Ιωάννης Δ. Πελίτης
Θεολόγος τ. Λυκειάρχης

Κάθε ζωντανός-κι αυτός που «επαναστατεί» γιατί δεν ξέρει ότι ερωτήθηκε πριν γεννηθεί –με κάθε ανάσα του αντιστέκεται στον θάνατο, δείχνει έτσι την αδιάκοπη επιθυμία του για ζωή και επαληθεύει ως ιδίωμα της πρώτης φύσης του ανθρώπου  την αθανασία.  Δείχνει ακόμη εχθρό του την θνητότητα συνέπεια αυτοεξορίας του απ’την αυτοζωή που θέλησε ο ίδιος να εξορίσει από τη ζωή του.  Ν’ ανταποδώσει, δηλαδή, στον Θεό, που εκ του μη όντος τον κάλεσε στην ύπαρξη, ανυπαρξία.  Καταργώντας Τον ως θέλημα, τον αναπλήρωσε με δικό του.  « Έσεσθε ως Θεοί» η παγίδα του αρχέκακου, γνώση απόλυτη, να καταλάβει τον Θεό ο νους, για να ανακηρυχθεί θεός του Θεού, αφού χωράει και τον Αχώρητο- τον Άκτιστο ένα κτίσμα και όχι ολόκληρο.  Για να τελειώσει έτσι εκείνον που δεν έχει αρχή, τον μόνο Αυτοαίτιο. Τέλος στον Άναρχο, αποκλειστική εγγύηση ατελευτησίας του ανθρώπου, ακρότητα παραφροσύνης, μέσα στον παράδεισο και πριν ο θάνατος γίνει θνητός.  Προτού ακόμη η «γνώση» του γευτεί το «πονηρόν» (το γεμάτο πόνο) που είναι ο θάνατος για τον φύσει αθάνατο. Δεν τον είχαν δει νεκρό για να αισθανθούν την προειδοποιημένη τραγωδία που συνεπαγόταν η αυθαιρεσία τους.  Και επειδή άλλος εισήγαγε στον κόσμο τη φθορά, τους κράτησε η μετάνοια τους από αμετάκλητη καταστροφή, ως την Ανάσταση, που αποκατέστησε τη συνύπαρξη του ανθρώπου με τη φύση σε σχέση αγιαστική.  

Κάθε βαβέλ, προσωπική ή συλλογική, που ακολουθεί από τότε, είναι επανάληψη του προπατορικού, απόπειρα του ξιπασμένου να φανεί υπέρτερος και του θεού, με υπαγόρευσή του απ’αρχής ανθρωποκτόνου, που φυτεύει αδιάκοπα ίδια την μανία να «καταλάβει» (κατακτήσει) ο νους –και πεπτωκώς, μάλιστα τώρα- τον φύσει Ακατάληπτο.  Με όργανο τον αυτονομημένο απ΄την καρδιά ψυχρό νου, να επιχειρήσει γνώση, αντί να ανοιχτεί σε εγκάρδια γνωριμία.  Ώσπου αυτή η διαστροφή θεσπίστηκε ως θεμέλιο «πολιτισμού» με την αρχή του «αλάθητου», συνέπεια στο δόγμα «όλα εξηγούνται»- και ο Θεός.  Να θεώσουμε τον άνθρωπο ή να ανθρωπίσουμε τον Θεό, το ψευδοδίλλημα.  Αυτοθεοποίηση, πάλι η απάντηση.  Στο άλλο βήμα, ο Θεός ανύπαρκτος ή άχρηστος μακρυά απ’  τον κόσμο.  Ο άνθρωπος εκπίπτει από πρόσωπο σε άτομο, κλεισμένο ασφυκτικά στο εγώ του, βιολογική μονάδα απρόσωπου μηχανισμού επιβίωσης που αδυνατεί να ανοιχτεί σε κοινωνία.  

Για να’ ναι αδέσποτο το άψυχο σύμπαν, άβουλο στη βουλιμία του για δόξα, κέρδος και εξουσία (ώστε να φαίνεται θεός), κήρυξε τον πανταχού Παρόντα απόντα από παντού, τρέποντας έτσι τον εαυτό του σε απόλυτη απουσία- απόντα από τον Πανταχού.  Μάταια θα πασχίζει στο εξής ο ξεπεσμένος σε υπερηφάνεια να ξεδιψάσει σε παραδείσους φτιαχτούς μες τη φθορά.  Πρόοδος κηρύχθηκε η αλλαγή φθοράς του παλαιού -με νέο φθαρτό- αντί η προαγωγή σε αφθαρτισμό, ξεδίψασμα με ζωή που δεν τελειώνει.

Πόσο ακατάληπτος ο άνθρωπος, το ήξεραν οι αποφατικοί από αιώνες.  Πόσο ανεξήγητος ο κόσμος, φάνηκε απ’ την εξέλιξη των θεοποιημένων από άθεους επιστημών.  Η ψευτοπαντογνωσία του ανθρώπινου αυτοειδώλου άρχισε να κλονίζεται κυρίως όταν ο Heisenberg  διατύπωσε στην αρχή της απροσδιοριστίας ̇ η εξέλιξη ενός ηλεκτρονίου δεν είναι, όχι προδιαγράψιμη αλλά ούτε καν προβλέψιμη.  Αργότερα  η διαπίστωση ότι η ισορροπία στο σύμπαν δεν είναι στατική (αποτέλεσμα αμετάβλητων νόμων), αλλά δυναμική- κάποιος την πραγματοποιεί διαρκώς.  Ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος με δώδεκα δισεκατομμύρια νευρόνια πραγματοποιεί εκατό είκοσι τρισεκατομμύρια συνδέσεις.  Ο υπολογισμός της διαμέτρου του σύμπαντος σε δεκαπέντε δισεκατομμύρια έτη φωτός.  Κι αφού το κτίσμα Άκτιστος (άναρχος) δεν γίνεται, πόσο εφικτή η αντιγραφή του κτίστη σ’ ένα, έστω, απ’ τα αναφερόμενα πεδία όταν και ένα σπίρτο χρειάζεται τόσες διάνοιες και εργάτες για να φτάσει σ’ ένα προορισμό;

Κλεισμένος στο αδιέξοδο και την ανασφάλεια του θνητού εγώ του ο «ορθολογιστής», δεν φαίνεται να αναγνωρίζει ότι απέτυχε να οικοδομήσει έναν επίγειο παράδεισο, ενάντια στον «ουράνιο», με θεό τον εαυτό του.  Η ρομαντική, η πρωτοσοσιαλιστική, η εμπορική ή η φυσιολατρική στάση στο πρόβλημα δεν τον έπεισαν να παραιτηθεί από την κατακτητική του τάση απέναντι στη φύση.  Ούτε βέβαια οι σχολαστικοί που απορρίπτουν ολοκληρωτικά μαζί με όποιους μιμητές τους που, ακατάρτιστοι, ατάλαντοι και στερημένοι από έμπνευση εκτρέπονται σε ανούσιους ρητορισμούς παράφωνους στην απαράμιλλη έκφραση και σοφία των θεόπνευστων κειμένων και στο κλίμα τους, εμφανώς κενές από θεϊκή ζωή.  Υπήρχε μήπως πιθανότητα ο επίδοξος κατακτητής του κόσμου να θελήσει να αφουγκραστεί την κτίση να υμνεί τον Κτίστη διδάσκοντας σιωπή, κατάνυξη και αρμονία, σπουδή στην αδιάλειπτη αγάπη του Θεού που την δωρίζει διαρκώς;  Όταν δεν κρύβουν κάποιοι απ’ αυτούς το μένος τους να καταστρέψουν ή να διαστρέψουν την δημιουργία με εργαλείο την τεχνολογία, δώρο επίσης του Θεού, και να επιδείξουν όποιο υποκατάστατο δικό τους ως ανώτερο του φυσικού, για να αποδείξουν θεούς τους εαυτούς τους ή για να εκδικηθούν γιατί δεν είναι.  Πρόφαση, άρα, η εναντίωση τους σε όποιους τυπολάτρες κλείνουν και τον άνθρωπο και τον Θεό στον γύψο, υπαγορεύοντας τους συνταγές.

Μοιάζει να λείπουν οι αυθεντικοί Θεοφόροι για να πάρουν το κακό στην πλάτη τους και να κατέλθουν μες τον άδη του σημερινού ανθρώπου με το διαλυμένο πρόσωπο που διψασμένος για οντότητα αποστρέφεται την ξύλινη σκέψη και γλώσσα που αλλοιώνει το μυστήριο του ανθρώπου, υπεραπλουστεύοντας τον για να χωρέσει σ’ ένα μικρονοϊκό ακαδημαϊσμό, προσαρμοσμένο στα εκάστοτε κρατούντα.  Μέχρι πόσο αποφεύγεται η επίκριση και η περιφρόνηση, τόσο αξιοποιήσιμη  στην διάσπαση του ατομισμού;  Θα υποψιαστούμε κάποτε πόσο η είσοδος στα μυστήρια προϋποθέτει έξοδο απ’ το εγώ, παραίτηση από κάθε διάθεση απομυστηρίωσης και απαλλαγή απ’ τα προσωπεία, ιδίως το θρησκευτικό;  Ή θα εμμένουμε σ’ ένα στυγνό ηθικισμό που διαψεύδει το Ευαγγέλιο και αποκλείει την απελευθέρωση προς την μεταμόρφωση,  όπου αποκαλύπτεται η κτίση εικόνα του Άκτιστου και η αληθινή ομορφιά καλεί αναλλοίωτη κάθε απεγνωσμένο στον αληθινό του εαυτό.

Είναι άραγε απάντηση στην μεθοδευμένη από κιβδηλοποιούς ψεύτικη κρίση η επιστροφή από την πόλη στο χωριό, που ακολουθούν ήδη πολλοί;  Είναι έξω απ’ τους οικονομικούς, κλιματικούς και βιολογικούς σχεδιασμούς των κοσμοσωτήρων που ο θεός τους απαιτεί ανθρωποθυσίες;  Μπορεί να είναι ευκαιρία για νέα ένταξη στη ρίζα-ουράνια και γήινη- συμβολισμός επιστροφής από τη δεύτερη στη πρώτη φύση, την αθάνατη;  Είναι ακόμη τόσο οργανικός ο δεσμός με τη γενέθλια γη, που κρατάει ζωντανό το νόστο και στο αισθητήριο με το οποίο ο καθαρμένος από τα μάταια αφουγκράζεται την αποκαραδοκία του κόσμου για συμμετοχή στη ζωή του Άκτιστου;  Ακόμη και στην πιο αφιλόξενη τσιμεντούπολη που η κυκλοφορία και ο θόρυβος της βασανίζουν ανυπόφορα, ο κατεξοχήν πεφορτισμένος στην ασφυκτική πολυκοσμία και μοναξιά, βρίσκει συχνά βαθύτερα πόσο ο Θεός αγωνιά για τον καθένα, και Του παραδίδεται οργωμένος ως το κόκαλο.  Πόσο εύκολη όμως εκεί η αποφυγή της ηλεκτρονικής αιχμαλωσίας και αλλοτρίωσης;  Καθένας με την κλήση του.  Χρειάζονται παντού φορείς του μοναδικού τρόπου ζωής που αφθαρτίζει, και όντας κορυφαίος των πολιτισμών δεν επιτρέπει στον σκοταδισμό παγκόσμια δικτατορία.  Είναι από μόνος του αντίσταση καταλυτική και θα ελευθερώσει κάποτε ολόκληρη τη Ρωμιοσύνη.

Στον ανοιχτό ορίζοντα όπου η φύση πιο αισθητή ως σώμα του ανθρώπου, συμπάσχει κάποιος καθαρότερα ως αυτουργός για την παράδοση τους στην φθορά και είναι πιο κοντά στο να την ευλογήσει για να δώσει αιώνια ζωή με τους καρπούς της σε όσους θρέψουν -αντίβαρο στο βέβηλο βιασμό της.  Μπορεί να οργανώσει εκεί ως συνεργός του Θεού τη ζωή του με αγάπη, που δεν υπόκειται σε εξουσία φθοράς, σαν αυτοδύναμη κοινότητα συνοδική με αυτάρκεια στην παραγωγή, να ιχνηλατήσει την ταυτότητα του Γένους του στο ύφος του κάλλους του αγιογραφικού και με φυσικού του θησαυρού που πλάθει άνθρωπο άτρωτο από ασχήμια και φθορά, που παραδίδοντας τον εαυτό του στη σιωπή πέρα από το λόγο και τους λογισμούς, ελευθερώνεται απ’ τα παιδαριώδη για ν’ αντικριστεί με το ουσιώδες.  Αν δεν ειρηνεύσει ο άνθρωπος με τον Θεό δεν ειρηνεύει ούτε με τον εαυτό του και την κτίση που αλλοιώνει η αλλοτριωμένη πίστη τόσο που οι νόθοι καρποί της ούτε απ’ τον τυραννικό της ζυγό της λεγεώνας που την βασανίζει με αβυσσαλέο μίσος, επειδή κρατάει μέχρι θυσίας ανόθευτη την αλήθεια του Χριστού και αρνείται να προδώσει. 

Συντονισμένος με το μυστικό σφυγμό του κόσμου, να διαβάσει στην αληθινή του γλώσσα την ωραιότητά του να συμπλέκεται με την απαράμιλλη ποίηση της μοναδικής Θεόπνευστης λατρείας που αγιάζει την δημιουργία διαπερνώντας με αιωνιότητα τον χρόνο της και ανοίγοντάς την στο αιώνιο παρόν που απελευθερώνει απ’ το άγχος του θανάτου, καταπαύοντας την έχθρα σ’ ένα μυστικό γάμο με την πλάση όπου η ανάσα ξέσπασμα δοξολογίας.

Μιαν ευχαριαστική Άνοιξη της καρδιάς στον Εσταυρωμένο ποιητή της προσδοκεί η άλογη κτίση για να βρει τον εαυτό της σ’ ένα σκίρτημα απ’ την Παρουσία Του, όπου ο λόγος τελειώνεται στο άρρητο φως και ο κόσμος βλέπεται με μάτια αναστημένου.



Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης