Γ' ΜΕΡΟΣ // ΕΙΣΑΓΩΓΗ // Δ' ΜΕΡΟΣ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
Πατερικών χωρίων υπέρ των εικόνων.

Γ. ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (Μέρος Β')

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Θαύματα των αγίων Κοσμά και Δαμιανού.  

«Περί της γυναικός Κωνσταντίνου του εν Λαοδικεία,
 

Συνέβη τινα άνδρα εν στρατεία εξεταζόμενον ονόματι Κωνσταντίνου, πιστότατον και μη απολιμπανόμενον της των αγίων προσεδρίας, εκδεδημηκέναι ταύτης της φιλοχρίστου και βασιλίδος πόλεως της προσούσης αυτώ στρατείας χάριν˙ όστις εν εκάστη αυτού ξενιτεία κατά πίστιν επεφέρετο το εκτύπωμα των αγίων εν εικόνι προς ασφάλειαν ιδίαν. Επιστάς δε τη Λαοδικέων πόλει, ήτις επωνόμασται η τριμιταρία, και εν αυτή διατρίψας προφάσει του εγκεχειρισμένου αυτώ πράγματος φανερόν χρόνον γάμω νομίμω προσωμίλησεν. Ολίγων δε ημερών διαγενομένων η συναφθείσα τούτω προς γάμον γυνή ησθένησεν, εν τη σιαγόνι αυτής τη εξ ευωνύμων απόστημα εκβαλούσα, και υπό αλγηδόνων δεινώς φερομένη τω ανδρί ου μετρίους κόπους ενεποίει. Όστις παραμυθούμενος την ιδίαν γυναίκα και πολλήν πείραν των αγίων έχων, επιλαθόμενος δε, ότι κατά το ειωθός αυτώ τούτους εν γραφή επεφέρετο, έλεγεν αυτή˙ τι σοι ποιήσω; Επί ξένης ειμί˙ ει γαρ ήμην εν τη πόλει μου, ελάμβανον της κηρωτής των δεσποτών μου, των αγίων Κοσμά και Δαμιανού, και ευθέως και τους πόνους έπαυεν και το νόσημα εθεράπευεν.
 

Η δε πιστή υπάρχουσα και θαυμάσασα προς το σύντομον της των αγίων ιάσεως και ευξαμένη αξιωθήναι μετά την επάνοδον αυτών της εν τω ενδόξω και περιβοήτω αυτών οίκω προσκυνήσεως και τρωθείσα εκ μόνης της ακοής του προς τους αγίους πόθου ησύχασεν και ύπνω κατανεχθείσα τη επιούση νυκτί ορά τους μεγάλους τούτους και τρομερούς ιατρούς και θεράποντες του Χριστού Κοσμάν και Δαμιανόν εν ώ εκτυπούνται σχήματι εστώτας προς τη κλίνη αυτής και λέγοντας αυτή˙
 

Τι έχεις, τι αγωνιάς, τι θλίψεις προσάγεις τω ανδρί σου; Ωδέ εσμεν μεθ’ υμών, μηδέν φροντίσεις.
 

Ταύτα ειπόντες αυτή απέστησαν. Η δε διυπνισθείσα ηρώτα τον ίδιον ομόζυγον, πύθεσθαι παρ’ αυτού βουλομένη τα σχήματα των αγίων ενδόξων Κοσμά και Δαμιανού, πως ιστορούνται ή εν ποία τάξει η αυτών προς τους ασθενούντας γίνεται παράστασις. Του δε ανδρός απαγγείλαντος μεν το σχήμα, διηγησαμένου δε και τα αυτών χαρίσματα, συνετίθετο μεν τω συμβίω προς τα σχήματα, έλεγεν δε αυτώ και τα λοιπά τα ρηθέντα αυτή εν τη οπτασία υπό των αγίων. Λοιπόν και ο ανήρ εις ανάμνησιν ελθών εκ του διηγήματος, ότι είχεν εν τω υπομασχάλω αυτού τα των αγίων εν εικόνι εκτυπώματα, εκβάλων τούτο παρευθύς έδειξεν τη γυναικί. Η δε θεασαμένη προσεκύνησεν και έγνω, ότι όντως συν αυτοίς εκείσε διήγον οι άγιοι κατά την αυ΄των φωνήν. Είτα επιλαβομένης ετέρας νυκτός οι αυτοί θεράποντες του Χριστού φανέντες αυτή εν τη ομοία θέα λέγουσιν αυτή˙ 

Ουκ ειρήκαμέν σοι, ότι ενταύθα μεθ’ υμών εσμεν; Τι πονείς;
Η δε τα της οδύνης της σιαγόνος ως δήθεν αγνοούσιν απαγγείλασα ήκουσεν παρ’ αυτών˙
 

Ουδέν κακόν έχεις, μόνον χάνον.
 

Και του ενός εξ αυτών βαλόντος τον δάκτυλον εις το στόμα αυτής άπειρον αίμα σεσηπός εκ της γνάθου αυτής εξήλθεν δια της του θεού βοηθείας και της των αγίων Κοσμά και Δαμιανού χάριτος. Και απλώς πάσαν την υγρότητα και δυσωδίαν δια του στόματος εκκρίνασα υγιής απεκατέστη, ώστε τον αυτής άνδρα πρωίας γενομένης αναστάντα ευρείν αυτήν χαίρουσαν και του παντός πάθους απαλλαγείσαν. Ίνα δε μετά την ίασιν της γυναικός και την πίστιν του ανδρός μη μόνον παραστήσωσιν οι άγιοι, αλλά και βεβαιώσωσιν, εν ετέρα νυκτί λέγουσιν τη γυναικί˙
 

Έχεις κατά το προσκεφάλαιόν σου μέρος της κηρωτής, και εκ τάυτης εν εκάστη εσπέρα καθεύδουσα αλείφου, και ουδέν σοι των κακών του λοιπού ενοχλήσει.
 

Έγνωτε, φιλόχριστοι, πως τη πίστει των επικαλουμένων αυτούς οι πάνσοφοι ούτοι άγιοι ακολουθούντες πανταχού ου μόνον τη ενεργεία, αλλά και αυτή τη παρουσία ευρίσκονται. Όθεν καταλαβούσα η γυνή μετά του ιδίου ανδρός την φιλόχρηστον και πανευδαίμονα ταύτην πόλιν συν πολλή ευχαριστία έφθασεν την ιατρικήν ταύτην σκηνήν των ενδόξων αγίων, δοξάζουσα τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον πλούσια τα ελέη αυτού παρεσχηκότα τω γένει των ανθρώπων δια τούτων των θαυμαστών αγίων και θεραπόντων αυτού Κοσμά και Δαμιανού». (Ludwig Deubner, Kosmas und Damian: Texte und Einlaitung, Leipzig 1907, 132-4)
 

***

«Περί του την σύριγγα έχοντος,
 

Έτερος τις ανήρ επιεικής σφόδρα, σύριγγα εσχηκώς εν τη κοτύλη και πολλαίς χρησάμενος θεραπείαις, υποβαλών δε εαυτόν και τις ξίφεσι των ιατρών επί ενιαυτούς τε δεκαπέντε ταλαιπωρήσας εν τω πάθει και νικηθείς υπ’ αυτού, πλέον ηύξησε το νόσημα, τετραστόμου τούτου γενομένου και αφιέντος το εναποκείμενον ρεύμα, πολλάκις δε και του παραπεμπομένου τω σώματι ποτού εκείθεν απορρέοντος. Των τε ιατρών απειρηκότων και κυριεύεσθαι αυτόν υπ’ αυτού και μη ευρίσκεσθαι ανθρώπου χείρα δυναμένην βοηθήσαι τω πάθει, απέγνω λοιπόν εαυτού ο ανήρ και συνεβουλεύθη παρά πολλών καταλαβείν τον των αγίων του Θεού θεραπόντων Κοσμά και Δαμιανού ηγιασμένον οίκον. Και τούτο ποιήσαι βουλόμενος (πολύβουλον γαρ η ανάγκη) θεωρεί τους αγίους καθ’ ύπνον λέγοντας αυτώ˙
 

Δεύρο προς ημάς, και ιαθήση.
 

Όθεν θαρσήσας τη προτροπή των αγίων καταλαμβάνει τον πάνσεπτον και ένδοξον αυτών οίκον και καθ’ εκάστην δυσωπών αυτούς ουκ ενεδίδου απαλλαγήναι του πάθους. Ως δε επέμενεν χρόνον ικανόν και ουδεμίας ετύγχανεν επισκέψεως, τέλος εξελθών εν τω υπαίθρω τω προσπαρακειμένω τω οίκω των αγίων και βλέψας εις την εικόνα του σωτήρος την ανακειμένην εν τη κατά την δεξιάν στοά (γέγραπται δε εν αυτή η τε αγία Μαρία η Θεοτόκος και οι άγιοι θεράποντες του Χριστού Κοσμάς και Δαμιανός και τις των μεγάλων ανδρών, Λεόντιος τούνομα) δεήσεις εκτενείς ποιούμενος και κλαύσας πικρώς επί ώρας πολλάς και δυσωπήσας τους αγίους απήλθεν εν τω τόπω της κοίτης αυτού. Και θεωρεί δια της νυκτός ερχομένους προς αυτόν τους θεράποντας του Χριστού Κοσμάν και Δαμιανόν μέσον έχοντας την κεχαριτωμένην παρθένον και λέγουσαν αυτοίς˙ 

Ίδε ούτος εστιν ο νοσών˙ βοηθήσατε αυτώ δια τάχους.
 

Ήκουσε δε των ρημάτων τρανώς λεγομένων ο άνθρωπος. Αυτής δε αναχωρησάσης έλαβον αυτόν οι άγιοι ταις χερσί δήθεν βαστάσαντες και απήγαγον εν τω προσπαρακειμένω ξενώνι. Και ρπος το ιατρείον του ξενώνος αυτόν ενέγκαντες, ένθα η των φαρμάκων εστί θήκη, και αποθέμενοι εις τους εκείσε κειμένους σκίμποδας πλησίον της συγκλειούσης την των φαρμάκων φυλακήν κιγκλίδος χειρουργείν ήθελον. …» (Ludwig Deubner, Kosmas und Damian: Texte und Einlaitung, Leipzig 1907, 174)


***

Εκ της Ζ’Οικουμενικής Συνόδου, Πράξεως Δ’
 

«Κωνσταντίνος ο θεοφιλέστατος επίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου είπε˙
 Ταύτα μεν τίμιοι πατέρες, εκ των αναγνωσθέντων ακηκόαμεν, και πιστεύομεν. Καγώ δε ο μέτριος, άπερ γινώσκω γεγονότα σημεία παρόμοια, διηγήσομαι˙
 

Ανήρ τις Κύπριος εν Κωνσταντία τη πόλει, ελαύνων το ζεύγος αυτού, και απιών επί τω έργω αυτού, εισήλθε του εύξασθαι εις ευκτήριον οίκον της αγίας Θεοτόκου. Και εν τω εύχεσθαι αυτόν, αναβλέψας βλέπει την εικόνα της αγίας Θεοτόκου από χρωμάτων εν τω τοίχω, και λέγει˙
 

Τούτο τι ποιεί ώδε;
 

Και επάρας το βούκεντρον αυτού, εξώρυξε τον οφθαλμόν της εικόνος τον δεξιόν˙ και εξελθών εκ του ναού, ένυε το ζευγάριον αυτού τω βουκέντρω. Κλασθέντος δε του βουκέντρου, επανήλθε το κλάσμα του βουκέντρου εις τον δεξιόν οφθαλμόν του ανθρώπου, και τετύφλωκεν αυτόν. Τούτον τον άνδρα εγώ είδον, και επίσταμαι ετερόφθαλμον γεγονότι.
 

Έτερος άνθρωπος εν τη πόλει λεγομένη Κιτίω, τη ημέρα της αγίας Θεοτόκου, πέντεκαιδεκάτη του Αυγούστου, εισήλθεν εις τον ναόν, του κοσμήσαι αυτόν βήλοις. Και λαβών ήλον, έπηξεν αυτόν εν τω τοίχω εις αυτό το μέτωπον της εικόνος του αγίου Πέτρου. Σχοινίον ουν δήσαντος, και απλώσαντος το βήλον, εν αυτή τη ώρα οδύνη επέλαβεν αυτόν εν τη κεφαλή και τω μετώπω αφόρητος˙ και διέμεινε τας δύο ημέρας της εορτής κείμενος και βασανιζόμενος. Γνους δε ο επίσκοπος του Κιτίου εμέμψατο, και εκέλευσεν αυτώ απελθόντι εκβαλείν τον ήλον από της εικόνος. Απελθών δε, και τούτο δράσας, συν τω εκβαλείν τον ήλον εκουφίσθη της οδύνης.
 

Ερωτηθείς ουν ο επίσκοπος του Κιτίου, μεθ’ όρκουκατέθετο ταύτα ούτως έχειν επί της συνόδου.
Προ δύο ετών κατέπλευσαν άνδρες Κιτιείς εν δυσί πλοίοις εις πόλιν της Συρίας καλουμένη Γάβαλα. Όντων δε αυτών εν Γαβάλοις κατά το σύνηθες, τινές των Αγαρηνών κατήλθον εν τη παραθαλασσίαν˙ και ελθόντες τινες αυτών εις Γάβαλα, ηπληκευσαν εις τινα ναόν της πόλεως. Είς δε των Αγαρηνών ιδών εικόνα εκ ψηφίδων εν τω τοίχω, ηρώτησε τινα Χριστιανόν παρόντι,
τι ωφελεί η εικών αύτη;
 

Προς ον ο Χριστιανός φησιν,
Ότι τους μεν τιμώντας αυτήν ωφελεί, τους δε ατιμάζοντας βλάπτει.
Και ο Σαρακηνός λέγει˙ 

Ιδού εγώ εξορύττω τον οφθαλμόν αυτής, και ίδω τι με βλάπτει.
Ταύτα είρηκε, και ανατείνας τον κοντόν αυτού, τον εν τη εικόνι δεξιόν οφθαλμόν εξώρυξε. Παραχρήμα ουν και αυτού ο δεξιός οφθαλμός εις γην εξεπήδησεν, αυτός δε κατεσχέθη ολοκαεί πυρετώ. Οι δε συνόντες αυτώ ως οξέως έχοντα ανέλαβον, και επί την πόλιν αυτών απήγαγον. Ταύτα ημίν διηγήσαντο επανελθόντες εις την Κύπρον οι άνδρες, τριάκοντα δύο υπάρχοντες τον αριθμόν».
(Mansi 13,77C-80Β)

Εκ των θαυμάτων αγίου Αναστασίου του Πέρσου.
«Φέρε δη και τα εν Καισαρεία της Παλαιστίνης γινόμενα υπό του αγίου κατά το δυνατόν ιστορήσωμεν. Πλησιάσαντος εν τη αγία πόλει του αγίου λειψάνου, γνωστόν γέγονε πάση τη πόλει. Και ευφροσύνης μεγάλης πλησθέντες, αναστάντες, τα τε ιερά ξύλα σημάναντες, συνηθροίσθησαν άπαντες εν τω πανσέπτω ναώ της Θεοτόκου, επιλεγομένω της Νέας. Κακείθεν μεν σταυρών και λιτής υπήντησαν τω αγίω λειψάνω, μεντοι δοξολογίας χαίροντες και αγαλλιώμενοι, και ώσπερ αναθάλαντες, μάλλον δε αναζωπυρήσαντες επί τη παρουσία του μάρτυρος εκ της περικειμένης αυτοίς της τε ολιγοπιστίας και ετέρων δεινών νεκρώσεως, μεγάλην έλαβον παραψυχήν. Προσευχομένων δε αυτών και κατασπαζομένων, και περιειλησσομένων τη σορώ, και το οφειλόμενον γέρας απονεμόντων τω λειψάνω και της μνήμης του αγίου τούτου, γυνή τις των δήθεν επιφανών της Καισαρέων˙ ει έπως δέον ειπείν, και μη μάλλον ως ετέρως, ως αυτά εδήλωσε τα πράγματα˙ τω όνομα δε Αρετή, τρόπω δε αντιθέτω αρετής, προς δυσπιστίαν τραπείσα έλεγεν˙
 

Εγώ λείψανον από Περσίδος ερχόμενον ου προσκυνώ.
Ώ της αθλίας και αγνώμωνος ψυχής. Ουκ ήκουσεν η τάλαινα αύτη του ιεροψάλτου Δαβίδ επιτιμώντος τη τήδε ακολάστων αυθάδεια, και λέγοντος˙ Παύσον την γλώσσαν σου από κακού και χείλη σου του μη λαλήσαι δόλον. Τι ουν ο δοξάζων τους δοξάζοντας αυτόν Θεός ποιεί επ’ αυτή, ακολούθως εγώ ερώ.
Εισελθόντος εν τη πόλει του αγίου λειψάνου, ποινή βουλευσάμενοι οι της αυτής πόλεως, απήρξαντο κτίζειν ευκτήριον τω αγίω πλησίον του Τετραπύλου του εν τω μέσω της πόλεως˙ έστησαν δε και εικόνα αυτού εκεί. Έτι δε κτιζομένου αυτού, επιστάς ο μάρτυς τη δυστηνοτάτη κατ’ όναρ εν σχήματι μοναχού, φησί αυτή˙
 

Τους ψόας σου πονείς;
Η δε προς αυτόν˙
 

Ουχί δέσποτα, ουδέν κακόν έχω, υγιής ειμί.
Άμα τω λόγω διυπνήσασα, και αισθομένη διεμπεσούσαν αυτή σφοδρώς την αλγηδόνα, ήρξατο βοάν, και στενάζειν, και συνέχεσθαι, ώστε μη δύνασθαι αυτήν μηδόλως αναπνεύσαι αφόρητα πάσχουσαν˙ όπως σχολίη άγουσα αναλογίσηται και ζητήση εν εαυτή, τις η αιφνίδιος αύτη οδύνη, και εκ ποίου αιτίου. Αλλ’  εν τούτοις διατελέσασα τέσσαρας˙ πέμπτης δε ημέρας επιφωσκούσης, ορά επιστάντα αυτή τον άγιον, και λέγοντι˙
 

Κάτελθε εις το Τετράπυλον, και παρακάλεσον τον άγιον Αναστάσιον, και υγιαίνεις.
 

Αναστάσα δε αυτή, και εις μνημείω ελθούσα των δε δυσφήμων αυτής ρημάτων ων ελάλησε κατά της ιδίας κεφαλής, προσκαλεσαμένη τους παίδας αυτής, λέγει αυτοίς˙
 

Άρατέ με, απέλθωμεν εν τω Τετραπύλω του αγίου Αναστασίου. Οίδα γαρ νυν διδαχθείσα και από Περσίδος ερχομένων λειψάνων προσκυνείν και τιμάν, και ά ο Θεός εκαθάρισε, μη κοινήσθαι.
Αναλαβομενοι ουν αυτήν οι παίδες αυτής επί φορείω απήρχοντο. Ως δε επλησίαζον τω τόπω, αύτη εκ μήκους άρασα το όμμα, και θεασαμένη την εικόνα του αγίου, ήρξατο μεγαλοφώνως συν εκχύσει δακρύων βοάν˙
 

Ούτος εστιν αληθώς, ον είδον εν ύπνοις προλέγοντά μοι περί των δε συνεχόντων με δεινών.
Και ρίψασα εαυτήν επί του εδάφους, και κλαύσασα ικανώς, και εξιλεωσαμένη τον άγιον, τότε ανέστη υγιαίνουσα. Και η προ ολίγου υπό ετέρων βασταχθείσα, και περί τα έσχατα κινδυνεύσασα, οικείοις ποσί περιπατήσασα απήλθεν εις τον οίκον αυτής, συμφώνως τοις λοιποίς αινούσα και δοξάζουσα τον Θεόν, και μεγαλαυχούσα τον μάρτυρα». (BHG 89g, Miracula Anastasii Persae, ed. Flusin, Saint Anastase le Perse et l’ histoire de la Palestine au débuit du VII siècle, Paris 1992, t.1 117.)

***


Φωτεινού του θεοφιλεστάτου πρεσβυτέρου και εκκλησιεκδίμου της αγιωτάτης εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, εκ του βίου του εν αγίοις πατρός ημών Ιωάννου του νηστευτού επισκόπου γενομένου της αυτής πόλεως.

 «ἐτι μηδέ τούτο διαλάθοι το θαύμα, μηδέ συγχωρώμεν τω θεσπεσίω πατρί, τούτο δη μάλιστα συνεπικρύψαι σπυδάζοντι. Νυξ μεν γαρ ην, και διεπορούμεθα συν τάχει πολλώ, ως δη κατά την αντίπεραν γην Μαυρίκιον τον βασιλέα καταληψόμενοι˙ Μαυρίκιον τον πάλαι μεν δικαιότατον και πραότατον, νυν δε ήδη και μάρτυρα. Τούτο γαρ ο βύθιος αυτώ δράκων ο τύρρανος και μη βουλόμενος εχαρίσατο. Και τοίνυν σπουδή εβαδίζομεν. Γυνή δε τις ωραία σφόδρα και την εσθήτα και την όψιν και την ψυχήν, και πλούσια λίαν ούσα μεν, ου δοκούσα δε δια την συνοικούσαν αυτή συμφοράν, πόρρωθεν εωράτο μοι συναναφυρομένη τω πλήθει των αδελφών ημών των πτωχών˙ διωκομένη δε παρά των επί τούτοις τεταγμένων, ουδαμώς ενεδίδου, αλλά τοι μετά δακρύων αιδουμένη δια την φύσιν, δια την ανάγκην αναιδώς παρηνώχλει.
 

Ταύτα ορών, την τάξιν ην ετέταγμαι, καταλιμπάνω, και καταλαμβάνω την άνθρωπον˙ και ό τι βούλοιτο αν επυνθανόμην.
 

Η δε άνδρα έχω, φησί, και δαιμόνιον έχει τρίτον έτος ήδη τούτο γε˙ και μυρίοις, ως ειπείν, διάγεσι τόποις και αβλαβέσιν ανθρώποις προσαγαγούσα τον άθλιον, ίσχυσα πλέον ουδέν. Το δη ουν τελευταίον από της ερήμου παραγέγονα.
Των δε αγίων γαρ των κατά ταύτην ο παρά πάντων σχεδόν των εκείσε θαυματουργών επί τω θαυματουργείν μεμαρτυρημένος, προς την ιατρείαν και αυτός απειπών,
 

Απελεύση, έφη, προς Ιωάννην τον πατριάρχην τον μέγαν, εκείθεν τε κομιή μετ’ ευλογίας αρχιερέως Θεού παντοκράτορος εικόνα της παρθένου μητρός του Θεού, και αποίσεις και αποκομιείς την εικόνα εις οίκον, ον κατεσκήνωσας εν γη ση. Ιδού γαρ αποστελείς ήδη τον άνδρα τον σον, και κατοικιείς γε αυτόν εν αυλαίς οίκου σου˙ και ου μη όψηται την πόλιν του βασιλέως, ού απελεύση … την μεγάλην˙ και υψώσεις και αναθήσεις το ομοίωμα, και γενήσεται άγιον οίκω σω˙ και έσται, πας ος αν κατασκηνώση εν αυτώ, ευλογηθήσεται˙ και ιδού φυγή φεύξεται, και απηλλοτριωμένον έσται το πνεύμα, και ουκέτι ου μη εγγιεί, διότι κύριος εγγύς, και εις τον αιώνα η δόξα αυτού. Αμήν.
 

Ταύτα ειπούσαν προσάγω τω πατριάρχη κατά την ημέραν την εφεξής, την εν τοις παρασκευαίς ειωθυίαν εν τω ναώ της Θεοτόκου τω πλησίον είσοδον ποιουμένω. Και αναφέρω την του πράγματος περιπέτειαν, νυν μάλα δήθεν νεανικώς ομού και ρητορικώς, νυν δε γε υφειμένως και γοερώς. Και έχαιρον ως δήθεν πείσων, ελπίζων άμα επαινεθήσεσθαι, καθότι τους ούτως ασεβείς αιρούμαι των δε υποθέσεων. Έτι δε μοι διδάσκοντι, και λέγοντι κατά άδειαν˙ ότι ο ερημίτης, ώ δέσποτα, είπεν υπό Θεού κινηθείς, ως άρα υμείς οκνηροί αποδιώκειν μέλλη˙ διακόπτει τε μοι τον λόγον, και τω θυμώ ζέσας˙ ναι κύρι, ναι δέσποτα, την φωνήν άρας ερημίτης εβόα˙
 

Ναι, ίνα εγώ ο κύρις εκβάλλω τον δαίμονα. Ίνα είπω, σοι λέγω τω ακαθάρτω, έξελθε από του πλάσματος, και ύπαγε ώδε και εκεί εις το άφαντον.
 

Τοιαύτα κελεύεις ίνα φλυαρώ άνθρωπος ρυπαρός και αμαρτωλός. Ει εστέ θαυματουργοί το εμόν εκβάλετε πνεύμα. Ευχών χρήζεις πολλών αδελφέ Φωτεινέ, μα τας των αγίων ευχάς˙ ούτω παρ’ ελπίδας ατιμωθείς, ανεχώρουν ερυθριών˙ και ηρέμα υπεκδραμών, εφερόμην όπου και τύχει, τοις απαντώσιν εμπίπτων, ως δε κεκραιπαληκώς˙ και καταλαμβάνω τινά του ιερατείου μόλις εσχατιάν. Και θυμώ θυμωθείς˙ της γαρ δη λύσης ήδη το πλείστον εις θυμόν απενήνεκτο, καθότι ουχ εύρισκον χάριν ενώπιον του αρχιερέως του Θεού του μεγάλου˙ πολλά σιωπή κατεβόων επ’ εμαυτού, και ότι ουκ είη το από τούδε ελπίσαι ουδέν αγαθόν ουδενί των προβάτων, του οιμένος ημίν αυτού προς λύκου φύσιν εκβάντος και εκδεδεκτημένου. Εν τούτοις όντι μοι και απορουμένω, βουλή γίνεται. Και στείλας οίκαδε των επομένων τινα, κομίζω των ανατεθειμένων εκείσε πάνυ δη πάνυ περικαλλή της δεσποίνης ςικόνα. Και κατασχηματισάμενος ευ μάλα και ως οίον τε ην προς το πιθανώς οφθήναι τε και νομισθήναι, ότι δη παρά του μεγίστου πατρός, ως δη το λοιπόν επικαμφθέντος, λαβών την εικόνα κατέχοιμι, επιδούς τη γυναικί την εικόνα, ευχεσθαί τε υπέρ ημων, τω τε πατριάρχη χάριτας πλείστας ομολογείν, απιέναι μεν της χαράς ενεκελευόμενω. Η δε απηλλάττετο μικρού και σκιρτώσα, και ουκ έχουσα ήτις και γένοιτο την ώσπερ εξ ημισείας αμφοτέρων η χαρά. (BHG 893, A XIII 80D-85C)

***


 Εκ του μαρτυρίου του αγίου Μάρτυρος Προκοπίου

«Ο δε νεανίας χαράν μεγάλην λαβών και πίστιν εθαρσοποιήθη˙ ομοίως και πάντες οι συν αυτώ. Και εν αυτή τη ώρα της νυκτός υπέστρεψε του στρατοπέδου, και ήλθε εν τη σκυθοπόλει. Και προσκαλεσάμενος κρυφίως πάσαν την συντεχνίαν των δε χρυσοχόων και αργυροπλαστών, ηρώτα αυτούς, λέγων˙
 

Δύνασθαί μοι ποιήσαι σκεύος, ο εγώ εκδίδωμι υμίν;
 

Οι δε φοβηθέντες το αυστηρόν του ανδρός, συμβούλιον ποιήσαντες, έστησαν έμπροσθεν αυτού ένα τον μείζονα αυτών τεχνίτην ονόματι μάρκον, ειπόντες˙
 

Ούτος ποιήσει το θέλημά σου….
…ο δε Μάρκος ουκ επείθετο αυτώ˙ ο δε νεανίας έπεισε αυτόν, λέγων˙
 

Ότι έως θανάτου ου μη απαγγείλω τω βασιλεί το μυστήριον.
 

Ο δε πεισθείς, δια της νυκτός εν μυστηρίω κατά μόνας ειργάσατο τον σταυρόν δι’ αργυρίου και χρυσίου. Και εγένετο, εν τω πληρωθήναι τον σταυρόν, και ανορθούσθαι, ώφθησαν εν αυτώ τρεις εικόνες˙ και επεγέγραπτο τη Εβραΐδη διαλέκτω άνω εν τη αρχή˙ Εμμανουήλ. Και εν ταις εκατέρωθεν αρχαίς˙ Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ηβουλήθη ουν υφοραθής ο Μάρκος απαλείψαι τας εικόνας, και ουκ ηδυνήθη, η γαρ χειρ αυτού έμεινεν ωσεί ξηρά. Αλεκτρυόνος δε φωνήσαντος, ήλθεν ο δουξ ο λεγόμενος Νεανίας εις τον οίκον Μάρκου, του άραι τον σταυρόν. Και ιδών αυτόν προσεκύνησεν αυτόν. Και λέγει τω Μάρκω˙
 

Τι εστι ταύτα τα πρόσωπα, και τις η επιγραφή;
Λέγει αυτώ˙
 

Κύριε εν η ώρα ετελέσθη το έργον, ανέτειλαν αι εικόνες αύται. Και ου γινώσκω τίνος, ή τις η επιγραφή.
 

Ο δε Νεανίας έγνω τινά δύναμιν εν αυτώ είναι. Και προσκυνήσας τον σταυρόν, είλυσεν εν πορφύρα, και επορεύθη την οδόν αυτού χαίρων, δεδωκώς τω τεχνίτη Μάρκω τιμάς πλείους˙ και εισήλθεν μέντοι των δύο νουμέρων εν τη πόλει αυτού». (BHG 1577 & Μαρτύριον αγίου Προκοπίου, ed. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς,

***

Ανάλεκτα Ιεροσολυμίτικης Σταχυολογίας, Πετρούπολη 1898, τ. 5 5.23-29, 6.10-27)   

Γεωργίου του Ελεύσιου (μοναχού Συκεώτη), Βίος αγίου Θεοδώρου του Συκεώτου

«Όντος δε αυτού ως ετών δε δώδεκα, εγένετο θανατικόν εκ του βουβώνος εν τω χωρίω εκείνω, ώστε και αυτόν αρρωστήσαι παραπλήσιον θανάτου. Επήγαγον δε αυτόν εν τω ευκτηρίω οίκω του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, τω όντι πλησίον του χωρίου, και ανέκλιναν προς την είσοδον του θυσιαστηρίου. Επάνωθεν δε αυτού εν τω σταυροδόχω ίστατο εικών του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Οδυνωμένου τοίνυν αυτού εκ του βουβώνος, άφνω εκ της εικόνος επέσταξαν αυτώ σταγόνες δρόσου˙ και ευθέως τη χάριτη του Θεού κουφισθείς τω πάνυ, υγιής εγένετο, και απήλθεν εν τω οίκω αυτού. Και μεντοι βραχέα. Μιμείσθαι τοίνυν θέλων τον Δαβίδ εν τη θεοπρεπεί υμνωδία, ήρξατο μανθάνειν το ψαλτήριον. Δυσκόλως δε μεντοι πολλού κόπου μαθόντος αυτώ έως εξκαιδεκάτου, τον επιόντα επτάκαιδέκατον ψαλμόν ουκ ηδυνήθη αποστηθίσαι. Μελετών δε γουν εν τω ευκτηρίω του αγίου μάρτυρος Χριστοφόρου, τω όντι εκ του πλησίον του χωρίου, και μη δυνάμενος μαθείν, ρίψας αυτόν επί πρόσωπον, εδέετο του Θεού, όπως ευμαθή αυτόν ποιήσει εκ της των ψαλμών μελέτης. Ο δε φιλανθρωπος Θεός ο ειπών˙ αιτείται και δοθήσεται υμίν˙ έδωκεν αυτώ την αίτησιν αυτού. Αναστάντι γουν εν τη σωτήρος προσέχοντι και δεομένω [εικόνι], ήσθετο γλυκύτητος ηδύτερον μέλιτος ενεχθήσεις εν τω στόματι αυτού. Ο δε γνους την χάριν του Θεού, και μεταλαβών της γλυκύτητος, και ευχαριστήσας τω Θεώ, από της ώρας εκείνης ευκόλως και ευμαθώς απεστήθισε το ψαλτήριον».

(A. J. Festigière, Vie de Théodore de Sykéôn,  εν Subsidia Hagiografica 48, Brussels 1970, t. II 8.1-10, 13.1-15)

***

Του αγίου Συμεών του Στυλίτου, Επιστολή Ε’ προς τον βασιλέα Ιουστίνον τον Νέον

«Τις δώσει αεισέβαστε και αγαθέ δέσποτα, τοις οφθαλμοίς μου πηγάς δακρύων επί τω πενθήσαι και κλαύσαι πικρώς και αφορήτως εν όλαις ταις ημέραις της ελεεινής μου ζωής; Ότιπερ επί του θείου ζήλου της υμετέρας θεοστεφούς και Χριστιανικωτάτης βασιλείας τοιαύτα υπέρ πάντα λόγον ασεβείας τετόλμηται πεπράχθαι παρά των αθέων και υπέρ πάσαν ακαθαρσίαν ακαθάρτων και βδελυκτών Σαμαρειτών, των τα λεγόμενα Κάστρα οικούντων πλησίον της πόλεως Πορφυρεώνος, εις τον σεπτόν οίκον, ον το θεάρεστον υμών κράτος εκέλευσε κτίζεσθαι εκεί. Άπερ κατά λεπτόν γνώσεται η υμετέρα θεοφύλακτος γαληνότης εκ των σημανθέντων τη ημών ταπεινώσει παρά Παύλου του οσιωτάτου επισκόπου της αυτής Πορφυρεώνος, εκπεμφθέντων ημίν παρά του μακαριωτάτου της Εώας πατριάρχου, και αυτού επί τούτω σφοδρώς αλγήσαντος. Πως γαρ ουχί, ημερώτατοι αυτοκράτορες; Διότι και αψύχους λίθους ικανά ην παρασκευάσαι εκβοήσαί τα τοιαύτα ασεβήματα, άτινα αυτοψί εθεάσατο ο ειρημένος οσιότατος αρχιερεύς. Υπέρ γαρ θάνατον και απώλειαν λελόγισται τη ημών ταπεινώσει το όλως εις ακοάς ημών ελθείν τοιαύτην ασεβεία υπερβάλλουσαν βλάσφημον πράξιν, τετολμημένην εις αυτόν τον δι’ημάς ενανθρωπήσαντα Θεόν Λόγον, και εις την παναγίαν ένδοξον θεομητορα, και τον πάνσεπτον και τίμιον σταυρόν, και εις τους αγίου αυτού.
 

Διό υπομινήσκοντες αναφέρομεν επί τας θείας υμών ακοάς, ότι ει οι πανευσεβείς των καλλινίκων υμών νόμοι παρακελεύονται, εικόνος βασιλέως ενυβριζομένης, θανάτω εξαισίω και πανολεθρίω παραδίδοσθαι τους τούτο επιχειρείν τολμώντας, πόσης άρα άξιοι εισι καταδίκης εις απώλειαν, οι εις την εικόνα του Υιού του Θεού, και της παναγίας ενδόξου Θεοτόκου μετά πάσης αλέκτου αναιδείας, και ασεβείας, και δια το υπερβάλλον κακόν ουκ έχω τι ειεπίν, τοιαύτα τετολμηκότες, μηδεμίας εις αυτούς γενομένης φιλανθρωπίας; Όθεν δυσωπούμεν το καλλίνικον υμών κράτος, μη ποιήσαι έλεος εις τους τούτο τετολμηκότας, μήτε φείσασθαι αυτών, μήτε την οιανούν παράκλησιν ή απολογίαν δέξασθαι περί αυτών, ίνα μη και εις άλλο τι τραπώσι, καθώς ήδη θεωρίαν εωρακώς ημήν δηλώσας τω Αυγούστω μηνί τω αγιωτάτω και θεοτίμω πατριάρχη, σημάνας εν τω τέως παρ’ εαυτώ έχειν. Ου γαρ έκρυψεν αφ’ ημών ο Θεός τα διαβούλια αυτών. Όθεν πεπληροφόρημαι, αεισέβαστοι αυτοκράτορες, ότι ουχ υπενέγκοι βαστάσαι η υπό της μεγαλειότητος αυτού ελλαμπομένη θεοστήρικτος υμών καρδία την τοσαύτην της ατιμίας ατοπίαν, ήν ουδέποτε μέχρι του νυν ακηκόαμεν, τάχα δε ούτε άλλος Χριστιανός.
 

Αλλ’ ενορκώ υμάς δέσποτα, κατά του Εμμανουήλ Θεού υψίστου, μη αναμείναι μήτε προς μικρόν του γενέσθαι την πρέπουσαν εκδίκησιν˙ κελευσαι δε εκζητηθήναι και τα εν τω φρέατι γεγονότα παρά της υπερβαλλούσης αυτών παγκακίστου πονηρίας, κατά την υφήν της προς την ημών μετριότητα επιστολής˙ μη προσδεχομένης της ημερωτάτης υμών δεσποτείας, ει ίσως δόξουσί τινες υποσπείρειν ακαίρους λόγους, ως δεσποινιακών αυτών όντων, του Θεού του δεδωκ΄ποτος υμίν το κράτος ούτως υπέρ πάσαν ασέβειαν ενυβρισθέντος˙ όπως και οι λοιποί αυτών φόβον έχωσι πάσας τας ημέρας της επαράτου και αφωρισμένης αυτών βιώσεως˙ ους και αποδέξεται το συγγενές αυτών σκότος εις την καταδίκην του μέλλοντος αυτούς κατεσθίειν ασβέστου και αφεγγούς πυρός˙ και καταθεματίσαι αυτούς εις τα καταχθόνια της αβύσσου αυτό το πανάγιον και παντοδύναμον Πνεύμα Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, του απολέσθαι αυτούς εις απέραντον απώλειαν». (PG 86b,3215C-3216B)
 

***

Σχόλιο πατέρων της Ζ’Οικουμενικής Συνόδου
 

«Ταράσιος ο αγιώτατος πατριάρχης είπεν˙ οίδατε, ποίαν απόφασιν ο πατήρ παρίστησιν;
Βασίλειος ο οσιώτατος επίσκοπος Αγκύρας είπε˙ και συγχωρήσεως αναξίους αυτούς έκρινεν.
Ιωάννης ο ευλαβέστατος μοναχός και τοποτηρητής των δε ανατολικών αρχιερέων είπεν˙ εύδηλον εστι πάσιν, ότι οι Σαμαρίται χείρονες των δε αάλλων αιρετικών εισι, και η αίρεσις αυτών λίαν απόβλητος και κίβδηλη εστί, και μακράν της χάριτος. Ώστε απέδειξεν ο λόγος, ότι οι τας σεπτάς εικόνας καταστρέφοντες χείρονες εισί τούτων. Ικανόν δε εστίν ονομάσαι αυτούς Σαμαρείτας» (Mansi XIII, 161E-164A)

 

***  

 Βίος του μακαρίου Σιλβέστρου επισκόπου Ρώμης της μεγάλης.

«Ταύτη τοίνυν τη νυκτί οπτασίαν ορά (σ.σ. ο Μέγας Κωνσταντίνος), εν ή εφάνησαν αυτώ οι άγιοι Απόστολοι, λέγοντες˙

Ημείς εσμεν Πέτρος και Παύλος οι πεμφθέντες παρά του Θεού δούναι σοι σωτηρίας σύμβολον, ίνα πέμψης προς Σίλβεστρον επίσκοπον, ος, τον διωγμόν τον σον δεδοικώς, εν τω σπηλαίω τω όντι εν τω Σεραπτινώ όρει κρύπτεται˙ και τούτον μεντοι τιμής μεγίστης ποιήσεις προς σε παραγενέσθαι, ος ει γε της νουθεσίας αυτού ανάχη, υποδείξαι σοι δυνήσεται κολυμβήθραν ευσεβείας, εν ή απολουσάμενος, πάντων των τραυμάτων σου τον ρύπον αποσμήξη˙ και υγιής γενόμενος, ζωής καταξιωθήση, την συν τοις αφθόροις εχαρίσω παισίν.

Εν τούτοις τοις λόγοις διυπνισθείς, ο βασιλεύς, θεωρεί παρεστώτα αυτώ τον συνήθη ιατρόν, τον ειωθότα τοις τραύμασιν αυτού τας εμπλάστρους επιτιθέναι, και φησίν προς αυτόν,

Ουκέτι μοι του λοιπού ανθρωπίνη τέχνη συνεισέλθει, αλλ’ η του παντοκράτορος χειρ βοηθήσει.
Ταύτα ειπών απέστειλεν εν τω Σοραπτινώ όρει, και καθώς προσετάχθη μεντοι πάσης τιμής τον άγιον Σίλβεστρον παραγενέσθαι εποίησεν˙ και εισιόντα αυτόν αναστάς ο βασιλεύς πρωτος ησπάσατο λέγων,
Υγιαίνοντά σε υποδεξάμενοι, χαίρομεν.
Και ο άγιος Σίλβεστρος αποκριθείς, έφη,
Ειρήνη σοι ουρανόθεν, και νίκη δωροθείη.
Τότε ο βασιλεύς έφη,

Ορκίζω σε εις τον Κύριν σου και Θεόν ίνα μοι είπης, εί έχετε Θεούς τινας Πέτρον και Παύλον ούτω καλουμένους.
Ο δε άγιος Σίλβεστρος έφη,

Άκουσον, ω βσιλεύ, Ημείς ον σέβομεν και προσκυνούμεν είς Θεός υπάρχει ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην, και πάντα τα εν αυτοίς. Πέτρος δε και Παύλος, Θεοί ουκ εισίν, αλλά δούλοι εισίν του Θεού, οίτινες δια της πίστεως ευαρεστήσαντες τούοτυ έτυχον, ώστε την ακρόπολιν της αγιωσύνης κρατήσαι και είναι του αριθμού πρώτοι των αγίων. Παρά του Θεού τοίνυν απόστολοι καταστάντες, ούτοι πρώτοι την θεότητα του δεσπότου Ιησού Χριστού τοις έθνεσιν εκήρυξαν˙ και πάσα η εκκλησία παρά τούτων έλαβεν την αρχήν˙ οι τινες πληρώσαντες την της αποστολής διακονίαν, εις το του μαρτυρίου βραβείον έφθασαν, και εισίν νυν φίλοι του παντοκράτορος Θεού.
Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς, περιχαρής γενόμενος έφη,

Παρακαλώ σε Σίλβεστρε επίσκοπε, ει εισίν εν σοι τινές αυτών εικόνες δείξον μοι ταύτας και ποίησον μοι τους χαρακτήρας αυτών φανεροίς, ίνα ίδω ει αυτοί εισιν οι ειρηκότες μοι παρά του Θεού πεπέμφθαι.
Τότε ο Σίλβεστρος εκέλευσεν τω διακόνω αυτού κομίσαι τας ιδέας αυτών˙ ας τινας θεασάμενος ο Αύγουστος, ήρξατο βοάν, και λέγειν,

Όντως,ουδέν αληθέστερον των εικόνων τούτων, ωνπερ την εκτύπωσιν, και τους χαρακτήρας εν τη οπτασία εθεασάμην».
(Illustrium Christi Martyrum lecti triumphi, vetestis graecorum monumentis confignati, ed. Francois Combefis, Paris 1660, 276-279)

***

Του οσίου Θεοφάνους ηγουμένου του Αγρού, Χρονογραφία

«Α.Μ. 5794. Τούτο τω έτει Θεοτέκνω γόητι πειθόμενος ο Γαλλέριος Μαξιμιανός εν τω θύειν τοις δαίμοσι και λαμβάνειν χρησμούς, υποδύς  τω άντρω ο Θεότεκνος χρησμόν, κατά Χριστιανών εγείραι διωγμόν, τούτω δέδωκεν. Τα δε υπομνήματα του σωτήρος επλάσατο και πανταχόσε εφ’ ύβρει απέστειλε και τοις γραμματοδιδασκάλοις τους παίδας διδάσκειν προσέταξεν, ως διαγελάσθαι το καθ’ ημάς μυστήριον παρασκευάζων». (CSHB, ed. B. G. Niebuhr, Bonnae 1889, vol. 1 12.15)

«Έτος 301/2 μ.Χ. Κατά το έτος αυτό ο Γαλλέριος Μαξιμιανός υπακούοντας στον μάγο Θεότεκνο που έκανε θυσίες στους δαίμονες και έπαιρνε χρησμούς, μπαίνοντας μέσα στη σπηλιά ο Θεότεκνος του έδωσε χρησμό να κινήσει διωγμό κατά των Χριστιανών. Και τις εικόνες (μορφές) του Σωτήρος έπλασε και προς όλα τα μέρη απέστειλε με σκοπό την προσβολή και πρόσταξε τους γραμματοδιδασκάλους να διδάσκουν τα παιδιά, ετοιμάζοντας έτσι ώστε να περιγελάται η πίστη μας». (μετ. αρχιμ. Ανανίας Κουστένης, εκδ. Αρμός 2007, σελ. 33)

«Α.Μ. 5982. Ξεναΐας δε ο δούλος του Σατανά την δεσποτικήν εικόνα και των αγίων εδίδασκε μη δέχεσθαι. Πέρσης μεν γαρ ην τω γένει, δούλος δε την τύχην, φυγών του ιδίου δεσπότη, επί Καλανδίωνος τας περί Αντιόχειαν κώμας ανεστάτου από της πίστεως, αβάπτιστος ων και κληρικόν αυτόν λέγων» (CSHB, ed. Niebhur, Bonnae 1889, t.1 207.14)

«Ο δε Ξεναΐας ο δούλος του Σατανά, εδίδασκε να μην δέχονται την δεσποτική εικόνα καθώς και των αγίων. Αυτός λοιπόν ήταν Πέρσης την καταγωγή, και δούλος ως προς τν κατάσταση, κι αφού έφυγε από το αφεντικό του επί Καλανδίωνος αναστάτωνε ως προς την πίστη τις συνοικίες γύρω από την Αντιόχεια, ενώ ήταν αβάπτιστος και έλεγε πως είναι κληρικός». (μετ. αρχιμ. Ανανίας Κουστένης, Αρμός 2007, 363)

Γ' ΜΕΡΟΣ // ΕΙΣΑΓΩΓΗ // Δ ΜΕΡΟΣ


Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω:


Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης