είχε καθόλες τις μεγάλες στιγμές της ζωής του; Πως στάθηκε μοναδικό όργανο στα χέρια της θείας Προνοίας για τη στερέωση και επικράτηση της λατρείας του μόνου Αληθινού Θεού στον κόσμο; Αλλά και μετά θάνατο τον δόξασε ο Κύριος! Καθότι δεν πρέπει να παραβλέπεται το ότι και μετά την κοίμησή του οι προσευχές και μεσιτείες του προς τον Θεό θαυματουργούν, όπως εξάλλου αναφέρουν και αρχαία τροπάρια προς τιμή του: «..Ορθοδόξων βασιλέων πατήρ, ου και η λάρναξ ιάσεις βρύει...»(= εσύ που είσαι πατέρας, απαρχή των ορθοδόξων βασιλέων, του οποίου και η λάρνακα [ο τάφος] πηγάζει θεραπείες) (Δοξαστικό αποστίχων Εσπερινού). και αλλού: «Ο τάφος ένθα κείται το ιερόν, Κωνσταντίνε, και τίμιον σώμα σου, μαρμαρυγάς θείας και ακτίνας φωτολαμπείς, τοις προσιούσι πάντοτε βλύζει ιαμάτων παντοδαπών...» (= Ο τάφος, όπου βρίσκεται το ιερό και τίμιο σώμα σου, ω Κωνσταντίνε, πάντοτε αναβλύζει σ' αυτούς που προσέρχονται [σ' αυτό, για να το προσκυνήσουν] θείες ελλάμψεις και φωτοειδείς ακτίνες κάθε είδους θεραπείας) (τροπάριο θ' ωδής Κανόνος του Όρθρου). Και έμπρακτη έκφραση της εξέχουσας θέσης του στη συνείδηση του πληρώματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτελούν οι πολυάριθμοι ναοί και οι εικόνες, που έγιναν από τη βυζαντινή εποχή και γίνονται μέχρι σήμερα προς τιμή του ιδίου και της Αγίας μητέρας του Ελένης!

Των Μεγάλων τούτων Θεοστέπτων Βασιλέων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης ας επικαλούμαστε κι εμείς οι χριστιανοί των εσχάτων αυτών χρόνων τις πρεσβείες και ικεσίες προς τον μεγαλοδύναμο Θεό, να ειρηνεύσει τον κόσμο, να εξαλείψει τα σκάνδαλα και τις αιρέσεις, να φέρει την ομόνοια και αγάπη, να συγχωρήσει τις αμαρτίες μας και να μας αξιώσει μαζί τους της αιωνίου βασιλείας των ουρανών με τη Χάρη του Τριαδικού Θεού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν!

 

*   Πηγές για τον παρόντα Βίο είχαμε τα σχετικά κλασσικά έργα του πατέρα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Ευσεβίου, επισκόπου Καισαρείας, και μάλιστα το, «Εις τον Βίον Κωνσταντίνου Βασιλέως», καθώς και άλλων μεταγενεστέρων Ιστορικών (όπως των Σωκράτους Κωνσταντινουπόλεως και Σαλαμινίου Σωζομενού), που βασικά ακολουθούν τον Ευσέβιο, σε συνδυασμό με νεώτερη υπεύθυνη βιβλιογραφία.

 

«ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ
ΚΑΙ
ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ»
ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ
ΚΥΠΡΟΣ


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Του π. Γ. Δ. Μεταλληνού, τ. Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπ. Αθηνών

Πηγή: Απομαγνητοφωνημένη ομιλία: Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια

Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός ξεσκεπάζει μια Δυτικόφερτη συνωμοσία των αρχαίων Παγανιστών, την οποία συνεχίζουν να συντηρούν σε συνεργασία Νεοπαγανιστές και Προτεστάντες!

ΠΗΓΗ: http://www.oodegr.com/neopaganismos/sykofanties/kwnst2.htm

********

Η εορτή του αγίου Κωνσταντίνου και της μητέρας του, της αγίας Ελένης, που είχαμε πριν από δύο μέρες, επικαιροποιεί το θέμα το οποίον εξαγγείλατε προηγουμένως.

Η σωστή χρήση των πηγών

Είναι γεγονός ότι η στάση των ιστορικών απέναντι στο Μέγα Κωνσταντίνο είναι αντιφατική. Για άλλους υπήρξε μέγα αίνιγμα ή στυγνός δολοφόνος και καιροσκόπος, για άλλους δε, το μέγα θαύμα της ιστορίας. Αυτό συμβαίνει διότι επικρατούν συνήθως ιδεολογικά κριτήρια και παραταξιακές εκτιμήσεις ερήμην των πηγών. Ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στο χώρο της ιστορίας, που οδηγεί αυτόχρημα στην αυτοκατάργηση του ιστορικού και των ερευνών του, είναι η χρησιμοποίηση της ιστορίας με οποιεσδήποτε διασκευές της κατά το δοκούν, ώστε να χρησιμοποιείται για να αποδειχθούν πράγματα που ιστορικά δεν θεμελιώνονται. Ένα άλλο επίσης πρόβλημα είναι όχι μόνον η ιδεολογική χρήση της ιστορίας και των πηγών ακόμη, αλλά είναι και ο ιστορικός αναχρονισμός. Να επιχειρούνται δηλαδή ερμηνευτικές προσβάσεις στα ιστορικά γεγονότα και στα ιστορικά πρόσωπα μέσα από κρίσεις και προϋποθέσεις του παρόντος, του οποιουδήποτε παρόντος. Γνωρίζετε ασφαλώς όλοι ότι όταν συντάσσει κανείς μια ιστορική διατριβή και μάλιστα αν είναι διδακτορική διατριβή που είναι η σημαντικότερη εργασία ενός επιστήμονος, παραθέτει ένα εισαγωγικό ή πρώτο κεφάλαιο που αναφέρεται στην εποχή μέσα στην οποία τοποθετούνται τα θέματα με τα οποία ασχολείται. Αυτή η τοποθέτησις είναι απολύτως αναγκαία, σφαιρική από πάσης πλευράς τοποθέτηση, για να μπορεί κανείς τα συμπεράσματα τα οποία θα συναγάγει, να τα τεκμηριώνει και μάλιστα κατά τρόπον αναμφισβήτητον. Ο ιστορικός αναχρονισμός και η ιδεολογική χρήση της ιστορίας, επαναλαμβάνω, είναι από τις μεγαλύτερες αρρώστιες των ασχολουμένων με την ιστορία, στην εποχή μας περισσότερο. Επίσης, είναι δυνατόν, να στοχάζεται κανείς εις τα ιστορικά γεγονότα ερήμην των πηγών. Αυτό είναι μυθιστόρημα, δεν είναι ιστορία. Μυθιστόρημα σημαίνει, ή ιστορικό ρομάντσο ακόμη, σημαίνει ότι χρησιμοποιεί κανείς κάποια γεγονότα τα οποία έστω, στηρίζονται στις πηγές και τα συνδέει με έναν αυθαίρετο τρόπο. Αυτό ακριβώς είναι πάλι άλλη νόσος της ιστορικής επιστήμης. Ο μακαρίτης, ο μέχρι του θανάτου του πατριάρχης των εκκλησιαστικών ιστορικών στον τόπο μας, ο Απόστολος Βακαλόπουλος, μ' ένα κλασικό έργο που μας έδωσε για την ιστορία, πολύτομο, του νέου ελληνισμού, αναγκάζεται να απολογηθεί στην επανέκδοση του πρώτου και δευτέρου τόμου και να πει το εξής, ότι «με κατηγορείτε διότι δεν στοχάζομαι επί των γεγονότων, αλλά νομίζω ότι επιστήμη είναι πρώτον η έρευνα και η παρουσίαση των πηγών αναλυτικά, κριτικά, και εν συνεχεία ο στοχασμός. Αφήστε με λοιπόν εγώ να ασχοληθώ με τις πηγές», έλεγε ο Βακαλόπουλος, «και εν συνεχεία σεις, κάμνετε τους στοχασμούς σας».

Επαναλαμβάνω λοιπόν, ιδεολογική χρήση της ιστορίας, ιστορικός αναχρονισμός, παραταξιακή νοοτροπία, και εν συνεχεία ανέρειστος, αθεμελίωτος στοχασμός, καταργούν τον ιστορικό και την έρευνά του.

 

Οι πηγές

Μιλώντας για τον Μέγα Κωνσταντίνο, ποιες είναι οι πηγές από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες; Ο σύγχρονος ιστορικός, ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας, είναι ο ιστορικός Ευσέβιος, ο οποίος συνεδέετο με φιλικούς δεσμούς με τον Μέγα Κωνσταντίνο και γι' αυτό το λόγο και οι δικές του πληροφορίες πρέπει να κρίνονται και να διασταυρώνονται με άλλες πηγές. Αν δεν μπορούν να διασταυρωθούν παραμένουν ως μαρτυρίες αλλά που δε μπορεί να τις επικαλείται κανείς και να υποστηρίξει αυτό το οποίον θέλει.

Ένας άλλος σύγχρονος ιστορικός, φίλος του γιου του Κωνσταντίνου, του Κρίσπου, ήταν ο Λακτάντιος. «Περί του θανάτου των διωκτών», του Χριστιανισμού προφανώς, έχει γράψει. Είναι όμως και ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος ο οποίος εις τα έπη του ασχολείται με τις δύο Ρώμες, την Παλαιά και τη Νέα Ρώμη. Θεωρεί την δευτέρα, Νέα Ρώμη, ως σύνδεσμο Ανατολής και Δύσεως, θα επανέλθω σ' αυτό. Αυτές είναι οι ασφαλέστερες, σύγχρονες πηγές.


Ζώσιμος

Από την άλλη πλευρά, πηγή που περιέχει όποιο αρνητικό στοιχείο επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα για τον Μέγα Κωνσταντίνο, είναι ο ειδωλολάτρης, ο εθνικός και φανατικός μάλιστα ειδωλολάτρης ιστορικός, ο Ζώσιμος. 425 περίπου με 518. Γράφει δηλαδή ένα, ενάμιση αιώνα μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Ο Ευσέβιος όπως είπαμε είναι ο πατέρας της Εκκλησιαστικής ιστορίας και κοιμάται, αποθνήσκει, περί το 339, 340. Το 337 πεθαίνει ο Μέγας Κωνσταντίνος, άρα είναι σύγχρονος. Ο Zώσιμος ήταν φανατικός οπαδός της αρχαίας θρησκείας και έγραψε το έργο «Ιστορία Νέα» που αρχίζει από τον Αύγουστο και τελειώνει το 410, σε έξι βιβλία. Οι πηγές του είναι παγανιστικές. Οι πληροφορίες τις οποίες δίδει δεν διασταυρώνονται. Αλλά εκείνοι που θέλουν να εκμεταλλευτούν την περίπτωση εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αντλούν συνεχώς από αναπόδεικτα στοιχεία τα οποία παραδίδει ο Ζώσιμος. Βλέπετε πως προσπαθώ να μείνω αντικειμενικός, δεν είναι αν εμάς μας ενδιαφέρει ο Κωνσταντίνος να φανεί καλός ή κακός. Το πρόβλημα στην έρευνα είναι τι λέγουν οι πηγές. Επομένως, και ο Ευσέβιος σε πολλά σημεία πρέπει να δεχθεί αυτή τη διασταύρωση για το έγκυρο των πληροφοριών του, αλλά πολύ περισσότερο ο Ζώσιμος που είναι και μεταγενέστερος. Είναι απορριπτικός έναντι του Μεγάλου Κωνσταντίνου και είναι συγχρόνως λιβελογράφος. Η επιστήμη σήμερα δέχεται, κριτικά, ότι ο Ζώσιμος πραγματικά δεν υπήρξε ιστορικός επιστήμων. Γράφει συναισθηματικά πολλές φορές, είναι ηθικολόγος περισσότερο παρά επιστήμων. Υπάρχει ένα καταπληκτικό άρθρο, του Ντίντλεϋ, σε ένα περίφημο γερμανικό περιοδικό του 1972. Όπως επίσης ένα σπουδαίο άρθρο, που έχει τον Ντίντλεϋ υπόψιν, εις το παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό της Εκδοτικής Αθηνών, του κυρίου Τσακανίκα. Ο φανατισμός του Ζωσίμου και η λιβελογραφική επίθεση εναντίον του Κωνσταντίνου, φαίνεται στο ότι του αποδίδει την παρακμή της αρχαίας θρησκείας και της αυτοκρατορίας σε στιγμή όπου στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία, της Ρώμης, αποκτά τη μεγαλύτερη έκταση και τη μεγαλύτερη ενότητα και αίγλη. Εντελώς διαφορετικά δηλαδή είναι τα πράγματα απ' ό,τι τα παρουσιάζει ο Ζώσιμος.

Σημασία έχει ότι άκριτα αναπαράγονται από τους μεταγενεστέρους, και μάλιστα από τους συγχρόνους μας νεοπαγανιστές ή νεοειδωλολάτρες, οι απόψεις του Ζωσίμου. Σκόπιμα για να στιγματιστεί και απορριφθεί ο Μέγας Κωνσταντίνος και το έργο του. Να σπιλωθεί και να υποτιμηθεί το πρόσωπό του. Η κορύφωση είναι η ύπουλη πραγματικά και αδίωκτη, ακαταδίωκτη δικαστικά, μετά, τι να κάνεις, που να προσφύγεις σε ποια δικαιοσύνη σ' αυτό το χώρο, είναι τα όσα δημοσιεύονται, ανώνυμα τις περισσότερες φορές. Πόσες φορές μου στέλνουν κείμενα, από το ίντερνετ, άλλοι με επαινούν αλλά οι περισσότεροι, κυρίως οι νεοειδωλολάτρες, με κατηγορούν και μου αποδίδουν απόψεις που ποτέ δεν τις σκέφτηκα. Άλλοι το κάνουν ίσως για να αποκτήσουν κύρος, να μην τους αδικήσω. Έ, γεράσαμε τώρα στην έρευνα, σου λέει το λέει και ο Μεταλληνός. Κι αυτό είναι τιμή μου. Αλλά δε με τιμά το ότι μου αποδίδουν απόψεις που δεν τις γνωρίζω εγώ ο ίδιος. Δε θέλω τώρα να φέρω... έτσι δουλεύει και ο... θα πω το όνομα διότι είναι δημόσια πράγματα, ο κύριος Γεωργαλάς, ο παλαιός συνεργάτης του Παπαδοπούλου, είναι ανέντιμο διότι αποδίδει σε κάποιο βιβλίο ανθελληνικές θέσεις τις οποίες ποτέ δε σκέφτηκα. ... (απάντηση σε ακροατή: Ο Γεωργαλάς... ζει... και να 'ναι καλά ο άνθρωπος και να ζήσει και να μετανοήσει πριν φύγει από τον κόσμο για τα ψέματα τα οποία λέει.) Μένει όμως το κείμενο και το παίρνουν φοιτητές. Αυτό γίνεται γενικά και με τον Ζώσιμο. Ο Βολταίρος επί παραδείγματι, τοποθετείται αρνητικά απέναντι στον Κωνσταντίνο. Ο Γίββων τοποθετείται αρνητικά και θα το δούμε αυτό στη συνέχεια. Αμέσως τώρα, ποιοι είναι εκείνοι οι οποίοι διαχρονικά και συγχρονικά στην εποχή μας, κατηγορούν και απορρίπτουν τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, τον 19ο αιώνα, ο πρώτος μεγάλος ιστορικός μας, πολλά πράγματα πρέπει να ανανεωθούν σήμερα, αλλά βασικά το έργο του παραμένει πολύτιμη πηγή διότι, το λέγω γι' αυτούς που ίσως δεν το γνωρίζουν, ο Παπαρηγόπουλος έχει ένα προσόν: δε στοχάζεται κυρίως αλλά ακολουθεί τις ιστορικές πηγές. Το έργο του είναι ανάπτυξη των ιστορικών πηγών. Άρα και να μη βρει κανείς όλες τις πηγές, μπορεί πιστότατα να τις μελετήσει όπως αποδίδονται από τον Κωνσταντίνο Παπαρηγόπουλο. Λέγει λοιπόν. Πρώτη ομάδα, που εμίσησε τον Μέγα Κωνσταντίνο, ως πρόμαχο του νέου θρησκεύματος, είναι οι του αρχαίου θρησκεύματος οπαδοί. Οι ειδωλολάτρες της εποχής, όπως ο Ζώσιμος. Ο Ζώσιμος του αποδίδει όλες τις συμφορές, κατά τον Ζώσιμο, συμφορές του κράτους. Και σήμερα λοιπόν αποδίδονται στον Κωνσταντίνο, αναπόδεικτα, όλα αυτά τα οπαία επικαλείται ο Ζώσιμος και οι νεοειδωλολάτρες. Κατά πόσον έχουν δίκιο, θα το δούμε στη συνέχεια. Δεύτερο, επιτίθενται στον Μέγα Κωνσταντίνο, από τον 18ο κυρίως αιώνα, οι οπαδοί του Διαφωτισμού. Μια γνώμη του Ζωσίμου, που διέφυγε, την υπογραμμίζω: «εγκατέλειπε το πάτριον δόγμα και ησπάσθη την ασέβεια». Βλέπετε πόσο σχετικά είναι τα πράγματα. Ασέβεια είναι ο Χριστιανισμός. Και η πάτρια θρησκεία τιμάται! Βέβαια ένας ερευνητής της ιστορίας όπως ο ομιλών, δεν ασχολείται με συναισθηματικά πράγματα. Αλλά καταλαβαίνετε, πώς ανατρέπεται η προοπτική και πως περιμένεις να επαινέσει κάποιος τον Κωνσταντίνο όταν έχει αυτή τη βασική προοπτική στην προσέγγισή του. Παρόλα αυτά, σπεύδω να πω ότι πολλές φορές ο Ζώσιμος ή αποσιωπά σημαντικά έργα του Κωνσταντίνου ή τον επαινεί για τις αρετές τις οποίες διέθετε. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μιλώντας για τον Μέγα Βασίλειο χρησιμοποιεί την εξής παροιμία που ίσως είναι δική του: «θαυμάζει ανδρός αρετήν και πολέμιος». Τη λεβεντιά ενός ανθρώπου τη θαυμάζει και ο αντίπαλός του. Όταν σε επαινεί ο αντίπαλός σου σημαίνει ότι κάτι αξίζεις. Και δεν είναι λίγες οι φορές που αναγκάζεται ο Ζώσιμος να επαινέσει τον Κωνσταντίνο.

 

Διαφωτιστές

Οι Διαφωτιστές λοιπόν, ο Γίββων, ο Βολταίρος. Ο Βολταίρος συνεχώς απορρίπτει το Βυζάντιο ο δε Γίββων ακόμη και στον τίτλο του βιβλίου του, ναι μεν δεν αρνείται ότι το όνομα της αυτοκρατορίας δεν είναι Βυζάντιο αλλά είναι Νέα Ρώμη, είναι συνέχεια από πλευράς πολιτικής και εδαφικής αλλά όχι και πολιτιστικής και πνευματικής, της παλαιάς Ρώμης, μιλεί για την Decline and Fall of the Roman Empire. Δηλαδή είναι το κατρακύλισμα και η πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κι αυτό οφείλεται κατ' αυτόν, κατά τον Γίββωνα, στον Χριστιανισμό. Το έργο του είναι σπουδαίο, αλλά όταν έχει συγκεκριμένη προοπτική, καταλαβαίνετε το βασικό μειονέκτημά του. Στη διαστροφή των πνευμάτων κατά τον Παπαρηγόπουλο, ουκ ολίγον συνετέλεσε και η παπική αρχή. Μπορεί να είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγεγραμμένος εις το αγιολόγιο του παπισμού (σημ. ΟΟΔΕ: τουλάχιστον στους Ουνίτες), αλλά δεν παύει να μισείται ή να τον αποστρέφονται οι ρωμαιοκαθολικοί επειδή μετέφερε την πρωτεύουσα στη Νέα Ρώμη και οδήγησε στην αφάνεια την Παλαιά Ρώμη. Αν γινότανε κάτι τώρα σε μας, λέγω τώρα μια σκέψη, η πρωτεύουσα να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη, τι θα κάναμε κύριε δήμαρχε εμείς, οι χαμουτζήδες, όπως μας λένε οι βόρειοι, σ' αυτή τη μεταβολή; Σημασία τώρα ουσιαστικότερη έχει το εξής: το όνομα Κωνσταντίνος μολονότι εννοιολογικά προέρχεται από την ελληνική γλώσσα. Κώνστας είναι η constantia είναι η σταθερότης, η δύναμη του χαρακτήρος, και τα δύο από το ρήμα ίσταμαι και ίστημι, επομένως η προέλευση εννοιολογικά είναι αρχαιοελληνική, ελληνική, αλλά το όνομα Κωνσταντίνος επεκράτησε στη Δύση. Από το σχίσμα και μετά, ουδείς πάπας και ουδείς ηγεμόνας της Δύσεως, έλαβε το όνομα Κωνσταντίνος. Έγινε το μισητότερο όνομα εις την Δύση εν αντιθέσει με την Ανατολή που φθάσαμε πριν από κάποια χρόνια από τον ανώτατο άρχοντα και όχι μόνο τον πρώην, τον τέως βασιλέα, αλλά και πρόεδρο δημοκρατίας μέχρι τους αρχηγούς των κομμάτων, να έχουν όλοι το όνομα Κωνσταντίνος. Και η μακαρίτισσα η Μαλβίνα η Κάραλη, είπε κάποτε με κάποια αγανάκτηση, καλά βρε παιδιά, δεν υπάρχει κανένας Βρασσίδας, Επαμεινώνδας, μόνο Κωνσταντίνοι υπάρχουν. Έγινε το αγαπητότερο όνομα, κι επειδή έχω και τον γαμπρό μου Κωνσταντίνο, συγνώμη γι' αυτό που λέγω, το έζησα και προχτές, οι Κωνσταντίνοι έγιναν, δόξα τω Θεώ, περισσότεροι από τους Γιώργηδες και τους Γιάννηδες. Αυτό σημαίνει πόσο αγαπήθηκε, λαογραφικά μιλώ αυτή τη στιγμή, πόσο αγαπήθηκε αυτό το όνομα.

Και τέταρτη ομάδα που στρέφεται εναντίον του είναι οι δυτικόφρονες οι οποίοι, ακρίτως, ακολουθούν πάντοτε κάποιαν Ευρώπη, κάποια Δύση, χωρίς να ενδιαφέρονται αν αυτά που λέγονται είναι ορθά ή όχι.

 

Βιογραφικά στοιχεία

Δύο τρία βιογραφικά στοιχεία πριν προχωρήσω σε κάποιες απολογητικές θέσεις. Το όνομα του ήταν Imperator Ceasar Clavdius Valerius Constantinus Augustus – το πλήρες όνομα όταν από το 324 έγινε μονοκράτωρ. Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου περί το 280. Κατ' άλλους λίγο ενωρίτερα, κατ' άλλους λίγο αργότερα. Στη Ναϊσό, εις την Νίσσα της Σερβίας. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε ως όμηρος εις την αυλή του αυτοκράτωρος Διοκλητιανού ή στην αυλή του συναυτοκράτωρος Γαλερίου. Όμηρος ώστε να εμποδιστεί ο πατέρας του που ήταν Καίσαρ, ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, να επαναστατήσει εναντίον του αυτοκράτορος. Ίσως γνώρισε το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου και τα θαύματά του στην Ανατολή, γιατί η αγάπη του προς τους μάρτυρες πρέπει να έχει κάποιο ουσιαστικό έρεισμα. Υπήρξε γενναίος πολεμιστής με πολλά προσόντα, με ηρωικό φρόνημα. Στην αρχή ενυμφεύφθει τη σεμνή Νινευίνα και απέκτησε τον Κρίσπο, το πρώτο παιδί του. Για πολιτικούς λόγους, όπως και ο πατέρας του, αναγκάστηκε να χωρίσει τη Νινευίνα και να νυμφευθεί την κόρη του συναυτοκράτορος Μαξιμιανού, την Φαύστα. Η Φαύστα προφέρεται λατινιστί Φάουστα και πραγματικά ήταν η Φάουστα της οικογενείας. Ο Βοσταντζόγλου έχει γράψει ο μακαρίτης σχετικά με την Φαύστα. Απέκτησε από την Φαύστα τρεις γιους. Τον Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο και τον Κώνσταντα που βασίλευσαν και οι τρεις. Βλέπετε, όλα τα ονόματα στρέφονται γύρω από την ίδια ρίζα. Ο Διοκλητιανός εφήρμοσε ένα νέο σύστημα διοικήσεως, την Renovatio Imperius, την ανανέωση της αυτοκρατορίας από το 285, την τετραρχία.

Ο Διοκλητιανός ήταν ο πρώτος Αύγουστος και Καίσαρ, δεύτερος Αύγουστος θα λέγαμε, ο Γαλέριος. Βοηθός του στην Ανατολή. Ο Μαξιμιανός επίσης συναύγουστος, είχε καίσαρα τον Κωνστάντιο Χλωρό, τον πατέρα του Κωνσταντίνου στη Νίσσα. Το 305, την 1η Μαΐου, παραιτήθηκε ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός και ο Χλωρός ανακυρήχθηκε Αύγουστος στην Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Ο Κωνσταντίνος τότε εκλήθη στη Δύση, κοντά στον πατέρα του. Το 306 επέρχεται ο θάνατος του Κωνσταντίου Χλωρού και στις 25 Ιουλίου του 306, ο στρατός ανεκύρηξε τον Κωνσταντίνο αυτοκράτορα. Πρέπει να λάβουμε υπ' όψη κάτι εδώ. Δεν υπήρχε κληρονομικότητα της βασιλείας, όπως όλη την περίοδο του Βυζαντίου, της Νέας Ρώμης δηλαδή, της Ρωμανίας, όπως δεν υπήρχε και στην αρχαία Ελλάδα. Κληρονομικοί θεσμοί δεν υπήρχαν, θεσμοθετημένη κληρονομική διαδοχή. Απλούστατα, ο στρατός η σύγκλητος και ο λαός μπορούσαν να δεχθούν το γιο κάποιου να τους διαδεχθεί, αλλά όχι κληρονομικώ δικαιώματι. Αυτή είναι η δημοκρατία του ελληνισμού και όχι το όνομα βασιλεύς. Έχω πει και άλλες φορές σ' αυτή την αίθουσα, ας λέγεται όπως θέλει να λέγεται, αρκεί να εκλέγεται. Αυτή είναι η δημοκρατία. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν ανακηρύχθηκε από τον στρατό και την σύγκλητο αυτοκράτωρ. Αλλά και ο Μαξέντιος, ο γιος του Μαξιμιανού, το ίδιο έτος στις 28 Οκτωβρίου, ανακηρύχθηκε και αυτός αυτοκράτορας. Το 311 αποθνήσκει ο Γαλέριος και τον διαδέχεται ο Λικίνιος που έλαβε ως σύζυγο την Κωνσταντία – Κωνσταντία και αυτή – θετή αδερφή του Κωνσταντίνου. 28 Οκτωβρίου του 312 ο Κωνσταντίνος ενίκησε τον Μαξέντιο – θα το δούμε γιατί – στη Μιλβία, κατ' άλλους Μουλβία, γέφυρα. Η σύγκλητος ανακήρυξε τότε πρώτον Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Το 313 ο Λικίνιος ενίκησε τον Μαξιμίνο. Και μένουν τώρα δύο Αύγουστοι. Ο Κωνσταντίνος ο πρώτος Αύγουστος και ο Λικίνιος δεύτερος Αύγουστος. Έτσι το 313 εκδίδεται το περιβόητο διάταγμα των Μεδιολάνων, που θα δούμε πια είναι η σημασία του. Το 321 ο Λικίνιος επαναφέρει τους διωγμούς με νέο διάταγμα εναντίον των χριστιανών ενώ το 313 είχε αποφασιστεί, με πρώτον τον Κωνσταντίνο, να πάψουν οι διωγμοί. Επέρχεται η σύγκρουση μεταξύ των δύο και η ήττα του Λικινίου. Το 324 ο Κωνσταντίνος γίνεται μονοκράτορας, η αυτοκρατορία αποκτά ενότητα σε μία αχανή έκταση. Από την Θούλην, που μπορεί να ήταν η σημερινή Ισλανδία, ή τουλάχιστον η Ιρλανδία, μέχρι την Περσία και την Ινδία. Επομένως γίνεται ένα ενιαίο κράτος, με μία κεντρική εξουσία, έναν κεντρικό αυτοκράτορα. Το 325 συγκαλεί την Α' Οικουμενική Σύνοδο και το 330 εγκαινιάζει τη νέα πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη. Στις 22 Μαΐου του 337 πεθαίνει στο Δρέπανο της Βιθυνίας – Μικρασία – που ήταν η πόλις καταγωγής της Αγίας Ελένης και γι' αυτό ονόμασε την πόλην αυτήν Ελενούπολη. Βαπτίστηκε από τον φίλο του, Ευσέβιο Νικομηδείας, με λευκή εσθήτα, ως κατηχούμενος και μετά από λίγο αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία περίπου εξήντα ετών. Η σωρός του μεταφέρθηκε και ετάφη στη νέα πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη.

 

Κατηγορίες από τον Ζώσιμο

Αυτά είναι τα τυπικά ιστορικά. Ο Κωνσταντίνος κατηγορήθηκε από τον Ζώσιμο για τη δολοφονία και εξόντωση των αντιπάλων του.

Τι μαρτυρούν οι πηγές; Κάποια πράγματα τα οποία λέγονται από τους αντιπάλους του, και μάλιστα το Ζώσιμο που είναι η πηγή των συκοφαντιών κατά του Κωνσταντίνου, μένουν στο χώρο του θρύλου. Όταν είναι κάτι αναπόδεικτο το αναφέρει μεν ο ιστορικός όπως κάνω και 'γω τώρα, χωρίς όμως να μπορεί να στηρίξει οποιαδήποτε συμπεράσματα σε αμέριστες υποθέσεις ή σκέψεις.

 

Η περίπτωση του Μαξιμιανού

Η περίπτωση του Μαξιμιανού, για να μείνω σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο Μαξιμιανός ήθελε να γίνει αύγουστος, αυτοκράτορας και διώχθηκε από τον γιο του Μαξέντιο. Έτσι κατέφυγε στην κόρη του, ήταν πεθερός του Κωνσταντίνου, στην κόρη του Φαύστα και ζήτησε προστασία από τον Κωνσταντίνο. Το 310 όμως οργάνωσε συνωμοσία και κίνημα για ανατροπή του Κωνσταντίνου. Αυτή ήταν η κατάσταση της εποχής. Ξέρετε, κανείς, όσο μεγάλος κι αν είναι, δε μπορεί να πάψει να είναι τέκνο της εποχής του. Γι' αυτό σας είπα ότι όταν εφαρμόζεται ο λεγόμενος ιστορικός αναχρονισμός, είναι αποτυχία της ιστορικής έρευνας. Εμείς θα ερμηνεύσουμε τα πράγματα της εποχής εκείνης, μεθιστάμενοι σ' αυτή την εποχή κι όχι μεταφέροντας την εποχή στις δικές μας συνθήκες σήμερα. Ο Μαξιμιανός διέδωσε ότι ο Κωνσταντίνος φονεύθηκε στον πόλεμο κατά των Φραγκογερμανών στα βόρεια σύνορα, και πήρε ένα μέρος του στρατού με το μέρος του και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε και ο Μαξιμιανός κλείστηκε στο φρούριο της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος τον αιχμαλωτίζει, τον συγχωρεί όμως, με τη μεσολάβηση και της γυναίκας του της Φαύστας. Νέα συνωμοσία του Μαξιμιανού και της Φαύστας τώρα, για να δολοφονηθεί ο Κωνσταντίνος. Αποτυγχάνει η προσπάθεια. Η Φαύστα τότε, η Φάουστα όπως είπα της οικογένειας, ενοχοποιεί τον πατέρα της. Ο Μαξιμιανός αναγκάστηκε να αυτοαπαγχονιστεί, κρεμάστηκε δηλαδή, γιατί κατάλαβε ότι τα πράγματα έγιναν σκληρότερα γι' αυτόν. Κατηγορούν γι' αυτό τον Κωνσταντίνο. Κοιτάξτε, όταν κάποιος είναι ανώτατος άρχων, και δεν είναι απλώς πολιτικά και διοικητικά ανώτατος άρχων, αλλά συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες ονομάζετο Rectus Totius Omnis, δηλαδή ο κυβερνήτης, ο διοικητής ολοκλήρου του κόσμου. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν είναι εκείνος ο οποίος ήταν ο Ανώτατος Δικαστής. Ήταν Pontifex maximus, ο ανώτατος αρχιερεύς. Αυτά δεν τα μετέφερε ο ίδιος στον εαυτό του, τα βρήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επομένως, πάσα πράξις έπρεπε να δικαστεί από τον ανώτατο δικαστή. Ο οποίος βέβαια περιεστοιχίζετο από τον στρατό αλλά στα πολιτικά πράγματα από την σύγκλητο. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να αποδίδουμε μονομερώς την ευθύνη, όπως όταν κανείς είναι πρόεδρος της δημοκρατίας και υπογράψει θανατική ποινή η οποία ορίζεται από το δικαστήριο, είναι υποχρεωμένος να το πράξει. Αν αρνηθεί ο ανώτατος άρχων, βασιλιάς παλαιότερα, πρόεδρος της δημοκρατίας, να δεχθεί αυτό που προτείνει η δικαστική εξουσία καταλαβαίνετε ποιες επιπτώσεις θα γίνουν.

 

Η περίπτωση του Βασσιανού

Δεύτερο, η περίπτωση του Βασσιανού. Θ' αποφύγω τις λεπτομέρειες, διότι, εις την στάση του Βασσιανού, κι εδώ ο Κωνσταντίνος έδειξε μεγαθυμία κι όταν αποκαλύφθηκε η συνωμοσία – πάλι συνωμοσία – εναντίον του ανωτάτου άρχοντος, ο Βασσιανός εξετελέσθη με την εφαρμογή των νόμων του κράτους. Είναι δυνατόν λοιπόν, εν ψυχρώ, να αποδοθεί η κατηγορία στον Κωνσταντίνο και να θεωρηθεί δολοφόνος; Κάθε ανώτατος άρχων τότε θα έπρεπε να ονομάζεται δολοφόνος, εκτός και αν ο ανώτατος άρχων χρησιμοποιεί τους νόμους. Αλλά η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γι' αυτό κατόρθωσε τόσα χρόνια να επιβιώσει ' δεν ενεργούσε κατ' αυτόν τον τρόπο.

 

«Τούτω Νίκα» περίπτωση του Μαξεντίου

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μαξεντίου, του κουνιάδου του Κωνσταντίνου. Ο Μαξέντιος επεθύμησε να γίνει ο μόνος αυτοκράτορας και εστράφη κατά του Κωνσταντίνου επικαλούμενος τον θάνατο – την δολοφονία κατ' αυτόν – του πατέρα του, του Μαξιμιανού. Διατάζει την καταστροφή των αγαλμάτων του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος μέσω των Άλπεων έρχεται στην Ιταλία και συναντώνται οι δύο στρατοί στην ιδία γέφυρα του Τίβερη, δύο χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη. Εδώ εμφανίζεται η γνωστή θεοσημία, όπως το περιγράφει ο ιστορικός Ευσέβιος, κατά το απομεσήμερο. Βλέπει δηλαδή στον ουρανό τον Σταυρό και τα γράμματα που έλεγαν «Τούτω Νίκα», όχι δηλαδή «Εν Τούτω Νίκα». Με αυτό το σύμβολο θα μπορείς να νικάς, ας νικάς. Ο Λακτάντιος παραθέτει το κείμενο εις τα Λατινικά. Και λέει πάλι ότι ήταν Σταυρός, ότι το είδε σε ενύπνιον ο Κωνσταντίνος, βλέπετε υπάρχουν διάφορες εκδοχές, και είπε ότι τα γράμματα ήσαν In Hoc Vincas, Εν τούτω, εδώ δηλαδή υπάρχει το In. Εν αυτώ, δηλαδή να νικάς. Ο Άγιος Αρτέμιος και ο στρατός, υπάρχουν σχετικές πηγές, εβεβαίωσαν πως το είδαν και αυτοί το σύμβολο, άρα το είδε ολόκληρος ο στρατός και όχι μόνον ο Κωνσταντίνος. Γεγονός είναι ένα. Είτε ως ενύπνιον το είδε, είτε μέρα μεσημέρι στον ουρανό, σημασία έχει ότι από τότε ο Κωνσταντίνος κατασκευάζει το λάβαρο του Σταυρού με το μονόγραμμα, το Χριστόγραμμα ΧΡ, Χριστός. Σε ένα στεφάνι. Και εις τις ασπίδες των στρατιωτών εμφανίζεται το μονόγραμμα.

Ο Ζώσιμος αποσιωπά το γεγονός, ενώ θα μπορούσε να το διαψεύσει, αλλά δε μπορεί. Αποσιωπά το γεγονός όπως και άλλοι παγανιστές συγγραφείς. Το επιβεβαιώνουν όμως μεταγενέστεροι ιστορικοί, ο Φιλοστόργιος, ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, ο ησυχαστής του 14ου αιώνος. Ο δε Σωζομενός, ιστορικός του 5ου αιώνος, έναν αιώνα μετά τον Κωνσταντίνο μαζί με τον Σωκράτη τον σχολαστικό, λέγει ότι οι λέξεις «Τούτω Νίκα» ήσαν άγγελοι. Όπως το αστέρι της Βηθλεέμ, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, ήταν υπερφυές θαύμα, δηλαδή άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού, το ίδιο και ο Σωζομενός, το ερμηνεύει με το δικό του τρόπο. Στις 28 Οκτωβρίου του 312 γίνεται η μάχη. Ο Κωνσταντίνος είχε 25.000 στρατό, ο Μαξέντιος 100.000 και κυριολεκτικά συνετρίβη ο στρατός του Μαξεντίου. Σπάζει μια γέφυρα του Τιβέριου ποταμού και πολλοί στρατιώτες πέφτουν στο ποτάμι και πνίγονται και μαζί τους και ο Μαξέντιος. Πάλι κατηγορούν τον Κωνσταντίνο. Εμένα με ενδιαφέρει στην έρευνά μου ο όρος που χρησιμοποιείται: «δολοφόνος ο Κωνσταντίνος». Ξέρετε τι σημαίνει δολοφόνος. Να πείτε ότι με τον τρόπο που επετέθη κατόρθωσε κλπ να πέσει ο Μαξέντιος στο ποτάμι και να πνιγεί, εντάξει το δέχομαι. Αλλά δολοφόνος από πού ως που; Όταν είναι μία μάχη κατά την οποία αντιμετωπίζεται στάσις, επανάσταση εναντίον του ανωτάτου άρχοντος. Τρία χρόνια μετά ο Κωνσταντίνος έχτισε τη Θριαμβική Αψίδα η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα στη Ρώμη. Τώρα μια αντίφαση, στους αντιπάλους του Κωνσταντίνου είναι ότι δεν κατεδίκασε κανένα στρατιώτη του αντιπάλου στρατεύματος. Δεν εφήρμοσε κανένα μέτρο εναντίον τους. Καταλαβαίνετε λοιπόν ποιες αντιφάσεις υπάρχουν εις την κρίση του Κωνσταντίνου.

 

Κρίσπος – Φαύστα

Χαρακτηριστικότερες από αυτές – να ολοκληρώσω αυτές τις αναφορές – είναι η περίπτωση του γιου του του Κρίσπου και η περίπτωση της Φαύστας, της δεύτερης συζύγου του. Το 316 γιόρταζε τα δέκα χρόνια της ανόδου του εις τον θρόνο, στα ανάκτορα. Και εξαπλώνεται αυτόματα η είδηση ότι συνελήφθη ο Κρίσπος και εφυλακίσθη εις την φυλακήν της Πόλας εις την Ίστρια – από εκεί κατήγετο ο Ιωάννης Καποδίστριας και η οικογένειά του, την Ίστρια. Ο Κρίσπος ήταν ένας σοβαρός και αξιοπρεπής νέος με πολλά ηγετικά χαρίσματα. Δεκαεπτάχρονος, είχε περιβληθεί ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα και ήταν μάλιστα και αρχηγός του στόλου της αυτοκρατορίας. Μη σας φαίνεται περίεργο, ο Γκουαρνέ της Ιωσηφίνας, ο θετός γιος του Ναπολέοντος, δεκαέξι χρονών ηύρε να καταλάβει τα Επτάνησα με τους δημοκρατικούς Γάλλους. Εδώ φαίνεται το μίσος της Φαύστας. Ο Κρίσπος υπερτερούσε έναντι των τριών δικών της γιων. Ετίθετο θέμα διαδοχής. Επίσης η αγία Ελένη, αγαπούσε τον Κρίσπο για τα προσόντα, της θύμιζε τον γιο της στα νεανικά του χρόνια. Γίνεται μια σατανική ενέργεια. Ένα μήνα πριν από τον θάνατο του Κρίσπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε εκδώσει ένα νόμο εναντίον της μοιχείας. Μοιχεία με έγγαμη γυναίκα, όχι απλώς πορνεία. Η τιμωρία ήταν ο θάνατος. Με ψευδομάρτυρες κατηγορήθηκε από την Φαύστα ο Κρίσπος, πρώτον για συνωμοσία εναντίον του Κωνσταντίνου και δεύτερον ότι της επετέθη, στη μητριά του δηλαδή, με ανήθικους σκοπούς. Ο Ζώσιμος, προσέξτε, ο ειδωλολάτρης ιστορικός, και ο Ιωάννης Ζωναράς τον δωδέκατο αιώνα δέχονται ως αβάσιμες τις πληροφορίες και όλοι οι σοβαροί ερευνητές δέχονται ότι αυτά μένουν στο χώρο του θρύλου. Δεν μπορεί να συναγάγει κανείς σοβαρά συμπεράσματα. Το δίλημμα που είχε ο Κωνσταντίνος σε αυτή την περίπτωση ήταν ανάλογο εκείνο ενός μεγάλου νομοθέτη του ελληνισμού. Τον έβδομο αιώνα ο Ζάλευκος – Ζάλευκος σημαίνει Πάλευκος, όμως λέμε ζάπλουτος (παρακαλώ όσους δεν το ξέρουν να μη λένε ζάμπλουτος – ζα σημαίνει πάρα πολύ, ζάπλουτος και ζάλευκος). Ο Ζάλευκος είναι σύγχρονος του Χαμουραμπί, ή Χαμουράμπι και εκδίδει την πρώτη ελληνική νομοθεσία – είναι αρχαιότερος του Σόλωνος. Είχε λοιπόν ένα νόμο που έλεγε: ο κατηγορούμενος και συλλαμβανόμενος για μοιχεία καταδικάζεται με την εξόρυξη των δύο οφθαλμών. Ο πρώτος που συνελήφθη για μοιχεία ήταν ο γιος του Ζαλεύκου. Έρχεται λοιπόν ο βασιλεύς, όπως ο Κωνσταντίνος ανώτατος δικαστής, να δικάσει. Τι να κάνει; Να τυφλώσει το γιο του που ο στρατός τον ήθελε ως διάδοχό του και η εκκλησία του δήμου; Ρωτάει λοιπόν σοφότατα ο Ζάλευκος την σύναξη: πόσα μάτια απαιτεί ο νόμος στην περίπτωση αυτή ως τιμωρία; Και του είπαν δύο. Ε, λέει, ένα μάτι του γιου μου και ένα μάτι δικό μου. Τυφλώθηκε και αυτός κατά το ένα μάτι για να μην καταδικάσει με την εξόρυξη των δύο οφθαλμών το γιο του.

Αυτό το επικαλούμεθα συνήθως, ο Δημινιάτης και ο Κωνσταντίνος Καλλίνικος για να δικαιώσουν την περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης θεολογική, δυτική, παπική δηλαδή θεωρία – αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο και άλλο θέμα.

Δεν εκτελεί τον Κρίσπο, απλώς τον φυλακίζει ο Κωνσταντίνος. Ο νέος εκτελέστηκε με άγνωστο τρόπο και δεν βρέθηκε διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου που να καταδικάζει τον Κρίσπο σε θάνατο, όπως έπρεπε να υπάρχει. Οι ιστορικοί μας λέγουν ότι η μόνη που μπορούσε να χρησιμοποιήσει την σφραγίδα του αυτοκράτορος ήταν η γυναίκα του η Φαύστα και σ' αυτήν αποδίδεται η δολοφονία. Η απάντηση λοιπόν είναι αδύνατη και ανεύθυνη και προς πάσα κατεύθυνση. Η Ελένη επέστρεψε από τη Ρώμη και πληροφορήθηκε τη συνωμοσία της Φαύστας και απεκάλυψε τα πράγματα στον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος τότε διέταξε την σύλληψη της Φαύστας. Ο Ζώσιμος αυθαίρετα λέει ότι ο Κωνσταντίνος διέταξε να πνιγεί η Φαύστα στο λουτρό με καυτό νερό. Προχθές μου έστειλαν ένα άρθρο – θα το επικαλεστώ για ολίγο στη συνέχεια – που επαναλαμβάνει ένας εχθρός του Χριστιανισμού, τα όσα γράφει ο Ζώσιμος. Χωρίς καμία άλλη πηγή, χωρίς διασταύρωση της πληροφορίας. Αναπαράγεται λοιπόν αυτή η κρίση αναπόδεικτα. Αλλά το μύθο του Ζωσίμου καταρρίπτει ο Ιερώνυμος. Εκκλησιαστικός συγγραφέας (366 – 419 μ.Χ). Άριστος ελληνιστής, είχε ζήσει κοντά σε πατέρες στην ανατολή και μάλιστα κοντά στον Ιωάννη το Χρυσόστομο – ανατολικός, Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, ανήκουν στην ίδια ομάδα από πλευράς Ορθοδοξίας – έζησε ο Ιερώνυμος τα γεγονότα, και αυτός παρέχει την πληροφορία ότι ο θάνατος της Φαύστας επήλθε τρία ή τέσσερα έτη μετά το θάνατο του Κρίσπου. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να συνδέονται, και μάλιστα άμεσα, τα δύο γεγονότα; Ακόμη και ο ιστορικός Γίββων εις την ιστορία του καταθέτει την αμφισβήτησή του για ένα τέτοιο θάνατο της Φαύστας. Και ο Παπαρηγόπουλος επίσης απορρίπτει μια τέτοια θεωρία. Τις περιπτώσεις λοιπόν, κυρίως, του Κρίσπου και της Φαύστας, καλύπτει θρύλος.

 

Η στάση του Μ. Κωνσταντίνου έναντι της ειδωλολατρείας

Ποια ήταν η στάση τώρα του Κωνσταντίνου έναντι της ειδωλολατρίας. Ένα χρόνο μετά τη Σύνοδο της Νικαίας το 326, ο Κωνσταντίνος έρχεται στη Ρώμη για να γιορτάσει τα εικοσάχρονα της Βασιλείας του, τα δεύτερα δεκενάλια. Κλήθηκε στο Καπιτώλιο να συμμετάσχει σε μια στρατιωτική, ειδωλολατρική γιορτή και να προσφέρει τις νενομισμένες θυσίες. Αρνήθηκε. Καταλαβαίνετε, έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία η άρνηση του αυτοκράτορος να τελέσει τα καθήκοντά του ως εθνικός, ως ειδωλολάτρης αυτοκράτορας. Μάλιστα πρέπει να ξέρουμε, θα το πω παρενθετικά, γιατί εδιώκετο ο Χριστιανισμός, κυρίως τους τρεις πρώτους αιώνες; Αλλά δεν σταμάτησαν ποτέ οι διωγμοί αυτοί, μέχρι σήμερα. Εδιώκετο διότι δεν απεδέχετο άλλες θεότητες. Η φράσις της λειτουργίας: «εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός», κατά τους μεγάλους λειτουργιολόγους, εισήλθε εις την θεία λειτουργία ήδη από τον πρώτο αιώνα. «Εις Άγιος», ήταν απάντηση στους Εβραίους' ένας είναι ο Άγιος που αγιάζει, ο Τριαδικός Θεός. «Εις Κύριος», ένας βασιλιάς, ένας αυτοκράτορας, απευθύνεται στους Ρωμαίους. Ένας είναι εκείνος ο οποίος είναι ο βασιλιάς ο δικός μας. Κι αυτό το επαναλαμβάνει το 160 περίπου στη δίκη του, ο άγιος Πολύκαρπος, επίσκοπος Σμύρνης. Τι του είπε ο Στάτιος ο Κονδράτιος, ο διοικητής της Σμύρνης; «Ώμοσον του Καίσαρος Τίτου». Θυσίασε στο άγαλμα του Καίσαρα. Διότι ο Καίσαρ ήταν Θεός επί της γης.

Τιμούσαν το πνεύμα του Καίσαρος και το πνεύμα της Ρώμης, με αγάλματα με θυσίες, ετιμώντο ως θεότητα. Άρα δεν θα είχε αντίρρηση η Ρώμη οι Χριστιανοί να εισαγάγουν μια νέα θεότητα εις την πανσπερμία των θεοτήτων – ο Οράτιος έλεγε την εποχή αυτή «υπάρχουν περισσότεροι θεοί απ' όσον άνθρωποι» - οπότε δε θα ηρνείτο η Ρώμη εάν πρώτα εδέχοντο τη θεότητα του Καίσαρος και της Ρώμης. Γι' αυτό εδιώκοντο οι Χριστιανοί. Ήταν απηγορευμένη εταιρεία – ομάδα διότι δεν εδέχετο «ους η πόλις», για να επαναλάβω το Σωκράτη, «ους η πόλις ενόμιζε θεούς», κατά νόμον εδέχετο ως θεότητες. Αυτό λοιπόν λειτουργεί μ' έναν τρόπο περίεργο στη συνείδηση των ειδωλολατρών όταν ο αυτοκράτωρ που ετιμάτο ως θεός – και ο Κωνσταντίνος μέχρι τότε ετιμάτο – αρνείται να προσφέρει τα νενομισμένα όπως επέβαλε η θρησκεία της Ρώμης. Ύστερα απ' όσα είχε βιώσει εις την Σύνοδο της Νικαίας, δεν μπορούσε να δεχθεί όλα αυτά.

Επίσης κατά τον Ζώσιμο, προκάλεσε το μίσος των ειδωλολατρών, οι οποίοι για να τον εκδικηθούν και να τον προσβάλουν, εβεβήλωσαν τα αγάλματά του. Δηλαδή χρησιμοποίησαν κάθε μέσο κατά του προσώπου στα αγάλματα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά εκείνος, ειρηνικότατα, όταν του είπαν τι είχε γίνει, έπιασε το πρόσωπό του και είπε «ευτυχώς εγώ δε βλέπω κανένα τραύμα στο πρόσωπό μου». Δεν καταδίωξε τους ειδωλολάτρες, αλλά ούτε και τήρησε ιδιαίτερα φιλική στάση απέναντί τους. Με επιστολές του συμβούλευε τους κατοίκους της χώρας και των περιοχών που υπήρχαν ειδωλολάτρες να στραφούν προς τη χριστιανική πίστη. Πως είναι δυνατόν να τον αγαπήσουν οι εθνικοί; Αυστηρότητα έδειξε μόνον προς τους αιρετικούς. Γι' αυτό πότε εξόριζε το Μέγα Αθανάσιο, πότε εξόριζε τον Άρειο. Διότι ένας άρχοντας, για να καταλαβαίνουν οι διοικούντες, ενδιαφέρεται σε κάθε εποχή γι' αυτό που λέει η λαϊκή φράση: ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Ήθελε δηλαδή να αποφύγει τις άκαιρες διενέξεις και τις συγκρούσεις. Γι' αυτό και ο Μέγας Αθανάσιος, για να προφυλαχθεί κατά πολλούς ιστορικούς, επειδή τον απειλούσαν με δολοφονία οι Αρειανοί, εστάλη εις την Δύση. Εξόριστος στη Ρώμη, 335-36, και στα Ρέμιδα το σημερινό Πριρ, τη γενέτειρα του Μαρξ. Εκεί ακριβώς εστάλη ο Μέγας Αθανάσιος και μετέφερε το μοναχισμό του αγίου Αντωνίου και του αγίου Παχωμίου, το κοινοβιακό μοναστήρι. Δεν αδίκησε την εθνική θρησκεία. Κατά τον Ζώσιμο επέβλεψε την ανοικοδόμηση εθνικών ναών.

Η συνάδελφος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στη Φιλοσοφική, η κυρία Πολύμνια Αθανασιάδη, έχει μια σπουδαία εργασία εις την οποία λέει ότι αμέσως μετά τη Νίκαια ο Κωνσταντίνος χρηματοδότησε, ως αρχηγός του κράτους, τέσσερις ναούς. Δύο ειδωλολατρικούς και δύο χριστιανικούς. Δηλαδή προσπαθούσε να τηρήσει την ισορροπία και να εξασφαλίσει την ισότητα και ενότητα των πολιτών. Επίσης χρηματοδότησε τους ναούς της αγίας Ελένης, την Εκατονταπυλιανή της Πάρου, τους ναούς εκεί που βρίσκονται και σήμερα στα Ιεροσόλυμα, στη Βηθλεέμ, στο Σταυροβούνι, στη σκήτη που μετέφερε η αγία Ελένη μεγάλο τμήμα του Τιμίου Σταυρού και ούτω καθεξής. Συγχωρήστε με, βλέπω σ' αυτό το άρθρο, και δε θα το διαβάσω ολόκληρο, και πολλοί νεοπαγανιστές μας κατηγορούν λέγοντας «δεν είναι Τίμιος Σταυρός αυτό, αλλά δάσος ολόκληρο». Μη νομίσητε ότι όποιος έχει Τίμιο Ξύλο είναι απευθείας από το Σταυρό του Χριστού. Έχουμε τα λεγόμενα κατασκευαζόμενα φυλαχτά, με το άγγιγμα του αίματος των μαρτύρων και με το άγγιγμα του Σταυρού του Χριστού, το ξύλο αγιάζεται και λέγεται και αυτό Τίμιο Ξύλο αλλά δεν ανήκει στο Σταυρό του Χριστού. Προσέξτε τώρα. Άλλο στη Μονή Ξηροποτάμου και στη Μονή Σταυροβουνίου στην Κύπρο που υπάρχει μεγάλο τμήμα του Σταυρού. Δεν είναι λοιπόν πολλοί σταυροί που κόπτονται, αλλά με αυτόν τον τρόπο παράγονται φυλαχτά που έχουν άμεση σχέση εξ επαφής με τον Σταυρό του Χριστού. Αλλά και ο πατέρας του Κωνσταντίνου είχε ευνοήσει τους Χριστιανούς με την έννοια ότι δεν εφήρμοζε τα διωκτικά διατάγματα του Διοκλητιανού απέναντί τους. Την ίδια πολιτική ακολούθησε και ο Κωνσταντίνος.

Ο Κωνσταντίνος συνέβαλε στη νίκη του Χριστιανισμού. Ένα τεράστιο εγκληματικό λάθος – μακάρι να οφείλεται σε άγνοια – είναι το διαθρυλούμενο και επαναλαμβανόμενο πολλάκις ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ανεκήρυξε επίσημη θρησκεία το Χριστιανισμό – άπαγε της βλασφημίας! Αυτό θα γίνει στις 28 Φεβρουαρίου του 380 από τον Ισπανικής προελεύσεως και θερμόαιμο αυτοκράτορα τον Θεοδόσιο τον Α', αλλά όχι από τον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος εξησφάλισε ελευθερία σε κάθε θρήσκευμα, οπότε και οι Χριστιανοί απέκτησαν το δικαίωμα να λατρεύουν ελεύθερα το Θεό τους. Όχι ότι ο Χριστιανισμός ανακηρύχθηκε επίσημη θρησκεία του Κράτους. Αυτό είναι τεράστιο ιστορικό λάθος και ψέμα συγχρόνως. Ο Κωνσταντίνος ο Παπαρηγόπουλος λέγει ότι «προς τον Χριστιανισμό ο Κωνσταντίνος ηδύνατο να πολιτευτεί και άλλως ή όπως επολιτεύθη, ηδύνατο να μην προστατεύσει και να τον καταδιώξει». Άρα μόνο σε μεταφυσικές, κυρίως υπερφυσικές παρεμβάσεις μέσα στην καρδιά του Κωνσταντίνου βλέπει ο Παπαρηγόπουλος την στάση του έναντι των Χριστιανών. Και κάτι σημαντικό. Κανείς πολιτικός δεν στηρίζεται ποτέ εις την μειοψηφία αλλά πάντα στην πλειοψηφία. Είτε για να επιτύχει στις εκλογές είτε για να επιτύχει τους δικούς του στόχους. Και η εποχή που ο Μέγας Κωνσταντίνος μέχρι την Α' Οικουμενική Σύνοδο που δείχνει το ενδιαφέρον του για τον Χριστιανισμό, ποιος ήταν ο αριθμός των Χριστιανών στην Αυτοκρατορία; Οκτώ με δέκα τοις εκατό. Αυτό το μαρτυρεί σε μια σπουδαιότατη εργασία του ο Άντολφ φον Χάρμερ, ένας μεγάλος ιστορικός φιλευθέρας ιδεολογίας εις την Ευρώπη, εις την Γερμανία «Η εξάπλωσις του Χριστιανισμού κατά τους πρώτους αιώνες». Οκτώ με δέκα τοις εκατό. Μειοψηφία ήσαν αυτή την εποχή οι Χριστιανοί.

Επίσης ο Κωνσταντίνος, ο Μέγας Κωνσταντίνος, για μένα, και μόνο γι' αυτό είναι Μέγας και άγιος της εκκλησίας. Άγιος σημαίνει ότι έχει τη Χάρη του Θεού μέσα του, αυτό σημαίνει, όχι αλάθητος. Έχει τη Χάρη του Θεού, ζωντανή και αισθητή. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αυτοκαταργήθηκε σε κάποια στιγμή ως αυτοκράτωρ, δεχόμενος τον δημοκρατικότερο θεσμό της Ιστορίας που είναι η Σύνοδος, το Συνοδικό σύστημα. Το 311 και εν συνεχεία 313 – 14 ξέσπασε μια μεγάλη διένεξις, για το σχίσμα των Δονατιστών. Μάλωναν μεταξύ τους οι Χριστιανοί που ανήκαν στον Δονάτο και οι άλλοι στον νόμιμο επίσκοπο σε ποιον ανήκουν οι ναοί και οι περί τους ναούς τίτλοι και τα αγροτεμάχια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος που έπρεπε να δικάσει την υπόθεση, αυτοκαταργείται από «Ύψιστος Δικαστής» και λέγει εις τον Μιλτιάδη – Έλληνα – επίσκοπο Ρώμης, της Παλαιάς Ρώμης : «έχετε σύλλογο, δικάστε με τον συνοδικό σύλλογο». Έτσι φθάσαμε στην Α' Οικουμενική Σύνοδο. Όταν λέμε δε ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν πρόεδρος της Συνόδου – με συγχωρείτε αλλά δεν ξέρω γράμματα, να διαβάσω τα κείμενα – ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, συνάδελφός μας έχει δημοσιεύσει ένα βιβλίο για την προεδρία της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Οι πηγές μας λένε, αναλυόμενες κριτικά από τον κύριο Φειδά και από άλλους επιστήμονες, τελευταίος είναι αυτός που γράφει ο κύριος Φειδάς, ότι πρόεδρος υπήρξε ο Αντιοχείας Ευστάθιος.

Άλλο ο πρόεδρος που συντονίζει τις συζητήσεις και άλλο ο συγκαλέσας τη Σύνοδο. Μόνο ο αυτοκράτωρ είχε δικαίωμα να δώσει άδεια στους επισκόπους από όλο το μήκος και πλάτος της αυτοκρατορίας να κινηθούν προς την πρωτεύουσα και μάλιστα εδώ προς τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ξέρετε αυτό και επί Ιουστινιανού ισχύει και επί Παλαιάς Ρώμης ίσχυε και επί Κατοχής. Μπορούσε να κυκλοφορήσει κανείς αν δεν είχε άδεια της γερμανικής διοικήσεως και στη Σοβιετική Ένωση μπορούσε να πει κανείς «πετάγομαι μέχρι τη Ρώμη για ψώνια» αν δεν είχε άδεια της αστυνομίας; Διότι εφοβούντο στάση, εξεγέρσεις. Αυτό ίσχυε πολύ περισσότερο στην αχανή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο Κωνσταντίνος όμως και οι μετέπειτα αυτοκράτορες δίνει την άδεια να συγκληθεί η Σύνοδος. Προσφωνεί τους Πατέρες της Συνόδου σε άπταιστα ελληνικά, ήταν εγκρατέστατος της ελληνικής γλώσσης, και εν συνεχεία αποσύρεται και το έργο της Συνόδου διεξάγεται από τους αγίους Πατέρες μεταξύ των οποίων ο άγιος Νικόλαος, ο άγιος Σπυρίδων, ο Αλέξανδρος Θεσσαλονίκης, ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, διάκονος ακόμη ο Μέγας Αθανάσιος – καταλαβαίνετε για ποια πρόσωπα μιλούμε. Αλλά δεν υπήρξε πρόεδρος της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Όπως θα συμβεί και στη μετέπειτα ιστορία της Εκκλησίας. Θα μου πει κανείς, συζητήσεις, επηρεασμοί εις τα μετόπισθεν μπορούσαν να υπάρχουν πάντοτε. Αλλά όταν στις Οικουμενικές Συνόδους μπορούσαν να υπάρχουν άγιοι, έτοιμοι να θυσιαστούν για την πίστη του Θεού, ουδεμία επιρροή είναι δυνατή. Αυτό είναι το πρόβλημα σήμερα. Μπορεί να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος; Αν δεν έχουμε θεουμένους, δε μπορούμε να έχουμε Οικουμενική Σύνοδο. Ή, αν δεν έχουμε επισκόπους που αγωνίζονται για την πίστη του Χριστού και ακολουθούν τους αγίους τους θεουμένους, διαφορετικά όποια Σύνοδος που θα γίνει στο μέλλον που θα διεκδικήσει τον τίτλο Πανορθοδόξου και Οικουμενικής Συνόδου και θα εναντιώνεται εις τον λόγο και την πολιτεία και την πράξη των θεουμένων, δηλαδή των αγίων, θα αποδειχθεί και εύχομαι να μη γίνει αυτό, ψευδοσύνοδος, ληστρική σύνοδος. Επίσης, από ελληνολάτρης ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε πραγματικά πιστός εις τον Ήλιον της δικαιοσύνης, τον Ιησού Χριστό. Έγινε υπέρμαχος της χριστιανικής θρησκείας όπως αποδεικνύει ήδη το 313 με το διάταγμα των Μεδιολάνων, χωρίς, όπως είπα, να διακηρύξει επίσημη και μοναδική θρησκεία τον Χριστιανισμό.

Το διάταγμα των Μεδιολάνων

Το διάταγμα των Μεδιολάνων, ο Λακτάντιος το περιέχει στο έργο του και ο Ευσέβιος εις την Ιστορία του. Τι περιείχε το διάταγμα. Παρείχε ελευθερία λατρείας. Γενικά, σε κάθε θρησκεία. Κατήργησε τους νόμους οι οποίοι ίσχυαν εναντίον των Χριστιανών και οι τόποι λατρείας – που τους είχαν αρπάξει οι ειδωλολάτρες – επεστράφησαν στους Χριστιανούς. Ή, όπου δεν ήταν δυνατό αυτό, οι Χριστιανοί έπαιρναν αποζημίωση για τους τόπους λατρείας που είχαν αρπαγεί. Είπαμε για την Α' Οικουμενική Σύνοδο. Ανύψωσε συγχρόνως τον ελληνισμό σε πολιτική και εκπολιτιστική δύναμη. Τεράστια προβλήματα. Ο Κωνσταντίνος χρησιμοποιεί τη γλώσσα της Ρωμανίας, της αυτοκρατορίας, της Ελληνικής δηλαδή αυτοκρατορίας η οποία εκτεινόταν απ' τη Δύση μέχρι το βάθος της Ανατολής. Οι γλώσσες ήταν δύο, λατινικά και ελληνικά. Ο Κωνσταντίνος μιλεί ελληνικά στη Σύνοδο όπως και στη Σύνοδο το 324, στην Αντιόχεια. Εκεί ακριβώς ολοκληρώνει την αυτοταπείνωσή του και την αποδοχή της Συνόδου, του Συνοδικού θεσμού, όταν λέγει στους επισκόπους το περίφημο εκείνο: «Εσείς είστε επίσκοποι των εντός, μέσα δηλαδή στα πνευματικά, στα sacra interna της Εκκλησίας. Εγώ, ο αυτοκράτωρ, υπό του Θεού καθιστάμενος επίσκοπος των εκτός αν είη». Όσοι είστε φιλόλογοι ξέρετε τι σημαίνει αυτό το «αν είη». Θα μπορούσα να είμαι εφόσον μου το αναγνωρίζετε, επίσκοπος, που θα επιβλέπω δηλαδή τα εκτός της Εκκλησίας, τα εκτός του αγίου βήματος. Μπορούμε να συναγάγουμε τα συμπεράσματα από τις μετέπειτα επιδρομές κυριολεκτικά όχι μόνο στην Ελλάδα, εις τα sacra interna της Εκκλησίας. Το πρόβλημα των σχέσεων εκκλησίας – πολιτείας σήμερα, ξανατοποθετεί την στάση του Μεγάλου Κωνσταντίνου και πολλών άλλων αυτοκρατόρων μας στην αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Δύο τρία πραγματάκια για να κλείσω.

 

Έργα του Μ. Κωνσταντίνου

Ανέτρεψε την πορεία της ιστορίας, με τις θρησκευτικές και αστικές αλλαγές τις οποίες επέφερε. Μια απ' αυτές ήταν η απελευθέρωση, η δυνατότητα στους δούλους να γίνουν απελεύθεροι. Δεν καταργεί τη δουλεία, δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να καταργηθεί, αλλά όπως ο απόστολος Παύλος με την προς Φιλήμονα επιστολή, αλλάζει το περιεχόμενο της δουλείας. Γίνεται αδελφός ο δούλος. Γίνεται δηλαδή συνεργάτης κι όπως εμείς οι δημόσιοι υπάλληλοι κύριε πρόεδρε δεν είμαστε δούλοι κανενός – όποια στιγμή θέλουμε λέμε τα βροντάω και φεύγω – κατά τον ίδιο τρόπο, όταν ο δούλος ανεγνωρίζετο ως άνθρωπος, ως ανθρώπινον πρόσωπον, δεν ήταν πλέον δούλος αλλά συνεργάτης προς τους πρώην κυρίους του. Είναι ο πρώτος έπειτα Ρωμιός αυτοκράτορας, δηλαδή ορθόδοξος αυτοκράτορας στην Ιστορία, με ποιαν έννοια: είναι αυτός ο οποίος χτίζει τη Νέα Ρώμη, τη νέα πρωτεύουσα. Από το 326 αρχίζει η αναζήτηση πόλεως – δεν ικανοποιείτο με το λατινόφωνο περιβάλλον της Δύσεως και κατάλαβε ότι η τύχη της αυτοκρατορίας μετεφέρετο πλέον στην ανατολή. Εκεί θα έτρεχε το μεγάλο παιχνίδι που το έπαιξε για χίλια εκατό χρόνια και περισσότερο – μέχρι σήμερα το παίζει, οικουμενικά. Ο Ελληνισμός διατηρεί την οικουμενικότητά του συνδεδεμένος πνευματικά με τη Νέα Ρώμη, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Κωνσταντίνος είχε επιλέξει, τόσο ανθέλληνας ήταν, είχε επιλέξει στην αρχή την Τροία. Εκεί ήθελε να χτίσει την πρωτεύουσα. Τα λέει ο ιστορικός Σωζομενός. Εν συνεχεία όμως κατάλαβε τη σημασία της περιοχής του παλαιού Βυζαντίου, που ήταν ερείπια τώρα, που έλεγχε το πέρασμα προς τη Μαύρη θάλασσα, τα στενά δηλαδή του Βοσπόρου. Ο Παπαρηγόπουλος το είχε επιχειρήσει, ο Γίββων το είχε επιχειρήσει και πολλοί άλλοι ιστορικοί, μέτρησαν την απόσταση από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Θούλη της Ισλανδίας και από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Κίνα. Είναι περίπου τα ίδια χιλιόμετρα. Αντελήφθη ο Κωνσταντίνος ότι το κέντρο του κόσμου ήταν αυτή η νέα πόλη. Μάλιστα όταν εχάρασε την πόλη, τον ρωτούσαν οι αξιωματικοί: «που μας πας, πολύ μακριά χαράσσεις τα όρια της πόλης». Έχουμε δεύτερη χάραξη με τον Θεοδόσιο και τρίτη χάραξη με τον Ιουστινιανό και μετέπειτα. Ο Κωνσταντίνος είπε : «δεν μπορώ να σταματήσω γιατί με οδηγεί αυτός μπροστά». Δηλαδή επεκαλέσθει υπερφυσικές παρεμβάσεις, κάποιος άγγελος, που οδηγούσε τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αυτό ή είναι αλήθεια ή είναι ψέμα δεν είναι το πρόβλημά μας. Το πρόβλημα είναι η διορατικότητα και η οξυδέρκεια αυτού του πολιτικού να αναγνωρίσει τον ρόλο που επρόκειτο να παίξει η Κωνσταντινούπολη, η Νέα Ρώμη δηλαδή, στην περιοχή αυτή.

Έγινε ο αυτοκράτωρ ο οποίος δεν έχασε κανένα πόλεμο. Δε νικήθηκε ποτέ ούτε εσωτερικά, ούτε εξωτερικά. Κατήργησε το σώμα των πραιτοριανών, που είχαν φτάσει στο σημείο να θεωρούνται οι κύριοι των αυτοκρατόρων, κατήργησε την ποινή του σταυρικού θανάτου, ανανέωσε το οικογενειακό δίκαιο, κατεδίκασε τη μοιχεία όπως είδαμε, με νόμους ανύψωσε τη θέση της μητέρας, προστάτεψε την οικογένεια και τα παιδιά απ' την κατάχρηση της πατρικής εξουσίας και τα κορίτσια απ' την απαγωγή. Ρύθμισε τα ζητήματα διαζυγίου, κληρονομίας, προίκας, κοκ. Όλη η πολιτεία του δείχνει ότι ενεργούσε ως χριστιανός. Με νόμο τιμωρούσε εκείνους που προξενούσαν τον θάνατο των σκλάβων και περιόρισε τη βία και τη σωματική τιμωρία. Μάλιστα κάτι σημαντικότατο για τον 4ο αιώνα: απαγορεύει τον στιγματισμό στα πρόσωπα των σκλάβων. Είχαν τη συνήθεια δηλαδή να στιγματίζουν με σπαθί, καμένο σπαθί, τα πρόσωπα των σκλάβων. Και έλεγε ότι το πρόσωπο είναι εκείνο που μας φέρει εις τον Θεόν. Το κατ' εικόνα Θεού, αφού πλαστήκαμε έτσι. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να αχρειώνεται η εικόνα του Θεού στους σκλάβους; Δεν ξέρω πόσοι χριστιανοί ενεργούν κατ' αυτόν τον τρόπο. Επέφερε την ειρήνευση και το τελευταίο ερώτημα:

 

Ποια η σχέση του με τον Χριστιανισμό

Ποια η σχέση του με τον Χριστιανισμό. Έχουν γραφεί πολλά. Εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες βιβλία και άρθρα. Μιλούν για σκοπιμότητα, και σας μίλησα ήδη για τον Χριστιανισμό ως μειοψηφία. Ο δάσκαλός μας, ο μακαρίτης Ανδρέας Φυτράκης, το 1945 κατέθεσε τη διδακτορική του διατριβή με τον τίτλο «Η πίστις του Μεγάλου Κωνσταντίνου κατά τα τελευταία έτη της ζωής του» Μελετώντας όλες τις αρχαίες και τις νεότερες πηγές, υπογραμμίζει την τιμή του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς τους μάρτυρες. Απεδέχετο πληρέστατα την περί μαρτυρείν και μαρτύρων θεολογία της Εκκλησίας και του απλού λαού του Θεού. Μάλιστα γονυπετής προσήυχετο μπροστά στους μάρτυρες, κατεσκεύασε δε μαρτύριον, τόπον συναγωγής λειψάνων – ήθελε να συναγάγει, να συγκεντρώσει τα λείψανα των αποστόλων – σ' αυτό θα προχωρήσει ο Κωνστάντιος ο γιος του, δεν ετελεσφόρησε: έξι αποστόλων βρήκαν τα λείψανα – δεν είναι ανάγκη να σας απασχολήσω τώρα με αυτό, για να ταφεί μεταξύ των μαρτύρων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι εξέφρασε την επιθυμία να βαπτισθεί στον Ιορδάνη διότι έμαθε ότι ο Ιορδάνης έχει αγιαστικά ύδατα λόγω της εκεί Βαπτίσεως του Ιησού Χριστού. Προσέξτε: κι αν βαπτίστηκε περί το τέλος της ζωής του, που δεν ήξερε ο Κωνσταντίνος πότε θα έρθει – όπως κανείς μας δεν ξέρει, εγώ δεν ξέρω αν θα βγω έξω από τη θύρα ζωντανός όρθιος και αν δεν πάω για να κηδευθώ στην Αθήνα. Κανείς δεν ξέρει την τελευταία στιγμή της ζωής του.

Ο Κωνσταντίνος εφήρμοζε την πρακτική των Χριστιανών της εποχής του. Είναι παιδί της εποχής του. Θέτω ερώτημα σεβαστοί πατέρες και θεολόγοι, θέτω ερώτημα πολλές φορές στη σχολή, χάριν λογοπαιγνίου, που κοινωνούσαν στην Αθήνα ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος; Πουθενά δεν κοινωνούσαν. Εκκλησιάζοντο εις τους αγίους Ισιδώρους που λέμε σήμερα, στο εκκλησάκι εκεί στο Λυκαβηττό, αλλά εβαπτίστηκαν γύρω στα τριανταδύο τους χρόνια. Εάν δεν γύριζαν από όλους τους πνευματικούς να αισθανθούν ότι προχωρούν στην κάθαρση της καρδιάς, δεν εβαπτίζοντο. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι ήταν κοινή συνήθεια. Ποιος ήταν ο πνευματικός του Κωνσταντίνου. Δεν ήταν ο Ευσέβιος Νικομηδείας. Ήσαν φίλοι, γνωρίζωντο από την ειδωλολατρική του περίοδο. Γι' αυτό το λόγο ζήτησε στις τελευταίες στιγμές από τον επίσκοπο Νικομηδείας – που ήταν διάμεσος πρωτεύουσα μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης – να βαπτιστεί. Και λένε, μα πήρε βάπτισμα ειδωλολάτρη. Αφήστε τον Θεόν να κάνει αυτό που θέλει. Και θα σας πω γιατί ο Θεός κάνει αυτό που θέλει. Όταν ο ένας δεν έχει συνείδηση ότι ο άλλος είναι ειδωλολάτρης τότε κανείς λόγος δε μπορεί να γίνει γι' αυτό το θέμα. Απλούστατα, ο Μέγας Κωνσταντίνος πνευματικό σύμβουλο είχε μια μεγάλη ασκητική μορφή της εποχής, τον όσιο Κορδούη. Με αυτόν συνελέγετο, με έναν μεγάλο άγιο της Εκκλησίας, της Κόρδοβας της Ισπανίας, όσιος Κορδούης. Η Εκκλησία τον τιμά όχι γι' αυτά τα οποία λέγουν συνήθως, όχι γιατί προσέφερε ευεργεσίες και λοιπά.

Για να καταλάβετε γιατί τον τιμάμε ως ορθόδοξο, ανοίξτε το μηναίο της 21ης Μαΐου για να δείτε τις ακολουθίες, τα τροπάρια που αναφέρονται στον άγιο Κωνσταντίνο και στην αγία Ελένη. Πρώτος λόγος: «ως ο Παύλος ουρανόθεν την κλήσην εδέξατο.» Όταν ο απόστολος Πέτρος επήγενε εις τον Κορνήλιον, έλεγεν εις τον Χριστόν :«μα που να πάω;» που του εμφανήσθη σε όραμα. Και του έλεγε « α ο Θεός εκαθάρισε, συ μη κοίνου » - μη μολύνεις τα πράγματα που ο Θεός εκαθάρισε. Και όταν πήγε στον Κορνήλιο τον εκατόνταρχο τον Ρωμαίο, τον βρήκε να έχει θεοπτικές εμπειρίες. Οπότε, τα είχε ετοιμάσει όλα ο ίδιος ο Θεός! Και τότε ο Πέτρος υποχώρησε και έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, να βαπτίσει τον Κορνήλιο, που είχε χρόνο μπροστά του ζωής για να βαπτιστεί. Επομένως, και στην περίπτωση αυτή, ο Μέγας Κωνσταντίνος, «ουρανόθεν την κλήσην εδέξατο», όπως ο απόστολος Παύλος. Αυτό είναι σημαντικότατο. Βέβαια, κάποιος μου έλεγε, μα είναι βέβαιο; Αφού φτάνει στα όρια του θρύλου, κι αυτό μολονότι έχουμε αρχαίες πηγές που μαρτυρούν το όραμα ή το θεοπτικό βίωμα που έζησε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Εμένα με ενδιαφέρουν, σεβαστοί πατέρες, τα αγιολογικά κριτήρια της Εκκλησίας. Που στηριζόμαστε. Όχι βοήθησε, έδωσε, έχτισε καμπαναριά και ναούς και άλλα. Ξέρετε, η Ορθοδοξία σε αντίθεση με τον παπισμό, το λέγω γι' αυτούς που δεν το ξέρουν, δεν αγιοποιεί κανέναν. Αγιοποίηση, παρακαλώ να ξεχαστεί ο όρος. Είναι βλασφημία. Δεν υπάρχει αγιο-ποίηση στην Ορθόδοξη, στους αγίου Πατέρες. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία τι υπάρχει: αναγνώριση της αγιότητος. Ο Θεός με έκτατες επεμβάσεις, με λείψανα που ευωδιάζουν, που θαυματουργούν, με τα λείψανα και με τις θεοσημείες αυτές αποδεικνύει την επέμβασή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τότε τιμάμε τον υπό του Θεού διατηρηθέντα και αναγνωρισθέντα άγιο.

Το δεύτερο είναι, στην Κωνσταντινούπολη, οι ντόπιοι εκεί, έλεγαν και έψαλαν ότι η λάρνακά του Μεγάλου Κωνσταντίνου βρύει ιάματα. Εάν πάει κανείς στην Κέρκυρα, συγχωρήστε μου αυτή την αναφορά, και πει ότι η λάρναξ του Μεταλληνού βρύει ιάματα θα γελάσει ο κάθε ένας. Διότι όχι δεν πέθανα ακόμη αλλά διότι δεν είμαι άξιος να θεραπεύει το αγίασμα που βγαίνει από τον τάφο. Για να το λένε για τον Κωνσταντίνο δεν ξεγελιώνται οι ντόπιοι τουλάχιστον. Ο ιστορικός Σωζομενός λέγει πάλι για τον άγιο Σπυρίδωνα «τα δε θαυμάσια αυτού ίσασι... τα θαύματα του αγίου Σπυρίδωνα. Και το τρίτον είναι ότι ο Κωνσταντίνος «εκράτηνε την πίστην της Νικαίας» Με το να επιτρέψει να συγκληθεί η Σύνοδος και να αποφασίζει η Σύνοδος, με τη Χάρη του Θεού ανεδείχθη εκείνος ο οποίος εκράτηνε, ισχυροποίησε πραγματικά την πίστην των Ορθοδόξων Πατέρων της Εκκλησίας. Για τον άγιο Σπυρίδωνα ενθυμείσθε, λέγεται χαρακτηριστικά, και το σύμβολον επήρωσε. Ο άγιος Σπυρίδων επικυρώνει με το θαύμα της κεράμου το σύμβολο. Ο Κωνσταντίνος απλώς κρατύνει την ορθόδοξον πίστιν, επειδή είχε την έμπνευσιν να αυτοκαταργηθεί από κύριος του κόσμου και να δεχθεί τον Συνοδικόν θεσμόν. Μια τελική κρίση, δυο λόγια του Κωνσταντίνου Παπαρηγοπούλου. Έχω κάνει μια σχετική μελέτη στον Παπαρηγόπουλο και γι' αυτό το λόγο αναφέρομαι συχνά σ' αυτόν. Λέει ο Παπαρηγόπουλος: «και αν ακόμα διέπραξε και κάποια ανομήματα ο Κωνσταντίνος, αυτό δεν οφείλεται – απλουστεύω τη γλώσσα – σε αγριότητα της ψυχής, αλλά γιατί ο ίδιος γεννήθηκε και έζησε μέσα σε καθιερωμένες από αιώνες ολέθριες έξεις και παραδόσεις. Οι προκάτοχοι και οι συνάρχοντές του, κανένα δε σεβάσθησαν θείο ή ανθρώπινο νόμο. Είναι απορίας άξιο όμως και θαυμασμού, ότι κατανικώντας τόσο μεγάλους πειρασμούς, κατόρθωσε να κατανοήσει και να ομολογήσει τις αρχές του Ευαγγελίου.» Αυτά λέει ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος.

Ευχαριστώ. 



  Το Ιστορικό του Ναού της Αναστάσεως 

Το 313 μ.Χ. ο Ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Constantinus) ή Μέγας Κωνσταντίνος σταμάτησε τους διωγμούς των Χριστιανών με το διάταγμα των Μεδιολάνων. Το 324 νίκησε τον Λικίνιο και έγινε ο μοναδικός αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στις 20 Μαΐου ξεκίνησαν οι εργασίες τις Α' Οικουμενικής Συνόδου στην Νίκαια της Βιθυνίας για την αντιμετώπιση της αίρεσης του Αρειανισμού. Στην σύνοδο συμμετείχε και ο Επίσκοπος Ιεροσολύμων (δεν είχε γίνει ακόμη Πατριαρχείο) Μακάριος. Σε κατ' ιδίαν συνομιλίες του με τον αυτοκράτορα έθεσε κάποια ζητήματα που αφορούσαν τους Αγίους Τόπους. Ένα από αυτά αφορούσε και τον ναό της Αφροδίτης που είχαν ανεγείρει οι ειδωλολάτρες στον λόφο του Γολγοθά για να αποτρέψουν τους Χριστιανούς από το προσκύνημα που πραγματοποιούσαν στο σημείο της σταυρικής θυσίας του Κυρίου. Την ίδια χρονιά η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου αγία Ελένη πραγματοποίησε ταξίδι στα Ιεροσόλυμα με σκοπό την αποκατάσταση της χριστιανικής διοίκησης και λατρείας στους τόπους που βάδισε ο Θεάνρωπος και την ανέγερση Ιερών Ναών στα σημαντικότερα σημεία της παρουσίας του.

 

 Ειδική μέριμνα απαιτούνταν για την περιοχή του Γολγοθά. Στην περιοχή είχαν γίνει επιχωματώσεις τον καιρό του αυτοκράτορα Ανδριανού και είχε στηθεί είδωλο και ναός της Αφροδίτης επί του Τάφου του Κυρίου, με σκοπό την αποτροπή των Χριστιανών από το προσκύνημα. Το πρώτο έργο της Αγίας Ελένης ήταν η ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού. Η προσπάθεια πέτυχε και ο Τίμιος Σταυρός βρέθηκε μέσα σε σπήλαιο μαζί με τους δύο άλλους των συσταυρωθέντων ληστών και τα λοιπά σύνερργα της σταυρώσεως. Το θαύμα της αναστάσεως της χήρας ξεχώρισε τον σταυρό του Χριστού. Κατόπιν αυτών ο τόπος καθαρίσθηκε και ήρθαν στην επιφάνεια τα σημεία της Σταυρώσεως, της Αποκαθηλώσεως και της Ταφής του Κυρίου. Τα υλικά που αποτελούσαν τον ναό και τα είδωλα απομακρύνθηκαν και η περιοχή καθαγιάσθηκε. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έγινε μια αρχαιολογική ανασκαφή από την Αγία Ελένη και αποκατάσταση ενός Ιερού Μνημείου. Με βασιλικά έξοδα ανεγέρθηκε για πρώτη φορά ο Ναός της Αναστάσεως. Ο Ευσέβιος Καισαρείας διασώζει στην Εκκλησιαστική Ιστορία  του επιστολή την οποία έστειλε ο Μέγας Κωνσταντίνος στον Επίσκοπο Ιεροσολύμων Μακάριο: «Νικητής Κωνσταντίνος, μέγιστος σεβαστός, Μακαρίω. Τόση μεγάλη είναι η χάρις του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, όπου δεν φαίνεται να είναι άξια του παρόντος θαύματος μηδεμία δύναμις λόγων. Επειδή και το σημείο εκείνο του αγιοτάτου δεσποτικού πάθους, όπου προ πολλού εκρύπτετο υποκάτω της γης και δεν εγνωρίζετο εις τόσας ετών περιόδους, έως ου έμελλε να αναλάμψει εις τους δικούς του θεράποντας, που ελευθερώθησαν με την αναίρεσιν και φθοράν του κοινού εχθρού πάντων, αληθώς υπερβαίνει πάντα νουν ανθρώπινον και μεγάλην έκπληξιν και θάμβος προξενείν εις τόσον, όπου, και αν όλοι της οικουμένης οι σοφοί εις εν συνελθόντες θελήσουσι να το επαινέσουν και κατ' αξίαν να το παραστήσουν, ουδέ το ελάχιστον δύνανται να ειπούσι. Τόσον πολλά υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην κατάληψιν το θαύμα τούτο, όσον τα ουράνια υπερβαίνουσι τα ανθρώπινα. Και δια τούτο λοιπόν αυτόν τον σκοπόν έχω πάντοτε και πρώτον και μόνον, ότι καθώς η αληθής πίστις δεικνύει  εαυτήν καθεκάστην με καινότερα θαύματα, κατά τον αυτόν τρόπον και αι ψυχαί πάντων ημών να σπουδάσωσι προθυμότερον εις τον άγιον νόμον με πάσαν σωφροσύνην και ομογνώμονα προθυμίαν. Όθεν και θέλω να είναι όλοι εις τούτο καταπεπεισμένοι, το οποίον υπολαμβάνω να είναι και εις όλους φανερόν, ότι περισσότερο απ' όλα φροντίζω όπως, καθώς θεία νεύσει τον ιερόν εκείνον τόπον τον ελάφρωσα από ένα βάρος, όθεν έγινεν από τας αισχροτάτας προσθήκας των ειδώλων, ούτω να τον κοσμήσωμεν με κάλλος οικοδομημάτων, επειδή και αυτός ο τόπος εξ αρχής ήτον άγιος με κρίσιν Θεού και αγιώτερος εφανερώθη, αφού έβγαλεν φως εις την πίστιν του σωτηρίου πάθους».

Στην συνέχεια της επιστολής ο Μέγας Κωνσταντίνος δίνει κάποιες οδηγίες για την κατασκευή, αφήνει, όμως, και σχετική ελευθερία στις επιλογές του Μακαρίου. Κατά τον Θεοδώρητο Κύρου κομιστής της επιστολής ήταν η Αγία Ελένη. Ο Σωκράτης στην δική του Εκκλησιαστική Ιστορία μας πληροφορεί, ότι ο ναός κτίσθηκε παρουσία της με σχέδια του αρχιτέκτονα Ζηνοβίου. Στοιχεία από τα σχέδια αυτά διατηρήθηκαν και στις μεταγενέστερες κατασκευές, όπως ο ανοικτός θόλος (Ροτόντα) υπεράνω του Παναγίου Τάφου (θεωρήθηκε ότι μόνο ο ουρανός μπορούσε να σκεπάζει τον Τάφο του Θεανθρώπου. Δόθηκε μεγάλη προσοχή στη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου. Είπαμε προηγουμένως ότι μεγάλη ποσότητα χώματος αφαιρέθηκε και ο χώρος γύρω από το σπήλαιο ισοπεδώθηκε. Να συμπληρώσουμε ότι και το ίδιο το σπήλαιο διαμορφώθηκε ανάλογα, ώστε να μπορεί να χτισθεί γύρω του το κουβούκλιο. Οι περισσότεροι των αρχαιολόγων συμφωνούν ότι ο λόφος του Γολγοθά περιλαμβάνονταν στον πρώτο ναό και μάλιστα με τη σημερινή του μορφή. Αυτό μπορούμε να ο συμπεράνουμε και από ιστορικές αναφορές, όπως οι εσωτερικές μαρτυρίες που υπάρχουν στις Κατηχήσεις (συγκεκριμένα στην ιδ')  του  Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων.

 

Οι εργασίες της οικοδόμησης ολοκληρώθηκαν το 335 μ.Χ. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 13 Σεπτεμβρίου του 336 από τους επισκόπους που συμμετείχαν στην σύνοδο της Τύρου. Ο πρώτος ναός είναι γνωστός σε μας ως Κωνσταντίνειος Βασιλική και περιγραφή του αν και ελλειπή βρίσκουμε στον Βίο του Βασιλέως Κωνσταντίνου του Ευσεβίου Καισαρείας.

 

Το 614 μ.Χ ο στρατηγός του Πέρση βασιλιά Χοσρόη Β' κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα. Ακολούθησε φοβερή καταστροφή. Πλήθος Χριστιανών σφαγιάσθηκαν από τους Πέρσες και τους συνεπικουρούντες Ιουδαίους. Πάνω από τριακόσια μοναστήρια κάηκαν. Την ίδια κατάληξη είχαν και οι εκκλησίες της πόλης, όπως η Εκκλησία της Αγίας Σιών, ο Ναός της Θεοτόκου, προσφορά του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, η εκκλησία της Αναλήψεως στο όρος των Ελαιών κ.α. Ο Ναός της Αναστάσεως έγινε επίσης στόχος του μίσους των ζωροαστρών και παραδόθηκε στις φλόγες. Αναθήματα τριακοσίων ετών εκλάπησαν. Συλλήθηκαν τα αφιερώματα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, της Αγίας Ελένης, της βασίλισσας Ευδοκίας. Ανάμεσα στα άλλα κειμήλια ήταν ο αδαμάντινος σταυρός του Θεοδοσίου Β' ,που ορθωνόταν στον Άγιο Γολγοθά, ο πολύτιμος Σταυρός, αφιέρωμα της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, το ποτήριο από όνυχα, από το οποίο πιστεύονταν ότι ήπιε ο Κύριος κατά το Μυστικό Δείπνο, το διάδημα του βασιλέως της Αιθιοπίας Ελισβάν, τα σκεύη του Ναού του Σολομώντος, τα οποία είχε αποδώσει ο Ιουστινιανός. Το πολυτιμότερο κειμήλιο που απέσπασαν ήταν ο Τίμιος Σταυρός, που βρισκόταν μέσα σε χρυσή θήκη, σφραγισμένη με την σφραγίδα του Πατραρχείου. Το γεγονός αυτό συντάραξε την Χριστιανοσύνη. Ο Τίμιος Σταυρός μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσα του περσικού κράτους μαζί με πλήθος αιχμαλώτων. Αιχμάλωτος σύρθηκε και ο Πατριάρχης Ζαχαρίας.

 

Ηγούμενος της Μονής του οσίου Θεοδοσίου ήταν την εποχή εκείνη ο Μόδεστος. Αυτός ανέλαβε να ανακουφίσει τους κατοίκους της Παλαιστίνης με την συνδρομή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος. Εξαγόρασε πλήθος αιχμαλώτων, έθρεψε τον πεινασμένο πληθυσμό, επανέφερε τους μοναχούς στις Μονές τους. Με τον μοναχό Αντίοχο ξεκίνησαν έρανο για την αποκατάσταση του Ναού της Αναστάσεως σε όλη την Ανατολή. Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, εκτός από τα χρηματικά ποσά που προσέφερε, έστειλε και χίλιους εργάτες, πρώτες ύλες, μεταφορικά ζώα κατάφορτα με τρόφιμα. Η ανοικοδόμηση του Ναού της Αναστάσεως τελείωσε το 626 μ.Χ. Δυστυχώς η άσχημη οικονομική κατάσταση της κατεστραμένης περιοχής και της αυτοκρατορίας εν γένει δεν επέτρεψε τη επαναφορά του Ναού στην πρότερη μεγαλοπρεπή του μορφή. Η ιστορία διασώζει, ότι ο πρώτος που βαπτίσθηκε στον Ναό ήταν ένας Πέρσης στρατιώτης ο μετέπειτα μεγαλομάρτυς Άγιος Αναστάσιος ο Πέρσης. Εν συνεχεία ο αυτοκράτορας Ηράκλειος κατατρόπωσε τους Πέρσες και τους ανάγκασε να απελευθερώσουν τους αιχμαλώτους και τον Πατριάρχη Ζαχαρία. Παρέλαβε ο ίδιος τον Τίμιο Σταυρό και τον έφερε πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στην Ιερουσαλήμ το 630 μ.Χ. Η Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού έγινε στις 14 Σεπτεμβρίου και έκτοτε τιμάται η ανάμνησις του γεγονότος κάθε χρόνο. Ο Ηράκλειος προσέφερε μεγάλα ποσά για την αποκατάσταση των μνημείων και φορολογική ατέλεια στην περιοχή για την ανακούφιση του λαού. Ο καινούργιος Ναός ήταν σε βυζαντινό ρυθμό πιο λιτός, όπως ήδη είπαμε. Την περιγραφή αυτού του Ναού βρίσκουμε στην περιήγηση του Αρκούλφου που γράφηκε το 680 μ.Χ.

 

Το 637 μ.Χ. ο χαλίφης Ομάρ έγινε κύριος της Ιερουσαλήμ. Μετά από συνεννοήσεις με τον Πατριάρχη Σοφρώνιο, εξέδωσε διάταγμα (Αχτιναμέ) με το οποίο εξασφάλισε την κυριαρχία των Ρωμαίων επί των Αγίων Τόπων και ρύθμιζε τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των Χριστιανών. Το κείμενο του Αχτιναμέ είναι το εξής: «...  Το παρόν είναι γράμμα εμού του Ομάρ, υιού Χαττάπ, και εδόθη τω σεβασμίω και εντίμω Πατριάρχη του βασιλικού έθνους (σ.σ. δηλ. των Ρωμαίων) Σωφρονίω εν τω όρει των Ελαιών, τω ιερώ τόπω της Ιερουσαλήμ, ως συνθήκη και υπόσχεσις, αποβλέπουσα τους υπηκόους ιερείς και καλογήρους και καλογραίας, ένθα ήθελον είναι, και όπου ήθελον ευρίσκεσθαι. Ίνα έχωσιν ασφάλειαν (όταν ο υποτελής φυλάττει τα της υποτέλειας καθήκοντα, πρέπει να έχει ασφάλειαν και προστασία παρά τε ημών των πιστών, και των παρά των μεθ' ημάς ηγεμονευσάντων), και ίνα αρθώσιν απ' αυτών τα αίτια των ενοχλήσεών των κατά την ην έδειξαν υποταγήν και ευπείθειαν˙ και ίνα έχωσιν ασφάλειαν αυτοί τε και αι εκκλησίαι των και τα μοναστήριά των, και πάντα τα υπό την κυριότητά των λοιπά προσκυνήματα τα εντός και εκτός όντα, ήτοι είναι ο Καμαμές (σ.σ. ο Ναός της Αναστάσεως), και η εν Βηθλεέμ μεγάλη εκκλησία της γεννήσεως του Ιησού, (εφ' ω είη ειρήνη) και το σπήλαιον το έχον τρεις θύρας, μεσημβρινήν, αρκτικήν και δυτικήν˙ και ίνα έχωσιν ασφάλειαν τα εκεί ευρισκόμενα χριστιανικά έθνη, ήτοι οι Ίβηρες και Αβυσσηνοί και οι χάριν προσκυνήσεως ερχόμενοι Φράγκοι, Κόπται, Συριάνοι, Αρμένιοι, Νεστοριανοί, Ιακωβίται και Μαρωνίται, οι υπαγόμενοι εις τον ρηθέντα Πατριάρχην, και αυτός να είναι πρωτεύων επ' αυτών˙ διότι (το βασιλικόν έθνος) έλαβεν χάριν παρά του τιμίου και αγαπητού προφήτου (σ.σ. δηλ. του Μωάμεθ) του απεσταλμένου του θεού (σ.σ. δηλ του αλλάχ), και ετιμήθησαν τη σφραγίδι της τιμίας αυτού χειρός, και επρόσταξεν να έχωσιν εύνοιαν και ασφάλειαν˙ ούτω και οι πιστοί ευεργετούμεν αυτούς προς τιμήν του ευεργετήσαντος αυτούς. Και έσονται ελεύθεροι από το χαράτζι, το καφάρι και από τους φόρους, και απηλλαγμένοι από τας επηρείας εν τε τη ξηρά και εν ταις θαλάσσαις. Επερχόμενοι δε εις τον Καμαμέ και εις τα λοιπά των προσκυνήματα να μη πληρώνουν ουδέν˙ όσοι δε εκ των Χριστιανών προσέρχονται εις τον Καμαμέ χάριν προσκυνήσεως να δίδει έκαστος αυτών εις τον Πατριάρχην εν δράμιν ασημίου και εν τρίτον του δραμίου. Πας λοιπόν πιστός και πάσα πιστή θέλει φυλάττει όσα επροστάξαμεν, ή βασιλεύς ήθελε είναι, ή κριτής, ή ηγεμών εξουσίαν έχων επί της γης, πλούσιος ή πένης από τους μωαμεθανούς πιστούς και πιστάς.» Ακολουθούν οι μαρτυρίες των παρισταμένων επισήμων Αράβων, που επικυρώνουν το έγγραφο και οδηγίες για την χρήση του.

 

Το παραπάνω έγγραφο εγγυόταν την ασφάλεια των Χριστιανών κατοίκων και προσκυνητών των Αγίων Τόπων και των προσκυνημάτων. Άλλα διατάγματα των μετέπειτα χαλίφων καθόριζαν λεπτομέρειες του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Το 813 μ.Χ. επί χαλιφείας του αλ-Μαμούν, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θωμάς ξεκίνησε εργασίες επισκευής του τρούλου. Την απαιτούμενη δαπάνη πλήρωσε κάποιος πλούσιος εξ Αιγύπτου με το όνομα Βοκάμ. Η αναγκαία ξυλεία μεταφέρθηκε από την Κύπρο και οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 814. Στο μέσο του τρούλου ο Πατριάρχης ανήγειρε άλλο μικρό τρουλίσκο ύψους περίπου όσο το ανάστημα ενός ανθρώπου, ώστε να εμποδίσει τα όμβρια ύδατα να εισέρχονται. Κάποιος μωαμεθανός με το όνομα Οβεηδουλλάχ (το δευτερο συνθετικό Dawlah δείχνει ότι ήταν κάποιος επίσημος) έκανε αγωγή στον Πατριάρχη και τον κατηγορούσε για τις προσθήκες που έκανε και έτσι ξεπερνούσε ο Ναός της Αναστάσεως το τέμενος του Ομάρ. Κάλεσε τον Πατριάρχη και άλλους προκρίτους των Χριστιανών και τους έκλεισε στη φυλακή μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Τότε προσήλθε στον έγκλειστο Πατριάρχη Θωμά ένας μουσουλμάνος και του έδωσε οδηγίες για τον χειρισμό της υπεράσπισής του. Του πρότεινε δηλαδή, όταν θα εξετάζονται οι μάρτυρες να τους ρωτήσει για το προηγούμενο και το τωρινό ύψος του τρούλου. Πράγματι κατά την ακρόαση από τον Οβεηδουλλάχ ο Πατριάρχης ρώτησε τους μάρτυρες για το ύψος του τρούλου. Αυτοί επειδή δεν γνώριζαν έφυγαν ντροπιασμένοι. Ο Πατριάρχης και οι λοιποί ελευθερώθηκαν και ο μουσουλμάνος που τους βοήθησε, ανταμείφθηκε  πλουσιοπάροχα.

 

Οι σχέσεις των Χριστιανών της Ιερουσαλήμ και των μουσουλμάνων επικυρίαρχων ακολουθούσαν τις εξελίξεις των σχέσεων του Χαλιφάτου με την αυτοκρατορία. Έτσι το 969 μ.Χ. εξαγριωμένο πλήθος μωαμεθανών εισέβαλε στο Ναό της Αναστάσεως και τον εσύλησε, ως αντίποινα για την κατάληψη της Αντιόχειας από των στρατό του Νικηφόρου Β' Φωκά. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιωάννης ο Δ' βρήκε μαρτυρικό στην πυρά θάνατο.

 

Το 995 μ.Χ ανήλθε στον θρόνο της Αιγύπτου ο Χακέμ ιμπν Αμριλλάχ. Αυτός καταγόταν από μητέρα Χριστιανή. Η ιστορία τον θυμάται ως άστατο και αδίστακτο τύραννο. Η γνώμη του δεν παρέμενε σταθερή επί ζητήματος για πολύ καιρό και αυτό είχε επιπτώσεις στην  πολιτική του, ιδίως την θρησκευτική. Κατεδίωκε τους Χριστιανούς με περισσότερο φανατισμό από τους προκατόχους του, διότι δεν ήθελε να αφήσει ίχνος επήρειας από την εκ μητρός καταγωγή του. Το αποκορύφωμα του μίσους του εναντίον των Χριστιανών υπήρξε η καταστροφή του ναού της Αναστάσεως το 1010 μ.Χ. Φημολογείται ότι άνθρωπός του έριξε στο τζαμί της Ιερουσαλήμ το πτώμα ενός σκύλου κατά τη διάρκεια της νύχτας. Την επομένη οι μωαμεθανοί που ανακάλυψαν την βεβήλωση του τεμένους τους εξεμάνησαν εναντίον των Χριστιανών της πόλης. Τότε ο Χακέμ εξέδωσε διάταγμα για την καταστροφή του Ναού. Το εξαγριωμένο πλήθος κατευθύνθηκε στο ιερό προσκύνημα και το κατέστρεψε ολοσχερώς. Συγκέντρωσαν μετά ξύλα και πυρπόλησαν τα ερείπια. Μόνος ο Γολγοθάς έστεκε εις μαρτύριον της ιερότητας του τόπου. Σαν να μην έφθανε η καταστροφή, οι φανατισμένοι μουσουλμάνοι συνέλαβαν τον Πατριάρχη, εξόρυξαν τους οφθαλμούς του και τον έστειλαν σιδηροδέσμιο στο Κάϊρο.

 

Η δεύτερη αυτή καταστροφή του Ναού της Αναστάσεως προκάλεσε αλγεινή εντύπωση σε όλο τον χριστιανικό κόσμο. Σε μια από τις πολλές μεταστροφές της γνώμης του ο Χακέμ επέτρεψε την ανοικοδόμηση του, αλλά κανείς δεν ετόλμησε να πράξει κάτι, στην διάρκεια της τυραννίας του. Το 1028, μετά τον θάνατο του Χακέμ ανέβηκε στον θρόνο της Αιγύπτου ο γιος του Δαρέχ. Την εποχή εκείνη αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ρωμανός Γ' ο Αργυρός. Αυτός ήρθε σε συνεννόηση με το Δαρέχ, ο οποίος επέτρεψε την ανοικοδόμηση. Ο Ρωμανός προς επίτευξη του σκοπού αυτού, έστειλε χρήματα, υλικά και κτίστες, για να ξεκινήσουν το έργο. Οι διάδοχοί του Μιχαήλ ο Παφλαγών και Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος συνέχισαν τις εργασίες με τις προσφορές τους. Μετά την εκδίωξη του Δαρέχ από τον χαλίφη της Βαγδάτης Μουστάνζαρ, αντηλλάγησαν αντιπροσωπίες με την Κωνσταντινούπολη. Ένα από τα θέματα της «αντζέντας» ήταν η απελευθέρωση 5000 μουσουλμάνων, αιχμαλώτων των Ρωμαίων, οι οποίοι θα βοηθούσαν στην αποπεράτωση. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος συμφώνησε και πέντε χιλιάδες μωαμεθανοί έφθασαν στην Ιερουσαλήμ και συνέβαλαν στην ολοκλήρωση των εργασιών. Ο νέος Ναός  της Αναστάσεως ήταν έτοιμος το 1048 μ.Χ.

 

Το 1099 μ.Χ. οι Σταυροφόροι έφθασαν μπροστά στα τείχη της Ιερουσαλήμ. Νέες προτάσεις για καταστροφή του Ναού από τους μουσουλμάνους απορρίφθηκαν την τελευταία στιγμή ως ατελέσφορες. Στις 16 Ιουλίου του ίδιου έτους η Ιερουσαλήμ πέρασε στα χέρια των Φράγκων και του αρχηγού τους Γεδεφρείδου. Η παρουσία τους εκεί διήρκεσε 88 έτη. Στα χρόνια αυτά οι Λατίνοι σεβάσθηκαν το οικοδόμημα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και δεν επέφεραν αλλαγές ή τροποποιήσεις στην κατασκευή. Περιορίσθηκαν σε επισκευές επί Πατριαρχείας του Λατίνου Αλμέρικου, για τις οποίες συνεισέφερε και ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός.

 

Το 1187 μ.Χ. ο Σαλαντίν εξεδίωξε τους σταυροφόρους και έγινε κύριος της Ιερουσαλήμ. Μαζί με τους ιππότες έφυγαν και οι Λατίνοι κληρικοί από την Αγία Πόλη. Ο Σαλαντίν προέβη σε αντίποινα, μέρος των οποίων είχαν να κάνουν και με τον Ναό της Αναστάσεως. Σφράγισε όλες τις πύλες του Ναού, εκτός από μία, και έκλεισε τα παράθυρα του τρούλου του Καθολικού. Κατέβασε τον σταυρό που στόλιζε τον τρούλο και τον περιέφερε χλευαστικά στους δρόμους της πόλης. Οι ζημιές θα είχαν λάβει μεγαλύτερη διάσταση, εάν η Βυζαντινή διπλωματία, δεν απέδιδε. Ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Άγγελος εξευμένισε τον Κούρδο Σουλτάνο. Ο Σαλαντίν τότε εξέδωσε διάταγμα, δια του οποίου η κυριότητα του Ναού και των άλλων προσκυνημάτων επανερχόταν στους νόμιμους κατόχους τους, τους Ρωμηούς. Το διάταγμα χάραξε σε πλάκες και αυτές αναρτήθηκαν παραπλεύρως της πύλης. Το κείμενο του διατάγματος είχε ούτως: «Εγώ ο Σιλάχ εδ-διν Σουλτάνος της Αιγύπτου και των σαντζακίων αυτής, της Παλαιστίνης, της Ιερουσαλήμ, της Ναπλούς και της Δαμασκού και των παρεπομένων αυτή σαντζακίων, προστάσω, ίνα οι Καλόγηροι του βασιλικού έθνους των Ρωμαίων και οι Ιερείς αυτών και αι Καλόγραιαι, ομοίως και οι εις προσκύνησιν του ναού του Καμαμέ ερχόμενοι Γκιουρτζήδες και Κόπται και Χαμπέσιοι μη πληρώνωσιν μήτε χαράτζι, μήτε Καφάρι, μητε άλλο τι δόσιμον, αλλά να είναι ασίδοτοι. Έτι πρόστασσω ότι ο Πατριάρχης των Ρωμαίων, όπου έχει εδώ η Ιερουσαλήμ, να ορίζη όλα τα γένη των Ναζωραίων, όσοι δηλαδή έρχονται εδώ, Αρμένιοι, Κόπται, Συριάνοι, Ναστουρίδες (σ.σ. Νεστόριοι) και Φράγκοι και όσα άλλα έθνη είναι Ναζωραίοι. Τον Καμαμέ αυτός να τον ορίζη ˙ και εις τον λεγόμενον Τάφον του Ιησού αυτός να εμβαίνη και να λαμβάνη το φως από εκεί και να το δίδη εις όλους τους Ναζωραίους. Και ο Καμαμές να ήναι εις το εξής απείρακτος, και κανείς από τους μουσουλμάνους να μην τολμήση να τον κάμη τζαμί, και οι Ναζωραίοι να εμβαίνωσιν ακωλύτως εις αυτόν. Ούτω προστάσσω και κανείς από τους μουσουλμάνους να μην τολμήση να παραβή την προσταγή μου».

 

Έκτοτε και μέχρι το 1229 μ.Χ. κύριοι του Ναου παραμένουν οι Ορθόδοξοι. Το 1229 ο Κάιζερ των Γερμανών Φρειδερίκος Β' Μπαρμπαρόσσα εκστράτευσε στην Παλαιστίνη και έγινε κύριος της Ιεροσαλήμ. Επανήλθε, λοιπόν, ο λατινικός κλήρος και οι Ορθόδοξοι αποκλείστηκαν από τα δικαιώματά τους μέχρι το 1244. Στο διάστημα αυτό υπέφεραν τα πάνδεινα. Το 1244 ο Σουλτάνος της Αιγύπτου Σάλεχ Εγιούπ ανακατέλαβε τους Αγίους Τόπους και αποκατέστησε την κυριαρχία των Ορθοδόξων επί των προσκυνημάτων παραδίδοντας τα κλειδιά του Ναού της Αναστάσεως στον Ρωμηό Πατριάρχη. Το 1390 μ.Χ. κατόπιν συμφωνίας με τον αυτοκράτορα της Ρωμανίας Ιωάννη Καντακουζηνό ο Ναός επισκευάζεται.

 

Στα τέλη του 14ου και αρχές του 15ου αι. το μεγαλύτερο μέρος του Ισλάμ καταστρέφεται από τους Μογγόλους. Μοναδική ισχυρή δυναστεία παραμένει αυτή των Μαμελούκων της Αιγύπτου. Αυτοί, λόγω συμβίωσης με τους Κόπτες της Αιγύπτου, τους παραδίδουν προσκυνήματα, όπως ο ναος της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού. Επίσης τους δίδεται τόπος στα ΒΑ του νάρθηκα του Ναού για χρήση ως ενδιαίτημα. Αυτή η κίνηση άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Σταδιακά και άλλα τμήματα παραχωρούνται στους αιρετικούς. Έλαβαν το παρεκκλήσιο του διαμερισμού των ενδυμάτων του Χριστού και τόπο όπισθεν του Κουβουκλίου για να ιερουργούν. Επίσης δύο κάμαρες κάτω από τα κατηχούμενα. Οι Μαρωνίτες πήραν το παρεκκλήσιο της Μαστιγώσεως και το «Μη μου άπτου». Οι Αρμένιοι μέρος των Κατηχουμένων και τον τόπο επί του οποίου στεκόταν η Θεοτόκος με τον Ιωάννη. Μετά την άλωση της Πόλης και της επισυμβάσης έλλειψης πολιτικής προστασίας των Ορθοδόξων, οι αιρετικοί ξεθαρεύοντας απαίτησαν και τα κλειδιά του Ναού. Αυτό η κατάσταση κράτησε μέχρι το 1517 μ.Χ. , ημερομηνία κατά την οποία ο Οθωμανός Σουλτάνος εισήλθε στην Αγία Πόλη. Με την αλλαγή αυτή, ο Ορθόδοξος Πατριάρχης Δωρόθεος προσήλθε στον νέο κυρίαρχο, του παρουσίασε τα διατάγματα των προκατόχων του και ζήτησε την αποκατάσταση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Ο Σελήμ εξέδωσε χαττί σερίφ που είχε ως εξής: «... ο ουν Πατριάρχης των Ρωμαίων, ελθών μετά των λοιπών Καλογήρων και υποτελών, εξητήσατο ίνα τας εντός και εκτός της Ιερουσαλήμ κειμένας εκκλησίας και Μοναστήρια και Προσκυνήματα έχωσιν και πάλιν, καθώς και απαρχής, υπό την κυριότητά και χρήσιν των, κατά τον ιερόν Ακτναμέν του Ομέρ και κατά τους Ορισμούς των πρπαρελθόντων Βασιλέων. Επρόσταξα γουν και εγώ με τον παρόντα μου Ορισμόν ίνα εξουσιάζει το αντίκρυ της Πύλης του Καμαμέ κατά μεσημβρίαν κείμενον μουγτεσέλ (την Αγίαν Αποκαθήλωσιν) με τα αρχαία δύο μανουάλια και τας κανδήλας, τα άνω και κάτω των τεσσάρων καμαρών των κειμένων επί του τόπου του λεγομένου Γολγοθά, του τη Πατριαρχεία υποκειμένου, τα άνω και κάτω των επτά καμαρών των κειμένων επί του τόπου του λεγομένου της Δεσποίνης Μαρίας, το μέσον της Μεγάλης Εκκλησίας (το σημερινό Καθολικό), τον Τάφον και τον κουμπέν με όλα τα Προσκυνήματα, τας εκτός του Καμαμέ εν τη αυλή κειμένας τρεις Εκκλησίας, την αντίκρυ τούτων εκκλησία του Αγίου Ιωάννου, την εν τοις Πατριαρχείοις εκκλησίαν της Ελένης λεγομένην, και την Αγίαν Θέκλαν, την Σεϊδανάγιαν, το Μοναστήριον του Αγίου Ευθυμίου, της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Μιχαήλ του Αρχαγγέλου, του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου μετά του κήπου, του Αγίου Βασιλείου, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Δημητρίου, της Δεσποίνης Μαρίας, έτερον Μοναστήριον του Αγίου Ιωάννου, και ετέραν εκκλησίαν του αυτού, τον Άγιον Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου των Γκιουρτζήδων, το Μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου, το εκτός Ιερουσαλήμ μνημείον της Δεσποίνης Μαριάμ, την Αγίαν Σιών, την φυλακήν του Ιησού, το οσπήτιον του Άννα, τα εις τον Κάμπον μνημεία, το Μοναστήριον του Σταυρού των Γκιουρτζήδων, το του Αγίου Συμεών (σημερινό Καταμόνας), το του Αγίου Ηλιού με τους ελαιώνας και αμπελώνας, το του Αγίου Σάββα, το του Αγίου Γεωργίου το εν τη κώμη Πεϊτουζάλλα κείμενον, το εν Βηθλεέμ σπήλαιον της γεννήσεως του Ιησού, και τα κλειδιά των δύο θυρών των προς άρκτον και μεσημβρίαν και τα πέριξ δύο κομμάτια των κήπων, και τον ελαιώνα και τα μνημεά των, κι τα εις τα λοιπά χωρία όντα Μοναστήρια και εκκλησίας των, και τους τω Πατριάρχη υποκειμένους Γκιουρτζήδες, Χαμπεσίους και Σέρβους, και όλα τα αφιερώματά των, και τους Μητροπολίτας και Καλογήρους και ίνα παρλαμβάνη τα κατάλοιπα των αποθανόντων Μητροπολιτών και Επισκόπων και καλογήρων, και ίνα εις την πόρταν της Ιερουσαλήμ, και εις το Ζεμζεμ σουγιού λεγόμενον νερόν, και εις το Αράπ καφαρί, και εις τας σκάλας μη πληρώνη κουμέρκια, και μπάτζι, μήτε όταν κάμωσι κέσφια, και ίνα ώσιν ελεύθεροι διόλου από όλα τα βίαια δοσίματα, και ίνα μην ενοχλώνται από κανένα άλλο έθνος κατά τον παρόντα μου ιερόν Ορισμόν, αλλά από πασών των φυλών ο Πατριάρχης των Ρωμαίων να πρωτεύη. Κατά τον Ακτιναμέν λοιπόν του Ομέρ Χαττέπ, και κατά τους Ορισμούς των παρελθόντων Βασιλέων, ούτω δέδωκα καγώ και με τον παρόντα μου ιερόν Ορισμός επρόσταξα ίνα γίνηται η ενέργεια ον τρόπν είρηται. Εάν δε μετά την σήμερον ή οι βασιλεύοντες, ή οι υπέρτιμοι Βεζυράδες, ή οι Ουλεμάδες, ή Σουλεχάδες, ή Καδήδες, ή Βοεμβάδες, ή Πεϊτουλμάλιδες και Κασέμιδες, ή Σουπασάδες, ή Ζαΐμιδες και τιμάρ σαχαπίδες, ή Μουτεφερρικάδες και Τζαουσάδες, ή Σιπαχήδες και Γενίτσαρι, ή οι λοιποί απλώς υπηρέται και δούλοι της αυλής μου θελήσωσι να αντρέψωσι τον παρόντα ορισμόν οι τοιούτοι, όποιοι και αν ώσιν, έστωσαν υπεύθυνοι εις την οργήν και τα κολαστήρια του Υψίστου Θεού Εώντες δε εις χείρας των τον Ιερόν μου Ορισμόν να δείξωσιν ευπείθειαν».

 

Στα τρία χρόνια ανεφύη ζήτημα μεταξύ των ετεροδόξων και του Πατριαρχείου για την κατοχή των κλειδιών. Ο Σελήμ είχε πεθάνει και την εξουσία είχε ο γιος του Σουλεϊμάν. Αυτός αποφάσισε, όπως τα κλειδιά κατέχουν οι Μουσουλμάνοι φύλακες του Ναού, κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα. Το 1537 μ.Χ. έγινε ειρήνη μεταξύ Ευρωπαίων και Οθωμανών. Με την ευκαιρία αυτή κατέφθασαν μερικοί Φραγκισκανοί. Αυτοί είχαν εξαγοράσει τους Μαρωνίτες που έφθιναν. Σταδιακά τους εκλατίνισαν και κατέλαβαν τα μέρη τους. Έτσι διείσδυσαν οι Φράγκοι σε μερικά προσκυνήματα. Έκτοτε δημιουργούσαν προσκόμματα και καταστάσεις στους Αγίους Τόπους προσπαθόντας, άλλοτε με δόλο και άλλοτε με «άσπρα»  να καταλάβουν ότι μπορούσαν. Επί μακρόν ματαίωναν με τις προσπάθειές τους τις αναγκαίες επισκευές του Ναού. Τελικά το 1720, επί Πατριαρχείας του Χρύσανθου και μετά από πολλές διαβουλεύσεις, συναποφασίσθηκε να επισκευασθεί ο Ναός. Κάθε έθνος θα επισκεύαζε ιδίοις αναλώμασι τους οικείους τόπους, εκτός του Κουβουκλίου. Αυτό αφέθηκε ως είχε.

 

Νέα καταστροφή συνέβη το 1808. Κάποιος Αρμένιος κανδηλανάπτης, μεθυσμένος καθώς ήταν, κόλλησε αναμένα κεριά στο τέμπλο του αρμένικου παρεκκλησίου, αντί να τα βάλει στα μπρούτζινα κηροπήγια. Στην συνέχεια αποκοιμήθηκε. Σύντομα το τέμπλο άρπαξε φωτιά, την οποία πρώτοι αντιλήφθηκαν οι γείτονες Φραγκισκανοί. Αυτοί ξύπνησαν τους Αγιοταφίτες και μαζί προσπάθησαν να την σβήσουν. Η φωτιά εξαπλώθηκε στον Γυναικωνίτη και από κει στον τρούλλο. Παρά τις σύντονες προσπάθειες Ρωμηών, Φράγκων, Αρμενίων, Κοπτών και Σύρων η κατάσβεση της πυρκαγιάς δεν κατέστη εφικτή. Από την βιβλική αυτή καταστροφή σώθηκε μόνο ο Τάφος του Κυρίου. Ούτε οι κανδήλες του δεν έσβησαν από τον καπνό, ούτε οι ξύλινες θύρες του Κουβουκλίου δεν πειράχθηκαν. Αυτές, ως μάρτυρες του θαύματος, μεταφέρθηκαν κατά την ανακαίνιση στο Συνοδικό της Αγιοταφικής αδελφότητας. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Πολύκαρπος ενδιέτριβε τον καιρό εκείνο στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις του ανήγγειλαν την είδηση της καταστροφής του Ναού εστράφη στον Οικουμενικό Πατριάρχη Καλλίνικου για βοήθεια, ο οποίος ανέλαβε τον αγώνα της ανέγερσης νέου περικαλλούς οικοδομήματος. Αμέσως εκδόθηκαν συνοδικές επιστολές και εγκύκλιοι προς όλους τους Αρχιερείς του Θρόνου. Επίσης συντάχθηκε αναφορά προς τον Σουλτάνο Μαχμούτ για την έκδοση της σχετικής απόφασης- άδειας. Μετά την έκδοσή της προσήλθε και ο βασιλικός Αρχιτέκτων Κομνηνός ο Μιτυληναίος αυτόκλητα και ανέλαβε τις εργασίες, που ξεκίνησαν την άνοιξη του 1809. Παρά τις δυσκολίες που προέβαλαν ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι ο Ναός ανακαινίσθηκε και οι εργασίες περατώθηκαν. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν την 13η Σεπτεμβρίου του 1810 μ.Χ. Μέρος των εργασιών ματαιώθηκε εξαιτίας ενεργειών της γαλλικής κυβέρνησης. Τα μέρη που ανήκαν στους αιρετικούς αποδόθηκαν ανακαινισθέντα από τους Ορθοδόξους. Παρόλα αυτά η επόμενη εικοσαετία πέρασε με έριδες και διαφωνίες ιδιοκτησιακής φύσεως. Το 1834 μ.Χ. ανοίχθηκαν τα παράθυρα του τρούλου που παρέμεναν σφραγισμένα από την εποχή του Σαλαντίν. Τότε επικυρίαρχος ήταν ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ Πασάς, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της αποπνικτικής κατάστασης που δημιουργήθηκε το Μ. Σάββατο με τον θάνατο από ασφυξία πλήθους προσκυνητών.

 

Νέες επισκευές έχρηζε το οικοδόμημα στα μέσα το 1842. Τότε οι ημέτεροι κατόρθωσαν και πήραν την άδεια από τον Σουλτάνο Αβδούλ Μετζήτ. Το σχετικό διάταγμα τελικά παρέμεινε κενό γράμμα διότι για άλλη μια φορά η γαλλική κυβέρνηση κατάφερε να το ματαιώσει. Με το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου, Ρωσία, Γαλλία και Τουρκία αποφάσισαν την από κοινού επισκευή του Ναού, χωρίς αλλαγή του ιδιοκτησιακού status quo. Οι εργασίες ξεκίνησαν στις 2 Ιανουαρίου του 1867 και κράτησαν δύο έτη.

 

       Αυτό είναι το ιστορικό του Ναού της Αναστάσεως μέχρι τον ΙΘ' σε γενικές γραμμές

 
 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • 1) Ιωαννίδου, Βενιαμίν, Προσκυνητάριον της Αγίας Γης, Ιεροσόλυμα 1877 (1η έκδ) Θες/νίκη 2004 (2η έκδ).
  • 2) Ζερβάκου, Φιλοθέου, Ηγουμένου της εν Πάρω Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας, Προσκύμα εις Παλαιστίνην και Σινά, Αθήνα 19744.
  • 3) Καπενέκα, Ιακώβου, Αρχιεπισκόπου Διοκαισαρείας, Οι Άγιοι Τόποι της Παλαιστίνης και το τάγμα των Αγιοταφιτών, (ανάτυπο εκ της Νέας Σιών) Ιεροσόλυμα 1982.
  • 4) Κατσαρού, Τρύφωνος, Ιερομονάχου, Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, Αθήνα 1997.
 
 

   © 2009 www.impantokratoros.gr
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μή εμπορικούς σκοπούς,
με  βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή: www.impantokratoros.gr



Print-icon 


Εγγραφή στο κανάλι μας στο Viber
Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης