Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ

Λόγος την Α’ Κυριακή των Νηστειών για την Ορθοδοξία
πηγή: Ασκητικές Ομιλίες Α΄

Τι είναι Ορθοδοξία, αγαπητοί αδελφοί; Ο λόγος μας την Κυριακή της Ορθοδοξίας είναι πολύ φυσικό ν’ αρχίζει με αυτό το ερώτημα.

Ορθοδοξία είναι η αληθινή θεογνωσία και θεοσέβεια. Ορθοδοξία είναι η λατρεία του Θεού με τη δύναμη του Πνεύματος που αποκαλύπτει την αλήθεια1. Ορθοδοξία είναι η διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος, που δόθηκε από τον Θεό στους ανθρώπους για τη σωτηρία τους. Ορθοδοξία είναι η δοξολογική προσκύνηση του Θεού με αληθινή γνώση Του. Ορθοδοξία είναι ο θεοδώρητος δοξασμός του ανθρώπου, του αληθινού υπηρέτη του Θεού, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα είναι η δόξα των χριστιανών2. Όπου δεν υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, εκεί δεν υπάρχει Ορθοδοξία.

Ορθοδοξία δεν υπάρχει στις θεωρίες και τις φιλοσοφίες των ανθρώπων. Σ’ αυτές δεσπόζει η ψευδώνυμη γνώση3, που είναι καρπός της πτώσεως. Η Ορθοδοξία είναι, όπως είπα, διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος, που δόθηκε από τον Θεό στους ανθρώπους για τη σωτηρία τους. Όπου δεν υπάρχει Ορθοδοξία, εκεί δεν υπάρχει σωτηρία. «Όποιος θέλει να σωθεί, πρέπει πρώτα απ’ όλα να κατέχει την καθολική πίστη. Όποιος δεν την διατηρήσει ακέραιη και αμόλυντη, χωρίς καμιάν αμφιβολία, θα καταδικαστεί σε αιώνια απώλεια»4.

Πολύτιμος θησαυρός είναι η διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος, που περιέχεται στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πολύτιμος θησαυρός είναι η διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος, γιατί αποτελεί το εχέγγυο της σωτηρίας μας. Τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει το μερίδιο που μας αξίωσε ο Θεός να έχουμε στην κληρονομιά των αγίων Του5, στην αιωνιότητα, και τίποτα δεν είναι ισάξιο αυτού του μεριδίου· γι’ αυτό είναι τόσο πολύτιμη η διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος.

Η αγία Εκκλησία μας, για να διαφυλάξει σώα αυτή τη σωτήρια διδασκαλία, απαριθμεί σήμερα μεγαλόφωνα, μπροστά σε όλους μας, τις διδασκαλίες εκείνες που επινοήθηκαν και διαδόθηκαν από τον σατανά, τις διδασκαλίες εκείνες που εκφράζουν την έχθρα προς τον αληθινό Θεό, τις διδασκαλίες εκείνες που επιβουλεύονται τη σωτηρία μας και μας τη στερούν. Σαν λύκους αρπακτικούς6, σαν φίδια φαρμακερά, σαν ληστές και φονιάδες τις καταγγέλλει η Εκκλησία, προφυλάσσοντας τους πιστούς απ’ αυτές, καλώντας πίσω, στους κόλπους της, όσους έχουν ήδη παρασυρθεί, και παραδίνοντας στο ανάθεμα τόσο τις ίδιες όσο κι εκείνους που πεισματικά τις υποστηρίζουν.

Η λέξη «ανάθεμα» σημαίνει τον χωρισμό, την αποκοπή, την απόρριψη. Η Εκκλησία παραδίνει στο ανάθεμα μια διδασκαλία, όταν αυτή περιέχει βλασφημία εναντίον του Αγίου Πνεύματος· τότε πρέπει οπωσδήποτε να απορριφθεί, πρέπει να απομακρυνθεί -όπως απομακρύνεται ένα δηλητήριο από το φαγητό-, για να μη μας στερήσει τη σωτηρία. Η Εκκλησία παραδίνει, επίσης, στο ανάθεμα έναν άνθρωπο, όταν αυτός έχει οικειωθεί αμετάκλητα μια βλάσφημη διδασκαλία, στερώντας έτσι τη σωτηρία τόσο από τον εαυτό του όσο και απ’ όσους παρασύρει στις απόψεις του. Όταν κάποιος αποφασίσει να εγκαταλείψει μια βλάσφημη διδασκαλία και να δεχθεί την αληθινή πίστη, την οποία διαφυλάσσει η Ορθόδοξη Εκκλησία, τότε, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες, πρέπει να παραδώσει στο ανάθεμα τη διδασκαλία εκείνη, που τον οδηγούσε στην απώλεια, χωρίζοντάς τον από τον Θεό και κρατώντας τον σε κοινωνία με τον σατανά.

Ποιο είναι το νόημα του αναθέματος; Η εκκλησιαστική-πνευματική θεραπεία των ασθενειών του ανθρωπίνου πνεύματος που προξενούν αιώνιο θάνατο. Και αιώνιο θάνατο προξενούν όλες οι ανθρώπινες διδασκαλίες, που στην αποκαλυμμένη από τον Θεό αλήθεια εισάγουν κάποια φιλοσοφία, κάποια ψευδώνυμη γνώση γεννημένη από το σαρκικό φρόνημα, αυτή την κοινή κληρονομιά των πεσμένων αγγέλων και ανθρώπων. Κάθε ανθρώπινη διδασκαλία που εισάγεται στην αγιοπνευματική διδασκαλία της χριστιανικής πίστεως, ονομάζεται αίρεση· και η εγκόλπωση αυτής της διδασκαλίας λέγεται κακοδοξία7.

Ο απόστολος Παύλος συγκαταλέγει τις αιρέσεις στα «έργα της σάρκας»8. Κι αυτό γιατί, πρώτον, οι αιρέσεις, ως προς την πηγή τους, έχουν «το σαρκικό φρόνημα», που είναι «θάνατος», που είναι «έχθρα προς τον Θεό, καθώς δεν υποτάσσεται στον νόμο Του, αλλά ούτε και μπορεί να υποταχθεί»9, και, δεύτερον, γιατί οι αιρέσεις, αφού αποξενώσουν το πνεύμα του ανθρώπου από τον Θεό και το συνδέσουν με το βλάσφημο πνεύμα του σατανά, το παραδίνουν στα πάθη. Κι αυτά, βρίσκοντάς το απροστάτευτο από τη θεία χάρη, βρίσκοντάς το μόνο με την πεσμένη του φύση, το αιχμαλωτίζουν και το υποδουλώνουν. Για τους σοφούς που ξέφυγαν από την αληθινή θεογνωσία, λέει ο απόστολος: «Η ασύνετη καρδιά τους βυθίστηκε στο σκοτάδι της πλάνης. Έτσι, ενώ θριαμβολογούσαν για τη σοφία τους, κατάντησαν ανόητοι… Στη θέση της αλήθειας του Θεού έβαλαν το ψέμα… Γι’ αυτό τους παρέδωσε ο Θεός σε επαίσχυντα πάθη»10. Επαίσχυντα πάθη είναι τα σαρκικά σ’ όλες τους τις μορφές.

Όλοι οι αιρεσιάρχες ζούσαν αμαρτωλά και οι περισσότεροι άσωτα. Ο Απολλινάριος ήταν μοιχός11. Ο Ευτυχής ήταν φιλάργυρος12. Ο Άρειος ήταν υπερβολικά ακόλαστος. Όταν στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια, 325) άρχισαν να διαβάζουν το στιχούργημά του Θαλία13, οι συνοδικοί πατέρες έκλεισαν τ’ αυτιά τους, για να μην ακούσουν αισχρολογίες που δεν μπορούσε ποτέ να τις βάλει ο νους ευσεβούς ανθρώπου. Η Θαλία κάηκε και, δυστυχώς γιατ ον Χριστιανισμό, όλα τα αντίγραφά της καταστράφηκαν. Δεν διασώθηκε παρά μόνο η ιστορική μαρτυρία ότι οι στίχοι της απέπνεαν παράφορη ακολασία14. Όμοια με τη Θαλία είναι πολλά έργα νεότερων αιρεσιαρχών, στα οποία η πιο φρικτή βλασφημία έχει αναμιχθεί με την πιο κτηνώδη ασέλγεια. Μακάριοι είναι όσοι ούτε διάβασαν ούτε άκουσαν ποτέ αυτά τα ξεράσματα του άδη. Όσοι, πάντως, τα διάβασαν, διαπίστωσαν χωρίς δυσκολία την ταύτιση του πνεύματος των αιρεσιαρχών με το πνεύμα του σατανά.

Οι αιρέσεις, όντας σαρκικά έργα -καρποί του σαρκικού φρονήματος-, έχουν επινοηθεί από τα πονηρά πνεύματα. «Αποφεύγετε τις άθεες αιρέσεις», μας παραγγέλλει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος· «γιατί είναι εφευρέσεις του διαβόλου, του όφι, του πρώτου αίτιου του κακού»15. Αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει. Τα πονηρά πνεύματα, ξεπέφτοντας από το ασύλληπτο πνευματικό τους ύψος, απέκτησαν σαρκικό φρόνημα πολύ εντονότερο από το αντίστοιχο των πεσμένων ανθρώπων. Οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να μεταστραφούν από το σαρκικό φρόνημα στην πνευματική σοφία. Τα πονηρά πνεύματα, όμως, έχουν στερηθεί αυτή τη δυνατότητα. Το σαρκικό φρόνημα δεν ενεργεί τόσο ισχυρά στους ανθρώπους, επειδή σ’ αυτούς το φυσικό καλό δεν αφανίστηκε, όταν έπεσαν, όπως έγινε στα πνεύματα. Στα πνεύματα υπάρχει και ενεργεί μόνο το κακό, ενώ στους ανθρώπους υπάρχει και το καλό, εξασθενημένο, όμως, λόγω της αναμείξεώς του με το κακό. Το σαρκικό φρόνημα γνώρισε την πλήρη ανάπτυξή του στα πονηρά πνεύματα.

Η κύρια αμαρτία των πονηρών πνευμάτων είναι το αδιάλλακτο μίσος τους εναντίον του Θεού. Το μίσος αυτό εκδηλώνεται με την ακατάπαυστη βλασφημία. Υπερηφανεύτηκαν απέναντι στον ίδιο τον Πλάστη τους. Την υπακοή σ’ Εκείνον, υπακοή φυσική για τα πλάσματα, την αθέτησαν και την αντικατέστησαν με την αδιάλειπτη εναντίωση, με την άσπονδη έχθρα. Γι’ αυτό έπεσαν πολύ χαμηλά, από τον ουρανό στη γη, και η τρομακτική τους πτώση τους προξένησε τον αιώνιο θάνατο.

Το ουσιώδες πάθος των πονηρών πνευμάτων είναι η υπερηφάνεια. Βρίσκοντας, πάντως, ευχαρίστηση και στα άλλα πάθη, στρέφονται συνεχώς από το ένα στο άλλο. Κυλιούνται και στη γαστριμαργία και στη φιλαργυρία και στην πορνεία16. Μην έχοντας τη δυνατότητα να διαπράξουν σαρκικές αμαρτίες σωματικά, τις διαπράττουν με τον νου και την αίσθηση. Η άσαρκη φύση τους έχει οικειωθεί κακίες που είναι φυσικές στις ένσαρκες φύσεις, αναπτύσσοντάς τες μάλιστα ασύγκριτα περισσότερο απ’ όσο μπορούν αυτές ν’ αναπτυχθούν στους ανθρώπους. «Έπεσε από τον ουρανό», λέει ο προφήτης, «ο Εωσφόρος που ανατέλλει το πρωί. Πάνω στη γη συντρίφθηκε… Είπες μέσα σου: "Στον ουρανό θ’ ανέβω, τον θρόνο μου θα στήσω πάνω από τ’ αστέρια τ’ ουρανού… Θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο". Τώρα, όμως, θα κατέβεις στον άδη και στα βάθη της γης…»17.

Τα πονηρά πνεύματα, καθώς διαθέτουν όλα τα πάθη, προσπαθούν να μας παρασύρουν σε όλες τις αμαρτίες, επιδιώκοντας την απώλειά μας. Πρωτίστως μας εξωθούν στην ικανοποίηση της φιληδονίας, της φιλαργυρίας και της φιλοδοξίας, παρουσιάζοντάς μας όσο μπορούν πιο δελεαστικά τα αντικείμενα αυτών των παθών. Ιδιαίτερα πασχίζουν να μας εμπνεύσουν την υπερηφάνεια, από την οποία βλαστάνουν, όπως από τον σπόρο τα φυντάνια, η έχθρα προς τον Θεό και η βλασφημία.

Η αμαρτία της βλασφημίας, που συνιστά την ουσία κάθε αιρέσεως, είναι η πιο βαριά απ’ όλες τις αμαρτίες, επειδή είναι οικεία στα πονηρά πνεύματα, αποτελώντας την πιο χαρακτηριστική τους ιδιότητα. Τα πνεύματα προσπαθούν να καλύπτουν όλες τις αμαρτίες μ’ ένα εύσχημο προσωπείο, που από τους ασκητικούς συγγραφείς ονομάζεται «δικαίωμα»18. Κι αυτό, για να ελκύονται οι άνθρωποι εντονότερα από τις αμαρτίες και να προχωρούν ευκολότερα στη διάπραξή τους. Έτσι ακριβώς κάνουν και με τη βλασφημία. Προσπαθούν να την καλύπτουν με εντυπωσιακές ονομασίες, με πομπώδεις ωραιολογίες, με υψηλές φιλοσοφίες.

Φοβερό εργαλείο στα χέρια των πονηρών πνευμάτων είναι η αίρεση. Με την αίρεση οδήγησαν στην απώλεια ολόκληρους λαούς, στερώντας τους με πανουργία τον Χριστιανισμό, τον οποίο αντικατέστησαν με κάποια βλάσφημη και θανατηφόρα διδασκαλία, παρουσιασμένη ελκυστικά με το προσωπείο του αποκαθαρμένου, του αποκατεστημένου, του αληθινού Χριστιανισμού. Η αμαρτία αυτή, αφού γίνει δεκτή από τον νου, μεταδίδεται στο πνεύμα, για να ξεχυθεί στη συνέχεια ακόμα και στο σώμα, μολύνοντάς το. Γιατί και το σώμα μας είναι δεκτικό είτε αγιασμού, από την κοινωνία με τον Θεό και τη χάρη Του, είτε μολυσμού, από την κοινωνία με τα πονηρά πνεύματα και τις πεσμένες ψυχές.

Όσοι δεν γνωρίζουν σε βάθος και με ακρίβεια τον Χριστιανισμό, λίγο προσέχουν και λίγο αντιλαμβάνονται την αίρεση, γι’ αυτό και πιάνονται εύκολα στα δίχτυα της είτε από απλότητα είτε από άγνοια. Ακόμα και άγιοι του Θεού, όπως οι όσιοι Ιωαννίκιος ο Μέγας19, Γεράσιμος ο Ιορδανίτης20 και άλλοι, πιάστηκαν πρόσκαιρα σ’ αυτά τα δίχτυα. Αν, λοιπόν, τέτοιοι ευλογημένοι άνδρες, που δεν μεριμνούσαν στην παρούσα ζωή παρά μόνο για τη σωτηρία τους, δεν μπόρεσαν ν’ αντιληφθούν αμέσως μια συγκαλυμμένη βλασφημία, τι να πούμε γι’ αυτούς που ζουν μέσα στις βιοτικές μέριμνες και έχουν ανεπαρκή, πολύ ανεπαρκή γνώση της πίστεως; Πώς είναι δυνατόν τέτοιοι άνθρωποι ν’ αναγνωρίσουν μια θανατηφόρα αίρεση, όταν αυτή θα τους παρουσιαστεί καλυμμένη πίσω από το προσωπείο της σοφίας, της ορθότητας, της αγιότητας; Να η αιτία για την οποία ολόκληροι λαοί μπήκαν κάτω από τον ζυγό κάποιας αιρέσεως. Για την ίδια αιτία η μεταστροφή των αιρετικών στην ορθή πίστη είναι πολύ δυσκολότερη από τη μεταστροφή των αθέων ή των ειδωλολατρών. Η αθεΐα και η ειδωλολατρία, καθώς και οι αιρέσεις που απέχουν πολύ από την ορθή πίστη, εγκαταλείπονται ευκολότερα απ’ όσο οι αιρέσεις που είναι λιγότερο απομακρυσμένες από την ορθή πίστη και, επομένως, καλυμμένες πιο καλά και αντιληπτές πιο δύσκολα.

Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας, ο άγιος και ισαπόστολος, έστειλε μιαν επιστολή στον άγιο Αλέξανδρο, πατριάρχη Αλεξανδρείας, κατήγορο του αιρεσιάρχη Αρείου, με την οποία τον καλούσε να σταματήσει τις λογομαχίες, ώστε να μη διαταράσσεται η ειρήνη της Εκκλησίας για ασήμαντους λόγους. Και οι ασήμαντοι, όπως τους αποκαλούσε, λόγοι αφορούσαν τη θεότητα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, την οποία απέρριπτε ο Άρειος, καταργώντας ουσιαστικά τον Χριστιανισμό21. Έτσι εξαπατήθηκε κι ένας άγιος άνδρας, ζηλωτής της ευσέβειας, από τη ραδιουργία της αιρέσεως, την οποία δεν αντιλήφθηκε.

Η αίρεση, αν και είναι αμαρτία βαριά, αμαρτία θανάσιμη, θεραπεύεται γρήγορα και οριστικά, ως αμαρτία του νου, όταν ειλικρινά και ολόψυχα παραδοθεί από τον άνθρωπο στο ανάθεμα. Ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης λέει: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται τους αιρετικούς και, μετά τον ειλικρινή αναθεματισμό της αιρέσεώς τους, τους αξιώνει να μεταλάβουν τα θεία Μυστήρια, ενώ αυτούς που έπεσαν στην πορνεία, μετά την Εξομολόγηση και τη διόρθωσή τους, τους δέχεται, αλλά τους στερεί για χρόνια τα άχραντα Μυστήρια, σύμφωνα με τους αποστολικούς κανόνες»22. Το αποτύπωμα της σαρκικής αμαρτίας εξακολουθεί να παραμένει στον άνθρωπο και μετά την Εξομολόγηση, με την οποία συγχωρείται, και μετά την παύση της διαπράξεώς της. Το αποτύπωμα της αιρέσεως, όμως, εξαλείφεται αμέσως μετά την αποκήρυξή της. Η ανυπόκριτη και αμετάκλητη παράδοση μιας αιρέσεως στο ανάθεμα είναι το δραστικό φάρμακο, που απαλλάσσει πλήρως και τελειωτικά τον άνθρωπο από την ψυχική αυτή ασθένεια. Αν δεν χρησιμοποιηθεί το φάρμακο αυτό, το δηλητήριο της βλασφημίας θα παραμείνει στο ανθρώπινο πνεύμα και δεν θα πάψει να το κλονίζει με ενδοιασμούς και αμφιβολίες, που θα τρέφονται και θα ενισχύονται από την αθεράπευτη συμπάθεια προς την αίρεση. «Λογισμοί που ορθώνονται με αλαζονεία εναντίον της γνώσεως του Θεού»23, θέτουν σε κίνδυνο τη σωτηρία του ανθρώπου που κατέχεται απ’ αυτούς, του ανθρώπου που, μολονότι έπαψε να βρίσκεται σε κοινωνίας με τον σατανά, εξακολουθεί να εναντιώνεται στον Χριστό.

Η αγία Εκκλησία μας πάντοτε αποδεχόταν τον αναθεματισμό ως απαραίτητο μέσο για την πλήρη θεραπεία της φοβερής ασθένειας της αιρέσεως. Στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (Χαλκηδών, 451), όταν ο επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος παρουσιάστηκε στους συνοδικούς πατέρες και επιχείρησε να ανασκευάσει τις κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί εναντίον του για νεστοριανικές απόψεις, εκείνοι του ζήτησαν πρώτα απ’ όλα να αναθεματίσει τον αιρεσιάρχη Νεστόριο24. Ο Θεοδώρητος, που είχε ήδη καταδικάσει τον Νεστόριο αλλά όχι τόσο κατηγορηματικά όσο η Εκκλησία, επέμεινε να δώσει εξηγήσεις. Οι πατέρες του ζήτησαν πάλι να παραδώσει χωρίς επιφυλάξεις στο ανάθεμα τον Νεστόριο και τη διδασκαλία του. Ο Θεοδώρητος, παίρνοντας τον λόγο, προσπάθησε γι’ άλλη μια φορά να δικαιολογηθεί. Οι πατέρες, όμως, απείλησαν ότι, αν δεν αναθεμάτιζε απερίφραστα τον Νεστόριο, θα τον χαρακτήριζαν αιρετικό και θα τον έβγαζαν από τον Ναό της Αγίας Ευφημίας, όπου συνεδρίαζαν. Τότε ο Θεοδώρητος αναθεμάτισε ρητά τον Νεστόριο και όλα τα αιρετικά του δόγματα. Ύστερ’ απ’ αυτό, οι πατέρες δόξασαν τον Θεό και ανακήρυξαν τον Θεοδώρητο ορθόδοξο ποιμένα. Εκείνος, πάλι, δεν ζήτησε άλλη φορά να δώσει εξηγήσεις. Είχε, βλέπετε, αποβάλει πια από την ψυχή του τα αίτια της παροχής εξηγήσεων25. Τέτοια είναι η σχέση του ανθρωπίνου πνεύματος με τη φοβερή ασθένεια της αιρέσεως.

Ακούγοντας σήμερα την αυστηρή και απειλητική διακήρυξη του πνευματικού αυτού θεραπευτικού μέσου, ας το δεχθούμε με ορθή αντίληψη και βαθύ σεβασμό, απορρίπτοντας αποφασιστικά τις ολέθριες εκείνες διδασκαλίες, που η Εκκλησίας θα τις παραδώσει στο ανάθεμα για τη σωτηρία μας. Ανέκαθεν, βέβαια, τις απορρίπταμε. Αλλά τώρα, με τη φωνή της Εκκλησίας, η απόρριψη αυτή θα γίνει επίσημη και οριστική. Η πνευματική ελευθερία, η γαλήνη και η δύναμη, τις οποίες οπωσδήποτε θα αισθανθούμε, θα επιβεβαιώσουν την ορθότητα της ενέργειας της Εκκλησίας και την αλήθεια της διδασκαλίας της.

Διακηρύσσει, λοιπόν, η Εκκλησία:

«Εκείνους που παρέδωσαν σαν αιχμάλωτο τον νου τους στη θεία αποκάλυψη, κάνοντάς τον να υπακούει σ’ αυτήν, και αγωνίστηκαν για χάρη της, τους μακαρίζουμε και τους επαινούμε. Εκείνους που αντιτάχθηκαν στην αλήθεια, αν δεν μετανοήσουν ενώπιον του Κυρίου, που περιμένει τη μεταστροφή και τη μετάνοιά τους, κι αν δεν ακολουθήσουν την Αγία Γραφή και την Παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, τους αφορίζουμε και τους αναθεματίζουμε.

»Σ’ εκείνους που αρνούνται την ύπαρξη του Θεού και της θείας πρόνοιας, υποστηρίζοντας ότι ο κόσμος είναι αυθύπαρκτος και ότι όλα συμβαίνουν σ’ αυτόν είναι τυχαία, ανάθεμα.

»Σ’ εκείνους που λένε ότι ο Θεός δεν είναι πνεύμα αλλά υλικό σώμα, καθώς και σ’ εκείνους που αρνούνται πως είναι δίκαιος, πολυέλεος, πάνσοφος και παντογνώστης, ή διατυπώνουν παρόμοιες βλασφημίες, ανάθεμα.

»Σ’ εκείνους που με θρασύτητα ισχυρίζονται πως ο Υιός του Θεού δεν είναι ομοούσιος  και ομότιμος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, και δεν ομολογούν ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένας Θεός, ανάθεμα.

»Σ’ εκείνους που λένε ότι για τη σωτηρία μας και την κάθαρσή μας από τις αμαρτίες δεν χρειάζονταν η ενανθρώπηση του Υιού του Θεού, τα εκούσια παθήματά Του, ο θάνατος και η ανάστασή Του, ανάθεμα.

»Σ’ εκείνους που δεν δέχονται τη χάρη της απολυτρώσεώς, όπως αυτή κηρύσσεται από το Ευαγγέλιο, ως το μόνο μέσο της δικαιώσεώς μας από τον Θεό, ανάθεμα.

»Σ’ εκείνους που με θρασύτητα λένε πως η πάναγνη Θεοτόκος Μαρία δεν ήταν παρθένος πριν από τη γέννηση, κατά τη γέννηση και μετά τη γέννηση του Χριστού, ανάθεμα.

»Σ’ εκείνους που δεν πιστεύουν ότι το Άγιο Πνεύμα φώτισε τους προφήτες και τους αποστόλους, μέσω των οποίων μας γνωστοποίησε την αληθινή οδό της σωτηρίας, και ότι τώρα, όπως φανερώνουν τα θαύματά Του, κατοικεί στις καρδιές των πιστών, οδηγώντας τους σε όλη την αλήθεια, ανάθεμα.

»Σ’ εκείνους που δεν πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής, τη συντέλεια του κόσμου, τη μελλοντική Κρίση και την αιώνια ανταπόδοση στους ουρανούς για την αρετή, ανάθεμα.

»Σ’ εκείνους που απορρίπτουν τα Μυστήρια της αγίας Εκκλησίας του Χριστού, ανάθεμα.

»Σ’ εκείνους που απορρίπτουν τις Συνόδους των αγίων πατέρων και τις αποφάσεις τους, οι οποίες συμφωνούν με τη θεία αποκάλυψη και τηρούνται ευλαβικά από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, ανάθεμα»26.

Η θεία Αλήθεια ενανθρώπησε για να σώσει εμάς, τους αποστάτες, από την αποδοχή και την οικείωση του θανατηφόρου ψεύδους. «Αν αποδειχθείτε υπάκουοι στον λόγο μου», μας λέει, αν δεχθείτε τη διδασκαλία μου και μείνετε πιστοί σ’ αυτήν, «τότε θα είστε πραγματικά μαθητές μου· τότε θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει»27. Πιστός στη διδασκαλία του Χριστού μπορεί να μείνει μόνο όποιος με αποφασιστικότητα απορρίπτει όλες τις διδασκαλίες που επινοήθηκαν, επινοούνται και θα επινοηθούν από τους εχθρούς του Χριστού, δαίμονες και ανθρώπους. Αυτοί επιβουλεύονται την αποκαλυμμένη θεία διδασκαλία Του, η οποία διαφυλάσσεται πλήρης, ακέραιη και απαραβίαστη αποκλειστικά στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία. Αμήν.

_________________

 1. Πρβλ. Ιω. 4:24.

 2. Βλ. Ιω. 7:39.

 3. Βλ. Α’ Τιμ. 6:20.

 4. Σύμβολο της Πίστεως του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. (Σ.τ.Μ.: Βλ. Ωρολόγιον το Μέγα, έκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις 19777).

 5. Πρβλ. Κολ. 1:12.

 6. Πρβλ. Ματθ. 7:15.

 7. Πρβλ. Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Α’, 2.

 8. Γαλ. 5:19-20.

 9. Ρωμ. 8:6-7.

10. Ρωμ. 1:21-22, 25, 26.

11. Βλ. Συναξάρι οσίου Εφραίμ του Σύρου, 28 Ιανουαρίου.

12. Βλ. Abbé Claude Fleury, Histoire du Christianisme, τ. ΙΙ, βιβλ. 27, κεφ. 28. (Σ.τ.Μ.: Βλ. Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Έργα 4 – Ασκητικές εμπειρίες Δ’, έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2012, σελ. 172, σημ. 283).

13. Σ.τ.Μ.: Στο έργο του Θαλία (η λέξη σημαίνει συμπόσιο), συνταγμένο ολικώς ή μερικώς σε στίχους και σε ύφος έκλυτο, ο Άρειος ανέπτυσσε την αιρετική θεολογία του. Αποσπάσματά του διασώθηκαν σε συγγράμματα του αγίου Αθανασίου του Μεγάλου (Κατά Αρειανών Α’, 2-10· Περί της εν Νικαία Συνόδου, 16· Περί Διονυσίου επισκόπου Αλεξανδρείας, 6).

14. Βλ. Abbé Claude Fleury, ό.π., τ. Ι, βιβλ. 10, κεφ. 36 και βιβλ. 11.

15. Προς Τραλλησίους, Χ.

16. Πρβλ. Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, Προς Φιλιππησίους, ΧΙ.

17. Ησ. 14:12-15.

18. Βλ. Αββά Δωροθέου, Διδασκαλίαι, Ε’, 62.

19. Βλ. Συναξάρι, 4 Νοεμβρίου.

20. Βλ. Συναξάρι, 4 Μαρτίου.

21. Βλ. Abbé Claude Fleury, ό.π., τ. ΙΙ, βιβλ. 20, κεφ. 24.

22. Πρβλ. Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου, ό.π., ΙΕ’, 44. Κανών ζ’ της εν Λαοδικεία Συνόδου. Κανόνες κβ’, νη’, νθ’ Μεγάλου Βασιλείου. (Σ.τ.Μ.: Βλ. Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τ. 3, Αθήνησιν 1853, σελ. 176· τ. 4, Αθήνησιν 1854, σελ. 150-151, 216. Πρβλ. Αγαπίου ιερομονάχου και Νικοδήμου μοναχού, Πηδάλιον, εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 19829, σελ. 606).

23. Πρβλ. Β’ Κορ. 10:5.

24. Σ.τ.Μ.: Ο Νεστόριος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (5ος αι.), δεν αποδεχόταν την ενότητα των δύο φύσεων, της θείας και της ανθρωπίνης, του Χριστού.

25. Σ.τ.Μ.: Βλ. Πρακτικά των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων, τ. Β’, έκδ. Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ιεράς Σκήτης Αγίας Άννας, Άγιον Όρος 1982, σελ. 167[187]-168[188].

26. Τριώδιον (σλαβονικό), Ακολουθία Κυριακής της Ορθοδοξίας.

27. Ιω. 8:341-32.



Print-icon 


Εγγραφή στο κανάλι μας στο Viber
Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης